Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

2/07/2011

40 χρόνια ΕΚΚΕ, απολογισμός και συμπεράσματα

Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 30 – 1 εκδήλωση για τα 40 χρόνια αγώνες του ΕΚΚΕ. Στην εκδήλωση συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΝΑΡ, της ΑΡΑΝ, του ΣΕΚ, του ΚΚΕ(μ-λ) και του DHKPC της Τουρκίας με σύντομους αγωνιστικούς χαιρετισμούς. Παρευρέθηκε ακόμη εκπρόσωπος της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ανασύνταξη.

Παρακάτω δημοσιεύουμε την κεντρική εισήγηση που παρουσίασε ο σ. Χ.Μπίστης.









ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ Ε.Κ.Κ.Ε.

Φίλες και φίλοι

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Και πρώτα απ’ όλα σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας στη σημερινή μας συγκέντρωση για τα 40 χρόνια αγώνες του ΕΚΚΕ. Μια παρουσία με τις παρατηρήσεις σας, σήμερα η με όποια άλλη ευκαιρία, χωρίς τις οποίες θα παραμένουν ανολοκλήρωτα ο απολογισμός και τα συμπεράσματά μας. 



Η εκδήλωσή μας αυτή πραγματοποιείται σε μια περίοδο όπου φαίνεται να τελειώνουν τα ψέματα για το λεγόμενο «τέλος της ιστορίας», για την παντοδυναμία και αιωνιότητα του ιμπεριαλιστικού – καπιταλιστικού συστήματος στον κόσμο και τη χώρα μας. Αντίθετα το ανοιχτό ξέσπασμα της κρίσης που δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί αλλά που αντίθετα τροφοδοτήθηκε και κορυφώθηκε από τα δόγματα της δήθεν αναζωογόνησης του συστήματος μέσα απ’ την απελευθέρωση και τη λεγόμενη «αυτορρύθμιση των αγορών», παραμένει χωρίς ορατή διέξοδο έχει όλο και πιο καταστροφικές επιπτώσεις . Όλες οι αντιθέσεις οξύνονται. Εκτός απ’ την οικονομία και τα πολιτικά συστήματα μπαίνουν σε κρίση. Οι εργαζόμενοι είναι όλο και λιγότερο διατεθειμένοι να υποταχθούν στη συντριβή του συνόλου των καταχτήσεων και δικαιωμάτων τους και στον εργασιακό μεσαίωνα που θέλουν να τους επιβάλλουν. Ακόμα η αλυσίδα των εξεγέρσεων των αραβικών λαών που σημειώνεται αυτό τον καιρό φαίνεται να κλονίζει συνολικότερα το ιμπεριαλιστικό σύστημα προμηνύοντας όξυνση και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων στην περιοχή. Ιδιαίτερα στη χώρα μας οι αλλεπάλληλες γενικές απεργίες που πραγματοποιήθηκαν στο χρόνο που πέρασε και τα απεργιακά ξεσπάσματα σε διάφορους κλάδους φέρνουν με ιδιαίτερη έμφαση στο προσκήνιο την ανάγκη όχι μόνο για την αυτόνομη ταξική και αγωνιστική έκφραση του εργατικού κινήματος αλλά και για την ανεξάρτητη πολιτική και ανατρεπτική του συγκρότηση και προοπτική.

Σε μια τέτοια περίοδο θα ήταν νομίζουμε απαραίτητη μια επανεξέταση της πορείας του επαναστατικού αριστερού και κομμουνιστικού μας κινήματος για την θαρραλέα εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, και να ανοίξει το δρόμο για νικηφόρους αγώνες. Και βέβαια ένας τέτοιος ειλικρινής απολογισμός για τις νίκες και τις ήττες, του κινήματος στο σύνολό του, που θα έδινε τη δυνατότητα για τη σταθεροποίηση κατακτήσεων και το ξεπέρασμα αδυναμιών, αλλά και για την προώθηση της επαναστατική του ενότητας, ασφαλώς και δεν είναι μόνο δική μας υπόθεση αλλά υπόθεση όλων μας. Αυτό που εμείς σήμερα θα επιχειρήσουμε είναι ένας πρώτος συνολικός δικός μας απολογισμός και συμπεράσματα από την ίδρυσή μας στις 13 του Μάρτη του 1970 μέχρι σήμερα, με αφορμή την έκδοση του Β’ τόμου των βασικών πολιτικών κειμένων μας.

Η δική μας η προσπάθεια ξεκίνησε σε μια περίοδο ήττας, διαλυτικής κρίσης και πολυδιάσπασης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος στον κόσμο και τη χώρα μας, στα μαύρα χρόνια της φασιστικής Χούντας, από μια χούφτα νέους κομμουνιστές εργάτες, φοιτητές και διανοούμενους πρώην μέλη της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Χωρίς ιδιαίτερη πολιτική και οργανωτική πείρα και γνώση αλλά αποφασισμένοι να μη δεχτούν με τίποτα μια ζωή υποταγμένη στη φασιστική και ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΚΕ αντλούσαν έμπνευση και δύναμη από τα επαναστατικά κινήματα της εποχής, από την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, από την Κούβα και το Βιετνάμ που απόδειχναν ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι αήττητος, από τις επαναστατικές παραδόσεις της Κομμούνας και του Οκτώβρη, απ’ τους ηρωικούς αγώνες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Είχαν αναζητήσει αρχικά αγωνιστική διέξοδο σε προϋπάρχοντα ρεύματα του μ.λ. κινήματος που ωστόσο δεν κάλυπταν τις δικές τους αγωνίες με την γενικόλογη αναφορά σε αρχές χωρίς συγκεκριμένα μέτρα και πράξη για την ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος. Διαφώνησαν στη συνέχεια και με ομάδες που υπόσχονταν προωθημένες μορφές πάλης χαρακτηρίζονταν όμως από πραξικοπηματικές και αποσπασμένες απ’ το μαζικό κίνημα πολιτικές και οργανωτικές αντιλήψεις.

Νοιώθοντας υποχρεωμένοι να βρουν δρόμους και διεξόδους πρώτα και κύρια με τις δικές τους δυνάμεις τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΚΕ αναζητούσαν προοπτική και απάντηση σε μια προσπάθεια σύνδεσης με τις αγωνιστικές παραδόσεις με τα προβλήματα και τους αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας. Γι’ αυτό και παράλληλα με την προσπάθεια οικοδόμησης επαναστατικών πυρήνων στην Ελλάδα και ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, έδιναν ιδιαίτερο βάρος στην ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Διατύπωναν την άποψη για έναν ιδιόμορφο και εξαρτημένο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό τη χώρα μας με τη συγκέντρωση αλλά και τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών από λίγα μεγάλα ντόπια και ξένα μονοπωλιακά συγκροτήματα, διερευνούσαν τις εξαιρετικά μεγάλες πιέσεις που ασκούσε η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός , την ιδιαίτερη ρευστότητα των αυτοαπασχολούμενων, των πλατιών μικροαστικών στρωμάτων και της φτωχομεσαίας αγροτιάς που σε στιγμές κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων μπορούσε να τις μετατρέψει σε φυσικούς συμμάχους της όλο και πιο πολυάριθμης και με μεγάλες αγωνιστικές παραδόσεις εργατικής τάξης. Με αυτούς τους προβληματισμούς απέρριπταν τις ρεφορμιστικές – ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις για την ύπαρξη «εθνικής αστικής τάξης» στην Ελλάδα και για την ανάγκη μιας «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής» και καθόριζαν ως στρατηγικό στόχο του κινήματος μέσα απ’ την ανάπτυξη των αντιφασιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων του λαού την αντιιμπεριαλιστική σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Έφταναν μάλιστα στο σημείο να διατυπώσουν ότι ο λαός δεν είχε άλλη επιλογή από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση με τον ανοιχτό φασισμό και τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ωστόσο το ΕΚΚΕ είχε σαν κύριο μέλημά του τη σύνδεσή του με τις αγωνίες και αναζητήσεις των εργαζόμενων και της νεολαίας με τη συμμετοχή του σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και συλλόγους, με την ίδρυση της Εργατικής Ταξικής Αλληλεγγύης (ΕΤΑ) ανάμεσα τους μετανάστες στη Γερμανία, με την Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη (ΑΑΣΠ) των ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, με την συγκρότηση της Αντιφασιστικής Αντιιμπεριαλιστικής Σπουδαστικής Παράταξης στην Ελλάδα της ΑΑΣΠΕ και με την σταδιακή μετάθεση του κέντρου βάρους των προσπαθειών του στο εσωτερικό της χώρας. Προσπαθώντας να βαθύνει την αντιπαράθεσή του με την υπονομευτική επιρροή της αστικής ιδεολογίας, την ηττοπάθεια και το διαλυτισμό του ρεβιζιονισμού το ΕΚΚΕ που είχε ονομαστεί κίνημα και δεν είχε αυτοανακηρυχθεί σε κόμμα της εργατικής τάξης επέμενε στην ενότητα των αριστερών , κομμουνιστικών και επαναστατικών δυνάμεων για τη συνολική ανασυγκρότηση του κινήματος και του επαναστατικού Κόμματος της εργατικής τάξης, επανέφερε κάθε τόσο προτάσεις ενότητας χωρίς ωστόσο ανταπόκριση από άλλες δυνάμεις που θεωρούσαν λυμένα τα προβλήματα του κινήματος στα πλαίσια των δικών τους πολιτικών και οργανωτικών επιλογών. Μέσα από ένα τέτοιο προσανατολισμό και παρά τις μικρές τους δυνάμεις οι σύντροφοι του ΕΚΚΕ ανέπτυσσαν τις πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις τους όχι μόνο με επί μέρους αλλά και με κεντρικούς πολιτικούς στόχους προσπαθώντας βήμα προς βήμα να εντοπίσουν τους συνολικούς συσχετισμούς και τις αντιθέσεις που δημιουργούσε η διαπλοκή εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.

Με αυτές τις προϋποθέσεις και με τη στήριξη στην πρωτοπόρα δράση της ΑΑΣΠΕ μέσα στο φοιτητικό κίνημα από τα τέλη του 1972 και σε όλη τη διάρκεια του 1973, το ΕΚΚΕ εκτιμούσε σε βάθος την κάμψη των δυνάμεων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σαν αποτέλεσμα της ήττας του στο Βιετνάμ, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, το βάθεμα της κρίσης του χουντικού καθεστώτος και τις αντιθέσεις του με τη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση, τα αδιέξοδα της ρεφορμιστικής και ρεβιζιονιστικής πολιτικής, τις νέες δυνατότητες που ανοίγονταν για το αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Κατέληγε έτσι στην πεποίθηση ότι η γραμμή της Μαζικής και Ενεργητικής Αποχής από το Χουντοδημοψήφισμα του Ιούλη του 1973, και όλες τις ελεγχόμενες εκλογικές φιέστες που ετοιμάζονταν – φοιτητικές, δημοτικές, βουλευτικές – θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή των σχεδίων της «ομαλοποίησης» και του ίδιου του συνταγματικού κοινοβουλευτικού φασισμού που επιδίωκε το χουντικό καθεστώς. Η πεποίθηση αυτή και όχι ένα αυθόρμητο ξέσπασμα ήταν που οδήγησε τα μέλη της ΑΑΣΠΕ και του ΕΚΚΕ στην πρωτοπόρα δράση και στην επίμονη υποστήριξη της Αποχής από τις φοιτητικές εκλογές στα Πανεπιστήμια και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Μια επιλογή που, σε αντίθεση με τις υπονομευτικές προσπάθειες αστών και ρεβιζιονιστών, επιβεβαιώθηκε απόλυτα από την ίδια την Λαϊκή Εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 με τον βαθύ κλονισμό που προκάλεσε στο χουντικό καθεστώς ανοίγοντας το δρόμο για την ανατροπή του.

Ωστόσο όπως απόδειξε η ίδια η ιστορία ο ιμπεριαλισμός και η αστική κυριαρχία στη χώρα μας είχαν και άλλες επιλογές πέρα απ’ τον ανοιχτό φασισμό. Ο περιορισμένος βαθμός γείωσης των επαναστατικών οργανώσεων και του ίδιου του ΕΚΚΕ μέσα στις ευρύτερες λαϊκές μάζες, η ανυπαρξία ενός μεταβατικού προγράμματος που να συνδέει την ανατροπή της Χούντας με διευρυμένες εργατικές και λαϊκές καταχτήσεις με βάση τους δοσμένους συσχετισμούς στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, η εξάρθρωση βασικών οργανώσεων του ΕΚΚΕ και άλλων δυνάμεων πριν από την κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος, όλα αυτά καθόρισαν τον ελεγχόμενο χαρακτήρα της μεταπολίτευσης και την πλήρη διασφάλιση των ιμπεριαλιστικών – καπιταλιστικών συμφερόντων στα πλαίσια ενός συντηρητικού και αυταρχικού μεταπολιτευτικού καραμανλικού καθεστώτος.

Από τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης το ΕΚΚΕ υποστήριξε και πάλι με όλες του τις δυνάμεις την ανάγκη της επαναστατικής ενότητας των κομμουνιστών χωρίς όμως μεγάλη απήχηση ανάμεσα σε άλλες δυνάμεις. Αντιτάχθηκε και κατήγγειλε τον αντικομμουνιστικό Ν. 59 που επέβαλλε την απαγόρευση των επαναστατικών ιδεών και την υποταγή στην αστική νομιμότητα, αποσπώντας, σε αντίθεση με τα ρεφορμιστικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα που έσπευδαν να τον υπογράψουν, την συμμετοχή του στις εκλογές του 1974 με μια αντιδήλωση στον Άρειο Πάγο που υπεράσπιζε τα επαναστατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαών. Συμμετείχε πρωτοπόρα σε όλες τις μεγάλες αντιφασιστικές και αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση των μηνυμάτων του Πολυτεχνείου ενάντια στις προσπάθειες για την απαγόρευση και την καπηλεία τους απ’ τη μεριά του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Πήρε πρωτοβουλίες για μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην αμερικανοκίνητη εισβολή των στρατοκρατών της Άγκυρας καταγγέλλοντας τα σχέδια για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Πρωτοστάτησε στη δίκαιη εισβολή του λαού στην αμερικάνικη Πρεσβεία, μετά το λεγόμενο «πραξικόπημα της πυτζάμας» των νοσταλγών της Χούντας, στη διάρκεια της διαδήλωσης της 21 του Απρίλη του 1975. Ανέτρεψε την απαγόρευση του γιορτασμού της παγκόσμιας αγωνιστικής ημέρας της εργατικής τάξης, της Πρωτομαγιάς ανήμερα, με την διαδήλωση που οργάνωσε την 1η του Μάη του 75 απ’ το Πεδίο του Άρεως στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, με τις μαζικές διαδηλώσεις που οργάνωσε από κοινού με άλλες δυνάμεις την 1η του Μάη του 1976 στο κέντρο της Αθήνας, με την Επιτροπή για τον ανεξάρτητο γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1977 που διεκδικούσε το άνοιγμα του δρόμου με το τείχος των κονταριών της ενάντια στην αστυνομική καταστολή και σε αντιπαράθεση με την στημένη φιέστα που είχε οργανώσει ο διορισμένος κρατικός συνδικαλισμός μαζί με τους ρεφορμιστές μπροστά στα γραφεία της ΓΣΕΕ.

Με όλες του τις δυνάμεις, με βιαστικές κινήσεις, με υπερβολές και λάθη πολλές φορές, με την αποστολή νεαρών φοιτητών στα εργοστάσια προσπαθούσε να αναπτύξει τον εργοστασιακό συνδικαλισμό ενάντια στα γραφειοκρατικά και ρεφορμιστικά κλαδικά συνδικάτα απαιτώντας συνδικαλιστικά δικαιώματα στο χώρο δουλειάς και με κεντρικό σύνθημα «Κάθε εργοστάσιο και σωματείο – κάθε κλάδος και ένωση». Υποστήριξε τον αγώνα για αυξήσεις στους μισθούς σύμφωνα με τις ανάγκες της εργατικής οικογένειας και όχι μόνο με κάποιες τιμαριθμικές προσαρμογές. Ιδιαίτερη σημασία είχε η καμπάνια ενάντια στις απολύσεις απεργών και συνδικαλιστών με τον αντεργατικό Ν. 330 και η πολυήμερη απεργία πείνας, οι εκδηλώσεις και διαδηλώσεις που οργανώθηκαν με αποτέλεσμα την απόσυρση του αντιδραστικού αυτού νόμου ταυτόχρονα με την ανατροπή της φθαρμένης πια Δεξιάς από τη διακυβέρνηση της χώρας.

Στην προσπάθειά του να αναπτύξει τη γραμμή του ενιαίου Μετώπου έκανε δεξιά και αριστερά λάθη. Επιχείρησε προωθημένες μορφές πάλης σε μαζικούς χώρους χωρίς την εξασφάλιση των αναγκαίων πολιτικών και οργανωτικών προϋποθέσεων με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες. Προσπαθώντας να διορθώσει «αριστερά» λάθη της προηγούμενης περιόδου και στην αναζήτηση ενός μεταβατικού προγράμματος επιδίωξε πολιτικές συνεργασίες με ρεφορμιστικές δυνάμεις, υποτιμώντας τις οργανωτικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της ηγεμονίας της αγωνιστικής κατεύθυνσης και γραμμής, αλλά και της ίδιας της ιδεολογικής σταθερότητας των μελών του. Με την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των ανταγωνισμών ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αλλά και των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων με την έξοδο του Χόρα στο Αιγαίο καθώς και με τη μηχανιστική μεταφορά της κινέζικης θεωρίας για τους τρεις κόσμους στην περιοχή και τη χώρα μας, ταλαντεύτηκε στην κατεύθυνση της ανακήρυξης της εξωτερικής αντίθεσης και του κινδύνου του πολέμου σε κύρια αντίθεση και του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού σε κύριο εχθρό για το λαϊκό μας κίνημα με τη γραμμή του λεγόμενου αντιηγεμονιστικού μετώπου. Μια γραμμή που διορθώνονταν σε μεγάλο βαθμό με την 9 Ολομέλεια του 1979 έχοντας όμως προκαλέσει στο μεταξύ, παράλληλα με τις αντεπαναστατικές εξελίξεις στην Κίνα και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, έντονους και διαλυτικούς προβληματισμούς στο εσωτερικό της οργάνωσης που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπιστούν με την αναγκαία ψυχραιμία και νηφαλιότητα και οδηγούσαν σε δύο απανωτές διασπάσεις και σε σημαντική συρρίκνωση των δυνάμεων του ΕΚΚΕ. Η αυτόκριτική που περιέχεται στους δύο τόμους των βασικών πολιτικών κειμένων του δίνει μια αρκετά αναλυτική εικόνα της εσωτερικής πάλης των γραμμών αλλά και της ανυποχώρητης επιμονής ενός βασικού πυρήνα του ΕΚΚΕ για την εκπλήρωση των βασικών επαναστατικών του στόχων. Μια αυτοκριτική που δεν αποτελεί και πολύ συχνό φαινόμενο στα πλαίσια της ελληνικής Αριστεράς και που απουσιάζει εντελώς από τα κόμματα του ρεφορμισμού και ρεβιζιονισμού με τα ιστορικά λάθη και τις προδοσίες τους σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού.

Παρά τις αδυναμίες και τις καθυστερήσεις του το ΕΚΚΕ επιμένοντας σταθερά στην αντιπαράθεση με τα εκφυλιστικά φαινόμενα του ρεβιζιονισμού στο παγκόσμιο και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα πραγματοποιούσε την 1η Πανελλαδική του Συνδιάσκεψη του 1981 που προχωρούσε ακόμα παραπέρα τις εκτιμήσεις του για την πορεία διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, για την κύρια αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό, την κυρίαρχη τάξη και τον ιδιόμορφο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό απ’ τη μια, την εργατική τάξη και τα πλατιά λαϊκά στρώματα απ’ την άλλη καθορίζοντας τον αντιιμπεριαλιστικό και σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης στη χώρα μας. Στην συνδιάσκεψη αυτή που ανασυγκροτούσε σε σημαντικό βαθμό τις δυνάμεις μας προσχωρούσε και η Επιτροπή Παλιών Κομμουνιστών που ενίσχυε σημαντικά τις προσπάθειές μας. Και με την ευκαιρία αυτή επιτρέψτε μας να θυμηθούμε και να τιμήσουμε το σ. Γιώργη Βοντίτσο Γούσια αντιστράτηγο του ΔΣΕ και μέλος της τριμελούς Γραμματείας του ΚΚΕ που διαγράφτηκε μετά την 6η πραξικοπηματική Ολομέλεια του 1956 και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το Δεκέμβρη του 1979, καθώς και τους αξέχαστους συντρόφους Μήτσο Ελευθερίου Καλύβα, Γιώργη Καραμφυλίδη, Νίκο Μπαμίχα και Παναγιώτη Παπαδόπουλο που δεν ζουν πια.

Παρά την αμηχανία που προκαλούσαν τον πρώτο καιρό τα συνθήματα για «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και για «Σοσιαλισμό στις 18» καθώς και η αναζήτηση της κοινής δράσης μέσα στο μαζικό κίνημα ίσως περισσότερο απ’ όσο θάπρεπε, το ΕΚΚΕ πήρε αποστάσεις απ την «Ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων» που πρότειναν τα ρεφορμιστικά και ρεβιζιονιστικά κόμματα και προχωρούσε στην καταγγελία της σοσιαλδημαγωγίας του ΠΑΣΟΚ που είχε συμβάλλει στην υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου για να καταλήξει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της διακυβέρνησής του στην διάψευση κάθε προοδευτικής λαϊκής προσδοκίας, στην αναζήτηση «νέων τζακιών» για τη στήριξη του ελληνικού καπιταλισμού σε «εκσυγχρονιστικές» αντιλαϊκές επιλογές και επαγγελίες με αποκορύφωμα το ξέσπασμα του σκανδάλου Κοσκωτά. Μαζί με τις προσπάθειες της καταδικασμένης από το λαό Ν.Δ. για επάνοδο στην εξουσία με επί κεφαλής τον Μητσοτάκη, η ρεφορμιστική και ρεβιζιονιστική Αριστερά λειτουργούσε σαν υπηρέτης του συστήματος, με την «Συμπαράταξη» ανάμεσα σε «ΚΚΕ» και ΕΑΡ στην αρχή, την ίδρυση του Συνασπισμού στη συνέχεια και τη συμμετοχή στην Κυβέρνηση Τζανετάκη και την Οικουμενική, που άνοιγαν το δρόμο σε μια κλιμακούμενη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα κατά του εργαζόμενου λαού. Σαν μοναδική διέξοδο από τις εκφυλιστικές αυτές εξελίξεις και για την υπεράσπιση και διεύρυνση των λαϊκών – εργατικών καταχτήσεων και δικαιωμάτων, το ΕΚΚΕ ανέπτυσσε από τότε την πρότασή του για ένα Πόλο – Μέτωπο των δυνάμεων της ριζοσπαστικής – επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς και τις αναζητήσεις του για ένα μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να τις συσπειρώσει.

