O Kέυνς και η Καπιταλιστική Θεωρία του Κράτους μετά το 1929 (Toni Negri-1967).
Τμήμα 1ο Το 1929 ως θεμελιώδης στιγμή για μια περιοδολόγηση του σύγχρονου κράτους.
Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τα γεγονότα του Κόκκινου Οκτώβρη του 1917. Τα γεγονότα αυτά μπορούν να ιδωθούν ως η κλιμάκωση ενός ιστορικού κινήματος που ξεκίνησε με την εξέγερση του Ιουνίου του 1848 στους δρόμους του Παρισιού, όταν το νεωτερικό βιομηχανικό προλεταριάτο συνειδητοποίησε την ταξική του αυτονομία και τον ανεξάρτητο ανταγωνισμό του με το καπιταλιστικό σύστημα. Μία ακόμα αποφασιστική καμπή σημειώθηκε ξανά στο Παρίσι με την Κομμούνα του 1871, η ήττα της οποίας οδήγησε στην γενίκευση της ανάγκης για συγκρότηση κόμματος και στην έντονη ευαισθητοποίηση να οργανωθεί πολιτικά η αυτονομία της τάξης.
1848-1871, 1871-1917. Αυτή η περιοδολόγηση φαίνεται να παρέχει το μόνο επαρκές πλαίσιο για την θεωρητικοποίηση του σύγχρονου κράτους. Ένας τέτοιος προσδιορισμός πρέπει να λάβει υπ’ όψη του τη συνολική αλλαγή στις σχέσεις ταξικής εξουσίας, η οποία αποκαλύφθηκε μέσα από τις επαναστατικές κρίσεις του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα.
Το πρόβλημα που τέθηκε για την πολιτική σκέψη και δράση από την ταξική πρόκληση του 1848 οδήγησε σε μια καινούρια κριτική ευαισθητοποίηση, η οποία μυστικοποιήθηκε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και η οποία αφορούσε τον κεντρικό ρόλο που άρχισε να διαδραματίζει η εργατική τάξη στο καπιταλιστικό σύστημα. Αν λοιπόν δεν αντιληφθούμε αυτήν την τάξη ως το καθοριστικό παράγοντα για τον μετασχηματισμό του κεφαλαίου και του κράτους, θα παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην αστική θεωρία. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ξεμπερδεύουμε με τη σχηματοποιημένη αντίληψη για τη σφαίρα της πολιτικής, η οποία θέλει να την παρουσιάσει ως διακριτή από το κεφάλαιο, το οποίο πρέπει με τη σειρά του να ιδωθεί ως μία δυναμική ταξική σχέση.
Πρέπει να πάμε παραπέρα από τις κοινότοπες περιγραφές περί «του προτσές της εκβιομηχάνισης». Ο εναρκτήριος συλλογισμός μας είναι η εξακρίβωση μιας διακριτής φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην οποία η διαλεκτική της εκμετάλλευσης (η εγγενής υπαγωγή και ο ανταγωνισμός της μισθολογικής/εργασιακής σχέσης) κοινωνικοποιήθηκε, οδήγησε στην επέκτασή της πάνω στο συνολικό υφάδι των πολιτικών και θεσμικών σχέσεων του νεωτερικού κράτους. Κάθε προσέγγιση του σύγχρονου κράτους η οποία δεν ενσωματώνει αυτήν την αντίληψη είναι, όπως έλεγε ο Χέγγελ, σαν το πηχτό σκοτάδι στο οποίο όλες οι αγελάδες φαίνονται γκρι.
Το 1917 είναι ένα κρίσιμο σημείο για να αντιληφθούμε αυτήν την διεργασία. Τότε η ιστορία έγινε σύγχρονη. Η αλήθεια που διακηρύχθηκε στα 1848, η δυνατότητα δηλαδή η εργατική τάξη να εμφανίζεται ως ένα ανεξάρτητο σύνολο στην διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η ικανότητά της να επιβάλει τη δική της πολιτική αυτονομία-επετεύχθη με το 1917. Η γη των Σόβιετ κατέστη το σημείο στο οποίο ο ανταγωνισμός της εργατικής τάξης σχηματοποιήθηκε σε μια ανεξάρτητη μορφή κράτους. Με αυτόν τον τρόπο τα Σόβιετ έγιναν το επίκεντρο σε διεθνές επίπεδο της πολιτικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης κι αυτό γιατί μετετράπησαν σε μία παρούσα, άμεση, αληθινή και αντικειμενική ταξική δυνατότητα και πιθανότητα.
Σε αυτό το σημείο ο σοσιαλισμός διάβηκε το σκαλοπάτι από την ουτοπία στην πραγματικότητα. Από τούδε και στο εξής, οι θεωρίες για το κράτος θα έπρεπε να λάβουν υπ’ όψη περισσότερο επισταμένως τα προβλήματα που σχετίζονταν με την προϊούσα κοινωνικοποίηση της εκμετάλλευσης. Θα έπρεπε να συνδιαλεχθούν με το ότι η εργατική τάξη είχε αποκτήσει την πολιτική της ταυτότητα και είχε καταστεί ιστορικός πρωταγωνιστής από τη δική της σκοπιά. Το κράτος έπρεπε εφεξής να αντιμετωπίσει την ανατρεπτική δυναμική μιας σειράς ταξικών κινημάτων, των οποίων των υλικό περιεχόμενο είχε ήδη αρχίσει να επιφέρει επαναστατικές υποδηλώσεις. Με άλλα λόγια το τεράστιο πολιτικό δυναμικό αυτού του πρώτου άλματος στην παγκόσμια επανάσταση της εργατικής τάξης εσωτερικεύθηκε μέσα στην δοσμένη σύνθεση της τάξης.
Σε κάθε επίπεδο του καπιταλιστικού οργανισμού υπήρχε τώρα μια πιο βαθιά, πιο απειλητική και πιεστική παρουσία της εργατικής τάξης, μίας τάξης που πλέον ήταν αυτόνομη και πολιτικά συνειδητοποιημένη. Συνεπώς όλα τα προβλήματα απέκτησαν καινούριο χαρακτήρα και διαστάσεις: η προοπτική της εργατικής τάξης μπορούσε τώρα να βρει την ανεξάρτητη έκφρασή της. Φυσικά, η πραγματική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης οδήγησε αργά-αργά στην ευαισθητοποίηση της αστικής τάξης.
Αρχικά η Επανάσταση παρουσιάσθηκε ως ένα εξωτικό γεγονός. Η βασική απάντηση ήταν η προσπάθεια –πετυχημένη σε έναν βαθμό- να περιθωριοποιήσουν τον κίνδυνο, να απομονώσουν στρατιωτικά και διπλωματικά την Σοβιετική δημοκρατία, να μετατρέψουν την επανάσταση σε μια εξωτερική υπόθεση. Μετά εμφανίσθηκε η εσωτερική απειλή μέσα στις ίδιες τις καπιταλιστικές χώρες.
Ποιά ήταν η γενική απάντηση του κεφαλαίου στα διεθνή κύματα της εργατικής πάλης αυτής της περιόδου που οδήγησαν αμέσως στη δημιουργία ισχυρών νέων μαζικών εργατικών συνδικάτων και στην εξάπλωση του κινήματος των Εργοστασιακών Συμβουλίων που διεκδικούσαν τον έλεγχο στην παραγωγή (αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην ιταλική, αλλά και στην γερμανική και την ουγγρική περίπτωση);
Σε αυτήν την περίοδο οι ανώριμες κυρίαρχες τάξεις απάντησαν με τη φασιστική καταπίεση. Αλλά η πρώιμη πιο γενική και συνολική απάντηση, η οποία συνίστατο στην αναπαραγωγή των ρεφορμιστικών μοντέλων συνοχής, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γρατσουνίσει μόνο την επιφάνεια της νέας πολιτικής πραγματικότητας. Ο συνολικός στόχος του κεφαλαίου στην περίοδο που ακολούθησε ήταν να υπερνικήσει τις εργατικές πρωτοπορίες και ειδικότερα να υπομονεύσει την υλική βάση του ηγετικού τους ρόλου σε αυτήν την φάση: δηλαδή η προσπάθεια για την ανάδυση μίας ταξικής σύνθεσης, η οποία περιείχε έναν σχετικώς υψηλά επαγγελματοποιημένο παράγοντα (τυπικό της προωθούμενης εκμηχάνισης), ο οποίος συνδυαζόταν με την ιδεολογία της αυτό-διεύθυνσης που ήταν η απόρροιά του (αναφέρεται στον τεϋλορισμό). Με άλλα λόγια η γραμμή επίθεσης ήταν η καταστροφή της συμμαχίας μεταξύ εργατικών πρωτοποριών και προλεταριακών μαζών, μια συμμαχία την οποία προϋπέθετε ο μπολσεβίκικος οργανισμός. Να αποκόψει την πρωτοπορία από το εργοστάσιο και το εργοστάσιο από την τάξη, να απομονώσει αυτό το κόμμα μέσα στην τάξη: Αυτός ήταν ο στόχος της καπιταλιστικής αναδιοργάνωσης, η ιδιαίτερη μορφή αντεπίθεσης ενάντια στο 1917 στην Δύση.
Ο Τεϋλορισμός, η Φορντική επανάσταση στην παραγωγή και η καινούρια «Αμερικάνικη οργάνωση της εργασίας» (άμεση αναφορά στο «Αμερικανισμός και Φορντισμός» του Γκράμσι) είχαν ακριβώς αυτή τη λειτουργία: να απομονώσουν δηλαδή τις μπολσεβίκικες πρωτοπορίες από την τάξη και να τις αποβάλουν από τον ηγεμονικό τους παραγωγικό ρόλο. Για να γίνει αυτό επιστρατεύθηκαν τα μέσα της μαζικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας και της υποβάθμισης της εργατικής δύναμης. Αυτή η εξέλιξη όμως επιτάχυνε την είσοδο νέων προλεταριακών δυνάμεων στην παραγωγή, θραύοντας την απεργιακή δύναμη των παλιών εργατικών αριστοκρατιών, ουδετεροποιώντας το πολιτικό τους δυναμικό και εμποδίζοντας την επανασχηματοποίησή τους. Όπως νωρίτερα στον 19ο αιώνα το κεφάλαιο είχε καταφέρει να διασπάσει το μέτωπο των εν τη γεννέσει προλετάριων επιστρατεύοντας τα μέσα μιας νέας βιομηχανικής συγκρότησης, η οποία ενδυνάμωσε την δημιουργία εργατικών αριστοκρατιών, αντίστοιχα, μετά το 1917, με την προϊούσα πολιτική διάχυση αυτής της διαφοροποίησης (εννοεί τον μπολσεβικισμό) μέσα στην τάξη και μετά την πολιτική ανασύνθεση που η εργατική τάξη πέτυχε, το κεφάλαιο για άλλη μια φορά στρεφόταν στο τεχνολογικό μονοπάτι για την ένταση της καταπίεσης.
Όπως πάντα αυτή η τεχνολογική επίθεση (αύξηση της οργανικής σύνθεσης σε καινούριους τομείς, γραμμή συναρμολόγησης, ροή παραγωγής, επιστημονική οργάνωση εργασίας, υποδιαιρέσεις/κατακερματισμός των επαγγελματικών ειδικοτήτων κλπ) ήταν η πρώτη και η πιο ενστικτώδης απάντηση του κεφαλαίου στην υφιστάμενη ταξική σύνθεση και στην απειλή απέναντι στον καπιταλιστικό έλεγχο που αυτή εκπροσωπούσε. Αλλά είναι εμφανές εδώ ότι η ποιοτικά καινούρια κατάσταση μετά το 1917 επέβαλλε αντικειμενικά όρια και περιορισμούς σε αυτήν την αστική προσπάθεια. Οι πιθανότητες για ανασύνθεση της εργατικής δύναμης στη φάση της μεταπολεμικής μετατροπής (εννοεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) υφίσταντο βραχυπρόθεσμα.
Μετά ταύτα αστική τάξη γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αυτή η αναδιοργάνωση θα μπορούσε μακροσκοπικά να δημιουργήσει μια πιο απειλητική κατάσταση. Όχι μόνο το κεφάλαιο θα έπρεπε να αντιπαρέλθει την διευρυμένη αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, την οποία θα επέφεραν αυτές οι αλλαγές, αλλά θα είχε να αντιμετωπίσει μία έμμεση πολιτική ανασύνθεση σε ένα ανώτερο επίπεδο μάλιστα της μαζικοποίησης και κοινωνικοποίησης της εργατικής δύναμης.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε για πρώτη και παντοτινή φορά εισάγει την πολιτική ποιότητα της ανατροπής στις υλικές ανάγκες και τους αγώνες της εργατικής τάξης, ένα φάντασμα το οποίο δεν μπορούσε απλά να εξορκισθεί. Δοσμένης αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, η τεχνολογική λύση ήταν δυνατό και πιθανό να υπομονευθεί εν τέλει από τις ίδιες τις συνέπειες που αυτή προκαλούσε. Αυτή θα μπορούσε επίσης να συμβάλει εξ αντικειμένου στην πολιτική ανασύνθεση της τάξης σε ένα ανώτερο μάλιστα επίπεδο. Το ίδιο διάστημα αυτή η απάντηση/αντεπίθεση δεν ήταν επαρκής να επιλύσει το αληθινό πρόβλημα που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο. Πώς να αναγνωρίσει δηλαδή την πολιτική ενεργοποίηση της εργατικής τάξης την ίδια στιγμή που έπρεπε να βρει νέους τρόπους (διαμέσου μιας ολοκληρωτικής ανασυγκρότησης του κοινωνικού μηχανισμού για την απόσπαση σχετικής υπεραξίας) πολιτικής πειθάρχησης αυτής της τάξης μέσα στις ίδιες τις λειτουργίες του συστήματος;
Η αποδοχή της αυτονομίας της εργατικής τάξης θα έπρεπε να συνδυασθεί με την ικανότητα να την ελέγχει πολιτικά. Η αναγνώριση της αυθεντικότητας του 1917, του γεγονότος δηλαδή ότι ολόκληρη η υπάρχουσα υλική βάση του κεφαλαίου είχε ανατραπεί και δεν υπήρχε επιστροφή, θα γινόταν αργά ή γρήγορα μία πολιτική αναγκαιότητα για το κεφάλαιο.
Στην πραγματικότητα η μέρα της αποδοχής δεν θα αργούσε να έλθει. Όπως πάντα το πολιτικό δυναμικό του κεφαλαίου έπρεπε να εξορκισθεί για να ελευθερώσει τον εαυτό του. Λίγο μετά την ήττα της Γενικής Απεργίας στην Βρετανία τα γεγονότα φαινόντουσαν να επισημαίνουν τα άκρα όρια του εξαπλωμένου επαναστατικού προτσές της μεταπολεμικής περιόδου-το φάντασμα του 1917 επέστρεψε σε μια καινούρια και πιο απειλητική όψη.
Η κατάρρευση που επακολούθησε του 1929 ήταν κρίσιμη λόγω αυτής της δυνητικής απειλής. Ο καπιταλισμός τώρα αντιμετώπιζε μία εργατική τάξη, η οποία είχε κοινωνικά ομοιογενοποιηθεί από την καταπίεση που ο ίδιος της άσκησε, η οποία είχε μαζικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που η αυτονομία της έπρεπε να αναγνωρισθεί και η οποία ταυτόχρονα έπρεπε να αναγνωρισθεί μέσω της ανατρεπτικής της δυναμικής ως το αποφασιστικό συστατικό και η κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε μελλοντικό μοντέλο ανάπτυξης.
Η μεγάλη κρίση μετά το 1929 ήταν η στιγμή της αλήθειας, μία αντανάκλαση της καπιταλιστικής συγκρότησης της προγενέστερης τεχνολογικής επίθεσης απέναντι στην εργατική τάξη και η ένδειξη των ορίων της. Το μάθημα του 1917 τώρα επέβαλε τον εαυτό του μέσω της «καθυστερημένης αντίδρασης» στο σύνολο του συστήματος. Η πολιτική πρωτοβουλία της εργατικής τάξης με το 1917 με όλη την άγρια καταστροφικότητά της, ελέγξιμη μόνο βραχυπρόθεσμα, τώρα εξεδήλωνε τον εαυτό της στην κρίση ενός ολόκληρου συστήματος, δείχνοντας ότι δεν μπορούσε να αγνοηθεί ή να παρακαμφθεί. Οι προηγούμενες προσπάθειες να αποφύγουν το πρόβλημα, να αγνοήσουν την επίδραση της πραγματικότητας της αυτοτελούς πολιτικής πρόσκρουσης της εργατικής τάξης στο σύστημα, τώρα γινόταν μπούμερανγκ απέναντι στο ίδιο το σύστημα.
Η κρίση χτύπησε ακριβώς πιο έντονα εκεί που το κεφάλαιο ήταν δυνατότερο και η τεχνολογική μετατροπή είχε καταστεί πιο πλήρης (στις ΗΠΑ). Με αυτήν την έννοια η κρίση μετά το 1929 αντιπροσωπεύει μια στιγμή αποφασιστικής σημασίας στην ανάδυση του σύγχρονου κράτους. Μία πολιτική καμπή η οποία παραγνωρίσθηκε από την οικονομίστικη παράδοση μέσα στον μαρξισμό.
Η κύρια απώλεια που επέφερε η κρίση ήταν η αποσάρθρωση της υλικής βάσης του φιλελεύθερου θεσμικού κράτους. Το 1929 παρέσυρε ακόμα και τη νοσταλγία για τις αξίες που είχε καταστρέψει το 1917. Η συντριβή της Wall Street από την «Μαύρη Τρίτη» του 1929 κατέστρεψε τις πολιτικές και κρατικές μυθολογίες για έναν αιώνα αστικής κυριαρχίας. Σημείωσε το ιστορικό τέλος του «κράτους της Δεξιάς», ιδωμένο ως ένα σύνολο κρατικής εξουσίας που σκοπεύει στην θεσμική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων μέσω των αστικών σωσιβίων της ορθής διαδικασίας. Μία κρατική εξουσία εγκαθιδρυμένη για να εξασφαλίζει την αστική ηγεμονία στη βάση της ιδιότητας του πολίτη έβαλε από μόνη της την ταφόπλακα στον κλασσικό φιλελεύθερο μύθο της αυτοτέλειας κράτους και αγοράς, οδηγήθηκε στο τέλος τουlaissez-faire.
Εν τούτοις δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα ζήτημα που άπτεται της ανατροπής της παραδοσιακής σχέσης μεταξύ κράτους και ιδιωτικής κοινωνίας και την ανάδυση ενός «παρεμβατικού» κράτους. Η περίοδος μετά το 1871 είχε παρουσιάσει συν τοις άλλοις μία συνεχώς αυξανόμενη κρατική παρέμβαση και την κοινωνικοποίηση του τρόπου παραγωγής. Αυτό που ήταν το καινούριο και καθιστούσε αυτή τη στιγμή ως αποφασιστική ήταν η αναγνώριση της ενεργοποίησης της εργατικής τάξης και του ανταγωνισμού που αυτή αντιπροσώπευε μέσα στο σύστημα ως ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος το οποίο η κρατική εξουσία θα έπρεπε να συμβιβάσει. Συχνά η ρητορική για το νέο κράτος η οποία αναδύθηκε από τη μεγάλη κρίση έκανε λόγο για τη μετάβαση από την φιλελεύθερη στην ολοκληρωτική μορφή κρατικής εξουσίας.
Αυτή όμως είναι μια διαστρεβλωτική οπτική: Παραγνωρίζει την άμεση και κατά τόπους αξιοποίηση φασιστικών και κορπορατικών λύσεων, ως το κεντρικό και κυρίαρχο συστατικό που διακρίνει την διαδικασία μετάβασης σε μια νέα ιστορική μορφή αστικού κράτους. Για να είμαστε ακριβέστεροι πρέπει να πούμε ότι αυτή η ανασυγκρότηση επέφερε πιθανά επιπτώσεις ολοκληρωτισμού, αλλά μόνο με την έννοια ότι περιείχε την σύλληψη ενός εγγενούς ανταγωνισμού και της πάλης σε όλα τα επίπεδα το κράτους.
Παραδόξως το κεφάλαιο στράφηκε στον Μαρξ ή τουλάχιστον έμαθε να διαβάζει «Το Κεφάλαιο» (από τη δική του σκοπιά βέβαια η οποία αν και μυστικοποιημένη είναι ωστόσο αποτελεσματική). Από τη στιγμή που αναγνώρισε τον ανταγωνισμό, το ζήτημα ήταν να τον κάνει να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζει τον έναν πόλο του ανταγωνισμού να εκτραπεί σε μία αυτόνομη δημιουργική δράση.
Η πολιτική επανάσταση της εργατικής τάξης θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενο (το κεφάλαιο) τις νέες σχέσεις των ταξικών δυνάμεων την ίδια στιγμή που θα προσπαθούσε να κάνει την εργατική τάξη να λειτουργεί μέσα σε έναν συνολικό μηχανισμό, ο οποίος θα ήταν ικανός να εξαχνίζει τη συνεχή της πάλη για εξουσία σε ένα δυναμικό στοιχείο του ίδιου του συστήματος. Η εργατική τάξη λοιπόν έπρεπε να ελεγχθεί λειτουργικά με μια σειρά από μηχανισμούς εξισορρόπησης οι οποίοι θα έπρεπε να αναπροσαρμόζονται ανάλογα τη συγκυρία από μία ρυθμισμένη «επανάσταση εισοδημάτων» Το κράτος είχε τώρα προετοιμασθεί για να διαχυθεί μέσα στην ιδιωτική κοινωνία, για να ανασυγκροτεί συνεχώς την πηγή της νομιμοποίησής του μέσω μιας διαδικασίας μόνιμης αναπροσαρμογής των συνθηκών της εξισορρόπησης.
Η νέα υλική βάση του «συντάγματος» κατέστη η εικόνα του κράτους ως σχεδιαστή ή καλύτερα του κράτους ως σχεδίου. Σύντομα αυτός ο μηχανισμός εξισορρόπησης θα τεθεί σε λειτουργία μέσω της ενσωμάτωσής του στις διάφορες δυνάμεις και θα σχηματοποιηθεί σε έναν περιοδικό σχεδιασμό/προγραμματισμό. Το μοντέλο εξισορρόπησης αρχίζει και αναζητά τον σχεδιασμό επί μιας δοσμένης περιόδου, κατά την οποία το κάθε δυναμικό, η κάθε αναπροσαρμογή της εξισορρόπησης θα πρέπει να αναχθεί σε ένα καινούριο επίπεδο, να διανοίξει το δρόμο για μια διαδικασία αναθεώρησης για το πώς το ίδιο το κράτος θεσμοποιείται. Με άλλα λόγια το μονοπάτι που οδηγούσε στη σταθερότητα τώρα έδειχνε να εξαρτάται από την αποδοχή αυτής της καινούριας ανασφαλούς και αβέβαιης βάσης της κρατικής εξουσίας.
Η δυναμική του κρατικού σχεδιασμού δηλαδή αρχίζει και καθίσταται αποδοχή μιας «μόνιμης επανάστασης», μία αντικειμενική παράδοξη μορφή εγγελιανής υπέρβασης.
Παρ’ όλ’ αυτά η επιστήμη του κεφαλαίου αναγκαστικά όσο αποκαλύπτει τόσο μυστικοποιεί: Συσκότισε τη νέα σχέση των ταξικών δυνάμεων, απέκρυψε την επώδυνη διαδικασία κατά την οποία η εργατική τάξη και ο κεντρικός δυναμικός της ρόλος ως πηγή της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενσωματώνεται μέσα στη ζωή του κράτους. Την ίδια στιγμή η αστική επιστήμη μυστικοποίησε και απέκρυψε όχι τόσο την ανταγωνιστική φύση της ενεργοποίησης της εργατικής τάξης, όσο τη γενικότητα των επιδράσεών της πάνω στο σύστημα. Απέκρυψε δηλαδή την βία, η οποία χρειαζόταν προκειμένου να αναπαράγεται αυτή η ανασφαλής και ελεγμένη διαδικασία εξισορρόπησης ως νέα μορφή κράτους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση η αστική επιστήμη ανέδειξε με ενάργεια την καινούρια κοινωνία και την σφαίρα της βίαιης δράση της ως εμπραγμάτωση του Κοινού Καλού και της Γενικής Βούλησης (έμμεση αναφορά στην αστική πρόσληψη του Χέγγελ και του Ρουσσώ). Σε αυτό το παιχνίδι μεταξύ μυστικοποίησης και κριτικής συνειδητοποίησης της νέας σχέσης μεταξύ των ταξικών δυνάμεων, η αστική επιστήμη για άλλη μια φορά απεκάλυψε την αναγκαία σύνθεση των αντιφατικών στοιχείων.
Όπως πάντα η αστική επιστήμη αναγκάσθηκε να εκπληρώσει το εργώδες καθήκον της ανάλυσης και του απολογητισμού, να διαβεί το στενό μονοπάτι μεταξύ αφενός της κριτικής συνειδητοποίησης της αστάθειας του υφιστάμενου πλαισίου και αφετέρου ενός προσδιορισμού για την επίτευξη σταθερότητας. Συνολικότερα η μόνη δυνατή λύση σε αυτήν την αντίφαση ήταν η ενσωμάτωση μίας μοναδικής πίστης (εννοεί τη θεωρία του Κέυνς) σε μια ανεξάρτητη πολιτική βούληση: ένα είδος «πολιτικού θαύματος» ικανού να επαν-ενοποιεί τα ποικίλα αναγκαία αλλά αντιθετικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος: κοινωνικοποίηση του τρόπου παραγωγής και κοινωνικοποίηση της εκμετάλλευσης, οργάνωση και βία, οργάνωση της κοινωνίας για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Δεν ήταν λοιπόν ότι άλλαξε η βασική φύση της καπιταλιστικής διαδικασίας, αλλά το πλαίσιο, οι διαστάσεις μέσα στις οποίες η εκμετάλλευση έπρεπε τώρα να λειτουργήσει και ο ταξικός πρωταγωνιστής επί του οποίου το κεφάλαιο ήταν υποχρεωμένο να διεκδικήσει τον εαυτό του. Ένα «πολιτικό θαύμα» λοιπόν καθίστατο όλο και περισσότερο αναγκαίο, με δεδομένο ότι η ανταγωνιστική ύπαρξη της εργατικής τάξης σηματοδοτούσε ότι κάθε σημείο τριβής της αποτελούσε αιτία συναγερμού, κάθε λάθος ήταν πιθανό να αποβεί καταστροφικό και κάθε στιγμή θα μπορούμε να οδηγήσει σε μια δραματική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο τάξεων, οι οποίες εμπλέκοντο στην αντιπαράθεση. Ήταν λοιπόν η ισχύς της εργατικής τάξης, η οποία υποβοηθούταν από την επαναστατική εμπειρία και η οποία εξεδήλωνε τις σημάνσεις της και δημιουργούσε μια τέτοια ανισορροπία, η οποία απαιτούσε μεσολάβηση σε όλα τα επίπεδα του συστήματος.
Η αστική επιστήμη έπρεπε να εγγράψει μέσα στο περιεχόμενό της αυτό το γεγονός. Να παρακολουθήσουμε αυτή τη σύνθετη διαδικασία, να την αποκαλύψουμε και να διακρίνουμε τα επιστημονικά και ιδεολογικά της συνθετικά, είναι το βασικό καθήκον της κριτικής της εργατικής τάξης. Σε αυτό το δοκίμιο πραγματεύομαι την ανάπτυξη της σκέψης του Κέυνς και την επίδρασή της στη συνολική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος από την Οκτωβριανή Επανάσταση έως τα χρόνια της Ύφεσης. Κι αυτό γιατί ο Κέυνς ήταν αυτός που επέδειξε την μεγαλύτερη συνειδητοποίηση και την πιο καλλιεργημένη πολιτική πρωτοβουλία για προσαρμογή σε αυτή τη νέα κατάσταση που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο μέσα σε αυτό το κρίσιμο σημείο. Ήταν λοιπόν η απογοητευμένη διάγνωση του Κέυνς που υπέδειξε στο καπιταλιστικό σύστημα ποια θεραπεία έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Κέυνς ήταν ίσως ο πιο διεισδυτικός θεωρητικός της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, της νέας μορφής αστικού κράτους το οποίο αναδύθηκε ως αντίδραση στην επαναστατική σύγκρουση της εργατικής τάξης.
2 σχόλια:
Βάλτε ρε παιδιά ποιός μετέφρασε το κείμενο. Δεν ξεφύτρωσε από μόνο του στην ελληνική. Εξάλλου ο μεταφραστής (ο γράφων δηλαδή) δεν είναι επαγγελματίας και μπορεί να μην έχει αποδώσει ολοκληρωμένα το γράμμα και το πνεύμα του κειμένου.
σωστό, απλά κοπάραμε το κείμενο σου, που αν πατούσες πάνω στο τίτλο θα οδηγούσε σε ότι εσύ έχεις δημοσιεύσει
Δημοσίευση σχολίου