Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

10/11/2007

θεωρία της διαρκούς επανάστασης σήμερα



Monday, May 01 2006

Σκέψεις σχετικά με την επαναστατική στρατηγική στις
προηγμένες χώρες του καπιταλισμού)[1]



του Δημήτρη Α. Κατσορίδα



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Η διαλεκτική σκέψη στη θεωρία της Διαρκούς
Επανάστασης.

Ο νόμος της συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης

2. Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης

3. Προβληματισμοί σχετικά με τις λειτουργίες του
σύγχρονου αστικού

κράτους σε σύγκριση με την προεπαναστατική Ρωσία

4. Κόμμα και κρατικοί θεσμοί

5. Το σφάλμα της Μαρξιστικής Αριστεράς: H υποτίμηση της
δύναμης

του σύγχρονου αστικού κράτους

6. Η αντι-ηγεμονία της εργατικής τάξης και ο ρόλος των
διανοουμένων

7. Η Διαρκής Επανάσταση στη Δύση ως «στρατηγική φθοράς»



1. Η διαλεκτική σκέψη στη θεωρία της Διαρκούς
Επανάστασης.

Ο νόμος της συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης



Ο Λέον Τρότσκι, συστηματοποιώντας όλη τη μέχρι τότε
μαρξιστική σκέψη, την πείρα από τις επαναστάσεις στη
Ρωσία και την επαναστατική εξέλιξη στις αναπτυγμένες και
αποικιακές χώρες και βασιζόμενος στη θεωρία της
συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης, μας δίνει την
κορωνίδα της θεωρητικής του συνεισφοράς, η οποία δεν
είναι άλλη από τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης ως
μιας αδιάκοπης, συνεχούς, εξακολουθητικής, ασταμάτητης,
αστάθμητης πορείας, εθνικής και διεθνικής.



Η θεωρία της συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης σε
γενικές γραμμές λέει τα εξής: το παγκόσμιο καπιταλιστικό
σύστημα διαρθρώνεται σε μια ιεραρχία οικονομιών με
διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα των
ιστορικών όρων διαμόρφωσης και εξέλιξης του κάθε
κοινωνικού σχηματισμού και κυρίως των διαφορετικών
ταξικών και πολιτικών συσχετισμών που αποκρυσταλλώνονται
στο εσωτερικό των διαφορετικών δομών κάθε κράτους. Έτσι,
ο κατακερματισμός του χώρου της κυριαρχίας του κεφαλαίου
στις επί μέρους εθνικές - κρατικές συγκροτήσεις,
ταυτόχρονα μας υποχρεώνει «να διακρίνουμε τη διαδικασία
‘ανισόμερης ανάπτυξης’ στο εσωτερικό ενός
(καπιταλιστικού) κοινωνικού σχηματισμού, από την ‘άνιση
ανάπτυξη’ σε διεθνές επίπεδο. Η ‘ανισόμερη ανάπτυξη’ δεν
αποτελεί νομοτέλεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
αλλά προϊόν της πάλης των τάξεων, προϊόν του
συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού - ταξικού και
πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων» (Γ. Μηλιός, 1988, σελ.
27 και 75). Με βάση αυτή την προσέγγιση απορρέει η
ανισότητα ή ανισομέρεια στην ανάπτυξη των διαφόρων
κλάδων της οικονομίας, των διαφόρων τάξεων, των διαφόρων
κοινωνικών θεσμών, των ποικίλων στοιχείων της κουλτούρας
κάθε εθνικού κοινωνικού τύπου. Έτσι, «η εθνική
ιδιομορφία δεν είναι παρά το πιο γενικό προϊόν της
ανισομερούς ιστορικής ανάπτυξης, το συνοπτικό της
αποτέλεσμα» (Λ. Τρότσκι, 1982, σελ.30). Όμως, αυτός ο
άνισος χαρακτήρας συνοδεύεται από το συνδυασμό των
βασικών χαρακτηριστικών της παγκόσμιας διαδικασίας και
από το συνδυασμό της ανάπτυξης που εκδηλώνεται με τη
συνύπαρξη σύγχρονων και αναπτυγμένων τομέων της
καπιταλιστικής παραγωγής με καθυστερημένους τομείς ή/και
ακόμη με προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, οι οποίοι
με την ενσωμάτωση κάθε εθνικού κρίκου στην
ιμπεριαλιστική αλυσίδα συναρθρώνονται σε ένα «ενιαίο»
σύνολο.



Ο Τρότσκι, υιοθετώντας από τα κείμενα του Πάρβους τη
μεθοδολογική κατηγορία της ολότητας στην κατεύθυνση της
κατανόησης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος ως
ένα «όλον», και στηριζόμενος ταυτόχρονα στην υλιστική
διαλεκτική, κατορθώνει να ξεπεράσει την εξελικτικιστική
αντίληψη της ιστορίας ως διαδοχή σαφώς προκαθορισμένων
σταδίων, στην οποία είχε στηριχτεί ολόκληρη η
σοσιαλδημοκρατική παράδοση, ακολουθώντας την περίφημη
ρήση του Μαρξ ότι «Η βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα
δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του
μέλλοντός της» (Κ.Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος,
σελ.15), με την έννοια ότι οι καθυστερημένες χώρες
έπρεπε να ακολουθήσουν πιστά όλα τα στάδια εξέλιξης των
αναπτυγμένων.



Ο Τρότσκι δεν πίστευε ότι η εξέλιξη είναι αποκλειστικά
μια συνεχής και βαθμιαία διαδικασία. Στα κείμενά του
δίνεται έμφαση στις ασυνεχείς αλλαγές, στα άλματα, στις
καταστροφές. Αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση είναι που
του έδωσε τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια διαλεκτική
άποψη της ιστορικής ανάπτυξης μέσα από ξαφνικά άλματα,
αντιφατικές συνενώσεις και καταστροφές που έκφρασή της
αποτελεί η θεωρία της συνδυασμένης και ανισομερούς
ανάπτυξης. Με βάση αυτή τη θεωρία, κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες, και μελετώντας τις εξελίξεις
στην ΕΣΣΔ μετά την Επανάσταση του 1905 και την
Οκτωβριανή Επανάσταση, διαπιστώνει ότι η εισαγωγή
ανώτερων στοιχείων (νέες παραγωγικές σχέσεις) σε ένα
κοινωνικό σχηματισμό και η ανάμιξή τους με κατώτερα
στοιχεία (επίπεδο παραγωγικής βάσης), μπορεί να
επιταχύνει την κοινωνική ανάπτυξη (ποιοτικό άλμα), ενώ
κάτω από άλλες συνθήκες, η σύνθεση μπορεί να επιβραδύνει
την πρόοδο και να προκαλέσει ακόμα και οπισθοδρόμηση
(καταστροφή) (Κ. Αγιάτσης, 1994).



Έτσι, ο Τρότσκι, στο Μεταβατικό Πρόγραμμα - το οποίο
υιοθετήθηκε από το Ιδρυτικό Συνέδριο της 4ης Διεθνούς
στις 3/9/1938 - σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της ΕΣΣΔ,
μπορεί και κάνει την εξής πρόβλεψη: «Η πολιτική πρόγνωση
έχει ένα διαζευκτικό χαρακτήρα. Είτε η γραφειοκρατία που
θα γίνεται ολοένα και περισσότερο όργανο της παγκόσμιας
αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κράτος, θα ανατρέψει τις
νέες μορφές ιδιοκτησίας και θα ξαναρίξει τη χώρα στον
καπιταλισμό είτε η εργατική τάξη θα συντρίψει τη
γραφειοκρατία και θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό»
(Λ. Τρότσκι, 1975, σελ.43). Οι εξελίξεις στις χώρες του
τέως λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιβεβαίωσαν, με
τον πλέον τραγικό τρόπο, τις προβλέψεις του Τρότσκι.

2. Η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης



Μελετώντας τα έργα των θεμελιωτών του Επιστημονικού
Σοσιαλισμού, Μαρξ-Ένγκελς, είναι δυνατό να διαπιστώσουμε
ότι αυτοί πρώτοι καθορίσανε το διαρκή χαρακτήρα της
σοσιαλιστικής επανάστασης ως εξής: «1) Στη στρατηγική
και ταχτική της και στις σχέσεις της με την
αστικοδημοκρατική επανάσταση και με τα ρεύματα της
μικροαστικής δημοκρατίας στις πόλεις και τα χωριά, 2)
Στη διεθνική πορεία και ολοκλήρωση της επανάστασης, 3)
Στη φύση και στα μέσα της σοσιαλιστικής επανάστασης και
της προλεταριακής δικτατορίας όπου αδήριτοι νόμοι την
οδηγούνε, 4) Στη βαθμιαία πραγματοποίηση του
προγράμματος της κρατικής εξουσίας» (Π. Πουλιόπουλος,
1980, σελ.120).



Συγκεκριμένα, στην επιστολή της Κεντρικής Επιστολής του
Συνδέσμου των Κομμουνιστών, που ο Μαρξ έστειλε το 1850
στους Γερμανούς κομμουνιστές πάνω στην προβλεπόμενη τότε
γερμανική αστικοδημοκρατική επανάσταση, προσδιορίζει την
ιδέα της διάρκειας που θα πρέπει να δοθεί στην
επαναστατική πορεία και στο πέρασμα από τη δημοκρατική
στη σοσιαλιστική της φάση: «Οι κομμουνιστές πρέπει να
φέρουνε ίσαμε τα τελευταία τους όρια τις προτάσεις των
δημοκρατών που με κάθε τρόπο θα επεμβούνε όχι σαν
επαναστάτες, μα σαν μεταρρυθμιστές. Πρέπει να
μετατρέψουμε τις διεκδικήσεις αυτές σε άμεσες επιθέσεις
κατά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας... Ενώ οι μικροαστοί
δημοκράτες θέλουνε να τερματίσουνε γρήγορα την
επανάσταση πετυχαίνοντας ικανοποίηση για όσο το δυνατό
περισσότερες από τις πιο πάνω διεκδικήσεις τους, τα δικά
μας συμφέροντα και το δικό μας καθήκον είναι να κάνουμε
την επανάσταση διαρκή, ώσπου να πετάξουμε τις κατέχουσες
τάξεις από την αρχή, ώσπου η ένωση των προλεταρίων, όχι
σε μια μόνο χώρα, μα σε όλες τις πιο σπουδαίες χώρες, ν’
αναπτυχθεί τόσο ώστε να εξαφανίσει τον συναγωνισμό
ανάμεσα στους προλετάριους των χωρών αυτών, και οι
κύριες παραγωγικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν στα χέρια
του προλεταριάτου. Για μας το ζήτημα δεν είναι να
τροποποιήσουμε την ατομική ιδιοκτησία, παρά να την
εκμηδενίσουμε. Δεν πρόκειται να σκεπάσουμε τις
αντιθέσεις των τάξεων, αλλά να καταργήσουμε τις τάξεις»
(Αναφέρεται στο Π. Πουλιόπουλος, 1980, σελ.121). Και το
κείμενο τελειώνει με τη φράση: «Σύνθημα μάχης πρέπει να
είναι: η επανάσταση που διαρκεί» (Κ.Μάρξ, 1990, σελ.
53).



Γίνεται φανερό πως ο Μαρξ, αντικρίζοντας το πρόβλημα της
επανάστασης σε χώρες τότε απολυταρχικές με ισχυρή
φεουδαρχία, δεν είχε διακρίνει καμία «ιστορική
αναγκαιότητα» ενός ενδιάμεσου σταδίου πριν από την
εργατική εξουσία, όπως πολύ αργότερα χρονικά ανακάλυψαν
τα σταλινοποιημένα Κομμουνιστικά Κόμματα με τη
νεκρανάσταση της περίφημης μενσεβίκικης άποψης για την
επανάσταση κατά στάδια (θεωρία των σταδίων).



Ο Τρότσκι, λοιπόν, στηριζόμενος στις μελέτες των Μαρξ-
Ένγκελς, επεξεργάστηκε ακόμη περισσότερο τη θεωρία της
Διαρκούς Επανάστασης σε ρήξη με τον χυδαίο υλισμό της
σοσιαλδημοκρατίας, δείχνοντας -μέσω της ανάλυσης της
φύσης του ιμπεριαλισμού της εποχής του- ότι οι ιστορικά
καθυστερημένες και υπανάπτυκτες χώρες (στην προκειμένη
περίπτωση η Ρωσία) δεν μπορούν να βρουν τη λύση των
άλυτων αστικοδημοκρατικών προβλημάτων τους παρά μονάχα
όταν η επανάσταση καθοδηγηθεί από την εργατική τάξη, η
οποία θα βάλει τις βάσεις της εξουσίας της στηριγμένη
στη συμμαχία της φτωχής αγροτιάς. «Όπως ακριβώς στις
παλιές επαναστάσεις, από τη γερμανική μεταρρύθμιση του
16ου αιώνα, και ακόμα πιο πριν, η αγροτιά με τις
εξεγέρσεις της έδινε υποστήριξη σε ένα από τα τμήματα
της μπουρζουαζίας των πόλεων, και όχι σπάνια εξασφάλιζε
τη νίκη του, έτσι και στην αργοπορημένη μας αστική
επανάσταση, η αγροτιά μπορούσε στο αποκορύφωμα της πάλης
της, να προσφέρει μια παρόμοια υποστήριξη στο
προλεταριάτο και να το βοηθήσει να έρθει στην εξουσία»
(Λ. Τρότσκι, 1982, σελ.12).



Ταυτόχρονα, αφού η εργατική τάξη με τους συμμάχους της
καταλάβει την εξουσία, στη συνέχεια θα είναι υποχρεωμένη
να πάρει μέτρα όχι μόνο αστικοδημοκρατικής ολοκλήρωσης
(αγροτική μεταρρύθμιση, δημοκρατική ανασυγκρότηση του
κράτους, πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες κτλ.),
αλλά και σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Η αντίφαση δε ανάμεσα
στις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και το χαμηλό
επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων σ’ αυτές τις χώρες
μπορεί να λυθεί μόνο σε διεθνές επίπεδο, με την ανάπτυξη
της παγκόσμιας επανάστασης και την ανατροπή του
καπιταλισμού, ιδιαίτερα στα μητροπολιτικά του κέντρα,
όπου η οικονομία τους είναι εντελώς ώριμη για τη
μετάβαση στο σοσιαλισμό. Μάλιστα, η προειδοποίηση που
κάνει ο Τρότσκι για την πορεία της Ρώσικης επανάστασης
είναι σαφής: «Αν η δικτατορία του προλεταριάτου στη
Ρωσία οδηγήσει στο σοσιαλισμό ή όχι, και με ποιο ρυθμό
και μέσα από ποια στάδια, αυτό θα εξαρτηθεί από τη μοίρα
του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου καπιταλισμού» (Λ.
Τρότσκι, 1982, σελ.13). Με αυτή την έννοια, η επανάσταση
γίνεται διαρκής, συνεχής, δηλαδή αρχίζει στο εθνικό
επίπεδο, αναπτύσσεται στο διεθνικό και ολοκληρώνεται στο
παγκόσμιο με την οριστική νίκη της νέας σοσιαλιστικής
κοινωνίας πάνω σε όλο τον πλανήτη.



Η θεωρία της επανάστασης κατά στάδια υπήρξε όχι μόνο
αγνόηση των βασικών αρχών του μαρξισμού, αλλά και
αγνόηση της ίδιας της ιστορικής πείρας της Ρώσικης
επανάστασης. Η εργατική τάξη εγκατάλειψε το ταξικό της
πρόγραμμα και τους ταξικούς στόχους της και τα
αντικατέστησε με το μικροαστικό πρόγραμμα της
αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατίας, έτσι που, αντί να
αγωνιστεί ενάντια στην επιρροή και την ιδεολογική
ηγεμονία της άρχουσας τάξης υποτάχτηκε σ’ αυτήν. Ο
σταλινισμός, αγνοώντας την ταυτότητα των ταξικών
συμφερόντων των διαφόρων μερίδων της «εθνικής» αστικής
τάξης με τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος εκφράζεται και μέσα
από τους διεθνείς οικονομικούς και στρατιωτικούς
συνασπισμούς, έκανε μόνιμη επιδίωξή του τη συμμαχία με
τη λεγόμενη «εθνική» αστική τάξη, ή μερίδες της, ενάντια
στον ιμπεριαλισμό, παραβλέποντας ότι μια ουσιαστική πάλη
ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι συνδεδεμένη με την πάλη
ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις ή ταξικές μερίδες κάθε
χώρας, η οποία δεν είναι παρά ένας κρίκος της
ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.[2]



Βέβαια, η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, όπως
διατυπώθηκε από τους Μαρξ, Ένγκελς, Τρότσκι, δεν έχει
σχέση με τη σταλινική προσπάθεια εκχυδαϊσμού της με το
σχήμα ότι «...η διεθνική επανάσταση του προλεταριάτου
δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σα μια πράξη που
πραγματοποιείται ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή παντού»
(Σχέδιο Προγράμματος για το 6ο Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αναφέρεται στο Λ. Τρότσκι,
1979, τόμος 1ος, σελ. 39). Απεναντίας, η ιστορική
πρόβλεψη του Τρότσκι επαληθεύτηκε περίτρανα στην Ρώσικη
Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, την οποία ο ίδιος ο Λένιν
αποδέχτηκε στις περίφημες Θέσεις του Απρίλη του ίδιου
έτους (Λένιν, 1975). Στο κεφάλαιο με τίτλο «Γράμματα για
την τακτική», αναφερόμενος στο ξεπερασμένο σύνθημα της
«επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας του
προλεταριάτου και της αγροτιάς» έλεγε τα εξής: «Η
διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε από το
βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της
πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη
συγκεκριμενοποίησε κι έτσι την τροποποίησε... Όποιος
μιλάει σήμερα μόνο για ‘επαναστατική-δημοκρατική
δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς’, αυτός
έμεινε πίσω από τη ζωή και για το λόγο αυτό πέρασε στην
πράξη με το μέρος των μικροαστών ενάντια στην
προλεταριακή ταξική πάλη...» (σελ. 18). Και το
Σεπτέμβριο του 1917 στην μπροσούρα του «Η καταστροφή που
μας απειλεί», η οποία παρατίθεται προς το τέλος του εν
λόγω βιβλίου, ο Λένιν είναι κατηγορηματικός: «Οι
οργανωμένοι σε ενώσεις εργάτες και αγρότες,
εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας με νόμο για
όλους τους πλούσιους την υποχρεωτική κυκλοφορία
επιταγών, καταργώντας το εμπορικό μυστικό, εφαρμόζοντας
τη δήμευση της περιουσίας για την απόκρυψη των
εισοδημάτων κτλ., θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να
κάνουν τον έλεγχο και πραγματικό και καθολικό, τον
έλεγχο ακριβώς πάνω στους πλούσιους... Για να γίνει αυτό
χρειάζεται η επαναστατική δικτατορία της δημοκρατίας, μ’
επικεφαλής το επαναστατικό προλεταριάτο, δηλαδή για να
γίνει αυτό πρέπει η δημοκρατία να γίνει επαναστατική
στην πράξη» (σελ.200). «Το ζήτημα καταλήγει πάντα στο
ίδιο πράγμα: η κυριαρχία της αστικής τάξης δε
συμβιβάζεται με τον αληθινά επαναστατικό, τον αληθινό
δημοκρατισμό. Στον ΧΧ αιώνα, σε μια κεφαλαιοκρατική χώρα
δεν μπορείς να είσαι επαναστάτης δημοκράτης, αν φοβάσαι
να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό» (σελ. 201). «Ο
ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της
σοσιαλιστικής επανάστασης. Και αυτό όχι μόνον γιατί ο
πόλεμος γεννάει με τις φρίκες του την προλεταριακή
εξέγερση, - καμιά εξέγερση δεν θα δημιουργήσει το
σοσιαλισμό, αν δεν έχει ωριμάσει οικονομικά - μα γιατί ο
κρατικός-μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη
υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά
του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας,
που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται
σοσιαλισμός δεν υπάρχει κανένα άλλο ενδιάμεσο
σκαλοπατάκι» (σελ. 204).



Αυτή η αποδοχή, από μέρους του Λένιν, της θεωρίας της
Διαρκούς Επανάστασης, εκφραζόταν κι από το γεγονός ότι η
Κομμουνιστική Διεθνής ξανατύπωσε, το 1921 στη Μόσχα, τη
μπροσούρα του Τρότσκι Αποτελέσματα και Προοπτικές, που
γράφτηκε το 1904-1906, στην οποία διατύπωσε για πρώτη
φορά τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης.[3] Ο Τρότσκι,
βασιζόμενος στην πείρα της επανάστασης του 1905 στη
Ρωσία, συνόψισε τη θέση του ως εξής: «Γι’ αυτό δεν
μπορεί να γίνει λόγος για καμιά ιδιαίτερη μορφή της
προλεταριακής δικτατορίας μέσα στην αστική επανάσταση,
δηλαδή για μια δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου
(ή του προλεταριάτου και της αγροτιάς). Η εργατική τάξη
δεν μπορεί να εξασφαλίσει το δημοκρατικό χαρακτήρα της
δικτατορίας της δίχως να ξεπεράσει τα όρια του
δημοκρατικού προγράμματος...» (αναφέρεται στο Λένιν,
1975, σελ. VIII, στον Πρόλογο).



Αντίθετα, η θεωρία του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα που
διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Στάλιν το φθινόπωρο
του 1924 - την οποία εμπνεύστηκε από τις πρώτες γοργές
οικονομικές επιτυχίες της ΕΣΣΔ, αλλά όμως «που ποτέ δεν
ανάπτυξε ούτε της έδωσε καμιά βάση» (Λ. Τρότσκι, 1984,
σελ. 238) - πέφτει στο «λάθος» που είχε διαπράξει η
γερμανική σοσιαλδημοκρατία δέκα χρόνια πριν, και το
οποίο δεν είναι άλλο από τον εθνικό σοσιαλισμό. Ο Στάλιν
έγραφε πάνω σ’ αυτό το θέμα στην Πράβδα (12.11.1926):
«Το Κόμμα δεχόταν πάντα σαν αφετηρία πως ο θρίαμβος του
σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα είναι η δυνατότητα
οικοδόμησης του σοσιαλισμού σ’ αυτή τη χώρα, και πως
αυτό το καθήκον μπορεί να εκπληρωθεί με τις δυνάμεις
μιας μόνο χώρας» (Αναφέρεται στο Λ. Τρότσκι, 1979,
σελ.53). Στη συνέντευξη στην πρώτη αμερικανική εργατική
αντιπροσωπεία (9.9.1927) ο Στάλιν, παραποιώντας
ουσιαστικά τις θεωρητικές επεξεργασίες του Λένιν,
δήλωσε: «Η νέα συνεισφορά του Λένιν σ’ αυτό το πεδίο
(όσον αφορά την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας, σ.σ.)
ήταν: α) Απόδειξε ότι μια τέλεια σοσιαλιστική κοινωνία
μπορούσε να οικοδομηθεί σε μια χώρα με τη δικτατορία του
προλεταριάτου περιστοιχισμένη από ιμπεριαλιστικά κράτη,
προνόησε ότι η χώρα δεν μπορούσε να στραγγαλιστεί από τη
στρατιωτική επέμβαση των γύρω καπιταλιστικών χωρών...»
(Στάλιν, 1976, σελ. 49). Ο Μπουχάριν, προσπαθώντας να
δώσει κάποια βάση στην εν λόγω θεωρία, διακήρυξε πως
είχε αδιάσειστα αποδειχτεί ότι «δεν θα χαθούμε εξαιτίας
των ταξικών διαφορών μέσα στη χώρα μας και της
καθυστέρησής μας στην τεχνική, ότι μπορούμε να χτίσουμε
το σοσιαλισμό ακόμα και σ’ αυτή τη φτωχή τεχνική βάση,
ότι αυτή η ανάπτυξη του σοσιαλισμού θα είναι πολλές
φορές πιο αργή, ότι θα πηγαίνουμε στο σοσιαλισμό με το
ρυθμό της χελώνας, και ότι παρ’ όλ’ αυτά, χτίζουμε αυτό
το σοσιαλισμό και θα τον χτίσουμε» (αναφέρεται στο Λ.
Τρότσκι, 1984, σελ. 238). Τέλος, το Σχέδιο Προγράμματος
που προτάθηκε για το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς γράφει πως η ΕΣΣΔ «διαθέτει μέσα στη χώρα τις
υλικές προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες και επαρκείς,
όχι μονάχα για να συντρίψει τους γαιοκτήμονες και την
μπουρζουαζία, μα και για να οικοδομήσει τον πλήρη
σοσιαλισμό» (Αναφέρεται στο Λ. Τρότσκι, 1979, σελ.72).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μία
μόνο χώρα και με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες, είναι
δυνατό να οικοδομηθεί μια αυτόνομη και απομονωμένη
εθνική σοσιαλιστική οικονομία και κοινωνία μόνο στη
Ρωσία. Όμως, από εδώ αρχίζει και η μοιραία αντίφαση
αυτής της αντίληψης, όπως έλεγε ο Τρότσκι. «Το να
σκοπεύεις να οικοδομήσεις μια εθνικά απομονωμένη
σοσιαλιστική κοινωνία σημαίνει, παρ’ όλες τις εφήμερες
επιτυχίες, φρενάρισμα των παραγωγικών δυνάμεων ακόμα και
σε σχέση με τον καπιταλισμό. Το να προσπαθείς να
δημιουργήσεις μέσα στα εθνικά πλαίσια μια απομονωμένη
αναλογία όλων των κλάδων της οικονομίας, χωρίς να
λαμβάνεις υπόψη τις γεωγραφικές, ιστορικές και
πολιτιστικές συνθήκες της ανάπτυξης της χώρας, που
αποτελεί μέρος της παγκόσμιας ενότητας, αυτό είναι μια
αντιδραστική ουτοπία» (Λ. Τρότσκι, 1982, σελ. 28).



Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία του
σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα εξέφραζε τις στενά εθνικές
και συντηρητικές αντιλήψεις του γραφειοκρατικού
στρώματος που είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται από τότε στην
ΕΣΣΔ, ως συνέπεια της οικονομικής της καθυστέρησης και
απομόνωσής της. Οι συνέπειες αυτής της θεωρίας ήταν
αρνητικές για το διεθνές εργατικό κίνημα. Εφόσον,
σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού
ήταν δυνατή σε μια μόνη χώρα και η μόνη απειλή ήταν μια
στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση, τα κόμματα της
Κομμουνιστικής Διεθνούς έπαψαν να είναι τα όργανα
προώθησης της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και
μεταβλήθηκαν σε βοηθητικά όργανα που σκοπός τους ήταν να
προστατεύουν την ΕΣΣΔ, όχι με την επέκταση του
σοσιαλισμού στις χώρες τους, αλλά ενεργώντας σαν όργανα
πίεσης απέναντι στην αστική τάξη της χώρας τους, με
στόχο την αποτροπή μιας ιμπεριαλιστικής επίθεσης ενάντια
στην ΕΣΣΔ.



3. Προβληματισμοί σχετικά με τις λειτουργίες του
σύγχρονου αστικού κράτους σε σύγκριση με την
προεπαναστατική Ρωσία



Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η θεωρία της Διαρκούς
Επανάστασης δεν προσφέρει μια έτοιμη λύση για τα
προβλήματα στρατηγικής σε όλες τις χώρες της υδρογείου.
Αντίθετα, προσφέρει ένα θεωρητικό εργαλείο για την
επίλυση των στρατηγικών προβλημάτων, κατά κύριο λόγο,
στις καθυστερημένες και υπανάπτυκτες χώρες, το οποίο
όμως θα πρέπει να αξιοποιηθεί με συγκεκριμένη ανάλυση σε
κάθε συγκεκριμένη κοινωνία.



Αυτό σημαίνει ότι η επαναστατική διαδικασία στις
αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού δεν θα είναι η
επανάληψη του προτύπου της Οκτωβριανής επανάστασης στη
Ρωσία. Διότι οι κοινωνικές δομές των χωρών του
αναπτυγμένου καπιταλισμού είναι πολύ διαφορετικές και
περίπλοκες σε σχέση μ’ αυτές που υπήρχαν στην τσαρική
Ρωσία πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση.



Είναι πασιφανές ότι οι δυτικές κοινωνίες έχουν αποκτήσει
τέτοια διάρθρωση, η οποία τις κάνει πιο ανθεκτικές στις
επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου (κρίσεις, υφέσεις
κτλ.), με την έννοια ότι η κρίση του καπιταλισμού μπορεί
να υπάρχει επί μακρόν, χωρίς να επιλύει άμεσα τα
προβλήματα του συστήματος, αλλά και χωρίς να συντελεί
στην «καταστροφή» του. Γι’ αυτό και είναι λάθος να
συνδέουμε τις οικονομικές συνθήκες διαβίωσης των
εργαζομένων με το επίπεδο της επαναστατικής τους
συνείδησης (τη λεγόμενη θεωρία του «όσο χειρότερα τόσο
καλύτερα»).



Έτσι, το πρόβλημα της μετάβασης στο σοσιαλισμό στις
προηγμένες καπιταλιστικά χώρες, όπου η ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων συνοδεύεται και από μια αντίστοιχη
ανάπτυξη των εποικοδομημάτων, κάνει πιο δύσκολη την
επανάσταση. Προκύπτει, λοιπόν, η αναγκαιότητα να
αναζητήσουμε τις πολιτικές και θεωρητικές βάσεις μιας
πορείας μετάβασης στις εν λόγω χώρες.



Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται άμεσα προς διερεύνηση
είναι το εξής: Πώς εμφανίζεται, σήμερα, ο καπιταλισμός;



Επιφανειακά κυριαρχεί η εκλεπτυσμένη χειραγώγηση, μέσω
της αυξημένης επιρροής των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του
άκρατου καταναλωτισμού και της ιδεολογίας της
αποϊδεολογικοποίησης (Γκ. Λούκατς, 1987, σελ.45).



Αυτή, λοιπόν, η εκλεπτυσμένη χειραγώγηση συνίσταται
ακριβώς στο γεγονός ότι το αστικό κράτος, μέσω των
ιδεολογικών του μηχανισμών, δημιουργεί μια συναινετική
ατμόσφαιρα και τη συνείδηση ότι οι πράξεις των ανθρώπων
- είτε πρόκειται για την απόκτηση ενός συγκεκριμένου
εμπορεύματος είτε για πολιτικές συμπεριφορές - είναι,
υποτίθεται, αποτέλεσμα της «ελεύθερης» απόφασής τους.



Έτσι, εθίζονται οι πολίτες στην καθημερινή ρουτίνα και
στους τρόπους συμπεριφοράς που επιβάλλει, μέσω των
ιδεολογικών του μηχανισμών, το κράτος. Οι μάζες δείχνουν
μια βαθιά αδιαφορία που φτάνει μέχρι την απάθεια στα
μεγάλα ή μικρά ζητήματα της κοινωνίας και όπου
συμμετέχουν (π.χ. σε συνεδριάσεις, συζητήσεις,
ψηφοφορίες κτλ.), η συμμετοχή τους περιορίζεται στην
τυπική κατάφαση των προτάσεων που έρχονται «από τα
πάνω», διότι πιστεύουν ότι η παρέμβασή τους δεν θα έχει
καμία απολύτως πρακτική σημασία.



Βέβαια, η απάθεια αυτή των λαϊκών μαζών μπορεί να
μετατραπεί σε σοσιαλιστική δράση κάτω από συγκεκριμένες
προϋποθέσεις και εφόσον υπάρχουν σαφείς στόχοι.



Όμως και πάλι το πρόβλημα που αναφύεται είναι ότι σε
όλες τις επαναστάσεις ή εξεγέρσεις ο επαναστατικός
ενθουσιασμός των μαζών που συντηρεί την ψυχική τους
ένταση και ευφορία και τους δίνει τη δύναμη να
αντισταθούν σε κάθε στοιχείο αποσύνθεσης και
γραφειοκρατικού εκφυλισμού διαρκεί για πολύ λίγο χρονικό
διάστημα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι είναι προσωρινή η
παρόρμηση των πλατιών λαϊκών μαζών να ρυθμίζουν τις
κοινωνικές τους υποθέσεις «από τα κάτω», μόνοι τους, με
δική τους πρωτοβουλία και μαζική αντίσταση.
Αντικρίζοντας τα φαινόμενα κάτω από αυτή την οπτική
γωνία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μια βασική
προϋπόθεση για να αποφευχθεί όσο το δυνατό γίνεται
περισσότερο η γραφειοκρατικοποίηση της νέας εξουσίας,
είναι αναγκαίο να ανατεθεί η διαχείριση στα δημοκρατικά
και άμεσα ανακλητά όργανα των παραγωγών, μέσω της
αυτοδιαχείρισης. Όμως, «όχι μόνο με την περιορισμένη
‘οικονομική’ ή ‘πολιτική’ ή ‘εργατική’ αυτοδιαχείριση,
αλλά με την έννοια της ‘γενικευμένης κοινωνικής
αυτοδιαχείρισης’[4] ως μοναδικό και αποκλειστικό
περιεχόμενο του όρου «σοσιαλισμός» στην εποχή μας» (Μ.
Ράπτης - Πάμπλο, 1996, σελ. 189 και 215). Υπό αυτή την
έννοια είναι όρος ζωής να υπάρχει συνεχής επαγρύπνηση,
αφού και ο πιο επαναστατικός πολιτικός οργανισμός
υπάρχει ο κίνδυνος να αφυδατωθεί από την ουσία του και
να γραφειοκρατικοποιηθεί.



Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πώς θα ξεπεραστεί και με
ποιους τρόπους η πολιτική και ιδεολογική καθυστέρηση των
κυριαρχούμενων τάξεων και στρωμάτων.



Ένα πρώτο βασικό στοιχείο υπέρβασης αυτής της
καθυστέρησης είναι η διανοητική και ηθική αναμόρφωση,
όπως έλεγε ο Γκράμσι, με στόχο τη συνολική ανάπλαση -
αναγέννηση της κοινωνίας στην προοπτική της
σοσιαλιστικής αλλαγής. Όμως, παράλληλα με την ιδεολογική
αναμόρφωση, θα πρέπει και η υλική ύπαρξη και δράση στην
καθημερινή ζωή να επαναστατικοποιηθούν ριζικά (Γκ.
Λούκατς, 1987, σελ. 72 ). Αυτά σημαίνουν ότι η εργατική
τάξη πρέπει να ασκήσει την ιδεολογική της ηγεμονία και
να αρχίσει να εξελίσσεται σε κυρίαρχη τάξη πριν, ακόμα,
κατακτήσει την εξουσία. Πράγμα το οποίο υποδηλώνει ότι η
εργατική τάξη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός
ότι οι μορφές και οι μέθοδοι κυριαρχίας της αστικής
τάξης ποικίλλουν πολύ στις διάφορες χώρες. «Από εδώ
βγαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, επίσης, θα
πάρει, στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, ένα χαρακτήρα
εξαιρετικά ποικίλο σ’ ότι αφορά την κοινωνική βάση, τις
πολιτικές μορφές, τα άμεσα καθήκοντα και τους ρυθμούς
δουλειάς. Αλλά δεν θα είναι παρά η επαναστατική ηγεμονία
του προλεταριάτου,[5] μεταμορφωνόμενη σε δικτατορία του
προλεταριάτου μετά την κατάχτηση της εξουσίας που θα
μπορεί να δώσει στις λαϊκές μάζες τη νίκη ενάντια στο
μπλοκ των ιμπεριαλιστών, των φεουδαρχών και των εθνικών
μπουρζουαζιών» (Λ. Τρότσκι, 1982, σελ.132). Αν έτσι
έχουν τα πράγματα, τότε δεν μπορούμε να υπολογίζουμε
μόνο στην άποψη, η οποία ισχυρίζεται ότι η κατάκτηση της
εξουσίας θα παρέχει αυτομάτως στην εργατική τάξη τη
δύναμη εκείνη που θα τη βοηθήσει να ασκήσει μια
αποτελεσματική διαχείριση.



Κατά συνέπεια, το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται
είναι το εξής: Με ποιο τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει
την εξουσία η εργατική τάξη στις αναπτυγμένες χώρες του
καπιταλισμού, όπου η ιδεολογία του αστικού κράτους έχει
διαχυθεί σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής μέσα
από συνήθειες και καθημερινές πρακτικές;



4. Κόμμα και κρατικοί θεσμοί



Για να μπορέσει η εργατική τάξη να επιτύχει το σκοπό
της, οι μαρξιστές θα πρέπει καταρχήν να μελετήσουν
επακριβώς τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης στη
χώρα που δρουν, δηλαδή να έχουν γνώση της αντικειμενικής
πραγματικότητας ώστε εφαρμόζοντας όλη την πολιτική
πρωτοβουλία στο αδύνατο σημείο του αντιπάλου να
μετατεθεί το κέντρο βάρους με την αλλαγή του υφιστάμενου
συσχετισμού δυνάμεων. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρώτα
και κύρια δεν θα πρέπει να υποτιμάμε τον αντίπαλο και να
επιδιώκουμε να αντιλαμβανόμαστε τις πολιτικές συγκυρίες
στις αντιφατικές τους τάσεις. Τάσεις που αποκλείουν κάθε
καταστροφισμό, κάθε πολιτική του «όσο χειρότερα τόσο
καλύτερα». Διότι, ποτέ δεν υπάρχει αδιέξοδη κατάσταση
για τον αντίπαλο.



Ο Γκράμσι τόνιζε ότι «...δεν μπορούμε να ξεκινάμε μια
επανάσταση παρά μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Δύο απ’ αυτές είναι: Γερό κόμμα και αποσύνθεση του
κατασταλτικού μηχανισμού του αντιπάλου...». Για να
επισημάνει σε άλλη περίπτωση στοχαζόμενος - με βάση την
εμπειρία του φασισμού και τη μόνιμη φροντίδα του Λένιν
να μην υποτιμάμε τον αντίπαλο - τη σημασία του λάθους
στην πολιτική, ότι: «Στην πολιτική το λάθος προέρχεται
από μια μη σωστή κατανόηση του κράτους στην ολοκληρωμένη
έννοιά του: δικτατορία + ηγεμονία» (Αναφέρεται στην
Κριστίν Μπυσί-Γκλυσμάν, 1984, σελ. 298 και 111).



Οι θεμελιωτές της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού,
Μαρξ-Ένγκελς, τόνιζαν πάντα ότι οι σοσιαλιστές
διακρίνονται, απ’ όλους τους άλλους, πάνω στο ζήτημα του
κράτους και πως αυτό είναι το πιο νευραλγικό σημείο. Ο
Μαρξ χαρακτηριστικά έλεγε ότι «η εργατική τάξη δεν
μπορεί απλώς να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή και
να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς,
πρέπει να αποβλέπει όχι στη μεταβίβαση, όπως γινόταν ως
τώρα, της γραφειοκρατικής - στρατιωτικής μηχανής από το
ένα χέρι στο άλλο, αλλά στο τσάκισμά της». Κι αυτό διότι
καταλάβαινε ότι η πιο επικίνδυνη παγίδα είναι το κράτος,
το οποίο «πάντα διεισδύει βαθιά στην κοινωνία των
πολιτών, όχι μόνο με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς
του, αλλά επίσης και με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς
του» (Λ. Αλτουσέρ, 1980).



Αντίθετα, σήμερα, δεν υπάρχουν αναλύσεις για τις νέες
μορφές που παίρνει το κράτος, για τη διάχυσή του μέσα
στην κοινωνία των πολιτών, ενώ η πλειοψηφία των κομμάτων
της Αριστεράς κινείται και ενεργεί με βάση μια
εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, το οποίο το θεωρούν
ως ένα θεσμό που αποκτά το περιεχόμενό του από το
εκάστοτε κόμμα που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση και το
διαχειρίζεται.



Το κράτος, λοιπόν, στις προηγμένες χώρες του
καπιταλισμού δεν καθορίζεται μόνο από τους μηχανισμούς
καταναγκασμού όπως στην τσαρική Ρωσία (στρατός,
αστυνομία, διοίκηση, δικαστήρια κτλ.), οι οποίοι
περιφρουρούν και προφυλάσσουν την κυριαρχία της άρχουσας
τάξης, αλλά περιλαμβάνει και τους θεσμούς της λεγόμενης
«κοινωνίας των πολιτών». Οι μάζες έχουν πρόσβαση σ’ αυτό
μέσω τακτικών δημοκρατικών εκλογών, δικαιωμάτων
συγκέντρωσης, πολιτικών ελευθεριών κτλ., ενώ επιτρέπει
(το κράτος) ακόμη και τη διακυβέρνηση από τα
Σοσιαλιστικά Κόμματα, επειδή δεν απειλείται άμεσα η
ταξική εξουσία του κεφαλαίου.



Το ερώτημα, όμως, που τίθεται όταν ένα Σοσιαλιστικό
Κόμμα (Σ.Κ.) αναλαμβάνει τη διαχείριση της κρατικής
εξουσίας, αυτοδύναμα ή σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις
της Αριστεράς, είναι το ακόλουθο: γιατί η συμμετοχή
αυτών των κομμάτων στην εξουσία δεν καταλήγει, σχεδόν
ποτέ, σε δυσλειτουργίες του καπιταλιστικού συστήματος,
αλλά αναπαράγουν το κατεστημένο;



Η απάντηση είναι, μάλλον, απλή. Η αποδοχή των κανόνων
από μέρους των κομμάτων της επίσημης Αριστεράς
(σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών) του υπάρχοντος
πολιτικού παιχνιδιού και η συμμετοχή τους σ’ αυτό, η
ιδεολογική τους αποστείρωση και η υποταγή τους στην
αστική ιδεολογία, η αποκοπή της ηγεσίας τους από την
κοινωνική της βάση, η ιεραρχική οργάνωσή τους κατά τα
πρότυπα της αστικής κοινωνίας, η εργαλειακή αντίληψή
τους για το κράτος, είναι παράγοντες που τα αναγκάζουν
να μην λειτουργούν ανταγωνιστικά προς το καπιταλιστικό
σύστημα και φυσικά να μην φτάνουν ποτέ σε ριζοσπαστικές
ανατροπές (Δ. Κατσορίδας, 1995). Ένας επιπρόσθετος λόγος
μπορούμε να πούμε ότι είναι και όλη η προηγούμενη
ιδεολογική διαμόρφωση της εργατικής τάξης από τα μέσα
μαζικής επικοινωνίας - ένα φαινόμενο το οποίο οι
κλασικοί δεν γνώριζαν - που βρίσκονται κάτω από
καπιταλιστικό έλεγχο (Τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο,
εκδόσεις κτλ.), η οποία οδηγεί στην αποδοχή από μέρους
της του αστικού συστήματος, πολύ πριν από τη στιγμή που
θα κληθούν να «επιλέξουν δημοκρατικά» το κόμμα ή ακόμη
και τον τρόπο διακυβέρνησής τους.



Έτσι, η κυβερνητική εξουσία κερδίζει τη συναίνεση
εκείνων που υποτάσσει, με μια ολόκληρη σειρά θεσμών
άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενων με το κράτος. Η τηλεόραση, η
οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, το ραδιόφωνο, οι
εφημερίδες, τα κόμματα, τα συνδικάτα, όλ’ αυτά και άλλα
ακόμη, μπορούν να θεωρηθούν ως μηχανισμοί ηγεμονίας και
κοινωνικού ελέγχου ή αλλιώς ιδεολογικοί μηχανισμοί του
κράτους (Λ. Αλτουσέρ, 1994, σελ. 83 και 85), οι οποίοι
έχουν ως έργο τους να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή των
κοινωνικών σχέσεων, δένοντας τα άτομα στην εξουσία με
την κοινωνική συναίνεση και λιγότερο με τον εξαναγκασμό,
δηλαδή τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Το αστικό
κράτος, στην περίπτωση που υποχρεωθεί να καταφύγει μόνο
στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κινδυνεύει ταυτόχρονα
να υποστεί μια δραστική απώλεια της αξιοπιστίας του.
Συνήθως, η εξουσία προτιμά να παραμένει «αόρατη» και
διάχυτη μέσα στον κορμό της κοινωνίας και μ’ αυτό τον
τρόπο να θεωρείται πια ως κάτι «φυσικό», να γίνεται μια
συνήθεια και μια καθημερινή πρακτική.



Αντιθέτως, ένα εργατικό κόμμα, το οποίο θέλει να λέγεται
επαναστατικό, θα πρέπει από θέση αρχής να λειτουργεί
ανταγωνιστικά προς το αστικό σύστημα και την αστική
ιδεολογία, και να υπάρχει ως αυτό που είναι: μια
οργάνωση του προλεταριακού ταξικού αγώνα. Με βάση αυτή
την αρχή, ακόμα και αν εκτιμήσει σε μια δεδομένη στιγμή
και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες «αναγκαία» τη
συμμετοχή του σε μια Αριστερή κυβέρνηση, δεν θα πρέπει
σε καμία περίπτωση και υπό κανενός είδους συνθήκες να
οριστεί ως «κόμμα διακυβέρνησης». «Το σημείο αυτό είναι
αποφασιστικής σημασίας. Διότι ένα κομμουνιστικό κόμμα
δεν μπορεί ποτέ να μπει στην κυβέρνηση ενός αστικού
κράτους... για να «διαχειριστεί» τις υποθέσεις του
αστικού κράτους. Μπαίνει στην κυβέρνηση, μόνο για να
δυναμώσει τον ταξικό αγώνα και να προετοιμάσει την
ανατροπή του αστικού κράτους... Διότι το να είναι «κόμμα
διακυβέρνησης» σημαίνει να είναι ένα κρατικό κόμμα» (Λ.
Αλτουσέρ, 1987, σελ. 44). Το οποίο σημαίνει είτε ότι
υπηρετεί το αστικό κρατικό σύστημα, είτε πάλι αν
συγχωνευτεί με το κράτος, όπως συνέβαινε με τις χώρες
του τέως λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», διαιωνίζει
την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, ενώ αυτό που θα έπρεπε
να γίνει είναι να συμβάλει στη συντριβή της κρατικής
εξουσίας.



5. Το σφάλμα της Μαρξιστικής Αριστεράς: η υποτίμηση της
δύναμης του σύγχρονου αστικού κράτους



Η ηγεμονία μπορεί να διακριθεί σε διάφορες ιδεολογικές,
πολιτισμικές, πολιτικές και οικονομικές όψεις.
Υποδηλώνει το ρόλο μιας τάξης, η οποία διαμέσου των
διανοουμένων της κατορθώνει να κάνει αποδεκτή από το
σύνολο της κοινωνίας την κοσμοαντίληψή της, την
ιδεολογία της, τον τρόπο ζωής της κτλ. και έτσι, μέσω
της κοινωνικής συναίνεσης, να ηγεμονεύει.



Συνεπώς, η ηγεμονία υποδηλώνει ότι το σύγχρονο κράτος
παρ’ ότι εκφράζει γενικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου και
εκτός από τον κατασταλτικό του ρόλο, ωστόσο, «εγγυάται
κατ’ ανάγκη, στο ειδικό πολιτικό επίπεδο της ταξικής
πάλης, ορισμένα οικονομικο-συντεχνιακά συμφέροντα των
κυριαρχούμενων τάξεων» (Ν. Πουλαντζάς, 1984, σελ. 58),
τα οποία όμως συμβαδίζουν με τα συμφέροντα του κεφαλαίου
στο βαθμό που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της εργατικής
δύναμης.



Γι’ αυτό το σύγχρονο κράτος, πολλές φορές, μπορεί να
αντιστρατεύεται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ηγεμονικών
τάξεων, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα πολιτικά τους
συμφέροντα. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να
επαναλάβουμε, αυτό το οποίο πάντα τόνιζαν οι κλασικοί
του μαρξισμού, ότι το κράτος είναι ο πολιτικός οργανωτής
της αστικής τάξης. Ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά,
«τα αστικά πολιτικά κόμματα δεν αποτελούν άμεσους
εκφραστές μιας συγκεκριμένης τάξης ή ταξικής μερίδας, το
καθένα, αλλά πολύ περισσότερο εκφραστές, όλα μαζί, της
αστικής ηγεμονίας πάνω στις λαϊκές τάξεις και των
μετατοπίσεων αυτής της ηγεμονίας. Υλοποιούν έτσι, το
καθένα, κάποιες ιδιαίτερες μορφές «συνασπισμού» των
στρατηγικών αστικών συμφερόντων με ορισμένα
αποσπασματικά και άμεσα λαϊκά συμφέροντα, δηλαδή υπάγουν
μέσω της κοινοβουλευτικής ‘αντιπροσώπευσης’ τις λαϊκές
τάξεις στην αστική πολιτική και κοινωνική τάξη
πραγμάτων. (Με την έννοια αυτή το επαναστατικό Κόμμα δεν
αντιστρατεύεται - ή αντιπολιτεύεται - κάποιο ή κάποια
αστικά κόμματα, αλλά συγκροτείται σε στρατηγική
αντιπαλότητα με το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα στην
ολότητά του). Οι αστικές κοινοβουλευτικές σχέσεις
‘αντιπροσώπευσης’ εγγράφουν λοιπόν με έμμεσο τρόπο τις
λαϊκές τάξεις και τη δυναμική τους στο εσωτερικό των
αστικών πολιτικών κομμάτων: ως τον ηγεμονευόμενο πόλο
ενός πολιτικού συσχετισμού δύναμης» (Γ. Μηλιός, 1988,
σελ. 205).



Το κράτος, λοιπόν, παρουσιάζεται σαν ο εγγυητής του
γενικού συμφέροντος, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η
κυρίαρχη τάξη ή η ταξική μερίδα που κατέχει την εξουσία,
ξέχωρα απ’ το ότι αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των
κυρίαρχων τάξεων ή ταξικών μερίδων, ταυτόχρονα
παρουσιάζεται και σαν ο εγγυητής των συμφερόντων των
κυριαρχούμενων/υποτελών τάξεων και έτσι φαίνεται ότι
αντιπροσωπεύει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και του
«έθνους». Το κράτος, λοιπόν, διαμέσου της σχέσης
έκφρασης των δικών του συμφερόντων με τα αντίστοιχα των
κυριαρχούμενων τάξεων, ουσιαστικά εκφράζει τα συμφέροντα
των κυρίαρχων τάξεων. Γι’ αυτό φαίνεται ότι όταν το
κράτος παρεμβαίνει στην οικονομική ή/και κοινωνική
σφαίρα, η παρέμβαση - είτε αυτή γίνεται με βίαιο και
κατασταλτικό τρόπο είτε με ρυθμιστικό - παρουσιάζεται
πάντα ότι εκπροσωπεί τα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας.
Το κράτος εμφανίζεται σαν «κράτος δικαίου».



Η έννοια, λοιπόν, της ηγεμονίας μας βοηθά να
κατανοήσουμε πώς συναρθρώνονται οι σχέσεις κοινωνικής
συναίνεσης με τις σχέσεις καταστολής «που είναι η
«συνταγματοποιημένη» βία του κράτους δικαίου» (Ν.
Πουλαντζάς, 1984, σελ.67). Διότι, η μαρξιστική θεωρία
ποτέ δεν περιόρισε το θεσμό του κράτους μόνοστη δύναμη
καταστολής («όργανο βίας στα χέρια μιας τάξης»), αλλά
θεώρησε το κράτος και ως σχέση συναίνεσης, προκειμένου
να λειτουργήσουν όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί και συνεπώς οι
εκμεταλλευτικές σχέσεις. Αντίθετα, το στοιχείο του
δεσποτισμού και της προσφυγής στις πιο άμεσες (π.χ.
δικτατορία) ή τις πιο συγκαλυμμένες μορφές αυταρχισμού
και καταναγκασμού, φανερώνει την κρίση ηγεμονίας.
Συνεπώς, η εκδήλωση μιας επαναστατικής κρίσης μέσα στη
δομή της αστικής εξουσίας μετατοπίζει, αναγκαστικά, την
ισορροπία από την ιδεολογία στη βία. Ο καταναγκασμός
γίνεται, πλέον, αναπόφευκτος και τότε οι μηχανισμοί
καταστολής (στρατός και αστυνομία) έρχονται στο
προσκήνιο, προκειμένου να ανακόψουν κάθε σοσιαλιστική
προοπτική.



Για να μπορεί, όμως, το κράτος και οι κυρίαρχες τάξεις
να παρουσιάζονται σαν εγγυητές του γενικού συμφέροντος
της κοινωνίας, διαμορφώνουν ένα ιδεολογικό σύνολο και
μια κοσμοαντίληψη, μέσω των οποίων επιβάλλονται σε όλη
την κοινωνία σαν ενσαρκωτές της λαϊκής θέλησης.



Προς αυτή την κατεύθυνση της εξασφάλισης της κοινωνικής
συναίνεσης των κυριαρχούμενων, αξιόλογη είναι η θέση και
η αποστολή των διανοούμενων, των οποίων η συμβολή στη
διαμόρφωση της «κοινής γνώμης» είναι πολύ σημαντική. Μια
«κοινή γνώμη» που εξαντλείται, όμως, ουσιαστικά σε
ιδιωτικές συνομιλίες, παίρνοντας θέση για όλα τα
ζητήματα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής,
με άτακτο, αυθόρμητο και όχι ξεκάθαρο τρόπο,
«κινητοποιούμενη» βέβαια κάθε φορά για οποιοδήποτε θέμα.
Γι’ αυτό θα ήταν λάθος να την υποτιμήσουμε.



Έτσι, οι ιδεολογίες και οι διανοούμενοι της άρχουσας
τάξης αποκτούν ξεχωριστό ρόλο, διότι με το συγκεκριμένο
περιεχόμενο αυτών των ιδεολογιών, έτσι όπως εκφράζονται
σήμερα από τα Μ.Μ.Ε., την εκπαίδευση, τα συνδικάτα, τα
καταναλωτικά πρότυπα κτλ., αποπολιτικοποιούν τις
υποτελείς τάξεις, ενώ ταυτόχρονα δίνουν ξεχωριστή
ομοιογένεια και συνοχή στην άρχουσα τάξη.



Στα σύγχρονα, λοιπόν, κεφαλαιοκρατικά καθεστώτα της
Δύσης, οι εν λόγω κοινωνικοί σχηματισμοί έχουν πια
τέτοια δύναμη και τόσο ισχυρούς θεσμούς, σε αντίθεση με
την εποχή όπου οι Μπολσεβίκοι μπόρεσαν να καταλάβουν την
εξουσία με μια κατά μέτωπο επίθεση στο κράτος. Μάλιστα,
αυτή η διαφορά μεταξύ προεπαναστατικής Ρωσίας και Δύσης
είχε ουσιαστικά παραμεληθεί από ένα κομμάτι μαρξιστών,
με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται σαν επίσημος λενινισμός,
για όλα τα ζητήματα επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής,
το παράδειγμα της επανάστασης στη Ρωσία. Ο Αμαντέο
Μπορντίγκα, πριν ακόμα από τον Γκράμσι, ήταν αυτός που
αντιλήφθηκε την πραγματική φύση της διάκρισης μεταξύ
Ανατολής και Δύσης, παρ’ ότι ποτέ δεν τη θεωρητικοποίησε
όπως ο Γκράμσι. Έλεγε, λοιπόν, τα εξής: «Η ρώσικη
εξέλιξη δεν μας προσφέρει μια εμπειρία για το πώς το
προλεταριάτο μπορεί να ανατρέψει ένα
φιλελεύθερο-κοινοβουλευτικό καπιταλιστικό κράτος που
υπάρχει πολλά χρόνια και διαθέτει την ικανότητα να
αμυνθεί. Εμείς, όμως, πρέπει να γνωρίζουμε πώς να
επιτεθούμε σε ένα σύγχρονο αστικο-δημοκρατικό κράτος,
που από τη μια έχει τα δικά του μέσα για να
κινητοποιήσει ιδεολογικά και να διαφθείρει το
προλεταριάτο και από την άλλη μπορεί να αμυνθεί σε
επίπεδο ένοπλου αγώνα με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα
απ’ ό,τι μπορούσε η τσαρική απολυταρχία. Αυτό το
πρόβλημα ποτέ δεν τέθηκε στην ιστορία του ρώσικου
κομμουνιστικού κόμματος» (Αναφέρεται στο Πέρι Άντερσον,
1985, σελ. 62).



Από την άλλη πλευρά και ο Τρότσκι «υποτίμησε», για την
εποχή του, την εκπληκτική ικανότητα ενσωμάτωσης
(ιδεολογικής, μορφωτικής, θεσμικής κτλ.) που διέθεταν οι
σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, παρά τις ευρύτατες
γνώσεις του για τους κοινωνικούς σχηματισμούς της
Δυτικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα για τους
τρεις κυριότερους (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία). Οι
αναλύσεις του προσέφεραν και εξακολουθούν να προσφέρουν
στο εργατικό κίνημα μια επιστημονική προσέγγιση για τη
τακτική του Ενιαίου Μετώπου (τον γνωστό «πόλεμο θέσεων»
του Γκράμσι), της οποίας ήταν ο βασικός αρχιτέκτονας και
αυτός που μαζί με τον Λένιν εναντιώθηκαν, στο τρίτο
Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη γενικευμένη
θεωρία της «επαναστατικής επίθεσης». «Κι όμως, ενώ η
ιστορική γνώση του Τρότσκι για τις συγκεκριμένες
κοινωνικο-πολιτικές δομές του καπιταλισμού στις
κεντρικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν είχε όμοιά της
στην εποχή του, ποτέ δεν έθεσε το πρόβλημα μιας
διαφορετικής στρατηγικής για την πραγματοποίηση της
σοσιαλιστικής επανάστασης σ’ αυτές, διαφορετικού
προγράμματος απ’ ό,τι στη Ρωσία, με την ίδια ανησυχία ή
σαφήνεια που το ’κανε ο Γκράμσι» (Π. Αντερσον, 1985,
σελ. 86). Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η
θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, για τις χώρες του
προηγμένου καπιταλισμού, παρουσιάζει θεωρητικό κενό.



Η αποδοχή αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την
ουσιαστική φύση και διαφορά του σημερινού αστικού
κράτους σε σχέση με το τσαρικό: Είναι πιο ισχυρό από το
τσαρικό καθεστώς, επειδή στηρίζεται όχι μόνο σε ένα
ανώτερο κατασταλτικό μηχανισμό, ο οποίος είναι
αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου των προηγμένων
βιομηχανικά καπιταλιστικών σχηματισμών, αλλά επίσης και
στη συναίνεση των μαζών που του παρέχουν αυτή τη
νομιμοποίηση - πιστεύοντας ότι κυβερνούν το κράτος - για
την άσκηση της καταστολής.



Μάλιστα, η ηγεμονία του αστικού κράτους μέσω της
συναίνεσης, είναι πολύ πιο σταθερή από τις συγκυριακές
οικονομικές προσδοκίες που δημιουργεί η καπιταλιστική
οικονομία κατά τη διάρκεια μακρών κυμάτων διεθνούς
οικονομικής άνθησης, οι οποίες, όμως, τείνουν να
δημιουργήσουν μια αστάθεια και μεταβλητότητα κατά τις
φάσεις ύφεσης.



6. Η αντι-ηγεμονία της εργατικής τάξης και ο ρόλος των
διανοουμένων



Άρα, αυτό το οποίο πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση είναι
ολόκληρο το εποικοδόμημα που στηρίζεται σε συγκεκριμένες
πολιτιστικές αξίες, διότι «η συνείδηση του ανθρώπου όχι
μόνο αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον
δημιουργεί... δηλαδή, ο κόσμος δεν ικανοποιεί τον
άνθρωπο και ο άνθρωπος με τη δράση του αποφασίζει να τον
αλλάξει» (Λένιν, Απαντα, 1914, τόμος 29, σελ. 194-195).
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις
κοινωνικές αντιθέσεις όχι μόνο στο πεδίο της παραγωγής,
αλλά και της ιδεολογίας. Γι’ αυτό χρειάζεται και η
μεταρρύθμιση των συνειδήσεων και των μεθόδων της γνώσης,
προκειμένου να εξασφαλιστεί η ηγεμονία της εργατικής
τάξης.



Έτσι, σήμερα, εάν θέλουμε να κάνουμε πολιτική, η οποία
θα έχει ως βασικό σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού,
θα πρέπει να υπερπηδήσουμε τα στενά κλαδικά συμφέροντα
των διαφόρων μερίδων της εργατικής τάξης, προκειμένου να
επιτευχθεί μια πλατύτερη σύνθεση - συναίνεση κοινωνικών
δυνάμεων, ένα ενιαίο κοινωνικό μπλοκ γύρω από έναν
πυρήνα γενικότερων συμφερόντων, κάτω από την καθοδήγηση
και την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Αυτό επιχειρεί
διαρκώς να αποτρέψει το αστικό σύστημα και επειδή το
πετυχαίνει εξουσιάζει μέσω της λογικής του «διαίρει και
βασίλευε». Η εργατική τάξη θα πρέπει να διαμορφώσει τη
δική της νέα ηγεμονία ή «αντι-ηγεμονία», δηλαδή να
επιτύχει την πολιτική, ηθική και πνευματική ηγεσία στην
κοινωνία με τη διάδοση της δικής της ιδεολογίας, και να
έχει πλέον την ικανότητα να πείθει τα υπόλοιπα σύμμαχα
κοινωνικά στρώματα ότι τα δικά της μακροπρόθεσμα
συμφέροντα είναι ταυτόσημα με τα συμφέροντα όλης της
κοινωνίας. Επιπλέον, «κάθε ‘αντι-ηγεμονία’ οφείλει να
διεξαγάγει την πολιτική καμπάνιa της στο μέχρι τούδε
παραμελημένο πεδίο των αξιών και των εθίμων, της ομιλίας
και των τελετουργικών πρακτικών» (Eagleton, 1994). Από
την άποψη της πολιτικής στρατηγικής αυτό σημαίνει ότι
«πρέπει να βρούμε μια άλλη γλώσσα και άλλες μορφές
πολιτικής διαπαιδαγώγησης. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι
μορφές πρέπει να απευθύνονται στους ανθρώπους εκεί που
βρίσκονται, όπως βρίσκονται και με ό,τι έχουν στο κεφάλι
τους» (Labica, 1989). Διότι, ένα από τα λάθη της
Αριστεράς είναι ότι κρύβεται πίσω από τη φράση που λέει
ότι «οι αναλύσεις μας είναι σωστές, αλλά οι άνθρωποι δεν
τις καταλαβαίνουν», πράγμα το οποίο φανερώνει την
παιδαγωγική μας ανικανότητα και αδυναμία να
επικοινωνήσουμε με τις μάζες. Αντιθέτως, οι κυρίαρχες
τάξεις και το αστικό κράτος, βρίσκουν τον τρόπο να
διοχετεύουν τα μηνύματά τους στα μυαλά των ανθρώπων, ενώ
οι δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται επαναστατικές δεν έχουν
βρει τον τρόπο παρέμβασης, με τον οποίο θα πειστεί η
κοινωνία για την ανάγκη του σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού. Η ανάπτυξη, λοιπόν, του λεγόμενου
«κοινού αισθήματος», δηλαδή η προσπάθεια να αναπτύξουμε
το λαϊκό αίσθημα απέναντι στην αστική ηγεμονία -
ιδεολογία, επιχειρώντας να διαγνώσουμε κάθε φορά ποιο
είναι αυτό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι κι αυτό
μια μορφή σοσιαλιστικής πολιτικής.



Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η δημιουργία
μιας νέας σχέσης ανάμεσα στους εργαζομένους και τους
διανοούμενους, οι οποίοι θα συμβάλλουν στη δημιουργία
μιας νέας ιδεολογίας που παίζει το ρόλο της συνδετικής
ουσίας αυτού του μπλοκ. Πρέπει, συνεπώς, ένα σημαντικό
τμήμα της διανόησης να τραβηχτεί προς την εργατική τάξη.
Στη σημερινή κοινωνία, με τη διεύρυνση των στρωμάτων της
διανόησης, τις τάσεις προλεταριοποίησής τους που
αντικειμενικά τους φέρνουν πιο κοντά στην εργατική τάξη
και με το διευρυμένο ρόλο της επιστήμης, η ενότητα των
διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης,
συμπεριλαμβανομένου των διανοουμένων, είναι ουσιαστικός
όρος της επαναστατικής αλλαγής.



Έτσι, για την εργατική τάξη, στην πορεία της σε μια νέα
σοσιαλιστική κοινωνία, τίθεται το ζήτημα να διαμορφώσει
τους δικούς της οργανικούς διανοούμενους.



Οι οργανικοί διανοούμενοι είναι προϊόντα της εκάστοτε
ανερχόμενης τάξης και ο ρόλος τους είναι να δίνουν σ’
αυτή την τάξη συνείδηση και ομοιογένεια του εαυτού της
και της αποστολής της σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό,
πολιτιστικό, αναδεικνύοντας κάθε φορά τα προοδευτικά
στοιχεία της. Έτσι, διαμορφώνεται μια νέα κουλτούρα, ως
μια διαδικασία συνεχούς μόρφωσης και αυτογνωσίας,
κίνησης και μετασχηματισμού των ατόμων και των
συλλογικοτήτων, που είναι βασική προϋπόθεση για την
επίτευξη του σοσιαλιστικού οράματος, και η οποία
σταδιακά θα ριζώνει στη λαϊκή συνείδηση, όπως οι
παραδοσιακές και ξεπερασμένες, πολλές φορές, αντιλήψεις.




Οι ίδιες, λοιπόν, συνθήκες του σχηματισμού και της
ανάπτυξης της εργατικής τάξης, ως τάξης για τον εαυτό
της (Μαρξ), είναι εκείνες που της επιβάλλουν να
διαμορφώσει τους οργανικούς της διανοούμενους στο
πολιτικό επίπεδο «με την αυτόνομη πολιτική της
παρέμβαση, που προϋποθέτει την ύπαρξη του δικού της
πολιτικού κόμματος. Το πολιτικό κόμμα της εργατικής
τάξης, εκτός των άλλων, αποτελεί και το χώρο διαμόρφωσης
των οργανικών της διανοούμενων, από στοιχεία της ίδιας
αυτής τάξης, τα οποία μέσα σ’ αυτό αποκτούν ανώτερο
μορφωτικό και πολιτικό επίπεδο και μια γενικότερη
θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης» (Μ. Τρικούκης, 1985,
σελ.109). Δηλαδή, η διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης
της εργατικής τάξης ταυτίζεται και με την αργή και
μεθοδική διαδικασία οικοδόμησης του επαναστατικού
κόμματος, το οποίο ως συλλογικός διανοούμενος θα δώσει
στην εργατική τάξη την ξεχωριστή ομοιογένεια, συνοχή και
συνείδηση του ρόλου της. Παράλληλα, η ταξική σύνθεση του
κόμματος θα πρέπει να αναπαράγει την ιδεολογική ηγεμονία
της εργατικής τάξης, τόσο στους διανοούμενους όσο και
στα άλλα κοινωνικά στρώματα που συμμετέχουν σ’ αυτό
(π.χ. αγρότες, μικροαστοί). Με τη σειρά του αυτό
σημαίνει ότι το κόμμα θα πρέπει να δώσει έμφαση στους
χώρους παραγωγής, διότι έτσι θα δείξει ότι η τάξη στην
οποία βασίζεται είναι η εργατική. Επιπρόσθετα, όλ’ αυτά
συνδέονται άρρηκτα με την προοπτική δημιουργίας μιας
νέας επαναστατικής Διεθνούς του σοσιαλισμού και της
κουλτούρας, όπως έλεγε ο Γκράμσι, ως δύναμη κρούσης στη
σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα.



7. Η Διαρκής Επανάσταση στη Δύση ως «στρατηγική φθοράς»



Όπως, ήδη, έχουμε τονίσει, το καπιταλιστικό σύστημα δεν
διατηρείται μόνο με καταναγκασμό, αλλά κυρίως με
συναίνεση, η οποία το βοηθά να προβαίνει σε διάφορες
ενέργειες: συναίνεση για την οικονομική πολιτική,
συναίνεση για τις στρατιωτικές δαπάνες, συναίνεση για
μια εθνικιστική πολιτική, συναίνεση για τα μέτρα ενάντια
στους αλλοδαπούς εργάτες και τις μειονότητες, κτλ.



Έτσι, το βασικό καθήκον των μαρξιστών και γενικά των
αγωνιστών της Αριστεράς δεν είναι πρώτιστα η μάχη μ’ ένα
ένοπλο κράτος, αλλά η ιδεολογική αφύπνιση της εργατικής
τάξης, προκειμένου να απελευθερωθεί από την υποταγή της
στην αστική ιδεολογία. Διότι, «υποταγμένη στην κυριαρχία
του αστικού κράτους και στην εκφοβιστική λειτουργία και
την ‘προφάνεια’ της κυρίαρχης ιδεολογίας, η εργατική
τάξη μπορεί να διεκδικήσει την αυτονομία της μόνο αν
απελευθερωθεί από την κυρίαρχη ιδεολογία, αν διαχωριστεί
από αυτήν, προωθώντας μορφές οργάνωσης και δράσης οι
οποίες υλοποιούν τη δική της ιδεολογία - την
προλεταριακή ιδεολογία... Αυτό σημαίνει ότι η
προλεταριακή ιδεολογία δεν είναι το ακριβώς αντίθετο, η
αντιστροφή, το αναποδογύρισμα της αστικής ιδεολογίας -
αλλά μια εντελώς διαφορετική ιδεολογία, με εντελώς
διαφορετικές ‘αξίες’: ‘κριτική και επαναστατική’» (Λ.
Αλτουσέρ, 1987, σελ. 49).



Με άλλα λόγια, είναι πλέον αναγκαίο να ανακαλύψουμε τους
τρόπους και να βοηθήσουμε τις υποτελείς τάξεις να
συνειδητοποιήσουν τις προϋποθέσεις της κυριαρχίας τους
και να τις πείσουμε για την αναγκαιότητα να συνασπισθούν
γύρω από ένα πλειοψηφικό κοινωνικό σχέδιο πριν ακόμη από
την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως, με την προϋπόθεση ότι
θα βρούμε τα μέσα και τη στρατηγική για την καταστροφή
του σύγχρονου αστικού κράτους.



Θεωρώ, λοιπόν, ότι η εργατική τάξη σήμερα στον αγώνα της
ενάντια στο κεφάλαιο, είναι αναγκαίο να υιοθετήσει και
να επεξεργαστεί μια «στρατηγική πολέμου φθοράς», έως
ότου δημιουργηθούν οι όροι της μετάβασης στη «στρατηγική
ανατροπής», η οποία είναι αναπόφευκτη στην περίοδο της
επαναστατικής κρίσης. Η υιοθέτηση της πρώτης στρατηγικής
δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να την εκλάβουμε ως ατολμία ή
συνθηκολόγηση απέναντι στο αστικό κράτος, ούτε ως μια
δικαιολογία για ν’ ανακόψουμε ή να απορρίψουμε τις
μαζικές κινητοποιήσεις σε κάθε επίπεδο, οι οποίες θα
πρέπει να είναι μέρος της «στρατηγικής φθοράς».



Αντιθέτως, η «στρατηγική φθοράς» αντιστοιχεί στην
τακτική του Ενιαίου Μετώπου που είχε επεξεργαστεί ο
Τρότσκι και στον «πόλεμο θέσεων» που είχε αναπτύξει ο
Γκράμσι, όπου το επαναστατικό κόμμα ή οι μαρξιστικές
δυνάμεις επιδιώκουν να κερδίσουν τις μάζες ιδεολογικά
(συναινετικά) στην υπόθεση του σοσιαλισμού, με την
ιδεολογική μεταστροφή της εργατικής τάξης. Δηλαδή, η
εργατική τάξη θα πρέπει να ασκεί ηγεμονία μέσα στο
ενιαίο ταξικό μπλοκ, πριν από τη φάση όπου θα οδηγήσει
τις μάζες στην εξέγερση ενάντια στο αστικό κράτος και
όπου θα εδραιωθεί η εργατική εξουσία με τη βίαιη
καταστροφή του αστικού κρατικού μηχανισμού.



Προς το παρόν, όμως, το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε
αρκετή απόσταση από αυτό το κατώφλι. Η πλειοψηφία του
εκμεταλλευόμενου πληθυσμού, εξακολουθεί να παραμένει
υποταγμένη στη ρεφορμιστική ή/και αστική ιδεολογία. Εδώ
είναι που αποκτά το νόημά της η «στρατηγική φθοράς».



Αυτό προϋποθέτει, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, μια
ιδεολογική και πολιτική πάλη, παρ’ ότι ποτέ μέχρι σήμερα
δεν είχαμε λιγότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας για να
φέρουμε ένα τέτοιο αγώνα σε πέρας, κι αυτό οφείλουμε να
το αναγνωρίσουμε. Σ’ αυτή την κατεύθυνση ιδεολογικής
μεταστροφής της εργατικής τάξης, σημαντικός μπορεί να
είναι ο ρόλος των Επιτροπών Πρωτοβουλίας ως όργανα
αμφισβήτησης της κυριαρχίας του καπιταλισμού, έτσι ώστε
να γίνουν τα μεταβατικά στοιχεία στην πορεία προς το
σοσιαλισμό.



Οι Επιτροπές Πρωτοβουλίας, οι οποίες θα πρέπει ν’
αγκαλιάσουν και ν’ αναπτυχθούν σε όλο το φάσμα της
κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας,
ουσιαστικά είναι το έμβρυο εναλλακτικών μορφών πολιτικής
εξουσίας μιας νέας κοινωνίας. Συνεπώς, το σοσιαλιστικό
κράτος θα πρέπει να υπάρξει εν δυνάμει στους νέους
θεσμούς της κοινωνίας που θα δημιουργήσει η εργατική
τάξη. Θεσμοί, όμως, όχι με την έννοια των σημερινών
αστικών θεσμών, μέσω των οποίων ηγεμονεύει ιδεολογικά η
άρχουσα τάξη, αλλά ως Αντι-θεσμών, ανταγωνιστικών
απέναντι στους επίσημους θεσμούς του αστικού κράτους, σε
αποτελεσματική και ενεργητική αντιπαράθεση μ’ αυτό.
Αρκεί, βέβαια, να συνδεθούν μεταξύ τους οι Επιτροπές
Πρωτοβουλίας ως νέοι θεσμοί, να συντονιστούν, να
λειτουργήσουν αμεσοδημοκρατικά και τότε μέσα στην ίδια
την καπιταλιστική κοινωνία θα αρχίσει ν’ αναδύεται η νέα
κοινωνία, η οποία θα θέσει το πρόβλημα της εξουσίας των
δυνάμεων της εργασίας, μέσω επαναστατικών διαδικασιών σε
όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.



Έτσι, κάθε Επιτροπή Πρωτοβουλίας που γεννιέται σε κάθε
τομέα της κοινωνίας (π.χ. επιτροπές στους χώρους
εργασίας, επιτροπές κατάληψης, επιτροπές ενάντια στην
ανεργία, επιτροπές καταναλωτών, επιτροπές για το στρατό,
επιτροπές για την προστασία του περιβάλλοντος, κλπ.), θα
είναι μια νίκη των δυνάμεων του σοσιαλισμού, διότι θα
βοηθά να αποκτάται η συνείδηση ότι μπορεί η κοινωνία να
πάρει τη ζωή της, συνεπώς και τη διοίκηση του έθνους στα
δικά της χέρια. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι είναι
όρος ζωής να υπάρχει διαρκής επαγρύπνηση, μέσω
καθημερινών Πολιτιστικών Επαναστάσεων παντού (στα ήθη
και τα έθιμα, στην εκπαίδευση, στην οικογένεια, στο
δίκαιο, στον πολιτισμό, στις πολιτικές οργανώσεις της
Αριστεράς, στην παραγωγή και γενικά σε όλους τους
θεσμούς και τους τομείς κλειδιά), οι οποίες έχουν σε
μερικές φάσεις της ιστορίας το ρόλο της πρωτοκαθεδρίας.



Παράλληλα, οι Επιτροπές Πρωτοβουλίας ως «στρατηγική
φθοράς» ενάντια στο αστικό καθεστώς θα μπορούν να
συμβάλλουν, σε περίοδο επαναστατικής κρίσης, στην
υπονόμευση της στρατιωτικής-κατασταλτικής μηχανής, π.χ.
με την κατάκτηση των κληρωτών που υπηρετούν τη θητεία
τους, με την προϋπόθεση να έχουν από τα πριν
δημιουργηθεί οι ανάλογες επιτροπές για το στρατό. Διότι,
μια εξέγερση θα επιτύχει μόνο εάν έχει υπάρξει
προληπτικός αντι-καταναγκασμός στον καταναγκασμό του
αστικού κράτους, στην περίπτωση της τελικής αναμέτρησης
μ’ αυτό. Με τη σειρά του αυτό σημαίνει ότι ο
κατασταλτικός μηχανισμός του αστικού κράτους θα πρέπει
να διασπαστεί ή να διαλυθεί με το κέρδισμα και το
πέρασμα στην πλευρά της εργατικής τάξης του στρατού (Π.
Αντερσον, 1985, σελ. 88). Με άλλα λόγια, για να
επιτευχθεί ο τελικός στόχος των δυνάμεων της εργασίας,
βασικός σκοπός τους θα πρέπει να είναι να έχουν
καταφέρει, από την προηγούμενη ακόμα περίοδο, απώλειες
στον εχθρό.



Θα κλείσουμε με μια παρατήρηση, που περιγράφει εύστοχα
τη σημερινή συγκυρία. Ο Πέρι Αντερσον (1985) τόνισε στις
τελευταίες παραγράφους του βιβλίου του ότι «οι διεθνείς
διαφωνίες που ένωναν και διαχώριζαν τη Λούξεμπουργκ, τον
Λένιν, τον Λούκατς, τον Γκράμσι, τον Μπορντίγκα ή τον
Τρότσκι πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα αντιπροσωπεύουν την
τελευταία μεγάλη στρατηγική συζήτηση στο ευρωπαϊκό
εργατικό κίνημα. Από τότε, είχαμε λίγη ουσιαστική
θεωρητική ανάπτυξη των πολιτικών προβλημάτων της
επαναστατικής στρατηγικής στο μητροπολιτικό καπιταλισμό
που να είχε οποιαδήποτε άμεση επαφή με τις μάζες. Η
δομική διάσταση της πρωτότυπης μαρξιστικής θεωρίας και
των κυριότερων οργανώσεων της εργατικής τάξης στην
Ευρώπη δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί ιστορικά... Οι κλασικές
συζητήσεις, λοιπόν, παραμένουν ακόμη από πολλές πλευρές
το πιο προχωρημένο όριο αναφοράς που διαθέτουμε
σήμερα... Το να τις ξαναγνωρίσουμε αποτελεί βήμα προς
μια μαρξιστική συζήτηση που έχει την - αναγκαστικά σεμνή
- ελπίδα να αποκτήσει μια ‘αρχική μορφή’ σωστής θεωρίας
σήμερα» .



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Αγιάτσης, Κ. (1994), «Η Διαρκής Επανάσταση», περιοδικό
Σπάρτακος, Νοέμβρης, τεύχος 39.

Αλτουσέρ, Λ. (1980), «Το πρόβλημα του κράτους στη
μαρξιστική θεωρία», στον τόμο: Συζήτηση για το Κράτος,
εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα.

Αλτουσέρ, Λ. (1987), «Σημείωση σχετικά με τους
Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)», περιοδικό
Θέσεις, Οκτώβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 21.

Αλτουσέρ, Λ. (1994), Θέσεις (1964-1975): Δοκίμιο για την
Ιδεολογία και τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους,
εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.

Άντερσον, Π. (1985), Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι,
εκδόσεις Μαρξιστική Συσπείρωση, Αθήνα.

Eagleton, T. (1994), «Οι έννοιες της ιδεολογίας και της
ηγεμονίας στον Γκράμσι», περιοδικό Ουτοπία,
Μάιος-Ιούνιος.

Κατσορίδας, Δ. (1995), «Κράτος, κόμμα, κοινωνία και η
συντηρητική εξέλιξη των εργατικών κομμάτων», περιοδικό
Σπάρτακος, Ιούλιος, τεύχος 42.

Labica, G. (1989), «...Yποτιμήσαμε την αστική
ιδεολογία», περιοδικό Ο Πολίτης, Μάρτιος, τεύχος 97.

Λένιν, Β. Ι. (1975), Ο Λένιν για τη διαρκή επανάσταση
(Οι Θέσεις του Απρίλη) , εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα.

Λένιν, Β. Ι. (1977), Άπαντα, Τόμος 29ος (Φιλοσοφικά
Τετράδια) , εκδόσεις

Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Λούκατς, Γ. (1987), Αστική και Σοσιαλιστική Δημοκρατία,
εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.

Μάρξ, Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, εκδόσεις
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Μάρξ, Κ. (1990), Για τη γαλλική επανάσταση, εκδόσεις
Εξάντας, Αθήνα.

Μηλιός, Γ. (1988), Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός.
Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη,
εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα.

Μηλιός, Γ. (1996), Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων,
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα

Μπυσί-Γκλυσμάν, Κ. (1984), Ο Γκράμσι και το κράτος,
εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.

Παπαϊωάννου, Κ. (1991), Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού,
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα.

Παπακώστας, Σ. - Μάνος, Δ. (1996), «Αφιέρωμα στα 30
χρόνια από την Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στην
Κίνα», περιοδικό Έναυσμα, Φθινόπωρο.

Πουλαντζάς, Ν. (1984), Για τον Γκράμσι, εκδόσεις
Πολύτυπο, Αθήνα.

Πουλιόπουλος, Π. (1980), Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική
Επανάσταση στην Ελλάδα;, εκδόσεις Πρωτοποριακή
Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Ράπτης, Μ. - Πάμπλο (1996), Η πολιτική μου
αυτοβιογραφία, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα.

Σκορδούλης, Κ. (1995), Φιλοσοφία και Επιστήμη στα
Κείμενα του Λ. Τρότσκι, εκδόσεις Ιαμος, Αθήνα.

Στάλιν, Ι. Β. (1976), Για το Λένιν, εκδόσεις Μνήμη,
Αθήνα.

Τρικούκης, Μ. (1985), Πολιτική και Φιλοσοφία στον
Γκράμσι, εκδόσεις

Εξάντας, Αθήνα.

Τρότσκι, Λ. (1975), Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού
(Το Μεταβατικό Πρόγραμμα) , εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα.

Τρότσκι, Λ. (1979), Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν,
τόμος 1ος, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα.

Τρότσκι, Λ. (1982), Η Διαρκής Επανάσταση, εκδόσεις
Αλλαγή, Αθήνα.

Τρότσκι, Λ. (1984), Η Προδομένη Επανάσταση, εκδόσεις
Αλλαγή, Αθήνα.



--------------------------------------------------------------------------------

[1] Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο που διοργάνωσε ο
Πολιτικός και Πολιτιστικός Όμιλος ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο στο διάστημα 11-12-13/4/1997, με γενικό
τίτλο: «Ο Μ. Ν. Ράπτης και ο Σύγχρονος Μαρξισμός».



[2] Για τη Σοβιετική Ένωση βλέπε και όσα γράφονται στο
περιοδικό Θέσεις, τεύχος 33. Επίσης, και στα δύο πρώτα
κεφάλαια του βιβλίου του Γ. Μηλιού (1996), Ο Μαρξισμός
ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα.



[3] Αυτή η πληροφορία αναφέρεται από τις εκδόσεις
«Αλλαγή», στον Πρόλογο της έκδοσης (σελ. 5) του βιβλίου
του Λ. Τρότσκι (1982), Η Διαρκής Επανάσταση.



[4] Οι υπογραμμίσεις δικές μου - Δ.Κ.



[5] Οι υπογραμμίσεις δικές μου - Δ.Κ.
www.theseis.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: