Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

9/22/2008

Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ

(Ή ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;)[1]

του Δημήτρη Α. Κατσορίδα

1. Το ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης

Το περίφημο βιβλίο του Λένιν Τι να κάνουμε;, το οποίο προκάλεσε --και εξακολουθεί να προκαλεί-- τόσο πολλές συζητήσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς, πιστεύεται ότι αποτέλεσε τη θεωρητική και πολιτική βάση για την οικοδόμηση του μπολσεβίκικου κόμματος.

Τι ήταν, τελικά, αυτό το περίφημο βιβλίο που, ακόμη και σήμερα, οδηγεί σε τόσο πολλές συζητήσεις, αντιπαλότητες και διαφωνίες; Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα στο εσωτερικό του ρωσικού μαρξισμού έκαναν την εμφάνισή τους δύο ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο της διάσπασης της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Οι Ρώσοι μαρξιστές υπό την πίεση της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας καλούνταν να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: ποιος τύπος κομματικής οργάνωσης θα ήταν ο προσφορότερος στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, ο οποίος θα μπορούσε όχι μόνο να επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα στην πάλη που διεξήγαγε η εργατική τάξη, αλλά θα μπορούσε ταυτόχρονα να συντονίσει και να καθοδηγήσει πολιτικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την εργατική τάξη στον αγώνα της για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας;Στο δεύτερο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΡΣΔΕΚ), το 1903, η απάντηση που δόθηκε σ’ αυτό το ζήτημα, από κάθε πλευρά, χώρισε τα μέλη του κόμματος σε μπολσεβίκους (πλειοψηφία) και σε μενσεβίκους (μειοψηφία). Εκφραστής της πρώτης φράξιας ήταν ο Λένιν και της δεύτερης ο Μάρτοφ. Η διάσπαση μεταξύ τους έγινε οριστική το 1912. Εντωμεταξύ είχαν γίνει αρκετές ενοποιήσεις, αλλά και συγκρούσεις των δύο φραξιών. Όμως, η βασικότερη διαφορά που χώριζε τις δύο πλευρές, δηλαδή για το ποια ήταν η πιο κατάλληλη οργάνωση και τακτική ενός επαναστατικού κόμματος σε συνθήκες παρανομίας εξακολουθούσε να υπάρχει και να βαθαίνει.

Οι μπολσεβίκοι πίστευαν ότι στις συνθήκες απολυταρχίας που λειτουργούσε, το ΡΣΔΕΚ θα έπρεπε πιο πολύ να δρα ως κόμμα στελεχών αποτελούμενο από επαγγελματίες επαναστάτες αφοσιωμένους στην επανάσταση και με συνωμοτικούς κανόνες συμπεριφοράς, προκειμένου να αντέξουν στις επιθέσεις του τσαρικού καθεστώτος. Αντίθετα, οι μενσεβίκοι, χωρίς να αρνούνται τις παράνομες δραστηριότητες, πίστευαν ότι επειδή ο σκοπός του κόμματος ήταν η νόμιμη οργάνωση της εργατικής τάξης, κατά συνέπεια μέλη του θα έπρεπε να είναι όλες οι εργατικές ενώσεις.

Όπως φάνηκε, βέβαια, από την πορεία των γεγονότων, οι μπολσεβίκοι ήταν πιο κοντά στη ρωσική πραγματικότητα, η οποία υπαγόρευε τον συνωμοτικό χαρακτήρα της οργάνωσης και χαρακτήριζε όλες τις προηγούμενες επαναστατικές οργανώσεις, ενώ η στάση των μενσεβίκων συγγένευε πιο πολύ με τις παραδόσεις των σοσιαλιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες για τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Ρωσία ήταν ανέφικτο να εφαρμοστούν.[2]

Το ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης αποτέλεσε αντικείμενο ενός από τα σημαντικότερα έργα του Λένιν, το οποίο γράφτηκε το 1901-02, με τον τίτλο Τι να κάνουμε;.

Η βασική του θέση, η οποία έγινε και η οργανωτική αρχή των μπολσεβίκων είναι η εξής: «...η οργάνωση των επαναστατών πρέπει ν’ αγκαλιάζει πριν απ’ όλα και κυρίως ανθρώπους, που έχουν για επάγγελμα την επαναστατική δράση (γι’ αυτό άλλωστε μιλώ για οργάνωση επαναστατών, έχοντας υπόψη τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες). Μπροστά σ’ αυτό το κοινό γνώρισμα των μελών μιας τέτοιας οργάνωσης πρέπει να σβήνει τελείως κάθε διάκριση ανάμεσα στους εργάτες και στους διανοούμενους... Η οργάνωση αυτή κατ’ ανάγκην δεν πρέπει να είναι πολύ πλατιά και πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο συνωμοτική» (σ. 126).

Σε άλλη παράγραφο περιγράφει παραστατικά τη διάρθρωση του κόμματος των εξ επαγγέλματος επαναστατών: «Ένας μικρός, συμπαγής πυρήνας από τους πιο σίγουρους, έμπειρους και ατσαλωμένους εργάτες, που έχει έμπιστους ανθρώπους στα κυριότερα διαμερίσματα και που συνδέεται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της πιο αυστηρής συνωμοτικότητας με την οργάνωση των επαναστατών, θα μπορέσει να εκπληρώσει ολοκληρωτικά, με την πιο πλατιά βοήθεια της μάζας και χωρίς να πάρει μια ορισμένη μορφή, όλες τις λειτουργίες μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και, μάλιστα, θα τις εκπληρώσει ακριβώς έτσι, όπως το επιθυμεί η σοσιαλδημοκρατία. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πετύχουμε, στο πείσμα όλων των χωροφυλάκων, το στέριωμα και την ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλιστικού κινήματος» (σ. 133).

2. Αυθόρμητο και συνειδητό

Μια άλλη αντίληψη που προώθησε ο Λένιν στο εν λόγω έργο του είναι ότι οι εργάτες δεν γίνονται αυθόρμητα σοσιαλιστές, αλλά ρέπουν πιο πολύ προς τον συνδικαλισμό. Υπό αυτή την έννοια η σοσιαλιστική συνείδηση προσφέρεται στην εργατική τάξη απέξω, από τους επαναστάτες διανοούμενους οι οποίοι μάλιστα ξεπηδούν μέσα από την αστική διανόηση. Η άποψη αυτή, την οποία ουσιαστικά ο Λένιν δανείστηκε από τον Κάουτσκι,[3] εκφράζεται χαρακτηριστικά από τις ακόλουθες παραγράφους: «Είπαμε ότι οι εργάτες δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν σοσιαλδημοκρατική συνείδηση. Αυτή μπορούσε να τους έρθει μόνο από τα έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη με τις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις είναι σε θέση να επεξεργαστεί μόνο μια τρεϊντγιουνιονιστική συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να συνενωθεί σε ενώσεις, να κάνει αγώνα ενάντια στους εργοδότες, να πετυχαίνει από την κυβέρνηση την έκδοση τούτων ή εκείνων των νόμων, που είναι απαραίτητοι για τους εργάτες κ.λπ. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού γεννήθηκε από κείνες τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των ιδιοχτητριών τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο ακριβώς και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας παρουσιάστηκε τελείως ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, ξεπήδησε σαν το φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σκέψης της επαναστατικής σοσιαλιστικής διανόησης» (σ. 35-36).

Η προαναφερθείσα αντίληψη του Λένιν πήγαζε από την αντιδιαστολή που έκανε μεταξύ αυθόρμητου και συνειδητού. Θεωρούσε ότι η αυθόρμητη ικανότητα της εργατικής τάξης, ενώ ήταν μια απαραίτητη δύναμη χωρίς την οποία καμιά επαναστατική αλλαγή δεν μπορούσε να επιτευχθεί, εντούτοις από μόνη της δεν μπορούσε να αναπτύξει μια επαναστατική ιδεολογία και γι’ αυτό υπήρχε ο κίνδυνος να περιπέσει στην αστική επιρροή. Έτσι, εκτιμούσε ότι ο παράγοντας που θα απέτρεπε μια τέτοια εξέλιξη ήταν το επαναστατικό κόμμα, το οποίο θα πρέπει να ενσαρκώνει το συνειδητό, δηλαδή να έχει την ικανότητα να φέρει τη σοσιαλιστική ιδεολογία στις εργατικές-λαϊκές μάζες, να μπορεί να οργανώσει και να προγραμματίζει τις κινήσεις του σύμφωνα με τις γενικές τάσεις της κοινωνικής αλλαγής, να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες, να προβλέπει τις κινήσεις του αντιπάλου και γενικά να αποτελεί το πιο προωθημένο τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο γι’ αυτό θα πρέπει να διαθέτει μια πνευματική και ηθική υπεροχή.[4]

Βέβαια, με τα παραπάνω ο Λένιν δεν υποστήριζε ότι το επαναστατικό κόμμα αποτελεί την αφρόκρεμα ή την ελίτ του προλεταριάτου και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν επιδίωκε να δημιουργήσει μια εργατική αριστοκρατία ή κάτι τέτοιο. Αντίθετα, θεωρούσε ότι αν και ο ρόλος του κόμματος είναι ιδιαίτερος, δεν μπορούσε να είναι ξεχωριστός από την εργατική τάξη, την οποία επιδίωκε να εκπροσωπήσει: «...η πρώτιστη, η πιο επιταχτική υποχρέωσή μας είναι να βοηθούμε να εξελιχθούν οι επαναστάτες εργάτες, που στα ζητήματα της κομματικής δράσης, να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τους διανοούμενους-επαναστάτες... Γι’ αυτό η κύρια προσοχή μας πρέπει να στρέφεται στο ν’ ανεβάζουμε τους εργάτες στο επίπεδο των επαναστατών και σε καμιά περίπτωση στο να κατεβαίνουμε οπωσδήποτε εμείς οι ίδιοι ως το επίπεδο της “εργατικής μάζας”, όπως θέλουν οι οικονομιστές, και οπωσδήποτε ως το επίπεδο του “μέσου εργάτη”, όπως θέλει η “Σβομπόντα”...» (σ. 146).

3. Τάξη και κόμμα

Ο Λένιν πάνω από όλα ήταν πολιτικός, ταυτισμένος με τα συμφέροντα του προλεταριάτου και γι’ αυτό σκεφτόταν πολιτικά. Η πολιτική για τον Λένιν είναι η τέχνη του δυνατού. Η θεωρία γι’ αυτόν δεν είναι μια αφηρημένη ενασχόληση, αλλά πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης.

Η κριτική που προβαίνει στους διανοούμενους σχετικά μ’ αυτό είναι καταπέλτης. Εγκαλώντας τους, τους προτρέπει να μην επαναλαμβάνουν αυτά τα οποία ξέρουμε, αλλά «...να μας δίνουν περισσότερα από κείνα που ακόμα δεν ξέρουμε, από κείνα που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τα μάθουμε μόνοι μας με την εργοστασιακή και την “οικονομική” μας πείρα, δηλαδή: πολιτικές γνώσεις. Αυτές τις γνώσεις μπορείτε να τις αποχτήσετε εσείς οι διανοούμενοι και έχετε υποχρέωση να μας τις μεταδίδετε εκατό και χίλιες φορές περισσότερο, απ’ όσο το κάνατε ως τα τώρα και μάλιστα να μας τις μεταδίδετε όχι μονάχα με συλλογισμούς, βιβλιαράκια και άρθρα (που πολλές φορές είναι –με συγχωρείτε για την ειλικρίνεια! βαρετά), αλλά οπωσδήποτε με ζωντανές αποκαλύψεις για κείνα ακριβώς που κάνουν στη δοσμένη στιγμή η κυβέρνησή μας και οι διευθύνουσες τάξεις μας σε όλους τους τομείς της ζωής» (σσ. 84-85).

Βέβαια, θα ήταν λάθος, διαβάζοντας τα παραπάνω, να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι ο Λένιν υποτιμούσε τη θεωρία. Κάθε άλλο. Οι θεωρητικές του επεξεργασίες πάνω στα ζητήματα της ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού, του εθνικού ζητήματος, του διαλεκτικού υλισμού, του ιμπεριαλισμού και του κράτους επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Απλώς, ο μαρξισμός του Λένιν ήταν άμεσα συνδεμένος με το πολιτικό ζητούμενο, αποτελούσε μια συνεχή συλλογή στοιχείων και ιδεών, μέσω των οποίων προσπαθούσε να επεξεργασθεί θεωρητικά και να αναλύσει κάθε φορά τη συγκεκριμένη κατάσταση, να εκτιμήσει τις δυνατότητες και να καταλήξει σε αποτελεσματικό τρόπο δράσης. Ο μαρξισμός του Λένιν είναι εξαιρετικά ευέλικτος και όχι δογματικός, επειδή ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη ρωσική πραγματικότητα. Γι’ αυτό στα μάτια των συμβατικών μαρξιστών οι πράξεις του ήταν ανορθόδοξες.

Εν κατακλείδι από το Τι να κάνουμε; του Λένιν, διαφαίνονται δύο βασικές ιδέες, όπως επισημαίνει ο Daniel Bensaid. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διάκριση μεταξύ του κόμματος και της εργατικής τάξης. Η δεύτερη σχετίζεται με ένα από τα πιο αμφισβητήσιμα χαρακτηριστικά του λενινισμού: τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Όσον αφορά την πρώτη διάκριση, μεταξύ του κόμματος και της τάξης, ο Λένιν αρνείται να ταυτίσει το κόμμα με την τάξη, διότι αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητα του πολιτικού πεδίου, το οποίο διαθέτει τη δική του σχετική αυτονομία, τις δικές του σχέσεις δυνάμεων και τις δικές του έννοιες.[5]

Κατά συνέπεια, το πολιτικό πεδίο, και πιο συγκεκριμένα το κόμμα, δεν αποτελεί απλά και μόνο μια αντανάκλαση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, αλλά «εκφράζει τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων (και της ταξικής πάλης) σε πολιτικούς όρους, με τις δικές του –όπως λένε οι ψυχαναλυτές– μεταθέσεις και συμπυκνώσεις» (D. Bensaid, 2002).

Για τον Λένιν το κόμμα δεν είναι το υποκατάστατο της εργατικής τάξης, ούτε η ηγεσία του είναι το υποκατάστατο του ίδιου του κόμματος, σύμφωνα με τις κριτικές που του ασκούσαν ο Τρότσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, για υποκαταστατισμό, όπως θα δούμε παρακάτω. Αλλά, όπως λέει ο Ν. Μουσούρος (1979, σσ. 38-39): «Το κόμμα [σύμφωνα με τον Λένιν] είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, ο καθοδηγητικός-υποβοηθητικός μοχλός της σχέσης μάζες-επανάσταση. Ούτε υποκαθιστά την εργατική τάξη, ούτε την ακολουθεί, ούτε συγχέεται μ’ αυτήν. Ξεχωρίζει απ’ αυτήν και γιατί είναι αυτόνομη οργάνωση και γιατί πολιτικοϊδεολογικά είναι ο πιο συνειδητός εκφραστής των αντικειμενικών ταξικών συμφερόντων της τάξης αυτής. Είναι η οργανωμένη και συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης».

Αυτή η διάκριση μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού, μεταξύ κόμματος και τάξης, μας δίνει να καταλάβουμε αυτό που αναφέραμε προηγουμένως: Ότι εφόσον το επαναστατικό κόμμα δεν αντανακλά το σύνολο της εργατικής τάξης και δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι η τάξη δεν είναι ενιαία τότε μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί η εργατική τάξη μπορεί να εκπροσωπηθεί από πολλά κόμματα, και άρα προκύπτει η αναγκαιότητα του ενιαίου εργατικού μετώπου δράσης. Ο Τρότσκι σχετικά μ’ αυτό έγραφε τα εξής: «Η εξέλιξη της τάξης προς την αυτοσυνείδησή της, δηλαδή η οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος που έλκει πίσω του το προλεταριάτο, είναι ένα αντιφατικό και σύνθετο προτσές. Η τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διάφορα τμήματά της αποκτούν συνείδηση από διαφορετικούς δρόμους και σε διαφορετικές χρόνους. Η μπουρζουαζία συμμετέχει ενεργητικά σ’ αυτό το προτσές. Δημιουργεί τα όργανά της μέσα στην εργατική τάξη ή χρησιμοποιεί τα όργανα που υπάρχουν, αντιτάσσοντας ορισμένα στρώματα εργατών σε άλλα. Στους κόλπους του προλεταριάτου δρουν ταυτόχρονα διαφορετικά κόμματα. Γι’ αυτό παραμένει πολιτικά διασπασμένο κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορικής του πορείας. Από δω απορρέει –σε μερικές περιόδους με εξαιρετική οξύτητα– το πρόβλημα του ενιαίου μετώπου.

Το κομμουνιστικό κόμμα –με μιαν ορθή πολιτική– εκφράζει τα ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Καθήκον του είναι να κατακτήσει την πλειοψηφία του προλεταριάτου: μόνον έτσι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή.

...Για την πάλη του το προλεταριάτο έχει ανάγκη από την ενότητα των γραμμών του. Κι αυτή η ενότητα χρειάζεται τόσο για τους μερικούς οικονομικούς αγώνες, στην περιοχή μιας επιχείρησης, όσο και για τους “εθνικούς” πολιτικούς αγώνες, όπως η άμυνα εναντίον του φασισμού. Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι, συνεπώς, κάτι το συμπτωματικό και το τεχνητό, δεν είναι μια οποιαδήποτε δόλια μανούβρα – όχι, βγαίνει ολοκληρωτικά από τις αντικειμενικές συνθήκες της εξέλιξης του προλεταριάτου».[6]

Στην προκειμένη περίπτωση, το διακυβευόμενο για το επαναστατικό κόμμα είναι να βρει τους τρόπους, μέσω της ανάδειξης του πολιτικού στοιχείου, να κατακτήσει την ηγεμονία, προσπαθώντας να εκπροσωπήσει τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Έτσι, το ότι η σοσιαλιστική συνείδηση προσφέρεται στην εργατική τάξη «απέξω», δεν σημαίνει ότι αυτές οι ιδέες βρίσκονται έξω από την πραγματική κοινωνική ζωή και τους όρους ύπαρξης της εργατικής τάξης, αλλά, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Λένιν, στο Τι να κάνουμε;, σημαίνει «...έξω από τον οικονομικό αγώνα, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων των εργατών με τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας απ’ όπου μπορούμε ν’ αντλήσουμε αυτή τη γνώση είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος, προς την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων όλων των τάξεων» (σ. 90).

Μια παρόμοια κριτική προς τον οικονομισμό, δηλαδή την αντίληψη ότι η οικονομική πάλη οδηγεί στην προλεταριακή πολιτική, διατύπωσε και ο Τρότσκι, στην περίφημη μπροσούρα του «Τα Πολιτικά μας Καθήκοντα». Εκεί, αφού αντιπαρατίθεται στην αντίληψη ότι η συνείδηση της εργατικής τάξης αναπτύσσεται αυθόρμητα μέσα από τις σχέσεις μεταξύ εργοδοσίας-κεφαλαίου, υποστηρίζει ότι «...οι συνθήκες που ωθούν το προλεταριάτο σε μια συλλογική πάλη δεν βρίσκονται απλώς στο εργοστάσιο αλλά κυρίως στους γενικούς όρους της ύπαρξής του».[7]

Η ουσιώδης διαφωνία του Λένιν με τον Τρότσκι, το 1904, βρίσκεται στον πολιτικό συμφιλιωτισμό του δεύτερου με τους μενσεβίκους και στην επιμονή του πρώτου να δημιουργήσει ένα κόμμα, το οποίο θα αναπτύσσει τη συνείδηση της εργατικής τάξης, θα της εξασφαλίζει την πολιτική της ανεξαρτησία από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και τις πολιτικές της εκπροσωπήσεις, κόβοντας «...όλα τα νήματα που διαρκώς πλέκει η αστική τάξη ανάμεσα στο προλεταριάτο, ...και την αστική “κοινή γνώμη”» (Σ. Μιχαήλ),[8] και θα την καθιστά ηγεμονική δύναμη όλων των καταπιεσμένων.

Βέβαια, παρά την προσχώρησή του, το 1917, στον μπολσεβικισμό και την παραδοχή του ότι όσον αφορά τη συγκρότηση του επαναστατικού κόμματος το δίκιο ήταν με το μέρος του Λένιν, εντούτοις όπως λέει ο Σ. Μιχαήλ, «...ο Τρότσκυ συνέχιζε να προβληματίζεται με την έμφαση που είχε δοθεί στο “Τι να κάνουμε;” στη “συνείδηση που μπαίνει από τα έξω”. Ακόμα και στα Τετράδια του 1933-1935 τη συγκαταλέγει στα “λάθη” που έκανε ο Λένιν...

Ο προβληματισμός του Τρότσκι είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την καουτσκική καταγωγή της έννοιας. Στον Κάουτσκι η αντίληψη ότι “ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται από την αστική διανόηση που έρχεται σε ρήξη με την τάξη της και μπαίνει από τα έξω στο εργατικό κίνημα” δενόταν με την πατερναλιστική στάση της πνευματικής ελίτ της σοσιαλδημοκρατίας, που ολοένα αποξενωνόταν από την εργατική τάξη και κάλυπτε ιδεολογικά τις ιεραρχικές σχέσεις της διογκούμενης ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας.

...Η κοινωνιολογική ερμηνεία, που βλέπει το θέμα απλώς μέσα από τη σχέση διανόησης - εργατικής τάξης, καταλήγει να θέτει το πρόβλημα με όρους εξωτερικούς τον έναν στον άλλο και με μηχανική συσχέτιση μεταξύ τους. Πολιτικά μπορεί να οδηγήσει είτε στον διανοουμενίστικο ελιτισμό και τον πολιτικό “υποκαταστατισμό” είτε στον αντιδιανοουμενισμό και τον οικονομίστικο εργατισμό, είτε στον συνδυασμό και των δύο, όπως έγινε στην περίπτωση των σταλινικών Κομμάτων. Μέσα από αυτή την οπτική θα παραμείνει γρίφος και η θέση του ίδιου του Λένιν στο “Τι να κάνουμε;” ότι μέσα στο επαναστατικό Κόμμα η διάκριση διανοουμένων - εργατών εξαλείφεται».[9]

4. Το ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός

4.1. Η λενινιστική αντίληψη της θεωρίας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού

Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι απ’ όλες τις συμβολές του Λένιν στη μαρξιστική σκέψη, η θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι εκείνη που έχει δεχθεί την πιο ισχυρή αμφισβήτηση και την πιο δριμεία κριτική στο εσωτερικό της Αριστεράς.

Πολλοί έχουν συνδέσει την αντίληψη του Λένιν για την κομματική οικοδόμηση με τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και τις διοικητικές-κατασταλτικές μεθόδους της σταλινικής περιόδου, θεωρώντας ότι περιέχει στη βάση της τον σκληρό πυρήνα της γραφειοκρατικής λογικής.[10] Όμως, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από πουθενά. Απεναντίας, ο Λένιν λειτουργούσε με απόλυτα δημοκρατικό τρόπο και δεν χρησιμοποιούσε καμία οργανωτική φόρμα για να καταπνίξει τις διαφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος. Μάλιστα, το 1903, έγραφε ότι είναι απαραίτητο να ανοίξουμε «...φιλόξενα τις στήλες του κομματικού οργάνου σε ανταλλαγή γνωμών…», εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα σε ομάδες μέσα στο κόμμα που έχουν διαφορετικές απόψεις να τις εκθέτουν συστηματικά. Και για να γίνει αυτό θεωρούσε ότι το σύνολο του κόμματος είναι αναγκαίο να έχει στη διάθεσή του «...απολύτως όλο το υλικό για την αξιοποίηση των κάθε λογής διαφωνιών, των επιστροφών στον αναθεωρητισμό, των παραβάσεων της πειθαρχίας κ.λπ.».

Τονίζει δε, αμέσως παρακάτω, ότι εκείνο που δεν πρέπει να κάνουμε ώστε να μην προκληθεί διάσπαση είναι να έχουμε «περισσότερη εμπιστοσύνη στην αυτοτελή κρίση όλης της μάζας των κομματικών στελεχών: αυτά και μόνο αυτά είναι ικανά να μετριάσουν την υπερβολική έξαψη των ομάδων που έχουν την τάση προς τη διάσπαση...

...να μην κρύβουμε από το κόμμα τις αφορμές της διάσπασης που εμφανίζονται και μεγαλώνουν, να μην κρύβουμε τίποτε από τα περιστατικά και τα γεγονότα που αποτελούν αυτές τις αφορμές. Κάτι περισσότερο, να μην τα κρύβουμε όχι μόνο από το κόμμα, αλλά, όσο είναι δυνατόν, και από το κοινό που είναι ξένο προς αυτά... Πλατιά δημοσιότητα – να το πιο σωστό και μοναδικά ασφαλές μέσο για να αποφευχθούν όσες διασπάσεις μπορούν ν’ αποφευχθούν, για να περιοριστεί στο minimum η ζημιά από τις διασπάσεις εκείνες που έχουν γίνει αναπόφευκτες.

...Οι εργάτες θα πάψουν να μας καταλαβαίνουν και θα μας εγκαταλείψουν σαν επιτελείο χωρίς στρατό, σε περίπτωση διασπάσεων για ασήμαντες διαφωνίες... Και για να μην μπορούν οι εργάτες να πάψουν να μας καταλαβαίνουν, για να διδαχτούμε κάτι κι εμείς, οι “καθοδηγητές”, από την πείρα που αυτοί απόχτησαν μέσα στην πάλη και από το προλεταριακό τους αισθητήριο – για όλα αυτά είναι ανάγκη οι οργανωμένοι εργάτες να μαθαίνουν να παρακολουθούν τις εμφανιζόμενες αφορμές της διάσπασης...».[11]

Βέβαια, παρ’ ότι η θεωρία του κόμματος νέου τύπου δεν ταυτίζεται με τη θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, εντούτοις η θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αποτελεί μέρος της θεωρίας του κόμματος νέου τύπου. Επιπρόσθετα, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο Λένιν δεν έχει γράψει καμία θεωρητική μελέτη για το ζήτημα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, αλλά η αντίληψή του αυτή βρίσκεται διάσπαρτη μέσα σε διάφορα κείμενά του, τα οποία όμως θα πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη, κάθε φορά, με βάση την ιστορική συγκυρία κατά την οποία διατυπώθηκαν.

Σε γενικές γραμμές η αντίληψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έχει δύο σκέλη: το δημοκρατικό, όπου αφορά το δικαίωμα του κάθε μέλους να συζητά, να αμφισβητεί και να ασκεί κριτική στην πολιτική γραμμή της ηγεσίας ή του κόμματος και το συγκεντρωτικό, όπου η μειοψηφία θα πρέπει να πειθαρχεί στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, εφόσον αυτές έχουν ληφθεί κατόπιν δημοκρατικής συζήτησης, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων στη δράση.

Εντούτοις, η μόνη συνοπτική αναφορά του Λένιν σχετικά με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό είναι το κεφάλαιο με τίτλο «Οι οργανωτικές βάσεις του κόμματος», το οποίο περιέχεται στο άρθρο «Η πλατφόρμα τακτικής για το ενωτικό Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ»,[12] όπου για πρώτη φορά έμπαινε στο καταστατικό του ενωμένου κόμματος η μπολσεβίκικη διατύπωση για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Σύμφωνα με την άποψη του Ν. Μουσούρου, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ως οργανωτικό σχήμα εμφανίζεται μετά την επανάσταση του 1905, παρ’ ότι η σταλινική αντίληψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έχει παρουσιάσει τα βιβλία του Λένιν, Τι να κάνουμε;, καθώς επίσης το Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, ως τα αποκλειστικά κείμενά του σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Όμως, σ’ αυτά τα δύο βιβλία το ζήτημα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν τίθεται καθόλου. Απεναντίας, αν κάτι καινούριο εγκαινιάζει ο Λένιν σ’ αυτά είναι η αντίληψή του για το κόμμα νέου τύπου. Ο λόγος που το ζήτημα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν είχε τεθεί πριν από την επανάσταση του 1905 είναι, όπως πάλι επισημαίνει ο Μουσούρος, επειδή ο Λένιν δεν είχε ξεφύγει από την αντίληψη της μικρής ομάδας, της σχετικά αποκομμένης από τις μάζες, ένδειξη του ότι «...η αναγκαιότητα και ο ρόλος του μαζικού επαναστατικού κόμματος, ο ρόλος των μαζών, δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί από τον Λένιν. Η αφορμή για τη συνειδητοποίηση αυτή ήταν η επανάσταση του 1905, κατά τη διάρκεια της οποίας το ρωσικό κόμμα αύξησε φοβερά τη στρατολογία και επιρροή του και δέθηκε στενά με τις μάζες».[13]

Αν δεχτούμε τα προαναφερθέντα, τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι αν για κάποιο λόγο θα μπορούσαμε, σήμερα, να επικαλεστούμε το οργανωτικό σχήμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, θα ήταν με την προϋπόθεση να υπάρχει ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα στενά δεμένο με τις μάζες. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η επίκληση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ως εσωτερικού οργανωτικού καθεστώτος, από τις μικρές και αποκομμένες από την εργατική τάξη οργανώσεις της Αριστεράς, μόνο ως φάρσα μπορεί ιδωθεί. Διότι απλά αποκαλύπτεται ότι δεν έχουν καταλάβει τον ρόλο και τον λόγο της ύπαρξής τους, ο οποίος δεν είναι παρά προπαρασκευαστικός με σκοπό τη διαφώτιση, τη συζήτηση, την προπαγάνδα και την ταξική ενότητα και αλληλεγγύη.

Όσον αφορά δε το Τι να κάνουμε;, ο ίδιος ο Λένιν στο κείμενό του με τίτλο «Πρόλογος στη συλλογή Μέσα σε 12 χρόνια»[14] έλεγε ότι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να αναγάγει τις διατυπώσεις αυτού του βιβλίου σε ένα είδος προγράμματος που να συνοψίζει ιδιαίτερες αρχές.[15] Συγκεκριμένα, ο Λένιν, στον εν λόγω Πρόλογο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «Το βασικό λάθος εκείνων που κάνουν σήμερα πολεμική ενάντια στο “Τι να κάνουμε;” είναι ότι αποσπούν τελείως αυτό το έργο από τη σύνδεσή του με μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, από τη σύνδεσή του με μια ορισμένη περίοδο ανάπτυξης του κόμματός μας, που τώρα από καιρό πέρασε στο παρελθόν» (σ. 107). Γι’ αυτό παρακάτω αναφέρει χαρακτηριστικά πως χρησιμοποίησε την έκφραση «...παραλυγίσαμε τη βέργα». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ότι «Στο “Τι να κάνουμε;” ισιώνεται η βέργα που τη στράβωσαν οι “οικονομιστές”,... και γι’ αυτό δεν είναι σωστό να εξετάζει κανείς το περιεχόμενο της μπροσούρας έξω από το καθήκον αυτό» (σ. 114). Κατά τον M. Lowy, ο Λένιν το 1921 θεωρούσε «ανεπιθύμητη» τη μετάφραση του εν λόγω βιβλίου σε ξένες γλώσσες, απαιτώντας η κάθε μετάφραση να συνοδεύεται τουλάχιστον από «ένα καλό σχόλιο ώστε να αποφευχθούν οι λαθεμένες εφαρμογές» (αναφέρεται στο Ν. Μουσούρου, 1979, σ. 47, στην υποσημείωση).

4.2. Η κριτική της λενινιστικής θεωρίας της κομματικής οικοδόμησης από τον Τρότσκι και ιδιαίτερα από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ

Η πιο σκληρή κριτική στη λενινιστική οργανωτική φόρμα προήλθε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, αλλά και από τον ίδιο τον Τρότσκι, ο οποίος συμπύκνωσε την πολεμική του προς τον Λένιν, λέγοντας ότι οι μέθοδοί του «...οδηγούν στο εξής: η οργάνωση του κόμματος υποκαθιστά το κόμμα, η κεντρική επιτροπή υποκαθιστά την οργάνωση του κόμματος και τελικά ένας “δικτάτορας” υποκαθιστά την κεντρική επιτροπή...».[16]

Η εν λόγω άποψη του Τρότσκι πήγαζε, όπως λέει ο D. Hallas, επειδή ήταν καχύποπτος απέναντι στο συντηρητισμό του κόμματος, ενώ αντίθετα πίστευε στην αυθόρμητη δράση της εργατικής τάξης. Θεωρούσε δε ότι αυτό το αυθόρμητο σάρωμα της επανάστασης είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να σκοτώσει την κομματική ρουτίνα και να καταστρέψει το συντηρητισμό του κόμματος.[17]

Όσον αφορά την κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία ουσιαστικά πρωτοδιατυπώθηκε το 1904 στο κείμενό της «Συγκεντρωτισμός και Δημοκρατία ή Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας», ξεκίνησε κάνοντας κριτική στο βιβλίο του Λένιν, Ένα βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα Πίσω.

Η Λούξεμπουργκ εκτιμούσε ότι ο Λένιν ήθελε να φέρει τις οργανωτικές μορφές των ιακωβίνων και των μπλανκιστών στο σοσιαλιστικό κίνημα. «Το σοσιαλιστικό κίνημα είναι το πρώτο, στην ιστορία των κοινωνιών που θεμελιώνονται στον ταξικό ανταγωνισμό, το οποίο βασίζεται στην οργάνωση και στην άμεση και αυτόνομη δράση των μαζών σε όλες τις φάσεις και σε όλη την πορεία του.

Στη βάση αυτής της σχέσης η σοσιαλιστική δημοκρατία δημιουργεί έναν εντελώς διαφορετικό τύπο οργάνωσης από εκείνον των προγενέστερων σοσιαλιστικών κινημάτων, π.χ. των κινημάτων ιακωβινο-μπλανκικού τύπου.

Ο Λένιν φαίνεται πως υποτιμά αυτό το ιστορικό γεγονός...»[18].

Βέβαια, η Λούξεμπουργκ δεν αμφισβητεί το γεγονός πως «...σε γενικές γραμμές υπάρχει μια συναφής προς τη σοσιαλδημοκρατία τάση συγκεντρωτισμού». Αλλά, όπως εξηγεί αυτό είναι απόρροια του καπιταλισμού, ο οποίος είναι συγκεντρωτικός από την ουσία του και γι’ αυτό η σοσιαλδημοκρατία «...έχοντας να αγωνισθεί εντός των πλαισίων της μεγάλης συγκεντροποιημένης αστικής πόλης είναι κατά βάθος εχθρική σε κάθε εκδήλωση ατομικισμού ή εθνικού φεντεραλισμού. Με αποστολή την έκφραση, στο χώρο ενός κράτους, των κοινών συμφερόντων του προλεταριάτου, ως τάξη, και την αντιπαράθεση αυτών των γενικών συμφερόντων σε όλα τα ιδιαίτερα ή ομαδικά συμφέροντα, η σοσιαλδημοκρατία έχει τη φυσική τάση να συνενώσει σε ένα μοναδικό κόμμα όλες τις ομαδοποιήσεις εργατών παρά τις υφιστάμενες διαφορές εθνικής, θρησκευτικής ή επαγγελματικής φύσης μεταξύ των μελών της ίδιας τάξης.

...Τίθεται όμως ένα διαφορετικό ζήτημα, εκείνο του βαθμού του συγκεντρωτισμού που είναι κατάλληλος, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, για την εσωτερική λειτουργία της μοναδικής και ενοποιημένης ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας» (σσ. 39-40).[19]

Από τα προαναφερθέντα φαίνεται ότι η Λούξεμπουργκ ερμηνεύει διαφορετικά τον συγκεντρωτισμό απ’ ό,τι ο Λένιν, τον οποίο κατηγορεί ότι ο δικός του συγκεντρωτισμός είναι «...η απόλυτη και τυφλή υποταγή των τμημάτων του κόμματος στο κεντρικό όργανο και η επέκταση της εξουσίας του ως την εξώτερη περιφέρεια της οργάνωσης» (σ. 41). Ο σοσιαλδημοκρατικός συγκεντρωτισμός, υποστηρίζει η Λούξεμπουργκ, «...δεν θα έπρεπε να βασίζεται ούτε στην τυφλή υπακοή, ούτε σε μια μηχανική υπακοή των αγωνιστών προς το κέντρο του κόμματος. Άλλωστε, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη στεγανών διαχωριστικών μεταξύ του συνειδητού προλεταριακού πυρήνα, σταθερά ενταγμένου στο κόμμα, και των περικείμενων στρωμάτων του προλεταριάτου...

...Στην πραγματικότητα η σοσιαλδημοκρατία δεν συνδέεται με την οργάνωση της εργατικής τάξης. Είναι το ίδιο το κίνημα της εργατικής τάξης. Άρα, ο συγκεντρωτισμός της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να είναι ουσιαστικά διαφορετικής φύσης από τον συγκεντρωτισμό των μπλανκιστών. Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από την επιτακτική συγκεντροποίηση της θέλησης της συνειδητής και μαχητικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε σχέση με τα άτομα και τις ομάδες της. Είναι, τρόπος του λέγειν, ένας “αντισυγκεντρωτισμός” του διευθύνοντος στρώματος του προλεταριάτου, είναι η βασιλεία της πλειοψηφίας στο εσωτερικό του δικού του κόμματος» (σ. 43).[20]

Όμως, η Λούξεμπουργκ δεν κατηγορεί τον Λένιν μόνο για τον υπερσυγκεντρωτισμό που θέλει να επιβάλει στο κόμμα, αλλά και για «...τη μηχανική του αντίληψη για τη σοσιαλιστική οργάνωση». Αυτή η κατηγορία της Λούξεμπουργκ στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο Λένιν εκθειάζει την παιδαγωγική επιρροή του εργοστασίου, που συνηθίζει το προλεταριάτο στην πειθαρχία και την οργάνωση.

Η Λούξεμπουργκ θεωρεί ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να οργανωθεί κατά τα πρότυπα της συγκεντρωτικής και ιεραρχικής αστικής κοινωνίας, ούτε η απελευθερωτική δράση της μπορεί να στηρίζεται στην τυφλή πειθαρχία της βάσης προς την ηγεσία. Διότι μια τέτοια λειτουργία ουσιαστικά αναπαράγει την ήδη υπάρχουσα ταξική υποταγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο και δεν διαφέρει σε τίποτα από το πλαίσιο που καθορίζει η αστική εξουσία. Όπως παρατηρεί με πολύ καυστικό τρόπο η Λούξεμπουργκ, «Η πειθαρχία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Λένιν, εντυπώνεται στο προλεταριάτο όχι μόνο μέσα από το εργοστάσιο, αλλά και από το στρατόπεδο και το σύγχρονο γραφειοκρατισμό, εν συντομία, από όλον τον μηχανισμό του συγκεντρωτικού αστικού κράτους.

...Τι κοινό μπορεί να υπάρχει μεταξύ της καλορυθμισμένης ευπείθειας μιας καταπιεζόμενης τάξης και της οργανωμένης εξέγερσης μιας τάξης αγωνιζόμενης για την ολοκληρωτική της χειραφέτηση;

Η εργατική τάξη δεν θα μπορέσει να αποκτήσει την αντίληψη μιας νέας πειθαρχίας, της αυτοπειθαρχίας ελεύθερης αποδοχής της σοσιαλδημοκρατίας, αν ξεκινήσει από την επιβαλλόμενη από το καπιταλιστικό κράτος πειθαρχία στο προλεταριάτο (υποκαθιστώντας απλώς την αυθεντία της αστικής τάξης με εκείνη μιας σοσιαλιστικής κεντρικής επιτροπής). Θα το κατορθώσει μόνον αν ξεριζώσει και την τελευταία ρίζα αυτών των συνηθειών υπακοής και δουλοπρέπειας.

Από τα προηγούμενα, άλλωστε, συνάγεται ότι ο συγκεντρωτισμός με τη σοσιαλιστική σημασία, δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτη έννοια, εφαρμοσμένη σε οποιαδήποτε φάση του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει μάλλον να θεωρείται ως τάση, που γίνεται πραγματικότητα στο μέτρο και στο βαθμό της ανάπτυξης και της πολιτικής διαπαιδαγώγησης των εργατικών μαζών κατά τη διάρκεια του αγώνα τους» (σ. 44-45).[21]

Αυτή η διεισδυτική ανάλυση της Λούξεμπουργκ, όταν προσεγγίζει Τα οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας, καταλήγει στην εξίσου διεισδυτική θέση που αφορά όχι μόνο τον συντηρητισμό και το «αλάθητο» των ηγεσιών, αλλά και το δικαίωμα που έχει η εργατική τάξη να δρα και να μαθαίνει μέσα από τα λάθη της: «Σ’ αυτή την προερχόμενη από φόβο επιθυμία εγκαθίδρυσης της κηδεμονίας μιας παντογνώστριας και παντοδύναμης κεντρικής επιτροπής, για την προφύλαξη ενός ακμαιότατου και πλήρους υποσχέσεων εργατικού κινήματος από μερικά σφάλματα, πιστεύουμε πως διακρίνονται τα συμπτώματα του ίδιου εκείνου υποκειμενισμού, που εμφανίστηκε αρκετές φορές στη σοσιαλιστική σκέψη της Ρωσίας.

... Αλλά να που το Εγώ του Ρώσου επαναστάτη δεν καθυστερεί να κάνει πιρουέτες πάνω στο κεφάλι του και για μια ακόμη φορά αυτοανακηρύσσεται σε πανίσχυρο ιθύνοντα της ιστορίας και αυτή τη φορά στο πρόσωπο αυτής της υψηλότητας της κεντρικής επιτροπής του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος. Ο επιδέξιος ακροβάτης δεν αντιλαμβάνεται επίσης ότι το μόνο “υποκείμενο” στο οποίο ανήκει ο ρόλος του ηγέτη είναι το συλλογικό “εγώ” της εργατικής τάξης, που διεκδικεί αποφασιστικά για τον εαυτό της το δικαίωμα να υποπίπτει σε σφάλματα και να μαθαίνει τη διαλεκτική της ιστορίας.

Και τέλος, ας το πούμε χωρίς περιστροφές: Τα σφάλματα που διαπράχθηκαν από ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι ιστορικά απείρως γονιμότερα και πολυτιμότερα από το αλάθητο της καλύτερης “κεντρικής επιτροπής”» (σσ. 63-64).[22]

4.3. Ποιο είναι το διακύβευμα σχετικά με τη θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού

Το ερώτημα, όμως, που τίθεται σχετικά με την αποδοχή ή όχι ενός δημοκρατικοσυγκεντρωτικού συστήματος λειτουργίας, είναι το εξής: τι γίνεται στην περίπτωση που υπάρχουν σοβαρές πολιτικές διαφωνίες και έχει ξεσπάσει κρίση στις γραμμές του κόμματος;

Πάντως, η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι καμία επίκληση της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, όσο σαφής κι αν είναι διατυπωμένος στα καταστατικά των διαφόρων πολιτικών μορφωμάτων της Αριστεράς, δεν σώζει τα κόμματα και τις οργανώσεις από διασπάσεις και αποχωρήσεις, παρά μόνο η ανοχή στη διαφορετική άποψη, η οποία μπορεί να εκφραστεί μέσω ιδεολογικών τάσεων και φραξιών. Επιπλέον, η πίστωση χρόνου ούτως ώστε να φανεί στην πράξη ποια πλευρά έχει δίκιο ή άδικο και η θέληση να συζητηθούν δημοκρατικά οι διαφωνίες, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να μείνει μια οργάνωση ενωμένη.

Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες αστικής δημοκρατίας, η έμφαση στη δημοκρατική πλευρά των πραγμάτων είναι θεμελιώδης. «Αν, μετά από ελεύθερη συζήτηση, δεν υφίσταται συλλογική προσπάθεια και αμοιβαία εμπλοκή στο να βάλουμε όλες τις αποφάσεις στη δοκιμασία της πράξης, η δημοκρατία μιας οργάνωσης παραμένει τυπική “κοινοβουλευτική”. Περιορίζεται σε μια ανταλλαγή γνωμών χωρίς πραγματικές συνέπειες όπου ο καθένας συμμετέχει με τις πεποιθήσεις του χωρίς μια κοινή πρακτική δοκιμασίας της εγκυρότητας ενός πολιτικού προσανατολισμού» (D. Bensaid 2002).

Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα μπορούμε να πούμε ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν είναι πανάκεια και δεν προσφέρει καμιά έτοιμη λύση για τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα, καθώς επίσης και για τα ζητήματα τακτικής που προκύπτουν κάθε φορά. Όπως πάλι λέει ο Ν. Μουσούρος (1979) «...ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός εξασφαλίζει το μάξιμουμ της αποτελεσματικότητας χάρη στο ότι προβλέπει την ενιαία δράση του κόμματος ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής διαπάλης που διεξάγεται αέναα ανάμεσα στα ρεύματα, τις αποχρώσεις και τις αντιλήψεις που νομοτελειακά ενυπάρχουν σ’ ένα κόμμα μαζών. Ενιαία δράση ως αποτέλεσμα ιδεολογικής διαπάλης σημαίνει επίτευξη του μάξιμουμ συνειδητής δράσης. Ενιαία δράση ως αποτέλεσμα ιδεολογικής διαπάλης σημαίνει όμως επίσης την εξασφάλιση (από οργανωτικής πλευράς) της εγγύησης ότι η άποψη που πλειοψήφησε, και τελικά εφαρμόζεται στην πράξη από όλους, είναι και η άποψη η πιο σωστή, η πιο κοντά στα προβλήματα και τις επιθυμίες των μαζών.

...το ρωσικό κόμμα επί Λένιν είναι κόμμα ζωντανό. Για τον Λένιν είναι σαφές ότι ένα κόμμα που θέλει να εκφράζει την εργατική τάξη και αποτελείται το ίδιο από χιλιάδες μέλη (αντίθετα με το μύθο που μιλάει για “μια φούχτα μπολσεβίκους που έκαναν την επανάσταση του 1917”, πρέπει να ειπωθεί ότι ο αριθμός των μελών του ρωσικού κόμματος απ’ το 1905 μέχρι το 1917, παρ’ όλη την παρανομία και τις διασπάσεις του, ποτέ δεν κατέβηκε κάτω απ’ τις 10.000) θα έχει αναπόφευκτα στο εσωτερικό του τάσεις και ρεύματα. Θα έχει, επομένως, διαρκώς προβλήματα. Προβλήματα που για να μην προξενήσουν τη διάλυση ή το μαρασμό επιβάλλουν την ύπαρξη στην κορυφή του κόμματος μιας ηγεσίας. Ηγεσίας ικανής να παίξει τον ρόλο όχι αστυνομικής ή διοικητικής αρχής αλλά ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ» (σ. 132).

«...Η τήρηση του καταστατικού απαιτεί μέλη συνειδητά, απαιτεί στην κορυφή του κόμματος καθοδήγηση επαναστατικού κόμματος και όχι μόνιμους υπαλλήλους, απαιτεί κόμμα αυτόνομο και όχι εξαρτημένο» (σ. 136).

5. Το κεκτημένο του λενινισμού

Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι οι συνθήκες παρανομίας στις οποίες λειτουργούσε το μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, λόγω του απολυταρχικού τσαρικού καθεστώτος, οδήγησαν σε μια υπερτίμηση του ρόλου του επαναστατικού κόμματος απέναντι στην εργατική τάξη, του πολιτικού απέναντι στο κοινωνικό, του συνειδητού απέναντι στο αυθόρμητο.

Ωστόσο, θα ήταν άδικο να παραβλέψουμε τα ιστορικά όρια μέσα στα οποία διαμορφώθηκε η άποψη του Λένιν για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και να παραγράψουμε την πολιτική συνεισφορά του στην οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: Καταρχάς στην αδιάλλακτη επιμονή του για τη συγκρότηση κόμματος ομοϊδεατών επαναστατών, ανεξάρτητου από την αστική ιδεολογία. Δεύτερον, για τον Λένιν το κόμμα αποτελεί το μέσο και η κοινωνική αλλαγή τον σκοπό (Π. Παπακωνσταντίνου, 2000). Είναι το εργαλείο που θα βοηθήσει προς την επαναστατική ανατροπή του αστικού συστήματος. Αν το εργαλείο δεν κάνει, τότε ή το πετάμε ή το αντικαθιστούμε ή το παραμερίζουμε μέχρι να το χρειαστούμε ξανά. Αλλιώς μπαίνει στο μουσείο.

Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της γραφειοκρατικοποίησης του κόμματος. Σχετικά μ’ αυτό δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις, παρά μόνο ότι χρειάζεται πάντα η επαγρύπνηση των μελών, το συνεχές ανέβασμα του μορφωτικού τους επιπέδου και η εξέταση σε κάθε στιγμή, κριτικά, της πορείας του κόμματος.

Τέλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι απόψεις του Λένιν για την οικοδόμηση επαναστατικού κόμματος και η (κακοποιημένη από τον σταλινισμό θεωρία του για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό), παρά τις επικρίσεις που έχουν δεχθεί, αποτελούν ένα ιστορικό κεκτημένο για την Αριστερά. Υπό αυτή την έννοια, με αφορμή το Τι να κάνουμε;, θα μπορούσε να ανοίξει μια συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς, όλων των συνιστωσών, για το πώς συγκροτείται το κόμμα νέου τύπου, δηλαδή το επαναστατικό κόμμα, και ποιος τύπος οργάνωσης θα ήταν προσφορότερος στις σημερινές συνθήκες. Διότι, σε κάθε φάση του καπιταλισμού αντιστοιχεί και ένα ανάλογο οργανωτικό μοντέλο, επειδή ακριβώς «...κάθε νέα φάση του συστήματος σημαίνει τη μερική ή ολική αποτυχία των προηγούμενων μορφών οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης».[23]

Τι σημαίνει αυτό; Ας το δούμε εν τάχει

Στις αρχές του 20ού αιώνα, το βιομηχανικό προλεταριάτο προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο κεφάλαιο οικοδόμησε μια οργάνωση σύμφωνα με τα πρότυπα λειτουργίας του χώρου παραγωγής: του εργοστασίου.

Αυτό, λοιπόν, που αποκαλούμε λενινιστική αρχή κομματικής οικοδόμησης δεν είναι ανεδαφικά επινοημένες αντιλήψεις. Απεναντίας είναι απόρροια κριτικής ανάλυσης μιας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας, λαμβάνοντας υπόψη και την πείρα του εργατικού κινήματος αλλά και τις πολιτικές συνθήκες της εποχής (τσαρισμός κ.λπ.). Κατά συνέπεια, η αντίληψη του Λένιν για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και το κόμμα νέου τύπου από αυτήν ακριβώς την εμπειρία πήγαζε: δηλαδή από το δεσποτισμό του εργοστασίου και του κράτους και την πειθαρχία που οι συνθήκες αυτές επέβαλλαν στον αγώνα του προλεταριάτου.

Όμως, αν λάβουμε υπόψη ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε διαφορετική ιστορική φάση από αυτήν των αρχών του 20ού αιώνα, τότε θα πρέπει να αναλύσουμε ποια είναι η σημερινή πραγματικότητα, ώστε κατόπιν να δούμε πώς επανατίθεται και το οργανωτικό ζήτημα.

Είναι γεγονός ότι η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης του συστήματος, όχι απλώς εκτοπίζει σταδιακά ένα μέρος της χειρωνακτικής εκτελεστικής εργασίας από την παραγωγή, αλλά και αλλάζει ολόκληρη τη μορφή οργάνωσης της εργασίας. Ταυτόχρονα, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση ενώ από τη μια συγκεντρώνει την παραγωγή σε λίγα χέρια, καταστρέφοντας τις λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, από την άλλη αρχίζει σιγά-σιγά να «σπάει» την παραγωγική διαδικασία και να την αποσυγκεντροποιεί μέσω π.χ. ομάδων εργασίας, οριζόντιας συνεργασίας, υπέρβασης της εξειδίκευσης, συμμετοχής στην οργάνωση της εργασίας, δημιουργίας μικρών και ευέλικτων οικονομικών μονάδων με τη μέθοδο της υπεργολαβίας ή του φασόν κ.λπ.[24] Υπάρχει, δηλαδή, μια τάση αμφισβήτησης του άκαμπτου και ιεραρχικά δομημένου συστήματος παραγωγής.

Η Αριστερά αντί να μελετήσει τις επιπτώσεις από την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας λόγω και της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, καθώς επίσης και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην οργάνωση της εργασίας και στη σύνθεση της εργατικής τάξης, μοιάζει να έχει τρομάξει από όλες αυτές τις εξελίξεις. Όμως, «η συστηματική μελέτη των εξελίξεων στο χώρο της παραγωγής μπορούν να μας διαφωτίσουν και για τον τρόπο οργάνωσης του πολιτικού και συνδικαλιστικού φορέα της εργατικής τάξης, για τον τρόπο οργάνωσης της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας».[25]

Εν κατακλείδι, δεν μπορεί οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά και υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων να λειτουργούν κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο από την τάση που διαφαίνεται στην οικονομική βάση. Πόσο, μάλλον, που αυτό ισχύει περισσότερο για τις ομάδες και οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, των οποίων οι μοναχικές πορείες είναι κυριολεκτικά αναντίστοιχες με τις απαιτήσεις των καιρών και με την τάση που διαφαίνεται στην κοινωνική τους βάση που αφορά και όλους αυτούς οι οποίοι, κατά καιρούς, εγκατέλειψαν το τρένο των μικρών περιχαρακωμένων οργανώσεων η οποία επιμένει να φωνάζει (σιωπηρά ή φανερά) με αγωνία: «επιτέλους, ας αρχίσει μια διαδικασία ενοποίησης ή έστω ενότητας αυτών των δυνάμεων».[26]

Με βάση, λοιπόν, τη σύγχρονη φάση του καπιταλισμού, τις εξελίξεις στο χώρο της παραγωγής και τις εμπειρίες που έχουμε αποκομίσει από τη μακρά πορεία του Αριστερού κινήματος είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης επαναστατικής οργάνωσης και ποιο το ανάλογο οργανωτικό μοντέλο που της αντιστοιχεί.

Σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά και το οργανωτικό μοντέλο μιας επαναστατικής οργάνωσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την οριστική απεμπλοκή από την αντίληψη της μονολιθικότητας, το ξεπέρασμα της ιστορικά παγιωμένης αντίληψης περί δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, την υιοθέτηση μορφών άμεσης δημοκρατίας με αιρετούς και τακτικά εναλλασσόμενους αντιπροσώπους, την αναγνώριση των τάσεων, τη δημοσιοποίηση των απόψεων της μειοψηφίας και τη μη υποχρεωτική υλοποίηση αποφάσεων της πλειοψηφίας (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μειοψηφία μπορεί να δρα αυτόνομα υλοποιώντας μόνο τις δικές της απόψεις), την πληροφόρηση και τη θεωρητική κατάρτιση σε όλα τα επίπεδα, καθώς τέλος θα μπορούσαν να οργανώνονται προσυνεδριακές συζητήσεις με βάση όχι μόνο τα εισηγητικά κείμενα των οργάνων αλλά και με προτεινόμενη βιβλιογραφία.[27]

Κατά συνέπεια, ο σκοπός, σήμερα, των δυνάμεων που αναφέρονται στον κριτικό μαρξισμό δεν είναι μόνο να διατυπώσουν μια γενική θεωρία περί πολιτικού κόμματος, αλλά να βρουν πρωτίστως τους τρόπους συμπόρευσης και κοινής δράσης των δυνάμεων που τοποθετούν τον εαυτό τους στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, όταν μάλιστα έχουμε ως δεδομένο ότι αυτή είναι πολυδιασπασμένη και παραδομένη σε διαιρέσεις και συνεχείς έριδες.

Απέναντι, λοιπόν, στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, θεωρώ ως αναγκαίο καθήκον, καταρχάς, τη δημιουργία ενός Κέντρου Επιχειρήσεων, το οποίο θα αγωνίζεται με συνέπεια, προσπαθώντας να συγκεντρώσει και να συντονίσει τις σκόρπιες δυνάμεις και να προσανατολίσει την εργατική τάξη σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, μακριά από τα δεινά που της επιφυλάσσει ο καπιταλισμός.

Ταυτόχρονα, η σύσταση μιας Μαρξιστικής Τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα, είναι μια αναγκαία συνθήκη προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ενότητα, αρχικά, των δυνάμεων που αναφέρονται στον κριτικό μαρξισμό, ως ένα πρώτο βήμα μιας νέας ηγεμονίας, δηλαδή ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού-διεθνιστικού μορφώματος της Αριστεράς.[28]

Δυστυχώς, η ελληνική Αριστερά αρέσκεται πιο πολύ να πολιτικολογεί παρά να σκύβει στην ιστορία της και να τη μελετά. Έτσι, χάνει τις ευκαιρίες που τις δίνονται, έστω και με αφορμή κάποιες ιστορικές επετείους, να συζητά μεταξύ της θεωρητικά ζητήματα. Μάλλον, κατά πώς φαίνεται, έχει «λύσει» τα ζητήματα της θεωρίας.

Βιβλιογραφία

Bensaid D., «Ο λενινισμός στον 21ο αιώνα» (συνέντευξη), περιοδικό Σπάρτακος, Απρίλιος 2002, τεύχος 64 και www.okde.org

Dixon K., Οι ευαγγελιστές της αγοράς, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000.

Ζήρας Α., Η συνάντηση Λέον Τρότσκι-Αντρέ Μαλρώ. Ένα χρονικό, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003.

Ζιούτος Γ., «Η ιδεολογική πορεία του Ζωρές», στον συλλογικό τόμο, Γ. Ζιούτος (1903-1967), Επιμέλεια έκδοσης: Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου, εκδόσεις Παρασκήνιο και Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, Αθήνα 2000.

Hallas D., O Μαρξισμός του Τρότσκι, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1996.

Κατσορίδας Δ., «Κράτος, κόμμα, κοινωνία και η συντηρητική εξέλιξη των εργατικών κομμάτων», περιοδικό Σπάρτακος, Ιούλιος 1995, τεύχος 42.

Κατσορίδας Δ., Νέες τεχνολογίες και απασχόληση. Οι μεταβολές στην παραγωγική και εργασιακή διαδικασία, Εναλλακτικές Εκδόσεις/ Ρωγμή, Αθήνα 1998.

Κατσορίδας Δ., «Τα Πολιτικά μας Καθήκοντα. Σκέψεις για την επαναθεμελίωση της μαρξιστικής Αριστεράς. Για ένα νέο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς (πρόταση για διάλογο)», περιοδικό Σπάρτακος, Δεκέμβριος-Ιανουάριος 1999, τεύχος 54.

Λένιν, Τι να κάνουμε;, εκδόσεις Kλασσικά Kείμενα, χ.χ.έ.

Λένιν, «Γράμμα προς τη Σύνταξη της “Ίσκρα”. Γράμμα προς τη Συνταχτική Επιτροπή», Άπαντα, τόμος 8, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, έκδοση πέμπτη, Αθήνα, χ.χ.έ.

Λένιν, «Η πλατφόρμα τακτικής για το ενωτικό Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ», Άπαντα, τόμος 12, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Λένιν, «Πρόλογος στη συλλογή “Μέσα σε 12 χρόνια”», Άπαντα, τόμος 16, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, έκδοση πέμπτη, Αθήνα 1978.

Μαξίμοφ Μ., «Ο ρόλος του επαναστάτη σε συνθήκες αντεπανάστασης. Η υπαρξιακή διάσταση της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος», περιοδικό Ουτοπία, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2001, τεύχος 46.

Μαυρουδέας Σ., «Να φέρουμε τον Λένιν στον 21ο αιώνα», εφημερίδα Πριν, 9/1/2000.

Μηλιός Γ., Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων. Τέσσερα παραδείγματα Ελλήνων μαρξιστών: Κορδάτος, Μάξιμος, Λεκατσάς, Πουλαντζάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις/ Δοκίμια 5, Αθήνα 1996.

Μιχαήλ Σ., Ο Τρότσκυ ως φιλόσοφος, εκδόσεις Λέων, Αθήνα 2001.

Μουσούρος Γ. Ν., Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1979.

Παπακωνσταντίνου Π., «Λένιν, πολιτική και Οκτώβρης», εφ. Πριν, 5/11/2000.

Ράιχ Β., Ταξική συνείδηση και σεξουαλική χειραφέτηση, έκδοση τρίτη, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1972.

Τζόνστοουν Μ., Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό σύστημα, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα χ.χ.έ,

Τρότσκι Λ., Και τώρα;, εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978.

Χάγιου Νόρα, «Οι αλλαγές στην παραγωγή και ο ρόλος της εργασίας», Πριν, 12/1/1992.



[1] Το 2002 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την έκδοση του Τι να κάνουμε;, και το 2004 80 χρόνια από το θάνατο του Λένιν. Με αφορμή αυτές τις δύο επετείους γράφτηκε το παρόν κείμενο.

[2] Όπως επισήμαινε ο Λένιν «…αν αρχίσουμε με μια στέρεα θεμελιωμένη γερή οργάνωση επαναστατών, θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα του κινήματος στο σύνολό του και να πραγματώσουμε και τους σοσιαλδημοκρατικούς και τους ειδικά τρεϊντγιουνιονιστικούς σκοπούς. Αν όμως αρχίσουμε με τη δήθεν “προσιτή” στη μάζα πλατιά εργατική οργάνωση (που στην πραγματικότητα όμως είναι πιο προσιτή στους χωροφύλακες και κάνει τους επαναστάτες πιο προσιτούς στην αστυνομία), τότε δεν θα πραγματώσουμε ούτε τούτους ούτε κείνους τους σκοπούς…». Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε;, σ. 134, εκδόσεις κλασικά κείμενα (χ.χ.έ.).

[3] Περισσότερα σχετικά μ’ αυτό βλ. την άποψη του Κάουτσκι που παραθέτει ο ίδιος ο Λένιν στο προαναφερθέν βιβλίο του στη σ. 45.

[4] Λένιν, Τι να κάνουμε;, ό.π., σ. 46.

[5] Για περισσότερα βλέπε Daniel Bensaid D., «Ο λενινισμός στον 21ο αιώνα» (συνέντευξη), περιοδικό Σπάρτακος, Απρίλιος 2002, τεύχος 64 και www.okde.org

[6] Λ. Τρότσκι, Και τώρα;, εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978, σσ. 36-37.

[7] Αναφέρεται στο Σ. Μιχαήλ, Ο Τρότσκυ ως φιλόσοφος, εκδόσεις Λέων, Αθήνα 2001, σ. 109.

[8] Σ. Μιχαήλ, ό.π., σ. 112.

[9] Σ. Μιχαήλ, ό.π., σσ. 114-115.

[10] Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθετη άποψη που προβάλλει ο Τζόνστοουν απέναντι στις αντιλήψεις που ισχυρίζονται ότι η καταπίεση που επακολούθησε επί Στάλιν ήταν η λογική συνέπεια των απόψεων του Λένιν για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και το κόμμα νέου τύπου. Ο Τζόνστοουν αποδεικνύει με επιχειρήματα και παραδείγματα ότι στις επαναστατικές του απόψεις, τον Λένιν τον ενέπνεαν οι ίδιες δημοκρατικές και αντιελιτίστικες αρχές που ενέπνεαν τους Μαρξ και Ένγκελς, τις οποίες εφάρμοσε σε όλη του τη ζωή και όταν ακόμη ήταν ηγέτης του σοβιετικού κράτους. Για περισσότερα βλέπε Μ. Τζόνστοουν, Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό σύστημα, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα χ.χ.έ,

[11] Λένιν, «Γράμμα προς τη Σύνταξη της “Ίσκρα”. Γράμμα προς τη Συνταχτική Επιτροπή», Άπαντα, τόμος 8, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, έκδοση πέμπτη, χ.χ.έ., σσ. 94-95.

[12] Το εν λόγω άρθρο δημοσιεύτηκε στις 20/3/1906 και περιλαμβάνεται στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 12, σσ. 221-238, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

[13] Ν. Μουσούρου, Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1979, σ. 66-69. Βλέπε επίσης και σ. 45.

[14] Περισσότερα σχετικά με αυτό το κείμενο βλέπε Λένιν, Άπαντα, τόμος 16, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, έκδοση πέμπτη, Αθήνα 1978, σs. 101-120.

[15] Λένιν, Άπαντα, ό.π., σ. 114.

[16] Τρότσκι, «Τα πολιτικά μας καθήκοντα». Αναφέρεται στο D. Hallas, O Μαρξισμός του Τρότσκι, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1996, σ. 80.

[17] Για περισσότερα βλέπε D. Hallas, ό.π., σ. 80-81.

[18] Ρ. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία (Οργανωτικά προβλήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας), εκδόσεις Κοροντζή, Αθήνα, χ.χ.έ., σ. 40.

[19] Ρ. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία…, ό.π.

[20] Ρ. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία…, ό.π.

[21] Ρ. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία…, ό.π.

[22] Ρ. Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία…, ό.π.

[23] Σ. Μαυρουδέας, «Να φέρουμε τον Λένιν στον 21ο αιώνα», εφημερίδα Πριν, 9/1/2000.

[24] Σχετικά με τις μεταβολές στην παραγωγική και εργασιακή διαδικασία βλέπε Δ. Κατσορίδας, Νέες τεχνολογίες και απασχόληση, Εναλλακτικές Εκδόσεις/ Ρωγμή, Αθήνα 1998, σσ. 77-90.

[25] Περισσότερα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει μια σύγχρονη επαναστατική οργάνωση, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη της τις αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγή, δες το ενδιαφέρον άρθρο της Νόρας Χάγιου, «Οι αλλαγές στην παραγωγή και ο ρόλος της εργασίας», Πριν, 12/1/1992.

[26] Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, κατακερματισμένη και ασυντόνιστη, αδυνατεί να συγκροτήσει έναν υπολογίσιμο πόλο έλξης, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να σπαταλήσει ένα δοκιμασμένο και πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να είναι η βάση για ένα νέο ξεκίνημα.

[27] Σχετικά με κάποιες εναλλακτικές καταστατικές προτάσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες λειτουργίας μιας πολιτικής οργάνωσης βλέπε Δ. Κατσορίδας, «Κράτος, κόμμα, κοινωνία και η συντηρητική εξέλιξη των εργατικών κομμάτων», περιοδικό Σπάρτακος, Ιούλιος 1995, τεύχος 42.

[28] Για περισσότερα βλέπε Δ. Κατσορίδας, «Τα Πολιτικά μας Καθήκοντα. Σκέψεις για την επαναθεμελίωση της μαρξιστικής Αριστεράς. Για ένα νέο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς (πρόταση για διάλογο)», περιοδικό Σπάρτακος, Δεκέμβριος-Ιανουάριος 1999, τεύχος 54.