Κάτω απ’ την πίεση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, με την εμφάνιση και νέων δυνάμεων όπως το ΝΑΡ, η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ, αργότερα η Κομμουνιστική Ανανέωση και η Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη με αναζητήσεις σε επαναστατική κατεύθυνση, με την επιμονή στην ανάγκη εφαρμογής μιας πολιτικής ενιαίου μετώπου, μια νέα κουλτούρα άρχισε σιγά – σιγά να αναπτύσσεται στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς που αναζητούσε όλο και περισσότερο, πέρα από την ευκαιριακή κοινή δράση, μορφές πολιτικής μετωπικής συνεργασίας ανάμεσα σε διαφορετικές οργανώσεις. Έτσι συγκροτήθηκε η Μαχόμενη Αριστερά που είχε περισσότερο χαρακτήρα εκλογικού μετώπου και διήρκεσε από το 1993 ως το 1998 με την συμμετοχή του ΕΕΚ, του ΕΚΚΕ, του ΚΚΕ (μ-λ), του ΝΑΡ και της νΚΑ. Επακολούθησε το Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΜΕΡΑ), με τη συμμετοχή των ΑΚΟΣ, ΕΕΚ, ΕΚΚΕ, ΝΑΡ, νΚΑ και των Οικολόγων Εναλλακτικών, που είχε πιο σταθερό πολιτικό και κινηματικό χαρακτήρα, επιδιώκοντας την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς. Ήρθε κατόπιν η Πρωτοβουλία Αγώνα 2003 με την συμμετοχή εκτός απ’ τις παραπάνω δυνάμεις και των οργανώσεων ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ για ένα διάστημα και του ΜΛ – ΚΚΕ με την ιδιαίτερα μαζική της παρέμβαση στη διάρκεια της «Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ» στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε ο Διάλογος για ένα Πόλο – Μέτωπο της αντικαπιταλιστικής – αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, και η πάλη ενάντια σε τάσεις ασαφούς οριοθέτησης απέναντι στο ρεφορμισμό και τη σοσιαλδημοκρατία που οδηγούσε αρχικά σε διαφορετικές εκδηλώσεις κατά της «Παγκοσμιοποίησης», του «Παγκόσμιου Φόρουμ» απ’ τη μια και της «Διεθνούς Αντιιμπεριαλιστικής – Αντικαπιταλιστικής Συνάντησης» το 2006 απ’ την άλλη. Ο διχασμός δυνάμεων που είχαν συμμετάσχει στο διάλογο και είχαν μακρόχρονη κοινή δράση στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα ανάμεσα στα μετωπικά σχήματα του ΜΕΡΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ, γίνονταν δυνατό να ξεπεραστεί μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και τη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 με την επεξεργασία μιας κοινής Διακήρυξης η οποία κατοχύρωνε τον αυτόνομο ταξικό και αγωνιστικό, αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα μιας κοινής μετωπικής παρέμβασης. Μέσα απ’ τις ανοιχτές και μαζικές συνελεύσεις στο γήπεδο του Σπόρτινγκ και στην Αθηναΐδα συγκροτούνταν έτσι το μετωπικό σχήμα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. από τις οργανώσεις ΑΚΟΣ, ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΕΚΚΕ, ΝΑΡ, νΚΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, ΟΚΔΕ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, ΣΕΚ που είχε στη συνέχεια θετικές κινηματικές και εκλογικές παρεμβάσεις για να αναδειχτεί σε ορατό τρίτο Πόλο της Αριστεράς ιδιαίτερα μετά τις δημοτικές εκλογές του 2010.

Θεωρώντας ότι η ανάκτηση της δύναμης κρούσης, της αυτοπεποίθησης και της νικηφόρας προοπτικής του εργατικού κινήματος δεν θα είναι δυνατή χωρίς την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος το ΕΚΚΕ επιδίωξε σταθερά όλο αυτό το διάστημα την υπεράσπιση των κοσμοϊστορικών κατακτήσεων του Οκτώβρη, της Κινέζικης επανάστασης και των άλλων προλεταριακών και λαϊκών επαναστάσεων της σύγχρονης εποχής, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μελετήσει τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στις ανατροπές επαναστατικών κατακτήσεων και στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Μελέτησε ακόμα την ιστορία του παλιού ηρωικού ΚΚΕ, τους μεγάλους επαναστατικούς αγώνες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, τις αιτίες των λαθών που οδήγησαν στην προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας, την ήττα στον εμφύλιο αλλά και την ανασυγκρότηση των δυνάμεων του κινήματος στη συνέχεια, τις συνέπειες της αντεπαναστατικής επέμβαση με την 6η Ολομέλεια του 1956 και την καθαίρεση της καθοδήγησης του Ν. Ζαχαριάδη, την επιβολή του ρεβιζιονισμού την κρίση και την πολυδιάσπαση στο αριστερό και κομμουνιστικό μας κίνημα. Το ΕΚΚΕ επιμένει στην αναγκαιότητα για την ενότητα των κομμουνιστών και για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος της εργατικής τάξης στη χώρα μας σαν προϋπόθεση για τη νικηφόρα έκβαση των αγώνων του λαού μας. Μια προσπάθεια που έχει μείνει ανολοκλήρωτη και που θα πρέπει να μεθοδευτεί ακόμα πιο αποτελεσματικά στα πλαίσια και στην υπηρεσία της ανάπτυξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος στις σημερινές συνθήκες. Η δέσμευση που υπάρχει στις θέσεις του για τα 90 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ και που αναφέρεται στην αναγκαιότητα απολογισμού και του επαναστατικού και μ.λ. κινήματος στη συνέχεια, τηρείται ως ένα βαθμό με την κριτική και αυτοκριτική για την δράση του ΕΚΚΕ που πρέπει ακόμα να ολοκληρωθεί μέσα από συλλογικές διαδικασίες για την δράση του τα τελευταία χρόνια και που περιέχεται στην παρούσα έκδοση των δύο τόμων με τα βασικά ντοκουμέντα του.

Αλλά στα τελευταία χρόνια εδώ και πάνω από μία δεκαετία, εκτιμώντας ότι η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν επρόκειτο να σημάνει το «τέλος της ιστορίας» ούτε την σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος το ΕΚΚΕ ανέλυε ήδη από το 1997 την ανεξέλεγκτη κρισιακή πορεία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στο κείμενο Η Κρίση Νομοτέλεια του Καπιταλισμού που επιβεβαιώνεται απόλυτα από το ανοιχτό ξέσπασμα της κρίσης στις μέρες μας. Αναζήτησε τον ιδιαίτερο ρόλο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή και τη σημασία του εθνικού ζητήματος για το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, προσπάθησε να εμβαθύνει στις ιδιομορφίες του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και στις συνέπειες της ένταξης της χώρας στην ΕΕ, επιχείρησε επί μέρους αναλύσεις για την Παιδεία, για το εργατικό κίνημα, για την ταξική ανάλυση της αγροτιάς και της νεαλαίας με εκτιμήσεις για την Ιμπεριαλιστική Νέα Τάξη και τις Ενδοβαλκανικές Αντιθέσεις, για τον Ψηφιακό – Κοινωνικό Μεσαίωνα της συμφωνίας της Λισαβόνας, για τον Ιμπεριαλισμό σήμερα και το Χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, με την Πρωτοβουλία κατά του σχεδίου Ανάν, με την καταδίκη της συμφωνίας της Μπολόνια Για ένα νέο Πανεπιστήμιο της Κοινωνικής Χειραφέτησης, με την Ταξική Ανάλυση της Νεολαίας, με την Απάντηση στη νέα Ληστεία του Ασφαλιστικού, με την ανάλυση Για το Αγροτικό Ζήτημα και αρκετές άλλες αναφορές που υπάρχουν στο Β’ τόμο των βασικών ντοκουμέντων του.

Έχοντας σε γενικές γραμμές ολοκληρώσει μια σύντομη εξιστόρηση της μέχρι τώρα πορείας μας ας προχωρήσουμε και σε κάποια συνολικότερα δικά μας συμπεράσματα.

Και πρώτα απ’ όλα ότι κανένα πολιτικό πρόβλημα δεν είναι δυνατό να λυθεί έξω από την ενεργό συμμετοχή των αγωνιστών μέσα στο ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Αλλά ότι ταυτόχρονα ο σκέτος κινηματισμός ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις η και τις πιο προωθημένες μορφές πάλης όχι μόνο δεν φτάνει αλλά ακόμα και κινδυνεύει να καταλήξει στο ρεφορμισμό, όπως και η βιασύνη για «Σοσιαλισμό εδώ και τώρα» η «Κομμουνισμό εδώ και τώρα», που δεν στηρίζεται στη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Και ότι αντίθετα αυτό που απαιτείται είναι ένας όσο γίνεται πιο ξεκάθαρος υπολογισμός των συσχετισμών των δυνάμεων, των πραγματικών διαθέσεων των μαζών και των επαναστατικών στόχων που μπορούν και πρέπει να καταχτηθούν. Από την άλλη μεριά είναι αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες της επαναστατικής πρωτοπορίας που απελευθερώνουν και ενισχύουν τον αυθορμητισμό του κινήματος σε θετική και νικηφόρα κατεύθυνση.

Ακόμα αυτό που αναδείχνει τη δυναμική του εργατικού κινήματος δεν είναι ο περιορισμός της οπτική του στην αντίθεση κεφάλαιου εργασίας, που είναι η βασική, αλλά στο σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες τάξεις της κοινωνίας και τις μεταξύ τους αντιθέσεις καθώς και στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, που δίνουν τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να αναπτύσσει τη συνείδηση της ηγεμονικής τάξης για τον εαυτό της και να πετυχαίνει τους στόχους της.

Σε μια παγκόσμια κοινωνία ανισόμετρης ανάπτυξης που σφραγίζει όχι μόνο τις εξωτερικές σχέσεις αλλά και την ίδια την εσωτερική διαμόρφωση, τον ιδιαίτερο βαθμό ανάπτυξης, τη φυσιογνωμία κάθε χώρας, κανένα επαναστατικό κίνημα δεν θα μπορέσει να απαντήσει στο πρόβλημα της ανατροπής της αστικής και ιμπεριαλιστικής εξουσίας αν δεν ανακαλύψει και δεν ακολουθήσει τον ιδιαίτερο δικό του δρόμο, αν δεν βρει την ιδιαίτερη εθνική του μορφή με το αντίστοιχο διεθνιστικό της περιεχόμενο. Έτσι λοιπόν για παράδειγμα όταν εμείς ζητάμε σήμερα την παύση πληρών, τη διαγραφή του τοκογλυφικού χρέους, την έξοδο απ’ την ΟΝΕ, το ευρώ και την ΕΕ δεν θα είμαστε πειστικοί ούτε θα μπορέσουμε να πετύχουμε τους στόχους μας αν δεν έχουμε ένα πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στις ελληνικές ιδιομορφίες να απελευθερώνει τις δυνάμεις και τη δημιουργικότητα της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών και να ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες τους στα πλαίσια της συνολικότερης οπτικής της κοινωνικής επανάστασης στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη στον κόσμο ολόκληρο.

Συνειδητοποιώντας ακόμα ότι η κατάκτηση της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής συνείδησης για τους εργαζόμενους δεν προκύπτει άμεσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης αλλά ότι χρειάζεται και η παρέμβαση της θεωρίας, είναι ακόμα περισσότερο αναγκαία στις μέρες μας μια συνολικότερη επιστημονική αποτίμηση της εμπειρίας των προλεταριακών επαναστάσεων, η απόκρουση του μηδενισμού τους από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου, απ’ το ρεφορμισμό το ρεβιζιονισμό και την αντίδραση, για την αποκατάσταση των κοσμοϊστορικών τους κατακτήσεων με τη συνείδηση ότι η υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού δεν είναι μια επιχείρηση μια κι’ έξω,με την ακαριαία επίλυση όλων των αντιθέσεων και την προσγείωση στη «γη της επαγγελίας», αλλά ότι απαιτεί μια μακρόχρονη περίοδο πολυκύμαντης και σκληρής ταξικής πάλης μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας απ’ την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.

Με βάση αντιλήψεις σαν τις παραπάνω η περιχαράκωση του καθενός στο καβούκι του δεν είναι απόδειξη επαναστατικής καθαρότητας αλλά αδυναμίας γιατί μόνο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στις ιδέες και στις δυνάμεις του φοβάται και αποφεύγει την ενότητα στην υπηρεσία του κινήματος και τις συμμαχίες.

Και βέβαια καμιά ενότητα είτε στα πλαίσια μιας μετωπικής σύμπραξης η και ενός επαναστατικού κόμματος δεν είναι δυνατή και αποτελεσματική χωρίς τις αναγκαίες δημοκρατικές και οργανωτικές λειτουργίες και προϋποθέσεις, ζητήματα γύρω απ’ τα οποία διαχωρίστηκαν συχνά ο ρεφορμισμός με την επανάσταση και στα οποία έχουν αναφερθεί επανειλημμένα όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι του επαναστατικού μας κινήματος.

Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό Απολογισμό θα θέλαμε να θυμηθούμε όλους εκείνους τους συντρόφους που με τον ένα η τον άλλο τρόπο πρόσφεραν στην υπόθεσή μας και που απομακρύνθηκαν απ’ τις γραμμές μας είτε από δικά μας λάθη είτε από δικές τους αδυναμίες. Θα θέλαμε ακόμα να τιμήσουμε κι’ εκείνους τους συντρόφους που έμεινα αταλάντευτοι στους κοινούς μας αγώνες μέχρι την τελευταία τους πνοή όπως ο σ. Ανδρέας Μπίστης, ο σ. Αποστόλης Κωσταντινόπουλος, ο σ. Φίλιππος Χωματιανός.

Φίλες και φίλοι

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Στην κρίσιμη αυτή εποχή που ανοίγεται μπροστά μας, με τους τεράστιους κινδύνους αλλά και τις τεράστιες δυνατότητες για την εργατική τάξη και τους λαούς, έχουμε την πεποίθηση ότι με την αξιοποίηση της συσσωρευμένης πείρας των προλεταριακών επαναστάσεων του παρελθόντος και του σύγχρονου επαναστατικού μας κινήματος μπορούμε να ενώσουμε και να απελευθερώσουμε σε επαναστατική κατεύθυνση τις δυνάμεις του κόσμου της εργασίας.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!

www.ekke.net.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: