Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

12/27/2007

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Ή ο γυμνός θεωρητικός λόγος του «μεταφορντισμού»




Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, στη «μεταφορντική συνθήκη» που έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά σήμερα στο πλαίσιο της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, το καπιταλιστικό παραγωγικό παράδειγμα δεν είναι πλέον το «μηχανιστικό» μοντέλο του εργοστάσιου, της αλυσίδας παραγωγής και της επαναληψιμότητας, της αποσπασματικότητας και της τυποποίησης, χαρακτηριστικά του τεϋλορικού/«φορντιστικού» μοντέλου που προηγήθηκε, αλλά το «ευέλικτο», «ανοιχτό» μοντέλο των υπολογιστικών μηχανών και των δικτύων. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η εργασία είναι «μη-γραμμική», «συνεργατική», είναι «δεξιοτεχνία» που προϋποθέτει τη δημιουργική συμμετοχή της διάνοιας και τη μεσολάβηση της επικοινωνίας προκειμένου να προσαρμοστεί σε ένα ολοένα και πιο γνωστικά απαιτητικό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχείται από την τεχνολογία των μικροεπεξεργαστών και την τεχνοεπιστήμη. Η διαχείριση πολύπλοκων τεχνικών ή συμβολικών συστημάτων και μηχανών υψηλής τεχνολογίας είναι πλέον δομικά συνδεδεμένη με την εργασία τόσο στο επιμέρους (ατομικό) όσο και σε γενικό (συλλογικό) επίπεδο σε όλο και περισσότερους κλάδους της παραγωγής και της οικονομίας. Δεν είναι πια ο μονότονος θόρυβος της μηχανής που κρατάει το ρυθμό στην παραγωγή και δίνει τον κυρίαρχο τόνο στις κοινωνικές σχέσεις αλλά οι αθόρυβες, ψηφιακές ροές των εντολών και των δεδομένων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, που μας παρέχει την προμηθεϊκών διαστάσεων δυνατότητα υπολογισμού των πάντων και σύνδεσης με τα πάντα, και η συνεπακόλουθη αλληλεξάρτηση στον οικονομικό τομέα που διασφαλίζει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αναδεικνύει ως κυρίαρχο το οργανωτικό μοντέλο της «δικτύωσης». Η μεταφορά των δικτύων χρησιμοποιείται τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά ρητορική, ως παράδειγμα που παρέχει τη δυνατότητα ολοένα και μεγαλύτερου ελέγχου της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας, ενώ παράλληλα αυξάνει τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και διασφαλίζει, δομικά, τη διάχυση και την αποκέντρωση της εξουσίας. Στην πραγματικότητα όμως, τα «οριζόντια», φιλελεύθερα, μη-ιεραρχικά δίκτυα κυκλοφορίας και διανομής της πληροφορίας, είναι οι πλέον πρόσφοροι τρόποι με τους οποίους το κεφάλαιο εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, ελέγχοντας πιο αποτελεσματικά την μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εργασία (και άρα σε παραγωγή αξίας). Είτε πρόκειται για κεφάλαιο είτε για υλικά αγαθά, υπηρεσίες και πολιτιστικά πρότυπα, η ζωτική σημασία της ελεύθερης κυκλοφορίας για την αναπαραγωγή και ανάπτυξη αυτού του μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι προφανής. Κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα τείνει να ενταχθεί στη σφαίρα της εργασίας, της παραγωγής και του εμπορεύματος, ώστε να διασφαλίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση. Η κατανάλωση είναι παραγωγή και ο ελεύθερος χρόνος, η οικογενειακή ζωή, η διασκέδαση είναι απλήρωτες υπερωρίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι διαμεσολαβητικές, εκλεπτυσμένες τεχνολογικά, διαδικασίες επικοινωνίας και προώθησης αποκτούν υπέρογκο κύρος έναντι των «ταπεινών» παραγωγικών δυνάμεων που παραμένουν στην αφάνεια. Οι δυνάμεις αυτές παρουσιάζονται σαν μια απλή «παραγωγική βάση», συνδυασμός ενός χαμηλής ειδίκευσης εργατικού δυναμικού, των τεχνικά καταρτισμένων ελεγκτών-ρυθμιστών, των μηχανών και των ορθολογικών συστημάτων διαχείρισης των διευθυντών μάνατζερ και των στελεχών διοίκησης, ανάπτυξης και έρευνας, που μας εξασφαλίζει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για να αναπτυχθεί η σφαίρα της αληθινής δραστηριότητας που παράγει σήμερα πραγματικά την αξία: η σφαίρα της διακίνησης και της διανομής.
Είναι αναπόφευκτο: για την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου στον ύστερο καπιταλισμό και την απελευθέρωση της παγκόσμιας δυναμικής του, η κυκλοφορία (ή διακίνηση), η διανομή και η κατανάλωση να φαίνεται ότι αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο έναντι της παραγωγής. Η σημαντική, ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας και των εργασιακών σχέσεων με τη χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, κινδυνεύει να βραχυκυκλώσει την αναπαραγωγή ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου και απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας αν δεν εναρμονιστεί με ένα αντίστοιχο μοντέλο υπερκατανάλωσης που θα απορροφά την υπερπαραγωγή και θα δημιουργεί τον απαραίτητο βρόχο ανατροφοδότησης και αυτο-αναπαραγωγής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος διατηρώντας την ζήτηση και την αντίστοιχη παραγωγή σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η σημασία της κυκλοφορίας είναι προφανής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην με κάθε τρόπο υποσχόμενη ουτοπία της «ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς» (η ακινησία είναι μαρασμός, αν όχι καταδίκη σε θάνατο, για το κεφάλαιο), καθώς εξασφαλίζει τη συνεχή επέκταση και διείσδυση του συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης, σε κάθε γωνιά του πλανήτη και σε κάθε πτυχή της κοινωνίας. Είναι αναμενόμενο λοιπόν η «ελεύθερη αγορά» να αποκτά κεντρικό διαμεσολαβητικό ρόλο στη διακίνηση και την κυκλοφορία των προϊόντων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων, των ανθρώπων, των πόρων.
Η «ελεύθερη αγορά» όμως δεν είναι παρά ένας μύθος των νεοφιλελεύθερων· η παρεμβατικότητα και η ρυθμιστική πολιτική του κράτους είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ισορροπίας και εν τέλει την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Εκ φύσεως η αγορά συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, και προκειμένου να μην οδηγηθεί στον αυτό-στραγγαλισμό της από τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις του κεφαλαίου, πρέπει να αποδοθεί στο κράτος ο ρόλος του νομοθέτη, που με την διακριτική παρέμβασή του φροντίζει να διατηρεί η «ελεύθερη αγορά» την αυτονομία της – τουλάχιστον ως καταστατική μυθολογία της αέναης οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου του κράτους και της κοινωνίας. Το κράτος εξασφαλίζει και διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάπτυξη κάθε οικονομικής δραστηριότητας και προσφέρει ένα μίνιμουμ διασφάλισης από κάθε είδος κινδύνων. Χωρίς αυτό το πλαίσιο καμία έννοια «φιλελεύθερης» οικονομίας δεν θα ήταν εφικτή – και αυτό το γνωρίζει και ο πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών, πόσο μάλλον οι φωτισμένοι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού ή οι μάνατζερ των πολυεθνικών. Το μοντέλο του κράτους-πρόνοιας του Κέυνς, του οποίου η εφαρμογή επεδίωξε να θεραπεύσει τις πληγές από το μεγάλο κραχ του 1929, ενώ ήδη ένα παράλληλο μοντέλο κράτους-πρόνοιας, θεμελιωμένο σε διαφορετικές αρχές, αναπτυσσόταν τόσο στη ναζιστική Γερμανία, όσο και στη σταλινική ΕΣΣΔ, δέχθηκε σφοδρή επίθεση κατά τη δεκαετία του ’70, όταν η νεοφιλελεύθερη πολιτική των Ρέηγκαν και Θάτσερ, σε αγαστή συμμαχία με τα αφεντικά, αναδιάρθρωσε ριζικά τον κρατικό μηχανισμό στα δύο πιο προηγμένα κράτη του πλανήτη, ως απάντηση στην οικονομική κρίση και στην αναπτυξιακή ύφεση που έπληξε την παγκόσμια οικονομία ασκώντας ισχυρές πιέσεις, ικανές να προκαλέσουν κλυδωνισμούς και στις πλέον εύρωστες οικονομίες κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία. Στις δεδομένες συνθήκες, οι πολιτικές που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των αγορών και κυρίως την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την συρρίκνωση του κοστοβόρου για το κεφάλαιο κράτους πρόνοιας, συντέλεσαν, μαζί με την αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας που επέφεραν οι νέες τεχνολογίες, στην προσωρινή σταδιακή αναστροφή του κλίματος στασιμότητας και ύφεσης και σε όλο και υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης εκείνη την περίοδο. Η κρίση της δεκαετίας του ’70 έμοιαζε τώρα ένα τέλμα από το οποίο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι νέες τεχνολογίες βοήθησαν να ξεκολλήσουμε και να συνεχίσουμε να πορευόμαστε το δρόμο της «προόδου και της ανάπτυξης». Λίγο αργότερα ήρθε και η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να επιβεβαιώσει την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ως το μοναδικό βιώσιμο και ρεαλιστικό μοντέλο σε έναν κόσμο που έως τότε βίωνε διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ ανέχειας και στέρησης και δόξαζε ποικιλότροπα την ευμάρεια και την ελευθερία που είχε εξασφαλίσει στους κατοίκους της Δύσης ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία. Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών που διαλαλούσαν οι υποστηρικτές τής (όχι και τόσο) νέας αυτής πολιτικής ιδεολογίας συντελέστηκε ως θεωρητική άσκηση περισσότερο παρά ως μια έλλογη πολιτική επιλογή. Το «σοκ της μετάβασης» ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη ισχυρό. Εκτός ελάχιστων, οι οποίοι από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν πάμπλουτοι, τη νύφη την πλήρωσε το «αντιπαραγωγικό» κράτος πρόνοιας και ολόκληρη η κοινωνία. Οι κάτοικοι των πρώην «σοσιαλιστικών» κρατών, και κυρίως στη Ρωσία, βίωσαν με τον πιο δραματικό ίσως τρόπο την βίαιη μετάβαση από ένα πλήρως προστατευτικό, μέχρι ασφυξίας, καθεστώς στην χαοτική πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς», της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και του καπιταλισμού. Για τους κατοίκους των χωρών της Δύσης οι αλλαγές που επέφερε η νεοφιλελεύθερη επανάσταση ήταν πιο «ομαλές», αν και όχι λιγότερο καταστροφικές. Το δόγμα τώρα, τουλάχιστον στα χαρτιά, είναι ότι το κράτος δεν αναμειγνύεται στις αυτορρυθμιζόμενες ελεύθερες αγορές. Έχει, υποτίθεται, υιοθετήσει έναν ουδέτερο, μη-παρεμβατικό ρόλο. Αποποιείται την ευθύνη τόσο της οικονομικής όσο και της κοινωνικής εμπλοκής του προς δόξα της αυτορύθμισης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει δυναμικά σε θέματα που αφορούν στην ανακατανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρών, αποκλείοντας από όποια βοήθεια τους ανίσχυρους και επικαλείται τον κοινωνικό δαρβινισμό της νεοφιλελεύθερης θεωρίας προκειμένου να δικαιολογήσει τις πολιτικές του. Η παλιά θεωρία για την οκνηρία των φτωχών και για την απειλή της πείνας ως το μοναδικό μέσον για να πειστούν να εργαστούν και να γίνουν παραγωγικοί κάνει με ύπουλο τρόπο την εμφάνισή της και υποφώσκει στην κοινωνική πολιτική του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Μπορεί πράγματι ο ρόλος του έθνους-κράτους να έχει αλλάξει στις διαφοροποιημένες σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της δυναμικής των διεθνών σχέσεων που υπαγορεύει η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, η οποία επανάκαμψε (η πρώτη καπιταλιστική διαδικασία παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 ανακόπηκε το 1914, από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη, «συναρπαστική» ιστορία) και σαν δεύτερο, πιο ισχυρό κύμα σαρώνει τις τελευταίες δεκαετίες απ’ άκρου σ’ άκρο τον πλανήτη. Όμως, ο ρόλο του έθνους-κράτους παραμένει κεντρικός και αδιαμφισβήτητος, ακόμα και για τους νεοφιλελεύθερους πολέμιούς του, όσον αφορά στην ρύθμιση των εσωτερικών, εθνικών αγορών, του ανταγωνισμού, της ιεράρχησης των αναπτυξιακών επιλογών, της διαχείρισης της γνώσης, του εργατικού δυναμικού και των φυσικών πόρων, και την αποσόβηση, με κάθε τρόπο, των κραδασμών που προκαλούν οι αναπόφευκτες κοινωνικές συγκρούσεις. Ως μοναδικός φορέας της νομιμοποιημένης (πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά, συμβολικά, πρακτικά) κυριαρχίας, αυθεντίας, εξουσίας, ελέγχου και βίας, το κράτος, δικαιολογεί την αναγκαιότητα ύπαρξής του με την επίκληση στην εθνική ταυτότητα και την ιστορική συνέχεια, την ασφάλεια, την ευημερία και την πολιτισμένη, την «καλή κοινωνία», στόχοι που μόνο στους κόλπους του είναι εφικτό να επιτευχθούν, και το ίδιο καλείται (ως θεσμικός εκπρόσωπος της «βούλησης των Πολιτών») να διασφαλίσει ως δεδομένα για όλους – ή, τέλος πάντων, σχεδόν για όλους τους δικούς του πολίτες.
Έτσι λοιπόν, πέρα από την κάθε άλλο παρά πραγματική υποβάθμιση του έθνους-κράτους και παρά την πραγματική και αναμφισβήτητη παγκοσμιοποιητική ορμή του καπιταλισμού, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία -που πολλές φορές συγκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις της με μια ριζοσπαστική ρητορική καταλαμβάνοντας με τις εννοιακές της επιθέσεις κάθε ελεύθερο χώρο και κάθε ανυπεράσπιστο θεωρητικό (και όχι μόνο) οχυρό αντίστασης- προβάλει την δυναμική της εργασίας και την πραγματική σημασία της για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην απόλυτη αφαίρεση: όπως προϋπόθεση ισχύος της αρχής της γενικής ισοτιμίας του χρήματος είναι η πραγμοποίηση έτσι είναι προϋπόθεση για την «αποϋλοποιημένη» παραγωγή ο εκτοπισμός του υποκειμένου από τη διαλεκτική της ίδιας αυτής παραγωγής. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν οι συνιστώσες που φέρνουν το υποκείμενο στο προσκήνιο της Ιστορίας και το τοποθετούν στο κέντρο κάθε συζήτησης για την αλλαγή της κοινωνίας και της χειραφέτησής του, με δύο έννοιες: πρώτον, ως φυσικού φορέα της εργατικής δύναμης, αποκλειστικού δημιουργού κάθε αξίας και δεύτερον, ως φυσικού φορέα της επαναστατικής δράσης.
Αναμφίβολα, ο βιομηχανικός εργάτης, ο προλετάριος του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, δεν (μπορεί να) είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο στη σκηνή όπου παίζεται ένα τέτοιο, σύγχρονο έργο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια εργάτες (υπολογίζεται ότι οι συνθήκες εργασίας 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες χώρες είναι συνθήκες προλετάριων, αν όχι υπο-προλετάριων) ή ότι πολλές κατηγορίες εργαζομένων στις νέες βιομηχανίες υπηρεσιών δεν έχουν πολλά κοινά με τον «ξεπερασμένο» πια βιομηχανικό εργάτη και, συνακόλουθα, οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που ευθύνονταν για την αθλιότητα του βίου της εργατικής τάξης έχουν τώρα εκλείψει ή έστω υποχωρήσει σε ικανοποιητικό για την εργατική τάξη βαθμό. Θα λέγαμε μάλλον ότι, όπως και το πλαίσιο, δηλ. ο καπιταλισμός, οι σχέσεις αυτές έχουν απλώς μετασχηματιστεί, χωρίς όμως να μετριαστεί στο ελάχιστο η εγγενής οξύτητά τους και η μορφογενετική ισχύς τους. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των εργαζομένων είναι εγγενή χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ακατάσχετης ανάγκης του κεφαλαίου για ανάπτυξη με κάθε κόστος. Αν τώρα ο εργαζόμενος μοιάζει (και αναμφίβολα είναι) πιο «ευφυής», πιο αυτόνομος και με μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στη διαδικασία επιτέλεσης της εργασίας του αυτό συμβαίνει μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο, που θα το αποκαλούσαμε «διαδικαστική ορθολογικότητα», δηλαδή το επίπεδο της εκτέλεσης μιας σε γενικές γραμμές προαποφασισμένης διαδικασίας που αποβλέπει σε συγκεκριμένο και πιθανώς αυθαίρετο, σε σχέση με τα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου, στόχο. Στο βαθύτερο και πιο καθοριστικό για τη συνολική διάρθρωση των σχέσεων εργασίας επίπεδο, στο επίπεδο της «διοικητικής ορθολογικότητας», τα «προνόμια» του εργαζόμενου συρρικνώνονται απελπιστικά ώσπου να είναι πια μηδαμινά έως ανύπαρκτα, αφού μια σειρά θεσμοθετημένων, έννομων διαδικασιών αποκλεισμού (με θεμελιακή εκείνη της ίδιας της ιδιοκτησίας) παρεμποδίζει αποτελεσματικά τη συμμετοχή στη λήψη αυτών των αποφάσεων. Οι αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο είναι κυβερνητικής (cybernetic) τάξης· λαμβάνονται από τα υψηλόβαθμα στελέχη-διαχειριστές του κεφαλαίου και επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν την απόλυτη κανονιστική ισχύ τους στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής και φυσικά στους στόχους της. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν πάντα στον γενικό ορίζοντα των στόχων και των σκοπών και επιδιώκουν να οικειοποιηθούν τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής και την ζωντανή εργασία προκειμένου να επιτύχουν την επίτευξή τους· προσπαθούν να ελέγξουν και να κατευθύνουν την εργατική δύναμη και τις διαδικασίες παραγωγής προς την ικανοποίηση των δικών τους στόχων, που στον καπιταλισμό συρρικνώνεται σε έννοιες με μεταφυσική, καθολική και απαράβατη ισχύ: ανάπτυξη και κέρδος. Η ταξική πάλη είναι ο ανταγωνισμός των κοινωνικών δυνάμεων για τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας σκοποθέτησης, νομιμοποίησης και προσανατολισμού της εκάστοτε παραγωγικής δράσης και χρήσης του σωρευμένου (κοινωνικού, αφού παράγεται πάντοτε με κοινωνικούς πόρους, για να μην ξεχνιόμαστε…) κεφαλαίου. Είναι, δηλαδή, η επιτακτική ανάγκη να τεθεί υπό έλεγχο με πολιτικούς όρους η δομική προϋπόθεση συγκρότησης της κοινωνίας, η υλική παραγωγή, που στηρίζεται πάντα στη ζωντανή εργασία.
Ο συνεχιζόμενος εκπεσμός του υποκειμένου σε απλό εργαλείο παραγωγής και σε καταναλωτή και στο πλαίσιο αυτού του (νέου;) μοντέλου αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορεί να εξομαλυνθεί με την επιχειρηματολογία που επικαλείται κατηγορίες της διάνοιας για να περιγράψει τις μεταλλάξεις της ζωντανής εργασίας στο «μεταφορντιστικό» μοντέλο παραγωγής, κατηγορίες όπως η ευφυΐα, η ικανότητα λήψης αποφάσεων, η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω των συμπεριληπτικών σημείων της «κοινής πολιτισμικής γλώσσας» (γλώσσα, εκπαίδευση, πολιτιστική βιομηχανία, ΜΜΕ, θεσμοί κοινωνικής ενσωμάτωσης, κουλτούρα, αξίες, ιδεολογία). Και αυτό, κάποιοι θέλουν (εσκεμμένα;) να το αγνοούν.
Κάθε προσέγγιση που αποκρύπτει τις έντονα ιεραρχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις, την στυγνή εκμετάλλευση και την ταξική πάλη που εξακολουθούν να σοβούν στον πυρήνα της παραγωγής αξίας, στη ζωντανή εργασία, είναι σκόπιμα παραπλανητική. Η τάση αποπολιτικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας με την πλήρη υπαγωγή της στην τεχνολογία, το κεφάλαιο και τη γνώση, και την υποβάθμιση έτσι της θεμελιακής σημασίας της ζωντανής εργασίας και της ταξικής πάλης ως προϋπόθεση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, είναι η ιδεολογία της συμβιβασμένης σκέψης που προσπαθεί να μας πείσει για την ανωτερότητα του καπιταλισμού και των πολιτικών εκδοχών του: της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας, παρά τα όποια προβλήματά του, η ίδια αυτή σκέψη, κρίνει ενίοτε με ριζοσπαστικό μένος. Το κάνει αυτό προσπαθώντας να διαχωρίσει τεχνητά και να υποβαθμίσει ως δευτερεύουσας σημασίας την καθοριστική συμβολή της εργασίας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την ταξική πάλη που διαμορφώνει ανταγωνιστικά τις συνθήκες παραγωγής, με μοναδικό σκοπό να χαρίσει στο κεφάλαιο την πολυπόθητη αυτονομία του και να του προσφέρει τη νομιμοποίηση προκειμένου να κυριαρχήσει επί των πάντων ως απόλυτος ρυθμιστής των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων (κάτι που είναι ήδη πραγματικότητα σήμερα στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του πλανήτη, αλλά δυνάμει, δεν παύει να είναι και μια αναστρέψιμη πραγματικότητα!).
Πράγματι, θα ήταν ιδεολογική εθελοτυφλία να μην παραδεχτούμε ότι βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα και την αποσπασματικότητα των κοινωνικών δυναμικών και των «αποκεντρωμένων υποκειμενικοτήτων» που αποτελούν το εργατικό δυναμικό στις σύγχρονες μητροπόλεις (και το οποίο πράγματι δεν συγκροτεί ένα «σώμα» και έτσι δεν μπορεί να υποκειμενικοποιηθεί και να αυτό-οριστεί ως τάξη «δι’ εαυτήν» – αλλά αυτό είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα της καπιταλιστικής ασθένειας, επ’ ουδενί η θεραπεία!). Η πραγματική σχέση αυτού του αστεακού εργατικού δυναμικού με την εργασία ως «δράση που διαμεσολαβείται από τη νόηση» –μια κατάσταση που στην πραγματικότητα αφορά μάλλον ένα σημαντικά μικρό μέχρι σήμερα μερίδιο προνομιούχων εργαζομένων– αλλά που δεν οδηγεί στην συγκρότηση μιας γενικότερης «ταυτότητας», είναι το καίριο πεδίο της πολιτικής παρέμβασης. Η ανάγκη συγκρότησης μιας συλλογικής συνείδησης είναι επιτακτική και μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της πράξης, της πολιτικής δράσης. Γι’ αυτό το σκοπό, θα πρέπει να εφοδιαστούμε με εργαλεία ανάλυσης ικανά να αποκαλύψουν τη λαθροχειρία που επιδιώκεται στην κατάχρηση των περιγραφικών εννοιών του «μεταφορντισμού», οι οποίες τείνουν να επιβληθούν ως κανονιστικές και τελικά να παρουσιάσουν επιτυχώς την υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία κοινωνιολογική ανάλυση ως συντελεσμένο γεγονός με καθολική ισχύ. Όμως το μόνο γεγονός με αληθινά καθολική ισχύ είναι το εξής:
Ό,τι και να έχει αλλάξει κατά τους τρεις τελευταίους περίπου αιώνες στις μορφές και τους τρόπους με τους οποίους η παγκόσμια κυρίαρχη μειοψηφία διαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα έτσι ώστε να επιβάλει τα συμφέροντά της σε ολόκληρη την κοινωνία και τη φύση, και όσους συμμάχους και οπαδούς κι αν αποκτήσει, ο κοινωνικός ανταγωνισμός στον πυρήνα της παραγωγής θα συνεχίσει να μαίνεται ασίγαστος και να αφήνει ανοιχτή την όποια έκβαση, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα, του αγώνα – όπως λέει ο Τζον Χόλογουεϊ, το κεφάλαιο είναι ταξική πάλη. Η πολιτική, με την έννοια της ταξικής πάλης, δεν υποχωρεί, ούτε εξαφανίζεται όσο εύκολα ίσως θα ήθελαν οι συμβιβασμένοι, απολογητές του συστήματος εχθροί της. Η πραγματική κοινωνική ειρήνη είναι εφικτή μόνο σε μια πραγματικά αυτόνομη κοινωνία.

2 comments:

Ανώνυμος είπε...

Βιβλιογραφία και προτάσεις για περαιτέρω ανάγνωση;

futura είπε...

Βιβλία - Μπροσούρες

- John Allen, «Μεταβιομηχανισμός και μεταφορντισμός», στο Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός (κεφ. 4), Σαβάλλας, Αθήνα 2003.
- Αντιλεξικό κριτικής της πολιτικής οικονομίας, «1917-1945: Κεϋνσιανισμός. Κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Οκτωβριανή Επανάσταση στο Δ.Ν.Τ.», Σπάταλοι, 2005.
- Paolo Virno, Δεξιοτεχνία και επανάσταση, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002.
- Paolo Virno, Γραμματική του πλήθους. Για μια ανάλυση των σύγχρονων μορφών ζωής, Αλεξάνδρεια & Οδυσσέας, Αθήνα 2007.
- Αντρέ Γκορζ, Αντίο προλεταριάτο, Νέα Σκέψη, Αθήνα 1986.
- Nick Witheford, Κύκλοι και αλληλουχίες αγώνων στον υπερτεχνολογικό καπιταλισμό, αντισχολείο, Αθήνα 2003.
- Ζακ Ελλύλ, Οι διάδοχοι του Μαρξ, (βλ. το τέταρτο κεφάλαιο, «Ο τσεχοσλοβάκικος μαρξισμός», και ιδιαίτερα τις αναλύσεις του Ρίχτα), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2007.
- Immaterial Workers of the World, Εγώ θα σου Πω τι θα Κάνεις;, Το Μοναστήρι του Θελήματος 13, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001.
- Manuel Castells, Ο Μετασχηματισμός της Εργασίας και της Απασχόλησης: Δικτυακοί εργάτες, Άνεργοι και Ελαστικοί, (β΄ εκδ.), Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2006.
- George Katsiaficas, Η ανατροπή της πολιτικής. Ευρωπαϊκά Αυτόνομα Κοινωνικά Κινήματα και η Αποαποικιοποίηση της Καθημερινής Ζωής, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2007.
- Γιώργος Καφετζής, Γιατί οι μηχανές δεν μπορούν να δημιουργήσουν αξία, αντισχολείο, Αθήνα 1998.
- Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse), τομ. Α΄, Στοχαστής, Αθήνα 1989.
- Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, [κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις].
- S. Mezzadra, A. Negri, M. Hardt, I. Vantaggiato, L. Ferrari-Bravo, A. Zanini, P. Virno, Πολιτική και μεταφορντισμός, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2000.
- Banlieues, Γνώση, Κοινωνική Παραγωγή, Μαζική Διανοητικότητα. Σημειώσεις ενός ταξιδιού, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 1998.
- Franco Berardi - “Bifo”, Ποιο είναι το νόημα της αυτονομίας σήμερα;, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2007.
- Werner Bonefeld, John Holloway (επιμ.), Μεταφορντισμός & κοινωνική μορφή. Μια μαρξιστική συζήτηση για το μεταφορντιστικό κράτος, Εξάντας, Αθήνα 1993.
- James Burnham, Η επανάσταση των διευθυντών, Κάλβος, Αθήνα 1970.
- Harry Braverman, Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο, Α΄ τόμ., σειρά Techno/1, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2005.
- Toni Negri, Το πλήθος και η μητρόπολη, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2003.
- Καρλ Πολάνυι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2007.
- Νίκος Α. Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, Αθήνα 1982.
- C. Wright Mills, Οι χαρτογιακάδες. Η νέα μεσαία αμερικάνικη τάξη, Κάλβος, Αθήνα 1970.
- Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά-την-αγορά εποχής, «Νέα Σύορα» - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1996.
- Martin Roe Smith, Charles dew, David Montgomery, Οι μάστορες. Ο εργατικός έλεγχος πριν τον φορντισμό, σειρά Techno/2, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2007.
- Τι είναι και τι ζητάει η μαρξιστική κριτική από την πολιτική οικονομία. Εννέα μαθήματα στη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2007.
- Michael Hardt - Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Scripta, Αθήνα 2002.
- Michael Hardt - Antonio Negri, Η εργασία του Διόνυσου, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001.


Περιοδικά

- Ο δρόμος (ο εργάτης, η μηχανή, η πόλη) και η μέθοδος, Text, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2004.
- Οικονομία: η εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αφιερώματα - Le Monde diplomatique, τ. 3, Φεβρουάριος 1993.
- Σενάρια για την παγκοσμιοποίηση, Αφιερώματα - Le Monde diplomatique, τ. 13, Φεβρουάριος 1998.


Άρθρα

- Paolo Virno, «Δέκα θέσεις για το πλήθος και το μεταφορντισμό», Χουλιγκανιζατέρ, τ. 2, άνοιξη 2003.
- «Γενική διάνοια, έξοδος, πλήθος. Μια συζήτηση με τον Paolo Virno», futura, τ. 11, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007.
- «Εναντίον της Αυτοκρατορίας», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 17, καλοκαίρι 2002.
- Eduardo Colombo, «Η μεταβιομηχανική κοινωνία και το αναρχικό όνειρο», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 15, καλοκαίρι 2001.
- Luciano Lanza, «Ο μύθος της Οικονομίας», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 11, 1999.
- Christian Marazzi, «Γλωσσικές μηχανές», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 15, καλοκαίρι 2001.
- Βασίλης Μηνακάκης, «Εργασία και καθημερινότητα. Όψεις των σύγχρονων αλλαγών στην εργασία και τον τρόπο ζωής», Ουτοπία, τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997.
- Alessandro De Giorgi, «Η κοινωνία του ελέγχου: εργασία υπό εξέλιξη», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 18, καλοκαίρι 2003.
- James O’Connor, «Κεφάλαιο, κρίση, ταξικοί αγώνες», Λεβιάθαν, τ. 2 (β΄ περίοδος), Μάιος-Ιούλιος 1988.
- Γιώργος Ρούσης, «Απελευθέρωση της ατομικής πρωτοβουλίας: Η πεμπτουσία του Μαρξισμού. Μια ουτοπία;», Διαλεκτική, τ. 5, Μάιος-Ιούνιος 1991.
- Richard Sennett, «Η εργασιακή ελαστικότητα: ιδεολογικός και πειθαρχικός μηχανισμός», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 17, καλοκαίρι 2002.
- S. M., «Το αρνητικό του πλήθους: μορφές του κακού και η σύγχρονη πολιτική θεωρία», Χουλιγκανιζατέρ, τ. 2, άνοιξη 2003.
- Andre Tosel, «Ετεροπαραγωγή του Ανθρώπου ή Κομμουνισμός του Πεπερασμένου», Ουτοπία, τ. 9, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994.
- Pino Tripodi, «Σύγκρουση και διανοητική εργασία», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 10, 1998.
- Τάκης Φωτόπουλος, «Το Κράτος-Έθνος και η Αγορά», Κοινωνία και Φύση, τ. 5, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1993.
- «Από τον ιταλικό Εργατισμό (Operaismo) στον “Αυτόνομο Μαρξισμό”», http://www.blackout.gr/pdf/operaism.pdf
- Άλλα ενδιαφέροντα κείμενα θα βρείτε επίσης στο http://www.blackout.gr/teuxh.php]


http://futura-blog.blogspot.com/

12/26/2007

Το Μακεδονικό ζήτημα και η θέση των Μαρξιστών




ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ KAI Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΞΙΣΤΩΝ

Το Μακεδονικό ζήτημα ή «Σκοπιανό» όπως το ονομάζουν οι έλληνες αστοί, είναι ένα από τα εθνικά ζητήματα των Βαλκανίων που έχει αφήσει άλυτα ο καπιταλισμός.

Οι πατριωτικοί λεονταρισμοί των ελλήνων αστών ενάντια στη γειτονική «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είναι βαθιά υποκριτικοί. Οι Έλληνες καπιταλιστές είναι οι πρώτοι σε επενδύσεις σε αυτή τη χώρα, έχοντας επενδύσει πάνω από 1,5 δις ευρώ. Με άλλα λόγια, ενώ στο εσωτερικό καταδικάζουν τους «Σκοπιανούς» και προσπαθούν να κάνουν τους εργάτες να τους βλέπουν σαν εχθρούς, οι ίδιοι δεν έχουν κανένα ηθικό πρόβλημα να υπογράφουν χρυσοφόρα συμβόλαια που γράφουν επάνω «Μακεδονία».

Η σλαβομακεδονική άρχουσα ελίτ είναι αναμφίβολα αντιδραστική. Επιδιώκει είναι να γίνει ένας προνομιούχος τοποτηρητής του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί καθόλου τους λεονταρισμούς πατριδοκαπηλίας της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Η ελληνική αστική τάξη τα τελευταία 15 χρόνια διεκδίκησε την αποκλειστικότητα στο όνομα Μακεδονία για να κάνει επίδειξη πυγμής ως η πιο ισχυρή υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή, για να στρέψει το ενδιαφέρον της ελληνικής εργατικής τάξης από την ταξική πάλη στα «εθνικά» ζητήματα και για να πνίξει την ιστορική πραγματικότητα της εθνικής καταπίεσης των Σλαβομακεδόνων.

Μια καταπιεσμένη εθνότητα

Το εθνικό κίνημα των Σλαβομακεδόνων αναπτύχθηκε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με βάση τους εκσλαβισμένους πληθυσμούς της Μακεδονίας, που μιλούσαν μια γλώσσα που είχε ομοιότητες με τη Βουλγαρική και την Σερβική και με πολλούς τοπικούς ιδιωματισμούς. Αποκορύφωμα του κινήματος ήταν η λεγόμενη εξέγερση του «Ιλίντεν» το 1903, μετά από την οποία δημιουργήθηκε μια μικρής διάρκειας Μακεδονική Δημοκρατία. Η εξέγερση όμως καταπνίγηκε τελικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ψυχή της Εξέγερσης ήταν η οργάνωση ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση).

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους εντάθηκε η καταπίεση από το ελληνικό κράτος, γιατί η ΕΜΕΟ συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους εθνικιστές οι οποίοι είχαν υποσχεθεί στους Μακεδόνες ανεξαρτησία. Το ελληνικό κράτος απαγόρεψε τη γλώσσα τους και φυλάκισε τους ηγέτες τους.

Το 1925 η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθέτησε το σύνθημα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» μετά από απαίτηση των Βούλγαρων κομμουνιστών ηγετών Δημητρώφ και Κολάρωφ. Το Κ.Κ Βουλγαρίας ήθελε την υποστήριξη των Σλαβομακεδόνων για να κατακτήσει την εξουσία. Η προπαγάνδιση όμως του συνθήματος αυτού από το ΚΚΕ στην Ελλάδα, σε συνθήκες μαζικής έλευσης Ελλήνων προσφύγων από την Μ. Ασία που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, ισοδυναμούσε με αφορμή για διώξεις από το ελληνικό αστικό κράτος, με την κατηγορία της προδοσίας.

Παρόλα αυτά η προπαγάνδιση αυτού του συνθήματος από τους Έλληνες κομμουνιστές έφερε πιο κοντά τους Σλαβομακεδόνες στο ΚΚΕ. Το 1944 ιδρύθηκε η αντάρτικη σλαβομακεδονική οργάνωση SNOF (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μετώπο), μέσα στο ΕΑΜ και εξέλεξε και μέλος στην κυβέρνηση του ΕΑΜ, την περίφημη «κυβέρνηση του Βουνού». Οι σλαβομακεδόνες συγκρότησαν μάλιστα το τάγμα Φλώρινας – Καστοριάς και πολέμησαν μαζί με τον ΕΛΑΣ. Μετά, κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, μπήκαν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Όταν μετά από χρόνια έγινε ο επαναπατρισμός των ανταρτών που είχαν καταφύγει στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, στους μόνους που δεν επετράπη να γυρίσουν στην Ελλάδα ήταν οι Σλαβομακεδόνες.

Το 1991 μετά την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήρθε ξανά στην επιφάνεια το Μακεδονικό και χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική άρχουσα για τους λόγους που ήδη αναφέραμε.

Οι συνειδητοί αγωνιστές της αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν πρέπει να παρασύρονται από τον εθνικιστικό κουρνιαχτό που σηκώνει η αστική τάξη. Έχουν χρέος να υπερασπίσουν το στοιχειώδες δικαίωμα του σλαβομακεδονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό και παράλληλα να ξεσκεπάσουν τον ολέθριο ρόλο που έπαιξε η ελληνική αστική τάξη στο Μακεδονικό και την πολύπλευρη καταπίεση που υπέστη ιστορικά το εθνικό κίνημα των Σλαβομακεδόνων

Οι μαρξιστές δεν μπορούν παρά να υποστηρίζουν ότι η μόνη οριστική λύση για την ευημερία και την πραγματική εθνική αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων είναι η δημιουργία μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Με πρωτοβουλίες των αστών και των ιμπεριαλιστών δεν μπορεί να λυθεί το πρόβλημα, γιατί απλά αυτοί είναι που το δημιούργησαν.

ΑΜΑΛΙΑ ΤΡΙΒΙΖΑ

ΛΕΝΙΝ: Περί Πολέμων και Πατριωτισμού
















Το παρακάτω κείμενο είναι ένα απόσπασμα από τη μπροσούρα του Λένιν «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» που εκδόθηκε το 1918. Εδώ αποτυπώνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο η μαρξιστική άποψη για τον πατριωτισμό και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Αν ένας Γερμανός ή ένας Γάλλος λέει : σαν σοσιαλιστής έχω το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίσω την πατρίδα όταν ο εχθρός εισβάλει στη χώρα μου, αυτό δεν είναι συλλογισμός σοσιαλιστή, διεθνιστή, επαναστάτη προλετάριου, μα μικροαστού - εθνικιστή. Γιατί στο συλλογισμό αυτό εξαφανίζεται ο ταξικός επαναστατικός αγώνας του εργάτη ενάντια στο κεφάλαιο, εξαφανίζεται η εκτίμηση του πολέμου στο σύνολό του, από την άποψη της παγκόσμιας αστικής τάξης και του παγκόσμιου προλεταριάτου, δηλαδή εξαφανίζεται ο διεθνισμός και δεν μένει παρά ένας κακομοιριασμένος, αρτηριοσκληρωμένος εθνικισμός. Αδικούν τη χώρα μου, τα άλλα δεν με ενδιαφέρουν, να που καταλήγει ένας τέτοιος συλλογισμός. Να που βρίσκεται η μικροαστική εθνικιστική του στενότητα. Είναι το ίδιο σα να συλλογιζόταν κανείς προκειμένου για μια ατομική περίπτωση άσκησης βίας πάνω σε ένα άτομο: ο σοσιαλισμός είναι ενάντια στη βία για αυτό προτιμώ να κάνω προδοσία παρά να καθίσω φυλακή. Ο γάλλος, ο γερμανός ή ο ιταλός που λέει : ο σοσιαλισμός είναι ενάντια στην άσκηση βίας πάνω στα έθνη, για αυτό αμύνομαι, όταν ο εχθρός εισβάλει στη χώρα μου αυτός προδίνει το σοσιαλισμό και το διεθνισμό.

Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος βλέπει μονάχα τη «χώρα του». Βάζει πάνω από όλα τη «δική του» αστική τάξη χωρίς να σκέφτεται τους διεθνείς δεσμούς, που κάνουν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό, που κάνουν τη δική του αστική τάξη ένα κρίκο της ιμπεριαλιστικής ληστείας. Όλοι οι μικροαστοί και οι στενοκέφαλοι και αμόρφωτοι μουζίκοι, κρίνουν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο : ο εχθρός βρίσκεται στη χώρα μου, τίποτά άλλο δεν με ενδιαφέρει. Ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης προλετάριος, ο διεθνιστής σκέφτεται διαφορετικά : Ο χαρακτήρας ενός πολέμου (αν είναι αντιδραστικός η επαναστατικός) δεν εξαρτάται από το ποιος επιτέθηκε και σε τίνος χώρα βρίσκεται ο εχθρός, αλλά από το ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο, ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελεί ο πόλεμος αυτός. Αν ο πόλεμος αυτός είναι αντιδραστικός, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αν δηλαδή διεξάγεται ανάμέσα σε δύο παγκόσμιες ομάδες της ιμπεριαλιστικής καταπιεστικής, ληστρικής, αντιδραστικής αστικής τάξης, τότε κάθε αστική τάξη ακόμα και μιας μικρής χώρας, μετατρέπεται σε μέτοχο της ληστείας, και το καθήκον μου, καθήκον εκπροσώπου του επαναστατικού προλεταριάτου, είναι να ετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μοναδική σωτηρία από τις φρικαλεότητες του παγκόσμιου μακελειού. Δεν πρέπει να κρίνω από την άποψη της «δικής μου» χώρας (γιατί έτσι κρίνει ένας άθλιος κουφιοκεφαλάκιας μικροαστός εθνικιστής που δεν καταλαβαίνει ότι είναι παιχνιδάκι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης), αλλά από την άποψη της συμμετοχής μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδιση, στην επιτάχυνση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης.

http://www.marxismos.com

12/25/2007

Εκμετάλλευση, κοινωνικός αποκλεισμός, χειραφέτηση


Εισήγηση στο Συνέδριο Κοινωνία και Ψυχική Υγεία που οργάνωσε το Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
στις 20 και 21 Οκτωβρίου 2007

1. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις πόλεις, τις γιγαντουπόλεις, τις Μητροπόλεις του 21ου αιώνα, μπροστά στα τείχη τους, ανάμεσα στα τείχη τους, μέσα από τα τείχη τους, στους δρόμους, τις πλατείες, κάτω από τις γέφυρες, σε γκέττο, άσυλα, φυλακές, σε ορατούς και αόρατους τόπους εγκλεισμού: το φάντασμα των αποκλεισμένων.
Ο Jacques Derrida μας υπενθύμισε ότι τα φαντάσματα κατοικούν ακριβώς στη μεθόριο ζωής και θανάτου.1 Οι αποκλεισμένοι, υπάρξεις χωρίς τους όρους της ύπαρξής τους, κινούνται στο όριο , μια να εμφανίζονται και μια να εξαφανίζονται, μια μέσα και μια έξω από την εργασία, μέσα κι έξω από το σύνορο της ζωής, μέσα κι έξω από την Πόλη, εκτός τόπου αλλά εντός του κόσμου, εκτός χρόνου αλλά εντός της εποχής μας, μιας εποχής όπου ο χρόνος είναι, όπως στον Άμλετ, out of joint2, εξ-αρθρωμένος.
Καθώς «ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα»3, πλάι στο σωρό αυτό υψώνεται διαρκώς κι ένας άλλος σωρός, εκείνος των υπάρξεων χωρίς όρους ύπαρξης.
Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου έφερε και την παγκοσμιοποίηση της εξαθλίωσης, του παουπερισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού: από τις favelas του Rio και του Sao Paulo, τις villas του Buenos Aires, τις νοτιοαφρικανικές παραγκουπόλεις, τα γκέττο της Γάζας και της Δυτικής Όχθης ως το South Central του Los Angeles και την ζοφερή banlieue των αποκλεισμένων του ‘93’ στη πόρτα του Παρισιού. Η εξέγερση στο Λος Άντζελες το 1992 και πρόσφατα, το 2005, στα προάστια του Παρισιού κι άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων έδειξαν ότι οι αποκλεισμένοι μπορούν να φύγουν από την ζώνη των φαντασμάτων και να εισβάλλουν αιφνιδιαστικά στην αρένα της Ιστορίας.
Κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει ούτε τον φόβο των «εντός των τειχών» το 2005 ούτε τους πραίτορες του δεξιού Σαρκοζύ αλλά ούτε και την αμηχανία και την αδράνεια των υποτιθέμενων ριζοσπαστών και «κοινωνικά ευαίσθητων» αριστερών. Ο φόβος κι η αμηχανία συνεχίζονται μέχρι σήμερα, μαζί κι οι συζητήσεις για την φύση( ταξική-κοινωνική ή εθνοτική-φυλετική;) αυτών των εξεγέρσεων, την αποτυχία της κρατικής-κυβερνητικής πολιτικής «ένταξης» των αποκλεισμένων, το αδιέξοδο και την «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά της νέας γενιάς, την ογκούμενη απειλή από τις νέες «classes dangereuses» των αποκλεισμένων.
Μα ποιοι είναι οι «αποκλεισμένοι»; Αποτελούν μια νέα τάξη και μάλιστα «επικίνδυνη»; Είναι υπερταξική ή διαταξική κοινωνική ομάδα; Και μπορούν οι απόβλητοι, τα κοινωνικά απορρίμματα, τα από-κείμενα(ab-jects) να γίνουν υποκείμενα ( subjects) ιστορικής δράσης;

2. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού προβλήθηκε από ορισμένα κοινωνιολογικά ρεύματα, τόσο σαν ερμηνευτικό εργαλείο των φαινομένων μαζικής ανεργίας και περιθωριοποίησης που δημιουργούσε στην εξάπλωσή της η χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση, όσο και στη χάραξη πολιτικής, ιδιαίτερα στα πλαίσια προγραμμάτων διαχείρισης κοινωνικών προβλημάτων κατά την διαδικασία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Σ’ αυτή την χρήση της η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού υπηρετούσε την ατομοκεντρική σκοπιά του νεοφιλελευθερισμού διακρίνοντας όχι ταξικές διαχωριστικές γραμμές αλλά άτομα που τα «καταφέρνουν» ή που δεν καταφέρνουν να ενταχθούν στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Στην mainstream αυτή αντίληψη προσαρμόζονταν κι η άλλοτε αριστερή κριτική. Ο κοινωνικός αποκλεισμός έρχονταν να αντικαταστήσει την έννοια της κοινωνικής εκμετάλλευσης κι ο στόχος της «επανένταξης» την στρατηγική της κοινωνικής χειραφέτησης. Η εκμετάλλευση εξαφανίζονταν μαζί με το τέλος της ίδιας της εργασίας- ένα μύθο που στηρίζονταν στον φετιχισμό των νέων τεχνολογιών. Η ίδια η παγκοσμιοποίηση του υπέρτατου φετίχ, του πλασματικού κεφαλαίου, του οποίου η αλματώδης αύξηση και κυριαρχία σε πλανητική κλίμακα φαίνονταν να παρακάμπτει την υλική παραγωγή, την κοινωνική εργασία, έδινε την βάση της όλης ιδεολογικής κατασκευής.
Από την άλλη μεριά, στον χώρο της Αριστεράς, όσοι δεν προσχωρούσαν στην «ενιαία σκέψη», αντιμετώπιζαν τα νέα φαινόμενα με σχηματική αντίληψη και στατικές φόρμουλες αποκομμένες από την ιστορική δυναμική. Έτσι εκεί που οι μεν εξαφανίζουν την εκμετάλλευση αντικαθιστώντας την με τον αποκλεισμό, οι δε εξαφανίζουν τον αποκλεισμό συγχωνεύοντάς τον με την εκμετάλλευση. Σε κάθε περίπτωση διαλύεται σε μια γενική αφαίρεση η ιδιαιτερότητα της κάθε κατηγορίας, μαζί και η ιδιαιτερότητα της μεταξύ τους σχέσης μέσα στα συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα..
Ο αυξανόμενος πληθυσμός των χρονίων ανέργων, η διευρυνόμενη κοινωνική περιθωριοποίηση, η επισφαλής, «ελαστική» ή «μαύρη» εργασία, τα νέα γκέττο, τα νέα αλλεπάλληλα κύματα μαζικής μετανάστευσης από το Νότο και την Ανατολή, η εμφάνιση ενός Τρίτου Κόσμου μέσα στον Πρώτο Κόσμο, η αποτυχία της απο -ασυλοποίησης, η έξαρση των τοξικοεξαρτήσεων, το καθεστώς καταστολής και προπαντός η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κηρύσσει κατά κανόνα κι όχι κατ’ εξαίρεση, η κρατική εξουσία για να ελέγξει τον χώρο των αποκλεισμένων και που επεκτείνεται σε όλη την κοινωνία θέτουν νέα απαιτητικά ερωτήματα.
Κι όμως οι απαντήσεις από εκεί που θα περίμενε κανείς την ριζοσπαστική κοινωνική κριτική εξαντλείται σε κοινοτοπίες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, όταν δεν ερμηνεύεται με τα επικρατούντα αστικά σχήματα, παραπέμπεται, συνήθως, στην καλλίτερη περίπτωση σε μια αόριστη και περιοριστική αναφορά στον «εφεδρικό στρατό των ανέργων» και συνηθέστερα στην βολική ταμπέλα του «Lumpenproletariat».
Η χρεοκοπία αυτής της αντίληψης φάνηκε ανάγλυφα το 2001 όταν κινητήρια δύναμη και μοχλός της λαϊκής εξέγερσης στην Αργεντινή ήταν το κίνημα των χρονίων ανέργων πικετέρος που κατά τους κοινωνιολογούντες και τους δογματικούς δεν ήταν άλλο από declassés κουρελοπρολετάριοι.4 Μα πώς να θεωρήσεις κοινωνικό κονιορτό την μάζα των εξαθλιωμένων αστέγων του Σάο Πάολο που ξεκινώντας από τις φαβέλες καταλαμβάνουν αστικό χώρο κι αμφισβητούν όχι μόνο την ατομική ιδιοκτησία αλλά και το αστυνομικό κράτος και την κεντροαριστερή κυβέρνηση του Λούλα ονομάζοντας τα οικοδομικά τετράγωνα που κατέλαβαν «συνοικία Carlos Marighela»; Πώς η σκόνη, το απόρριμμα, το απο-κείμενο μεταμορφώνεται και ζωντανεύει σαν άλλο Γκόλεμ και γίνεται πολιτική υποκειμενικότητα πάλης για χειραφέτηση;
Οι αποκλεισμένοι του τέλους του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα, είναι κάτι άλλο από τον κοινωνικό πολτό που ανέβασε στην εξουσία τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Είναι εγγύτερα στον πρώτο ορισμό που έδωσε το 1844 ο Μαρξ όταν έγραφε ότι το προλεταριάτο είναι η «ολική απώλεια του ανθρώπου» και η «διάλυση αυτής της κοινωνίας πραγματωμένη σε μια επί μέρους τάξη»5.

3. Εγγύτητα δεν σημαίνει σύμπτωση, ταύτιση. Για την αποσαφήνιση της διάκρισης και της σχέσης ανάμεσα σε προλετάριο και αποκλεισμένο, ανάμεσα σε καπιταλιστική εκμετάλλευση και κοινωνικό αποκλεισμό, πολύτιμες είναι η κατεύθυνση και η μέθοδος με την οποία την χάραξε ο Μαρξ, ιδιαίτερα στις σελίδες των Grundrisse που αφιερώνονται στην ανάλυση της σχέσης κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και παουπερισμού, πληθυσμού και υπερπληθυσμού6 . Εδώ γίνεται σαφές ότι κάθε τρόπος παραγωγής συνδέεται και με τις δικές του μορφές αποκλεισμού, μια σύνδεση εντελώς διαφορετική στον καπιταλισμό, για την ακρίβεια αντίθετη με εκείνη που χαρακτηρίζει τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. «Μόνο στον τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο ο παουπερισμός εμφανίζεται σαν το αποτέλεσμα της ίδιας της εργασίας, το αποτέλεσμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας»7, της ανάπτυξης κι όχι της ανεπάρκειάς της.
Στα Grundrisse, το Χειρόγραφο του 1857-58 που αποτελεί και την πρώτη γραφή του Κεφαλαίου, ο ώριμος πλέον Μαρξ βαθαίνει κι εκλεπτύνει την αντίληψη του περί προλεταριάτου, μετά την πρώτη ανακάλυψη του το 1844. Την στηρίζει, μέσα από την κριτική του της πολιτικής οικονομίας και την υπέρβαση των ορίων της, στην διάκριση και τον διχασμό ανάμεσα στην ζωντανή εργατική δύναμη του «ελεύθερου» εργάτη, την οποία ο τελευταίος πουλάει για ένα μισθό, και την ζωντανή εργασία του για το κεφάλαιο που περιλαμβάνει και την απλήρωτη υπερεργασία του, το υπερπροϊόν της οποίας αποσπά ο κεφαλαιοκράτης με την ειδική μορφή της υπεραξίας, απ’ όπου και το κέρδος του.
Η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η απόσπαση υπεραξίας δηλαδή ο ιδιαίτερος στον καπιταλισμό τρόπο εκμετάλλευσης, προϋποθέτει τον αποκλεισμό του άμεσου παραγωγού από τους όρους παραγωγής των υλικών όρων της ζωής. Με άλλα λόγια, όρος ύπαρξης του κεφαλαίου είναι η ύπαρξη του ελεύθερου εργάτη που η ζωντανή εργατική του δύναμη είναι αποκλεισμένη από τους όρους αναπαραγωγής της ύπαρξής της.8 Από αυτή την άποψη, «η ίδια η έννοια του ελεύθερου εργάτη ήδη συνεπάγεται ότι είναι ένας pauper: ένας δυνητικός pauper. Σύμφωνα με τις οικονομικές του συνθήκες είναι απλώς ζωντανή ικανότητα εργασίας και συνεπώς φορέας των αναγκών της ζωής»9. Ο pauper, ο εξαθλιωμένος, ο απόκληρος, ο αποκλεισμένος από τους όρους αναπαραγωγής της ζωής έχει αναχθεί σε απογυμνωμένο από τα πάντα φορέα των αναγκών της ζωής. Δεν βρισκόμαστε μακριά από την «γυμνή ζωή», την vita nuda του Homo Sacer του Giorgio Agamben10, με κλασσική μορφή τον έγκλειστο στο Lager ή το άσυλο.
Εύκολα βέβαια κανείς ξεχωρίζει τους Εβραίους του Άουσβιτς από τους εργάτες της Φίατ ή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Υπάρχει ορατή διαφορά ανάμεσα στον αποκλεισμένο, με την έκθετη στη θανάσιμη βία ζωή του και τον προλετάριο, τον απογυμνωμένο φορέα των αναγκών της ζωής. Εκείνο, όμως, που είναι αόρατο στην εμπειρική ματιά είναι ότι ο προλετάριος δεν είναι προλετάριος αν δεν είναι αποκλεισμένος από τους όρους αναπαραγωγής της ύπαρξής του, αν δεν είναι δυνητικά pauper, εν δυνάμει αποκλεισμένος από την κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Ο προλετάριος είναι ο εν δυνάμει αποκλεισμένος κι ο εν ενεργεία αποκλεισμένος είναι δυνητική στιγμή και όρος δυνατότητας του προλετάριου. Η διαλεκτική που τους ενώνει βρίσκεται στο θεμελιακό επίπεδο της οντολογικής υποβάθμισης του άμεσου παραγωγού σε ύπαρξη χωρίς όρους ύπαρξης, σε ζωντανή εργατική δύναμη, σε δυνατότητα χωρισμένη από την ενεργό πραγματικότητά της, την εργασία.
Δεν είναι μόνον η υπερεργασία του ελεύθερου εργάτη που απομυζάται από το κεφάλαιο. Είναι και η αναγκαία για την επιβίωσή του εργασία, η οποία γίνεται αναγκαία μόνον κι εφόσον αξιοποιεί το κεφάλαιο. Πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο σημαίνει την πλήρη υπαγωγή των αναγκών της ζωής στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Η τάση του κεφαλαίου να αυξάνει τον χρόνο υπερεργασίας σε σχέση με τον χρόνο αναγκαίας εργασίας, εισάγοντας πιο μοντέρνα τεχνολογία κι απομυζώντας έτσι μεγαλύτερο ποσό σχετικής υπεραξίας ισοδυναμεί με αύξηση του υπερπληθυσμού, την εκτόπιση από τον παραγωγικό ιστό του πληθυσμού που «περισσεύει»για τις ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, όπως το επισημαίνουν και τα Grundrisse11 το κεφάλαιο τείνει διαρκώς να θέτει τον κοινωνικό αποκλεισμό σαν όρο της κερδοφορίας του αλλά, συνάμα, τείνει και να τον υπερβεί, ανάλογα με τις ανάγκες της αξιοποίησης του.
Αυτή είναι η υλική βάση της λογικής της «επανένταξης» στο υπάρχον σύστημα σε αντίθεση με την λογική της χειραφέτησης από αυτό. Η τελευταία δεν ζητά απλώς την επιστροφή στην θέση του ελεύθερου εργάτη και δυνητικά αποκλεισμένου ούτε να περιορίσει την αναγκαία εργασία ή να διεκδικήσει ένα κομμάτι από το πλεόνασμα της υπερεργασίας που απομυζάται αλλά, όπως γράφουν τα Grundrisse « να υπερβεί την ίδια την σχέση [ την διαίρεση σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία, σε αναγκαίο προϊόν και πλεόνασμα] έτσι ώστε το ίδιο το ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ να εμφανίζεται αναγκαίο κι η υλική παραγωγή να αφήνει στο κάθε άτομο πλεόνασμα χρόνου για άλλες δραστηριότητες. Δεν υπάρχει πια τίποτα το μυστικιστικό σχετικά μ’ αυτό.»12

4. Ήδη από το 1853, σε ένα δημοσιογραφικό του άρθρο πάνω στην αναγκαστική μετανάστευση13- θέμα όσο ποτέ επίκαιρο και στις μέρες μας- ο Μαρξ ανιχνεύει της σχέση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τον παουπερισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, εγκαινιάζοντας μια ανάλυση που θα την προχωρήσει σε βάθος στα Grundrisse κι ενσωματώνοντας την όλη προβληματική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του αποκλεισμού στο μέγα θεωρητικό εργοτάξιο του magnum opus, του Κεφαλαίου.
Και στο κείμενο του 1853 γίνεται η καίρια παρατήρηση για την διάκριση ανάμεσα στον τρόπο αποκλεισμού από τους όρους της αναπαραγωγής της υλικής ζωής στον καπιταλισμό και στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς. Ενώ στους τελευταίους ο αποκλεισμός ήταν αποτέλεσμα της πίεσης του πληθυσμού πάνω στο χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, στον καπιταλισμό ο αποκλεισμός, η αδυναμία να ζήσεις δουλεύοντας κι η εξαθλίωση είναι το αποτέλεσμα της πίεσης της αναπτυσσόμενης παραγωγικής δύναμης της εργασίας πάνω στον πληθυσμό.14. Ενώ η Völkerwanderung, η Μεγάλη Περιπλάνηση των νομαδικών λαών ωθούνταν από την ανάγκη επιβίωσης με την μετακίνηση πέρα από την στενή παραγωγική βάση των μέσων αυτοσυντήρησης, είναι η ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό που διέλυε παρωχημένες δομές κι ωθούσε στην αναγκαστική μετανάστευση π.χ. από την Ιρλανδία ή τα Highlands της Σκωτίας στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ήταν η δυναμική της συσσώρευσης που διέλυε παραδοσιακούς δεσμούς, άφηνε τα άτομα αποκλεισμένα από τους όρους επιβίωσης και τα ωθούσε να σπάσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό εντασσόμενα αναγκαστικά στο Inferno της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα συντελούνται πάλι γιγάντιες μετακινήσεις εκατομμυρίων νέων Νομάδων, μια αληθινή Völkerwanderung της όψιμης παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου –αλλά με εντελώς διαφορετικούς ιστορικούς όρους. Κινητήρια δύναμη των μεταναστευτικών κυμάτων δεν είναι ούτε η πίεση του πληθυσμού πάνω σε μια στενή προκαπιταλιστική παραγωγική βάση ούτε η ραγδαία ανάπτυξη του βιομηχανικού-παραγωγικού κεφαλαίου στις Μητροπόλεις, όπως στην εποχή της ιστορικής ανόδου του καπιταλισμού της Δύσης. Τώρα, στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και παρακμής, κινητήρια δύναμη γίνεται η αναμφισβήτητη κυριαρχία και πλανητική εξάπλωση του αχαλίνωτου πλέον χρηματιστικού –πλασματικού κεφαλαίου.
Η χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών δεν έχει απελευθερωθεί από την βιομηχανική –παραγωγική βάση για να πετάξει ανεμπόδιστη στους αιθέρες της κερδοσκοπίας, όπως εμφανίζεται στην φετιχιστική αντιστροφή της πραγματικότητας. Αντίθετα, είναι το όριο στο οποίο προσέκρουσαν οι αντιφάσεις αυτής της βάσης, είναι η κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου στην οποία κατέληξε η 30χρονη μεταπολεμική επέκταση αυτή που ώθησε να βρεθεί διέξοδος με την απελευθέρωση της κίνησης του κεφαλαίου στις διεθνείς χρηματιστικές αγορές.
Οι συνέπειες αυτής της χρηματιστικής επέκτασης άλλαξαν την μορφή του πλανήτη. Στην περιφέρεια διαλύθηκαν παραδοσιακές δομές και άνοιξε το βάραθρο των ανισοτήτων, ενώ πανίσχυρες κεντρομόλες δυνάμεις ανάγκασαν εκατομμύρια αποκλήρων να μετακινηθούν προς τις Μητροπόλεις. Η απελευθέρωση, όμως, στην κίνηση των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων συνοδεύτηκε με την όρθωση νέων φραγμών και θεόρατων τειχών στη μετακίνηση εργατών. Φαινόμενα της αυγής του καπιταλισμού, μια άγρια “accumulation by dispossession”, μια συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης, όπως την ονόμασε ο David Harvey15, και που όντως θυμίζει την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης, μαζί με μορφές αποκλεισμού, πειθάρχησης, επιτήρησης και τιμωρίας των αποκλεισμένων, γκεττοποίησης, υποκίνησης και χρήσης του ρατσισμού σαν βιοπολιτικής τεχνολογίας της εξουσίας συνδυάζονται με όλες της δυνατότητες της αλματώδους τεχνολογικής ανάπτυξης και της πλανητικής επικοινωνίας αλλά και με την παρακμιακή δυστοπία.
Μάζες των απόκληρων ζουν μεταξύ μετακίνησης και καθήλωσης στο χώρο, νομάδες και έγκλειστοι ταυτόχρονα που μένουν όχι στο περιθώριο αλλά στο όριο της ζωής16. Η επικράτεια της Κυριαρχίας ορίζεται δια του αποκλεισμού του Άλλου, του απόβλητου. Ο Κυρίαρχος είναι εκείνος που, όπως έλεγε κι ο ιδιαίτερα δημοφιλής στους καιρούς μας νομικός φιλόσοφος του Ναζισμού Carl Schmitt, αποφασίζει την κήρυξη της κατάσταση έκτακτης ανάγκης17, την άρση του Νόμου μέσα στα πλαίσια του Νόμου και της ισχύουσας συνταγματικής τάξης. Από την άλλη οι αποκλεισμένοι είναι εκείνοι που δεν έχουν δικαίωμα στο δικαίωμα, για να θυμηθούμε μια εύστοχη παρατήρηση του Ντερριντά 18 για τους sans papiers, τους χωρίς χαρτιά, χωρίς άδεια παραμονής διαμονής και χωρίς δυνατότητα επιστροφής μετανάστες.
Η αστική κοινωνική τάξη πραγμάτων δεν χωρίζει απλώς τους ενταγμένους/εντασσόμενους (included) από τους αποκλεισμένους(excluded). Χωρίζει συνδέοντας και συνδέει χωρίζοντας. Οι όροι στους «εντός» τίθενται εντοπίζοντας τους «εκτός». Ο αποκλεισμός δεν είναι η «παράπλευρη ζημιά» της υπαρκτής εκμετάλλευσης αλλά όρος της δυνατότητάς της.
Μέσω του αποκλεισμού και προπαντός του ελέγχου του προετοιμάζεται το κατάλληλο υλικό προς εκμετάλλευση από το κεφάλαιο- με άλλα λόγια η εργατική τάξη καθαυτή που πάση θυσία πρέπει να παρεμποδιστεί να γίνει και τάξη για τον εαυτό της.
Ο Michel Foucault στο Σεμινάριό του La Societé Punitive19 έχει ρίξει φως σ’ αυτή την διαδικασία παραγωγής της ικανότητας για καπιταλιστική παραγωγή, την γένεση και διαμόρφωση της εργατικής δύναμης, από την υποταγή του χρόνου της ύπαρξης του απόκληρου στο ρυθμό της παραγωγής έως την καθαυτό απόσπαση του αλλότριου χρόνου εργασίας με τη μορφή υπεραξίας από το κεφάλαιο. Σ’ αυτή την μετάβαση οι ίδιες οι εξουσιαστικές σχέσεις παίζουν τον ρόλο στοιχείων δόμησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.20
Από αυτή την σκοπιά εάν δούμε τις αλλαγές που συντελούνται, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη σε πλανητική κλίμακα όχι κάποια «εξαϋλωση της εργασίας» στην μεταμοντέρνα Αυτοκρατορία που βλέπει ο Antonio Negri21 αλλά μια νέα ταξική ανασύνθεση και διαστρωμάτωση του προλεταριάτου με την ανισόμετρη και συνδυασμένη εμφάνιση νέων ειδικευμένων και ανειδίκευτων στρωμάτων σε κέντρο και περιφέρεια, μαζί και στη νέα περιφέρεια στην οποία εξελίσσεται ο αχανής χώρος του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε αλλά η προλεταριοποίηση επεκτείνεται και σε νέα στρώματα ενώ, ας μην ξεχνάμε, νέες ισχυρές εστίες ανάπτυξης βιομηχανικού προλεταριάτου εμφανίζονται σε χώρες όπως είναι η Κίνα και η Ινδία.
Η επέκταση, όμως, της εκμετάλλευσης με καπιταλιστικούς όρους στην παρούσα, ιδιαίτερα, εποχή, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την ανάπτυξη νέων και παλιών μορφών αποκλεισμού.

5. Υπάρχει ένα κοντινό μας ιστορικό υπόδειγμα συνδυασμού της γένεσης του προλεταριάτου, της μοντέρνας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της εισαγωγής νέων μορφών αποκλεισμού σε συνθήκες παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης: μας το δίνει το Δαφνί, το εμβληματικό δημόσιο ψυχιατρικό ίδρυμα-άσυλο του ελληνικού καπιταλισμού.
Ενώ «[τ]α Ιδρύματα- κληροδοτήματα μεγαλοαστών –το Δρομοκαϊτειο(1889) και το Αιγινήτειο(1905)» γράφει η Κατερίνα Μάτσα, «είναι αλληλένδετα με την πρώτη φάση εκβιομηχάνισης και καπιταλιστικής αναμόρφωσης, από τον Τρικούπη μέχρι το Γουδί και τον Βενιζέλο[…][τ]ο Δαφνί, σαν απόπειρα συνδυασμού Ψυχιατρείου-Ασύλου συγκροτείται την περίοδο που εκτείνεται από την Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι την μεταξική δικτατορία- μια περίοδο αλματώδους ανάπτυξης τους σύγχρονου εργατικού κινήματος, παρακμής του κοινοβουλευτισμού και εγκαθίδρυσης της πρώτης καθαρά αντικομμουνιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα.»22
Με την βίαιη μετακίνηση του μικρασιατικού ελληνικού πληθυσμού και την πλημμυρίδα του ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων δημιουργήθηκαν, μέσα στην γενικευμένη εξαθλίωση, οι όροι της μετατροπής των αναρίθμητων υπάρξεων χωρίς όρους ύπαρξης σε φτηνά εργατικά χέρια, σε ζωντανή εργατική δύναμη που επέτρεψαν την απογείωση της ελληνικής βιομηχανίας, στις συνθήκες προστατευτισμού που είχε προκαλέσει το διεθνές κραχ του 1929. Ήταν τότε που στην Ελλάδα γίνεται ο Μεγάλος Εγκλεισμός που αιώνες πριν είχε προηγηθεί στη Γαλλία. Κάτω από την διεύθυνση της Αστυνομίας συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο νέο Δημόσιο Ψυχιατρείο- Άσυλο μαζικά όχι μόνον οι ψυχικά πάσχοντες αλλά κι όλοι οι αποκλεισμένοι που θεωρούνταν κίνδυνος για την δημόσια τάξη. Όπως λένε και τα επίσημα ντοκουμέντα: « …τοιαύτη ήτο η αφετηρία της αρχικής ιδρύσεως του Δημοσίου Ψυχιατρείου και ο σκοπός της αποστολής του, αλλά προϊόντος του χρόνου, λόγω της διαρκούς αυξήσεως του αριθμού των φρενοπαθών, των επικινδύνων εις την δημοσίαν τάξιν, των τοξικομανών κλπ. ήρχισε το ίδρυμα αυτό να προσλαμβάνει εις μεγαλυτέραν κλίμακα και φρενοπαθείς οξέως πάσχοντας, μη περιοριζόμενον πλέον εις την περισυλλογήν απλώς αλητών, επικινδύνων ή τοξικομανών κλπ.»23
Ο σχηματισμός του σύγχρονου προλεταριάτου στην Ελλάδα, η ταξική του συνειδητοποίηση και πολιτική-συνδικαλιστική οργάνωση, ο πρώτος αντικομμουνιστικός νόμος, το περιβόητο Ιδιώνυμο του 1928 κι η πρώτη αντικομμουνιστική δικτατορία το 1936 συμπίπτουν και συνδέονται με την περίοδο του Μεγάλου Εγκλεισμού των ψυχικά πασχόντων κι όλων των αποκλεισμένων που απειλούν την δημόσια τάξη κατά την Αστυνομία, το κράτος αλλά και τους τότε θεράποντες της επιστήμης. Δεν είναι τυχαία η σύμπτωση: οι όροι στους εντός καθορίζονταν με τον εγκλεισμό των εκτός. Όποιος δεν πειθαρχεί, η θέση του είναι στο Δαφνί( ή την Φολέγανδρο)! Το Δημόσιο Ψυχιατρείο ήταν το αρνητικό είδωλο του εργοστασίου κι ο προάγγελος του στρατοπέδου της Μακρονήσου.

6.
…es sind
noch Lieder zu singen jenseits
der Menschen.
…υπάρχουν
ακόμα τραγούδια για να τραγουδηθούν πέρα
από τους ανθρώπους24γράφει ο Paul Celan στην ποίησή του πέρα από το Άουσβιτς. Πέρα από στρατόπεδα συγκέντρωσης, την μισθωτή δουλεία και τους τόπους εγκλεισμού, πέρα από τον αποκλεισμό και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υπάρχει ακόμα το Άσμα της Χειραφέτησης.
Χωρίς την κοινωνική χειραφέτηση από την εκμετάλλευση δεν υπάρχει απελευθέρωση από τον αποκλεισμό. Αλλά και η χειραφέτηση είναι αδύνατη εάν δεν είναι καθολική: εάν δεν αναλάβει να δώσει τέλος όχι μόνο στην εκμετάλλευση αλλά και σε κάθε μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, ανατρέποντας όλες τις σχέσεις «που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο»25. 16-19 Οκτωβρίου 2007
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Jacques Derrida, Spectres de Marx, Galilée 1993
2. William Shakespeare, Hamlet Πράξη Α΄ Σκηνή 5
3. Κ. Marx, Capital I, Progress Publishers-Μόσχα 1986 σ. 43
4. Βλ. Σάββα Μιχαήλ Theoretical Notes on the Margins of the Argentinean Revolution, ανακοίνωση στο Συνέδριο του περιοδικού Critique, London School of Economics Φεβρουάριος 2003
5. Karl Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, Εκδόσεις Παπαζήση 1978 σ.30
6. Karl Marx, Grundrisse, K. Marx-F. Engels Collected Works(MECW) vol. 28 Progress Publishers Μόσχα 1986 σ. 522-532
7. ό. π. π. σ. 523
8. ό. π. π. σ. 528
9. ό. π. π. σ. 522
10. Giorgio Agamben, Homo Sacer-Le Pouvoir Souverain et la Vie Nue, Seuil 1977
11. Karl Marx, Grundrisse ό. π. π. σ. 529
12. ό. π. π. σ. 531
13. Βλ. MECW Vol. 11, Progress Publishers Μόσχα 1979 σ.528-532
14. ό. π. π. σ. 531
15. David Harvey, The New Imperialism, Oxford University Press 2003
16. Βλ. Αθηνάς Αθανασίου, Η Ζωή στο Όριο, Εκκρεμές 2007
17. Carl Schmitt, La Théologie Politique, NRF- Editions Gallimard 1988 σ.15
18. Jacques Derrida, Manquements du droit à la justice βλ. Jacques Derrida, Marc Guillaume, Jean-Pierre Vincent, Marx en jeu Descartes & Cie Παρίσι 1977 σ. 77
19. Michel Foucault La Société Punitive, βλ. Ανέκδοτο χειρόγραφο στην Βιβλιοθήκη του Collège de France σ. 185. παρατίθεται στο Stéphane Legrand, Foucault et les normes PUF 2007 σ.108
20. Βλ. Σάββα Μιχαήλ, Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, ανακοίνωση στο Συνέδριο του περιοδικού Θέσεις για τα 150 χρόνια των Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007, υπό έκδοση στις Θέσεις.
21. Antonio Negri-Michael Hardt, H Αυτοκρατορία, Scripta Αθήνα 2002
22. Κατερίνα Μάτσα, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο-Δαφνί, Ανιχνεύοντας την ιστορία του, στο Βασικές Γνώσεις Ψυχιατρικής, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής 1992 σ.373
23. ό. π. π. σ.365
24. Paul Celan, Atemwende- Renverse de Souffle δίγλωσση έκδοση, μετάφραση από τα γερμανικά Jean-Pierre Lefebvre, Points/ Seuil 2006 σ. 38-39
25. Karl Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου ό. π. π. σ.25



www.eek.gr

http://athens.indymedia.org/

12/24/2007

Raniero Panzieri:Οι σοσιαλιστικές χρήσεις της εργατικής έρευνας (1965)

Ο καλύτερος τρόπος για να ρίξουμε φως στο θέμα των “πολιτικών στόχων της έρευνας” είναι να επιστρέψουμε σε μια συζήτηση στο Μαρξισμό. Αυτό μας θέτει τον κίνδυνο επικέντρωσης κυρίως σε θεωρητικά ζητήματα και ίσως ακόμα και στη μη παραγωγική εξέτασή τους, έναν κίνδυνο που πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε ώστε αυτό το σεμινάριο να έχει έναν πρακτικό σκοπό: τον καθορισμό ενός ερωτηματολογίου, και την οργάνωση και αρχή μιας έρευνας. Εντούτοις, το πλεονέκτημα μιας θεωρητικής επιστροφής στο Μαρξισμό είναι ότι θα μας βοηθούσε να περιγράψουμε τη μέθοδο εργασίας των Quaderni Rossi, με την οποία μερικοί σύντροφοι φαίνονται ακόμα να μπερδεύονται. Μερικοί σύντροφοι είναι ακόμα διστακτικοί με την κοινωνιολογία και τα εργαλεία της, πράγμα αδικαιολόγητο, ουσιαστικά παρακινημένοι από τα υπολείμματα ψευδούς συνείδησης και μιας δογματικής άποψης για το Μαρξισμό. Η χρήση κοινωνιολογικών εργαλείων για τους πολιτικούς στόχους της εργατικής τάξης σίγουρα θα επανέφερε αυτή τη συζήτηση, διότι οι επιστημονικές βάσεις της επαναστατικής δράσης ταυτίζονται ιστορικά με το Μαρξισμό.

Αλλά, επιτρέψτε μου να διατρέξω εν συντομία κάποια φιλολογικά σημεία. Ο Μαρξισμός του ώριμου Marx αρχίζει σαν κοινωνιολογία: τι είναι το Κεφάλαιο; μια κριτική της πολιτικής οικονομίας εάν όχι μια περίληψη της κοινωνιολογίας; Η κριτική του Marx για την πολιτική οικονομία είναι βασισμένη σε μια κατηγορία μονομέρειας καλά τεκμηριωμένη - εν τούτοις όχι πάντα επαρκώς ή πειστικά. Αυτή η κατηγορία είναι παρούσα και στο νεαρό Marx, και υπάρχει συνέχεια από αυτή την σκοπιά μεταξύ των πρώιμων έργων και του Κεφαλαίου. Η πολιτική οικονομία μειώνει τον εργάτη σε στοιχείο της παραγωγής και θεωρείται ελλιπής παρά ψεύτικη εφ’ όσον ισχυρίζεται ότι καλύπτει την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου τρόπου λειτουργίας, και τον δέχεται αργότερο ως τον καλύτερο και φυσικό. Στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα και άλλα πρόωρα γραπτά του Marx το σημείο της σύγκρισης είναι η αλλοτριωμένη ύπαρξη (ο εργαζόμενος υποφέρει στην ίδια την ύπαρξή του, ο καπιταλιστής στο κέρδος του νεκρού υλικού πλούτου του) και η κριτική της πολιτικής οικονομίας συνδέεται με μια ιστορική και φιλοσοφική σύλληψη της ανθρωπότητας και της ιστορίας. Εντούτοις, το Κεφάλαιο του Marx εγκαταλείπει αυτήν την μεταφυσική και φιλοσοφική προοπτική και η πιό πρόσφατη κριτική ισοπεδώνεται αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση που είναι ο καπιταλισμός, χωρίς να υποστηρίζει ότι είναι μια καθολική αντι-κριτική της μονομέρειας της αστικής πολιτικής οικονομίας.

Θα μπορούσε εύκολα να ειπωθεί ότι μια έννοια της κοινωνιολογίας ως πολιτικής επιστήμης είναι θεμελιώδης στο Μαρξισμό και εάν επρόκειτο να παρέχουμε έναν γενικό ορισμό του Μαρξισμού θα μπορούσε να είναι αυτός μιας κοινωνιολογίας που συνελήφθη ως πολιτική επιστήμη, ως επιστήμη της επανάστασης. Αυτή η επιστήμη είναι απαλλαγμένη από τις μυστικιστικές αναφορές και καθοδηγείται από την αυστηρή παρατήρηση και την επιστημονική ανάλυση· αυτό ισχύει επίσης για την πολιτική του Marx, αλλά μάλλον δεν θα συζητούσα αυτό το θέμα τώρα.

Συγχρόνως με το Marx, ένα άλλο νήμα αναπτύχθηκε κάτω από το έμβλημα του Μαρξισμού που κατά την άποψή μου ήταν η πηγή της δυσπιστίας του σύγχρονου Μαρξισμού προς την κοινωνιολογία την ίδια. Όπως ξέρουμε, αυτό το νήμα χρονολογείται από μερικά από τα κείμενα του Engels. Σε μια προσπάθεια να καθιερωθεί ένας γενικός υλισμός και η διαλεκτική της καθολικής αξίας, ο Engels δημιούργησε σαφώς ένα σύστημα που ήταν ελάχιστα πιστό στη θεωρία του Marx. Η επιστήμη της διαλεκτικής, εφαρμόσιμη τόσο στις φυσικές όσο και στις κοινωνικές επιστήμες, είναι προφανώς μια άρνηση της κοινωνιολογίας ως ιδιαίτερης επιστήμης και αναδημιουργεί μια μεταφυσική που είναι τόσο σχετική με το κίνημα των εργαζομένων όσο είναι στο βάτραχο και το γυρίνο. Όταν μια μυστικιστική αντίληψη περί εργατικής τάξης και της ιστορικής αποστολής της ξεπροβάλει από τη νατουραλιστική και την αντικειμενική παράδοση του Marx και του Engels, μια δυσπιστία της κοινωνιολογίας είναι απόλυτα κατανοητή σε γενικές γραμμές: εάν επρόκειτο να δεχτούμε αυτήν την εκδοχή του Μαρξισμού, καμία επιστήμη των κοινωνικών γεγονότων δεν θα ήταν δυνατή.

Εντούτοις, πρέπει να επιμείνουμε σε ένα συγκεκριμένο γνώρισμα της Μαρξιστικής κοινωνιολογίας που προκύπτει από την κριτική της πολιτικής οικονομίας και σημαίνει κάποια αντιπολιτευτική οροθεσία μεταξύ μιας κοινωνιολογίας του κινήματος της εργατικής τάξης και κάποιας που δεν λαμβάνει υπόψη αυτό το στοιχείο (ωστόσο νομίζω ότι το να αποκαλούμε τους τελευταίους ‘αστούς’ θα ήταν λάθος σε αυτή τη φάση). Αυτή η οροθεσία ή όριο συνίσταται στο γεγονός ότι η κοινωνιολογία του Marx, ως κριτική της πολιτικής οικονομίας, προκύπτει από μια έρευνα και μια παρατήρηση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η κοινωνία είναι πλήρως βασισμένη σε μια διχοτόμηση και έχει αναπτύξει μια επιστήμη, δηλ. την επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, η οποία παρέχει μια μονομερή αναπαράσταση της πραγματικότητας, αφήνοντας έξω την άλλη πλευρά. Για το Marx, η αντιμετώπιση του εργατικού δυναμικού ως απλό στοιχείο του κεφαλαίου δίνει έδαφος θεωρητικά σε έναν περιορισμό και μια διαστρέβλωση που είναι εσωτερική στο σύστημα που κατασκευάζει. Η σοσιαλιστική κοινωνιολογική ανάλυση γίνεται κατανοητή από το Marx ως πολιτική επιστήμη επειδή υποστηρίζει ότι ξεπερνά αυτή τη μονομέρεια και ότι κατανοεί την κοινωνική πραγματικότητα συνολικά δίνοντας ταυτόχρονα ιδιαίτερη προσοχή στις δύο κύριες κοινωνικές τάξεις. Θα υπογράμμιζα τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θεωρίας του Marx: αρνείται να ταυτίσει την εργατική τάξη με τη κίνηση του κεφαλαίου και υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να γίνει μια αυτόματη αναγωγή της εργατικής τάξης στην κίνηση του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη απαιτεί μια απολύτως ανεξάρτητη επιστημονική αντιμετώπιση επειδή λειτουργεί ως συγκρουσιακός - ως εκ τούτου καπιταλιστικός - καθώς επίσης και ανταγωνιστικός - ως εκ τούτου αντι-καπιταλιστικός - παράγοντας. Από αυτήν την προοπτική, πιστεύω ότι η υποβίβαση της κοινωνιολογίας στη μαρξιστική παράδοση είναι πραγματικά συμπτωματική ενός εκφυλισμού της μαρξιστικής θεωρίας.

Στα προηγούμενα είκοσι έτη, η κοινωνιολογία ευημέρησε κατά ένα μεγάλο μέρος έξω από τη θεωρία και την παράδοση του Μαρξισμού, ακόμα κι αν ο Weber, που θεωρείται ως η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία της κοινωνιολογίας, εξέτασε σοβαρά τη Μαρξιστική θεωρία. Σκέφτομαι ότι θα άξιζε να επιμείνουμε σε αυτό το ζήτημα στα Quaderni Rossi, επειδή πρέπει να προσδιορίσουμε σαφώς τις διαφορετικές πτυχές της.

Κατά την άποψή μου, η αστική κοινωνιολογία έχει εξελιχθεί σε έναν τέτοιο βαθμό ώστε το επιστημονικό επίπεδο ανάλυσής της είναι τώρα ανώτερο από το Μαρξισμό. Θα μπορούσαμε να αποτολμήσουμε μια υπόθεση στη Μαρξιανή γλώσσα. Δεδομένου ότι ο καπιταλισμός έχασε την κλασική του θεωρία πολιτικής οικονομίας (όπως βεβαιώνει η κρίση των σύγχρονων και υποκειμενικών οικονομικών και των λίγο-πολύ αποτυχημένων προσπαθειών να επιστρέψει στην παράδοση της κλασσικής οικονομικής θεωρίας), βρήκε την ραφιναρισμένη επιστήμη του στην κοινωνιολογία. Αυτή η υπόθεση μας επιτρέπει να ερευνήσουμε τις αντικειμενικές ρίζες αυτής της ανάπτυξης που δείχνουν ότι ενώ στα αρχικά στάδιά του ήταν επιτακτικό για τον καπιταλισμό να ερευνήσει πρώτιστα τη λειτουργία του, ο ώριμος καπιταλισμός πρέπει να συντονίσει μια μελέτη της κοινωνικής συναίνεσης και των απαντήσεων στις διαδικασίες του. Αυτό γίνεται σαφώς ακόμα πιό επείγον για τον καπιταλισμό επειδή όπως αναπτύσσεται και εξελίσσεται προς ένα περαιτέρω στάδιο, το στάδιο του προγραμματισμού, ελευθερώνεται επίσης από τις σχέσεις ιδιοκτησίας (ως καθοριστικούς παράγοντες) και τη σταθερότητά του και η δύναμή της γίνεται όλο και περισσότερο εξαρτώμενη από την αυξανόμενη ορθολογικότητα της συσσώρευσης.

Αυτό δεν κάνει την κοινωνιολογία καθόλου αστική επιστήμη: στην πραγματικότητα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την κοινωνιολογία και να την επικρίνουμε για τους περιορισμούς της, όπως έκανε ο Marx με την κλασική πολιτική οικονομία. Το είδος έρευνας που προγραμματίζουμε να πραγματοποιήσουμε ήδη έχει τις χαρακτηριστικές ποιότητες που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Τα ευρήματα της κοινωνιολογίας είναι σε γενικές γραμμές σωστά, δηλαδή δεν είναι ψεύτικα αλλά περιορισμένα, και αυτός ο περιορισμός δημιουργεί εσωτερικές διαστρεβλώσεις. Ωστόσο η κοινωνιολογία διατηρεί ακόμα αυτό που ο Marx όρισε ως το χαρακτήρα μιας επιστήμης, δηλ. την αυτονομία που βασίζεται στη συνεπή, επιστημονική και λογική αυστηρότητα.

Επιμένω ότι οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί με αυτή τη δυσπιστία για την αστική κοινωνιολογία επειδή η ιστορία του Μαρξισμού δείχνει ότι μια σοβαρή δέσμευση με αυτόν τον κλάδο της θεωρίας είναι απαραίτητη στην επαναστατική πολιτική σκέψη. Περιττό να αναφέρω ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε από την Σταλινική πολιτική επειδή η μεγάλη Σοβιετική μυστικοποίηση της Σταλινικής θεωρίας ύψωσε έναν φράκτη γύρω από την κοινωνιολογία στη βάση μιας βασικής και αναπόφευκτης υγιεινής. Σε αυτό το ιστορικό γεγονός μπορούμε να προσθέσουμε ότι το θέμα του Μαρξισμού ως κοινωνιολογία ήταν πολύ αγαπητό στο νεαρό Λένιν, που μεταχειρίστηκε το Mαρξικό έργο ως κοινωνιολογική θεωρία: το δήλωσε ρητά και πιστεύω ότι είχε δίκιο σε αυτό όσο σε άλλα θέματα.

Πρίν στραφώ σε ένα δεύτερο στοιχείο της σύγχρονης κοινωνιολογίας που πρέπει να επικριθεί αυστηρά και με δύναμη, θα επιθυμούσα να στρέψω την προσοχή στη σχέση που μπορεί να καθιερωθεί μεταξύ της χρήσης της κοινωνιολογικής έρευνας και του Μαρξισμού. Από την έναρξη των Quaderni Rossi δεν έχουμε ποτέ υποστηρίξει και αναπτύξει πραγματικά αυστηρά αυτό το σημείο πέρα από την επιβεβαίωσή της σχέσης.

Η κοινωνική διχοτόμηση που αντιμετωπίζουμε απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο επιστημονικής ανάλυσης σε σχέση με το κεφάλαιο καθώς επίσης και το συγκρουσιακό και ενδεχομένως ανταγωνιστικό καθοριστικό παράγοντα που είναι η εργατική τάξη.

Σε αυτό το πλαίσιο η μέθοδος έρευνας είναι ένα μόνιμο σημείο αναφοράς για την πολιτική μας και κρύβεται κάτω από την απεικόνιση αυτού ή εκείνου του συγκεκριμένου γεγονότος και διερεύνησης. Αυτή η μέθοδος απαιτεί την άρνηση να γίνει μια ανάλυση του επιπέδου της εργατικής τάξης από μια διερεύνηση στο επίπεδο του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, επιθυμούμε να επαναδιατυπώσουμε την πρόταση του Λένιν ότι το κίνημα των εργαζομένων είναι μια συνάντηση μεταξύ του σοσιαλισμού και της αυθόρμητης κίνησης της εργατικής τάξης. Όπως επεξήγησε ο Λένιν με μια όμορφη εικόνα, ελλείψει μιας οικειοθελούς, επιστημονικής και συνειδητής συνάντησης της αυθόρμητης κίνησης της εργατικής τάξης με το σοσιαλισμό, η ιδεολογία του ταξικού αντιπάλου κρατά γερά. Η μέθοδος της έρευνας πρέπει να μας επιτρέπει να προκαλέσουμε όλα τα είδη των μυστικιστικών ιδεών για το εργατικό κίνημα. Πρέπει πάντα να επιτρέπει μια επιστημονική παρατήρηση του επιπέδου συνείδητοποίησης της εργατικής τάξης, και να παρέχει επίσης έναν τρόπο να το ανυψώσουμε. Κατά συνέπεια υπάρχει μια σαφής συνέχεια μεταξύ της στιγμής της κοινωνιολογικής έρευνας που καθοδηγείται από αυστηρά και σοβαρά κριτήρια, και της πολιτικής δράσης: η κοινωνιολογική έρευνα είναι ένα είδος μεσολάβησης που αποτρέπει τους κινδύνους να φτάσουμε σε μια άποψη του επιπέδου του ανταγωνισμού των εργατών και της συνειδητοποίησής τους που - είτε απαισιόδοξη είτε αισιόδοξη - θα ήταν απολύτως αχρείαστη. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για τους πολιτικούς στόχους της έρευνας και θα έλεγα ότι είναι ο κύριος στόχος της ίδιας της έρευνας.

Είναι τώρα η στιγμή να αντιμετωπιστούν δύο περαιτέρω ερωτήσεις.

Στην επιλογή των σύγχρονων κοινωνιολογικών εργαλείων μας, πρέπει να κριτικάρουμε αποτελεσματικά ορισμένες ερευνητικές πρακτικές, ειδικά εκείνες της μικρο-κοινωνιολογίας. Οι περιορισμοί που καθιερώνουν a priori αναπόφευκτα οδηγούν σε σοβαρές διαστρεβλώσεις, επειδή είναι ανίκανοι να δούν τις συνδέσεις που ειδάλλως θα ήταν εμφανείς εαν τα συμπεράσματά τους τοποθετούνταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η μικρο-κοινωνιολογική έρευνα είναι συχνά κάπως ανθρωπολογική και επιλέγει θέματα που είναι απομονωμένα από το ευρύτερο πλαίσιό τους και αγνοεί έτσι τις συνδέσεις τους· αυτή η αρχική επιλογή οδηγεί σε μια πραγματική διαστρέβλωση. Στην πραγματικότητα, η μικρο-κοινωνιολογία συχνά επιλέγει θέματα που μπορούν να επανεισαχθούν στα πλαίσια της επίλυσης συγκρούσεων, ταυτόχρονα αποκλείοντας εκ των προτέρων τις συνδέσεις που μπορεί να υπάρξουν μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων που ερευνά και της ανταγωνιστικής προοπτικής της ανατροπής του συστήματος.

Μια σοσιαλιστική κοινωνιολογική πρακτική απαιτεί μια επανεξέταση των κοινωνιολογικών εργαλείων λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση που κρύβεται κάτω από αυτήν την βασική υπόθεση: δεδομένου ότι οι συγκρούσεις είναι λειτουργικές σε ένα σύστημα που προωθείται από αυτές, μπορούν να μετατραπούν σε ανταγωνισμούς και να μην είναι πλέον λειτουργικές στο σύστημα.

Κατά συνέπεια είναι εξαιρετικά σημαντικό να θυμηθούμε την έκβαση της προηγούμενης συζήτησής μας: η έρευνα πρέπει να πραγματοποιείται αυθόρμητα (in the heat of the moment) και επιτόπου, πρέπει να διερευνά μια κατάσταση μεγάλης αλλαγής και σύγκρουσης, και να διερευνά τη σχέση μεταξύ της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού εντός της. Με άλλα λόγια, πρέπει να ερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα αξιών που εκφράζεται από τους εργάτες σε κανονικές περιστάσεις αλλάζει, και να ανιχνεύουμε εκείνες τις αξίες που αντικαθίστανται ή εξαφανίζονται όταν προκύπτει η συνειδητοποίηση των εναλλακτικών, επειδή μερικές από τις αξίες που έχουν οι εργάτες κάτω από κανονικές περιστάσεις είναι απούσες τη στιγμή της ταξικής σύγκρουσης και αντίστροφα.

Ειδικότερα, πρέπει να ερευνήσουμε όλες τις περιπτώσεις αλληλεγγύης των εργατών και της σχέσης μεταξύ της αλληλεγγύης των εργατών και της άρνησης του καπιταλιστικού συστήματος: μέχρι ποιό σημείο έχουν επίγνωση οι εργάτες του γεγονότος ότι η αλληλεγγύη τους μπορεί επίσης να προκαλέσει την εμφάνιση κοινωνικών μορφών ανταγωνισμού; Βασικά, πρέπει να πιστοποιήσουμε σε ποιό βαθμό οι εργάτες γνωρίζουν ότι διεκδικούν μιας κοινωνία ίσων μέσα σε μια άνιση κοινωνία, και όταν υπάρχει μια απαίτηση για την ισότητα σε μια άνιση καπιταλιστική κοινωνία, τη σημασία της διεκδίκησής τους για το σύνολο της κοινωνίας.

Η επιμονή μας στη σημασία της έρευνας επιτόπου (καυτή έρευνα) στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση: μια ανταγωνιστική κοινωνία δεν μπορεί ποτέ να ομοιογενοποιήσει πλήρως ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της - την εργατική τάξη. Επομένως είναι απαραίτητο να μελετηθεί ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατό να κατανοηθεί πλήρως η δυναμική πίσω από την τάση της εργατικής τάξης να κινηθεί από τη σύγκρουση στον ανταγωνισμό και να κατασταθεί η διχοτόμηση χαρακτηριστική της ασταθούς καπιταλιστικής κοινωνίας. Η γενική εικόνα των ερωτηματολογίων που χρησιμοποιούμε σε αυτές τις περιστάσεις απαιτεί μεγάλη προσοχή και πρέπει να ελεγχθεί λεπτομερώς.

Η έρευνα πρέπει να λάβει υπόψη τις διαδικασίες γραφειοκρατικοποίησης που εμφανίζονται στο παρασκήνιο των βαθιών αλλαγών στον καπιταλισμό κατά τη διάρκεια της κίνησής του προς τον προγραμματισμό, επειδή αναφέρονται στη μειωμένη σχετικότητα των σχέσεων ιδιοκτησίας και τον αυξανόμενο ρόλο της ορθολογικότητας της διαδικασίας συσσώρευσης που υποστηρίζει τον καπιταλισμό. Οι αλλαγές της εργατικής τάξης πρέπει να ιδωθούν λαμβάνοντας υπόψη τον επανασχηματισμό των σχέσεων που καθιερώνονται μεταξύ των εργατών και των τεχνικών και την εμφάνιση νέων ρόλων και ταξικών συνθέσεων. Οι σημαντικότερες πτυχές αυτού είναι αφ’ ενός, η παρατήρηση αυτών των σχέσεων σε καταστάσεις αγώνα και αφ’ ετέρου, οι μετατοπίσεις στο επίπεδο συνείδησης των τεχνικών και της εργατικής τάξης που προκαλούνται από τις αλλαγές στη “θέση” τους.

Η έρευνα πρέπει να καταχωρήσει έναν ιστορικό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων που είναι η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ του πλούτου και της εξουσίας. Ενώ στον κλασικό καπιταλισμό η εξουσία ήταν ένας τρόπος να φτάσεις στον πλούτο, ο πλούτος έχει γίνει σταδιακά υποτακτικός στην εξουσία και μέσο αυτή να αυξηθεί. Σημαντικές αλλαγές στη δομή όλων των κοινωνικών σχέσεων προκύπτουν από αυτήν την διαδικασία.

Αυτές είναι δύο σημαντικές πτυχές της έρευνας αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συγκεκριμένοι στόχοι της έρευνας. Οι στόχοι της έρευνας μπορούν να συνοψιστούν σχηματικά έτσι: έχουμε σημαντικούς οργανικούς στόχους που καθοδηγούνται από το χαρακτήρα της έρευνας ως σωστής, αποδοτικής και πολιτικά εύφορης μεθόδου για να εγκαθιδρύσουμε επαφές με τους μεμονωμένους και ομαδοποιημένους εργαζομένους. Αυτό είναι ένας κρίσιμος στόχος: όχι μόνο δεν υπάρχει καμία απόκλιση, κενό ή αντίφαση μεταξύ της έρευνας και της εργασίας της οικοδόμησης πολιτικών σχέσεων· η έρευνα επίσης είναι θεμελιώδης σε μια τέτοια διαδικασία. Επιπλέον, η εργασία που απαιτείται για την έρευνα, η εργασία της θεωρητικής συζήτησης με τους συντρόφους και τους εργάτες, είναι μιας εργασία σοβαρής πολιτικής κατάρτισης, και η έρευνα είναι ένα πολύ καλό εργαλείο για αυτό.

Η έρευνα πρέπει επίσης να στοχεύσει να αποβάλει αποφασιστικά τις ασάφειες που εμμένουν στο θεωρητικό σχηματισμό μας, που είναι η θεωρία που διαμορφώνεται στα Quaderni Rossi, επειδή όπως άλλοι σύντροφοι έχουν επισημάνει ήδη πολλές πτυχές αυτού του προσχεδίου μιας θεωρίας προσεγγίζονται μόνο από την αντίθεση· προέρχονται από μια κριτική των επίσημων πολιτικών και των θεωρητικών εξελίξεων του εργατικού κινήματος, και όμως δεν στηρίζονται θετικά ούτε βασίζονται εμπειρικά στο επίπεδο της τάξης.

Ελλείψει της δυνατότητας να πραγματοποιηθεί μια πλήρης πολιτική έρευνα (σ.τ.μ., survey, σαν δημοσκόπηση), που θα απαιτούσε οπωσδήποτε ερευνητική αυστηρότητα, αλλά θα μας έθετε αντιμέτωπους προφανώς με τα μακροσκοπικά αποτελέσματα και τα αναμφισβήτητα αποδεικτικά δεδομένα, μια εργασία της έρευνας που πραγματοποιείται σύμφωνα με αυτές τις αρχές είναι η σημαντικότερη εργασία που μπορούμε να κάνουμε: μας παρέχει τη σύνδεση μεταξύ της θεωρίας και της πρακτικής που φαίνεται να μας ξεφεύγει σήμερα για αντικειμενικούς λόγους.

Αυτός ο μόνιμος στόχος πρέπει πάντα να είναι η φιλοδοξία μας και μια θεμελιώδης πτυχή της εργασίας μας.

Ένας άλλος εξαιρετικά σημαντικός στόχος είναι η αναζήτηση μιας Ευρωπαϊκής διάστασης της εργασίας. Η εργασία της σύγκρισης που διενεργείται μέσω των ερευνών σε διαφορετικά Ευρωπαϊκά πλαίσια πρέπει να μας παρέχει, καθώς επίσης και στους Γάλλους και Γερμανούς συντρόφους μας, σημαντικά στοιχεία για να καθιερώσουμε το έδαφος και τις δυνατότητες μιας ενοποίησης των εργατικών αγώνων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μπορείτε να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο pdf:

Panzieri: Οι Σοσιαλιστικές Χρήσεις της Εργατικής Έρευνας (1965)

12/18/2007

Η επαναστατική στρατηγική στον πρώιμο σοσιαλισμό


Περικλής Παυλίδης Ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα, πέραν την απολογητικής και μηδενιστικής θεώρησής του.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση συνιστά την πρώτη, ιστορικά, προσπάθεια οικοδόμησης κομμουνιστικής κοινωνίας, εγχείρημα που με τη δυναμική του, τις επιτυχίες και αποτυχίες του συγκλόνισε τον κόσμο. Η εμπειρία των σοσιαλιστικών αλλαγών, πρωτίστως στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες του 20ου αιώνα, είναι τεράστιας σημασίας για τους επαναστατικούς αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος. Συνάπτεται άμεσα με την κατανόηση των αντικειμενικών-νομοτελών αντιφάσεων της πορείας της ανθρωπότητας προς τον κομμουνισμό και με τη θεμελιώδη ανάπτυξη της κομμουνιστικής θεωρίας και της στρατηγικής, οι ανεπάρκειες της οποίας αποτελούν ένα από τα σημαντικά αίτια της σημερινής υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος, παγκοσμίως. Στις τάξεις της κομμουνιστικής αριστεράς πολύ συχνά συναντά κανείς δύο άγονες, κατά την άποψή μου, στάσεις απέναντι στην ιστορία του σοβιετικού καθεστώτος. Η πρώτη συνίσταται στην απλουστευτικά εξιδανικευτική αντιμετώπισή του, στη θεώρησή του μόνον υπό το πρίσμα μιας γραμμικής πορείας οικονομικών επιτυχιών και κοινωνικών κατακτήσεων, στην παραγνώριση των αντιφάσεών του. Η στάση αυτή, εγκλωβισμένη σε μιαν απολογητική νοοτροπία θριαμβολογίας (πολύ συχνά επετειακού χαρακτήρα και προς ικανοποίηση του επαναστατικού θυμικού), τείνει να ανάγει το σοβιετικό σοσιαλισμό σε ένα καθαρό μοντέλο, κατάλληλο προς κάθε χρήση στο μέλλον. Η δεύτερη στάση εστιάζει την προσοχή στις αρνητικές – εκφυλιστικές πλευρές του σοβιετικού σοσιαλισμού, και πάνω απ’ όλα στο γεγονός της παρακμής και ήττας του, για να τον αποκηρύξει ολοκληρωτικά, ως μη σοσιαλισμό, ως εκμεταλλευτικό καθεστώς, αστικού ή άλλου – καινοφανούς τύπου. Η στάση αυτή απορρίπτει, κατ’ ουσίαν, κάθε υπαρκτό, αντιφατικό εγχείρημα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, προτάσσοντας ένα καθαρό, απαλλαγμένο από προβληματικές πτυχές, «αυθεντικό» σοσιαλιστικό μοντέλο, που ανταποκρίνεται πλήρως στις πλέον ευγενικές ονειροπολήσεις, στις πλέον αγαθές κομμουνιστικές προθέσεις και ευσεβείς πόθους των δημιουργών του.Φρονώ ότι οι εν λόγω στάσεις, με τις διάφορες παραλλαγές τους, ουδόλως μπορούν να δρομολογήσουν σοβαρές, συστηματικές προσπάθειες κατανόησης των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων του 20ου αιώνα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων λειτουργούν ως ιδεοληψίες, καλούμενες να διαμορφώσουν πολιτικές ταυτότητες, διασφαλίζοντας την πολιτική-κομματική οριοθέτηση των διαφόρων μορφωμάτων της αριστεράς. Γι’ αυτό και προσεγγίζουν το σοβιετικό σοσιαλισμό και τα όμοιά του καθεστώτα με στερεότυπο τρόπο, με έννοιες - εκφράσεις κλισέ, δηλωτικές της αφοσίωσης σε ποικίλες κομματικο-ιδεολογικές ορθοδοξίες. Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών σχημάτων της κομμουνιστικής αριστεράς έχει συνηθίσει να κρίνει το σοσιαλισμό του 20ου αιώνα, στα πλαίσια των ιδεολογικο-πολιτικών «αληθειών» και των «ιερών» κειμένων που συγκροτούν την ιδιοτυπία τους. Δεν υποπτεύονται όμως ότι η προσπάθεια επαναστατικής συνειδητοποίησης και συνειδητού επαναστατικού πράττειν προϋποθέτει όχι μόνον την κριτική των ιστορικών γεγονότων με βάση τις ιδέες, αλλά και την κριτική των ιδεών με βάση τα γεγονότα.Άποψή μου είναι ότι η κριτική θεώρηση των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος. Όταν όμως η εν λόγω κριτική εκκινεί από το αφηρημένο πρότυπο ενός καθαρού σοσιαλισμού, εξυπαρχής απαλλαγμένου από κάθε ψεγάδι, από κάθε αντίθεση, τότε οι αρνητικές πλευρές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» φαντάζουν απλώς ως μια παρέκκλιση από το καθαρό πρότυπο, ως στρέβλωσή του, και γενικά ως κάτι τυχαίο που θα μπορούσε να μην είχε συμβεί. Μια τέτοια προσέγγιση αδυνατεί να αναγνωρίσει το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα ήταν αναπόδραστα αντιφατικός, ότι στα αντιφατικά στοιχεία του εκφράζονται οι νομοτελείς δυνατότητες αλλά και οι νομοτελείς περιορισμοί των ίδιων των κοινωνιών που επιχείρησαν την οικοδόμησή του. Το να ξορκίζει κανείς τις κακές, αρνητικές πλευρές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ουδόλως συμβάλλει στην υπόθεση του κομμουνισμού, από τη στιγμή που αυτές οι πλευρές δε γίνονται αντιληπτές ως οργανικό μέρος των αντιφάσεων που καθόρισαν την εξέλιξη των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών.
Ο πρώιμος σοσιαλισμός: ιστορική παρέκκλιση ή νομοτελής περίπτωση της εμφάνισης του κομμουνισμού;
Η συζήτηση για το σοσιαλισμό του 20ου αιώνα, τον οποίο, υιοθετώντας τον ορισμό που εισηγήθηκε ο σοβιετικός στοχαστής Β.Α.Βαζιούλιν, αποκαλώ «πρώιμο σοσιαλισμό» (Πατέλης, σελ.22), δεν μπορεί να αποφύγει το κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με τη θέση που αυτός κατέχει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αναφορικά, δηλαδή, με το αν οι σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα, με τις ιδιαιτερότητές τους και, κυρίως, με τι ιδιαίτερες αντιφάσεις τους, αποτελούν νομοτελή – αναγκαία περίπτωση εμφάνισης του κομμουνισμού, νομοτελή βαθμίδα της πορείας της ανθρωπότητας προς την ώριμη κομμουνιστική κοινωνία.Επιγραμματικά θα έλεγα ότι ο πρώιμος σοσιαλισμός είναι νομοτελής στο βαθμό που στον 20ο αιώνα ήταν νομοτελές το ξέσπασμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στους (κατά τη λενινιστική έννοια) ασθενείς κρίκους του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εκεί δηλαδή όπου η οξύτητα ενός ευρέος φάσματος αντιθέσεων (μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, φεουδαρχικής γαιοκτησίας και αγροτών, ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και εθνικών κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων, ηγεμονικού έθνους και καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων, προνομιούχων ελίτ και στρωμάτων που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων κλπ) απαξίωνε πολύ γρήγορα τα εγχειρήματα αστικο-δημοκρατικής διαχείρισής τους, απαιτώντας για την υπέρβασή τους τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί την πλέον ανεπτυγμένη εκδοχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αιώνα, το πρότυπο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Τα επαναστατικά εγχειρήματα που την ακολούθησαν πραγματοποιήθηκαν σε χώρες με επίπεδο ανάπτυξης αντίστοιχο ή και κατώτερο (έως πολύ κατώτερο) της τσαρικής Ρωσίας. Η πορεία της επανάστασης στον 20ο αιώνα κατευθύνθηκε όχι προς τις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, αλλά, ακριβώς, προς τους ασθενείς κρίκους της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας σε περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, ενώ η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στο ανατολικό και περισσότερο καθυστερημένο τμήμα της Ευρώπης έγινε (με εξαίρεση ίσως τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία) υπό την αποφασιστική παρέμβαση της ΕΣΣΔ.Η επανάσταση νίκησε, τελικά, εκεί όπου το επίπεδο ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά και του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, ήταν αρκετά, έως εξαιρετικά, χαμηλό, ενώ εκτεταμένη ήταν η διατήρηση προκαπιταλιστικών και ενίοτε προταξικών κοινωνικών σχέσεων. Σε χώρες, δηλαδή, όπου, εξαιτίας της ανεπάρκειας υλικών και ευρύτερα πολιτισμικών προϋποθέσεων, αλλά και του εξαιρετικά δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων (διεθνής κυριαρχία του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος) οι σοσιαλιστικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολο (όχι όμως αδύνατο) να αναπτυχθούν.Στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού οι υλικές συνθήκες εγκαθίδρυσης και ανάπτυξης των σοσιαλιστικών σχέσεων αφορούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, την εκμηχανισμένη παραγωγή, με δεδομένη της διατήρηση σε μεγάλο βαθμό προβιομηχανικών μέσων παραγωγής. Όμως, η εκμηχανισμένη παραγωγή αποτελεί τη βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας που αντιστοιχεί στην κεφαλαιοκρατία, ενώ η πλέον ώριμη βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, η οποία αντιστοιχεί στην κομμουνιστική κοινωνία, είναι αυτή της αυτοματοποιημένης παραγωγής[1]. Μάλιστα, η σοβιετική κοινωνία χρειάστηκε να καταβάλλει τεράστιες και επώδυνες προσπάθειες (όπως έπραξαν, σε διαφορετικό βέβαια βαθμό, και άλλες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού) για την εκβιομηχάνισή της, για τη δημιουργία δηλαδή μιας υλικής βάσης (μεγάλη βιομηχανία) αντίστοιχης της κεφαλαιοκρατίας, η οποία καθιστά μεν εφικτή την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών σχέσεων, παραμένει ωστόσο αναντίστοιχη του κομμουνισμού.Ειδοποιό, λοιπόν, γνώρισμα των κοινωνιών του πρώιμου σοσιαλισμού (που τις διακρίνει σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξής τους), είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής επί αναντίστοιχης – κληρονομημένης από το παρελθόν (κεφαλαιοκρατικό και προκεφαλαιοκρατικό) υλικής βάσης. Η βασική αντίφαση των κοινωνιών του πρώιμου σοσιαλισμού «είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.» (Βαζιούλιν, σελ.400). Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω θεωρώ ότι ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα είναι πρώιμος σοσιαλισμός ακριβώς επειδή συνιστά πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού σε αναντίστοιχη υλική βάση και συνεπώς συνιστά εμφάνιση ενός κομμουνισμού με αρκετά αντεστραμμένα χαρακτηριστικά εν σχέσει προς τον ώριμο κομμουνισμό, εν σχέσει, δηλαδή, προς τον κομμουνισμό που έχει ολοκληρώσει το μετασχηματισμό όλων των υλικών σχέσεων του παρελθόντος της ανθρωπότητας, που έχει ολοκληρώσει το μετασχηματισμό του προηγούμενου τύπου κοινωνικής εξέλιξης. Ο πρώιμος σοσιαλισμός αποτελεί νομοτελή φάση του κομμουνισμού, στο βαθμό που νομοτελώς ο κομμουνισμός εμφανίζεται αρχικά σε αναντίστοιχη προς αυτόν υλική βάση. Ο πρώιμος σοσιαλισμός είναι σοσιαλισμός στο βαθμό που ενσαρκώνει και εκδηλώνει με κλασικό τρόπο τα χαρακτηριστικά που αναπόδραστα αποκτά ο κομμουνισμός όταν πρωτοεμφανίζεται εντός του κληρονομημένου από το παρελθόν (κεφαλαιοκρατικό και προκεφαλαιοκρατικό) τύπου εργασιακής δραστηριότητας των ανθρώπων. Συνεπώς, ο πρώιμος σοσιαλισμός θα πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα όχι της τελικής μορφής της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά των νομοτελών αντιφάσεων της πρωταρχικής εμφάνισής του, όταν ακόμη κυριαρχεί ο προηγούμενος, ιστορικά, χαρακτήρας της εργασίας. Οι διάφορες «παραμορφώσεις», «στρεβλώσεις», «ανεπάρκειες» του πρώιμου σοσιαλισμού είναι αναγκαίο να γίνονται αντιληπτές και να μελετώνται όχι ως αποκλίσεις από ένα καθαρό μοντέλο κομμουνισμού, αλλά ως νομοτελείς αντιφάσεις, η επίλυση των οποίων οδηγεί στην ώριμη κομμουνιστική κοινωνία.
Η ιδιομορφία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην «πρώιμη σοσιαλιστική κοινωνία».
Ο ανεπαρκώς ανεπτυγμένος κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στις κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού εκφραζόταν στο γεγονός της διατήρησης σε πολύ μεγάλο βαθμό της χειρωνακτικής εργασίας, ως συνέπεια της διατήρησης μεγάλου αριθμού προβιομηχανικών –χειροκίνητων μέσων παραγωγής, αλλά και της εκτεταμένης διατήρησης της χειρωνακτικής εργασίας για την υπηρέτηση των μηχανών. Αυτό σήμαινε διατήρηση της άμεσης εμπλοκής των εργαζομένων, ως φυσικών δυνάμεων, στην παραγωγική διαδικασία. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το αποτέλεσμα της εργασίας, η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις φυσικές προσπάθειες των χειρωνακτών εργαζομένων, από την ένταση, το ρυθμό, τη διάρκεια, την επιδεξιότητα της χρησιμοποίησης των φυσικών-σωματικών τους δυνάμεων.Η εκμηχάνιση της παραγωγής κατέστησε αναγκαία την ευρεία εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων για τη διεύθυνση των παραγωγικών διαδικασιών. Οι εργαζόμενοι όμως, ως άμεσοι – φυσικοί συντελεστές της εκμηχανισμένης παραγωγικής διαδικασίας μπορούσαν να γνωρίζουν και να ελέγχουν τις συνθήκες λειτουργίας ξεχωριστών μηχανών, επιμέρους παραγωγικών συγκροτημάτων, ενώ στερούνταν της δυνατότητας σφαιρικής γνώσης και ελέγχου ευρύτερων παραγωγικών διαδικασιών. Η επιστημονική συγκρότηση που ήταν αναγκαία για το σχεδιασμό και τη διεύθυνση ευρύτερων παραγωγικών διαδικασιών, στο επίπεδο τμήματος, εργοστασίου, κλάδου, κοινωνίας, αποτελούσε, αναπόδραστα, εργασιακή ικανότητα ενός ξεχωριστού στρώματος εργαζομένων –φορέων της διανοητικής εργασίας. Στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού παρά την κοινωνική πρόοδο που σημειώθηκε δεν κατέστη εφικτή η υπέρβαση του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας. Εκτός αυτού, και δεδομένου ότι για τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων απαιτούταν η υπέρβαση της αμεσότητας των φυσικών συντελεστών της παραγωγής, η κεντρική συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών για το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών, η επιστημονική γνώση-κατανόηση των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων, κατέστη αναπόφευκτη η συγκρότηση ενός ξεχωριστού από τους άμεσους παραγωγούς, ιεραρχικού συστήματος διεύθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων. Στην κλίμακα όλης της κοινωνίας μόνο ο κρατικός μηχανισμός μπορούσε να επιτελέσει αυτό το διευθυντικό έργο, το οποίο δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας οι άμεσοι παραγωγοί.Από τη στιγμή που στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού μεγάλο μέρος των εργαζομένων, στη φυσική-σωματική αμεσότητά τους, αποτελούσε παραγωγική δύναμη, η σχεδιοποιημένη διεύθυνση της παραγωγής προϋπόθετε και τη διεύθυνση των ίδιων των χειρωνακτών εργαζόμενων, την οργάνωση και εποπτεία του τρόπου χρησιμοποίησης των φυσικών τους δυνάμεων. Προϋπόθετε, δηλαδή, τη διατήρηση και αναπαραγωγή των σχέσεων διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο, πράγμα που συνιστά την πεμπτουσία του γραφειοκρατικού φαινομένου. Δέον να σημειώσουμε εμφατικά ότι το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στον πρώιμο σοσιαλισμό αποτελεί αναπόδραστη και συνάμα αντιφατική πλευρά του, δεδομένου ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του παρέμειναν αναγκαίες οι σχέσεις διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο, η διεύθυνση των άμεσων παραγωγών, ως μέρος της συνολικής διεύθυνσης της παραγωγής[2]. Στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας και της σχεδιοτέλειας των παραγωγικών δυνάμεων κατέστησε εφικτή τη σχεδιοποιημένη-συνεργατική ανάπτυξή τους και την υλοποίηση στόχων (δημιουργία ανεξάρτητης από τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο οικονομίας, αμυντική θωράκιση εναντίον των ιμπεριαλιστικών επιβουλών, ικανοποίηση μαζικών υλικών και πολιτισμικών αναγκών των εργαζομένων) εξαιρετικής σημασίας για την προώθηση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών αλλαγών.Την ίδια στιγμή η παρουσία των εργαζομένων εντός του συστήματος της εργασίας ως χειρωνακτών, ως φυσικών-σωματικών δυνάμεων, συνεπαγόταν, αναπόδραστα, τη μεγάλη δυσκολία ακριβούς σχεδίασης της παραγωγικής διαδικασίας. Η εξάρτηση της ποσότητας και της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος από τις φυσικές δυνάμεις και τη φυσική προσπάθεια των χειρωνακτών εργαζόμενων σήμαινε την εξάρτηση της παραγωγικής διαδικασίας από πληθώρα υποκειμενικών - αστάθμητων παραγόντων, με αποτέλεσμα τις διαφορές μεταξύ των παραγωγικών σχεδίων και των παραγωγικών αποτελεσμάτων που παρατηρούνταν στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού. Στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, οι δυσκολίες σχεδιοποιημένης διεύθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων (συνέπεια του ανεπαρκώς ανεπτυγμένου κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας) συνάπτονταν με το κρίσιμο γεγονός της πολυδιάσπασης των εργαζόμενων σε σχετικά αυτόνομα συγκροτήματα «άνθρωπος-χειροκίνητα εργαλεία», «άνθρωπος –μηχανές». Επρόκειτο για μια κατάσταση για την οποία θα λέγαμε, παραφράζοντας τον Μαρξ, ότι η άμεση εργασία παρέμενε ο ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και, συνεπώς, ο χρόνος τη εργασίας παρέμενε το μέτρο του παραγόμενου πλούτου (Μαρξ, 1990, σελ.538). Η διάσπαση αυτή των εργαζομένων σε πληθώρα αυτόνομων παραγωγικών συγκροτημάτων, σε συνθήκες όπου το παραγόμενο προϊόν δεν επαρκούσε ακόμα για να καλύψει τις ανάγκες τους κατά βέλτιστο ποιοτικά και ποσοτικά τρόπο, όπου δεν ήταν εφικτή η κατανομή του παραγόμενου προϊόντος βάσει των αναγκών, είχε ως αναπόδραστη συνέπεια την κατανομή του παραγόμενου προϊόντος βάσει της εργασίας που ο κάθε εργαζόμενος προσέφερε στην κοινωνία, την κυριαρχία δηλαδή της εργασίας αντί μισθού. Αυτό σήμαινε τη διατήρηση, σε ορισμένη κλίμακα, στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, (μη κεφαλαιοκρατικού τύπου και εντός, βεβαίως, του γενικού σχεδίου, υπό τον κυρίαρχο ρόλο των γενικών διοικητικών παραγωγικών-κατανεμητικών σχεδιάσεων, αποφάσεων και εντολών) ως τρόπου σύνδεσης των κατακερματισμένων παραγωγικών συγκροτημάτων, και ως τρόπου κατανομής της εργατικής δύναμης στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Ας διευκρινίσουμε όμως ότι, όσον αφορά την εργατική δύναμη, ο ρόλος των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων συνίστατο, ακριβώς, στην κατανομή της στις διάφορες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, ενώ η ίδια η συμμετοχή των εργαζομένων στην κοινωνική παραγωγική διαδικασία, και, συνακόλουθα, η δυνατότητα επιβίωσης και ανάπτυξής τους, ήταν διασφαλισμένη από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δεν καθοριζόταν από την εμπορευματοποίηση της εργασιακής ικανότητας.Η κυριαρχία, όμως, της εργασίας αντί μισθού σήμαινε ότι η ίδια η εργασία, κατά κανόνα, δεν αποτελούσε εσωτερική αλλά εξωτερική ανάγκη για μεγάλο αριθμό εργαζομένων, ότι δεν ήταν η διαδικασία της εργασίας ως δημιουργικής δραστηριότητας αυτό που ενδιέφερε τους περισσότερους εργαζόμενους (δεδομένου ότι η χειρωνακτική εργασία, πάσης μορφής, ακριβώς ως αναγκαία εργασία και όχι ως ελεύθερη χειρωνακτική καλλιτεχνική δραστηριότητα, είναι, εν γένει, κοπιώδης, μονότονη και ανθυγιεινή) αλλά το αποτέλεσμά της, η ιδιοποίηση, εν είδει μισθού, μέρους του παραγόμενου και προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση προϊόντος. Παρά γεγονός ότι στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού οι εργαζόμενοι – άμεσοι παραγωγοί είχαν επιτύχει πολύ σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις που βελτίωναν τις συνθήκες ζωής τους, ότι η ίδια η ύπαρξή τους αποτελούσε κοινωνικά διασφαλισμένο δικαίωμα και ότι μεταξύ του είχαν αναπτυχθεί ευρέως σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης (που εκφράζονταν σε πληθώρα φαινομένων της καθημερινότητας) η διατήρηση σε μεγάλη κλίμακα της χειρωνακτικής εργασίας, της άμεσης-φυσικής συμμετοχής των ανθρώπων σε κοπιώδεις, μονότονες, ανθυγιεινές παραγωγικές διαδικασίες και της εργασίας αντί μισθού γεννούσε αυθόρμητα και μαζικά αντιθέσεις μεταξύ του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων. Πρόκειται για αντιθέσεις που ανακύπτουν στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού εντός της ίδιας της εργασίας (ο κοινωνικός χαρακτήρας της οποίας δεν είχε ακόμη ωριμάσει) και που συνοδεύονται από ιδιότυπους ανταγωνισμούς μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων για λιγότερο επιβλαβείς, περισσότερο ξεκούραστες και δημιουργικές θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, καθώς και για μεγαλύτερο μερίδιο στο παραγόμενο κοινωνικό προϊόν, έναντι μικρότερης συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή. Οι αντιθέσεις αυτές αναπαρήγαγαν, σε σημαντική κλίμακα, μορφές συνείδησης και στάσεις ζωής ξένες ή και εχθρικές προς το σοσιαλισμό: καταναλωτισμό, κομφορμισμό, ιδιοτέλεια, ηθική διπροσωπία, παρασιτισμό, νεποτισμό, παραγοντισμό κλπ. Τα παρασιτικά φαινόμενα που παρατηρούνται στο διοικητικό μηχανισμό των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού έχουν τις καταβολές τους στις εν λόγω αντιθέσεις και στάσεις ζωής. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κ.Μαρξ, ενώ θεωρούσε αναπόδραστη τη διατήρηση στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας «του αστικού δικαίου χωρίς την αστική τάξη», δηλαδή της κατανομής βάσει της προσφερόμενης εργασίας και, συνεπώς, της άνισης κατανομής, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η άνιση κατανομή, για λόγους που αναφέραμε πρωτύτερα, συνεπάγεται αναπόδραστα τη διατήρηση ιδιότυπων ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων (Μαρξ, 1994, σσ.21-23). Θα ήθελα να επισημάνω εμφατικά (θεωρώντας αυτή την επισήμανση εξαιρετικής σημασίας για την κατανόηση της ιδιομορφίας των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων) ότι η κατάργηση των εκμεταλλευτικών τάξεων και σχέσεων στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού έφερε στο προσκήνιο αντιθέσεις μη ταξικού τύπου, οι οποίες χαρακτηρίζουν την ίδια την εργασία: την αντίθεση μεταξύ μονότονης – κοπιώδους –ανθυγιεινής εργασίας και εργασίας ξεκούραστης και δημιουργικής, μεταξύ διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας, διανοητικής και χειρωνακτικής.Ειρήσθω εν παρόδω ότι οι αντιθέσεις αυτές εμφανίζονται ήδη στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, (ως συνέπεια της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας εντός συνθηκών κυριαρχίας του αγώνα για επιβίωση) και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση των ταξικών σχέσεων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οι αντιθέσεις αυτές της ίδιας της εργασίας υφίστανται σε όλη τη διάρκεια της ταξικής κοινωνίας επισκιάζονται όμως από την ταξική αντίθεση μεταξύ των εργαζομένων και των εκμεταλλευτών της εργασίας τους.Εδώ χρειάζεται να αναφερθεί το γεγονός ότι οι αντιθέσεις της ίδιας της εργασίας στον πρώιμο σοσιαλισμό, οι οποίες συνιστούν αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, ερμηνεύονται ενίοτε (κατά σχηματικό και στερεότυπο τρόπο, κατά αναλογία προς την ταξική κοινωνία) ως ταξικές αντιθέσεις. Έτσι η γραφειοκρατία, οι κρατικοί αξιωματούχοι, οι διευθυντές, η διανόηση ή και το σύνολο των μελών του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος βαφτίζονται κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη, με σύνηθες κριτήριο το διευθυντικό τους ρόλο στην οικονομία και την κοινωνία και τις υψηλότερες απολαβές τους συγκριτικά με τη μεγάλη μάζα των χειρωνακτών – άμεσων παραγωγών. Χωρίς να μπορώ εδώ να προβώ σε ενδελεχή εξέταση του ζητήματος θα ήθελα να επισημάνω ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις απλουστεύουν σημαντικά τις αντιθέσεις του πρώιμου σοσιαλισμού καθώς και τους τρόπους επίλυσής τους. Αν το διευθυντικό στρώμα στον πρώιμο σοσιαλισμό, προϊόν της εκτεταμένης διατήρησης ενός άτεγκτου καταμερισμού εργασίας, αποτελεί εκμεταλλευτική τάξη τότε η μόνη επαναστατική προοπτική που μπορεί να υπάρξει είναι η ανατροπή και εξάλειψή του, με αυτονόητη την εγκαθίδρυση της αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων – άμεσων παραγωγών. Αν όμως οι διευθυντικές λειτουργίες στον πρώιμο σοσιαλισμό, ως δραστηριότητα ενός ιδιαίτερου κοινωνικού στρώματος, αποτελούν οργανικό μέρος της αναγκαίας συλλογικής κοινωνικής εργασίας (φρονώ, παρεμπιπτόντως, ότι καμία βιομηχανική σοσιαλιστική οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ιεραρχικό σύστημα διεύθυνσης) και συνάμα ενσάρκωση των αντιφάσεων της ίδιας της εργασίας, τότε η άμεση εξάλειψη του διευθυντικού στρώματος - της γραφειοκρατίας ήταν στις δεδομένες συνθήκες του 20ου αιώνα απολύτως ουτοπική. Το μόνο για το οποίο θα μπορούσε να γίνει λόγος ήταν η αναχαίτιση (διαμέσου της πολιτικής κινητοποίησης - δραστηριοποίησης των εργαζομένων) των παρασιτικών-αντεπαναστατικών τάσεων του γραφειοκρατικού φαινομένου, ο έλεγχος και ο σταδιακός περιορισμός του. Όσοι, λοιπόν, απορρίπτουν τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» για τον κρατικισμό και γραφειοκρατισμό του στο όνομα ενός σοσιαλισμού που θα είχε καταργήσει δια μιας τη γραφειοκρατία και το κράτος, αδυνατούν να διακρίνουν την αντιφατική συνάφεια αυτών των «κακών» πλευρών με βαθύτερες πτυχές της κοινωνικής ζωής, όπως ο ιδιότυπος χαρακτήρας της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η διασφάλιση (διαμέσου του κράτους, του κρατικού ελέγχου) της ενοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, σε συνθήκες όπου το επίπεδο ανάπτυξής τους (ο ανεπαρκής κοινωνικός χαρακτήρας τους) επέτρεπε και προκαλούσε την εκδήλωση ιδιότυπων ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Εν γένει, θεωρώ ότι το ζήτημα της γραφειοκρατίας και του κράτους στον πρώιμο σοσιαλισμό δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστών – ιδιαίτερων ρυθμίσεων, ακαριαίων παρεμβάσεων και άμεσων ανατροπών. Η ουσιαστική αντιμετώπιση των παραπάνω αναπόδραστων (για σημαντική χρονική περίοδο) όσο και ανεπιθύμητων πτυχών του πρώιμου σοσιαλισμού μπορούσε μόνο να πάρει τη μορφή της σταδιακής-σκοποκατευθυνόμενης αλλαγής της θέσης και των σχέσεων των εργαζομένων εντός του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Κάτι τέτοιο αφορούσε σε εξαιρετικά δύσκολες, περίπλοκες και μακροπρόθεσμες διαδικασίες σταδιακού μετασχηματισμού και υπέρβασης όλου του προηγούμενου τύπου εργασιακής δραστηριότητας της ανθρωπότητας, ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και μετατροπής της τυπικής κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, (των τυπικών σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής) σε ουσιαστική.
Το ζήτημα της κομμουνιστικής στρατηγικής και της επαναστατικής πρωτοπορίας στον πρώιμο σοσιαλισμό.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, ως πρότυπο πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, κατέδειξε την αναγκαιότητα συγκροτημένης επαναστατικής πρωτοπορίας για την οργάνωση και καθοδήγηση του επαναστατικού εγχειρήματος. Βεβαίως ο σοσιαλισμός υπήρξε πάντα υπόθεση των εργαζομένων μαζών. Συγκλονιστικά γεγονότα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού όπως, φερ’ ειπείν, ο εμφύλιος πόλεμος, η εκβιομηχάνιση και η κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ, δε θα μπορούσαν να συμβούν χωρίς τη μαζική συμμετοχή, το επαναστατικό πάθος και τις αγωνιστικές εξάρσεις του εργαζόμενου λαού. Σε καμία, όμως, περίπτωση η επαναστατική αυτενέργεια των μαζών στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον καθοδηγητικό-διευθυντικό ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, του επαναστατικού-κομμουνιστικού κόμματος. Η διατήρηση σε όλη την ιστορική πορεία του πρώιμου σοσιαλισμού σημαντικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της εργασίας συνεπαγόταν την εισέτι ανεπαρκή ανάπτυξη των ίδιων των εργαζομένων, ως φορέων των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Οι γνώσεις και, εν γένει, η κοινωνική συνείδηση των εργαζομένων-άμεσων παραγωγών (παρά τις σημαντικές προόδους στην πολιτιστική ανάπτυξή τους) ήταν, κατά κανόνα, ανεπαρκείς για την αυτόβουλη και αυτενεργό συνειδητοποίηση των αντιθέσεων του πρώιμου σοσιαλισμού, των δυνατοτήτων-προοπτικών και κατευθύνσεων της περαιτέρω εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων. Η αναγκαιότητα ύπαρξης επαναστατικής πρωτοπορίας, φορέα της κομμουνιστικής θεωρίας και δημιουργού της κομμουνιστικής στρατηγικής, υπήρξε μεγάλη σε όλη την ιστορική περίοδο του πρώιμου σοσιαλισμού. Όμως η αναγκαία για την οικοδόμηση του κομμουνισμού επαναστατική πρωτοπορία, συγκροτείται ακριβώς στη βάση της ικανότητάς της να εκπονεί και να αναπτύσσει την κομμουνιστική θεωρία και στρατηγική. Χωρίς κομμουνιστική στρατηγική δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική πρωτοπορία. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι δεδομένης της ιδιομορφίας της μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό, ως μετάβασης που πραγματοποιείται διαμέσου συνειδητών, σκοποκατευθυνόμενων επαναστατικών ενεργειών και αλλαγών, χωρίς κομμουνιστική στρατηγική καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να είναι αυθεντικά κομμουνιστική, να συνιστά αυθεντική επαναστατική πρωτοπορία. Έτσι, λοιπόν, η στρατηγική οικοδόμησης του κομμουνισμού ήταν αναγκαία για την σχεδιασμένη, σκοποκατευθυνόμενη πραγματοποίηση των επαναστατικών αλλαγών στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού. Μια τέτοια στρατηγική δεν μπορούσε παρά να είναι στρατηγική επίλυσης αντιθέσεων, στρατηγική εξέλιξης του πρώιμου σοσιαλισμού δια της επίλυσης των νομοτελών – ουσιωδών αντιθέσεών του, στην κατεύθυνση της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας. Όμως, η γνώση – κατανόηση των αντιθέσεων του πρώιμου σοσιαλισμού δεν ήταν εφικτή πριν την εμφάνιση του ίδιου του πρώιμου σοσιαλισμού. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού επηρεάστηκε σημαντικά και από την ακόλουθη αντίφαση: ενώ η κομμουνιστική θεωρία και στρατηγική ήταν αναγκαία για την σκοποκατευθυνόμενη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η συγκρότηση κομμουνιστικής θεωρίας και στρατηγικής (από τη σκοπιά που θέσαμε πρωτύτερα το ζήτημα), δεν ήταν εφικτή χωρίς την εμφάνιση και ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε βαθμό που να αποκαλύπτει πλέον τις εσωτερικές της αντιθέσεις. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η αποκάλυψη αυτών των αντιθέσεων (η θεωρητική μελέτη-κατανόηση των οποίων αποτελεί ακόμη ένα ανοικτό ζήτημα, υπαρξιακής διάστασης για όλες τις δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς) αποτελεί τεράστιας σημασίας ιστορικό γεγονός, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις (έστω και από την τραγική πλευρά της τελικής ήττας του πρώιμου σοσιαλισμού) για την κατανόηση των προβλημάτων – δυσκολιών που θα συναντήσει η ανθρωπότητα στην πορεία της προς την ώριμη κομμουνιστική κοινωνία.Σε ό,τι αφορά την επαναστατική στρατηγική στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, φρονώ ότι αυτή παλινδρομούσε μεταξύ, αφενός, ορισμένων, εξαιρετικής οξυδέρκειας αλλά αναπόφευκτα αποσπασματικών αναφορών των κλασικών του μαρξισμού στα γενικά χαρακτηριστικά του τελικού σκοπού, της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ώριμη μορφή της, (οι οποίες πολλές φορές ερμηνεύονταν δογματικά, ενώ η κοινωνία που περιέγραφαν απείχε παρασάγγες από τις δυνατότητες των πρώτων σοσιαλιστικών επαναστάσεων) και, αφετέρου, υποχωρήσεων σε αντιλήψεις και ιδέες εγγύτερες προς γνώριμες πρακτικές του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, οι οποίες, πέραν ορισμένων πλαισίων, σηματοδοτούσαν την παραίτηση από την κομμουνιστική προοπτική και τη στροφή προς την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας. Μπορούμε να πούμε ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις πρώιμες σοσιαλιστικές κοινωνίες ήταν σκοποκατευθυνόμενη στο βαθμό που στηριζόταν στη γενική μαρξιστική πρόγνωση της κομμουνιστικής προοπτικής. Εκεί όμως όπου αυτή η πρόγνωση δεν επαρκούσε (και αναπόδραστα δεν μπορούσε να είναι επαρκής, από τη στιγμή που στον κλασικό μαρξισμό η θεωρία της κομμουνιστικής κοινωνίας βρίσκεται στο επίπεδο της επιστημονικής υπόθεσης, όχι όμως και της διαμορφωμένης θεωρίας, μιας και το ίδιο το αντικείμενο της δεν ήταν υπαρκτό), η επαναστατική στρατηγική στις εν λόγω κοινωνίες είχε υποκατασταθεί από τη μέθοδο της «δοκιμής-λάθους»[3].Δεδομένης της απουσίας συγκροτημένης θεωρίας οικοδόμησης του κομμουνισμού, κατά την πραγματοποίηση των επαναστατικών αλλαγών στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού εκδηλώθηκαν δύο αντίθετες τάσεις:α) η βουλησιαρχική προώθηση των σοσιαλιστικών αλλαγών και, πρωτίστως, της κοινωνικοποίησης της παραγωγής (υπό τη μορφή της τυπικά κοινωνικής – κρατικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής) χωρίς να λαμβάνεται πάντα υπ’ όψη ο βαθμός ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας (του κοινωνικού χαρακτήρα των υφιστάμενων μέσων παραγωγής), με αποτέλεσμα την υπέρμετρη γραφειοκρατικοποίηση των σχέσεων σχεδιοποίησης και διεύθυνσης της παραγωγικής διαδικασίας.β) η υποβάθμιση της κοινωνικοποίησης της παραγωγής (η συρρίκνωση του εύρους και βάθους σχεδιοποίησης της παραγωγικής δραστηριότητας) ακόμη και στις περιπτώσεις όπου είχε αναπτυχθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, και συνάμα η υπέρμετρη ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, η οποία οδήγησε, τελικά, στην παρακμή και ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος.Εν γένει, το ζήτημα της σχεδιασμένης, σκοποκατευθυνόμενης βέλτιστης αντιστοίχησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας (των μορφών κοινωνικής ιδιοκτησίας) στα μέσα παραγωγής προς τη βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, με ζητούμενο τη σταδιακή ωρίμανση αμφότερων, είχε κομβική, στρατηγική σημασία για τη διασφάλιση της ιστορικής προοπτικής του πρώιμου σοσιαλισμού (Βαζιούλιν, σελ.409). Δυστυχώς, όμως, σε όλη την πορεία του πρώιμου σοσιαλισμού η μη επίτευξη αυτής της αντιστοίχησης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική ήττα του.Στα επαναστατικά εγχειρήματα του πρώιμου σοσιαλισμού, και κυρίως στα αρχικά στάδιά τους, παρατηρείται η ισχυρή τάση της επαναστατικής πρωτοπορίας να εφαρμόσει άμεσα, χωρίς αναβολές, καθυστερήσεις, τροποποιήσεις και ενδιάμεσα στάδια, όλο το επαναστατικό πρόγραμμα, να επισπεύσει την υλοποίηση του τελικού σκοπού. (Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πολεμικού κομμουνισμού και της κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση, του Μεγάλου Άλματος και της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα.)Στα πρώτα στάδια των επαναστατικών εγχειρημάτων, όταν ακριβώς προέχει ο αγώνας για την εγκαθίδρυση των νέων κοινωνικών σχέσεων, το βουλησιαρχικό στοιχείο είναι αναπόδραστο. Παρατηρείται μάλιστα και η θεωρητική εξιδανίκευσή του, όταν η πολιτική βούληση ανάγεται σε κινητήριο δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης και συνάμα παραγνωρίζεται η ύπαρξη αντικειμενικών νόμων που καθορίζουν την ανάπτυξη του σοσιαλισμού[4]. Η απολυτοποίηση της πολιτικής στον πρώιμο σοσιαλισμό, η κατάφαση της παντοδυναμίας της, είναι συνώνυμη της έξαρσης των βουλησιαρχικών διαθέσεων κατά την επιχειρούμενη επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας και, συνάμα, το αποτέλεσμα της απουσίας συγκροτημένης θεωρίας για την κομμουνιστική κοινωνία, για τη διαδικασία διαμόρφωσής της και τις αντιφάσεις που τη διέπουν.Βέβαια, αυτή η έντονη τάση επίσπευσης των επαναστατικών μετασχηματισμών διαμέσου βουλησιαρχικών μεθόδων ήταν αναπόφευκτη στα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα. Όταν επιχειρείται η ριζική αλλαγή της κοινωνίας σε πρωτόγνωρη κατεύθυνση και, συνεπώς, δεν μπορεί εξ υπαρχής να είναι γνωστό το εφικτό (στην εκάστοτε συγκυρία) βάθος και εύρος των επιχειρούμενων αλλαγών, ούτε τα στάδια εκ των οποίων θα πρέπει αυτές να διέλθουν, η πιθανότερη στάση των επαναστατικών δυνάμεων (ακριβώς ως συνεπών επαναστατικών δυνάμεων) είναι να επιχειρήσουν να ωθήσουν την επανάσταση στην υλοποίηση των πιο προωθημένων σκοπών της. Η συνειδητοποίηση των αντικειμενικών περιορισμών του επαναστατικού προγράμματος είναι κάτι που προκύπτει μόνο στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και το οποίο συνεπιφέρει διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις (ενίοτε ιδιαιτέρως δραματικές) στο εσωτερικό της ίδιας της επαναστατικής πρωτοπορίας.Με την ολοκλήρωση της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης, της πρωταρχικής εμφάνισης του σοσιαλισμού (ως αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης και κολεκτιβοποίησης της οικονομίας και της εμφάνισης ενός αυτοαναπτυσσόμενου σοσιαλιστικού παραγωγικού συστήματος) προέκυψε, με έντονο τρόπο, η ανάγκη μελέτης και κατανόησης των αντικειμενικών νόμων που διέπουν την κίνηση της σοσιαλιστικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ήδη λίγο πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά κυρίως μετά από αυτόν, αποκτά νέα ώθηση η συζήτηση για την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού. Ωστόσο οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν αδυνατούσαν να αναδείξουν τις ουσιώδεις αντιφάσεις που συγκροτούν το «μηχανισμό» κίνησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε το γεγονός ότι ως «βασικός νόμος του σοσιαλισμού», ως νόμος δηλαδή κίνησης της σοσιαλιστικής οικονομίας, ορίσθηκε η ικανοποίηση των αναγκών, η αδιάλειπτη αύξηση της ευημερίας και η πολύπλευρη ανάπτυξη των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας (Παυλίδης, σελ.117). Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι στόχοι της σοσιαλιστικής οικονομίας ή, ακριβέστερα, μια πτυχή των στόχων της σοσιαλιστικής οικονομίας, αυτή που αφορά στην πολύπλευρη ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων, ταυτίστηκε με τον αντικειμενικό βασικό νόμο κίνησης της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας. Πρόκειται για σαφή παραγνώριση της αντιφατικής αλληλεπίδρασης παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής, δηλαδή της κινητηρίου δύναμης της κοινωνικής εξέλιξης. Συνάμα αγνοήθηκε το γεγονός ότι το είδος των ικανοποιούμενων αναγκών, όπως και ο βαθμός ικανοποίησής τους, είναι αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας (του επιπέδου ανάπτυξής τους και των τρόπων χρήσης τους), καθώς και των σχέσεων διανομής–ιδιοκτησίας του παραγόμενου προϊόντος (του συνόλου των παρηγμένων μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης).Δηλωτική της τεράστιας ανεπάρκειας της κομμουνιστικής θεωρίας και στρατηγικής, εν προκειμένω στη Σοβιετική Ένωση, στην πλέον προηγμένη χώρα του πρώιμου σοσιαλισμού, είναι η αντίληψη για τις υλικές προϋποθέσεις της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, που παρουσιάζεται στα κείμενα του 22ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1961). Το συνέδριο αυτό ενέκρινε το πρόγραμμα οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, στο οποίο η δημιουργία υλικής βάσης του κομμουνισμού εξετάζεται από μια κατεξοχήν ποσοτική, εξόφθαλμα επιδερμική σκοπιά. Έτσι, φερ’ ειπείν, διατυπώνονται οι στόχοι υπέρβασης, σε χρονικό διάστημα 20 ετών, της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ κατά έξι φορές, καθιέρωσης, εντός διαστήματος 10 ετών, εργάσιμης εβδομάδας πέντε ημερών και τριανταπέντε ωρών και διασφάλισης, σε διάστημα 20 ετών, της ικανοποίησης του 50% των καταναλωτικών αναγκών των σοβιετικών πολιτών από τα κοινωνικά ταμεία κατανάλωσης, ανεξάρτητα δηλαδή από το μέγεθος της προσφερόμενης στην κοινωνία εργασίας. Πέραν της σημασίας που μπορεί να είχαν τέτοιου είδους στόχοι για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού, καθώς και πέραν του κατά πόσο ήταν εφικτοί, δεν άγγιζαν, εν γένει, τα ουσιώδη ζητήματα εξέλιξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως αυτά που ανάφερα πρωτύτερα.Η στροφή στην ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων που παρατηρείται στη δεκαετία του ’60 καθιστά εμφανές το γεγονός ότι η ηγεσία της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών στερούταν, παντελώς, στρατηγικής εξέλιξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην κατεύθυνση του κομμουνισμού. Η κομμουνιστική προοπτική, υπαρκτή στις διακηρύξεις των κομματικών ντοκουμέντων, είχε στην πράξη χαθεί.Η ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ενίσχυσε ευρέως εγωιστικές, ιδιοτελείς διαθέσεις μεταξύ των πολιτών, ενώ η εμφάνιση και εξάπλωση, σε μεγάλη κλίμακα, της παραοικονομίας και του μεγάλου παράνομου ιδιωτικού πλουτισμού (μέρος του οποίου διαχεόταν σταδιακά και στο διοικητικό μηχανισμό) συγκρότησε, πλέον, κοινωνικές δυνάμεις που επεδίωκαν συνειδητά την αντεπανάσταση.Εν τέλει, θα έλεγα ότι η παρακμή και ανατροπή του πρώιμου σοσιαλισμού προκλήθηκε από τη δράση κοινωνικών δυνάμεων, δημιουργημένων από τις εσωτερικές του αντιθέσεις, σε ιστορικές συνθήκες όπου η πολιτική ηγεσία και υποτιθέμενη καθοδηγητική πρωτοπορία της σοβιετικής κοινωνίας (και επομένως και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών) είχε απολέσει την κομμουνιστική προοπτική και, συνεπώς, αδυνατούσε να δρομολογήσει την επίλυση αυτών των αντιθέσεων σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Από την επανάσταση του Οκτώβρη στις επαναστάσεις της νέας εποχής.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στην εποχή μας παρατηρούνται συγκλονιστικές αλλαγές στο χαρακτήρα της εργασίας. Η δυναμική διαδικασία αυτοματοποίησης της παραγωγής, η μετατροπή της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη, η εμφάνιση ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, εντός της ίδιας της παραγωγικής δραστηριότητας, και η συνακόλουθη ανάπτυξη παγκόσμιων κοινωνικών-πολιτισμικών δεσμών, παραπέμπουν σε μια νέα ανώτερη βαθμίδα της τάσης για την οποία έκανε λόγο στην εποχή του ο Μαρξ, η οποία δεν είναι άλλη από την ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την τάση ο Β.Α.Βαζιούλιν κάνει λόγο για την προοπτική όχι μόνον ενός νέου κύματος «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», επαναστάσεων δηλαδή, οι οποίες το πιθανότερο να ξεσπάσουν σε νέους ασθενείς κρίκους του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε συνθήκες και με δυσκολίες παρόμοιες με αυτές των πρώτων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, αλλά και ενός κύματος «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», η επικράτηση των οποίων, το πιθανότερο να γίνει επί υλικής βάσης εγγύτερης αυτής της κομμουνιστικής κοινωνίας και στα πλαίσια ενός διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων όπου οι δυνάμεις του κομμουνισμού θα υπερέχουν των αντίστοιχων της κεφαλαιοκρατίας. Το κομμουνιστικό κίνημα στην εποχή μας αντιμετωπίζει το κρίσιμο πρόβλημα της επανεπιβεβαίωσης των λόγων ύπαρξής του και των στόχων του, κάτι που συνάπτεται άμεσα με τη θεωρητική επαναθεμελίωση του εφικτού και αναγκαίου της κομμουνιστικής προοπτικής. Η Οκτωβριανή Επανάσταση άνοιξε ένα πρωτόγνωρο δρόμο στην ανθρωπότητα. Τα επαναστατικά εγχειρήματα κινήθηκαν σε άγνωστες περιοχές, σε σκοτεινές ατραπούς. Η πορεία του πρώιμου σοσιαλισμού οι επιτυχίες και οι αποτυχίες, η ήττα του μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε σήμερα βαθύτερη κατανόηση του τι πρόκειται να συναντήσει η ανθρωπότητα στο δρόμο προς την ωρίμανση της κοινωνικής ολότητας, στο δρόμο προς τον κομμουνισμό. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την εμπειρία του πρώιμου σοσιαλισμού η κομμουνιστική θεωρία και στρατηγική δεν μπορούν πλέον να παραμένουν οι ίδιες. «Η θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη της μελλοντικής κοινωνίας είναι απαραίτητη ώστε να φωτίζεται ο πρακτικός υπέρ της αγώνας. Έτσι ώστε ο αγώνας αυτός να μην είναι τυφλός, είτε σχεδόν τυφλός, αλλά συνειδητοποιημένος και εμπνευσμένος.» (Βαζιούλιν, σελ.427).Βιβλιογραφία.Βαζιούλιν Β.Α., Η λογική της ιστορίας, μτφρ. Δ. Πατέλης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004. Δαφέρμος Μ. «Σχεδιασμός και αγορά: εξέλιξη των απόψεων στην ΕΣΣΔ», Διαλεκτική, τεύχος 4, 1990.Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τ. Β΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990.Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994.Πατέλης Δ., «Για την αναγκαιότητα της διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», Διάπλους, τεύχος 18, 2007. Παυλίδης Π., Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001.[1] Θεωρώντας την αυτοματοποιημένη παραγωγή αντίστοιχη της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, έχω υπόψη την κατάσταση εκείνη, στην οποία σύμφωνα με την οξυδερκέστατη επισήμανση του Κ.Μαρξ «παύει ...η άμεση εργασία να αποτελεί τέτοια βάση της παραγωγής, από τη μια μεριά γιατί γίνεται πιο πολύ εποπτική και ρυθμιστική δραστηριότητα· αλλά επίσης και επειδή το προϊόν παύει να είναι προϊόν της μεμονωμένης άμεσης εργασίας και σαν παραγωγός εμφανίζεται, αντίθετα, ο συνδυασμός της κοινωνικής δραστηριότητας...» (Μαρξ, 1990, σελ.542).[2] Δε θα πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει το γεγονός ότι στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, η διασφάλιση της σχεδιοποιημένης και συνεργατικής λειτουργίας του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων, απαιτούσε οπωσδήποτε τη συμμετοχή των εργαζομένων - άμεσων παραγωγών στη διεύθυνση της παραγωγής, τη διατύπωση των απόψεων και προτάσεών τους, τη συγκατάθεσή τους στα προτεινόμενα παραγωγικά πλάνα. Αυτή η συμμετοχή (ποικίλων βαθμών και μορφών, όπως οι συνελεύσεις παραγωγής, οι παρεμβάσεις των συνδικάτων, οι αποφάσεις των εργατικών κολεκτίβων) ποτέ, βέβαια, δεν ήταν σε θέση να καταργήσει την κεντρική, ιεραρχική διεύθυνση της παραγωγής, αποτελούσε όμως εκ των ων ουκ άνευ όρο για την υλοποίηση των οποιωνδήποτε παραγωγικών στόχων. Οι τελευταίοι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας μεταξύ των κεντρικών διευθυντικών-σχεδιαστικών οργάνων και των άμεσων παραγωγών. [3] Θεωρώ επιστημονικά επισφαλή και πολιτικά αδιέξοδη την αντιμετώπιση του έργου των κλασικών του μαρξισμού ως μια εγκυκλοπαίδεια έτοιμων συνταγών, στην οποία μπορεί κανείς να ανατρέξει για να βρει απαντήσεις σε οτιδήποτε αφορά τον αγώνα για τον κομμουνισμό. Με αυτονόητη τη θεμελιώδη σημασία των κειμένων τόσο του Μαρξ, όσο του Ένγκελς και του Λένιν, για την κατανόηση των νόμων ιστορικής εξέλιξης, των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της κομμουνιστικής προοπτικής, είναι νομίζω αναγκαίο να αναγνωρίσουμε την ιστορικότητα της επιστημονικής δημιουργίας τους, την ανισομερή ανάπτυξη διαφορετικών κατευθύνσεων του ερευνητικού τους προγράμματος. Όσον αφορά τη θεωρία της κομμουνιστικής κοινωνίας, η εμπειρία του πρώιμου σοσιαλισμού ανέδειξε, πιστεύω, τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς – τα όρια του κλασικού μαρξισμού.[4] Στη Σοβιετική Ένωση, στη δεκαετία του 20, εμφανίζονται απόψεις που ταυτίζουν την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού με την οικονομική πολιτική του σοσιαλιστικού κράτους (Δαφέρμος, σελ.4