Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

10/20/2008

θεωρητικές εξελίξεις στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατία

Εισαγωγή

Ο στόχος αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσουμε με συντομία την ογκώδη θεωρητική εργασία που προστέθηκε στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας μετά την δημοσίευση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, πριν από δέκα χρόνια, και την μετάφρασή της σε πολλές γλώσσες. Σκέφτηκα ότι, καθώς ολόκληρη σχεδόν η συζήτηση σε αυτόν εδώ τον τόμο επικεντρώνεται στην Περιεκτική Δημοκρατία, ο αναγνώστης πρέπει επίσης να ενημερωθεί για το γεγονός ότι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) δεν είναι απλώς ένα στατικό θεωρητικό έργο αλλά ένα πολιτικό πρόταγμα πλατειάς εμβέλειας, εμπλουτισμένο με μια δυναμική θεωρία που επεκτείνεται σταθερά σε νέα πεδία έρευνας, πέρα από την εμβάθυνση και την διεύρυνση των πεδίων που καλύπτονται ήδη από την Περιεκτική Δημοκρατία. Όλες σχεδόν οι πρόσφατες θεωρητικές εξελίξεις έχουν δημοσιευθεί στα διεθνή θεωρητικά περιοδικά που εκφράζουν το πρόταγμα της ΠΔ, δηλαδή το Democracy & Nature και το The International Journal of Inclusive Democracy, που το διαδέχτηκε. Έχω κατατάξει τις νέες θεωρητικές εξελίξεις γύρω από το πρόταγμα της ΠΔ σε τρεις κύριους θεματικούς τομείς, οι οποίοι νομίζω πως καλύπτουν όλες τις κύριες πλευρές της πρόσφατης θεωρητικής δουλειάς.

Το πρώτο μέρος εξετάζει παραπέρα κάποια θεωρητικά θέματα του προτάγματος της ΠΔ που απλώς θίγονται, είτε δεν αναφέρονται καθόλου στην Περιεκτική Δημοκρατία. Παρουσιάζει, πρώτον, την νέα προσέγγιση για τις τάξεις που εισάγει το πρόταγμα της ΠΔ και την άποψή του για τον μεταμοντερνισμό. Στην συνέχεια εξετάζεται η προσπάθεια της ΠΔ να αναπτύξει μια νέα απελευθερωτική θεωρία της ηθικής και της παιδείας. Κατόπιν, παρουσιάζεται η εργασία που αποσκοπεί στο να οριοθετήσει τον δημοκρατικό ορθολογισμό (τον οποίον ενστερνίζεται το πρόταγμα της ΠΔ) σε σχέση με τον ανορθολογισμό, τον αντικειμενικό ορθολογισμό, καθώς και σε σχέση με πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις, όπως η θεωρία των συστημάτων και [η θεωρία] της πολυπλοκότητας. Το μέρος αυτό καταλήγει με μια παρουσίαση της άποψης της ΠΔ σχετικά με την «ουδετερότητα» και την «αυτονομία» της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει την θεωρία περί παγκοσμιοποίησης που έχει αναπτυχθεί από το πρόταγμα της ΠΔ, την οποία οριοθετεί από τις συνηθισμένες μη συστημικές θεωρήσεις της Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση. Κατόπιν εξετάζονται οι κύριες πλευρές της παγκοσμιοποίησης (η οικονομική, η πολιτική, η ιδεολογική, η πολιτιστική) σε σχέση με τα κύρια συστατικά της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και οικολογικής) που εξετάστηκαν στην Περιεκτική Δημοκρατία.

Τέλος, το τρίτο μέρος προσπαθεί, αφ’ ενός να δείξει γιατί σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ τόσο τα δύο παλαιά αντισυστημικά κινήματα (Μαρξισμός, Αναρχισμός) όσο και τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (Πράσινοι, φεμινισμός, κτλ) είναι σήμερα είτε σε κατάσταση παρακμής, είτε απλώς έχουν ενσωματωθεί στο σύστημα και, αφ’ ετέρου, να οριοθετήσει με συντομία την ΠΔ από άλλα ριζοσπαστικά προτάγματα (πρόταγμα αυτονομίας, κομουναλισμός, Parecon, απο-ανάπτυξη και κίνημα οικοχωριών [ecovillage]). Αυτό το μέρος καταλήγει με την παρουσίαση της προσέγγισης της ΠΔ όσον αφορά την μεταβατική στρατηγική.

Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

1. Η Περιεκτικοδημοκρατική θεωρία των τάξεων και ο μεταμοντερνισμός

Αφετηρία της ταξικής ανάλυσης της ΠΔ[2] είναι ότι η κατάρρευση του σοσιαλιστικού προτάγματος και η επακόλουθη εγκατάλειψη των «μεγάλων αφηγήσεων» δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη κάθε τύπου ταξικής ανάλυσης και πολιτικής ή, ακόμη περισσότερο, την εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας να αναπτύξουμε ένα οικουμενικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Αντίθετα, οι ταξικές διαιρέσεις πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, ώστε να επεκταθούν πέρα από την αρχική σύλληψή τους που περιοριζόταν στην οικονομική σφαίρα, και να αναπτυχθεί ένα νέο ταξικό μοντέλο που θα περιλάμβανει την πολιτική της «διαφοράς» και της «ταυτότητας» και επομένως θα είναι κατάλληλο για την εποχή μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Σύμφωνα με την μεταμοντέρνα άποψη, η μεταβιομηχανική εποχή έθεσε εκποδών όχι απλώς την ιδέα ενός ιδιαίτερου τύπου ταξικής κοινωνίας που θεμελιωνόταν σε οικονομικές σχέσεις αλλά και οποιαδήποτε ιδέα κοινωνίας που θεμελιώνεται σε ταξικές διαιρέσεις με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων. Εντούτοις, η αντιπαραβολή της άποψης αυτής με την πραγματικότητα δείχνει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί φαντασίωση και, στην χειρότερη, ιδεολογική δικαιολόγηση της σημερινής ταξικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το προφανές συμπέρασμα μιας τέτοιας ανάλυσης είναι ότι σε μια «μετα-ταξική» κοινωνία (δηλαδή μια κοινωνία εσωτερικά διαφοροποιημένη βάσει της πρόσβασης στους οικονομικούς πόρους, αλλά και στην πολιτική εξουσία και στο κοινωνικό κύρος) δεν υπάρχουν ούτε κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και «άρχουσα ελίτ» που βασίζεται σε αυτές τις ομάδες, ούτε θεσμικό πλαίσιο που τις δημιουργεί και τις αναπαράγει και, επομένως, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αναπτύξουμε μια απελευθερωτική πολιτική ή να αποπειραθούμε να επισημάνουμε το υποκείμενο μιας πολιτικής αυτού του είδους. Αντίθετα, το μόνο που χρειάζεται είναι να απορρίψουμε όλες τις ιδεολογίες ως “μετα-αφηγήσεις” και να υιοθετήσουμε ένα είδος πολιτικής που λαμβάνει ρητά υπ’ όψιν τέτοιες «διαφοροποιήσεις», σε μια προσπάθεια να επιτύχουμε την προοδευτική εξίσωση [μεταξύ των ανθρώπων] και την κοινωνική αρμονία.

Με βάση τα παραπάνω, η προσέγγιση της ΠΔ εξετάζει την ιστορική ανάπτυξη των οικονομικών ταξικών διαιρέσεων στο πλαίσιο της περιοδολόγησης της νεωτερικότητας που εισάγει, δηλαδή, φιλελεύθερης, κρατικιστικής και νεοφιλελεύθερης.

Αρχικά, εξετάζεται η εμφάνιση των οικονομικών τάξεων (με την Μαρξιστική έννοια) κατά την εποχή της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και αξιολογείται η ανεπάρκεια των σχετικών Μαρξιστικών ταξικών κατηγοριών.

Στην συνέχεια, περιγράφεται η ταξική αναδιάρθρωση της κρατικιστικής εποχής και εξετάζεται η ουσιαστική αποσύνθεση των Μαρξιστικών ταξικών διαιρέσεων.

Κατόπιν, εξετάζονται οι νέες ταξικές διαιρέσεις της παρούσης νεοφιλελεύθερης εποχής και συνάγεται το συμπέρασμα ότι, σήμερα, όχι μόνον εξακολουθούν να υπάρχουν ταξικές διαιρέσεις που θεμελιώνονται στην οικονομική σφαίρα (αν και δεν ορίζονται αναγκαστικά με βάση τις Μαρξιστικές κατηγορίες) αλλά και έχουν προστεθεί νέες ταξικές διαιρέσεις, οι οποίες επίσης μπορεί να χαρακτηριστούν ως συστημικές.

Τέλος καταδεικνύεται ότι σε όλη την διάρκεια της περιόδου της νεωτερικότητας μετά την ανάδυση των τάξεων, το φύλο, η φυλή, η εθνική και εθνοτική ταυτότητα διατήρησαν τον διαταξικό χαρακτήρα τους. Η ανάλυση αυτή καταλήγει με την ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου ταξικών διαιρέσεων με βάση την ανισοκατανομή δύναμης σε όλες τις μορφές της, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια απόπειρα να οριστεί το σημερινό απελευθερωτικό υποκείμενο.

Η μεταμοντέρνα απόρριψη της ανάγκης για μια ταξική ανάλυση σήμερα, και η συνακόλουθη ανάγκη για ένα νέο απελευθερωτικό πρόταγμα έχει εξετασθεί σε άλλο άρθρο, μέσα από μια συστηματική κριτική του μεταμοντερνισμού.[3] Ο ισχυρισμός ότι οι προηγμένες οικονομίες της αγοράς έχουν μπει σε μια νέα εποχή, την μετανεωτερικότητα (ή την εποχή μιας μετανεωτερικής στροφής) αξιολογήθηκε κριτικά και συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται από τις αλλαγές του τελευταίου περίπου τετάρτου του περασμένου αιώνα στο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό ή επιστημονικό και θεωρητικό επίπεδο. Αν και είναι αλήθεια ότι υπήρξαν σημαντικές αλλαγές σε αυτά τα επίπεδα κατά την περίοδο αυτή, οι αλλαγές αυτές έπ’ ουδενί δεν δικαιολογούν την άποψη ότι οι προηγμένες οικονομίες της αγοράς έχουν μπει σε μια νέα εποχή. Όχι μόνο οι κύριες πολιτικές και οικονομικές δομές, που θεσμοθετήθηκαν στη μετάβαση από την παραδοσιακή στην νεωτερική κοινωνία εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες στον Βορρά, αλλά, σήμερα, εξαπλώνονται και σε ολόκληρη την υφήλιο. Επίσης, θα μπορούσε να δειχτεί ότι οι αλλαγές στα άλλα επίπεδα (π.χ. επιστήμη) είτε αποτελούν εξέλιξη τάσεων που ήδη υπήρχαν και όχι κάποιου είδους ρήξη ή ρήγμα με το παρελθόν, είτε αποτελούν την ανάπτυξη νέων τάσεων, ιδιαίτερα στο θεωρητικό και το πολιτιστικό επίπεδο, οι οποίες απηχούν την εμφάνιση της σημερινής νεοφιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας. Με αυτή την έννοια, η μεταμοντέρνα θεωρία, σε όλες της τις παραλλαγές, παίζει τον ρόλο να δικαιολογεί, είτε σκόπιμα (όπως στην περίπτωση της φιλελεύθερης πλευράς του μεταμοντερνισμού), είτε αντικειμενικά, (όπως στην περίπτωση του κύριου μεταμοντερνικού ρεύματος καθώς και του «αντιθετικού μεταμοντερνισμού») την καθολίκευση της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» και την τωρινή αγοραιοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, παίζει τον ρόλο ενός αναδυόμενου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος που είναι συνεπές με την νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας.

Συμπερασματικά, οι αλλαγές στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα με κανένα τρόπο δεν εκφράζουν κάποιο είδος ρήξης με το παρελθόν, παρόμοιο αυτής που σηματοδοτεί την μετάβαση από την «παραδοσιακή» κοινωνία στην νεωτερικότητα. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να δείξουμε ότι οι προηγμένες οικονομίες της αγοράς, έπειτα από την κατάρρευση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας κατά τον 19ο αιώνα και της κρατικιστικής νεωτερικότητας (και υπό τις δύο εκδοχές της, της σοσιαλδημοκρατίας και του σοβιετικού κρατισμού) τον 20ό αιώνα, έχουν στην πραγματικότητα μπει σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα ―και όχι σε μια μετανεωτερικότητα. Στη πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα αποτελεί την σύνθεση των προηγούμενων μορφών νεωτερικότητας και ταυτόχρονα την ολοκλήρωση της διαδικασίας, η οποία άρχισε με την θεσμοθέτηση της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που σήμερα έχουν καθολικευθεί με την μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και των αναπτυσσόμενων υπερεθνικών μορφών διακυβέρνησης αντίστοιχα.

Επομένως είναι προφανές ότι σήμερα η χρόνια πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, πολιτιστική και υπό ευρεία έννοια κοινωνική) που δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια της νεωτερικής εποχής και γρήγορα επιδεινώθηκε κατά την τωρινή νεοφιλελεύθερη μορφή νεωτερικότητας, δημιουργεί την ανάγκη, περισσότερο από ποτέ άλλοτε κατά την διάρκεια των νεωτέρων χρόνων, για ένα νέο οικουμενικό πρόταγμα που θα αποτελεί σύνθεση των καλυτέρων παραδόσεων της προνεωτερικής και της νεωτερικής εποχής —δηλαδή της κλασικής δημοκρατικής παράδοσης και της σοσιαλιστικής παράδοσης, καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στο Πράσινο κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα και στα άλλα κινήματα ταυτότητας. Ο στόχος ενός τέτοιου προτάγματος δεν μπορεί να είναι άλλος από την δημιουργία μιας αληθινά μετανεωτερικής[4] κοινωνίας - όπως αυτή την οποία προτείνει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

2. Η ανάγκη για μια νέα απελευθερωτική ηθική και Παιδεία

Όπως προσπάθησα να δείξω στο άρθρο για τον μεταμοντερνισμό, ο επιστημονισμός και ο αντικειμενισμός γενικά γνώρισαν σοβαρή κρίση στην τωρινή φάση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας (ή μετανεωτερικότητας, όπως την αποκαλούν οι μετανεμοντέρνοι στοχαστές). Αυτό είχε αναπόφευκτες συνέπειες για την ηθική [ethics][5] εφ’ όσον η ηθική των πρώιμων φάσεων της νεωτερικότητας, τόσο η ορθόδοξη όσο και η απελευθερωτική,[6] βασιζόταν στον αντικειμενισμό γενικά και τον επιστημονισμό ειδικότερα. Οι μεταμοντέρνοι στοχαστές ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν να επεξεργαστούν θεωρητικά την κρίση της «αντικειμενικής» ηθικής, τόσο της ορθόδοξης όσο και της απελευθερωτικής. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η μεταμοντέρνα προσέγγιση στην ηθικότητα [morality] συχνά εκθειάζεται ως η «κατάλυση του ηθικού», η αντικατάσταση της ηθικής από την αισθητική και, συνακόλουθα, ως η «απόλυτη χειραφέτηση».

Έτσι, ενώ οι νεωτερικοί [μοντερνιστές] δέχονταν εκ προοιμίου ότι είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε έναν μη αμφίσημο, μη αντιφατικό ηθικό κώδικα, ούτως ώστε ο οικουμενικός Λόγος να μπορέσει να αντικαταστήσει την οικουμενική θρησκευτική πίστη στην καθοδήγηση της ατομικής και της συλλογικής ηθικότητας, οι μετανεωτερικοί [μεταμοντερνιστες/ μεταμοντέρνοι] απέρριψαν κάθε είδος απελευθερωτικού προτάγματος για τον λόγο ότι θα ήταν αναπόφευκτα οικουμενιστικό. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι η μεταμοντέρνα απόρριψη του οικουμενισμού γενικά και του ηθικού οικουμενισμού ειδικότερα, αυτή που καθιστά την προβληματική τους ιδιαίτερα απαράδεκτη από απελευθερωτική σκοπιά. Και αυτό, διότι οι μεταμοντέρνοι δεν επέκριναν απλώς την αμφισβητήσιμη ιδεολογία της Προόδου, αλλά προχώρησαν στο να επικρίνουν τα οικουμενιστικά προτάγματα της νεωτερικότητας και την ίδια την ιδέα του πολίτη και της πόλεως.

Επί πλέον, μπορούμε να δείξουμε ότι ο μεταμοντέρνος ισχυρισμός, πως η σημερινή κοινωνία δεν χαρακτηρίζεται από μια οικουμενική ηθικότητα, είναι ψευδής. Η καθολίκευση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς αναπόφευκτα ακολουθήθηκε από μιαν αντίστοιχη καθολίκευση της κουλτούρας που είναι συμβατή με αυτούς τους θεσμούς, καθώς και του αντίστοιχου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία της «παγκοσμιοποίησης», που έχει χαρακτηρίσει την νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, είχε αποφασιστική σημασία σε αυτή την διαδικασία καθολίκευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ηθικός πλουραλισμός που εκθειάζουν οι μεταμοντέρνοι —εκλαμβάνοντας ως δεδομένο το τωρινό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα— στην πραγματικότητα είναι ψευδοπλουραλισμός, δεδομένου ότι όλες οι κοινωνίες που έχουν υιοθετήσει μια οικονομία της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμα της στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» εμφανίζουν θεμελιώδεις ομοιότητες όσον αφορά τις κεντρικές [hard-core] αξίες τους: ατομικισμός, καταναλωτικός πολιτισμός, ετερόνομη ηθικότητα —είτε βασίζεται στην θρησκεία είτε σε κάποιο άλλο είδος σπιριτουαλισμού, κ.τλ.

Επομένως, μια αυτόνομη απελευθερωτική κοινωνία πρέπει να αναμένεται ότι θα δημιουργήσει τον δικό της ηθικό κώδικα, με κεντρικές αξίες αναγκαστικά συνεπείς προς τους θεμελιώδεις θεσμούς της και με περιφερειακές αξίες οι οποίες μπορεί να ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία. Με αυτή την έννοια, υποστηρίζεται ότι μόνο μια παγκόσμια γνήσια δημοκρατική κοινωνία, που θα βασιζόταν σε οικουμενικές κεντρικές αξίες οι οποίες εκφράζουν το ασυμβίβαστο αίτημα για ατομική και κοινωνική αυτονομία, και σε μια ποικιλία περιφερειακών αξιών που σέβονται την διαφορά, θα μπορούσε να επαγγέλλεται την ειρηνική και απελευθερωτική συνύπαρξη. Με βάση αυτό το είδος ανάλυσης, το πρόταγμα της ΠΔ υποστηρίζει ότι δεν είναι νοητό να υπαγορεύσουμε τον ηθικό κώδικα για μια γνήσια δημοκρατική κοινωνία, πράγμα που είναι προφανώς ζήτημα για το οποίο θα πρέπει να αποφασίσουν οι συνελεύσεις των πολιτών της μελλοντικής κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε (και στην πραγματικότητα πρέπει) να δείξουμε την ηθική, η οποία κατά την άποψή μας είναι συμβατή με τους θεσμούς μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Έτσι, πρώτον, η θρησκευτική ηθική, ή οποιαδήποτε ηθική βασισμένη σε οποιουδήποτε είδους ανορθολογικό σύστημα δοξασιών, είναι εντελώς ασύμβατη με μια δημοκρατική κοινωνία, αφού είναι ασύμβατη με την ίδια την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης. Δεύτερον, παρόμοια ασύμβατη με την δημοκρατική ηθική είναι οποιαδήποτε ιδεαλιστική σύλληψη κάποιων αιώνιων και οικουμενικών αξιών, καθώς τώρα είναι πλέον προφανές ότι οι αξίες διαφέρουν διαχρονικά και διατοπικά ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες και κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι οποιεσδήποτε υλιστικές συλλήψεις οικουμενικών αξιών («αντικειμενική» ηθική), που υποτίθεται ότι απορρέουν από κάποιο είδος (κοινωνικής ή φυσικής) εξελικτικής διαδικασίας, είναι επίσης ασύμβατες με την δημοκρατική ηθική.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το πρόταγμα για μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι αντικειμενικά θεμελιωμένο δεν σημαίνει ότι «όλα επιτρέπονται» και επομένως ότι είναι αδύνατον να αντλήσουμε ένα προσδιορίσιμο σώμα αρχών για να αξιολογήσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, ή ένα σύνολο ηθικών αξιών για να αξιολογούμε την ανθρώπινη συμπεριφορά στην βάση του θεμελιώδους κριτηρίου της συμβατότητας με τους θεσμούς της δημοκρατικής κοινωνίας. Έτσι, το ζήτημα εδώ είναι το εξής: ποιες είναι αυτές οι αξίες που εκφράζουν την συμβατότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με τους δημοκρατικούς θεσμούς; Ασφαλώς, μπορούμε μόνο να σκιαγραφήσουμε εδώ ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο της δημοκρατικής ηθικής, με την έννοια των ηθικών αξιών που εκφράζουν αυτή την συμβατότητα, εφόσον εναπόκειται στους υποστηρικτές της δημοκρατικής πολιτικής και, τελικά, στις συνελεύσεις των πολιτών μιας δημοκρατικής κοινωνίας να εμπλουτίσουν αυτόν τον [περί ηθικής] λόγο. Υποθέτοντας, επομένως, ότι μια δημοκρατική κοινωνία θα βασίζεται σε μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία η οποία θα θεμελιώνεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές οργάνωσης, δηλαδή:

την αρχή της αυτονομίας και την αρχή της κοινότητας, μπορούμε να αντλήσουμε ένα σύνολο ηθικών αξιών που να εκφράζουν αυτή την συμβατότητα.

Έτσι, από την θεμελιώδη αρχή της αυτονομίας μπορούμε να αντλήσουμε ένα σύνολο ηθικών αξιών που ενέχουν την ισότητα και την δημοκρατία, τον σεβασμό για την προσωπικότητα του κάθε πολίτη (ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνοτικής ταυτότητας κ.τ.λ.) και φυσικά τον σεβασμό για την ίδια την ανθρώπινη ζωή, καθώς επίσης και αξίες που ενέχουν την προστασία της ποιότητας ζωής του κάθε πολίτη χωριστά —κάτι που συνεπάγεται αρμονική σχέση με την φύση και την ανάγκη επανεσωματωσης της κοινωνίας στην φύση.

Παρόμοια, από την θεμελιώδη αρχή της κοινότητας μπορούμε να αντλήσουμε ένα σύνολο αξιών που ενέχουν όχι μόνο την ισότητα αλλά επίσης την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, τον αλτρουϊσμό/αυτοθυσία (πέρα από την φροντίδα για τους συγγενείς και την αμοιβαιότητα), την φροντίδα και την αρχή του μοιράσματος.

Όμως, όπως τονίζει το πρόταγμα της ΠΔ, είναι ο συνδυασμός των δύο παραπάνω αρχών —που αποτελούν την οργανωτική βάση μιας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας— αυτός που οδηγεί στις ηθικές αρχές που αναφέραμε, οι οποίες ήταν ανέκαθεν μέρος της απελευθερωτικής ηθικής. Με άλλα λόγια, μόνο αυτή η σύνθεση της αυτονομίας με την κοινότητα θα μπορούσε να αποφύγει τόσο την Σκύλλα της «αντικειμενικής» ηθικής ή/και της αναίρεσης της πολιτικής και των ηθικών μελημάτων για χάρη της καταναγκαστικής αρμονίας της οργανικής κοινότητας, όσο και την Χάρυβδη του άμετρου ηθικού σχετικισμού.

Η Παιδεία[7] θα διαδραματίζει, φυσικά, κρίσιμο ρόλο σε μια μελλοντική δημοκρατική κοινωνία όσον αφορά στην εσωτερίκευση των αξιών της, οι οποίες, όπως είδαμε, κατ’ ανάγκην θα είναι αυτές που απορρέουν από τις βασικές οργανωτικές αρχές της, δηλαδή την αρχή της αυτονομίας και την αρχή της κοινότητας. Ωστόσο, οι θεσμοί από μόνοι τους δεν είναι επαρκείς για να διασφαλίσουν ότι δεν θα εμφανιστούν άτυπες ελίτ. Εδώ ακριβώς ανακύπτει η κρίσιμη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, η οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία θα λάβει την μορφή της Παιδείας. Η εκπαίδευση είναι βασικό συστατικό της διαμόρφωσης της κουλτούρας, καθώς και της κοινωνικοποίησης του ατόμου, δηλαδή της διαδικασίας μέσα από την οποία ένα άτομο εσωτερικεύει τις κεντρικές αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Επομένως, ο πολιτισμός γενικά και η εκπαίδευση ειδικότερα παίζουν κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό των ατομικών και συλλογικών αξιών.

Σε μιαν ετερόνομη κοινωνία, στην οποία τον δημόσιο χώρο τον έχουν σφετερισθεί διάφορες ελίτ που συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική δύναμη, η εκπαίδευση έχει τον διπλό στόχο αφ’ ενός να διευκολύνει την εσωτερίκευση των υπαρχόντων θεσμών και των αξιών που είναι συμβατές με αυτούς (το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα) και αφετέρου την δημιουργία «αποτελεσματικών» πολιτών, δηλαδή πολιτών που έχουν συσσωρεύσει αρκετή «τεχνική γνώση», ούτως ώστε να μπορούν να λειτουργούν αποδοτικά για την επίτευξη των στόχων της κοινωνίας, όπως αυτοί διατυπώνονται από τις ελίτ που την ελέγχουν.

Από την άλλη μεριά, σε μιαν αυτόνομη κοινωνία, όπου η πολιτική νοείται υπό την κλασική της έννοια που είναι αλληλένδετη με το θεσμικό πλαίσιο μιας άμεσης δημοκρατίας στην οποία οι άνθρωποι όχι μόνο αμφισβητούν νόμους αλλά είναι και σε θέση να θεσπίσουν τους δικούς τους νόμους, δεν μιλάμε για εκπαίδευση πια, αλλά για την πολύ ευρύτερη έννοια της Παιδείας με την έννοια της σφαιρικής αγωγής του ατόμου ως πολίτη, η οποία ενέχει μια ισόβια διαδικασία ανάπτυξης χαρακτήρα, την αφομοίωση γνώσεων και δεξιοτήτων και —πράγμα σημαντικότερο— την άσκηση ενός «συμμετοχικού» είδους ενεργής ιδιότητας του πολίτη, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική δραστηριότητα δεν θεωρείται μέσον για ένα σκοπό, αλλά αυτοσκοπός. Ο διπλός στόχος της παιδείας είναι, επομένως, πρώτον, η ανάπτυξη της αυτενέργειας των πολιτών μέσω της χρησιμοποίησης της ίδιας της αυτενέργειάς τους ως μέσου για την εσωτερίκευση των δημοκρατικών θεσμών και των αξιών που συνάδουν με αυτούς και, δεύτερον, η δημιουργία υπευθύνων ατόμων που έχουν εσωτερικεύσει τόσο την ανάγκη αυτο-θέσμισης (δηλαδή ψήφισης των νόμων από τους ίδιους τους πολίτες), όσο και την δυνατότητα αμφισβήτησής τους. Δηλαδή, ατόμων ικανών για διερώτηση, στοχαστικότητα και διαβούλευση.

Τέλος, μπορούμε να κάνουμε λόγο για χειραφετητική εκπαίδευση ως τον σύνδεσμο μεταξύ της σημερινής εκπαίδευσης και της Παιδείας. Η χειραφετητική εκπαίδευση είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την πολιτική της μετάβασης, δηλαδή με την πολιτική που θα μας οδηγήσει από την ετερόνομη πολιτική και κοινωνία του παρόντος στην αυτόνομη πολιτική/ κοινωνία του μέλλοντος.

Όπως είναι σαφές από τα παραπάνω, βασική αρχή της προσέγγισης της ΠΔ είναι ότι η εκπαίδευση είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την πολιτική, εφόσον το ίδιο το νόημα της εκπαίδευσης ορίζεται από το επικρατούν νόημα της πολιτικής. Επομένως, μια δημοκρατική παιδεία είναι ανέφικτη εάν δεν ικανοποιείται μια σειρά θεσμικών προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κοινωνικό επίπεδο γενικά (όπως περιγράφονται στην Περιεκτική Δημοκρατία) και στο εκπαιδευτικό επίπεδο ειδικότερα (δημιουργία νέων δημοσίων χώρων στην εκπαίδευση, δωρεάν γενικευμένη και ολοκληρωμένη ισόβια εκπαίδευση, ατομική και κοινωνική αυτονομία, μη ιεραρχικές σχέσεις, ισορροπία μεταξύ επιστήμης και αισθητικής ευαισθησίας), καθώς και αλλαγή των αξιών —ως προϋπόθεση και συνέπεια της Παιδείας.

3. Ανορθολογισμός, αντικειμενικός ορθολογισμός, θεωρία συστημάτων και θεωρία της πολυπλοκότητας

Ανορθολογισμός και Περιεκτική Δημοκρατία

Η Δημοκρατική Παιδεία χρειάζεται ένα νέο είδος ορθολογισμού που θα υπερβαίνει τόσο τον «αντικειμενιστικό» τύπο ορθολογισμού που κληρονομήσαμε από τον Διαφωτισμό, όσο και τον γενικευμένο σχετικισμό του μεταμοντερνισμού. Χρειαζόμαστε έναν δημοκρατικό ορθολογισμό, δηλαδή έναν ορθολογισμό θεμελιωμένο στην δημοκρατία, σαν δομή και σαν διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης. Στο πλαίσιο του δημοκρατικού ορθολογισμού, η δημοκρατία δεν θεμελιώνεται σε κάποιες αντικειμενικές τάσεις όσον αφορά στην φυσική ή κοινωνική εξέλιξη, αλλά στον Λόγο και στην αρχή του λόγον διδόναι (το να δίνεις λόγο και λογαριασμό), πράγμα που αρνείται ρητά την ιδέα οποιασδήποτε «κατευθυντικότητας» όσον αφορά στην κοινωνική αλλαγή.

Ωστόσο, όπως έχουμε δείξει αλλού,[8] τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια, ακμάζει ένας νέος ανορθολογισμός τόσο στον Βορρά όσο και τον Νότο,[9] ο οποίος έχει λάβει διάφορες μορφές, που εκτείνονται από την αναβίωση σε κάποιες περιπτώσεις των παλαιών θρησκειών (χριστιανισμός, Ισλάμ, κτλ) μέχρι την εξάπλωση διαφόρων ανορθολογικών ρευμάτων (μυστικισμός, πνευματισμός, αστρολογία, εσωτερισμός, νεοπαγανισμός, “New Age”, κτλ) τα οποία, ιδίως στην Δύση, απειλούν τις παλαιές θρησκείες.

Το κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στις ορθολογικές ιδεολογίες και στα ανορθολογικά συστήματα δοξασιών είναι η πηγή της «αλήθειας». Αν η πηγή της αλήθειας των κεντρικών ιδεών είναι ο λόγος/τα «γεγονότα» τότε μιλάμε για μια ορθολογική (και αναιρέσιμη) ιδεολογία, παρά το γεγονός ότι είναι αδύνατον να δειχτεί ότι αυτές οι ιδέες είναι «αντικειμενικές» (υπό την έννοια του γενικά παραδεκτού, όπως στις φυσικές επιστήμες), Από την άλλη πλευρά, εάν η πηγή της αλήθειας των κεντρικών ιδεών είναι μια ανορθολογική άποψη (αποκάλυψη, ενόραση κτλ) τότε μιλάμε για ένα ανορθολογικό (και μη αναιρέσιμο) σύστημα δοξασιών. Φυσικά, το τι θεωρείται ορθολογική διαδικασία σκέψης ποικίλλει στον χρόνο και στον χώρο. Η πρακτική σημασία αυτής της διάκρισης είναι ότι ένα ανορθολογικό σύστημα δοξασιών, μολονότι ενδεχομένως χρήσιμο για εκείνους που το χρειάζονται (για ψυχολογικούς ή κοινωνικούς λόγους, ή διότι δεν μπορούν απλώς να δεχθούν τον θάνατο σαν το τέλος της ύπαρξης, το βάρος της προσωπικής ευθύνης κτλ), δεν μπορεί βέβαια να είναι η βάση για μία ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας. Για μια ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας (πάντοτε ασφαλώς από την σκοπιά μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας) χρειάζεται μια ορθολογική ιδεολογία.

Οι παράγοντες οι οποίοι κατά κύριο λόγο εξηγούν την άνοδο του «νέου» ανορθολογισμού είναι οι εξής:

Η καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Έτσι, ο συνδυασμός της αβεβαιότητας που σχετίζεται με την άνοδο της ανεργίας και την χαμηλόμισθη απασχόληση (η οποία σημάδεψε την εμφάνιση της διεθνοποιημένης νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς), με την αβεβαιότητα που δημιουργείται από την παράλληλη κρίση της επιστήμης και την επιταχυνόμενη πολιτιστική ομογενοποίηση στην οποία οδήγησε η άνοδος της καταναλωτικής κοινωνίας, θα μπορούσε να συντελέσει αποφασιστικά στην εξήγηση της ανόδου του ανορθολογισμού σε αυτή την περίοδο.

Η οικολογική κρίση η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη διαφόρων ανορθολογικών οικολογικών προσεγγίσεων, οι οποίες, αντί να μέμφονται το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το υποπροϊόν του, την οικονομία ανάπτυξης που οδήγησε στην οικολογική κρίση, εγκαλούν την βιομηχανική επανάσταση, την Πρόοδο και τον ίδιο τον Λόγο! Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, η απώτερη αιτία της οικολογικής κρίσης, καθώς και της κρίσης στο οικονομικό, το πολιτικό και το ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, δεν είναι, όπως συνήθως υποστηρίζεται, η βιομηχανική επανάσταση, ή η τεχνολογία, ο υπερπληθυσμός, ο παραγωγισμός, ο καταναλωτισμός, κτλ. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, όλες αυτές οι υποτιθέμενες αιτίες, στην πραγματικότητα, είναι τα συμπτώματα μιας πολύ σοβαρότερης ασθένειας, που ονομάζεται «ανισοκατανομη εξουσίας». Με αλλά λόγια, η απώτερη αιτία της σημερινής κρίσης είναι η τωρινή συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η πρώτη ως αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης, και η δεύτερη ως αποτέλεσμα της παράλληλης ανόδου της σημερινής «φιλελεύθερης ολιγαρχίας» (σύμφωνα με τον Καστοριαδικο χαρακτηρισμό αυτού που περνά για δημοκρατία σήμερα).

Η κατάρρευση της «ανάπτυξης» στον Νότο. Η σημερινή άνθιση του (Ισλαμικού) φονταμενταλισμού δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικό του Νότου. Παρεμφερείς φονταμενταλισμοί ευημερούν, αν και για διαφορετικούς λόγους, στον Βορρά και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Παρόμοια αναβίωση της θρησκείας, αν και όχι τόσο ακραία όσο ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, σημειώνεται σε πολλά μέρη του Νότου (λ.χ. στην Λατινική Αμερική). Ένας τρόπος ερμηνείας αυτού του φαινομένου είναι να παραπέμψουμε στην αποτυχία του αναπτυξιακού μοντέλου που ο Τρίτος Κόσμος είχε εισαγάγει κατά την μεταπολεμική περίοδο (δηλαδή στην αποτυχία των μοντέλων οικονομίας της αγοράς που εισαχθήκανε από την Δύση και των αντίστοιχων μοντέλων σχεδιασμού που εισαχθήκανε από την Ανατολή) και στην παράλληλη πολιτιστική ομογενοποίηση, την οποία επιβάλλει η καθολικευμένη οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Η επιστροφή στην παράδοση και ειδικά στην θρησκεία φάνηκε πολύ ελκυστική στους εξαθλιωμένους λαούς του Νότου, των οποίων οι κοινότητες και η οικονομική τους αυτοδυναμία καταστρέφονταν από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η θρησκεία θεωρήθηκε ως ένας ηθικός κώδικας που κηρύσσει την ισότητα όλων των ανθρώπων απέναντι στον Θεό, σε αντίθεση με τις αδικίες της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Παρόμοια, η επιστροφή στον σπιριτουαλισμό φαινόταν ως ο μόνος τρόπος για να αντισταθμίσουν οι λαοί αυτοί έναν εισαγόμενο υλισμό, ο οποίος συνδεόταν με μια διαστρεβλωμένη καταναλωτική κοινωνία, δηλαδή μια κοινωνία που δεν ήταν καν ικανή να ικανοποιεί τις ανάγκες της πλειονότητας του πληθυσμού, όπως στον Βορρά.

Περιεκτική Δημοκρατία και αντικειμενικός ορθολογισμός

Ωστόσο, η Περιεκτική Δημοκρατία (που έχει ως προϋπόθεση την συνεχή αμφισβήτηση οποιασδήποτε δεδομένης αλήθειας) δεν είναι μόνο θεμελιωδώς ασύμβατη με τον ανορθολογισμό, δηλαδή τα ανορθολογικά συστήματα δοξασιών που εκλαμβάνουν ως δεδομένες ορισμένες «αλήθειες» οι οποίες έχουν αντληθεί με ανορθολογικές μεθόδους˙ είναι επίσης ασύμβατη με τον αντικειμενικό ορθολογισμό υπό την μορφή κλειστών συστημάτων ιδεών, δηλαδή ορθολογικών ιδεολογιών, οι οποίες εκλαμβάνουν ως δεδομένες ορισμένες «αλήθειες», οι οποίες έχουν αντληθεί με ορθολογικές μεθόδους, μέσα στο πλαίσιο του «αντικειμενικού» ορθολογισμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις «αντικειμενικές αλήθειες» γύρω από την κοινωνική εξέλιξη που βασίζεται σε κοινωνικούς ή φυσικούς «νόμους».

Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας προϋποθέτει ότι το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα όχι μόνο δεν μπορεί να θεμελιώνεται σε κάποια μορφή ανορθολογισμού, αλλά ούτε και σε οποιαδήποτε μορφή «αντικειμενικού» ορθολογισμού (λ.χ. «διαλεκτικός υλισμός», «διαλεκτικός νατουραλισμός», κ.τ.λ.).[10] Και αυτό, γιατί κάθε σύστημα θρησκευτικών ή μυστικιστικών δοξασιών, αλλά και κάθε κλειστό σύστημα ιδεών, εξ ορισμού, αποκλείει την αμφισβήτηση κάποιων βασικών πεποιθήσεων ή ιδεών και επομένως είναι ασύμβατο με την θέσπιση, από τους ίδιους τους πολίτες, των δικών τους νόμων και την δημιουργία των δικών τους «αληθειών» για την κοινωνία τους. Ωστόσο, το γεγονός ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταφύγουμε στον σχετικισμό. Η δημοκρατία είναι εξ ίσου ασύμβατη με τον σχετικισμό (υπό την έννοια ότι όλες οι παραδόσεις, όπως σε αυτήν την περίπτωση οι παραδόσεις αυτονομίας και ετερονομίας, είναι ισάξιες.

Η δημοκρατία, επομένως, είναι συμβατή με μία μόνο μορφή ορθολογισμού, τον δημοκρατικό ορθολογισμό, δηλαδή τον ορθολογισμό που θεμελιώνεται στην δημοκρατία ως δομή και ως διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν είναι βιώσιμη μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία, όπου κάποιες από τις κοινότητες της συνομοσπονδίας πιστεύουν σε «δεδομένες αλήθειες» —δηλαδή σε αλήθειες ή αξίες που δεν προκύπτουν από την ορθολογική δημοκρατική συζήτηση αλλά από «ιερούς» νόμους δοσμένους από τον Θεό, ή από πνευματικές αλήθειες, ή ακόμη και «νόμους» αντλημένους από μια συγκεκριμένη ερμηνεία της κοινωνικής ή της φυσικής εξέλιξης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, ή η πλειοψηφία των πολιτών αποδέχεται την αρχή ότι κάθε απόφαση που επηρεάζει την κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένων των αξιών και των ηθικών κωδίκων που καθορίζουν την ατομική συμπεριφορά, λαμβάνεται δημοκρατικά και όλοι πρέπει να τηρούν τις σχετικές αποφάσεις ανεξαρτήτως του αν αυτές οι αποφάσεις συγκρούονται με την πίστη τους στον Χριστό, στον Μωάμεθ, στον Βούδα ή στο βουντού ή η κοινωνία δεν είναι δημοκρατική.

Θεωρία συστημάτων και πολυπλοκότητας: εργαλείο για ριζοσπαστική ανάλυση;

Το παραπάνω συμπέρασμα σχετικά με το ασύμβατο της δημοκρατίας με τον αντικειμενικό ορθολογισμό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο εάν το εξετάσουμε κάτω από το πρίσμα των ισχυρισμών που διατυπώνονται από διάφορους κύκλους της Αριστεράς, ότι η θεωρία συστημάτων και η θεωρία της πολυπλοκότητας, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι χρήσιμα εργαλεία για την ριζοσπαστική ανάλυση της κοινωνικής αλλαγής.[11] Το σκεπτικό πίσω από αυτό το επιχείρημα είναι ότι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την θεωρία συστημάτων και αυτήν της πολυπλοκότητας σαν προσπάθειες να υπερβούμε το μετανεωτερικό αδιέξοδο και να δείξουμε ότι το τέλος των μετα-αφηγήσεων δεν σημαίνει και το τέλος της θεωρίας – ούτε ακόμη και μιας Γενικής Θεωρίας.

Ωστόσο, μια συστηματική εξέταση αυτών των ισχυρισμών δείχνει τα εγγενή προβλήματα που ενέχονται σε οποιανδήποτε τέτοια προσπάθεια, λόγω των ίδιων των εννοιών που χρησιμοποιούνται από αυτές τις θεωρίες. Εν πρώτοις, η έννοια της πολυπλοκότητας, απλής ή διαλεκτικής, δεν είναι χρήσιμη ούτε στην εξήγηση του παρελθόντος ούτε στην πρόβλεψη του μέλλοντος, σε ό,τι αφορά την ριζική κοινωνική αλλαγή. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η αλλαγή στα δυναμικά φυσικά συστήματα υπόκειται σε νόμους ισχύος [power laws], που κατ’αρχην είναι ανακαλύψιμοι, η ριζική κοινωνική αλλαγή σε ένα δυναμικό σύστημα, όπως αυτό το οποίο αποτελεί η κοινωνία, δεν μπορεί ποτέ να υπόκειται σε παρόμοιους «ανακαλύψιμους» νόμους. Επί πλέον, η προσπάθεια του Niklas Luhman[12] να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία των φυσικών επιστημών ούτως ώστε να «επιστημονικοποιήσει» την κοινωνική ανάλυση, θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ότι είναι αποτυχία – εκτός, φυσικά, αν εκληφθεί απλά σαν προσπάθεια να δημιουργήσει μια νέα επιστημολογία για την «αταξική» κοινωνία, την οποία υποτίθεται ότι δημιουργεί η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, η θεωρία συστημάτων προφανώς γίνεται ένα ακόμη ιδεολογικό όπλο στα χέρια των αρχουσών ελίτ, για να διαιωνίσουν την προνομιούχο θέση τους.

Ακόμη, μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε ότι η ταξικά-αδιαφοροποίητη αντίληψη για την κοινωνία, την οποία χρησιμοποιεί ο Luhman και άλλοι αναλυτές συστημάτων, καθιστά την θεωρία αυτή ιδιαίτερα χρήσιμη σαν νέο κοινωνικό παράδειγμα για την τωρινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Σε μια τέτοια ταξικα-αδιαφοροποίητη «κοινωνία», προφανώς δεν υπάρχουν άρχουσες ελίτ, ή «υπερ-τάξεις» [“overclasses”] και «υπο-τάξεις» [«underclasses»] —για να αναφέρουμε απλώς κάποιες από τις τωρινές ταξικές διαιρέσεις. Επί πλέον, σε αυτή την προβληματική, δεν υπάρχουν εξουσιαστικές δομές και σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ενώ η πελώρια και ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση δύναμης (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής) μεταξύ οικονομιών της αγοράς αλλά και στο εσωτερικό τους, φαίνεται να μην είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αντίθετα, αυτό που φαίνεται ότι βαρύνει περισσότερο είναι ότι η λήψη αποφάσεων είναι ως επί το πλείστον μύθος, με δεδομένο τον βαθμό αβεβαιότητας που ενέχεται [σε αυτήν].

Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι ο λειτουργισμός και ο εξελικτισμός, των οποίων περίπτωση αποτελεί η θεωρία συστημάτων, δεν είναι συμβατοί —όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[13]— με ένα απελευθερωτικό πρόταγμα, όπως αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Και αυτό, για τρεις κυρίως λόγους: πρώτον, διότι μια εξελικτική προοπτική της Ιστορίας είναι ασύμβατη με την ίδια την Ιστορία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την συστημική αλλαγή. Δεύτερον, διότι ο λειτουργισμός, οποιουδήποτε είδους, είναι ασύμβατος με το φαντασιακό ή δημιουργικό στοιχείο στην Ιστορία. Και τρίτον, επειδή ο λειτουργισμός αντικαθιστά το υποκείμενο με δομές ή αξίες.

Αλλά, και στο επιστημολογικό επίπεδο, τα προβλήματα είναι εμφανή. Οι υποστηρικτές της θεωρίας συστημάτων και της πολυπλοκότητας ισχυρίζονται ότι η θεωρία αυτή είναι ικανή να υπερβεί την διαίρεση ανάμεσα στις κοινωνικές και τις φυσικές επιστήμες, αγνοώντας την σπουδαιότητα των κοινωνικών διαιρέσεων που χαρακτηρίζουν το ίδιο το αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών επιστημών, καθώς και τον ρόλο του φαντασιακού. Η αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της «μονιστικής» κοσμοθεωρίας είναι ότι οι υποστηρικτές της θεωρίας συστημάτων και της πολυπλοκότητας πιστεύουν ότι μπορούμε να εξηγήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα με βάση τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, ανάγοντας, στην πορεία, την οικονομία και την κοινωνία στην φύση. Η χρήση μιας ταξικά αδιαφοροποίητης έννοιας της κοινωνίας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για αυτόν τον σκοπό αφού, προφανώς, μια τέτοια εκ προοιμίου παραδοχή είναι στην πραγματικότητα αναγκαία σε οποιαδήποτε προσπάθεια να ενοποιήσουμε τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες σε μια «μεγάλη» επιστημονική θεωρία, δεδομένου ότι μια μονιστική θεώρηση της επιστήμης είναι δυνατή μόνο όταν το αντικείμενο μελέτης μπορεί να υποτεθεί ότι είναι παρόμοια κοινωνικά αδιαφοροποίητο.

Η απάντηση, επομένως, στο ερώτημα αν η θεωρία συστημάτων και της πολυπλοκότητας θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι χρήσιμα εργαλεία για μια ριζοσπαστική ανάλυση της κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να είναι καταφατική, εφόσον αυτό θα παράβλεπε την εγγενή σχέση που υπάρχει πάντοτε ανάμεσα στα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί μια ανάλυση και στο περιεχόμενο μιας ριζοσπαστικής θεωρίας. Αντίθετα, σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ, η θεωρία συστημάτων και η θεωρία της πολυπλοκότητας προσφέρονται σαν βάση για ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα για την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και να αντικαταστήσει, άπαξ και δια παντός, τόσο το φιλελεύθερο όσο και το κεϋνσιανό παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο νέο παράδειγμα, αντίθετα από τα προηγούμενα παραδείγματα, θα βασιζόταν σε μια νέα «μεγάλη» σύνθεση, η οποία επίσης ισχυρίζεται ότι είναι «επιστημονική» (υπό την έννοια με την οποία χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο για τις φυσικές επιστήμες).

Συμπερασματικά, μολονότι η θεωρία συστημάτων και αυτή της πολυπλοκότητας μπορεί να είναι χρήσιμα εργαλεία στις φυσικές επιστήμες, όπου θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλές χρήσιμες γνώσεις, είναι πολύ λιγότερο χρήσιμες στις κοινωνικές επιστήμες, ενώ είναι ολότελα ασύμβατες με μια ριζοσπαστική ανάλυση που αποσκοπεί στην συστημική αλλαγή με στόχο μια Περιεκτική Δημοκρατία —τόσο από την επιστημολογική σκοπιά, όσο και από τη σκοπιά του περιεχομένου τους.

4. Περιεκτική Δημοκρατία, Επιστήμη και Τεχνολογία

Το συμπέρασμα που αντλήσαμε παραπάνω —ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι να εγκαταλείψουμε την επιστήμη, και πολύ περισσότερο τον ορθολογισμό γενικά, στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, αλλά να υπερβούμε τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό (δηλαδή, τον ορθολογισμό που θεμελιώνεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή της κοινωνικής εξέλιξης)— έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην τεχνοεπιστήμη. Σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ στο θέμα,[14] η νεώτερη τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε «ουδέτερη», με την έννοια ότι είναι απλώς ένα «μέσον» που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού, ούτε αυτόνομη, με την έννοια ότι είναι ο μόνος, ή ο σπουδαιότερος, παράγοντας που καθορίζει τις κοινωνικές δομές, σχέσεις και αξίες. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι η τεχνοεπιστήμη διέπεται από τις εξουσιαστικές σχέσεις τις οποίες συνεπάγεται το συγκεκριμένο σύνολο κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών που χαρακτηρίζουν την οικονομία ανάπτυξης και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Επομένως, μια δημοκρατική αντίληψη για την τεχνοεπιστήμη πρέπει να αποφύγει και τους δύο τύπους αιτιοκρατίας/ντετερμινισμού [determinism]: τόσο τον τεχνολογικό ντετερμινισμό όσο και τον κοινωνικό ντετερμινισμό.

Στην πραγματικότητα, η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με την λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Εν τούτοις, όχι μόνο οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού αλλά και περιβαλλοντιστές, ρητά, ή συνήθως σιωπηρά, δέχονται εκ προοιμίου ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και ότι απλώς πρέπει να την χρησιμοποιήσουμε για τους σωστούς σκοπούς, ούτως ώστε να λύσουμε όχι μόνο τα οικολογικά προβλήματα αλλά και τα κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση αγνοεί την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης και της τεχνολογίας και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η εφαρμογή των νέων τεχνικών σχετίζεται ευθέως με την κοινωνική οργάνωση γενικά και με την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα. Σε μια κοινωνία της αγοράς, όπως σε οποιανδήποτε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει κάποιες συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και, φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της, ο οποίος, στην περίπτωση της οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στην μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας με στόχο το κέρδος. Δηλαδή, η τεχνολογία πάντοτε σχεδιάζεται (ή, τουλάχιστον, εκείνα τα τεχνολογικά σχέδια υιοθετούνται) κατά τρόπο που εξυπηρετεί καλύτερα τους αντικειμενικούς σκοπούς της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.

Παρόμοια, ο τύπος της τεχνοεπιστήμης που αναπτύχθηκε κατά τους δύο περασμένους αιώνες δεν είναι αυτόνομο πολιτιστικό φαινόμενο, αλλά υποπροϊόν των σχέσεων εξουσίας και του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος που εμφανίστηκε σε συνάφεια με την οικονομία της αγοράς. Με αυτή την έννοια, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι αυτόνομη, όπως υποστηρίζει ο Καστοριάδης, ακολουθώντας τον Jacques Ellul,[15] με βάση την θέση ότι η σημερινή μεγέθυνση και ανάπτυξη στην πραγματικότητα έρχεται σε αντίφαση με τους ίδιους τους στόχους του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, κυρίως λόγω της συντελούμενης καταστροφής του περιβάλλοντος – πράγμα που οδήγησε τον Καστοριάδη στο να συμπεράνει ότι σήμερα η τεχνολογία είναι ανεξέλεγκτη και ανερμάτιστη. Σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ αυτό θα ήταν αληθές μόνο αν θεωρούσαμε μακροπρόθεσμα την τεχνολογία. Όμως, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η τεχνολογία ελέγχεται σε καθοριστικό βαθμό από τους θεσμούς που χρηματοδοτούνται από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης και καθοδηγείται από τις αξίες που διαποτίζουν αυτό το σύστημα. Αν, επομένως, μακροπρόθεσμα, η τεχνολογία φαίνεται να είναι ανερμάτιστη, ή ακόμη και αντιφάσκουσα με τους ίδιους τους στόχους του συστήματος, αυτό συμβαίνει γιατί ο προβληματισμός για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των επιλογών είναι έξω από την λογική της οικονομίας της αγοράς και αυτών που την ελέγχουν. Μολονότι, επομένως, οι τεχνολογικές επιλογές φαίνονται ανορθολογικές, είναι απόλυτα συμβατές με τις αξίες και τους στόχους εκείνων που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και, σαν τέτοιες, ορθολογικές. Επί πλέον, στο μέτρο που οι νέες, «πράσινες» τεχνολογίες ικανοποιούν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του συστήματος από την άποψη των οικολογικών τους επιπτώσεων, και ταυτόχρονα είναι συμβατές με τους αντικειμενικούς σκοπούς της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας, της ανάπτυξης και των κερδών, οι τεχνολογίες αυτές υιοθετούνται. Είναι μάλιστα αυτή η εν μέρει υιοθέτηση παρομοίων πράσινων τεχνολογιών (λχ τα «πράσινα» ψυγεία) που τρέφει την μυθολογία των περιβαλλοντιστών ότι ένας «πράσινος καπιταλισμός» είναι προ των πυλών.

Αυτό, επομένως, που χρειάζεται είναι η ανασυγκρότηση τόσο της επιστήμης όσο και της τεχνολογίας, κατά τρόπο που να θέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα και τις ανάγκες της (και όχι —όπως τώρα— τις αξίες και τις ανάγκες εκείνων που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης) στο κέντρο κάθε παραγωγικού σταδίου, καθώς και σε κάθε τεχνική χωριστά. Αυτό προϋποθέτει μια νέα μορφή κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης στην οποία οι πολίτες, τόσο σαν παραγωγοί όσο και σαν καταναλωτές, θα ελέγχουν αποτελεσματικά τους τύπους των τεχνολογιών που υιοθετούνται, εκφράζοντας το γενικό συμφέρον και όχι, όπως τώρα, το μερικό . Με άλλα λόγια, προϋποθέτει τα εξής:

πολιτική δημοκρατία, ούτως ώστε να μπορέσει να εδραιωθεί αποτελεσματικός έλεγχος των πολιτών στην επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη˙

οικονομική δημοκρατία, ούτως ώστε να εκφράζεται αποτελεσματικά το γενικό οικονομικό συμφέρον των συνομοσπονδιακών κοινοτήτων —και όχι τα επί μέρους συμφέροντα των οικονομικών ελίτ— στην επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη˙

οικολογική δημοκρατία, ούτως ώστε οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας να λαμβάνονται όντως υπ’ όψιν στην επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη. Και, τέλος, το σπουδαιότερο,

δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή ίση συμμετοχή στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στο νοικοκυριό, στο επιστημονικό εργαστήριο και ούτω καθ’ εξής, ούτως ώστε η κατάργηση των ιεραρχικών δομών στην παραγωγή, την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη να διασφαλίζει όχι μόνο το δημοκρατικό περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και δημοκρατικές διαδικασίες στην επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, και τον συλλογικό έλεγχο από επιστήμονες και τεχνολόγους.

Πρέπει να γίνει σαφές, ωστόσο, ότι ο εκδημοκρατισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν πρέπει να σχετίζεται με μιαν ουτοπική κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας και της ειδίκευσης, όπως λόγου χάριν προτείνει ο Thomas Simon,[16] που υποστηρίζει ότι ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας σημαίνει κατάργηση των επαγγελματιών και των ειδικών: «ο βαθμός στον οποίο ένας επαγγελματίας/ειδικός δεν είναι πια αναγκαίος είναι, εν μέρει, ο βαθμός στον οποίο μια διαδικασία έχει εκδημοκρατιστεί. Είναι ο βαθμός στον οποίο μπορούμε να κάνουμε τον επαγγελματικό στίβο μια διαβουλευτική συνέλευση.»

Όμως, μολονότι είναι αλήθεια ότι η τωρινή άκρα εξειδίκευση και ο λεπτομερειακός καταμερισμός εργασίας έχουν υπαγορευθεί από τις ανάγκες της «αποτελεσματικότητας», (που επιβάλλονται από την δυναμική της οικονομίας της ανάπτυξης), εν τούτοις, υπάρχουν κάποια σαφώς καθορισμένα όρια ως προς τον βαθμό μείωσης της εξειδίκευσης που είναι εφικτός και επιθυμητός, αν δεν θέλουμε να δούμε να επανεμφανίζονται προβλήματα που έχουν λυθεί προ πολλού (ιατρικά προβλήματα, προβλήματα κοινωνικής υγιεινής, κλπ).

Η φύση της τεχνολογίας που πρέπει να υιοθετηθεί από μια δημοκρατική κοινωνία δεν εξαρτάται απλώς από το ποιος την κατέχει, ή ούτε ακόμη από το ποιος την ελέγχει. Όχι μόνο —όπως έχει δείξει η Ιστορία— είναι κάλλιστα δυνατό «σοσιαλιστές» γραφειοκράτες να υιοθετήσουν τεχνικές που είναι τόσο καταστροφικές προς το περιβάλλον και βλαπτικές για την ζωή όσο και εκείνες που υιοθετούνται από τους καπιταλιστές ομολόγους τους (αν όχι περισσότερο!), αλλά και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συνελεύσεις των πολιτών να υιοθετήσουν παρόμοιες τεχνικές. Η κατάργηση, επομένως, της ολιγαρχικής ιδιοκτησίας και ελέγχου πάνω στην τεχνολογία, σε μια Περιεκτική Δημοκρατία που προϋποθέτει μια οικονομία χωρίς αγορά, χρήμα και κράτος, είναι μόνο η αναγκαία θεσμική συνθήκη για μια εναλλακτική τεχνολογία. Η επαρκής συνθήκη εξαρτάται, όπως πάντοτε, από το σύστημα αξιών που θα αναπτύξει η δημοκρατική κοινωνία και από το συνειδησιακό επίπεδο των πολιτών της. Επομένως, μόνο να ελπίζουμε μπορούμε ότι η αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο, μαζί με μια δημοκρατική παιδεία, θα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση αυτού του νέου συστήματος αξιών και στην ανύψωση του επιπέδου συνειδητοποίησης.

Τέλος, μια σημαντική επίπτωση του εκδημοκρατισμού της τεχνοεπιστήμης με την παραπάνω έννοια είναι ότι μια τέτοια διαδικασία δεν έχει καμία σχέση με την «πρόσβαση στις πληροφορίες» που υποτίθεται ότι διασφαλίζει η σύγχρονη τεχνολογία των πληροφοριών, η οποία —σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς που υιοθετούν μια άποψη της τεχνολογίας και της κοινωνίας σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους— ενδέχεται ακόμη και να σημαίνει ότι η ανάδυση της δημοκρατικής κοινωνίας και των δημοκρατικών εργαλείων εξαρτάται από την αλληλοστήριξή τους. Όπως όμως προσπάθησα να δείξω σε σχετικό διάλογο,[17] το πραγματικό ζήτημα δεν είναι το εάν υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα σε μια δημοκρατική κοινωνία και σε μια δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία (πράγμα που αληθεύει) αλλά το εάν μια δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία μπορεί να εμφανιστεί μέσα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο (πράγμα που δεν αληθεύει). Όπως φάνηκε σε αυτόν τον διάλογο, μια δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία δεν μπορεί να προκύψει μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης όπως αυτή που δημιουργήθηκε μέσα στο τωρινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Β. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΠΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ ΚΡΙΣΗ.

1. Παγκοσμιοποίηση, «Αυτοκρατορία» και ρεφορμιστική Αριστερά.

Η κύρια διαίρεση στην θεωρητική ανάλυση της Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση – αλλά και μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης – επικεντρώνεται στο κρίσιμο ζήτημα αν η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (που θεωρείται ότι οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης και σε μια οικοκαταστροφική ανάπτυξη) είναι ανατρέψιμη ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά, η εάν αντίθετα δεν είναι δυνατή η εξάλειψή της παρά μόνο μέσα από την διαδικασία ανάπτυξης ενός νέου μαζικού αντισυστημικού κινήματος, που αρχίζει να κτίζει «από τα κάτω» μια νέα μορφή δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης, όπως συνιστά η προσέγγιση της ΠΔ.[18]

Συστημικές προσεγγίσεις

Αφετηρία της προσέγγισης της ΠΔ για την παγκοσμιοποίηση είναι η οριοθέτηση που κάνει μεταξύ παγκοσμιοποίησης και διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Αρχικά, η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι η σημερινή διαδικασία είναι ορθότερο να περιγράφεται ως διεθνοποίηση, δεδομένου ότι δεν πληροί, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τις τυπικές προϋποθέσεις της παγκοσμιοποίησης από την πλευρά της παραγωγής. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο όρος «παγκοσμιοποίηση», μολονότι εσφαλμένος, είναι σήμερα κυρίαρχος, τον χρησιμοποιεί ως «όρο εργασίας»

Σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, η σύγχυση γύρω από την φύση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης προκύπτει από τις αντικρουόμενες απαντήσεις που δίνουν οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις της παγκοσμιοποίησης, στο κρίσιμο ερώτημα εάν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι φαινόμενο «συστημικής» φύσης ή όχι. Στην περίπτωση που βλέπουμε την παγκοσμιοποίηση αυτή σαν «συστημικό» φαινόμενο, αυτό συνεπάγεται ότι την βλέπουμε σαν αποτέλεσμα μιας ενδογενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική —δηλαδή σαν μια αναπόφευκτη αλλαγή που απηχεί υπάρχουσες τάσεις, οι οποίες εκφράζουν την δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς. Σε αυτή την περίπτωση, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μη ανατρέψιμη εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Μπορούμε λοιπόν να αποκαλέσουμε «συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, προκειμένου να την ερμηνεύσουν, παραπέμπουν στα δομικά χαρακτηριστικά του υπάρχοντος κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, είτε ρητά είτε σιωπηρά.

Με βάση αυτό το κριτήριο, οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση, που υποστηρίζονται από αναλυτές όπως οι Άντονυ Γκίντενς [Anthony Giddens], Αμάρτυα Σεν [Amartya Sen], ο Πωλ Κρούγκμαν [Paul Krugman] και άλλοι, πρέπει να θεωρηθούν «συστημικές» προσεγγίσεις, εφ’ όσον βλέπουν την παγκοσμιοποίηση σαν φαινόμενο που κατά κύριο λόγο οφείλεται σε αλλαγές στην τεχνολογία και ιδιαίτερα στην τεχνολογία των πληροφοριών. Όμως η τεχνολογία, όπως είδαμε παραπάνω, δεν είναι ούτε «ουδέτερη» ούτε αυτόνομη. Έτσι, όταν οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλφιλελεύθεροι εκλαμβάνουν την υπάρχουσα τεχνολογία σαν δεδομένη, και επομένως μη ανατρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, σιωπηρά αποδίδουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σε «συστημικούς» παράγοντες και, κατά συνέπεια, την θεωρούν δεδομένη και μη ανατρέψιμη.

Παρόμοια, η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) αποτελεί επίσης συστημική προσέγγιση, εφόσον ρητά δέχεται εκ προοιμίου ότι η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς («ανάπτυξη ή θάνατος») είναι αυτή που αναπόφευκτα οδήγησε στην τωρινή του νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη μορφή. Για την προσέγγιση της ΠΔ, η παγκοσμιοποίηση αυτή είναι μη ανατρέψιμη, δεδομένου ότι μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεν είναι εφικτοί οποιοιδήποτε αποτελεσματικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Ωστόσο, μολονότι τόσο η νεοφιλελεύθερη/ σοσιαλφιλελεύθερη προσέγγιση όσο και η προσέγγιση της ΠΔ είναι συστημικές προσεγγίσεις (σιωπηρά στην πρώτη περίπτωση και ρητά στην δεύτερη), υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς τύπους προσέγγισης: αντίθετα με την προσέγγιση της ΠΔ, οι νεοφιλελεύθερες/ σοσιαλφιλελεύθερες προσεγγίσεις παίρνουν το υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς σαν δεδομένο. Η συνέπεια είναι ότι ενώ οι πρώτες υιοθετούν την παγκοσμιοποίηση, με ή χωρίς επιφυλάξεις, η δεύτερη αναζητεί μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που ενέχει μια μορφή παγκοσμιοποίησης η οποία δεν είναι εφικτή μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής «δημοκρατίας».

Οι μη συστημικές προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς

Εάν θεωρήσουμε την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως «μη συστημικό» φαινόμενο, αυτό σημαίνει ότι την βλέπουμε ως το αποτέλεσμα μιας εξωγενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική. Σε αυτή την περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση είναι ανατρέψιμη εξέλιξη, ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, θα χαρακτήριζα ως «μη συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται σε ποικίλους εξωγενείς παράγοντες που δεν σχετίζονται ευθέως με τα δομικά χαρακτηριστικά και την δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε επίσης να κατατάξουμε όλες εκείνες τις απόψεις για τις οποίες η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μύθευμα ή ιδεολογία.

Επομένως, οι προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (δηλαδή εκείνου του τμήματος της Αριστεράς που παίρνει ως δεδομένο το σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»), που υποστηρίζονται από αναλυτές όπως οι Πιέρ Μπουρντιέ, Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν, Νόαμ Τσόμσκυ, Τζων Γκρέι, Λέο Πάνιτς, Πάουλ Χιρστ και ο Γκράχαμ Τόμσον, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σαν «μη συστημικές» προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση. Έτσι, μολονότι αυτές οι προσεγγίσεις συνήθως υποθέτουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι παλαιό φαινόμενο, που τέθηκε σε κίνηση με την ανάδυση του καπιταλισμού —υπόθεση που εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση ότι αναγνωρίζουν τον συστημικό χαρακτήρα των τάσεων που έχουν οδηγήσει στην παγκοσμιοποίηση— εν τούτοις της αποδίδουν ρητά μη συστημικό χαρακτήρα.

Το επιχείρημα που συνήθως χρησιμοποιούν για να ξεπεράσουν αυτή την κατάφωρη αντίφαση είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα ήταν ανέκαθεν παγκοσμιοποιημένο και ότι αυτό που άλλαξε πρόσφατα ήταν μόνο η μορφή παγκοσμιοποίησης (δηλ. η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση). Ωστόσο, στις προσεγγίσεις αυτές γίνεται εκ προοιμίου δεκτό ότι αυτή η αλλαγή στην μορφή παγκοσμιοποίησης δεν είναι αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος (όπως θα ήταν αναμενόμενο, με βάση την υπόθεσή τους ότι η παγκοσμιοποίηση είναι παλαιό φαινόμενο) αλλά αντίθετα [αποτέλεσμα] μη συστημικών ή εξωγενών εξελίξεων όπως είναι η άνοδος της Δεξιάς και του νεοφιλελεύθερου κινήματος, η ιστορική ήττα της Αριστεράς μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το κατάντημα της σοσιαλδημοκρατίας και ούτω καθ’ εξής. Έτσι, με βάση αντιφατικά επιχειρήματα αυτού του είδους, η ρεφορμιστική Αριστερά θεωρεί την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ανατρέψιμη, και επιδεκτική αποτελεσματικής μεταρρύθμισης, ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς —αρκεί να ασκηθεί αρκετή πίεση «από τα κάτω», ούτως ώστε οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ να εξαναγκαστούν να εισαγάγουν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος.

Η Αυτοκρατορία, των Νέγκρι και Χαρντ

Τέλος, μεταξύ των συστημικών και των μη συστημικών προσεγγίσεων βρίσκεται μια σειρά από ενδιάμεσες προσεγγίσεις, που χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα συστημικών και μη συστημικών στοιχείων και από σημαντικό αριθμό αναλυτικών διαφορών σε σχέση με τις συνηθισμένες προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς.

Οι Χαρντ και Νέγκρι, για παράδειγμα, επικαλούμενοι τον ορθόδοξο Μαρξισμό, υιοθετούν μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας της καπιταλιστικής συνομωσίας, σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο, αντιμέτωπο με μια κρίση της ικανότητάς του «να επιβάλλει την συγκρουσιακή του σχέση με την εργασία μέσα από μια κοινωνική και πολιτική διαλεκτική», κατέφυγε σε μια διπλή επίθεση κατά της εργασίας: πρώτα, σε μια άμεση εκστρατεία ενάντια στον κορπορατισμό και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και δεύτερον σε μια αναδιοργάνωση του χώρου εργασίας μέσα από την αυτοματοποίηση και την πληροφορικοποίηση (εκτεταμένη χρήση η/υ), αποκλείοντας έτσι στην πραγματικότητα την ίδια την εργασία από την πλευρά της παραγωγής».

Η υπόθεση που κάνουν ο Χαρντ και ο Νέγκρι είναι ότι «ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του ’80 αποτελούσε «επανάσταση από τα πάνω». Η «επανάσταση» αυτή, όπως τονίζουν στο μπεστ σελερ βιβλίο τους[19] (το οποίο προωθήθηκε μαζικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ) παρακινήθηκε από την συσσώρευση των προλεταριακών αγώνων που λειτούργησαν σαν «κινητήρια δύναμη της κρίσης» της δεκαετίας του ’70, η οποία με την σειρά της ήταν μέρος των αντικειμενικών και αναπόφευκτων κύκλων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το συμπέρασμα που αντλούν οι Νέγκρι και Χαρντ, το οποίο συνιστά και την κύρια θέση της Αυτοκρατορίας, είναι ότι η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση (την οποίαν αποκαλούν «Αυτοκρατορία») δεν καθιερώνει κάποιο εδαφικό κέντρο ισχύος και δεν θεμελιώνεται σε παγιωμένα σύνορα και φραγμούς. Πρόκειται για αποκεντρωμένο και έξω από εδαφικά όρια μηχανισμό εξουσίας που βαθμιαία ενσωματώνει ολόκληρη την οικουμένη μέσα στα ανοιχτά, ολοένα διαστελλόμενα σύνορά του. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να καλωσορίσουμε την παγκοσμιοποίηση , διότι είναι η πλέον πρόσφατη παραχώρηση του κεφαλαίου στην δύναμη της εξεγερμένης υποκειμενικότητας και περιέχει τα σπέρματα μιας εναλλακτικής (κομμουνιστικής) παγκοσμιοποίησης. Το πολιτικό μας καθήκον επομένως, υποστηρίζουν, δεν είναι απλώς να αντισταθούμε σε αυτές τις διαδικασίες αλλά να τις αναδιοργανώσουμε και να τις επαναπροσανατολίσουμε προς νέους στόχους.

Το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή την ανάλυση —που στηρίζεται κυρίως σε αβάσιμους ισχυρισμούς γύρω από την φύση του κράτους πρόνοιας (το οποίο θεωρούν ότι εξακολουθεί να υπάρχει στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αγνοώντας το γεγονός ότι αντικαθιστάται παντού από ένα «δίχτυ ασφάλειας») και σε μια συγκεχυμένη καθώς και αντιφατική ανάλυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης— είναι ότι, όπως προανέφερα, καταλήγει και αυτή (όπως και οι προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς) σε ρεφορμιστικά αιτήματα και ένα ασαφές όραμα για την μελλοντική κοινωνία.

Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω παρατήρηση, το γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε συνομωσία ούτε μη ανατρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς ασφαλώς δεν σημαίνει ότι πρέπει να την καλωσορίσουμε κιόλας, όπως κάνουν οι Χαρντ και Νέγκρι, διότι δήθεν παρέχει μια «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση – κάτι που θυμίζει τον συνηθισμένο «αντικειμενιστικό» τύπο ανάλυσης για τα «αναγκαία κακά» που δήθεν δημιουργούνται από την διαδικασία της Προόδου. Το ίδιο ισχύει για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που δεν έχει τίποτα το «αναγκαίο», καθότι είναι απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας αρχικής επιλογής που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ: της επιλογής για μια οικονομία της αγοράς και για αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Με αλλά λόγια, ο ταξικός αγώνας μέσα στο σύστημα μπορεί μόνο να επιβραδύνει τη διαδικασία αυτή (όπως έκανε στη περίοδο της κρατικιστικής νεωτερικότητας) αλλά όχι να την σταματήσει —εκτός αν ο αγώνας αυτός οδηγούσε στην ανατροπή του ίδιου του συστήματος. Κατά συνέπεια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι η «αντικειμενική βάση» για μια μη καπιταλιστική κοινωνία. Η κίνηση προς μια τέτοια κοινωνία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ρήξη με το παρελθόν και όχι μια εξελικτική διαδικασία. Με αυτή την έννοια, η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πόρρω απέχει του να είναι η αντικειμενική βάση για μια τέτοια κοινωνία!

2. Πολιτική παγκοσμιοποίηση, η υπερεθνική ελίτ και οι «πόλεμοί» της

Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο από την άποψη του εμπορίου, των επενδύσεων και των επικοινωνιών αλλά και από μια πολιτική διάσταση και μια διάσταση ασφάλειας, που ήταν [άλλοτε] ο τομέας αρμοδιότητας των εθνικών ελίτ και σήμερα είναι της υπερεθνικής ελίτ. Είναι σαφές ότι μια υπερεθνική οικονομία χρειάζεται την δική της υπερεθνική ελίτ. Η ανάδυση μιας τέτοιας ελίτ έχει ήδη γίνει αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας τόσο από την Μαρξιστική σκοπιά όσο και από την σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας και η ύπαρξή της ήδη τεκμηριώνεται ολοένα και περισσότερο.

Η υπερεθνική ελίτ μπορεί να οριστεί ως η ελίτ που αντλεί την δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική δύναμη) από τη λειτουργία της στο υπερεθνικό επίπεδο. Αποτελείται από τους διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, μεγαλομετόχους, ανώτερα στελέχη πολυεθνικών εταιρειών, παγκοσμιοποιημένους γραφειοκράτες και επαγγελματίες πολιτικούς που λειτουργούν είτε μέσα στους μεγαλύτερους διεθνείς οργανισμούς, είτε στις κρατικές μηχανές των μεγαλύτερων οικονομιών της αγοράς, καθώς και από σημαντικούς πανεπιστημιακούς και ερευνητές στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, μέλη «δεξαμενών σκέψης» και ερευνητικών τμημάτων σημαντικών διεθνών πανεπιστημίων, στελέχη υπερεθνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, κλπ. Η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της περισσότερο από την άποψη των διεθνών αγορών παρά από αυτή των εθνικών αγορών και δεν έχει ως έδρα ένα και μόνο εθνικό κράτος, αλλά είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός διακυβέρνησης χωρίς εδαφικό κέντρο εξουσίας. Τα μέλη της έχουν δεσπόζουσα θέση μέσα στην κοινωνία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους και, αντίθετα απ’ ό,τι οι εθνικές ελίτ, θεωρούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν την προνομιακή θέση τους στην κοινωνία δεν είναι μέσω της διασφάλισης της αναπαραγωγής οποιουδήποτε πραγματικού ή φανταστικού εθνικού κράτους, αλλά μέσω της διασφάλισης της παγκόσμιας αναπαραγωγής του θεσμικού πλαισίου πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η Νέα Διεθνής Τάξη (ΝΔΤ). Με άλλα λόγια, μέσω της διασφάλισης της ΝΔΤ που εγκαθιδρύθηκε μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού και την καθολίκευση —μέσα από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση— του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» .

Είναι σαφές λοιπόν ότι η υπερεθνική ελίτ είναι μια άτυπη και όχι θεσμοθετημένη ελίτ. Έτσι, όπως ακριβώς η οικονομική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μιαν άτυπη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των μελών της οικονομικής ελίτ, έτσι και η πολιτική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μιαν άτυπη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια των μελών της πολιτικής ελίτ. Με άλλα λόγια, η οικονομική ελίτ αποτελεί εκείνο το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ, το οποίο ελέγχει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ η πολιτική ελίτ αποτελεί εκείνο το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ το οποίο ελέγχει την καθαρά πολιτικο-στρατιωτική διάσταση της ΔΝΤ. Οι κύριοι θεσμοί που εξασφαλίζουν την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ είναι αντίστοιχα η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», ενώ οι κύριοι οργανισμοί μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ασκεί τον δικό της άτυπο έλεγχο είναι η ΕΕ, η NAFTA, οι G8, ο ΔΟΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ και ο ΟΗΕ.

Οι «πόλεμοι» τους οποίους έχει μέχρι τώρα εξαπολύσει η υπερεθνική ελίτ (δηλαδή ο Πόλεμος στον Κόλπο που κορυφώθηκε με την εισβολή και κατοχή του Ιράκ,[20] ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία[21] και ο συνεχιζόμενος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»[22]) είναι περιπτώσεις που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός άτυπου συστήματος υπερεθνικής διακυβέρνησης, μια πολιτική παγκοσμιοποίηση της οποίας προΐσταται μια υπερεθνική ελίτ. Ο άτυπος χαρακτήρας της πολιτικής παγκοσμιοποίησης χρειάζεται όχι μόνο για να διατηρηθεί η πρόσοψη μιας αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» στην οποία υποτίθεται ότι οι τοπικές ελίτ ακόμη λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις, αλλά και για να συντηρηθεί το εσωτερικό μονοπώλιο της βίας που ασκεί το κάθε εθνικό κράτος. Αυτό το μονοπώλιο είναι αναγκαίο προκειμένου οι τοπικές ελίτ να είναι ικανές να ελέγχουν τους πληθυσμούς τους γενικά και την κίνηση της εργασίας ειδικότερα, ενισχύοντας την ελεύθερη ροή κεφαλαίων και εμπορευμάτων.

Δεν είναι απορίας άξιον επομένως ότι όλοι οι πόλεμοι που εξαπολύθηκαν από την υπερεθνική ελίτ χαρακτηρίζονται από ορισμένα σημαντικά κοινά γνωρίσματα. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τα εξής:

πρώτον, αυτοί οι λεγόμενοι «πόλεμοι» αποφασίζονται στα υψηλότερα κλιμάκια της υπερεθνικής ελίτ —τον ηγετικό ρόλο σε αυτή την διαδικασία λήψης αποφάσεων τον παίζει φυσικά το Αμερικανικό τμήμα της ελίτ αυτής που κατέχει τον αναγκαίο στρατιωτικό εξοπλισμό και τεχνολογία. Παρά το γεγονός ότι τα καθεστώτα που παίρνουν μέρος σε αυτούς τους «πολέμους» αποκαλούνται «δημοκρατίες», οι ίδιοι οι λαοί ουδέποτε εμπλέκονται άμεσα σε αυτές τις αποφάσεις, ενώ ακόμη και οι επαγγελματίες πολιτικοί στα αντίστοιχα κοινοβούλια συνήθως καλούνται να εγκρίνουν αυτούς τους «πολέμους» αφού έχουν ήδη εξαπολυθεί.

Δεύτερον, αυτοί οι πόλεμοι διεξάγονται σε κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, τόσο όταν καλύπτονται τυπικά από απόφαση του υπό καπιταλιστικό έλεγχο Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ, όπως στην περίπτωση του πόλεμου στον Κόλπο, όσο και όταν δεν καλύπτονται, όπως στις περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας και των εισβολών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Το δόγμα της περιορισμένης [εθνικής] κυριαρχίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει αυτούς τους πολέμους (βλ. την ιδεολογική παγκοσμιοποίηση) βρίσκεται σε κατάφωρη αντίφαση με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Τρίτον, το πρότυπο του στρατιωτικού καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στα μέλη της υπερεθνικής ελίτ, όπως αυτό προέκυψε και από τους τρεις «πολέμους», ενέχει την σχεδόν αποκλειστική χρήση της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα της ασυναγώνιστης αεροπορικής τους δύναμης, στα πρώτα στάδια των πολεμικών επιχειρήσεων, με τις στρατιωτικές μηχανές των άλλων μελών να κινητοποιούνται κυρίως στα ύστερα στάδια, για ειρηνευτικούς ρόλους, κλπ.

Τέταρτον, η υπερεθνική ελίτ αποκλείει οποιαδήποτε διευθέτηση κατόπιν διαπραγματεύσεων και είτε θέτει όρους που καμία κυρίαρχη χώρα δεν θα δεχόταν, ή απλώς μπλοκάρει οποιεσδήποτε προτάσεις για διευθέτηση κατόπιν διαπραγματεύσεων που υποβάλλονται από την χώρα η οποία απειλείται με επίθεση. Η πρώτη περίπτωση ήταν αυτή της Γιουγκοσλαβίας η οποία —σύμφωνα με τις προτάσεις του Ραμπουιγιέ— έπρεπε να μετατραπεί με την θέλησή της σε προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ, για να αποφύγει την εναντίον της επίθεση. Η δεύτερη περίπτωση ήταν αυτή του Ιράκ στον πόλεμο του Κόλπου, ή του Αφγανιστάν.

Πέμπτον, ο πολιτικο-στρατιωτικός στόχος των «πολέμων» είναι η καταστροφή της υποδομής των σχετικών χωρών και η τρομοκράτηση των λαών τους (με τον φόνο χιλιάδων αθώων αμάχων στην πορεία που χαρακτηρίζονται «παράπλευρες απώλειες»), ούτως ώστε να «μαλακώσουν» και να αποδεχθούν εναλλακτικές ελίτ, φιλικές προς την υπερεθνική ελίτ. Ένας παράλληλος βασικός στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των απωλειών από την πλευρά της υπερεθνικής ελίτ, προκειμένου να υπονομευθεί η άνθηση οποιουδήποτε μαζικού αντιπολεμικού κινήματος, παρομοίου με το κίνημα που ουσιαστικά εξανάγκασε την Αμερικανική ελίτ να σταματήσει τον πόλεμό της στο Βιετνάμ.

Ο γενικός στόχος όλων αυτών των «πολέμων» είναι η διασφάλιση της σταθερότητας της Νέας Διεθνούς Τάξης, όσον αφορά στις οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις της, μέσα από την συντριβή οποιασδήποτε πιθανής απειλής εναντίον της. Οι «επί μέρους» στόχοι που επιδιώκονται με αυτούς τους πολέμους είναι οι εξής:

να αποθαρρυνθεί η άνθηση της αντιβίας που προκαλείται από την ολοένα μεγαλύτερη συστημική βία, η οποία είναι το αναπόφευκτο υποπροϊόν της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των πολιτικών επιπτώσεών της˙

να διασφαλισθεί η «σταθερότητα» στην κεντρική Ασία και στην Μέση Ανατολή, ούτως ώστε να εξασφαλιστούν οι ενεργειακές πηγές από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς˙

να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή της πολεμικής οικονομίας (της οποίας αμφισβητήθηκε ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής της μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου), που συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς.

Οι ενδιάμεσοι στόχοι και τα μέσα που οι παραπάνω σκοποί συνεπάγονται είναι οι εξής:

πρώτον, η στρατιωτική συντριβή οποιουδήποτε καθεστώτος «παρία» ή οποιασδήποτε οργάνωσης «λαϊκής τρομοκρατίας» ανά την υφήλιο και η παράλληλη εγκατάσταση ενός πελώριου παγκόσμιου δικτύου από στρατιωτικές βάσεις, με στόχο την περικύκλωση οποιουδήποτε δυνάμει επικίνδυνου καθεστώτος ή χώρας που φιλοξενεί μορφές λαϊκής τρομοκρατίας οι οποίες απειλούν τα συμφέροντα της ελίτ. Και,

δεύτερον, η παράλληλη κατάπνιξη των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στα νέα αντισυστημικά κινήματα που εμφανίζονται σήμερα, και ιδιαίτερα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με την εισαγωγή δρακόντειας «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας στον Βορρά, δήθεν σαν μέσο καταπολέμησης αυτής της τρομοκρατίας, αλλά, στην πραγματικότητα, σαν αποτελεσματικό μέσον για την καταστολή της συλλογικής αντί-βίας ενάντια στην τωρινή όξυνση της συστημικής βίας. Έτσι, η αντιτρομοκρατική νομοθεσία «βαθαίνει» παντού (βλ. τον «Πατριωτικό Νόμο» στις ΗΠΑ, τους διαδοχικούς αντιτρομοκρατικούς νόμους στη Βρετανία, κλπ).

Είναι σαφές ότι η προσέγγιση της ΠΔ ως προς τους «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ, συμπεριλαμβανομένου του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», είναι εντελώς διαφορετική από το ιδεολόγημα της «σύγκρουσης [μεταξύ] των πολιτισμών»,[23] που προωθείται από τους ιδεολόγους του συστήματος, καθώς και από την θέση για «σύγκρουση [μεταξύ] των φονταμενταλισμών»,[24] που προωθείται από την ρεφορμιστική Αριστερά. Σύμφωνα με την θέση της σύγκρουσης φονταμενταλισμων ιδιαίτερα, αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στους «εξτρεμιστές» της Δύσης και στους εξτρεμιστές της Ανατολής, συγκεκριμένα, ανάμεσα στον πολιτικό φονταμενταλισμό των νεοσυντηρητικών της Ουάσινγκτον και στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό των ακραίων Ισλαμιστών. Ωστόσο, όπως έχω δείξει αλλού,[25] αυτές οι απόψεις δεν είναι μόνο εντελώς εσφαλμένες και παραπλανητικές —αποτελώντας τμήμα της «προοδευτικής» φιλελεύθερης ιδεολογίας που υποστηρίζεται τόσο από την κεντροαριστερά (στο πλαίσιο της σημερινής σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης), όσο και από την ρεφορμιστική Αριστερά— αλλά και δεν έχουν καμία σχέση με μια αντισυστημική προβληματική σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Ο κοινός παρονομαστής αυτών των απόψεων είναι ότι τα σημερινά κινήματα κοινωνικής αντίστασης πρέπει να στραφούν ενάντια σε αυτούς τους δύο φονταμενταλισμούς και όχι ενάντια στο ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και στο πολιτικό του συμπλήρωμα, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»! Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς όπως ο Ταρίκ Αλί και ο Νόαμ Τσόμσκυ κατέληγαν στο αβάσιμο συμπέρασμα ότι η Αριστερά έπρεπε να υποστηρίξει τον δημοκρατικό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2004, «λησμονώντας» ότι όταν ο «προοδευτικός» Κλίντον διαδέχτηκε τον Μπους τον πρεσβύτερο, προχώρησε άμεσα, σαν αντιπρόσωπος της υπερεθνικής ελίτ, στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, ενώ προετοίμαζε το έδαφος για την εισβολή και κατοχή του Ιράκ μέσα από έναν εξοντωτικό εμπορικό αποκλεισμό και ανηλεείς βομβαρδισμούς!

3. Ιδεολογική παγκοσμιοποίηση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης

Η οικονομική και η πολιτική παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτα συνοδεύονται από κάποιου είδους ιδεολογική παγκοσμιοποίηση, μια υπερεθνική ιδεολογία που τις νομιμοποιεί. Με άλλα λόγια, μια ιδεολογία για να δικαιολογεί, αφ’ ενός, την ελαχιστοποίηση του ρόλου του κράτους στην οικονομία —πράγμα που σε μια οικονομία της αγοράς συνεπάγεται την αντίστοιχη μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και του ιδιωτικού κεφαλαίου— και, αφ’ ετέρου, τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, το πολιτικό συμπλήρωμα της αντίστοιχης μείωσης της οικονομικής κυριαρχίας που συνεπάγεται η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Επομένως, ο πυρήνας της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης συνίσταται σε δύο βασικά «δόγματα»: το δόγμα της περιορισμένης οικονομικής κυριαρχίας και το δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.

Σύμφωνα με το πρώτο δόγμα, η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που επιβλήθηκε από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) σε όλα τα μέλη τους —εξαναγκάζοντάς τα άμεσα η έμμεσα να «απελευθερώσουν» την αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας— είναι, υποτίθεται, προς όφελος όλων, καθότι οδηγεί σε αποτελεσματικότερη ανάπτυξη, φθηνότερα αγαθά και υπηρεσίες, κλπ. Ωστόσο, η «απελευθέρωση» των αγορών σε συνθήκες οικονομικής ανισότητας συνεπάγεται επίσης ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των λίγων σε βάρος των πολλών. Συνεπάγεται, επομένως, ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, εκθέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική επιβίωση, αν όχι την ίδια την φυσική επιβίωση, δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα αυτό θεωρείται απλώς «παράπλευρη απώλεια» της παγκοσμιοποίησης!

Παρόμοια, σύμφωνα με το δεύτερο δόγμα, υπάρχουν ορισμένες οικουμενικές αξίες οι οποίες πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, όταν, κατά την αντίληψη της υπερεθνικής ελίτ, παραβιάζονται οικουμενικές αξίες σαν αυτή της «δημοκρατίας» (όπως αυτή ορίζεται από την ίδια ελίτ – καμία σχέση με την κλασική αντίληψη της δημοκρατίας!), τότε οι διεθνείς οργανισμοί (Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ΝΑΤΟ κλπ) που εκφράζουν την βούληση της «διεθνούς κοινότητας» —διάβαζε, της υπερεθνικής ελίτ— ή, εν ανάγκη, η ίδια η υπερεθνική ελίτ με επικεφαλής την Αμερικανική ελίτ, πρέπει να τις επιβάλει με κάθε διαθέσιμο μέσο, ανεξάρτητα από ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Ο πυρήνας αυτής της νέας ιδεολογίας είναι το δόγμα της «περιορισμένης» κυριαρχίας —σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν ορισμένες οικουμενικές αξίες που πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών όπως η αξία της εθνικής κυριαρχίας— που χρησιμοποιείται για να «δικαιολογεί» στρατιωτικές επεμβάσεις/επιθέσεις ενάντια σε οποιαδήποτε καθεστώτα «παρίες» ή πολιτικές οργανώσεις και κινήματα. Στην ΝΔΤ, επομένως, καταργείται εντελώς η έννοια της απεριόριστης κυριαρχίας, που έχει ηλικία πέντε αιώνων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η απεριόριστη κυριαρχία ήταν μια αρχή, την οποία τα έθνη που συμμετείχαν στην κατάρτιση του Καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ συμφώνησαν να περιορίσουν μόνον όσον αφορά το δικαίωμά τους να διεξάγουν πόλεμο σε περίπτωση επίθεσης, με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα παρείχε συλλογική ασφάλεια για λογαριασμό τους (κανόνας που παραβιάστηκε κατάφωρα από τους «πόλεμους» των ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ).

Όπως υπαινίχθηκα παραπάνω, η κεντροαριστερά και το κύριο ρεύμα των Πρασίνων,[26] ως οι βασικοί κήρυκες αυτής της νέας υπερεθνικής ιδεολογίας, έπαιξαν ζωτικό ρόλο στην νομιμοποίηση των «πολέμων» της υπερεθνικής ελίτ με βάση το δόγμα της περιορισμένης κυριαρχίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι περίεργο εφόσον τόσο η κεντροαριστερά όσο και το κύριο ρεύμα των Πρασίνων έχουν ήδη ασπασθεί πλήρως την Νέα Διεθνή Τάξη ως προς τις οικονομικές και πολιτικές της πτυχές. Έτσι, όλα τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κεντροαριστερά κόμματα (Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας κτλ) έχουν ήδη ενστερνιστεί την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, το κύριο ρεύμα των Πρασίνων έχει εγκαταλείψει προ πολλού κάθε ιδέα για ριζικές οικονομικές αλλαγές, και αντί γι’ αυτές, έχει ασπαστεί ένα είδος «οικο-σοσιαλφιλελευθερισμού» που αντιστοιχεί σε κάποια εκδοχή του «πράσινου καπιταλισμού». Επομένως, δεν αποτέλεσε καν έκπληξη το ότι η κεντροαριστερά προσυπέγραψε με ενθουσιασμό και τους τρεις «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ, ενώ το κύριο ρεύμα των Πρασίνων που, στην αρχή της δεκαετίας του ’90, ανησυχούσε για τις οικολογικές επιπτώσεις του πολέμου στον Κόλπο, ήδη στο τέλος της δεκαετίας ήταν ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας και σήμερα προσυπογράφει πλήρως τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»!

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα τα ηλεκτρονικά, παίζουν κρίσιμο ρόλο στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης, είτε με το να ελαχιστοποιούν την σημασία των εγκλημάτων των ελίτ, είτε με το να διαστρεβλώνουν και να αποκόπτουν τα συμβάντα από το ιστορικό τους πλαίσιο. Αυτό ασφαλώς δεν αποτελεί έκπληξη, με δεδομένο τον κρίσιμο ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην δημιουργία των υποκειμενικών συνθηκών για την ίδια την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.[27] Τούτο επιτεύχθηκε με την άμεση προώθηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, δηλαδή:

Την ιδεολογική υποβάθμιση του οικονομικού ρόλου του κράτους

Την ιδεολογική επίθεση κατά της «εξάρτησης» από το κράτος», την οποία υποτίθεται πως δημιουργεί το κράτος πρόνοιας, και

Την ταύτιση της ελευθερίας με την ελευθερία επιλογής, που υποτίθεται ότι επιτυγχάνεται μέσα από την απελευθέρωση των αγορών, κλπ.

Ταυτόχρονα, η δημιουργία των νεοφιλελεύθερων συνθηκών στο θεσμικό επίπεδο έχει δημιουργήσει τις αντικειμενικές συνθήκες ώστε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να παίζουν τον παραπάνω ρόλο. Το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών, καθώς και η ιδιωτικοποίηση της κρατικής τηλεόρασης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την ομογενοποίηση μέσα από τον εσωτερικό και εξωτερικό ανταγωνισμό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σημαντικοί μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης, όπως ο Μέρντοκ στον αγγλοσαξονικό κόσμο, ο Κίρς στην Γερμανία, ή ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία ήταν επίσης ανάμεσα στους κύριους υπέρμαχους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

4. Πολιτιστική παγκοσμιοποίηση

Όπως είναι γνωστό, η εδραίωση της οικονομίας της αγοράς συνεπαγόταν τον παραμερισμό των παραδοσιακών πολιτισμών και αξιών. Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε κατά τον εικοστό αιώνα με την εξάπλωση σε όλο τον κόσμο της οικονομίας της αγοράς και του γόνου της, της οικονομίας ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα, μια εντατική διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης είναι σήμερα εν εξελίξει, η οποία όχι μόνο αποκλείει οποιανδήποτε κατευθυντήρια τάση προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, αλλά στην πραγματικότητα απλουστεύει τον πολιτισμό, με τις πόλεις να γίνονται ολοένα περισσότερο ομοιόμορφες, τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ακούν την ίδια μουσική, να παρακολουθούν τις ίδιες σαπουνόπερες στην τηλεόραση, να αγοράζουν τις ίδιες μάρκες καταναλωτικών ειδών, κλπ.

Η άνθηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια περίπου, έπειτα από την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, έχει ενισχύσει παραπέρα αυτή την διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης. Αυτό ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των αγορών, καθώς και της επακόλουθης επίτασης της εμπορευματοποίησης της κουλτούρας. Η συνέπεια είναι ότι οι παραδοσιακές κοινότητες και οι πολιτισμοί τους εξαφανίζονται ανά τον κόσμο και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας που παράγεται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

Έτσι η πρόσφατη εμφάνιση ενός είδους «πολιτιστικού» εθνικισμού σε πολλά μέρη του κόσμου εκφράζει μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια για την διατήρηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας, σε πείσμα της ομογενοποίησης της αγοράς εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όμως, ο πολιτιστικός εθνικισμός δεν έχει ουσιαστικό νόημα σε ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον όπου το 75 τοις εκατό της ροής των διεθνών επικοινωνιών ελέγχεται από έναν μικρό αριθμό πολυεθνικών. Με άλλα λόγια, ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός σήμερα δεν χρειάζεται, όπως στο παρελθόν, την διπλωματία της κανονιοφόρου για να ενσωματώσει και να απορροφήσει διαφορετικούς πολιτισμούς. Η αγοραιοποίηση της ροής των επικοινωνιών έχει ήδη εγκαθιδρύσει τις προϋποθέσεις για την υποβάθμιση της πολιτιστικής ποικιλίας σε ένα είδος επιφανειακής διαφοροποίησης φολκλορικού, βασικά, τύπου. Επί πλέον, είναι ενδεικτικό ότι τα σημερινά «κινήματα ταυτότητας», όπως αυτά της δυτικής Ευρώπης (από τους Φλαμανδούς ως τους Λομβαρδούς και από τους Σκωτσέζους ως τους Καταλανούς) που απαιτούν αυτονομία σαν τον καλύτερο τρόπο για να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, στην πραγματικότητα, εκφράζουν —με διαστρεβλωμένο τρόπο— το αίτημά για ατομική και συλλογική αυτονομία. Η διαστρέβλωση προκύπτει από το γεγονός ότι η αγοραιοποίηση της κοινωνίας έχει υπονομεύσει τις κοινοτικές αξίες της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας προς όφελος των αγοραίων αξιών του ανταγωνισμού και του ατομικισμού. Ως αποτέλεσμα, το αίτημα για πολιτιστική αυτονομία δεν θεμελιώνεται σήμερα σε κοινοτικές αξίες που ενδυναμώνουν την συνεργασία με άλλες πολιτιστικές κοινότητες αλλά, αντίθετα, σε αξίες της αγοράς που ενθαρρύνουν εντάσεις και συγκρούσεις με αυτές. Το τωρινό, επομένως, ξέσπασμα του νεορατσισμού στην Ευρώπη σχετίζεται άμεσα με την ουσιαστική υπονόμευση των κοινοτικών αξιών από τον νεοφιλελευθερισμό, καθώς και με την ολοένα μεγαλύτερη ανισότητα και φτώχεια που ακολούθησε την άνοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις πολιτικές επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης και της ομογενοποίησης της κουλτούρας. Ο παραδοσιακός ρόλος των χολιγουντιανών ταινιών να εκφράζουν μια τάση φυγής από την πραγματικότητα έχει αποκτήσει σήμερα οικουμενική διάσταση, μέσα από την μαζική εξάπλωση του τηλεοπτικού πολιτισμού και την πλήρη σχεδόν μονοπώλησή του από την χολιγουντιανή υποκουλτούρα. Κάθε τηλεθεατής είτε βρίσκεται στην Νιγηρία, την Ινδία, την Κίνα ή την Ρωσία, σήμερα, ονειρεύεται τον αμερικανικό τρόπο ζωής που βλέπει στις τηλεοπτικές σειρές (οι οποίες όντας σχετικά φθηνές και «γκλαμουράτες», γεμίζουν τα τηλεοπτικά προγράμματα των περισσοτέρων τηλεοπτικών καναλιών ανά τον κόσμο), ενώ σκέφτεται με βάση τις ανταγωνιστικές αξίες με τις οποίες τον εμποτίζουν. Ακόμη και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως δείχνουν ανεκδοτολογικές μαρτυρίες, έχει ίσως μεγαλύτερη σχέση με αυτό το πολιτιστικό φαινόμενο απ’ ό,τι θα φανταζόμασταν. Όπως διάφορα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ έχουν δείξει, οι άνθρωποι, ιδιαίτερα στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, θεωρούσαν πως ήταν «μη κανονικοί», σε σύγκριση με αυτό που η δυτική τηλεόραση έχει εδραιώσει ως το «κανονικό». Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις για την ανατροπή αυτών των καθεστώτων συχνά αναφερόντουσαν στο αίτημα να γίνουν και αυτοί «κανονικοί» ως το κύριο κίνητρό τους για την πολιτική τους δράση[28].

Με βάση την προβληματική αυτή, μπορούμε να επικρίνουμε το είδος του πολιτιστικού σχετικισμού που υποστηρίζουν αναλυτές της Αριστεράς, σύμφωνα με τον οποίο σχεδόν όλες οι πολιτιστικές προτιμήσεις μπορούν να ανακηρυχθούν ορθολογικές (με βάση κάποιου είδους κριτήρια ορθολογικότητας) και επομένως όλες οι πολιτιστικές επιλογές αξίζουν σεβασμό, αν όχι θαυμασμό, με δεδομένους τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους γίνονται. Όμως είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν είναι αν οι πολιτιστικές προτιμήσεις μας είναι ορθολογικές ή όχι. Ούτε πάλι το ζήτημα είναι να αξιολογήσουμε «αντικειμενικά» τις πολιτιστικές επιλογές μας σαν ορθές ή λανθασμένες. Το πραγματικό ζήτημα είναι πώς να επιλέξουμε τις αξίες που θεωρούμε πως είναι συμβατές με το είδος της κοινωνίας όπου θέλουμε να ζούμε και κατόπιν να κάνουμε τις πολιτιστικές επιλογές που είναι συμβατές με αυτές τις αξίες. Και αυτό, διότι η μετάβαση σε μια μελλοντική κοινωνία βασισμένη σε εναλλακτικές αξίες προϋποθέτει ότι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε έναν εναλλακτικό πολιτισμό πρέπει να αρχίσει τώρα, παράλληλα με την προσπάθεια να ιδρύσουμε τους νέους θεσμούς που θα είναι συμβατοί με τις αξίες αυτές.

Με βάση το κριτήριο της συνέπειας ανάμεσα στις πολιτιστικές επιλογές μας και στις αξίες μιας αληθινά δημοκρατικής κοινωνίας, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε έναν δρόμο πέρα από τον μεταμοντέρνο σχετικισμό, και να διακρίνουμε μεταξύ «προτιμητέων» και «μη προτιμητέων» πολιτιστικών επιλογών. Έτσι, όλες εκείνες οι πολιτιστικές επιλογές —που περιλαμβάνουν κινηματογραφικές ταινίες, βιντεοταινίες, θεατρικά έργα κ.τ.λ.— οι οποίες προωθούν τις αξίες της οικονομίας της αγοράς και ιδιαίτερα τον ανταγωνισμό για απόκτηση χρήματος, τον ατομικισμό, την καταναλωτική πλεονεξία, καθώς και την βία, τον ρατσισμό, τον σεξισμό κτλ θα πρέπει να δειχθεί ότι είναι μη προτιμητέες και θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι άνθρωποι να τις αποφεύγουν. Από την άλλη, όλες εκείνες οι πολιτιστικές επιλογές που περιλαμβάνουν την προώθηση των κοινοτικών αξιών της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, του μοιράσματος και της ισότητας όλων (ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, εθνότητας) θα πρέπει να προωθηθούν ως προτιμητέες.

5. Η παγκοσμιοποίηση και η πολυδιάστατη κρίση

Δέκα χρόνια μετά την δημοσίευση της Περιεκτικής Δημοκρατίας η πολυδιάστατη κρίση έχει επιδεινωθεί σημαντικά ως προς όλες σχεδόν τις κύριες πλευρές της, όπως κάνει φανερό μια εξέταση των κυρίων διαστάσεών της.

Η οικονομική διάσταση

Όσον αφορά στην οικονομική διάσταση της κρίσης, μπορούμε εύκολα να δείξουμε ότι είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, ως αποτέλεσμα των εμπορευματικών σχέσεων και της δυναμικής [τύπου] «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς, που έχει οδηγήσει σε μια χρόνια οικονομική κρίση, η οποία κυρίως εκφράζεται από την πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. Αυτό φαίνεται από το πελώριο και διαρκώς αυξανόμενο χάσμα εισοδημάτων/πλούτου, που χωρίζει όχι μόνο τον Βορρά από τον Νότο, αλλά επίσης τις οικονομικές ελίτ και τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες από την υπόλοιπη κοινωνία σε κάθε κοινωνία, ανά τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, ακόμη και τα στατιστικά τεχνάσματα[29] που χρησιμοποιούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους παρόμοιους οργανισμούς, για να δείξουν την υποτιθέμενη σημαντική μείωση της φτώχειας στον κόσμο ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι το πελώριο εισοδηματικό χάσμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου καθώς και στο εσωτερικό τους αυξάνεται διαρκώς την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ο Βορράς, ιδιαίτερα, δεν έχει ακόμη ανακάμψει από την κρίση που αναφάνηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ως αποτέλεσμα της θεμελιώδους αντίφασης που δημιουργήθηκε από την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και την παράλληλη επέκταση του κρατισμού, με την έννοια του ενεργού κρατικού ελέγχου που αποσκοπούσε στο να καθορίζει το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και να προσφέρει ένα επεκτεινόμενο κράτος πρόνοιας. Η υπερεθνική ελίτ, που άρχισε να ακμάζει στο πλαίσιο της διαδικασίας διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, αποδύθηκε σε μια προσπάθεια να συρρικνώσει τον οικονομικό ρόλο του κράτους και να και να απορυθμίσει τις αγορές – διαδικασία που έχει ήδη καταστροφικά επακόλουθα για τους πληθυσμούς του Βορρά. Η δραστική περιστολή του κρατισμού γύρισε πίσω το ρολόι, στην περίοδο προτού αναπτυχθούν η μεικτή οικονομία και οι Κεϋνσιανές πολιτικές που δημιούργησαν τον «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Το αποτέλεσμα ήταν, αρχικά, μια έκρηξη φανερής ανεργίας [open unemployment], την οποία διαδέχτηκε στη συνέχεια η σημερινή περίοδος της μαζικής χαμηλόμισθης απασχόλησης που οφειλόταν τόσο στην απελευθέρωση των αγορών εργασίας όσο και σε μια αποφασιστική προσπάθεια των πολιτικών ελίτ να μειώσουν την φανερή ανεργία που είχε μεγάλο πολιτικό κόστος και δυσφημούσε εντελώς την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης.

Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις ΗΠΑ, την κατ’ εξοχήν «νέα οικονομία», και στην Βρετανία που κυβερνήθηκε από μια σειρά νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων κυβερνήσεων κατά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Αυτή η εμπειρία έχει ήδη αναπαραχθεί σε ολόκληρο τον Βορρά, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του εναλλακτικού «μοντέλου του Ρήνου» του καπιταλισμού της «κοινωνικής αγοράς» στην Γερμανία, και την εισαγωγή παρόμοιων πολιτικών σε ολόκληρη την ΕΕ, μέσα από μια σειρά Συνθηκών. Μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε ότι ο λυσσαλέος ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο κύριους οικονομικούς συνασπισμούς (δηλαδή την ΕΕ και την NAFTA), αλλά και μεταξύ αυτών και της Κίνας, της Ιαπωνίας και ολοένα περισσότερο της Ινδίας, θα δημιουργήσει παντού συνθήκες όχι τόσο μαζικής φανερής ανεργίας αλλά χαμηλόμισθης απασχόλησης στο πλαίσιο των «ευέλικτων» αγορών εργασίας. Στην Βρετανία, λόγου χάριν, όπως επεσήμανε ο Στηβ Φλήτγουντ[30] του πανεπιστημίου του Λάνκαστερ, «αυτό που δημιουργεί η ευελιξία είναι άθλιες δουλειές, ίσως ακόμη και ένα νέο είδος υποαπασχόλησης… Αυτό που κάνει η Βρετανια δεν είναι τόσο να λύνει το πρόβλημα της ανεργίας όσο να το μετατρέπει σε διαφορετικό πρόβλημα: στο πρόβλημα της κακής ποιότητας απασχόλησης.» Ταυτόχρονα, στον Νότο δημιουργείται ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση [οικονομικής δύναμης] στις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση (ως αποτέλεσμα της θέσης τους στον αναδυόμενο νέο τοπικό καταμερισμό εργασίας, που τώρα είναι αναπόσπαστο μέρος του διεθνούς καταμερισμού εργασίας) σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στα νέα αναπτυξιακά «θαύματα» της Κίνας και της Ινδίας, όπου η ανισότητα τώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε.

Επομένως, είναι προφανές ότι το αποφασιστικό στοιχείο στην οικονομική κρίση, την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν είναι εγγενώς ικανό να δημιουργήσει έναν οικονομικά ομοιογενή κόσμο. Με άλλα λόγια, είναι η δυναμική της ίδιας της οικονομίας της αγοράς[31] η οποία, σε συνδυασμό με τον ρόλο του κράτους[32] στην υποστήριξη αυτής της δυναμικής, οδήγησε πρώτα στην ιστορική συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στο εσωτερικό της καθεμιάς χώρας χωριστά, κι έπειτα στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που χαρακτηρίζεται από μια γιγαντιαία συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο —κυρίως στα χέρια των πολυεθνικών εταιρειών— και στην αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ.[33] Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της σημερινής καθολίκευσης της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης υπό την σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της – που έγινε αναπόφευκτη μετά από το άνοιγμα των αγορών που οφειλόταν στην τεράστια εξάπλωση των πολυεθνικών εταιρειών κατά το τελευταίο περίπου τέταρτο του αιώνα – είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου που αποτελείται από:

έναν κόσμο ο οποίος περιλαμβάνει τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες τις οποίες δημιούργησε η παγκοσμιοποίηση, είτε στον Βορρά είτε στον Νότο και

έναν άλλο κόσμο ο οποίος έχει μείνει απέξω από τα δήθεν «οικουμενικά» οφέλη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στον Βορρά είτε στον Νότο.

Η εγγενής ανικανότητα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (δηλαδή της κρατικής μορφής η οποία αναπτύχθηκε στην νεωτερικότητα ως η πλέον συμβατή με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς) να δημιουργήσουν έναν οικονομικά ομοιογενή κόσμο είναι άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η παράλληλη αυξανόμενη ανισότητα ανά τον κόσμο δεν είναι απλώς συνέπειες αλλά και προϋποθέσεις της αναπαραγωγής της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας απόλυτος φυσικός φραγμός που καθιστά αδύνατη την καθολίκευση των καταναλωτικών προτύπων τα οποία δημιουργήθηκαν στον Βορρά κατά την διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η πολιτική διάσταση

Στην ίδια περίοδο, δηλαδή την περίοδο από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, μια παρόμοια διεργασία συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια των πολιτικών ελίτ βρισκόταν σε εξέλιξη. Τότε, οι «Ιδρυτές-Πατέρες» του συντάγματος των ΗΠΑ κυριολεκτικά επινόησαν την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» —μια ιδέα χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο αφού, μέχρι τότε, η δημοκρατία είχε το κλασικό αθηναϊκό νόημα της κυριαρχίας του δήμου, με την έννοια της άμεσης άσκησης εξουσίας από όλους τους πολίτες. Ήταν ακριβώς η δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που οδήγησε σε αντίστοιχη συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης.

Έτσι, η συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια των βουλευτών κατά την φιλελεύθερη νεωτερικότητα οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσής της στα χέρια των κυβερνήσεων και της ηγεσίας των μαζικών κομμάτων κατά την κρατικιστική νεωτερικότητα, εις βάρος των κοινοβουλίων. Στην σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και αυτής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει στην μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη της κρατικής διαχείρισης (statecraft), με δεξαμενές σκέψης να σχεδιάζουν πολιτικές και την υλοποίησή τους. Έτσι, μια μικρή κλίκα γύρω από τον πρωθυπουργό (ή τον πρόεδρο) συγκεντρώνει όλη την ουσιαστική πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες οικονομίες της αγοράς όπου [αυτές οι κλίκες] είναι σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ, και ακόμη περισσότερο στις χώρες που κυβερνώνται από δικομματικό πολιτικό σύστημα (ΗΠΑ, ΗΒ, Γερμανία, Αυστραλία, κλπ). Επί πλέον, η συνεχής παρακμή της κρατικής οικονομικής κυριαρχίας συνοδεύεται από τον παράλληλο μετασχηματισμό της δημόσιας σφαίρας σε καθαρή διαχείριση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχει αναλάβει τον έλεγχο του ευρώ και λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις για την οικονομική ζωή εκατομμυρίων πολιτών, ανεξάρτητα από πολιτικό έλεγχο.

Έτσι, στην σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα έχει αναπτυχθεί μια «κρίση στην πολιτική» που υπονομεύει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και εκδηλώνεται με διάφορα συμπτώματα τα οποία, συχνά, παίρνουν την μορφή ρητής ή σιωπηρής αμφισβήτησης θεμελιωδών πολιτικών θεσμών [όπως] κόμματα, εκλογικοί αγώνες, κλπ). Τέτοια συμπτώματα είναι τα σημαντικά και συνήθως αυξανόμενα ποσοστά αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες, ιδίως στις ΗΠΑ και στο ΗΒ, το ξέσπασμα της δυσαρέσκειας υπό την μορφή συχνά βίαιων ταραχών, η συρρίκνωση των κομματικών μελών, η σχεδόν ανυποληψία των επαγγελματιών πολιτικών την οποία επιτείνουν τα συχνά οικονομικά σκάνδαλα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το ΗΒ, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και αλλού, που απλώς επαναεπιβεβαιώνουν την πεποίθηση ότι η πολιτική, για την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών – είτε είναι νεοφιλελεύθεροι, είτε σοσιαλδημοκράτες – δεν είναι παρά ένα επάγγελμα, δηλαδή τρόπος να κερδίζουν χρήματα και να βελτιώνουν την κοινωνική θέση τους.

Ένα σημαντικό στοιχείο της κρίσης στην πολιτική, στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, είναι το γεγονός ότι οι παλαιές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Αριστερά και στην Δεξιά έχουν εξαφανιστεί. Οι εκλογές έχουν γίνει καλλιστεία ανάμεσα σε «χαρισματικούς» ηγέτες και τους κομματικούς μηχανισμούς που τους στηρίζουν, οι οποίοι συναγωνίζονται να προσελκύσουν την προσοχή του εκλογικού σώματος για να υλοποιήσουν πολιτικές που αποτελούν παραλλαγές του ιδίου θέματος: μεγιστοποίηση της ελευθερίας των δυνάμεων της αγοράς εις βάρος τόσο του κράτους πρόνοιας (που καταργείται σταδιακά) όσο και της δέσμευσης του κράτους για πλήρη απασχόληση (που έχει εγκαταλειφθεί αμετάκλητα). Οι εναπομένοντες «θύλακες αντίστασης» σε αυτή την διαδικασία εξαφανίζονται γρήγορα: από την Γερμανία και τώρα μέχρι την Γαλλία, η οποία, μετά την εκλογή του Σαρκοζύ, είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Το γερμανικό ινστιτούτο Ifo διατύπωσε το πρόβλημα χωρίς περιστροφές, σε μια πρόσφατη δημοσίευση όταν τόνιζε ότι «το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης… δεν πρόκειται να επιβιώσει της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί οι πολιτικοί να χρειαστούν άλλη μία ή δύο δεκαετίες για να καταλάβουν αυτό το πράγμα, αλλά στο τέλος θα το καταλάβουν. Δεν υπάρχει τρόπος να στρέψουμε προς τα πίσω την πορεία της ιστορίας.»[34]

Επομένως, η ολοένα μεγαλύτερη απάθεια προς την πολιτική δεν απηχεί κυρίως μια γενική αδιαφορία όσον αφορά στα κοινωνικά ζητήματα, ως αποτέλεσμα, φέρ’ ειπείν, του καταναλωτισμού, αλλά μια ολοένα μεγαλύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και στην ικανότητά τους να επιλύσουν τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα υψηλότερα ποσοστά αποχής συνήθως απαντώνται στις ομάδες με τα χαμηλότερα εισοδήματα, που δεν βλέπουν πια καμία σημαντική διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, δηλαδή ανάμεσα στα νεοφιλελεύθερα και στα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, αντίστοιχα.

Η παρακμή του σοσιαλιστικού προτάγματος, μετά την κατάρρευση τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έχει συμβάλει σημαντικά στην απόσυρση πολλών, ιδιαίτερα νέων, από την παραδοσιακή πολιτική. Έτσι, η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» κρατισμού στην Ανατολή, αντί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για να οικοδομηθεί ένας νέος μη αυταρχικός τύπος πολιτικής που θα ανέπτυσσε παραπέρα τις ιδέες του Μάη του ’68, απλώς οδήγησε σε μια γενική τάση —ιδιαίτερα αισθητή ανάμεσα στους φοιτητές και τους νεαρούς πανεπιστημιακούς— προς έναν μεταμοντέρνο κομφορμισμό και την απόρριψη οποιουδήποτε «οικουμενιστικού» αντισυστημικού προτάγματος. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της «υπο-τάξης», που είναι τα κύρια θύματα της διεθνοποιημένης νεοφιλελεύθερης οικονομίας, έχουν περιπέσει σε πολιτική απάθεια, και σε μιαν υποσυνείδητη απόρριψη της καθιερωμένης κοινωνίας – απόρριψη που συνήθως παίρνει την μορφή της έκρηξης της εγκληματικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών, και ενίοτε βίαιων ταραχών.

Παρ’ όλα αυτά, το Σηάτλ, η Γένοβα το Παρίσι και η Αθήνα, για να μην αναφερθούμε στα μαζικά κινήματα σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής που κάποτε οδηγούν και σε εξεγέρσεις με σαφή αντισυστημικά αιτήματα (π.χ. Αργεντινή), είναι σαφείς ενδείξεις για το ότι η σημερινή νεολαία δεν είναι απαθής προς την πολιτική (νοούμενη με το κλασικό νόημα της λέξης, σαν αυτοδιαχείριση), αλλά μόνο όσον αφορά στο τι περνά για πολιτική σήμερα, δηλαδή στο σύστημα που αφήνει μια κοινωνική μειοψηφία (τους επαγγελματίες πολιτικούς) να καθορίζει την ποιότητα ζωής του κάθε πολίτη. Με άλλα λόγια, το γεγονός που μεταμόρφωσε την πολιτική σε τέχνη της κρατικής διαχείρισης και έχει απωθήσει πολλούς ανθρώπους από αυτό το είδος «πολιτικής» είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών και διαφόρων «ειδικών», ως αποτέλεσμα της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».

Η κοινωνική διάσταση

Η «οικονομία της ανάπτυξης» έχει ήδη δημιουργήσει μια «κοινωνία της ανάπτυξης», που τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο καταναλωτισμός, η ιδιώτευση, η αλλοτρίωση και η επακόλουθη αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών. Η κοινωνία της ανάπτυξης, με την σειρά της, οδηγεί αναπόδραστα σε μια «μη κοινωνία», δηλαδή στην αντικατάσταση της κοινωνίας από εξατομικευμένες οικογένειες και άτομα —κρίσιμο βήμα προς την βαρβαρότητα. Η κοινωνική κρίση έχει επιβαρυνθεί από την επέκταση της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης μορφής της. Είναι φυσικά πασίγνωστο ότι η αγορά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των παραδοσιακών αξιών. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η κοινωνική κρίση είναι πιο έκδηλη ακριβώς σε εκείνες τις χώρες όπου η αγοραιοποίηση έχει προχωρήσει περισσότερο. Αυτό γίνεται εμφανές από το γεγονός ότι ούτε οι εκστρατείες του τύπου «πίσω στις θεμελειώδεις αξίες» (Βρετανία) ούτε η ανάπτυξη θρησκευτικών, μυστικιστικών και άλλων παρόμοιων τάσεων (Ηνωμένες Πολιτείες) είχαν κανένα περιοριστικό αποτέλεσμα στα προφανέστερα συμπτώματα της κοινωνικής κρίσης: στην έκρηξη της εγκληματικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών που έχει ήδη οδηγήσει πολλά κράτη να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον «πόλεμό» τους «κατά των ναρκωτικών».[35]

Στην Βρετανία, για παράδειγμα, χρειάστηκαν 30 χρόνια για να διπλασιαστεί το ποσοστό εγκληματικότητας, από ένα εκατομμύριο περιστατικά το 1950 σε 2,2 εκατομμύρια το 1979. Ωστόσο, στην δεκαετία του ’80, το ποσοστό εγκληματικότητας υπερδιπλασιάστηκε, και έφτασε τον αριθμό των 5 εκατομμυρίων την δεκαετία του ’90, για να πλησιάσει τον αριθμό των 6 εκατομμυρίων σήμερα! Οι άρχουσες ελίτ αντιδρούν στην έκρηξη της εγκληματικότητας κτίζοντας νέες φυλακές. Έτσι, ο πληθυσμός των φυλακών στην Αγγλία και στην Ουαλία αυξήθηκε, από 64.000 στην αρχή της δεκαετίας σε 77.000 λίγα χρόνια πριν, και σχεδόν σε 82.000 στο τέλος του 2007[36], ενώ πρόσφατες προβλέψεις του Υπουργείου Εσωτερικών, που κάνουν λόγο για πληθυσμό φυλακών ο οποίος θα φθάσει τις 90.000 μέχρι το 2010, φαίνονται ήδη ξεπερασμένες![37] Παρόμοια, χρειάστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες 200 χρόνια για να ανεβάσουν τον πληθυσμό των φυλακών τους σε ένα εκατομμύριο , αλλά μόνο τα τελευταία 10 περίπου χρόνια για να ξεπεράσουν τα δυο εκατομμύρια! Έτσι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ο αριθμός των φυλακισμένων έφθασε τα 2,3 εκατομμύρια σε ένα πληθυσμό 230 εκ., με τη Κίνα να έρχεται ασθμαίνουσα δεύτερη με «μόνο» 1, 5 εκ. φυλακισμένους, σε ένα πληθυσμό που είναι όμως 5.5. φορές μεγαλύτερος αυτού των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι 1 στους 100 Αμερικανούς είναι σήμερα στη φυλακή στη «χώρα της ελευθερίας» που έγινε η χώρα με τους περισσότερους φυλακισμένους στον πλανήτη, με 750 στους 100.000 κατοίκους να είναι στη φυλακή. [38]

Έτσι, η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ως αποτέλεσμα της αγοραιοποίησης της οικονομίας, δεν έχει αυξήσει μόνο τα προνόμια της προνομιούχου μειονότητας. Έχει επίσης αυξήσει την ανασφάλειά της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η νέα «υπερ-τάξη» ολοένα περισσότερο απομονώνεται σε γκέτο πολυτελείας. Ταυτόχρονα, η αγοραιοποίηση και ιδιαίτερα η «ελαστική» αγορά εργασίας, έχει αυξήσει την εργασιακή ανασφάλεια – φαινόμενο που σήμερα επηρεάζει τους πάντες, εκτός από τους ελάχιστους της «υπερ-τάξης». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η Έκθεση 2000 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας διαπίστωσε ότι τα επίπεδα άγχους στις προηγμένες οικονομίες της αγοράς έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, εξ αιτίας της θεσμοθέτησης των ελαστικών αγορών εργασίας που αύξησαν τις πιέσεις των εργοδοτών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας.

Η οικολογική διάσταση

Τελευταία, αλλά εξ ίσου σημαντική, είναι η οικολογική διάσταση της κρίσης, που τώρα αποτελεί το σαφέστερο ίσως παράδειγμα της επιδεινούμενης κρίσης. Η διατάραξη των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η απειλή προς τις ανανεώσιμες [πλουτοπαραγωγικές[ πηγές και, γενικά, η γοργή υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής[39] έχουν καταστήσει πρόδηλες τις οικολογικές επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Όμως, είναι κυρίως το φαινόμενο του θερμοκηπίου —καθώς και η συνακόλουθη κλιματική μεταβολή— που έχει πια καταστήσει σαφή στους πάντες τον βαθμό χειροτέρευσης του περιβάλλοντος. Στη πραγματικότητα, η πρόσφατη δημοσίευση της έκθεσης που συνέταξε η διακυβερνητική επιτροπή για την κλιματολογική μεταβολή (IPCC) ήταν το γεγονός που τελικά «προβίβασε» την οικολογική κρίση στα πρωτοσέλιδα όλης της οικουμένης. Η καταστροφική κλιματική μεταβολή που μας απειλεί όλους λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου γίνεται προφανής, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι, ακόμη και αν υποθέσουμε το πιο αισιόδοξο σενάριο, δηλαδή μια άνοδο της θερμοκρασίας μόνο κατά 2,2 βαθμούς Κελσίου αυτόν τον αιώνα, (ενώ μία άνοδος 4,4 βαθμών Κελσίου είναι πολύ πιθανότερη!), αυτό θα σημαίνει —σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή— ότι θα πεθάνουν 11.000 άνθρωποι επί πλέον μέσα σε μια δεκαετία, ενώ από το 2071 κι έπειτα θα σημειώνονται 29.000 επί πλέον θάνατοι τον χρόνο μόνο στην νότια Ευρώπη, πέρα από 27.000 επί πλέον θανάτους στην βόρεια Ευρώπη. Ωστόσο, η Έκθεση στην ουσία απλώς επιβεβαιώνει —χρησιμοποιώντας αναμφισβήτητα τεκμήρια— τις χειρότερες προβλέψεις της αντισυστημικής Αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας που μέχρι τώρα απορρίπτονταν από τις ελίτ και τους ρεφορμιστές σαν «κινδυνολογίες»!

Παρ’ όλα αυτά οι ελίτ, ανίκανες να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έστω για να μειώσουν τα αποτελέσματα της κρίσης, έχουν καταφύγει, μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από αυτές, σε μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τα αίτια της ολοένα βαθύτερης οικολογικής κρίσης και για τις διεξόδους από αυτήν. Αυτή η μυθολογία αναπαράγεται όχι μόνο από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αλλά επίσης από ρεφορμιστές της Αριστεράς και του Πράσινου κινήματος, που διακηρύσσουν ότι «η κρίση ανήκει σε όλους» (τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στις κοινωνίες πολιτών).[40] Έτσι, σύμφωνα με τον κύριο μύθο που αναπαράγεται από το σύστημα, «η ανθρώπινη δραστηριότητα», ή «ο άνθρωπος» γενικά, είναι που ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Όμως, τώρα είναι αναμφισβήτητο ότι την οικολογική κρίση δεν την προκάλεσε η ανθρώπινη δραστηριότητα γενικά αλλά η ανθρώπινη δραστηριότητα των τελευταίων διακοσίων περίπου χρόνων, από την βιομηχανική επανάσταση και εντεύθεν. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι υπαίτιοι για την τωρινή κρίση είναι η βιομηχανική επανάσταση, καθώς και ο βιομηχανικός πολιτισμός και οι αξίες του, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «οικονομία ανάπτυξης» . Όμως μπορούμε να δείξουμε ότι η άνοδος της οικονομίας ανάπτυξης δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα αλλαγών στις αξίες, το φαντασιακό ή την ιδεολογία, αλλά ότι, αντίθετα, αποτελούσε το αποτέλεσμα της δυναμικής ενός συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος σε αλληλεπίδραση με την [εκάστοτε] έκβαση της κοινωνικής πάλης.

Από αυτού του είδους τους μύθους, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι όλοι παίρνουν ως δεδομένο το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τον γόνο της, την οικονομία ανάπτυξης, προκύπτει μια σειρά προτάσεων, οι οποίες δήθεν θα μας βοηθήσουν να υπερβούμε την επιδεινούμενη οικολογική κρίση. Το κοινό στοιχείο αυτών των προτάσεων είναι ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε την κρίση, εάν, αφ’ ενός οι κυβερνήσεις λάβουν διάφορα μέτρα για να περιορίσουν τις εκπομπές [αερίων] του θερμοκηπίου, ενθαρρύνουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και υιοθετήσουν διάφορες τεχνολογικές «λύσεις» και αφ’ ετέρου η παγκόσμια κοινωνία των πολιτών αλλάξει τις αξίες και τον τρόπο ζωής της.

Στην πραγματικότητα, όμως, η απώτερη αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι το ίδιο το πρότυπο διαβίωσης που προκύπτει από την οικονομία ανάπτυξης, το οποίο, με την σειρά του, έχει καθοριστεί από την δυναμική της οικονομίας της αγοράς και ιδιαίτερα από την συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου ανάμεσα στις χώρες αλλά και στο εσωτερικό τους, την συνακόλουθη συγκέντρωση σε αστικά κέντρα, την κουλτούρα του αυτοκινήτου κλπ. Είναι λοιπόν φανερό ότι το πρότυπο διαβίωσης δεν είναι δυνατόν να αλλάξει με τις παραινέσεις των ελίτ και τις συναυλίες ροκ , αφού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο που προκάλεσε την οικολογική κρίση: το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα που οδήγησαν στη σημερινή συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα.

Γ. ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ

1. Οι αιτίες της παρακμής των αντισυστημικών κινημάτων

Η φύση των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων

Σε αυτό το τελευταίο τμήμα θα ανασκοπήσουμε την προσέγγιση της ΠΔ για τα αντισυστημικά κινήματα[41] και θα καταλήξουμε με το ζήτημα των στρατηγικών μετάβασης. Αφετηρία της προσέγγισης της ΠΔ σε αυτό το θέμα είναι η σαφής διάκριση που κάνει ανάμεσα στα αντισυστημικά και τα ρεφορμιστικά κινήματα με βάση τους στόχους τους και όχι (όπως συνήθως) τις μεθόδους που αυτά χρησιμοποιούν. Έτσι, αντισυστημικά θεωρούνται τα κινήματα που αποσκοπούν στο να αντικαταστήσουν τους κύριους κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς και τις αντίστοιχες αξίες με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ ρεφορμιστικά θεωρούνται τα κινήματα που στοχεύουν στην απλή βελτίωση των υπαρχόντων θεσμών («εμβάθυνση της δημοκρατίας», καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας της αγοράς, κ.τ.λ.). Επομένως είναι σαφές ότι η παραπάνω αντιδιαστολή διαφέρει από την συνηθισμένη διάκριση που γίνεται ανάμεσα στα ρεφορμιστικά και στα επαναστατικά κινήματα, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα αποσκοπούν σε μιαν αργή, εξελικτική αλλαγή και τα δεύτερα σε μια απότομη, ορμητική αλλαγή —ταξινόμηση που βασίζεται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής και όχι στον ίδιο τον στόχο, που ενδέχεται εν τούτοις να είναι είτε συστημικός είτε ρεφορμιστικός.

Από ιστορική άποψη, αντισυστημικά κινήματα όπως τα κομμουνιστικά και τα αναρχικά, ταξινομούνταν ως επαναστατικά, σε αντίθεση με κινήματα όπως τα σοσιαλδημοκρατικά που χαρακτηριζόντουσαν ρεφορμιστικά. Ωστόσο, είναι δυνατόν να οραματιστούμε ένα αντισυστημικό κίνημα που αποσκοπεί σε ριζική ρήξη με το σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί μη βίαιες μεθόδους για τον σκοπό αυτό και καταφεύγει στην βία μόνο στην περίπτωση που δέχεται επίθεση από τις άρχουσες ελίτ κατά την μετάβαση προς την νέα κοινωνία. Αυτή είναι η περίπτωση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), που αποσκοπεί σε συστημική αλλαγή μέσα από την ίδρυση νέων θεσμών (και [την εδραίωση] αντίστοιχων νέων αξιών) που να επανενσωματώνουν την οικονομία, την πολιτεία και την φύση στην κοινωνία.

Το κύριο σημείο που τονίζει η προσέγγιση της ΠΔ είναι ότι για να εξηγήσουμε την άνοδο αντισυστημικών κινημάτων κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα και την μετέπειτα παρακμή τους στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας πρέπει να αναφερθούμε όχι μόνο στην διαχρονική αλλαγή των συστημικών παραμέτρων, αλλά επίσης στην ίδια την φύση αυτών των κινημάτων. Το γεγονός, ιδιαίτερα, ότι τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα είχαν υιοθετήσει μια μονοδιάστατη αντίληψη για το «σύστημα», που κατά κανόνα θεωρούσε μία μορφή εξουσίας ως την βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας, είναι αποφασιστικό για να αντιληφθούμε την φύση αυτών των κινημάτων ως κατά βάση αμφισβητούντα μια επί μέρους μορφή εξουσίας και όχι την ίδια την εξουσία. Έτσι, οι μαρξιστές ορίζουν το «σύστημα» ως «το παγκόσμιο σύστημα του ιστορικού καπιταλισμού που έχει οδηγήσει σε μια σειρά από αντισυστημικά κινήματα»[42] που βασιζόντουσαν σε οικονομικές τάξεις και οργανώσεις και αποσκοπούσαν στο να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, για τους μαρξιστές, το καθοριστικό στοιχείο του συστήματος είναι ο τρόπος παραγωγής —στοιχείο που αναφέρεται στην κατανομή οικονομικής δύναμης/εξουσίας[43] στην κοινωνία— πράγμα που, με την σειρά του, καθορίζει ή τουλάχιστον επηρεάζει αποφασιστικά την κατανομή άλλων μορφών δύναμης. Από την άλλη, κατά τους αναρχικούς το καθοριστικό στοιχείο είναι πολιτικό, το Κράτος, που εκφράζει κατ’ εξοχήν την άνιση κατανομή πολιτικής δύναμης[44] και καθορίζει, ή επηρεάζει αποφασιστικά, την κατανομή άλλων μορφών δύναμης.

Ωστόσο, σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος του «παραδοσιακού» αντισυστημικού κινήματος αυτού του είδους που αμφισβητούσε μια μορφή εξουσίας ως βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας. Το ζήτημα δεν είναι πια να αμφισβητήσουμε την μία ή την άλλη μορφή εξουσίας αλλά να αμφισβητήσουμε την ανισότητα ως προς την κατανομή κάθε μορφής εξουσίας, με άλλα λόγια, ν ‘αμφισβητήσουμε τις ίδιες τις εξουσιαστικές σχέσεις και δομές. Όπως τονίζει η προσέγγιση της ΠΔ, αυτή ακριβώς η κατάρρευση των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων είναι που δημιουργεί την ανάγκη για έναν νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος.

Η αλλαγή των συστημικών παραμέτρων

Λίγοι αμφισβητούν σήμερα το γεγονός ότι τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα, τόσο τα παλαιά (σοσιαλιστικό και αναρχικό) όσο και τα νέα (Πράσινο, φεμινιστικό, κλπ) είναι σε στάδιο σοβαρής, αν όχι μοιραίας, αποσύνθεσης. Αν και αυτά τα κινήματα εξακολουθούν να υφίστανται, βασικά έχουν χάσει τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους και συνεχίζουν να υπάρχουν είτε σαν σαφώς ρεφορμιστικά κινήματα (τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, πολλά αναρχικά ρεύματα και όλα τα «νέα κινήματα») ή σαν δήθεν αντισυστημικά κινήματα, τα οποία ωστόσο δεν διατυπώνουν κανένα ρητό αντισυστημικό αίτημα, υιοθετώντας αντίθετα την γνώριμη «λαϊκομετωπική» τακτική της Αριστεράς που στηρίζεται σε ένα πρόγραμμα ρεφορμιστικών αιτημάτων (Τροτσκιστές και άλλοι). Στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές Αντισυστημικές δυνάμεις σήμερα, που αμφισβητούν ευθέως το «σύστημα» (δηλαδή την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») είναι κάποια ρεύματα μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης με την ευρεία έννοια, τα οποία λειτουργούν έξω από το σαφώς ρεφορμιστικό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Το ζήτημα που ανακύπτει, επομένως, είναι πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την ουσιαστική κατάρρευση των αντισυστημικών κινημάτων σήμερα και πώς μπορούμε να εκτιμήσουμε τις προοπτικές για έναν νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος για τον 21ο αιώνα.

Σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, οι αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους στην μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο νεωτερικότητα είναι αυτές ακριβώς που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την τωρινή παρακμή των αντισυστημικών κινημάτων. Τέτοιες αλλαγές είναι, αφ’ ενός, οι αλλαγές στην ταξική δομή (και οι πολιτικές επιπτώσεις τους), ως αποτέλεσμα της μετάβασης από την κρατικιστική στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα και, αφ’ ετέρου, η παράλληλη ιδεολογική κρίση και η συναφής άνοδος του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού.

Έτσι, πρώτον, η μετάβαση από την κρατικιστική στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις στις ταξικές δομές, ιδιαίτερα του Βορρά αλλά και του Νότου, μολονότι ο περιφερειακός χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς στον Νότο έχει οδηγήσει σε κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις στις ταξικές δομές [των χωρών του Νότου] σε σχέση με αυτές του Βορρά. Η νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με τις σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση της πληροφορικής), που σημαδεύει το πέρασμα της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση, έχει οδηγήσει στην δημιουργία νέων «ταξικών διαιρέσεων» τόσο στο οικονομικό όσο και στο μη οικονομικό επίπεδο, όπως δείξαμε παραπάνω. Στο οικονομικό πεδίο, το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν μια δραστική αλλαγή στην δομή της απασχόλησης, που μείωσε άρδην το μέγεθος της παραδοσιακής εργατικής τάξης (χειρωνακτικά εργαζόμενοι). Λόγου χάριν, στις χώρες της «Ομάδας των 7» (χωρίς τον Καναδά) το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στην μεταποίηση έπεσε πάνω από το ένα τρίτο ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 – γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις για την δύναμη και την σπουδαιότητα των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ταυτόχρονα, νέες «τάξεις» δημιουργούνται και στα δύο άκρα του ταξικού φάσματος ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αγοραιοποίησης της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας. Στο ένα άκρο δημιουργείται μια νέα “υπο-τάξη” που αποτελείται κυρίως από τους ανέργους και όσους από τους μη οικονομικά ενεργούς και τους υποαπασχολούμενους (μερικώς απασχολούμενους, περιστασιακά εργαζόμενους, κ.λ.π.) πέφτουν κάτω από το όριο φτώχειας και, στο άλλο άκρο, αναπτύσσεται μια νέα “υπερ-τάξη” που αποτελείται από την ανώτερη τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους υπάρχουν τα «μεσαία στρώματα» που στον Βορρά αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού.

Αναπόφευκτα, οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στις συστημικές παραμέτρους ήταν σημαντικές όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Οι κοινωνικές διαιρέσεις που βασίζονται στο ‘κοινωνικό’ φύλο, στην φυλή και σε άλλες κατηγορίες «ταυτότητας» (πχ στην εθνική ταυτότητα), οι οποίες σε όλη την διάρκεια της νεωτερικότητας δεν πήραν την μορφή ταξικών διαιρέσεων με την Μαρξιστική έννοια αλλά δεν έπαυαν παρ’ όλα αυτά να υποβόσκουν, έγιναν ακόμη σπουδαιότερες στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, λόγω των αλλαγών που προανέφερα. Έτσι, οι ιεραρχικές δομές, όπως οι δομές της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο παρέμειναν ανεπηρέαστες από την άνοδο των τάξεων, αλλά στην πραγματικότητα, εξαιτίας της αλληλεπίδρασής τους με τις ταξικές δομές, έγιναν βασικό μέσον αναπαραγωγής τους. Παρόμοια, η άνοδος του εθνικού κράτους στην πρώιμη νεωτερικότητα έθεσε τα θεμέλια για συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα. Τέλος, μια νέα εξέλιξη κατά την ύστερη νεωτερικότητα, η οικολογική κρίση —το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομίας ανάπτυξης— προσέθεσε ένα ακόμη «διαταξικό» πρόβλημα: το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αυτές οι εξελίξεις στο μη οικονομικό επίπεδο είναι κρίσιμες για την εξήγηση των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (οικολογικού, φεμινιστικού, κινημάτων «ταυτότητας», και ούτω καθ’ εξής) στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η κυριαρχία και η σύγκρουση σήμερα κατασκευάζονται κοινωνικά, με επίκεντρα τόσο διαφορετικά όσο ο ρατσισμός, οι σεξουαλικές προτιμήσεις, οι διακρίσεις των φύλων, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, το ζήτημα συμμετοχής των πολιτών, η εθνοτική αυτοδιάθεση και τα θρησκευτικά φρονήματα, αντί για τα συνήθη ταξικά προβλήματα, δεν σημαίνει φυσικά το τέλος των ταξικών διαιρέσεων, όπως κάποιοι υπέθεσαν. Αυτό που όντως σημαίνει είναι ότι η ταξική πάλη (που θα ήταν ίσως καλύτερο να την αποκαλούμε «κοινωνική πάλη», για να λάβουμε υπ’ όψιν την σύγκρουση που απορρέει από όλες της μορφές άνισης κατανομής της δύναμης), δεν αφορά πια —αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο— την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά την άσκηση ελέγχου στο οικονομικό αλλά επίσης και στο πολιτικό και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Πρόκειται για θέμα που άμεσα η έμμεσα θέτει το ζήτημα της δημοκρατίας, όπως εκφράστηκε ξεκάθαρα πρώτα τον Μάη του ’68 και πάλι σήμερα με την ανάδυση διαφόρων κινημάτων σε όλο τον κόσμο (κινήματα για την «ανάκτηση των κοινών»(reclaim the commons), το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, κλπ).

Δεύτερον, οι παραπάνω αλλαγές στις δομικές παραμέτρους συνοδεύονταν από μια παράλληλη σοβαρή ιδεολογική κρίση που έθεσε σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές ιδεολογίες (δηλ. αυτό που οι μεταμοντέρνοι αποκαλούν υποτιμητικά «απελευθερωτικές μετά-αφηγήσεις»), ή έστω τον «αντικειμενικό» Λόγο, αλλά τον ίδιο τον Λόγο, όπως φαίνεται από την τωρινή άνθηση του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές. Έτσι, χωρίς να αγνοούμε κάποιες θετικές πλευρές του μεταμοντερνισμού, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο μεταμοντερνισμός και ο ανορθολογισμός —του οποίου η άνοδος δεν είναι άσχετη από την άνθηση του μεταμοντερνισμού— έχουν γίνει οι «δύο κατάρες» που αποτελούν τους σοβαρότερους ιδεολογικούς εχθρούς για κάθε είδος αντισυστημικού κινήματος. Στην πραγματικότητα, όπως τονίζει η προσέγγιση της ΠΔ, η επίδραση του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού είναι κρίσιμο στοιχείο στην εξήγηση του γεγονότος ότι τόσο τα παλαιά όσο και τα νέα κοινωνικά κινήματα έχασαν τον αντισυστημικο χαρακτήρα τους. Επί πλέον, μολονότι τα θρησκευτικά φονταμενταλιστικά κινήματα του Νότου παίζουν σήμερα σημαντικό ρόλο ενάντια στην Νέα Διεθνή Τάξη, αυτά τα κινήματα δεν μπορούν βέβαια να χαρακτηριστούν αντισυστημικά, δεδομένου ότι δεν είναι ενάντια στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ούτε στις ιεραρχικές δομές στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

2. Η παρακμή των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων

Τα αντισυστημικά κινήματα είναι σε μεγάλο βαθμό παράγωγα της νεωτερικότητας. Ο χωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία που έφερε η νεωτερικότητα, δημιούργησε – για πρώτη φορά στην Ιστορία – ένα «σύστημα» ελεγχόμενο από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Η ανάδυση επομένως αντίστοιχα οργανωμένων κοινωνικών κινημάτων ενάντια στο σύστημα, δηλαδή ενάντια στον έλεγχο των ελίτ πάνω στην πολιτική και την οικονομική εξουσία/δύναμη, ήταν αναπόφευκτη.

Οι δύο κύριες μορφές των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων γεννήθηκαν στο πλαίσιο του σχίσματος ανάμεσα στον κρατικιστικό και στον ελευθεριακό σοσιαλισμό —σχίσμα που έφτασε στο αποκορύφωμά του στην διαμάχη ανάμεσα στον Μαρξ και στον Μπακούνιν, στην Πρώτη Διεθνή. Σήμερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα έπειτα από εκείνη τη διαμάχη, το σοσιαλιστικό πρόταγμα είναι σε ερείπια μετά την κατάρρευση και των δύο εκδοχών του κρατικιστικού σοσιαλισμού —δηλαδή, της μορφής σοσιαλισμού που έκτοτε ήταν κυρίαρχη μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα: του ανατολικού «υπαρκτού σοσιαλισμού» και της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας. Επί πλέον, παρά το γεγονός ότι ο Ελευθεριακός σοσιαλισμός, ουσιαστικά, ποτέ δεν δοκιμάστηκε στην πράξη (αφού και η σοβαρότερη απόπειρα να πραγματωθούν οι αρχές του, κατά την διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, καταπνίγηκε από τις φασιστικές ορδές, υπό το ανεκτικό βλέμμα των δυτικών «δημοκρατιών»), η κατάρρευση της κρατικιστικής εκδοχής του σοσιαλισμού δεν οδήγησε σε αναβίωση της ελευθεριακής εκδοχής του. Αντίθετα, το θεσμικό πλαίσιο που ορίζεται από την νεωτερικότητα (δηλ. η οικονομία της αγοράς και η φιλελεύθερη «δημοκρατία») έχει γίνει οικουμενικό˙ κατά συνέπεια, η χρόνια πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, κοινωνική και πολιτιστική) η οποία ανέκυψε με την εμφάνιση αυτού του θεσμικού πλαισίου έχει επίσης καθολικευθεί και ενταθεί.

Το κατακλυσμιαίο συμβάν, που οδήγησε στην τελειωτική κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού ως αντισυστημικού κινήματος, ήταν ο θάνατος του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι περισσότεροι υποστηρικτές του αντισυστημικού σοσιαλιστικού κρατισμού, αντί να διδαχθούν από την αποτυχία του σοσιαλιστικού κρατισμού, είτε εγκατέλειψαν κάθε αντισυστημικό στόχο , είτε απλώς συγκάλυψαν αυτή την επιλογή κάτω από την πασίγνωστη «λαϊκομετωπική» στρατηγική με βάση ρεφορμιστικά αιτήματα. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ, ο πρύτανης των Μαρξιστών ιστορικών, εξέφρασε με σαφήνεια αυτό το γεγονός, όταν από το 1992 κιόλας διακήρυξε το τέλος της χωρίς χρήμα και αγορά «ουτοπίας» των παλαιών σοσιαλιστών, συμπεριλαμβανομένου και του Μαρξ: «οι σοσιαλιστές όλων των ποικιλιών έχουν πάψει να πιστεύουν στην δυνατότητα μιας οικονομίας εντελώς χωρίς αγορά… η σημερινή διαμάχη ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές… αφορά στα όρια του καπιταλισμού και μιας αγοράς που δεν ελέγχεται από την δημόσια δράση».[45]

Σήμερα, επομένως, οι περισσότεροι μαρξιστές έχουν προσχωρήσει σε διάφορες μορφές μεταμοντερνισμού, απορρίπτοντας κάθε ιδέα ενός «οικουμενικού» αντισυστημικού προτάγματος. Αυτό που είναι επομένως ειρωνικό και συνάμα ανησυχητικό για το μέλλον της εναλλακτικής ελευθεριακής παράδοσης, είναι η ανάπτυξη ενός παρόμοιου «πραγματισμού» και σε αρκετά ρεύματα της ελευθεριακής Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, η παρακμή του αναρχικού κινήματος άρχισε νωρίτερα από αυτήν του σοσιαλιστικού κρατικιστικού κινήματος. Η τελευταία ιστορικά σημαντική εμφάνιση αυτού του κινήματος ήταν στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο όταν ηττήθηκε απ τις φασιστικές δυνάμεις (συχνά με την σημαντική συμβολή —για δικούς τους λόγους— των σοσιαλιστών κρατιστών), οπότε κρίθηκε και η μοίρα του ως μαζικού αντισυστημικού κινήματος. Την μεταπολεμική περίοδο, αν εξαιρέσουμε τα γεγονότα του Μάη του ’68 που είχαν επηρεαστεί περισσότερο από ελευθεριακές δημοκρατικές ιδέες παρά από τις κλασικές αναρχικές ιδέες, το αναρχικό κίνημα διασπάστηκε σε φράξιες και περιθωριοποιήθηκε, ενώ τώρα τελευταία σημαντικά τμήματά του γίνονται ακόμη και ρεφορμιστικά! Όλα αυτά την ίδια στιγμή που, για πρώτη φορά στην Ιστορία μετά από το σχίσμα της Πρώτης Διεθνούς, το αναρχικό κίνημα είχε μια πραγματική ευκαιρία να «πάρει την εκδίκησή του» και να υπερισχύσει έναντι του κρατικιστικού σοσιαλισμού.[46]

Στην πραγματικότητα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η μόνη αναρχική τάση που έχει σαφώς αντισυστημικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι προσπαθεί να κτίσει ένα προγραμματικό αντισυστημικό κίνημα, είναι η κοινωνική οικολογία του Μάρραιη Μπούκτσιν (ή συνομοσπονδιακός κοινοτισμός, ελευθεριακός κοινοτισμός και, τελευταία, κομουναλισμός). Ωστόσο, αυτές οι απόψεις δεν είναι κυρίαρχες στους Αμερικανούς, ή γενικότερα στους Αγγλοσάξονες αναρχικούς, όπως ο ίδιος ο Μπούκτσιν αναγνώρισε όταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε να διαχωρίσει εντελώς την θέση του από το αναρχικό κίνημα[47] και να καταδικάσει απερίφραστα τον ατομικιστικό αναρχισμό, τον μεταμοντερνισμό και τον ανορθολογισμό —τις κύριες τάσεις στον σημερινό αναρχισμό. Μια άλλη ένδειξη της ίδιας χρεωκοπίας είναι η σημερινή άνθηση του ατομικιστικού αναρχισμού και των γόνων του, δηλ.του “λάιφ στάιλ αναρχισμού” (τρόπου ζωής),του “ρεαλιστικού αναρχισμού” (pragmatic anarchism), κλπ. Τέλος, όσον αφορά στην άλλη σημαντική τάση μέσα στον σημερινό αναρχισμό, την άμεση δράση, της οποίας η σημαντικότερη έκφραση βρίσκεται στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης, μολονότι κάποιες από τις αναρχικές τάσεις που είναι μέσα στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης όντως θέτουν «αντισυστημικά» αιτήματα, παρ’ όλα αυτά, μέχρι τώρα, δεν έχουν δείξει ότι είναι ικανές να δράσουν σαν καταλύτες για τον σχηματισμό ενός νέου δημοκρατικού κινήματος για συστημική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η γενική εικόνα που εμφανίζει ο μεταπολεμικός αναρχισμός είναι μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία ή την απροθυμία των αναρχικών να οικοδομήσουν ένα προγραμματικό κίνημα, με την δική του συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης και με μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγική. Το γεγονός αυτό αποτελεί την βασική αιτία για τον σημερινό μαρασμό του αναρχικού κινήματος σαν σημαντικού αντισυστημικού κινήματος. Επομένως, αν τα ριζοσπαστικά στοιχεία μέσα στο αναρχικό κίνημα, που αυτή την στιγμή είναι διχασμένο ανάμεσα στην άμεση δράση σαν αυτοσκοπό και στον αναρχισμό σαν τρόπο ζωής, δεν κατορθώσουν να ξεπεράσουν την τωρινή τους ανικανότητα και απροθυμία να δράσουν σαν καταλύτες για ένα νέο αντισυστημικό δημοκρατικό κίνημα – χάνοντας στην πορεία την ιστορική ευκαιρία που δημιούργησε η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού – τότε αναγκαστικά θα επιβεβαιώσουν την τωρινή τάση προς την τελεσίδικη έκλειψη του αναρχισμού σαν αντισυστημικού κινήματος.

3. Η παρακμή των «νέων» αντισυστημικών κινημάτων

Ενώ τα «παλαιά» αντισυστημικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό παράγωγο της «φιλελεύθερης» και «κρατικιστικής» νεωτερικότητας, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (το φοιτητικό, το φεμινιστικό, το Πράσινο, των μαύρων, κλπ), που εμφανίστηκαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, καθώς και το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, ήταν αντίστοιχα εκφράσεις της ύστερης («νεοφιλελεύθερης») νεωτερικότητας. Ως τέτοια, είναι σαφές ότι απηχούν τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους που εξέτασα παραπάνω, και ιδιαίτερα τις αλλαγές στις ταξικές δομές που προκλήθηκαν από την άνοδο της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, καθώς και την παράλληλη ιδεολογική κρίση που συνοδευόταν από την άνθηση του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού. Έτσι, η άνοδος των μεσαίων τάξεων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, και ειδικότερα η μεγάλη αύξηση των επαγγελματιών και των γυναικών στον τομέα των υπηρεσιών, ήταν αυτή που παρείχε την βάση για την εμφάνιση αυτών των κινημάτων —ιδιαίτερα του Πράσινου και του φεμινιστικού κινήματος. Η επίδραση της ιδεολογικής κρίσης γενικά και του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού ειδικότερα εκδηλώθηκε με αρκετούς τρόπους και συγκεκριμένα με την απόρριψη των οικουμενιστικών προταγμάτων, η οποία οδήγησε στον αποσπασματικό χαρακτήρα πολλών από τα κινήματα αυτά, την συχνή υιοθέτηση ρεφορμιστικών αιτημάτων, καθώς και με τα ανορθολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδεολογία αρκετών ρευμάτων μέσα στα κινήματα αυτά.

Ωστόσο, μέσα στα νέα κινήματα υπήρχαν και αρκετά «αντισυστημικά» ρεύματα και ιδιαίτερα μέσα στο φοιτητικό, το φεμινιστικό, το Πράσινο και το κίνημα των μαύρων. Τα «νέα» κοινωνικά κινήματα έφθασαν στο απόγειό τους την δεκαετία του ’70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα άρχισαν να φθίνουν, όχι με την έννοια ότι εξαφανίστηκαν, αλλά μάλλον με την έννοια ότι έγιναν μέρος της κατεστημένης πολιτικής των ομάδων συμφερόντων, ακολουθώντας τροχιά παρόμοια με αυτήν που είχε ακολουθήσει πρωτύτερα σε αυτό τον αιώνα το εργατικό κίνημα. Έτσι, ήδη στην δεκαετία του ’90 τα «νέα κοινωνικά κινήματα» είχαν μεταμορφωθεί σε «κινήματα ταυτότητας», δηλαδή σε αυτό το είδος μεταμοντέρνας πολιτικής που συνεπάγεται μια μεταστροφή από τα γενικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα σε μελήματα σχετικά με τον πολιτισμό και την ταυτότητα. Η “πολιτική της ταυτότητας”, σαν μορφή μεταμοντέρνας πολιτικής, εκφράζει περιφρόνηση προς τον νεωτερικό αναγωγισμό, τον οικουμενισμό και την ουσιοκρατία. Η παρακμή των «νέων» κοινωνικών κινημάτων γέννησε αυτό που κάποιοι θεωρούν γόνο τους, δηλαδή τις διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), που πολλαπλασιάστηκαν με ταχύτητα κατά την εποχή της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας. Ωστόσο, οι ΜΚΟ δεν έχουν σχέση με αντισυστημικά κοινωνικά κινήματα, τόσο επειδή είναι ρεφορμιστικές όσο και επειδή χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.

Το Πράσινο κίνημα είναι σαφές παράδειγμα των παραπάνω τάσεων σχετικά με τα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Αυτό που επαγγελλόταν το Πράσινο κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήταν ένα νέο και κατά κύριο λόγο αντισυστημικό κίνημα που θεωρούσε την οικολογική κρίση ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της «οικονομίας της ανάπτυξης», την οποία μάλιστα τα ριζοσπαστικότερα ρεύματα μέσα στο κίνημα αυτό την θεωρούσαν υποπροϊόν της δυναμικής «ανάπτυξη ή θάνατος» που χαρακτηρίζει την οικονομία της αγοράς, ενώ άλλοι την θεωρούσαν αποτέλεσμα του βιομηχανισμού και του καταναλωτισμού. Αυτή η ριζοσπαστική άποψη αμφισβητήθηκε από τους «ρεαλιστές» μέσα στο κίνημα, οι οποίοι επικεντρώνουν την κριτική τους στις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται, ή τις επικρατούσες αξίες και τις αντίστοιχες κυβερνητικές πολιτικές– σαν να είναι όλα αυτά ανεξάρτητα από το οικονομικό σύστημα!

Ωστόσο, μόλις αυτή η διαίρεση ανάμεσα στους ριζοσπάστες και τους ρεαλιστές (στο γερμανικό Πράσινο κόμμα η διαίρεση αυτή επικράτησε ως η διάκριση ανάμεσα στους «φούντος» και τους «ρεάλος»), που χονδρικά αντιστοιχούσε σε μια διάκριση ανάμεσα σε αντισυστημικά και ρεφορμιστικά ρεύματα, κατέληξε με την κατά κράτος νίκη των δεύτερων πάνω στους πρώτους, ήταν αναπόφευκτος ο μετασχηματισμός των Πράσινων οργανώσεων σε «κανονικά» κοινοβουλευτικά κόμματα ή γενικά ρεφορμιστικές οργανώσεις. Έτσι, σήμερα οι κυρίαρχες τάσεις μέσα στο Πράσινο κίνημα δεν αμφισβητούν τους θεμελιώδεις θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά, αντίθετα, είτε υιοθετούν την σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών, επιδοκιμάζοντας διάφορες μορφές περιβαλλοντικού ρεφορμισμού (Ευρωπαίοι Πράσινοι-παράρτημα των οποίων είναι οι δικοί μας Οικολόγοι-Πράσινοι) ή, εναλλακτικά, τονίζουν την σπουδαιότητα του να αλλάξουμε τις πολιτιστικές αξίες, τις οποίες και θεωρούν επιδεκτικές αλλαγής ακόμη και μέσα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο (ΗΠΑ). Ο επαίσχυντος ρόλος που έπαιξαν τα ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα στον εγκληματικό Νατοϊκό βομβαρδισμό του Γιουγκοσλαβικού λαού,[48] και η σημερινή εμπλοκή τους στις μηχανορραφίες της υπερεθνικής ελίτ για την συντριβή του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος,[49] είναι σαφείς ενδείξεις για το τέλος του Πράσινου κινήματος ως αντισυστημικής απελευθερωτικής δύναμης.

Αντίστοιχα, η τροχιά την οποία διέγραψε το φεμινιστικό κίνημα ήταν παρόμοια με αυτήν του Πράσινου κινήματος. Έτσι, όπως ακριβώς η νίκη των «ρεάλος» πάνω στους «φούντος» οδήγησε στο τέλος του Πράσινου κινήματος ως δυνάμει αντισυστημικού κινήματος, έτσι και η νίκη των «απομέσα» (insiders) —δηλαδή των φιλελεύθερων φεμινιστικών ομάδων που ήταν προσανατολισμένες στο να αποκτήσουν θέσεις και εξουσία μέσα στο σύστημα), έναντι των «απέξω» (outsiders) —δηλαδή των αυτόνομων γυναικείων κινημάτων που ήταν προσανατολισμένα στην επαναστατική αλλαγή, οδήγησαν στο τέλος του φεμινιστικού κινήματος ως δυνάμει αντισυστημικού κινήματος. Επί πλέον, όπως ακριβώς η παρακμή της Αριστεράς γενικά, που ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, ώθησε πολλούς αναρχικούς στο να αντικαταστήσουν την πολιτική με τον τρόπο ζωής, και την ορθολογική ανάλυση με τον «σπιριτουαλισμό», έτσι και η παρακμή του φεμινιστικού κινήματος ώθησε πολλές φεμινίστριες να αντικαταστήσουν τον ριζοσπαστικό φεμινισμό με τον «πολιτιστικό φεμινισμό» και τον ορθολογισμό με τον «σπιριτουαλισμό».[50]

Συμπερασματικά, κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας σημειώθηκε μια τόσο ευρείας εμβέλειας μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα Δεξιά, ώστε σήμερα με μεγάλη δυσκολία μπορούμε να βρούμε κινήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντισυστημικά. Έτσι, τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα και οι πολιτικές εκφράσεις τους έχουν μετακινηθεί προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό (δηλαδή έχουν προσχωρήσει στην ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας με κάποιες ήσσονες επιφυλάξεις), ενώ η παλαιά αντισυστημική Αριστερά του κρατικιστικού σοσιαλισμού έχει μετακινηθεί προς το κέντρο για να καταλάβει τον χώρο τον οποίο άφησε κενό η σοσιαλδημοκρατία, και τώρα είναι ενθουσιώδεις υποστηρικτές της μεικτής οικονομίας. Ταυτόχρονα, τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα έχουν σβήσει, ενώ κάποια αναρχικά ρεύματα, που εξακολουθούν να θέτουν αντισυστημικά αιτήματα, δεν συγκροτούν επ’ ουδενί κίνημα –ούτε άλλωστε το επιδιώκουν! Στην πραγματικότητα, τα μόνα σημαντικά αντισυστημικά ρεύματα σήμερα μπορούν να βρεθούν μέσα στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης (εν ευρεία εννοία), εξαιρουμένου βέβαια του ρεφορμιστικού Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ και των παρακλαδιών του.

Ωστόσο, το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης, που το εξετάσαμε λεπτομερειακά αλλού,[51] δεν είναι ούτε «κίνημα» ούτε αντισυστημικό. Συνοπτικά:

δεν είναι κίνημα διότι η ανομοιογένεια εκείνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες κατά της παγκοσμιοποίησης (που είναι κυρίως ακτιβιστές οι οποίοι ανήκουν σε άλλα κινήματα και οργανώσεις – αναρχικοί, κομμουνιστές, Πράσινοι, φεμινίστριες, εθνικιστές κλπ, που τους ενώνει η αντίθεσή τους προς την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), δεν επιτρέπει να διαμορφωθεί μια κοινή αντίληψη για την κοινωνία και ένα κοινό σύνολο αξιών. Και

δεν είναι «αντισυστημικό» κίνημα διότι οι περισσότεροι από αυτούς που μετέχουν σε αυτό δεν θεωρούν καν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο αλλά, συνήθως, την θεωρούν ως απλώς μια πολιτική, αν όχι μια καπιταλιστική συνομωσία και, ως τέτοια, ανατρέψιμη και μέσα στην οικονομία της αγοράς — αρκεί να ασκηθεί η κατάλληλη πίεση στις ελίτ.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να προβλέψουμε ότι το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης στο μέλλον ή θα σβύσει σταδιακά ή, το πιθανότερο, θα μετατραπεί σε άλλο ένα είδος «νέου» κοινωνικού κινήματος, όπως λόγου χάριν το Πράσινο κίνημα, και μετέπειτα θα ενσωματωθεί βαθμιαία στο «σύστημα». Εντούτοις, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν αντισυστημικά στοιχεία μέσα στο «κίνημα» αυτό εν ευρεία εννοία, που δυνάμει θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την δημιουργία ενός αληθινού αντισυστημικού κινήματος. Το πρόβλημα με αυτά τα αντισυστημικά στοιχεία επί του παρόντος είναι ότι δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο όραμα για μια μελλοντική κοινωνία, άρα ούτε μακροπρόθεσμη στρατηγική και βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα. Κοντολογίς, το πρόβλημα είναι ότι τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης, είτε επειδή επηρεάζονται από την μεταμοντέρνα εχθρότητα προς τα «οικουμενιστικά» προτάγματα, είτε επειδή προτιμούν την άμεση δράση ως αυτοσκοπό, δεν ενδιαφέρονται να οικοδομήσουν ένα αντισυστημικό κίνημα. Η σιωπηρή παραδοχή που κάνουν είναι ότι μέσα από την άμεση δράση και την αναπόφευκτη κρατική καταστολή, η κατάσταση θα γίνει επαναστατική και τότε, «αυθόρμητα», το ίδιο το κίνημα με κάποιον τρόπο θα δημιουργήσει την ανάλυση που χρειάζεται για την σημερινή κατάσταση, μαζί με ένα σαφές όραμα για την δομή της μελλοντικής κοινωνίας, την στρατηγική της μετάβασης, κλπ.

Προφανώς, πρόκειται για ρομαντική και ιστορικά αβάσιμη άποψη για το πώς αλλάζουν οι κοινωνίες, που μας ξαναφέρνει στην περίοδο προτού οι άνθρωποι ανακαλύψουν, όπως εξήγησα στο πρώτο τμήμα, ότι χρειάζονται οργανωμένα αντισυστημικά κινήματα για να αντικατασταθεί ένα σύστημα και ότι η πλειονότητα του πληθυσμού θα πρέπει να έχει αναπτύξει σαφώς αντισυστημική συνείδηση, ζώντας στην πράξη τους θεσμούς μιας νέας κοινωνίας, προτού λάβει όντως χώρα η μετάβαση σε αυτήν. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε ακόμα ένα ολοκληρωτικό πείραμα.

Και αυτό μας φέρνει στο κρίσιμο ζήτημα της στρατηγικής της μετάβασης που θα εξεταστεί στην επόμενη ενότητα.

4. Οριοθέτηση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατία από άλλα σύγχρονα ριζοσπαστικά προτάγματα

Συμμετοχικά Οικονομικά (Parecon)

Έπειτα από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τις πελώριες αμφιβολίες που το ιστορικό αυτό γεγονός δημιούργησε όσον αφορά στην ίδια την δυνατότητα να οργανώσουμε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, έχει γίνει επιτακτικότερο από ποτέ άλλοτε να εξετάσουμε τις συγκεκριμένες μορφές που θα μπορούσε να λάβει μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Το «όραμα» των Μάικλ Άλμπερτ [Michael Albert] και Ρόμπερτ Χάνελ [Robert Hahnel] για το Parecon[52] και οι συμπληρωματικές ιδέες που αναπτύχθηκαν από τους ίδιους και από άλλους για τους αντίστοιχους πολιτικούς θεσμούς είναι μεν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[53] μολονότι αυτό το μοντέλο ενδέχεται να αποτελεί την καλύτερη μέχρι τώρα προσπάθεια στον σοσιαλιστικό σχεδιασμό και στην αφομοίωση των διδαγμάτων που πήραμε από την ιστορική αποτυχία του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να διασφαλίσει τις θεσμικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την δημιουργία μιας νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης, η οποία να επανενσωματώσει στην κοινωνία την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση.

Κατ’ αρχάς το Πάρεκον, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με τις Μαρξιστικές προτάσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία, το Καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας, το Μπουκτσινικό πρόταγμα του κομμουναλισμού ή με αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δεν είναι πλήρες πολιτικό πρόταγμα, με την δική του ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, αλλά απλώς ένα στενό οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία, το οποίο, πρόσφατα και καθυστερημένα, συμπληρώθηκε, (ίσως και ως απάντηση στην κριτική της ΠΔ για την πλήρη σιωπή του Πάρεκον σχετικά με τους πολιτικούς θεσμούς και σε παρόμοιες επικρίσεις από άλλες πηγές), με κάποιες μισοψημένες ιδέες για τους πολιτικούς θεσμούς που είναι συμβατοί με το Πάρεκον – ένα είδος συμμετοχικής “δημοκρατίας”.

Έτσι, το Πάρεκον δεν στηρίζεται σε κάποια πολιτική, ιστορική ή φιλοσοφική ανάλυση που να προσπαθεί να το δικαιολογήσει, αλλά απλώς βασίζεται στην από μέρους του συγγραφέα απόρριψη ορισμένων στοιχείων του σημερινού συστήματος, καθώς και στις αξίες τις οποίες ο ίδιος άντλησε από «τις προσδοκίες και τις εμπειρίες ενός πελώριου φάσματος από προσπάθειες ακτιβιστών».[54] Με άλλα λόγια, το Πάρεκον δεν δικαιολογεί την ανάγκη για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία με βάση, λόγου χάριν, μια διαλεκτική της ιστορίας (όπως κάνει ο διαλεκτικός υλισμός), ή μια διαλεκτική της φύσης (όπως κάνει ο διαλεκτικός νατουραλισμός της Κοινωνικής Οικολογίας/κομμουναλισμού) ή, ίσως, μια αξιωματική επιλογή ανάμεσα στην παράδοση της αυτονομίας και σε αυτήν της ετερονομίας (όπως κάνουν το πρόταγμα της αυτονομίας και – με σημαντικές αποκλίσεις – η Περιεκτική Δημοκρατία).

Ωστόσο, μια σοβαρή πρόταση για την μορφή μιας μελλοντικής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι απλώς αντικείμενο του οράματος κάποιου διανοούμενου και των ηθικών αξιών που αυτός αντλεί από τους κοινωνικούς αγώνες. Αν πρόκειται να είναι αξιόπιστη, τότε πρέπει να αποτελεί πλήρες πολιτικό πρόταγμα, το οποίο, ενσωματωμένο σε μιαν από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς, αντλεί τις οργανωτικές αρχές της μελλοντικής κοινωνίας από συστηματική ανάλυση της τωρινής κοινωνίας και των τάσεων μέσα σε αυτή. Από αυτή την άποψη, η αντισυστημική Αριστερά δεν χρειάζεται να υιοθετήσει υποτιθέμενα πλουραλιστικά οράματα, τα οποία ίσως θα ήταν χρήσιμα μόνο σαν σημαντικές συμβολές στην σημερινή μεταμοντέρνα ιδεολογική σούπα, και πιθανώς στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (ΠΚΦ) ως ιδεολογικά μοντέλα του «ενός άλλου κόσμου που είναι εφικτός» τον οποίο αυτό διακηρύσσει.

Ωστόσο, ο Άλμπερτ δεν διστάζει να δηλώνει ότι το μοντέλο του εμπεριέχει σοσιαλιστικές ή αμεσοδημοκρατικές αξίες και να το χαρακτηρίζει «αναρχικό οικονομικό όραμα». Όμως, παρά το γεγονός ότι το Πάρεκον κάνει λόγο για εργατικά συμβούλια, δεν μπορεί να ταξινομηθεί στην σοσιαλιστική παράδοση, αφού αυτά τα συμβούλια δεν αποτελούν την αποκλειστική πηγή εξουσίας, όπως στα σοσιαλιστικά μοντέλα, αλλά απλώς μοιράζονται την εξουσία με τα συμβούλια καταναλωτών —μολονότι ακόμη και οι αντίστοιχες εξουσίες του κάθε τύπου συμβουλίου δεν προδιαγράφονται με σαφήνεια. Παρόμοια, η κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα/την καθεμιά σύμφωνα με τις ικανότητές του/της στον καθένα/στην καθεμιά σύμφωνα με τις ανάγκες του/της» παρακάμπτεται (το Πάρεκον χαρακτηρίζει το πρόβλημα ως ζήτημα συμπόνιας που πρέπει να τακτοποιηθεί μέσα από την δωρεάν πρόβλεψη κάποιων κοινωνικών υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες υγείας, και ένα ελάχιστο εισόδημα) προς όφελος της —υποτίθεται πιο «προηγμένης»— αρχής της ανταμοιβής με βάση την προσπάθεια και την θυσία! Παρόμοια, τα κρίσιμα ζητήματα της στρατηγικής της μετάβασης και της επανάστασης επίσης παρακάμπτονται, ενώ υιοθετείται η ρεφορμιστική στρατηγική του ΠΚΦ κατά της παγκοσμιοποίησης. Και, φυσικά, το Πάρεκον δεν ανήκει στην Μαρξιστική παράδοση, αφού κάνει λόγο για «όραμα» και, όπως προαναφέραμε, δεν έχει καμία ιστορική ανάλυση της σημερινής κοινωνίας, δεν συμμερίζεται τον Μαρξιστικό ορισμό των τάξεων και δεν προσδιορίζει καν την μορφή που θα λάβει η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σε μια προφανή προσπάθεια να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα της ευρύτερης Αριστεράς.

Ταυτόχρονα, το Πάρεκον δεν μπορεί να υπαχθεί στην ελευθεριακή ή στην αυτόνομη-δημοκρατική παράδοση, εφ’ όσον τα κύρια συλλογικά σώματα λήψης αποφάσεων σε αυτό ορίζονται σαφώς στην οικονομική σφαίρα. Έτσι, η έννοια του πολίτη ήταν ολότελα απούσα στο αρχικό σχήμα του Πάρεκον και είχε αντικατασταθεί από τις έννοιες του εργάτη και του καταναλωτή – εισάγοντας με αυτό τον τρόπο στην προτεινόμενη μετακαπιταλιστική κοινωνία τον οικονομικό δυϊσμό του νεώτερου ανθρώπου που εδραιώθηκε από την καπιταλιστική κοινωνία και υιοθετώντας ταυτόχρονα την σημερινή διαίρεση της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το Πάρεκον καταλήγει σε μια διαστρέβλωση της έννοιας της άμεσης δημοκρατίας, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[55] την οποία, όμως, επικαλείται.

Ωστόσο, οι υποστηρικτές του Πάρεκον,[56] σε μια καθυστερημένη προσπάθεια να περιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς που είναι συμβατοί με τους οικονομικούς θεσμούς του οράματος, εισήγαγαν την έννοια του πολίτη, αν και ως έννοια συμπληρωματική προς αυτήν των εργατών και των καταναλωτών, που παίρνουν τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις. Σε αυτό το σχήμα, τα συμβούλια καταναλωτών, τώρα με το όνομα «λαϊκά συμβούλια» ή απλώς «συμβούλια», έχουν την ευθύνη για την λήψη των πολιτικών αποφάσεων, έτσι ώστε οι καταναλωτές, ως πολίτες αυτή την φορά, παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, σε αντιδιαστολή προς τις καθαρά οικονομικές αποφάσεις για την κατανομή των οικονομικών πόρων τις οποίες παίρνουν ως μέλη των συμβουλίων καταναλωτών.

Η δομή της κοινωνικής πυραμίδας που προτείνεται έχει ως εξής:

Στο κατώτερο επίπεδο, θα υπάρχουν πρωτοβάθμια συμβούλια που θα περιλαμβάνουν κάθε ενήλικο στην κοινωνία. Ο αριθμός των μελών σε αυτά τα πρωτοβάθμια συμβούλια θα κυμαίνεται μεταξύ των 25 και των 50.

Κάθε πρωτοβάθμιο συμβούλιο θα επιλέγει έναν εκπρόσωπο σε ένα δευτεροβάθμιο συμβούλιο, το οποίο επίσης θα αποτελείται από 20-50 εκπροσώπους, [έχοντας] πιθανόν το ίδιο μέγεθος με τα πρωτοβάθμια συμβούλια, αλλά όχι κατ’ ανάγκην.

Παρόμοια, κάθε δευτεροβάθμιο συμβούλιο θα επιλέγει εκπροσώπους σε τριτοβάθμια συμβούλια κ.ο.κ., μέχρις ότου να συμπληρωθεί η κοινωνική πυραμίδα στο ανώτατο συμβούλιο για ολόκληρη την κοινωνία.

Όμως, το προτεινόμενο νομοθετικό σύστημα όχι μόνο θα κατέληγε να καθιερώσει ένα είδος «γραφειοκρατικής δημοκρατίας» (ή «συμμετοχικής γραφειοκρατίας», όπως εύστοχα το χαρακτήρισε, στο περιοδικό Anarchist Studies, ένας ελευθεριακός πανεπιστημιακός, ο Τζων Κραμπ[57]) αλλά επίσης και ένα άκρως ιεραρχικό είδος “δημοκρατίας”, δεδομένου ότι οι «εκπρόσωποι» στα συμβούλια «θα είναι επιφορτισμένοι με το να προσπαθούν να απηχούν τις πραγματικές απόψεις του συμβουλίου από το οποίο προήλθαν (δηλαδή δεν θα τους ανατίθεται απλή «εντολή», όπως στην ΠΔ) – πράγμα που σημαίνει ότι τα συμβούλια σε κάθε επίπεδο θα είναι διαβουλευτικά σώματα. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να φανταστούμε ότι τα μέλη των συμβουλίων στα ανώτερα κλιμάκια θα συγκεντρώνουν περισσότερη δύναμη απ’ ότι τα μέλη των συμβουλίων στα κατώτερα κλιμάκια, με αποκορύφωση το συμβούλιο ανωτάτου επιπέδου, το οποίο στην ουσία θα παίζει τον ρόλο ενός είδους Κεντρικής Επιτροπής ως προς την νομοθεσία! Η απώτερη αιτία αυτού του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης δύναμης οφείλεται φυσικά στο γεγονός ότι το Πάρεκον βασίζεται σε μια συγκεντρωτική οικονομία και κοινωνία, σε αντίθεση με την ριζικά αποκεντρωμένη οικονομία και κοινωνία την οποία προβλέπει το πρόταγμα της ΠΔ.

Από την άλλη μεριά, σε μια πραγματική δημοκρατία, όπως αυτή που προτείνεται από το πρόταγμα της ΠΔ, όλες οι σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις λαμβάνονται άμεσα από τους πολίτες σε δημοτικές συνελεύσεις, που είναι τα ανώτατα σώματα για την χάραξη πολιτικής. Οποτεδήποτε δηλαδή πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις σε ανώτερο επίπεδο (περιφερειακό, συνομοσπονδιακό), οι συνελεύσεις των ανακλητών απεσταλμένων με συγκεκριμένη εντολή απλώς συντονίζουν τις πρωτοβάθμιες αποφάσεις που λαμβάνονται τοπικά, τις οποίες διαχειρίζονται και υλοποιούν στο περιφερειακό ή στο συνομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι μόνον διαχειριστικά συμβούλια και όχι σώματα χάραξης πολιτικής – όπως είναι όλα τα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Επομένως, είναι σαφές ότι ο Άλμπερτ (καθώς και ο Χάμπερμας, ο Μπόμπιο και άλλοι υποστηρικτές της προσέγγισης της «κοινωνίας πολιτών») βλέπει την άμεση δημοκρατία όχι σαν πολίτευμα αλλά απλώς σαν διαδικασία, η οποία στην πραγματικότητα εύκολα αντικαθίσταται από το αντίθετό της, δηλαδή την αντιπροσώπευση, οποτεδήποτε η άμεση δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τις συνταγές του Πάρεκον! Αυτό ισχύει, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το Πάρεκον υιοθετεί μιαν «εργαλειακή» αντίληψη για την πολιτική, σύμφωνα με την οποίαν οι πολίτες έχουν λόγο στις αποφάσεις μόνο ανάλογα με τον βαθμό στον οποίον τα αποτελέσματα [αυτών των αποφάσεων] τους επηρεάζουν, με άλλα λόγια, λαμβάνουν μέρος στην διαδικασία λήψης αποφάσεων όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως μέσον για έναν [άλλον] σκοπό. Αυτό είναι φυσικά παρόμοιο με την αντίληψη της σημερινής κοινωνίας για την πολιτική, στην οποία καταγίνεται κανείς με την πολιτική δράση μόνο για να προωθήσει την ευημερία του και όχι σύμφωνα με αρχές εγγενείς στην πολιτική ζωή, όπως η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, το θάρρος και η αρετή.

Μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στο Πάρεκον και την ΠΔ είναι ότι η τελευταία, ακολουθώντας την διάκριση την οποία υιοθετεί ανάμεσα σε βασικές και σε μη βασικές ανάγκες, προτείνει την αρχή της ανταμοιβής «σύμφωνα με τις ανάγκες» για τις βασικές ανάγκες και «σύμφωνα με την προσπάθεια» για τις μη βασικές ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο, αναγνωρίζεται ρητά ότι η αντιμετώπιση των βασικών αναγκών είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που δεν μπορούμε να το αρνηθούμε σε κανέναν, εφ’ όσον προσφέρει την ελάχιστη ποσότητα εργασίας που απαιτείται γι’ αυτήν – αντίθετα απ’ ό,τι το Πάρεκον, όπου η ικανοποίηση αυτών των αναγκών αφήνεται σε ελάχιστα αγαθά που χαρακτηρίζονται ως “δημόσια αγαθά”, καθώς και στην συμπόνια.

Ένα άλλο καίριο στοιχείο του Πάρεκον είναι η οργάνωση της εργασίας σύμφωνα με «εργασιακά πλέγματα» [“work complexes”] που προβάλλεται σαν κάποιου είδους πανάκεια, η οποία εξασφαλίζει την ίση ενδυνάμωση [empowerment] των πολιτών καθώς και την ίση “επιθυμητότητα” της εργασίας. Ωστόσο, όπως έδειξα αλλού,[58] όχι μόνο τα εργασιακά πλέγματα θα έχουν, αναπόφευκτα, περιορισμένη εφαρμοσιμότητα σε μια μοντέρνα οικονομία όπου οι τεχνολογικές αλλαγές έχουν οδηγήσει σε μεγάλη διαφοροποίηση της εργασίας με βάση την κατάρτιση, την επιδεξιότητα, το ταλέντο, κλπ, αλλά επίσης τα αποτελέσματά τους στην ενδυνάμωση και στην επιθυμητότητα των θέσεων εργασίας είναι άκρως αμφισβητήσιμα. Όσον αφορά στην ενδυνάμωση, λόγου χάριν, με δεδομένες τις διαφορές ως προς την κατάρτιση, την εμπειρία, τις εκ φύσεως δεξιότητες και ούτω καθ’ εξής, είναι σχεδόν αδύνατον να δημιουργήσουμε «συγκρίσιμα επίπεδα ενδυνάμωσης” στην εργασία μόνο με την εισαγωγή των εργασιακών πλεγμάτων, όπως υποθέτουν οι Άλμπερτ και Χάνελ, που φαίνεται να θεωρούν πως ο καταμερισμός μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας είναι η μόνη αιτία των ιεραρχικών διαιρέσεων, ενώ, φυσικά, η βασική αιτία των ιεραρχικών διαιρέσεων είναι η άνιση κατανομή θεσμοθετημένης δύναμης μεταξύ των πολιτών.

Μολονότι, επομένως, είναι αλήθεια ότι ο καταμερισμός μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας είναι σημαντικός για την δημιουργία ιεραρχικών διαιρέσεων, θα ήταν υπεραπλουστευτικό να υποθέσουμε ότι είναι και η μόνη αιτία τους, με δεδομένο ότι το βασικό αίτιο των ιεραρχικών διαιρέσεων είναι η ανισοκατανομή θεσμοθετημένης δύναμης μεταξύ των πολιτών. Επομένως, η ίση κατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης, την οποία διασφαλίζουν οι θεσμοί μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, είναι κρίσιμο βήμα για την κατάργηση των ιεραρχικών διαιρέσεων. Ωστόσο, αυτοί οι θεσμοί πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο την λήψη αποφάσεων σε συνελεύσεις, αλλά επίσης την κατάργηση οποιωνδήποτε de jure ιεραρχικών διαιρέσεων στον χώρο εργασίας, στον χώρο εκπαίδευσης, και ούτω καθ’ εξής – ό,τι το πρόταγμα της ΠΔ αποκαλεί δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο.

Τέλος, δεδομένου ότι το Πάρεκον, όπως τα συστήματα του σοσιαλιστικού σχεδιασμού και της οικονομίας της αγοράς, συμμερίζεται τον ίδιο γενικό στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και την συνακόλουθη έννοια της οικονομικής αποτελεσματικότητας, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι αντιμετωπίζει τα οικολογικά προβλήματα σαν πρόβλημα “εξωτερικών οικονομιών” (ακριβώς όπως κάνουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και οι περιβαλλοντιστές!), το οποίο υποτίθεται ότι μπορεί να λυθεί με το να εμπλέξουμε περισσότερα συμβούλια καταναλωτών και όχι μόνο τα συμβούλια απ’ όπου προέρχονται οι προτάσεις για την συλλογική κατανάλωση. Με αυτό τον τρόπο, τα οικολογικά προβλήματα στην πραγματικότητα ανάγονται σε δευτερεύοντα προβλήματα, σαν τα προβλήματα που προκαλούνται από την μόλυνση —κάτι που μπορεί όντως να ληφθεί υπ’ όψιν με την προτεινόμενη διαδικασία. Ωστόσο, τα κύρια οικολογικά προβλήματα, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, των οποίων η λύση τους απαιτεί αλλαγή στον ίδιο τον τρόπο ζωής των πολιτών, επιβάλλουν την εγκατάλειψη της οικονομικής ανάπτυξης ως βασικού αντικειμενικού σκοπού της παραγωγής. Επί πλέον, η πλήρης σιωπή του Πάρεκον για την ανάγκη ριζικής αποκέντρωσης (απόφαση που προφανώς δεν μπορεί να ληφθεί μόνο από τα συμβούλια εργατών ή τα συμβούλια καταναλωτών) καθιστά σαφές ότι η συγκέντρωση που χαρακτηρίζει τόσο τις οικονομίες της αγοράς όσο και τις κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες —βασική αιτία της τωρινής οικολογικής κρίσης— δεν θεωρείται καν πρόβλημα από το Πάρεκον!

Τέλος, το σπουδαιότερο, το Πάρεκον, αντίθετα απ’ ότι η ΠΔ, βασίζεται αποκλειστικά στον σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων. Αυτό, συν το γεγονός ότι δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα σε βασικές και μη βασικές ανάγκες, συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αυτοδιαχείριση ούτε για τους εργάτες ούτε για τους καταναλωτές. Στην πραγματικότητα, όμως, κανένα είδος οικονομικής οργάνωσης που βασίζεται μόνο στο Πλάνο, όσο δημοκρατικό και αποκεντρωμένο και αν είναι, δεν μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική αυτοδιαχείριση και ελευθερία επιλογής.

Απο-ανάπτυξη και οικοχωριά

Όπως έχει επισημανθεί αλλού σε μια αξιολόγηση του προτάγματος της απο-ανάπτυξης από την σκοπιά της ΠΔ,[59] η ανάδυση του προτάγματος αυτού που ανέπτυξε βασικά ο Σερζ Λατούς ήταν σημαντική εξέλιξη σε σχέση με την πολιτική και την σκέψη των Πρασίνων. Και αυτό, διότι έδειξε ότι το Πράσινο κίνημα —έπειτα από την άνοδο που γνώρισε ως αντισυστημικό κίνημα στην Γερμανία κατά την δεκαετία του 1970 και την μετέπειτα ενσωμάτωσή του στην παραδοσιακή πολιτική, ως κάποιου είδους ρεφορμιστικό Αριστερό κόμμα ή ομάδα πίεσης— μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να εξακολουθήσει να παίζει κάποιον ρόλο στο μεταίχμιο, ανάμεσα σε ένα ρεφορμιστικό και σε ένα αντισυστημικό κίνημα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης εμφανίστηκε σε μια εποχή στην οποία το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η κλιματική αλλαγή είχαν ήδη γίνει πρωτοσέλιδες ειδήσεις, ιδιαίτερα μετά από την δημοσίευση της Τέταρτης Έκθεσης Αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματολογική Αλλαγή, η οποία συνέδεσε κατά τρόπο αναμφισβήτητο τα σαφή σημάδια της παγκόσμιας κλιματικής μεταβολής με την αύξηση σε ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου.

Συγχρόνως, το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες τόσο στο θεωρητικό όσο και στο στρατηγικό επίπεδο, με την προσέγγιση του «Απλούστερου Τρόπου» που πρότεινε ο Τεντ Τρέινερ, —[η οποία, όπως και η προσέγγιση της απο-ανάπτυξης, ενέχει «κατά κύριο λόγο μικρές, σε μεγάλο βαθμό, αυτάρκεις τοπικές οικονομίες˙ οικονομικά συστήματα υπό κοινωνικό έλεγχο και όχι κινούμενα από τις δυνάμεις της αγοράς ή το κίνητρο του κέρδους, καθώς και άκρως συνεργατικά και συμμετοχικά συστήματα»]— καθώς και με το σχετιζόμενο [με αυτό] «κίνημα των οικοχωριών» [eco-village movement].[60] Ωστόσο, το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης τονίζει ότι η διαδικασία της μετάβασης δεν ενέχει μόνο την δημιουργία «οικοχωριών» έξω από την κύρια κοινωνία, αλλά, αντίθετα, την δημιουργία «αστικών χωριών»,[61] πράγμα που προϋποθέτει ένα υψηλό βαθμό αποκέντρωσης μέσα στην ίδια την κύρια κοινωνία. Με άλλα λόγια, αντίθετα από τους υποστηρικτές των οικοχωριών οι οποίοι, ακόμη και όταν ο στόχος τους είναι η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κινήματος και όχι απλώς μια αλλαγή στον τρόπο ζωής, αποβλέπουν κυρίως σε ένα κίνημα βασισμένο σε κοινότητες έξω από την κύρια κοινωνία, οι υποστηρικτές του προτάγματος της απο-ανάπτυξης στοχεύουν ρητά στο να δημιουργήσουν ένα νέο κοινωνικό κίνημα μέσα στην κύρια κοινωνία – όπως προσπαθούσαν ανέκαθεν να κάνουν τα παραδοσιακά Πράσινα κόμματα.

Το σκεπτικό του προτάγματος της απο-ανάπτυξης είναι το γνώριμο ριζοσπαστικό Πράσινο σκεπτικό. Η ανάπτυξη ως αυτοσκοπός δεν είναι βιώσιμη, διότι προσκρούει στα όρια της βιοσφαίρας. Μολονότι έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις στην οικολογική αποτελεσματικότητα, αυτές αντισταθμίζονται από την συνεχιζόμενη ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα, η οικολογική κρίση, ιδιαίτερα όσον αφορά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο απειλεί με καταστροφική κλιματική αλλαγή, χειροτερεύει συνεχώς. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι η συνεχής οικονομική μεγέθυνση έχει γίνει σε βάρος της ποιότητας της ζωής – από την άποψη του καθαρού νερού, του αέρα και του περιβάλλοντος γενικά – αν όχι και σε βάρος της ίδιας της ζωής, πρώτα των ζώων και κατόπιν, ολοένα περισσότερο, των ίδιων των ανθρώπων. Επομένως η απο-ανάπτυξη, με την έννοια της συρρίκνωσης της οικονομίας μας, φαίνεται αναγκαία και επιθυμητή. Ο στόχος δηλαδή πρέπει να είναι μια κοινωνία μη-ανάπτυξης, για να αντικαταστήσει την τωρινή κοινωνία ανάπτυξης.

Ωστόσο, μολονότι το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης θεωρείται από τους υποστηρικτές του ως αυστηρό «πολιτικό πρόταγμα, με την έννοια της συγκρότησης —στον Βορρά καθώς και στον Νότο— ευχάριστων [convivial], αυτόνομων και οικονομικών κοινωνιών και δεν εμπίπτει στο πεδίο των πολιτικαντισμών των επαγγελματιών πολιτικών»,[62] είναι σαφές ότι στοχεύει κυρίως σε μία μόνο πτυχή της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης: στην οικολογική πτυχή. Όμως, μολονότι η οικολογική είναι μια πολύ σημαντική πτυχή αυτής της κρίσης, εξ ίσου σημαντικές είναι και οι άλλες πτυχές της. Με άλλα λόγια, το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης, αντίθετα απ’ ότι το πρόταγμα της ΠΔ, δεν είναι ένα οικουμενικό πρόταγμα για την ανθρώπινη απελευθέρωση, αλλά ένα μονοθεματικό [one-issue] πρόταγμα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, με δεδομένη την δυσπιστία του Λατούς προς τα οικουμενικά προτάγματα, η οποία ενδέχεται να κινείται από την μετανεωτερική αποστροφή προς κάθε είδος οικουμενικού προτάγματος – την ίδιαν αποστροφή που έχει οδηγήσει στην εγκατάλειψη, από το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς, κάθε προβληματικής για συστημική αλλαγή και σε ό,τι ο Καστοριάδης ορθά αποκάλεσε «γενικευμένο κομφορμισμό». Όμως, πέρα από αυτή την βασική διαφορά όσον αφορά στην φύση του προτάγματος της απο-ανάπτυξης και του προτάγματος της ΠΔ, υπάρχουν σημαντικές θεωρητικές και στρατηγικές διαφορές μεταξύ τους, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν υποβαθμίζει τις σημαντικές τους ομοιότητες σε σχέση με τον κοινό τους στόχο —δηλαδή την απομάκρυνση από τη σημερινή οικονομία και κοινωνία ανάπτυξης,— αλλά και όσον αφορά στα κοινά μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού —δηλαδή την ριζική αποκέντρωση και την επικέντρωση στην τοπική οικονομία.

Η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Τούτο σημαίνει ότι ούτε η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ούτε οι οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας ανάπτυξης μπορούν να αποφευχθούν μέσα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ωστόσο, το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης δεν φαίνεται να απορρίπτει ούτε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς ούτε το πολιτικό του συμπλήρωμα, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», κάτι που συνεπάγεται σαφώς ότι η πολιτιστική επανάσταση που το πρόταγμα αυτό φαντάζεται δεν συνεπάγεται συστημική αλλαγή, αλλά απλώς την «απο-αποικιοποίηση του φαντασιακού», δηλαδή την αλλαγή στις αξίες και στις ιδέες. Στην πραγματικότητα, ακόμη και όταν γίνεται λόγος για αλλαγές στους θεσμούς, με την μορφή αλλαγών στο νομικό σύστημα και στις σχέσεις παραγωγής, είναι σαφές ότι αυτές δεν ενέχουν αλλαγές στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στην κατανομή των οικονομικών πόρων μέσω της αγοράς.

Εντούτοις, ο Λατούς έχει δίκιο, όταν υποστηρίζει ότι «η δημιουργία δημοκρατικών τοπικών πρωτοβουλιών είναι πιο ρεαλιστική από την δημιουργία μιας δημοκρατικής παγκόσμιας κυβέρνησης», ιδιαίτερα αν λάβει την μορφή μιας συνομοσπονδίας δήμων, όπως προτείνεται από το πρόταγμα της ΠΔ, που ο Λατούς το εξετάζει αρκετά λεπτομερειακά.[63] Ωστόσο η τοπικιστική προσέγγιση, είτε παίρνει την μορφή αστικών χωριών και συμμετοχικής δημοκρατίας (Χομς) ή ακόμη και μιας συνομοσπονδίας δήμων μέσα σε μια μεταρρυθμισμένη οικονομία της αγοράς και μεταρρυθμισμένη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (Λατούς), είναι σαφές ότι, με βάση την παραπάνω ανάλυση, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κοινωνία απο-ανάπτυξης. Και αυτό, διότι το είδος αυτό «οικολογικής δημοκρατίας» δεν λύνει βέβαια το πρόβλημα της συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής δύναμης – το βασικό αίτιο της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης.

Παρόμοια ερωτήματα ανακύπτουν σε σχέση με τον Απλούστερο Τρόπο του Τεντ Τρέινερ, που ενέχει την ανάπτυξη «όχι πλουσιοπάροχων —αλλά επαρκών— επιπέδων υλικής διαβίωσης, [και] κατά κύριο λόγο μικρές, αυτοδύναμες τοπικές οικονομίες», μέσα από μια βαθιά αλλαγή στις αξίες και στην κοσμοθεωρία, πέρα από κάποια από τα θεμελιωδέστερα στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, ιδιαίτερα όσα σχετίζονται με τον ανταγωνιστικό, κτητικό ατομικισμό. Ο Τρέινερ υποστηρίζει ότι «η καλύτερη ευκαιρία μας θα ήταν μέσα από μια προσπάθεια να επιχειρήσουμε εδώ και τώρα να μεταμορφώσουμε τις τωρινές πόλεις και τα προάστια για να γίνουν τρόπον τινά «οικοχωριά»» —διαδικασία η οποία, όπως ο ίδιος εισηγείται, θα μπορούσε να αρχίσει από τώρα, με μικρές τοπικές ομάδες να αρχίζουν ν’ αποκτούν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις τοπικές οικονομίες τους. Αυτό, καταλήγει ο ίδιος, θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό: «ο Απλούστερος Τρόπος είναι θάνατος για τον καπιταλισμό, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα τον νικήσουμε είναι με το να τον αγνοήσουμε μέχρι θανάτου, στρέφοντας τα νώτα σ’αυτόν και κτίζοντας εκείνα τα πολλά μικρά κομμάτια του εναλλακτικού [τρόπου ζωής] που θα μπορούσαμε εύκολα να οικοδομήσουμε από τώρα κιόλας.»[64]

Όπως, όμως, επεσήμανα σε απάντηση προς αυτό το επιχείρημα,[65] μόνο αν οι τωρινές Αντισυστημικές δραστηριότητες, που προεικονίζουν το [εναλλακτικό] σύστημα, γινόντουσαν αναπόσπαστο τμήμα ενός αντισυστημικού κινήματος, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην λύση του κρίσιμου προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σήμερα —παρά να είναι μέρος του ίδιου του προβλήματος. Η διαδικασία αυτή δεν ενέχει απλώς την δημιουργία οικοχωριών (που βρίσκονται έξω από την κυρίως κοινωνία) αλλά, αντίθετα, την δημιουργία τοπικών «περιεκτικών δημοκρατιών εν δράσει», οι οποίες θα μπορούσαν σταδιακά να απομακρύνουν πόρους από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς, οικονομικούς και οικολογικούς θεσμούς για να αντικαταστήσουν τους τωρινούς. Με άλλα λόγια, ο πυρήνας της μεταβατικής διαδικασίας θα έπρεπε να ενέχει μια αλλαγή θεσμών στο τοπικό επίπεδο η οποία, μέσα από την αλληλεπίδραση με μια συνακόλουθη αλλαγή στις αξίες, θα οδηγούσε σε έναν νέο πολιτισμό, αντί γι αυτό που φαίνεται να υποστηρίζει ο Τρέινερ, ότι δηλαδή η όλη διαδικασία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί απλώς μέσα από μια ριζική αλλαγή στην κουλτούρα που δεν συνδέεται αναγκαστικά με κάποια παράλληλη θεσμική αλλαγή.

Σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, λοιπόν, μόνο μέσα από μια μεταβατική στρατηγική, που θα αποσκοπούσε στην δημιουργία νέων δημοκρατικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, καθώς και μέσα από την Παιδεία, που θα αποσκοπούσε στο να καταστήσει ηγεμονικές τις αντίστοιχες αξίες, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ρεαλιστικά ότι θα δημιουργούσαμε τις συνθήκες για την ανάδυση μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας που δεν θα ήταν βασισμένη στην οικονομική ανάπτυξη: δηλαδή, μιας πραγματικής οικολογικής δημοκρατίας, ως αναπόσπαστου τμήματος μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Και αυτό μας φέρνει στο καίριο ζήτημα των στρατηγικών μετάβασης.

5. Η ανάγκη για μια νέα μεταβατική στρατηγική

Όπως τονίσαμε παραπάνω, το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των αντισυστημικών κινημάτων, καθώς και το τέλος της ταξικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια «σύστημα» ή «ταξικές διαιρέσεις». Αυτό που όντως σημαίνει είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε νέες «ταξικές διαιρέσεις», γεγονός που συνεπάγεται σαφώς την ανάγκη για ένα αντισυστημικό κίνημα νέου τύπου.

Κατά την προβληματική της ΠΔ, η βαθμιαία έκλειψη των οικονομικών τάξεων με την Μαρξιστική έννοια απλώς σημαίνει τον θάνατο των παραδοσιακών ταξικών διαιρέσεων και την γέννηση νέων «ολιστικών» ταξικών διαιρέσεων, δηλαδή διαιρέσεων που εντοπίζονται μέσα στις εξουσιαστικές δομές του ίδιου του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και όχι μόνο σε κάποιες πλευρές του, π.χ. στις οικονομικές σχέσεις, ή εναλλακτικά στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, την πολιτική της ταυτότητας, τις αξίες και ούτω καθ’ εξής. Επομένως, μολονότι δεν έχει νόημα να κάνουμε πια λόγο για μονολιθικές ταξικές διαιρέσεις, αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ότι, όταν οι εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες αναπτύξουν κοινή συνείδηση για τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν δομές άνισης κατανομής δύναμης, μπορεί να ενωθούν, κατά πρώτο λόγο όχι ενάντια στις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες καθαυτές αλλά ενάντια στο ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο και σε εκείνους που το υπερασπίζονται. Το ενοποιητικό στοιχείο, που θα μπορούσε να ενώσει μέλη των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων με βάση ένα απελευθερωτικό πρόταγμα όπως το πρόταγμα της ΠΔ, θα ήταν ο αποκλεισμός τους από διάφορες μορφές εξουσίας/δύναμης – ένας αποκλεισμός που είναι θεμελιωμένος στην άνιση κατανομή δύναμης που χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις αντίστοιχες αξίες.

Η ευρύτητα της αντίληψης της Περιεκτικής Δημοκρατίας και η ανάλυσή της για τις σημερινές «ταξικές» διαιρέσεις δείχνει ότι το αντισυστημικό κίνημα που προβλέπει το πρόταγμα της ΠΔ διαφέρει ριζικά από τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα και προβάλλει μια αντίληψη για ένα αντισυστημικό κίνημα νέου τύπου. Έτσι, το κίνημα αυτό διαφέρει θεμελιωδώς από τα παλαιά ρεφορμιστικά κινήματα, (όπως το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα), καθώς και από τα επαναστατικά κινήματα, (όπως το κομμουνιστικό ή το αναρχικό κίνημα), τόσο σε ό,τι αφορά τους στόχους που επιδιώκει όσο και σε ό,τι αφορά τα μέσα που χρησιμοποιεί για να επιτύχει τους σκοπούς αυτούς.

Όσον αφορά στους στόχους, μολονότι το κίνημα της ΠΔ είναι αντισυστημικό, όπως το κομμουνιστικό και το αναρχικό κίνημα, παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: τα κομμουνιστικά οράματα (το μαρξιστικό ή το αναρχο-κομμουνιστικό), αντίθετα με το πρόταγμα της ΠΔ, προϋποθέτουν μια κοινωνία μετα-σπάνεως, και επομένως αποκλείουν την ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας, ενώ οι αναρχοσυνδικαλιστικές εκδοχές βασίζονται σε εργατικά συμβούλια και όχι, όπως το πρόταγμα της ΠΔ, σε συνελεύσεις πολιτών, δηλαδή σε μια συλλογική μονάδα λήψης αποφάσεων πολύ ευρύτερης εμβέλειας.

Σε ό,τι αφορά στα μέσα, η επαναστατική στρατηγική που υιοθετείται τόσο από το κομμουνιστικό όσο και από το αναρχικό κίνημα απορρίπτεται από το κίνημα της ΠΔ διότι, όπως επεσήμανα αλλού,[66] το μεγαλύτερο πρόβλημα οποιασδήποτε επαναστατικής στρατηγικής, είτε «από τα πάνω» (όπως την συλλαμβάνουν τα Μαρξιστικά κινήματα) είτε «από τα κάτω» (αναρχικά κινήματα) είναι η άνιση ανάπτυξη της συνειδητοποίησης μέσα στον πληθυσμό. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι μια επανάσταση που υποθέτει ρήξη με το παρελθόν, τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο της συνείδησης όσο και στο θεσμικό επίπεδο, λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μια μειονότητα έχει ήδη έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Τότε, εάν η επανάσταση είναι:

«από τα πάνω», έχει κάποια πιθανότητα να επιτύχει τον πρώτο στόχο της, να καταργήσει την κρατική εξουσία και να εδραιώσει την δική της εξουσία. Όμως, ακριβώς επειδή είναι επανάσταση από τα πάνω με τις δικές της ιεραρχικές δομές κλπ, δεν έχει καμία πιθανότητα να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλαδή να κάνει ηγεμονικό το νέο επαναστατικό παράδειγμα, παρά μόνο να το κάνει τυπικά “κυρίαρχο”, στο επίπεδο της επίσημης ιδεολογίας.

Ενώ αν είναι «από τα κάτω», μολονότι αυτή είναι η ορθή προσέγγιση για να μεταστραφούν οι άνθρωποι δημοκρατικά στο νέο κοινωνικό παράδειγμα, πάσχει από το γεγονός ότι η άνιση ανάπτυξη της συνειδητοποίησης μέσα στον πληθυσμό ενδέχεται να μην επιτρέψει στους επαναστάτες να επιτύχουν ούτε καν τον πρώτο στόχο τους, την κατάργηση της κρατικής εξουσίας. Αλλά, ακόμη και αν το κατορθώσουν, ο ταχύτατος και ραγδαίος χαρακτήρας της επαναστατικής αλλαγής εγγυάται ότι τα άνισα επίπεδα συνειδητοποίησης θα σημαδέψουν τα πρώτα κρίσιμα στάδια μετά την επανάσταση.

Η συλλογιστική, πίσω από την μεταβατική στρατηγική της ΠΔ, είναι ότι επειδή η συστημική αλλαγή απαιτεί ρήξη με το παρελθόν, η οποία εκτείνεται τόσο στο θεσμικό όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο, μια τέτοια ρήξη είναι δυνατή μόνο μέσα από την ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου ευρέως πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή, το οποίο θα δημιουργήσει σαφή αντισυστημική συνείδηση σε μαζική κλίμακα. Αυτό είναι σε αντίθεση τόσο με την κρατικιστική σοσιαλιστική στρατηγική (η οποία καταλήγει στην δημιουργία σαφούς αντισυστημικής συνείδησης μόνο σε ό,τι αφορά μια πρωτοπορία,) όσο και με τις δραστηριότητες του τρόπου ζωής, (οι οποίες, αν δημιουργούν καν αντισυστημική συνείδηση, αυτή είναι περιορισμένη στα ελάχιστα μέλη των διαφόρων ελευθεριακών «γκρουπούσκουλων»).

Ωστόσο, η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας —που πρέπει να γίνει ηγεμονική πριν να πραγματοποιηθεί η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία— είναι δυνατή μόνο μέσα από την παράλληλη οικοδόμηση νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, μόνο μέσα από την δράση για την οικοδόμηση τέτοιων θεσμών είναι δυνατή η οικοδόμηση ενός μαζικού πολιτικού κινήματος με δημοκρατική συνείδηση. Μια τέτοια στρατηγική δημιουργεί τους όρους για την μετάβαση, τόσο τους «υποκειμενικούς», με την έννοια της συμβολής στην ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής συνείδησης, όσο και τους «αντικειμενικούς», με την έννοια της δημιουργίας των νέων θεσμών που θα αποτελούν την βάση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η εδραίωση αυτών των νέων θεσμών θα βοηθούσε καίρια εδώ και τώρα τα θύματα της συγκέντρωσης δύναμης που επέφερε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο και, ιδιαίτερα [θα βοηθούσε] τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιουργούνται από αυτήν.

Ο σκοπός, επομένως, της στρατηγικής για την ΠΔ είναι η δημιουργία, από τα κάτω, «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας», δηλαδή η ίδρυση τοπικών Περιεκτικών Δημοκρατιών οι οποίες, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα ενωνόντουσαν σε συνομοσπονδία, ούτως ώστε να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση μιας νέας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ένα κρίσιμο επομένως στοιχείο της στρατηγικής αυτής είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθιδρύονται αμέσως μόλις ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη περιοχή έχουν σχηματίσει μια βάση για την «δημοκρατία εν δράσει» —κατά προτίμηση, αλλά όχι αποκλειστικά, σε μαζική κοινωνική κλίμακα που εξασφαλίζεται με την νίκη σε τοπικές εκλογές με βάση ένα πρόγραμμα ΠΔ. Είναι σαφές ότι μια τέτοια στρατηγική συνεπάγεται αναπροσδιορισμό του απελευθερωτικου υποκειμένου[67] για να ληφθούν υπ’ όψιν οι συστημικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει σήμερα σε ένα νέο χάρτη των ταξικών διαιρέσεων. Συνεπάγεται επίσης την ανάγκη για ένα νέο είδος πολιτικής (αντί γι αυτό που περνά για «πολιτική σήμερα») και πολιτικής οργάνωσης, παρόμοια με αυτά που προτείνονται από το πρόταγμα της ΠΔ.[68]

[1] Το άρθρο αυτό του Τάκη Φωτόπουλου, όπως και τα επόμενα για το Καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας και το Μπουκτσινικό πρόταγμα του κομουναλισμού, αποτελούν προδημοσίευση απο το βιβλίο Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία (Επιμέλεια: Steven Best) που θα εκδοθεί τον Μάη 2008 απο τις Εκδόσεις Κουκίδα.
[2] Βλ. T. Fotopoulos, “Class divisions today – the Inclusive Democracy Approach”, Democracy & Nature, τ. 6, τχ. 2, Ιούλιος 2000 (βλ. μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 8-9, 2004-2005)
[3] T. Fotopoulos, “The Myth of Post Modernity”, Democracy & Nature, τ. 7, τχ. 1, Μάρτιος 2001.
[4] Αν και μπορεί κανείς να διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις για την τυπολογία νεωτερικός/μετανεωτερικός, όπως επεσήμανε και ο Καστοριάδης. Βλ. Κ. Καστοριάδη, “The Retreat from Autonomy: Postmodernism as Generalised Conformism”.
[5] Βλ. T. Fotopoulos, “Towards a Democratic Liberatory Ethics”, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 3 (Νοέμβριος 2002).
[6] Με τον όρο «απελευθερωτική ηθική» εννοούμε τις προσεγγίσεις στην ηθική, οι οποίες προτείνονται από ριζοσπάστες θεωρητικούς της «αντισυστημικής» Αριστεράς και αποσκοπούν στο να αξιολογήσουν, από ριζοσπαστική σκοπιά που αμφισβητεί ρητά την τωρινή μορφή κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης που βασίζεται στην οικονομία της αγοράς και στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», την ηθική διαφόρων κοινωνιών του παρόντος/παρελθόντος και εισηγείται την κανονιστική ηθική μιας μελλοντικής απελευθερωτικής κοινωνίας.
[7] Βλ. T. Fotopoulos, “From (mis)education to Paideia”, Democracy & Nature, Vol. 9, No. 1 (Μάρτιος 2003), [μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 10, 11 & 13 (2005-2006)]; John Sargis, “Liberatory Ethics, Education, Paideia and Democracy: experiences of the US education system”, στο ίδιο.; David Gabbard & Karen Anijar Appleton, “The Democratic Paideia Project: Beginnings of an Emancipatory Paideia for Today”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 1 (Σεπτέμβριος 2005).
[8] Βλ. T. Fotopoulos, “The rise of new irrationalism and its incompatibility with Inclusive Democracy”, Democracy & Nature, Vol. 4, No. 2/3 (1998)˙ βλ. επίσης τον διάλογο με τον Thomas Martin γύρω από την ασυμβατότητα των μύθων με την ΠΔ στο Democracy & Nature, Vol. 8, No. 1 (Μάρτιος 2002). Στα Ελληνικά, βλ. Τάκης Φωτόπουλος, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού (Ελεύθερος Τύπος, 2000).
[9] Μπορούμε γενικά να ορίσουμε ένα ανορθολογικό σύστημα δοξασιών ως το σύστημα του οποίου οι κεντρικές δοξασίες δεν παράγονται με ορθολογικές μεθόδους (δηλαδή με βάση τον Λόγο ή/και την επίκληση των «γεγονότων») αλλά με την διαίσθηση, το ένστικτο, το συναίσθημα, την μυστικιστική εμπειρία, την αποκάλυψη, την βούληση, κτλ. Ως τέτοιες, αυτές οι δοξασίες είναι επομένως εκτός κάθε ορθολογικής συζήτησης [discourse]. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όσον αφορά σε όλες τις θρησκείες οι οποίες ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη ενός συνόλου από ανορθολογικές κεντρικές αλήθειες (θεός, αθανασία ψυχής, κάρμα και ούτω καθ’ εξής), που συνήθως καταχωρούνται σε κάποιο «ιερό» κείμενο όπως το Ευαγγέλιο, το Κοράνι, οι Βέδες κ.τ.λ.
[10] Για μια κριτική του αντικειμενικού ορθολογισμού, βλ. τον διάλογο γύρω από την διαμάχη Μαρξ-Προυντόν, στο Democracy & Nature, Vol. 6, No. 1 (Μάρτιος 2000).
[11] Βλ. το αφιέρωμα του D&N στην θεωρία συστημάτων και την πολυπλοκότητα, Democracy & Nature, Vol. 6, No. 3 (Νοέμβριος 2000).
[12] Niklas Luhman, Social Systems, (Stanford: Stanford University Press) 1995.
[13] Βλ. T. Fotopoulos, “Systems theory and complexity: a potential tool for radical analysis or the emerging social paradigm for the internationalized market economy?”, Democracy & Nature, Vol. 6, No. 3 (Νοέμβριος 2000).
[14] Βλ. T. Fotopoulos, “Towards a democratic conception of science and technology”, Democracy & Nature, Vol. 4, No. 1 (1997) (μετάφραση στο περιοδικό Δημοκρατία & Φύση, (αρ. 3, Ιούνης 1997).
[15] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σ. 271.
[16] Thomas W. Simon, “Beyond Technological Things”, στο Renewing the Earth, John Clark, επιμ., (London: Greenprint, 1990).
[17] Βλ. τον διάλογο γύρω από την επιστήμη, την τεχνολογία και την δημοκρατία με τον Matt Hern και τον Stu Chaulk, Democracy & Nature, Vol. 6, No. 1 (Μάρτιος 2000).
[18] Βλ. T. Fotopoulos, “Globalization, the reformist Left and the Anti-Globalization “Movement””, Democracy & Nature, Vol. 7, No. 2 (Ιούλιος 2001). Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, 2002).
[19] Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, (Cambridge MA: Harvard University Press, 2001). Βλ. επίσης των ιδίων, Labor of Dionysus, (Minneapolis: University of Minnesota, 1994). Για λεπτομερειακή κριτική σε αυτό το βιβλίο από την σκοπιά της ΠΔ, βλ. την βιβλιοκρισία με τίτλο “Hard and Negri’s Empire: a new Communist Manifesto or a reformist welcome to neoliberal globalization?”, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (Ιούλιος 2002). http://www.democracynature.org/dn/vol8/takis_negri.htm
[20] Βλ. T. Fotopoulos, “Iraq: the New Criminal ‘War’ of the Transnational Elite”, Democracy & Nature, Vol. 9, No. 2 (Ιούλιος 2003). Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» (Γόρδιος, 2003) και Ο Πόλεμος στον Κόλπο (Εξάντας, 1991).
[21] Βλ. T. Fotopoulos, “New World Order and NATO’s war against Yugoslavia”, New Political Science, Vol. 24, No. 1 (Μάρτιος 2002). Βλ και Τάκης Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια (Στάχυ, 1999).
[22] Βλ. T. Fotopoulos, “The global ‘war’ of the transnational elite”, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (Ιούλιος 2002). Bλ. και Ο Πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας», ο.π.
[23] Samuel P. Huntington, The Clash of Civilisations, (London: Simon & Schuster, 1997).
[24] Tariq Ali, The Clash of Fundamentalisms, (London: Verso, 2003).
[25] T. Fotopoulos, “The Myth of the Clash of Fundamentalisms”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 1, No. 4 (Ιούλιος 2005).
[26] Δηλαδή, τα Πράσινα κόμματα στην Ευρώπη και το εδώ παράρτημα τους στους Οικολόγους-Πράσινους
[27] Βλ. T. Fotopoulos, “Mass media, Culture and Democracy”, Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999).
[28] Αυτή την ψυχολογική ανάγκη για κομφορμισμό (δηλαδή για προσαρμογή στον τύπο συμπεριφοράς των πολλών) και για “κανονικότητα” στο κοινωνικό επίπεδο γενικά και το πολιτικό επίπεδο ειδικότερα, έχουν δώσει κατά αριστουργηματικό τρόπο θεατρικοί συγγραφείς όπως ο Ιονεσκο (Ρινόκερος, 1959) η σκηνοθέτες όπως ο Μπερτολούτσι (Ο κομφορμίστας, 1970)
[29] βλ T. Fotopoulos, “The "elimination" of poverty”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 1 (January 2008) — και περίληψη στο άρθρο «Η "εξαφάνιση" της φτώχειας», Ελευθεροτυπία (10/11/2007).
[30] Steve Fleetwood, “Less unemployment, but more bad employment”, The Guardian (13/9/1999).
[31] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2005), κφ. 1.
[32] Αυτό, σε αντίθεση με κάποιες αστόχαστες νεώτερες «αναρχικές» προσεγγίσεις που κατηγορούν για τα πάντα το κράτος, αγνοώντας τον κρίσιμο ρόλο της δυναμικής της ίδιας της οικονομίας της αγοράς στην δημιουργία μιας ειδικής μορφής κοινωνικής δομής, η οποία μετέπειτα οδήγησε στην συγκεκριμένη μορφή του νεωτερικού κράτους που ο κύριος ρόλος του είναι να προωθεί και να ενισχύει την δυναμική αυτή. Σύμφωνα με μία από τις νεώτερες «αναρχικές» προσεγγίσεις , (την οποία έμμεσα ασπάζεται και ο Τσόμσκυ, βλ. Τ. Φωτόπουλου, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκυ, ο μετα-καπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, Αθήνα, 2004) εκείνο που πρέπει να επικρίνεται για τη σημερινή κατάσταση είναι ο κορπορατίστικος καπιταλισμός του 20ου αιώνα και όχι η ελεύθερη αγορά! Για μια οικονομιστικού τύπου «αναρχική» ανάλυση που κατηγορεί αποκλειστικά το κράτος για την τωρινή κατάσταση υιοθετώντας έναν «αντικαπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς» (sic!) βλ. λ.χ. Kevin A. Carson, Mutualist Political Economy (2006).
[33] Βλ. T. Fotopoulos, “Globalization, the reformist Left and the Anti-Globalization "Movement"”, ο.π. βλ. και βιβλίο Τ. Φωτόπουλου Παγκοσμιοποίηση, Ελλην. Γράμματα, ο.π.
[34] Hamish Mcrae, “Why there will be more angry voters and hung elections in Europe”, The Independent (12/4/2006).
[35] Βλ. T. Fotopoulos, “Limiting the Damage: the Elites’ New Approach to the Drug Problem”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 3 (Ιούλιος 2007). Βλ. επίσης του ιδίου, Ναρκωτικά: πέρα από τη δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την «προοδευτική» μυθολογία της φιλελευθεροποίησης (Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1999).
[36] Ian Loader, “We lock people up with no thought and to little effect”, The Guardian (23/11/2007).
[37] Sam Jones, “More than half of jails in England are too full”, The Guardian (13/8/2005).
[38] Ed Pilkington, “US prison population hits new high: 1 in 100 adults jailed”, The Guardian (1/3/2008).
[39] Μια πολύ σημαντική πλευρά αυτής της χειροτέρευσης στην ποιότητα ζωής είναι η «βιολογική κρίση» την οποία περιγράφει εύστοχα ο Δρ Κουμεντάκης, σε αυτό εδώ το βιβλίο. Επίσης, οι καταστροφικές συνέπειες της εκβιομηχάνισης της αλυσίδας παραγωγής τροφίμων έχουν περιγραφεί λαμπρά από τον Steve Best και άλλους υποστηρικτές του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Ζώων. Για την σημασία αυτού του κινήματος, βλ. τον διάλογο για το κίνημα απελευθέρωσης των ζώων στο The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 3 (June 2006).
[40] Βλ. T. Fotopoulos, “The Ecological Crisis as Part of the Present Multi-dimensional Crisis and Inclusive Democracy”, The International Journal of Inclusive Democracy, τ. 3, τχ. 3, Ιούλιος 2007.
[41] Βλ. T. Fotopoulos, “The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today”, Democracy & Nature, Vol. 7, No. 3 (Νοέμβριος 2001) [βλ. μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 14 & 16 (2006 & 2007)].
[42] Giovanni Arrighi, Terence K. Hopkins & Immanuel Wallerstein, Antisystemic movements, (London: Verso, 1989), σ. 1.
[43] Η οικονομική δύναμη/εξουσία ορίζεται όχι απλώς με βάση την συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου αλλά με βάση την ικανότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την οικονομική διαδικασία και ιδιαίτερα τις διαδικασίες παραγωγής και διανομής.
[44] Η πολιτική δύναμη/εξουσία ορίζεται ως η ικανότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την πολιτική διαδικασία, η οποία ορίζεται υπό ευρεία έννοια ώστε να περιλαμβάνει πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, κοινοβούλιο, κλπ) καθώς και πολιτιστικούς/ιδεολογικούς θεσμούς (εκπαίδευση, εκκλησία, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τέχνη, εκδόσεις) και κατασταλτικούς θεσμούς (στρατό, αστυνομία, φυλακές και ούτω καθ’ εξής).
[45] Eric Hobsbawm, “The Crisis of today’s ideologies”, New Left Review, Vol. 192 (Μάρτης-Απρίλης 1992), σ. 55-64.
[46] Βλ. για λεπτομερειακή ανάλυση του τωρινού αναρχικού κινήματος στο άρθρο T. Fotopoulos, “The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today”, ο.π. (βλ και μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.)
[47] Janet Biehl, “Bookchin Breaks with Anarchism”, Communalism (issue 12 # 12, Οκτώβρης 2007)
[48] Βλ. Takis Fotopoulos, “The First War of the Internationalised Market Economy”, Democracy & Nature, τ. 5, τχ. 2, Ιούλιος 1999, σ. 357-383 και Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια (Στάχυ, 1999).
[49] Η πρόταση, μετά τα γεγονότα της Γένοβας, να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή αστυνομία καταστολής ταραχών για να συντρίψει τις διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης προήλθε από την γερμανική κυβέρνηση, στην οποία το κόμμα των Πρασίνων έπαιζε αποφασιστικό ρόλο. Επί πλέον, τα ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα που μοιράζονταν την κυβερνητική εξουσία μετά τα γεγονότα της 9/11 συμμετείχαν πλήρως στην περιστολή των πολιτικών ελευθεριών μέσα στην Ευρώπη, ως μέρος της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας.
[50] Βλ. Takis Fotopoulos, “The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for a New Type of Antisystemic Movement Today” και έναν διάλογο γύρω από αυτό το ζήτημα στο Democracy & Nature, Vol. 9, No. 2 (Ιούλιος 2003).

[51] Βλ. T. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, 2002) κεφ. 2

[52] Βλ. Michael Albert, Parecon Life After Capitalism, (London: Verso, 2003).

[53] Βλ. Τ. Φωτόπουλου, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκυ, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, Αθήνα 2004).

[54] Βλ. M. Albert, ο.π., σ. 3.

[55] Βλ. Τ. Φωτόπουλου, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκυ, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.

[56] Βλ. Stephen R. Shalom, “ParPolity: Political Vision for a Good Society”, Z Magazine/Znet (Νοέμβριος 2005), http://www.zmag.org/ZNETTOPnoanimation.html

[57] βλ. John Crump, “Markets, Money and Social Change”, Anarchist Studies, Vol. 3, No. 1 (Spring 1995), pp. 72-73.

[58] Τ. Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκυ, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.

[59] T. Fotopoulos, “Is de-growth compatible with a market economy?”, The International Journal of Inclusive Democracy, τ. 3, τχ. 1, Ιανουάριος 2007. Βλ. επίσης τον διάλογο γύρω από την απο-ανάπτυξη στο ίδιο τεύχος, με άρθρα από τον Serge Latouche και άλλους:

[60] Βλ. Ted Trainer, “Renewable Energy: No Solution for Consumer Society”, The International Journal of Inclusive Democracy, τ. 3, τχ. 1 (Ιανουάριος 2007), καθώς και τον διάλογο σχετικά με τα οικοχωριά, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 3 (Ιούνιος 2006).

[61] Clement Horns, “Localism and the city: the example of ‘urban villages’”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 1 (Ιανουάριος 2007).

[62] Serge Latouche, “Degrowth: an electoral stake?”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 1 (Ιανουάριος 2007).

[63] Serge Latouche, “Will the West actually be happier with less? The world downscaled”, Le Monde diplomatique (Δεκέμβριος 2003) & Ελευθεροτυπία/Le Monde (22/1/2006).

[64] Ted Trainer, “On eco-villages and the transition”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 3 (Ιούνιος 2006).

[65] Takis Fotopoulos, “Is the eco-village movement a solution or part of the problem?”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 3 (Ιούνιος 2006).

[66] T. Fotopoulos, “Transitional strategies and the Inclusive Democracy project”, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 1 (Μάρτιος 2002); (βλ. μετάφραση σε περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 6-7, 2004).

[67] Στο ίδιο.

[68] Στο ίδιο.

Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17 (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008)

http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is17/issue_17_takis_prosfates_theoritikes.htm