Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

2/20/2008

Ο Λένιν για το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα

Κάποτε κατηγορούσαν τους κομμουνιστές ως εχθρούς του έθνους. Σήμερα φαίνεται να είναι στη μόδα το αντίθετο, τους κατηγορούν ως εθνικιστές. Γιατί; Επειδή καταγγέλουν τον ιμπεριαλισμό και τις επεμβάσεις του, επειδή πολεμούν την εξάρτηση και παλεύουν για εθνική ανεξαρτησία, επειδή στηρίζουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.

Σε μεγάλος μέρος της αριστεράς υπάρχει σύγχυση επί του θέματος και υιοθετούνται αυτούσιες αυτές οι κατηγορίες, μερικές φορές μάλιστα με επίκληση του Λένιν. Στην πραγματικότητα ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι διέκριναν τους πολέμους σε δίκαιους και άδικους και πολεμούσαν τη γραμμή υπεράσπισης της πατρίδας μόνο στην πρώτη περίπτωση, όπως στην περίπτωση ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου. (Ντεφετισμός = επαναστατική ηττοπάθεια, η τακτική του να στρέφεσαι σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην κυβέρνηση της δικής σου χώρας με στόχο την επαναστατική ανατροπή της. Την τακτική αυτή ακολούθησαν με επιτυχία οι μπολσεβίκοι κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση).

Αντίθετα στην περίπτωση καταπιεσμένων εθνών, αποικιών, εξαρτημένων από τον ιμπεριαλισμό ο Λένιν πίστευε ότι ο πόλεμος υπεράσπισης της πατρίδας είναι δίκαιος και οι κομμουνιστές πρέπει να τον υποστηρίζουν χωρίς όρους.

Ακολουθεί μια συλλογή με αποσπάσματα απο γραπτά του γύρω απ' το θέμα.


«Στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" λέγεται ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.
Όμως, εκεί δεν λέγεται μόνο αυτό. Εκεί λέγεται ακόμη ότι με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών, ο ρόλος του προλεταριάτου γίνεται κάπως ιδιόμορφος. Αν πάρουμε την πρώτη θέση (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και ξεχάσουμε τη σ ύ ν δ ε σ ή της με το δεύτερο (οι εργάτες διαμορφώνονται ως τάξη εθνικά, όχι όμως με την ίδια έννοια που διαμορφώνεται η αστική τάξη), θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος.
Πού βρίσκεται η σύνδεση αυτή; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς στο γεγονός ότι, όταν έχουμε δημοκρατικό κίνημα (σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τέτοια συγκεκριμένη κατάσταση), το προλεταριάτο δεν μπορεί να μην το υποστηρίξει (συνεπώς δεν μπορεί να μην υπερασπίσει και την πατρίδα σε ένα εθνικό πόλεμο)».
Λένιν: «Γράμμα προς την Ι. Φ. Αρμάντ»
Άπαντα, τομ. 49, σελ. 329

«Όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει, τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ' όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί της καταπίεσης. Εφ' όσον η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους είναι υπέρ του δικού της αστικού εθνικισμού, εμείς είμαστε κατά. Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει και καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων από μέρους του καταπιεζόμενου έθνους.
...
Σε κάθε αστικό εθνικισμό καταπιεζόμενου έθνους υπάρχει πανδημοκρατικό περιεχόμενο ενάντια στην καταπίεση κι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο το υποστηρίζουμε χωρίς όρους, ξεχωρίζοντας αυστηρά την τάση προς την εθνική του αποκλειστικότητα, καταπολεμώντας την τάση του Πολωνού αστού να καταπιέζει τον εβραίο κ.λπ. κ.λπ».
Λένιν: «Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών» σελ. 61

«Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Ο ίδιος, όμως, ο Μαρξ, επανειλημμένα καλούσε να πάρουν μέρος σε εθνικό πόλεμο: ο Μαρξ το 1849, ο Ένγκελς το 1859 (το τέλος της μπροσούρας του "Πάδος και Ρήνος", όπου διεγείρεται ανοιχτά το εθνικό αίσθημα των Γερμανών, τους καλούν ανοιχτά σε εθνικό πόλεμο). Το 1891 ο Ένγκελς, λόγω της απειλής και του επερχόμενου τότε πολέμου της Γαλλίας (Μπουλανζέ) και του Αλέξανδρου του Γ' ενάντια στη Γερμανία, αναγνώριζε ανοιχτά την "υπεράσπιση της πατρίδας".
Μήπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς τα μπέρδευαν και έλεγαν άλλα σήμερα και άλλα αύριο; Όχι. Κατά τη γνώμη μου, η αναγνώριση της "υπεράσπισης της πατρίδας" στον εθνικό πόλεμο ανταποκρίνεται απόλυτα στο μαρξισμό. Το 1891 οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πραγματικά θα έπρεπε να υπερασπίσουν τη χώρα τους στον πόλεμο ενάντια στον Μπουλανζέ και τον Αλέξανδρο τον Γ'. Αυτό θα ήταν μια ιδιόμορφη παραλλαγή εθνικού πολέμου».
Λένιν: «Γράμμα στην Ι. Φ. Αρμάντ», 30 του Νοέμβρη του 1916
Άπαντα, τομ. 49ος, σελ. 328-330

«Κοντολογίς: ο πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις (δηλαδή σε δυνάμεις που καταπιέζουν μια ολόκληρη σειρά ξένους λαούς, που τους τυλίγουν με τα δίχτυα της εξάρτησης από το χρηματιστικό κεφάλαιο κ.τ.λ.) ή σε συμμαχία μ' αυτές, είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος.
Τέτοιος είναι ο πόλεμος του 1914-1916. Η "υπεράσπιση της πατρίδας" σ' αυτό τον πόλεμο είναι απάτη, είναι δικαίωσή του. Ο πόλεμος από μέρους των καταπιεζόμενων (λ.χ. των αποικιακών λαών) ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, δηλαδή στις καταπιεστικές δυνάμεις, είναι πραγματικά εθνικός πόλεμος. Αυτός είναι δυνατός και τώρα. Η "υπεράσπιση της πατρίδας" από μέρους της εθνικά καταπιεζόμενης χώρας ενάντια στην καταπιέζουσα δεν είναι απάτη και οι σοσιαλιστές δεν είναι διόλου ενάντια στην "υπεράσπιση της πατρίδας" σ' ένα τέτοιο πόλεμο.
Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι το ίδιο με τον αγώνα για πλήρη εθνική απελευθέρωση, για πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στην προσάρτηση και οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από ένα τέτοιο αγώνα -όποια μορφή κι αν πάρει μέχρι την εξέγερση ή τον πόλεμο- χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές».
Λένιν: «Σχετικά με τη Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον "Ιμπεριαλιστικό Οικονομισμό"»
Γράφτηκε Αύγουστο-Οκτώβρη του 1916
Εκδόσεις ΠΡΟΓΚΡΕΣ, σελ. 11-12

«... η αστική τάξη των καταπιεζόμενων εθνών μόνο φλυαρεί για εθνική εξέγερση, ενώ στην πράξη έρχεται σε αντιδραστικές συναλλαγές με την αστική τάξη του καταπιεστικού έθνους, πίσω από την πλάτη και ενάντια στο λαό της, στις περιπτώσεις αυτές η κριτική των επαναστατών μαρξιστών πρέπει να στρέφεται όχι ενάντια στο εθνικό κίνημα, αλλά ενάντια στον εκφυλισμό, στον εκχυδαϊσμό, στη μετατροπή του σε μικροκαβγά».
Λένιν: «Σχετικά με τη Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον "Ιμπεριαλιστικό Οικονομισμό"»
Γράφτηκε Αύγουστο-Οκτώβρη του 1916
Εκδόσεις ΠΡΟΓΚΡΕΣ, σελ. 41

«Από μαρξιστική άποψη, όμως, τέτοιοι γενικοί και αφηρημένοι ορισμοί, όπως ο "μη πατριωτισμός", δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Η πατρίδα, το έθνος, είναι ιστορικές κατηγορίες. Αν σε καιρό πολέμου πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή για αγώνα ενάντια στο ζυγό που καταπιέζει ένα έθνος, εγώ δεν είμαι καθόλου ενάντια σ' ένα τέτοιο πόλεμο και δεν φοβάμαι τις λέξεις "υπεράσπιση της πατρίδας" όταν αναφέρονται σ' ένα τέτοιου είδους πόλεμο ή εξέγερση. Οι σοσιαλιστές τάσσονται πάντοτε με το μέρος των καταπιεζόμενων και συνεπώς δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των πολέμων που έχουν σκοπό τη δημοκρατική ή σοσιαλιστική πάλη ενάντια στην καταπίεση».
Λένιν : «Γράμμα προς τον Μπορίς Σουβάριν»
Γράφτηκε το Δεκέμβρη του 1916
Άπαντα, τομ. 30, σελ. 262

«Είναι ολοφάνερο πως σ’ αυτό το ζήτημα (όπως και στην αντίληψη για τον "πατριωτισμό"), δεν είναι ο αμυντικός ούτε ο επιθετικός χαρακτήρας του πολέμου, μα τα συμφέροντα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ή μάλλον τα συμφέροντα του διεθνούς κινήματος του προλεταριάτου, που αποτελούν τη μοναδική δυνατή σκοπιά από την οποία μπορεί να εξεταστεί και να λυθεί το ζήτημα της στάσης των σοσιαλδημοκρατών απέναντι στο ένα ή το άλλο φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις»
Λένιν : «Ο Πολεμοχαρής Μιλιταρισμός και η Αντιμιλιταριστική Τακτική της Σοσιαλδημοκρατίας»
Δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 1908
Άπαντα, τομ. 17, σελ. 198

2/18/2008

Κομμουνισμός-Μαρξισμός, Οργάνωση Χωρίς Κόμμα – σ’ Απόσταση από το Κράτος

Alain Badiou: Φιλοσοφία-Πολιτική,


Ακολουθεί η μετάφραση του πρώτου μέρους της συνέντευξης με τον Alain Badiou, “Χρειαζόμαστε μια Λαϊκή Πειθαρχία”: Σύγχρονη Πολιτική και Κρίση του Αρνητικού, που πήραν στις 2-7-2007 στο Los Angeles οι Filippo del Lucchese και Jason Smith.

Θα θέλαμε να αρχίζαμε ζητώντας σας να διασαφηνίσετε τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής. Τι εννοείτε, όταν μιλάτε, για παράδειγμα, για μια “μαχόμενη φιλοσοφία”;

Από τις απαρχές της, η σχέση της φιλοσοφίας με το πολιτικό υπήρξε θεμελιώδης. Δεν αποτελεί κάτι που ανακαλύφθηκε από τη νεωτερικότητα. Η κεντρική δουλειά του Πλάτωνα ονομάζεται Η Πολιτεία και είναι παντελώς αφιερωμένη στα ζητήματα της πόλης. Αυτός ο δεσμός είχε παραμείνει θεμελιώδης καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι, οι οποίοι δομούν αυτή τη σχέση.

Ο πρώτος τρόπος εκχωρεί στην φιλοσοφία την ευθύνη να βρει μια θεμελίωση του πολιτικού. Η φιλοσοφία καλείται να ανακατασκευάσει το πολιτικό πάνω στη βάση αυτής της θεμελίωσης. Αυτό το ρεύμα ισχυρίζεται ότι είναι δυνατός ο εντοπισμός, για κάθε πολιτική, μιας ηθικής νόρμας και ότι η φιλοσοφία θα πρέπει πρώτα να αναλάβει το καθήκον της ανακατασκευής ή της ονοματοδοσίας αυτής της νόρμας και μετά να κρίνει τη σχέση μεταξύ της νόρμας αυτής και της πολλαπλότητας των πολιτικών πρακτικών. Μ’ αυτήν την έννοια, τότε, εκείνο που εγκαινιάζει τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής είναι αφενός η ιδέα της θεμελίωσης κι αφετέρου η ηθική σύλληψη του πολιτικού. Αλλά υπάρχει κι ένας δεύτερος προσανατολισμός, ο οποίος είναι εντελώς διαφορετικός. Αυτό το ρεύμα υποστηρίζει ότι με κάποια έννοια η πολιτική είναι πρωτογενής κι ότι το πολιτικό υπάρχει χωρίς, πριν και ξεχωριστά από την φιλοσοφία. Το πολιτικό θα μπορούσε να ήταν αυτό που ονομάζω “συνθήκη” της φιλοσοφίας. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής είναι, με κάποια έννοια, “αναδρομική.” Δηλαδή, είναι μια σχέση, στην οποία η φιλοσοφία τοποθετείται μέσα στις πολιτικές συγκρούσεις με σκοπό τη διασαφήνισή τους. Σήμερα, στην εξαιρετικά ασαφή κατάσταση, στην οποία βρίσκεται το γενικό σύστημα της σύγχρονης πολιτικής, η φιλοσοφία μπορεί να προσπαθήσει να διασαφηνίσει αυτήν την κατάσταση χωρίς να προσποιείται ότι “δημιουργεί” την οποιαδήποτε κατάσταση. Η φιλοσοφία έχει σαν συνθήκη και ορίζοντα τη συγκεκριμένη κατάσταση των διάφορων πολιτικών πρακτικών και προσπαθεί, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, να βρει τα εργαλεία της διασαφήνισης, της νομιμοποίησης κ.ο.κ. Αυτό το ρεύμα λοιπόν παίρνει στα σοβαρά την ιδέα ότι η πολιτική αποτελεί από μόνη της μια αυτονομία της σκέψης, η οποία είναι μια συλλογική πρακτική, που έχει τη δική της λογική.

Σαφέστατα, το ζήτημα αυτό είναι σήμερα ιδιαίτερα δύσκολο, διότι δεν βρισκόμαστε πλέον σε μια κατάσταση, στην οποία υπάρχει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ των δυο αντίθετων πολιτικών προσανατολισμών – όπως ήταν η περίπτωση στον 20ο αιώνα. Παρότι όλοι τότε διαφωνούσαν για το ποια ακριβώς ήταν η φύση αυτών των αντίθετων πολιτικών, όλοι συμφωνούσαν όμως ότι υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ μιας κλασικής δημοκρατικής αστικής πολιτικής και μιας άλλης επαναστατικής επιλογής. Στο επαναστατικό στρατόπεδο, είχαμε πνευματώδεις αλλά και έντονες συζητήσεις για το ποιος ακριβώς ήταν ο “αληθινός δρόμος,” αλλά όχι για την ίδια την ύπαρξη αυτής της παγκόσμιας αντίθεσης. Σήμερα, δεν υπάρχει καμία συμφωνία για την ύπαρξη μιας θεμελιώδους αντίθεσης αυτού του είδους και, σαν αποτέλεσμα, ο σύνδεσμος μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής έχει γίνει πολυπλοκότερος και ασαφέστερος. Όμως, θεμελιωδώς, το καθήκον είναι το ίδιο: η φιλοσοφία προσπαθεί να διασαφηνίσει την πολλαπλή κατάσταση της συγκεκριμένης πολιτικής και να νομιμοποιήσει τις επιλογές, που γίνονται σ’ αυτό τον χώρο.

Επομένως, βλέπετε τις ίδιες τις δικές σας τις φιλοσοφικές παρεμβάσεις να λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, που περιγράφετε ότι είναι “πολυπλοκότερη και ασαφέστερη” από την κλασική σύγκρουση μεταξύ των δυο αντίθετων πολιτικών προσανατολισμών;

Αναμφίβολα. Μ’ αποτέλεσμα να βλέπω την φιλοσοφία μου σαν κληρονόμο των μεγάλων κινημάτων αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία μου αναδύθηκε απ’ αυτά τα κινήματα. Είναι μια φιλοσοφία της δέσμευσης, της αφοσίωσης, μιας κάποιας πιστότητας προς τον Σαρτρ, αν επιθυμείτε, ή προς τον Μαρξισμό: αυτό που μετρά είναι ότι το πνευματικό αφοσιώνεται στην πολιτική και δεσμεύεται με ή τοποθετείται στο πλευρό του λαού και των εργατών. Κινούμαι σ’ αυτήν την παράδοση. Η φιλοσοφία μου προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή, όσο καλύτερα μπορεί (δεν είναι πάντα εύκολο), την ιδέα ότι υπάρχει μια πραγματική εναλλακτική ευκαιρία απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική και ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμπαρατασσόμαστε γύρω από την ομοφωνία, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, συνίσταται από την ενότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού και του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού κράτους. Θα έλεγα λοιπόν ότι εργάζομαι κάτω από τη συνθήκη της κατάστασης της πολιτικής πραγματικότητας, με σκοπό να κρατήσω, φιλοσοφικά, ζωντανή την ιδέα της δυνατότητας ή της εγκαινίασης μιας πολιτικής, που θα την ονόμαζα πολιτική της χειραφέτησης – αλλά που θα μπορούσε επίσης να ονομασθεί ριζοσπαστική ή επαναστατική πολιτική, με κάποιους όρους, που σήμερα είναι συζητήσιμοι, αλλά αναπαριστούν το ίδιο καλά τη δυνατότητα, που υπάρχει πέρα από την κυρίαρχη εκδοχή.

Αναφέρατε τον Σαρτρ σ’ αυτό το πλαίσιο, όπου πιθανόν να περίμενε κανείς να ακούσει το όνομα του Αλτουσέρ. Ποια σχέση έχετε με την Αλτουσεριανή παράδοση;

Η Αλτουσεριανή παράδοση είναι εξαιρετικά σημαντική κι έχω αφιερώσει αρκετά κείμενά μου στον Αλτουσέρ. Αν αναφέρομαι στον Σαρτρ, είναι απλώς επειδή η φιλοσοφική μου νεότητα ήταν Σαρτριανή, πριν τη συνάντησή μου με τον Αλτουσέρ. Θεωρώ ότι το Αλτουσεριανό ρεύμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι έδωσε νέα ζωή και δύναμη στη σύνδεση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής, μ’ έναν λιγότερο ιδεαλιστικό τρόπο – δηλαδή, με μια μορφή πριν ακόμη αυτή περάσει στη μορφή της συνείδησης. Στον Σαρτρ, φυσικά, μπορούμε ακόμη να βρούμε το κλασικό μοντέλο της διανόησης. Το μεγαλείο του Αλτουσέρ βρίσκεται στο γεγονός ότι πρότεινε ένα νέο σχήμα, μέσα στο οποίο, τότε, η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής δεν περνούσε πλέον δια μέσου της ψυχολογίας της μορφής της συνείδησης, όπως γινόταν με τον Σαρτρ. Ο Αλτουσέρ ξεκινούσε από την πεποίθηση ότι η φιλοσοφία παρεμβαίνει στο διανοητικό χώρο της πολιτικής. Όταν πρότεινε τη διατύπωση ότι “η φιλοσοφία είναι η οργάνωση της ταξικής πάλης μέσα στην θεωρία,” τι σήμαινε αυτό; Ότι η ταξική πάλη υπάρχει κι ότι, βέβαια, η φιλοσοφία δεν ήταν αυτή που την ανακάλυπτε. Υπάρχει και διαπερνά τις διανοητικές επιλογές. Μέσα στη διαμάχη μεταξύ αυτών των επιλογών, η φιλοσοφία έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο να παίξει. Ο ρόλος της είναι να παρεμβαίνει κι, άρα, να ονοματίζει, να θέτει τις νόρμες, να ταξινομεί και, τελικά, να κάνει τις επιλογές μέσα στο πεδίο της διανοητικής ή θεωρητικής ταξικής πάλης. Ο Σαρτρ κι ο Αλτουσέρ είναι πολύ διαφορετικοί κι ακόμη κι αντιθετικοί μεταξύ τους. Αλλά μπορεί κανείς να τους συμβιβάσει σ’ ένα σημείο, ήτοι, στο γεγονός ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε, αν δεν συνδέεται με την πολιτική δέσμευση.

Έχετε ονομάσει τον εαυτό σας “κομμουνιστή με τη γενικότυπη έννοια.” Αλλά έχετε επίσης τονίσει κατ’ επανάληψη την αδυναμία της κλασικής Μαρξιστικής θεωρίας να παραγάγει μια αληθινά κομμουνιστική πολιτική. Πώς λοιπόν μπορεί να είναι ο “κομμουνισμός” σήμερα το “κοινό όνομα,” που ανοίγει το μέλλον;

Νομίζω ότι χρειάζεται να διακρίνουμε τον Μαρξισμό από τον Κομμουνισμό. Δεν θεωρώ απολύτως απαραίτητο να κρατήσουμε τη λέξη “κομμουνισμός.” Αλλά μου αρέσει πολύ αυτή η λέξη. Μου αρέσει, επειδή προσδιορίζει τη γενική ιδέα μιας κοινωνίας κι ενός κόσμου, στον οποίο επικρατεί η αρχή της ισότητας, ενός κόσμου που δεν είναι πλέον δομημένος μέσα από τις κλασικές κοινωνικές σχέσεις – τις σχέσεις του πλούτου, του καταμερισμού της εργασίας, των διαχωρισμών, των διώξεων από το κράτος, των διαφορών φύλου κ.ο.κ. Αυτό είναι για μένα ο “κομμουνισμός.” Κομμουνισμός με τη “γενότυπη έννοια” απλά σημαίνει ότι ο/η κάθε ένας/μια είναι ίσος/η με τον κάθε άλλο/η μέσα στην πολλαπλότητα και την ποικιλότητα των κοινωνικών λειτουργιών. Είμαι ακόμη απόλυτα πεπεισμένος για την αναγκαιότητα μιας ριζικής κριτικής του καταμερισμού της εργασίας. Πιστεύω, αυτό είναι ορθολογικό και δίκαιο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί ένας οδοκαθαριστής πρέπει να είναι παραμελημένος από το κράτος και να πληρώνεται με χαμηλό μισθό, ενώ ένας διανοούμενος να απολαμβάνει τα προνόμιά του, να χαίρεται την ησυχία του μέσα στη βιβλιοθήκη του και, γενικώς, να πληρώνεται με ψηλό μισθό. Είναι παράλογο. Αυτό που ονομάζω κομμουνισμό αποτελεί το τέλος αυτού του παραλογισμού. Είναι η ιδέα μιας κοινωνίας, που θα βρει την αρχή για την ύπαρξή της, η οποία θα “αφαιρεθεί” πλήρως από το συντριπτικό βάρος των σχέσεων εξουσίας και πλούτου και, επομένως, θα βρει έναν άλλο τρόπο καταμερισμού των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Μ’ αυτήν την έννοια είμαι κομμουνιστής. Και αντιμάχομαι όλους αυτούς που μου λένε ότι αυτό είναι αδύνατο, ότι η ανισότητα βρίσκεται μέσα στην φύση των πραγμάτων και των ανθρώπων. Ο Σαρτρ λέει κάπου ότι αν αυτή η ιδέα του κομμουνισμού δεν υπήρχε, η ανθρωπότητα δεν θα ήταν καλύτερη από τους πίθηκους, ούτε από τα μυρμήγκια.

Ο Μαρξισμός όμως είναι κάτι άλλο. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει το ζήτημα των Μαρξιστικών πρακτικών της οργάνωσης και της συγκεκριμένης πολιτικής. Αυτές οι πρακτικές μας-έχουν δώσει εκπληκτικά αποτελέσματα, όπως τη δυνατότητα της νικηφόρας λαϊκής εξέγερσης του 1917 ή τη δυνατότητα μιας παντελώς νέας οργάνωσης μεταξύ εργατών και αγροτών με τη μορφή του Κινέζικου λαϊκού στρατού. Αλλά αν πάρουμε αυτό που ο Λένιν ονόμαζε “Αλφάβητο του Κομμουνισμού,” δηλαδή, ότι οι μάζες διαιρούνται σε τάξεις, οι τάξεις εκπροσωπούνται από κόμματα και τα κόμματα διοικούνται από ηγέτες – παρότι αυτό είναι μια ακόμη μεγάλη ιδέα, νομίζω όμως ότι σήμερα δεν είναι καθόλου χρήσιμο. Φυσικά η οργάνωση των μαζών αποτελεί ακόμη ένα θεμελιώδες ζήτημα. Αλλά αν πάρετε σαν σημείο εκκίνησης τις ανοργάνωτες μάζες του παγκόσμιου καπιταλισμού, δεν μπορείτε να υποθέσετε ότι οι μάζες αυτές διαιρούνται σε τάξεις.

Υποστηρίζετε την ιδέα μιας “πολιτικής χωρίς κόμμα” κι ενός νέου μοντέλου “οργάνωσης.” Πώς τα διακρίνετε και γιατί; Και ποια είναι σήμερα η σχέση μεταξύ της πολιτικής και του κράτους;

Το οργανωτικό ζήτημα εξακολουθεί να είναι ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας, ακόμη και για όσους υποστηρίζουν ότι στην πολιτική δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά οργάνωση, όπως συμβαίνει με τη μεγάλη αναρχική παράδοση. Το όνομα “οργάνωση” προσδιόριζε τη συλλογική διάσταση της πολιτικής δράσης. Ξέρουμε ότι η οργάνωση μπορεί να πάρει τη μορφή ενός “κινήματος,” ενός “κόμματος,” ενός “συλλόγου” ή ο,τιδήποτε άλλου. Υπάρχει μια μεγάλη παράδοση. Σήμερα όμως βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, στην οποία το από παλιά κυρίαρχο μοντέλο του ταξικού κόμματος, του Λενινιστικού κόμματος της πρωτοπορίας (και με μια αισθητική έννοια επίσης), έχει φθάσει στα όρια του. Έχει εξαντληθεί. Η εκτίμησή μου για την αξία του Λενινιστικού κόμματος είναι ότι αποτέλεσε ένα μοντέλο, του οποίου η λειτουργία ήταν να κάνει δυνατή μια νικηφόρα εξέγερση. Ο Λένιν βασανιζόταν έμμονα από τις αιματοκυλισμένες αποτυχίες των εργατικών εξεγέρσεων του 19ου αιώνα – ιδιαίτερα της Κομμούνας του Παρισιού. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου, για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Λένιν, και αποτέλεσε μια αιματοκυλισμένη αποτυχία. Απέτυχε διότι το κίνημα ήταν απειθάρχητο, διηρημένο κι ανίσχυρο. Γι’ αυτό, ο Λένιν ζητούσε να υπάρχει ένας ψηλός βαθμός συγκεντρωτισμού της εργατικής δύναμης μέσα σ’ ένα κόμμα, το οποίο θα ήταν ικανό να ηγηθεί και να οργανώσει την εργατική τάξη. Κι απέδειξε, τουλάχιστον ως προς το οργανωτικό ζήτημα, ότι αυτό ήταν μια καλή ιδέα. Η επανάσταση του 1917 ήταν η πρώτη νικηφόρα εξέγερση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για το λόγο αυτό, έχει μια τεράστια ιστορική σημασία – ένα βήμα που έγινε. Μετά από τις πολλές εργατικές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα, όλες από τις οποίες είχαν συντριβεί με μια ασυνήθιστη και αιματηρή βαναυσότητα, το Λενινιστικό μοντέλο κατέστησε τελικά δυνατή τη νικηφόρα επανάσταση.

Το μοντέλο όμως αυτό δεν προσέφερε πολλά περισσότερα πράγματα. Ως προς το ζήτημα του κράτους και της εξουσίας, της διάρκειας της εξουσίας του κράτους, το μοντέλο του Κράτους-Κόμματος τερματίσθηκε επιδεικνύοντας σοβαρούς περιορισμούς, είτε σαν αυτό που οι Τροτσκιστές ονόμαζαν τάση προς τη γραφειοκρατικοποίηση, οι αναρχικοί ταύτιζαν με την κρατική τρομοκρατία ή οι Μαοϊκοί με τον ρεβιζιονισμό. Εδώ, τίποτε απ’ αυτά δεν μας ενδιαφέρει. Είναι φανερό ότι το Κράτος-Κόμμα υπήρξε μια αποτυχία. Από την άποψη της κατάκτησης της εξουσίας, το κόμμα ήταν νικηφόρο. Αλλά όχι από την άποψη της άσκησης της εξουσίας. Επομένως, βρισκόμαστε σε μια φάση, η οποία είναι ή πρέπει να είναι πέρα από το ζήτημα του κόμματος σαν οργανωτικού μοντέλου. Το μοντέλο αυτό είχε λύσει τα προβλήματα του 19ου αιώνα, αλλά εμείς πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα του 20ου αιώνα.

Κατά τη γνώμη μου, η μορφή της οργάνωσης σήμερα πρέπει να είναι λιγότερο άμεσα διαρθρωμένη με ή από το ζήτημα του κράτους και της εξουσίας. Το μοντέλο του συγκεντρωτικού κόμματος κατέστησε δυνατή μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την εξουσία του ίδιου του κόμματος. Βρισκόμαστε τώρα στην κατάσταση που ονομάζω ότι βρίσκεται “σ’ απόσταση από το κράτος.” Πρώτα απ’ όλα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ζήτημα της εξουσίας δεν είναι πια “άμεσο”: πουθενά στον κόσμο δεν φαίνεται δυνατή σήμερα η “κατάληψη της εξουσίας” με την επαναστατική μορφή. Πρέπει να αναζητήσουμε μια νέα μορφή. Οι φίλοι μου κι εγώ στην “L’organisation politique” ονομάζουμε αυτήν την κατάσταση “πολιτική χωρίς κόμμα.” Αυτός είναι ένας εντελώς περιγραφικός, αρνητικός, χαρακτηρισμός της κατάστασης. Απλά και μόνο σημαίνει ότι δεν θέλουμε να εισέλθουμε σε μια νέα οργανωτική μορφή, η οποία θα είναι πλήρως συναρθρωμένη με το κράτος. Και η επαναστατική μορφή του κόμματος και η σημερινή εκλογική αντιπροσωπευτική μορφή αποτελούν συναρθρώσεις από και μαζί με το κράτος. Και στις δυο περιπτώσεις, το κόμμα είναι υποταγμένο στο ζήτημα της εξουσίας και του κράτους. Θεωρώ ότι πρέπει να έρθουμε σε ρήξη μ’ αυτήν την υποταγή και, τελικά, να συνδέσουμε την πολιτική οργάνωση (οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει) με τις πολιτικές διαδικασίες, που είναι ανεξάρτητες – που έχουν “αφαιρεθεί” – από την εξουσία του κράτους. Σ’ αντίθεση με την επαναστατική μορφή του κόμματος, αυτή η πολιτική της αφαίρεσης δεν είναι πλέον άμεσα καταστρεπτική, ανταγωνιστική ή στρατιωτικοποιημένη.

Νομίζω ότι το Λενινιστικό κόμμα ήταν κατά βάση ένα στρατιωτικό μοντέλο. Κι αυτό για καλούς λόγους. Εδώ δεν κάνω κριτική. Ο Λένιν βασανιζόταν έμμονα από ένα ερώτημα: πώς μπορεί να κερδηθεί ο πόλεμος; Επομένως, το ζήτημα της πειθαρχίας ήταν τότε τόσο θεμελιώδες, όσο είναι για οποιοδήποτε στρατό. Δεν μπορεί να κερδηθεί ένας πόλεμος, αν ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, αν δεν υπάρχει καμιά ενότητα κ.ο.κ. Όμως, το πρόβλημα σήμερα της πολιτικής της χειραφέτησης είναι η ανακάλυψη ενός μη στρατιωτικού μοντέλου πειθαρχίας. Χρειαζόμαστε μια λαϊκή πειθαρχία. Θα έλεγα ακόμη, όπως το έχω ήδη γράψει πολλές φορές, ότι “αυτοί που δεν έχουν τίποτε, έχουν μόνο την πειθαρχία τους.” Οι φτωχοί, αυτοί που δεν έχουν κανένα οικονομικό ή στρατιωτικό μέσο, αυτοί που δεν έχουν καμιά δύναμη – το μόνο που έχουν είναι η πειθαρχία τους, η ικανότητά τους να δρουν μαζί. Μια τέτοια πειθαρχία είναι ήδη μια μορφή οργάνωσης. Το ερώτημα είναι αν κάθε πειθαρχία μπορεί να αναχθεί στο στρατιωτικό μοντέλο, το μοντέλο που κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Πώς μπορούμε να βρούμε, να ανακαλύψουμε, να ασκήσουμε ή να πειραματισθούμε – σήμερα, εκτός των άλλων, είναι η εποχή του πειραματισμού – με μια μη στρατιωτική πειθαρχία;

Μπορείτε να εξηγήσετε λίγο τι εννοείτε με την “απόσταση από το κράτος”;

Το “σ’ απόσταση από το κράτος” σημαίνει ότι η πολιτική δεν είναι δομημένη ή πολωμένη από την ατζέντα και το χρονοδιάγραμμα, που προκαθορίζονται από το κράτος. Από εκείνες τις περιστάσεις, για παράδειγμα, που το κράτος αποφασίζει να προκηρύξει εκλογές ή να παρέμβει σε κάποια σύγκρουση, όπως να κηρύξει πόλεμο εναντίον κάποιου άλλου κράτους. Ή όταν το κράτος διακηρύσσει ότι μια οικονομική κρίση καθιστά αδύνατη αυτή ή εκείνη τη διαδικασία, για να γίνονται κάπως τα πράγματα. Όλα αυτά είναι παραδείγματα εκείνων των καταστάσεων, που τις ονομάζω “κρατικές συγκαλέσεις,” στις οποίες το κράτος είναι εκείνο, που θέτει την ατζέντα κι ελέγχει το χρονικό ρυθμό των πολιτικών συμβάντων. Απόσταση από το κράτος σημαίνει δράση μέσα σε συνθήκες επαρκούς ανεξαρτησίας από το κράτος κι από όσα αυτό κρίνει ότι είναι σημαντικά ή όχι, από όσα αυτό αποφασίζει ότι σ’ αυτά πρέπει να απευθυνθεί ή όχι. Η απόσταση αυτή διαφυλάσσει τις πολιτικές πρακτικές ώστε να μην μπορούν να προσαρμοσθούν, να δομηθούν και να πολωθούν από το κράτος. Για το λόγο αυτό, επιπροσθέτως, δεν θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Η θέση αυτή δεν έχει καμιά σχέση μ’ εκείνο που ο Λένιν ονόμαζε “αριστερό” κομμουνισμό. Πρόκειται για μια διαδικασία, που απλώς δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα, επειδή δεν παριστάνει, τουλάχιστον επί του παρόντος, καμιά πραγματική προοπτική για το μέλλον – δεν υπάρχει κανένας τρόπος, σ’ αυτό το πλαίσιο και μ’ αυτά τα μέσα, να τροποποιηθούν οι θεμελιώδεις προσανατολισμοί. Αλλά πιο σημαντικό, η διαδικασία αυτή οργανώνει έναν επαναπροσανατολισμό προς το κράτος και προς τις αποφάσεις του. Περιορίζει την πολιτική ανεξαρτησία. Επομένως, απόσταση από το κράτος σημαίνει ότι η πολιτική διαδικασία κι οι αποφάσεις της πρέπει να αναλαμβάνονται σε συνθήκες πλήρους ανεξαρτησίας από το κράτος κι από ό,τι αυτό κρίνει ότι είναι σημαντικό, ό,τι αποφασίζει να επιβάλλει σαν το πλαίσιο του πολιτικού. Κατανοώ εδώ το “κράτος” με την ευρεία έννοια, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης, των μέσων επικοινωνίας κι αυτών, που παίρνουν τις οικονομικές αποφάσεις. Όταν επιτρέψετε την πολιτική διαδικασία να κυριαρχηθεί από το κράτος, θα έχετε ήδη χάσει το παιχνίδι, διότι θα έχετε εκ των προτέρων απαρνηθεί την ίδια τη δική σας την πολιτική ανεξαρτησία.

Εντούτοις, η εκλογική επικαιρότητα φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στη σύλληψή σας της πολιτικής. Εκτός των άλλων, έχετε γράψει ένα κείμενο, στο οποίο μιλούσατε ιδιαίτερα για το Γαλλικό δημοψήφισμα πάνω στο προταθέν Ευρωπαϊκό σύνταγμα.

Έχετε δίκιο. Η θέση μου δεν είναι δογματική. Αλλά, γενικώς, ο εκλογικός ορίζοντας δεν έχει κανένα πραγματικό ενδιαφέρον. Το παράδειγμα, που αναφέρατε, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Στην πραγματικότητα, το “όχι” στο δημοψήφισμα δεν είχε καμία σημασία. Η πλειοψηφία των Γάλλων τοποθετήθηκε εναντίον του Συντάγματος. Αλλά τι συνέβη μετά; Η κυβέρνηση δεν έπεσε, ο πρόεδρος δεν παραιτήθηκε, οι Σοσιαλιστές κατέληξαν να ανακηρύξουν υποψήφιό τους κάποιον, που ήταν υπέρ του “ναι,” κ.ο.κ. Σιγά-σιγά, η επιρροή αυτής της ψήφου, φαινομενικά τόσο θεαματικής, έγινε σχεδόν μηδαμινή. Κι ο λόγος ήταν, επειδή το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε από το κράτος, επειδή οι ψηφοφόροι “συγκλήθηκαν” από το κράτος. Οι πολιτικοί και στην Αριστερά και στη Δεξιά είχαν ήδη, για διάφορους λόγους, συμφωνήσει στο “ναι,” παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας (η οποία, με τη σειρά της, είχε τους δικούς της πολλαπλούς λόγους και συγκέντρωνε τις προτιμήσεις και της άκρας Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς). Στην πραγματικότητα, έχουμε εδώ ένα καλό παράδειγμα αυτού, που θα μπορούσα να ονόμαζα, όχι “ανύπαρκτη,” αλλά μάλλον “αδρανής” φύση αυτού του τύπου της πολιτικής παρέμβασης. Έχοντας πει αυτό, πρέπει να προσθέσω ότι, για μένα, η μη συμμετοχή στις εκλογές δεν αποτελεί καμιά σημαντική πολιτική αρχή. Πιο σημαντική θεωρώ την επίτευξη της δημιουργίας μιας οργάνωσης, η οποία θα είναι ανεξάρτητη από το κράτος.


http://thrymmata.blogspot.com

Γιατί ο σοσιαλισμός έχει αναγκαιότητα
Ο Γάλλος θεωρητικός Αντρέ Κοντ-Σπονβίλ υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι εγωιστής και επιδιώκει το ιδιωτικό συμφέρον. Συγκεκριμένα γράφει: «Τα άτομα επιδιώκουν μόνο το προσωπικό συμφέρον, το οποίο κατά τη γνώμη τους ουδόλως συμπίπτει μα το κοινό τους συμφέρον». «Να είστε εγωιστές, ασχοληθείτε με το συμφέρον σας αν είναι δυνατόν έξυπνα και όλα θα πάνε προς το καλύτερο». «Για να είχε μια πιθανότητα να επιτύχει ο κομμουνισμός όπως τον συνέλαβε ο Μαρξ απαιτούνταν τουλάχιστον ένα πράγμα: Να πάψουν οι άνθρωποι να είναι εγωιστές και να θέσουν επιτέλους το γενικό συμφέρον πάνω από το ατομικό τους συμφέρον», («Ελευθεροτυπία, 3/5/200»).
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΠΟΣ


Προηγούμενο άρθρο
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1394
Ο Αντρέ Κοντ-Σπονβίλ ουσιαστικά βγάζει το συμπέρασμα ότι ο Καρλ Μαρξ έκανε λάθος γιατί νόμιζε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να θέσουν το γενικό συμφέρον πάνω από το ατομικό και συμβουλεύει τους ανθρώπους να είναι εγωιστές και να ασχολούνται με το ατομικό τους συμφέρον.

Κατά συνέπεια θεωρεί το σοσιαλιστικό ιδεώδες ασυμβίβαστο με την ανθρώπινη φύση. Ο σοσιαλισμός αντιφάσκει με την εγωιστική φύση του ανθρώπου. Κάθε μελλοντική απόπειρα για θεμελίωση σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι καταδικασμένη. Και τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η κεφαλαιοκρατική, ατομιστική κοινωνία, είναι η τελευταία μορφή ανθρώπινης κοινωνίας.

Κατ’ αρχήν οι θέσεις αυτές του Αντρέ Κοντ-Σπονβίλ μας πάνε πολύ πίσω στην ιστορική εξέλιξη. Μας πάνε πιο πίσω και από αυτόν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο Θουκυδίδης γράφει: «Εγώ νομίζω ότι μια πολιτεία εξυπηρετεί πιο πολύ το συμφέρον των πολιτών αν στο σύνολό της βρίσκεται σε ακμή, παρά αν ευτυχεί σ’ αυτή κάθε πολίτης, αλλά στο σύνολό της η ίδια δυστυχεί» (Θουκυδίδης, ιστορία 60, 2-3).

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης θεωρεί την ανθρώπινη φύση, ψευδοέννοια. Γράφει συγκεκριμένα: «Η έννοια ανθρώπινη φύση δεν έχει θεωρητική αξία, δεν προσφέρει γνώση. Δεν έχει ευρετική αξία. Είναι ιδεολογική ψευδοέννοια» (περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο1, σελ. 25).

Φαίνεται ότι η άποψη για την ανθρώπινη φύση είχε διατυπωθεί και στην εποχή του Καρλ Μαρξ. Γι’ αυτό ο Καρλ Μαρξ στην 6η θέση για το Φόιερμπαχ γράφει: «Ο Φόιερμπαχ ανάγει τη θρησκευτική ουσία, στην ανθρώπινη ουσάι. Μα η ουσία του ανθρώπου δεν είναι αφαίρεση που υπάρχει μέσα στο μεμονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (Μαρξ Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. 2, σελ. 469, εκδ. Γνώσεις).

Αλλά πέρα απ’ όλα αυτά έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι η αντιγραφή βιολογικών χαρακτηριστικών είναι δυνατή, αλλά δεν συνεπάγεται ότι θα αντιγραφούν και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Ο υλισμός διδάσκει ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής.

Κατά συνέπεια ο χαρακτήρας του ανθρώπου καθορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες, τις οποίες επίσης αλλάζουν οι άνθρωποι. Ο ι αντικειμενικές συνθήκες θ’ αναγκάσουν υποχρεωτικά την εργατική τάξη και συνειδητοποιήσει την αποστολή τς και να αναπτύξει όλες εκείνες τις αρετές (οργανωτικότητα, πειθαρχεία, αποφασιστικότητα, αυταπάρνηση, περηφάνια) που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει η κοινωνία προς τα μπροστά, προς τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε: Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών Απέναντι στους κήρυκες του ατομικού συμφέροντος, υπάρχουν οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επαναστάτες, τα μαρξιστικά κόμματα που αγωνίζονται και θυσιάζονται για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Ο σοσιαλισμός αποτελεί αναγκαιότητα.

Κώστας Κάππος

Δυο-Τρία Λόγια για το Πλήθος


Τα τελευταία χρόνια, μέσα απ’ τη δουλειά των Antonio Negri και Michael Hardt για τη δομή της παγκόσμιας εξουσίας, που την ονομάζουν Αυτοκρατορία, ξανάρθε στην επικαιρότητα η πολιτικο-φιλοσοφική έννοια του πλήθους (multitude), που στο παρελθόν είχε ευρύτατα χρησιμοποιηθεί – με διαφορετικές όμως σημασίες – απ’ τους Machiavelli, Hobbes, Spinoza, Locke, Rousseau κ.ά.

Πού αναφέρεται το πλήθος; Λίγο-πολύ – αλλά με ορισμένες βασικές διαφορές – το πλήθος περιγράφει αυτό που κάποτε ονομάζεται “μάζες” κι άλλοτε “λαός.” Ταυτοποιεί ένα σύνολο πολιτικών υποκειμένων, επιθυμιών και ταυτοτήτων, που μπορούν να συγκροτήσουν την κινητήρια δύναμη του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι κι έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν και να αλλάξουν την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη, δηλαδή, την Αυτοκρατορία. Φυσικά, το πλήθος είναι μόνο ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο, όπως εξηγεί ο Étienne Balibar στη μελέτη του για την πολιτική παράδοση του Spinoza, βρίσκεται ενδιάμεσα μεταξύ του “ατόμου” και του “Κράτους,” των δυο όρων με τους οποίους πραγματώνεται η δύναμή του. Ειδικότερα, για τον Balibar, όσο λιγότερη εξουσία κατέχουν τα επιμέρους τμήματα της κοινωνίας (και, στην οριακή περίπτωση, τα άτομα), τόσο περισσότερη εξουσία συγκεντρώνεται στις κοινωνικές συνενώσεις (και, στην οριακή περίπτωση, στο Κράτος ή, ενδιάμεσα, στο πλήθος). Ταυτόχρονα όμως, όσο περισσότερη εξουσία κατέχει μια κοινωνική συνένωση, τόσο δυσκολότερη γίνεται η έκφραση της ομοθυμίας της κι η πολιτική διαχείριση της ενότητάς της.

Αλλά πάνω σε τι είδους ενότητα ή συνοχή βασίζεται το πλήθος; Και πώς γίνεται κατανοητή κι αισθητή η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητά του; Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να απαντηθούν από τη σκοπιά διαφορετικών επιχειρηματολογιών.

Από οντολογικής πλευράς, το πλήθος δεν θεωρείται ότι έχει καμιά ιδιαίτερη μοναδικότητα, αλλά ότι απλώς είναι μια πολλαπλότητα μοναδικοτήτων (Deleuze & Guattari). Δηλαδή, αυτό που είναι το πλήθος σαν σύνολο ατόμων δεν αντιστοιχεί, δεν μεταφέρεται σε, ούτε αναπαρίσταται από αυτό που είναι ή από τις ιδιότητες που έχει κάθε άτομο ξεχωριστά (κάτι που θυμίζει το θεώρημα του Arrow της κοινωνικής επιλογής). Τα άτομα, που περιέχονται σ’ ένα πλήθος, είναι μοναδικές διακριτές οντότητες, ποικιλόμορφες, ανομοιογενείς, διαφοροποιημένες μεταξύ τους, η κάθε μια με τη δική της φυσιογνωμία και ταυτότητα. Συνεπώς, το πλήθος είναι μια πληθυντική έννοια. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενικότητα, κανένα ενιαίο συνολικό χαρακτηριστικό, που να απορρέει ή να αναδύεται απ’ τη συνάθροιση ή τη συνένωση των ατόμων, που συγκροτούν το πλήθος. Το μόνο που αναπαριστά το πλήθος σαν σύνολο ατόμων είναι το ίδιο το όνομά του. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος, φαινομενολογικός ή εμπειρικός, με τον οποίο να μπορεί να γίνει κατανοητή ποια είναι η μοναδικότητά του. Επιπλέον, εκτός από πολλαπλότητα μοναδικοτήτων, το πλήθος μπορεί να περιγραφεί κι από άλλους, παρόμοια παράδοξους και λογικά αντιφατικούς χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα, σαν διαφορά κι επανάληψη (Deleuze), σαν κίνημα ενότητας κι επέκτασης (Negri), σαν συστολή και διαστολή (Spinoza) κ.ο.κ.

Ταυτόχρονα, η κοινωνική θεώρηση του πλήθους ξεκαθαρίζει κάποια σοβαρά πολιτικά ζητήματα – όπως τις δομικές δυσκολίες για την πολιτική ενότητα, όταν τα μέλη του έχουν διαφορετικά συμφέροντα, τάσεις ή προτεραιότητες. Παρόμοια, η εγγενής ετερογένεια κι ο θεσμικός παροπλισμός των συνιστωσών του δεν επιτρέπουν στο πλήθος να έχει το δικό του, ρητό ή άρρητο, κοινωνικό συμβόλαιο και καθιστούν πρακτικά αδύνατη την ομοφωνία μεταξύ των μελών του. Γι’ αυτό, με τη συμβολαιική απόρριψη (Spinoza), θεωρείται ότι διαφοροποιείται η έννοια του πλήθους απ’ την έννοια του “λαού.” Επιπλέον όμως, κόβοντας τους δεσμούς του με την παραδοσιακή εθνική κυριαρχία, το πλήθος βρίσκεται βιοπολιτικά ευάλωτο μεταξύ αφενός της θεσμικής ενσωμάτωσής του κι αφετέρου του βιοπολιτικού αποκλεισμού της “γυμνής ζωής” του απ’ το κράτος της εξαίρεσης (Giorgio Agamben).

Ειδικότερα, οι Negri και Hardt διακηρύσσουν ότι στο πλήθος η πολλαπλότητα των μοναδικών μορφών ζωής μοιράζεται μια κοινή παγκόσμια ύπαρξη: “η ανθρωπολογία του πλήθους είναι η ανθρωπολογία της μοναδικότητας και της κοινότητας.” Πάνω στην καλλιέργεια του “κοινού χώρου” και τη συνεργασία μεταξύ των μελών του δομούνται τα κοινά συμφέροντα, οι συλλογικές επιδιώξεις, οι διεκδικήσεις κι οι συνθήκες εκείνες, που διευκολύνουν τις διαδικασίες της αυθόρμητης αυτο-οργάνωσης του πλήθους. Έτσι, η πολιτική-οργανωτική στρατηγική του είναι να ξεπερασθούν “δικτυακά” – δηλαδή, μέσω της εκμετάλλευσης των “σχεσιακών” πλεονεκτημάτων της οικοδόμησης του κοινού χώρου πάνω σε δίκτυα κινητοποιήσεων – όλες εκείνες οι “οντολογικές” δεσμεύσεις, στις οποίες ο “ετερογενής” καταθρυμματισμός των πολλαπλοτήτων καθηλώνει τις μοναδικότητες. Για κάποιους όμως, προϋπόθεση αυτού του “σχεσιακού” κοινοτικού περιεχομένου είναι πάλι η συμβολαιική απαγκίστρωση απ’ τις μορφές κυριαρχίας (Jean-Luc Nancy). Γιατί έτσι ενεργοποιούνται ακώλυτα κάποιες άτυπες κοινωνικές σχέσεις, που ως τότε βρίσκονταν επισκιασμένες κάτω από τυπικές συμβολαιικές διαδικασίες, για να μπορέσουν να στηρίξουν το έμφυτο (εμμενές) δυναμικό της αυτο-διακυβέρνησης του πλήθους.

Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχει η θεώρηση του πλήθους κάτω απ’ την οικονομική σκοπιά. Αλλά χρειάζονται πρώτα να γίνουν κάποιες θεωρητικές διευκρινίσεις για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στο πλαίσιο των κριτικών μετα-Μαρξιστικών μελετών. Ως γνωστόν, η αντίληψη για την οικονομία σαν γενεσιουργός κι αναγκαία συνθήκη έκφρασης των πολιτικών υποκειμενικοτήτων τελευταία έχει αμφισβητηθεί (π.χ., από τους Arendt, Rancière, Laclau, Mouffe κ.ά.). Εντούτοις, παρότι οι Negri και Hardt γενικώς συγκαταλέγονται στο μεταμοντέρνο Μαρξιστικό ρεύμα, στο σημείο αυτό διαφοροποιούνται ριζικά. Γι’ αυτούς, το πλήθος σαν μια νέα μορφή υποκειμενικότητας ορίζεται όχι σ’ αντίθεση με τις οικονομικές συνθήκες αλλά μέσα απ’ αυτές: το πλήθος “είναι μια ταξική έννοια.” Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον ταξικό χαρακτηρισμό του πλήθους, θα πρέπει προηγουμένως να συζητήσουμε το γενικότερο ζήτημα του πώς οι Negri και Hardt αντιλαμβάνονται την οικονομία να μετασχηματίζει την κοινωνία.

Στο ζήτημα αυτό, οι Negri και Hardt εμπνέονται κι ακολουθούν τη δουλειά του Michel Foucault αναφορικά με την κατανόηση της παραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό. Για τον Foucault, η παραγωγικότητα δεν είναι μια ιδιότητα του υποκειμένου αλλά μάλλον μια συγκρουσιακή διαδικασία, που παράγει και παράγεται απ’ την υποκειμενικότητα. Είναι μια διαδικασία, στην οποία συν-εμπλέκονται η ανθρώπινη βιολογική ύπαρξη μαζί με την πολιτική έκφραση κι υπόσταση. Γι’ αυτό, για τον Foucault, η “βιοεξουσία” δεν καταστέλλει κι ούτε αρνείται, αλλά παράγει την υποκειμενικότητα, πέρα από κάθε οικονομικό ντετερμινισμό, εργαλειακότητα ή τελεολογία. Δανειζόμενοι όμως απ’ τον Foucault αυτήν την έννοια της “βιοπολιτικής,” οι Negri και Hardt επιχειρούν να εξειδικεύσουν στη σύγχρονη περίοδο της οικονομίας των υπηρεσιών, της πληροφορίας και του μετα-φορντικού μοντέλου παραγωγής τον παρατηρούμενο μετασχηματισμό στη σχέση μεταξύ ζωής κι οικονομίας. Επιπλέον, επεκτείνουν το περιεχόμενο της “ζωής,” που πλέον δεν αποτελείται μόνο απ’ τα καθαρώς βιολογικά στοιχεία – της αναπαραγωγής, ιατρικής, υγείας κ.λπ. – αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων της ενσώματης ύπαρξης – γλώσσα, συναισθήματα, σχέσεις, επιθυμίες, μόδα, τρόπους έκφρασης ή στυλ διαβίωσης κ.λπ. – που διαρκώς μετασχηματίζονται κάτω απ’ τις καθημερινές ανάγκες και δυνατότητες του χώρου της εμπορευματοποιημένης παραγωγής της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό, η βιοπολιτική παραγωγή κι αναπαραγωγή των συνολικών μορφών ζωής του πλήθους μέσα στην Αυτοκρατορία ξεπερνά τον καθαρά οικονομικό προσδιορισμό και, σύμφωνα με τον Jason Read, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της έννοιας του υπερπροσδιορισμού του Louis Althusser: επειδή είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους οι συνέπειες των αντιφάσεων μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων του κοινωνικού (οικονομίας, πολιτικής, κουλτούρας, φιλοσοφίας), γίνεται αδύνατη η αναγωγή του κοινωνικού σχηματισμού πάνω σε μια κεντρική αντίφαση.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η έννοια του πλήθους φαίνεται να εξαρτάται από μια άλλη θεμελιώδη έννοια της ανάλυσης των Negri και Hardt, την “άυλη εργασία.” Ο όρος αυτός – όπως τον επεξεργάσθηκαν κυρίως οι Lazzarato, Virno και Negri – αναφέρεται στον ιδιαίτερο ρόλο που παίζουν στην βιοπολιτική παραγωγή τα διανοητικά και συναισθηματικά στοιχεία της εργασίας, καθώς κι οι τεχνολογίες πληροφορίας κι επικοινωνίας. Βέβαια, η έμφαση δεν δίνεται στις νέες σχέσεις παραγωγής ή στους νέους τομείς της οικονομίας, αλλά στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα μετασχηματισμό της εργασίας, που συνεπάγεται έναν ριζικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας και των πολιτικών υποκειμενικοτήτων. Και σ’ αυτό το πλαίσιο, η ηγεμονία των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής δεν βρίσκεται τόσο στον έλεγχο που ασκούν πάνω σ’ άλλες σχέσεις και λογικές, όσο στην ενεργοποίηση των πολιτικών ευαισθησιών που επιτρέπουν. Έτσι, η άυλη εργασία δεν παράγει μόνο πράγματα ή υπηρεσίες, αλλά και συνήθειες, γλωσσικές εκφράσεις, νοήματα κι επιθυμίες κοινωνικής ζωής. Οι Negri και Hardt φθάνουν μέχρι του σημείου να υποστηρίξουν ότι η άυλη παραγωγή φτιάχνει την κοινωνική ζωή, δημιουργώντας το κοινό μέσα απ’ την εργασία, η οποία είναι αυτή που δίνει νόημα και περιεχόμενο στη συλλογική ύπαρξη.

Φυσικά, υπάρχουν προβλήματα στην ιδέα του πλήθους από διάφορες απόψεις. Π.χ., οι “διαιρέσεις του παρόντος” στην “ανθρωπολογική συνθήκη” του πλήθους (Read), που προκαλούνται απ’ τις ίδιες μορφές εργασίας και σχέσεις παραγωγής που συγκροτούν την κοινότητά του. Δίπλα σ’ ένα προνομιούχο πλήθος που ενσωματώνεται στην Αυτοκρατορία και συμπεριλαμβάνεται στους θεσμοθετημένους μηχανισμούς και διαδικασίες, πάντα απομένει ένα βιοπολιτικά αποκλεισμένο κι υποταγμένο πλήθος, που είναι καταδικασμένο στη βορά της αγοράς κι ευνουχισμένο για την έκφραση της δικής του υποκειμενικότητας. Κι η ισορροπία μεταξύ των δυο δυνάμεων που έχει το πλήθος στα χέρια του, αφενός για τη συντακτική δράση (constituent power) κι αφετέρου για τη θεσμική συγκρότηση (constituted power), είναι ιδιαίτερα ενδεχομενική και δεν αποκλείει τα περάσματα απ’ τη μια μορφή δύναμης στην άλλη. Παρόμοια, η “συστημική” διαλεκτική πλήθους-Αυτοκρατορίας των Negri και Hardt δεν μπορεί να ξεριζώσει την πραγματική αντίθεση μεταξύ εξουσίας κι αντίστασης, αναγάγοντάς την στη μονομέρεια της μοναδικής ουσίας του Spinoza. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, το στοιχείο που καθιστά δυνατή την αντίσταση απέναντι στην εξουσία είναι η ασυμβατότητα στη φύση των δυο όρων κι η ετερογένεια στους χώρους της συγκρότησής τους.


Ετικέτες ,


http://thrymmata.blogspot.com


Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΣΤΑ 2.500.000 ΑΠΕΡΓΩΝ ΤΩΝ ΑΠΕΡΓΙΩΝ ΤΗΣ 12ης ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2007 ΚΑΙ 13ης ΦΛΕΒΑΡΗ 2008

"ο Λενινισμός είναι γνήσια απελευθέρωση από τις φορμαλιστικές προκαταλήψεις ,από τον ηθικολόγο δογματισμό, απ’ όλες τις μορφές διανοητικού συντηρητισμού που προσπαθεί να δέσει την θέληση για δράση"

( Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ : «Νέα πορεία»- «ΑΛΛΑΓΗ»- 1980 –σελ: 58)


Την χρονιά που μας πέρασε κλείσαμε 90 χρόνια από το γεγονός που σημάδεψε την ιστορία του 20ου αιώνα. Από το γεγονός της μεγάλης οκτωβριανής επανάστασης, της πρώτης επανάστασης που οι καταπιεσμένοι πήραν- έστω και για λίγο- την εξουσία από τα χέρια των καταπιεστών τους. Οικοδομώντας για 70 ολόκληρα χρόνια ένα υβριδικό μετακαπιταλιστικό καθεστώς/ κράτος που εμπεριείχε συγκρουσιακά και ανταγωνιστικά στοιχεία από τον καπιταλισμό αλλά και από τον σοσιαλισμό, ως ένα μη αναπτυγμένο κομμουνισμό.

Αυτό το υβριδικό μετακαπιταλιστικό καθεστώς/ κράτος έπαψε να υπάρχει 20 χρόνια πριν με την πλήρη επικράτηση των φιλοκαπιταλιστικών δυνάμεων απόρροια της απαξίωσης των οραμάτων της κομμουνιστικής επανάστασης/ ουτοπίας. Την απαξίωση βέβαια του κομμουνισμού ως μια κοσμική θρησκεία και κρατική ιδεολογία και ουδόλως ως η πραγματική κίνηση που αίρει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ως την διαρκή τάση χειραφέτησης του ανθρώπου από τον κόσμο της αναγκαιότητας.

Η μορφή που κυριάρχησε πριν, κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης και στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας και έγινε ένας από τους «άγιους» της κομμουνιστικής θρησκείας και μυθολογίας είναι ο ΛΕΝΙΝ.

Ο ΛΕΝΙΝ κατέληξε ένας «άγιος» της κρατικής ιδεολογίας των εκμεταλλευτικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αφού πρώτα- σύμφωνα και με λόγια του ΣΛΑΒΟΪ ΖΙΖΕΚ- κατάφερε να αποσπάσει την θεωρία του Κ ΜΑΡΞ από το αφετηριακό πλαίσιο της και να την μεταφυτεύσει σε μια άλλη ιστορική στιγμή(www.enet.gr/online/online_text?dt=25/07/2004&c=110&id=583982...). Με τα λόγια του ίδιου του ΣΛΑΒΟΪ ΖΙΖΕΚ: « Ετσι, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο απόστολος Παύλος και ο Λακάν επανεγγράφουν την αρχική διδασκαλία σε ένα διαφορετικό πλαίσιο (ο απόστολος Παύλος επανερμηνεύει τη σταύρωση του Χριστού ως θρίαμβό του και ο Λακάν διαβάζει τον Φρόιντ μέσα από την οπτική γωνία του Σοσίρ), ο Λένιν μετατοπίζει βίαια τον Μαρξ, αποσπά τη θεωρία του από το αφετηριακό της πλαίσιο, τη μεταφυτεύει σε μιαν άλλη ιστορική στιγμή και έτσι την καθιστά ουσιαστικά οικουμενική»( www.enet.gr/online/online_text?dt=25/07/2004&c=110&id=583982...). Αυτό που κάνει τον ΛΕΝΙΝ πραγματικά σπουδαίο είναι η ασυμβίβαστη θέληση και εμμονή του να παρέμβει στην πραγματικότητα στην «κατεύθυνση … της υιοθέτησης της σαφούς ριζοσπαστικής θέσης με βάση την οποία είναι δυνατόν να παρεμβαίνουμε, έτσι ώστε η παρέμβασή μας να αλλάζει τις συντεταγμένες της κατάστασης»( www.enet.gr/online/online_text?dt=25/07/2004&c=110&id=583982...)

Ένας επαναστατικός πραγματισμός που είχε ως βάση την αντίληψη πως « καλό είναι ο,τι υπηρετεί το προλεταριάτο, κακό ό,τι το βλάπτει»( ΖΑΚ ΕΛΛΥΛ- Οι διάδοχοι του Μαρξ – «ΝΗΣΙΔΕΣ»- 2007 σ:72) που είχε ως αποτέλεσμα αυτό που έγραψε ο Γ. ΛΟΥΚΑΤΣ: «Το μεγάλο έργο που έφερε σε πέρας ο Ρώσικος μπολσεβικισμός ήταν ότι με αυτόν ξαναπήραν σάρκα και οστά η συνείδηση του προλεταριάτου και η ιστορική παγκόσμια αυτοσυνειδησία του για πρώτη φορά μετά την κομμούνα του Παρισίου.»( Γ.ΛΟΥΚΑΤΣ-«Τακτική και Ηθική» - «ΓΡΗΓΟΡΗΣ»- 1982 σ: 94).

Φυσικά από την άλλη είναι γνωστή και από πολλές πλευρές η κατηγορία ενάντια στον ΛΕΝΙΝ και τον Λενινισμό ως η καρδιά του Σταλινισμού. Η συγκεκριμένη θέση γενικά γνωστή: Απέναντι στην ελευθεριακή αντίληψη του ΜΑΡΞ για τον πολιτικό αυτοκαθορισμό και την αυτοκυβέρνηση των εργαζομένων παραγωγών ο ΛΕΝΙΝ αντιπαραθέτει τη συντηρητική γραφειοκρατική θεωρία του περί «Κόμματος πρωτοπορίας του προλεταριάτου» του κόμματος φορέα της επαναστατικής θεωρίας και οδηγού της πράξης για την κατάληψη εξουσίας από την πλευρά των μπολσεβίκων εξ ονόματι της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.

Σύμφωνα με αυτή την τόσο διαδιδόμενη αντίληψη το ιεραρχικά δομημένο κόμμα νέου τύπου γίνεται σαφώς μια αποτελεσματική μηχανή αλλά και επικίνδυνη για τα συμφέροντα των παραγωγών -πολιτών από την στιγμή «που επικεφαλής του(κόμματος νέου τύπου) δεν είναι μια προσωπικότητα ισχυρή και έντιμη όπως ο ΛΕΝΙΝ, ικανή να αναγνωρίσει τα λάθη της , το κόμμα γίνεται εξουσιαστικό/ αυταρχικό…[Δίχως όμως να ταυτίζει το επαναστατικό μεγαλείο του ΛΕΝΙΝ με τους γλοιώδης γραφειοκράτες καθώς αναγνώριζαν την επαναστατική μεγαλοσύνη του τελευταίου γράφοντας:]….Στο τέλος της ζωής του(ο ΛΕΝΙΝ) έχοντας συνειδητοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο, ο Λένιν επέστησε την προσοχή σε ορισμένες παρεγγλίσεις, κυρίως γραφειοκρατικές…»( ΖΑΚ ΕΛΛΥΛ- Οι διάδοχοι του Μαρξ - «ΝΗΣΙΔΕΣ» -2007 σ:75).

Ενώ και πάλι- σύμφωνα με τους επικριτές του- σε αντίθεση με την θέση του ΜΑΡΞ και ιδίως της ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ για την αποδυνάμωση της κρατικής εξουσίας προς όφελος και για την άνοδο του συστήματος της άμεσης δημοκρατίας των παραγωγών πολιτών, ο ΛΕΝΙΝ προτείνει τον οργανωτικό- πολιτικό και οικονομικό συγκεντρωτισμό, αντίστοιχο της λογικής των μεγάλων τραστ. Οικοδομώντας ένα κρατικό καπιταλισμό, έχοντας ως πρότυπο του την βιομηχανική Γερμανία. Όπως γράφει και ο ίδιος: «Μόνο η ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού, μόνο η προσεκτική οργάνωση του έργου της καταγραφής και του ελέγχου, μόνο η αυστηρότατη οργάνωση και πειθαρχία στη δουλειά θα μας οδηγήσουν στο σοσιαλισμό. Και χωρίς αυτό δεν υπάρχει σοσιαλισμός»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» - «ΕΙΡΗΝΗ»- 1975 σ: 82 ).

Ένα γεγονός που καθόρισε την επικράτηση των αντεπαναστατικών τάσεων ήδη από την δεκαετία του 20 πάνω στις επαναστατικές τάσεις, μεταλλάσσοντας την σοβιετική εξουσία σε μια ταξική/εκμεταλλευτική κοινωνία με ιδιόρρυθμες καπιταλιστικές σχέσεις που για δεκαετίες ολόκληρες «χρειαζόταν» την μαρξιστικο-λενινιστική ιδεολογία για να αναπαράγεται. Μια εκμεταλλευτική /ταξική κοινωνία που πέρα από την αντίθεση κρατικού κεφαλαίου-εργασίας είχαμε την σύγκρουση κρατικής γραφειοκρατίας και νέων αστικών τεχνοκρατικών στρωμάτων που όλο και πιο καθοριστικά επιδίωκαν την μετάβαση της ΕΣΣΔ στο κλασικό καπιταλισμό. Μια μάχη που έληξε με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε στις αρχές του 1990.

Σε κάθε όμως περίπτωση ο ΛΕΝΙΝ είναι μια τεράστιων διαστάσεων προσωπικότητα που σημάδεψε ανεξίτηλα την επαναστατική ιστορία του 20ου αιώνα μια προσωπικότητα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο πριν και κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης και ήταν βέβαιο πως έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος εάν δεν πέθανε το 1924. Εξάλλου συνήθως οι επικριτές του άθελα[;;] τους ξεχνούν ότι ο ΛΕΝΙΝ αναφερόμενος στην Επανάσταση του 1905 έγραψε πως: « Το πρώτο και βασικό δίδαγμα είναι ότι μόνο η επαναστατική πάλη των μαζών είναι ικανή να πετύχει κάποια σοβαρή βελτίωση στην ζωή των εργατών και στην διακυβέρνηση του κράτους…Μόνο η πάλη των ίδιων εργατών μόνο η κοινή πάλη των εκατομμυρίων μπόρεσε να το πετύχει αυτό, και, όταν, άρχισε να εξασθενίζει αυτή η πάλη , ευθύς αμέσως άρχιζαν ν’ αφαιρούνται αυτά που οι εργάτες είχαν κατακτήσει»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 19 «Τα διδάγματα της επανάστασης» σ: 427)

Ξεχνούν πως : « με μόνο την πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε. Θα ήταν όχι απλώς ανοησία, αλλά και έγκλημα να ρίξουμε μόνη την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη , προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση ή ανοικτής υπεράσπισης της πρωτοπορίας ή τουλάχιστον ευμενούς ουδετερότητας…Και για να φτάσει πραγματικά όλη τάξη , για να φτάσουν πραγματικά οι πλατιές μάζες των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων ..να πάρουν μια τέτοια θέση …χρειάζεται η πολιτική πείρα των ίδιων των μαζών»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 41 « Ο Αριστερισμός παιδική ασθένεια του κομουνισμού» σ: 77-78).

Για αυτό το λόγο θεωρούσε πως η επανάσταση δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο με την προσπάθεια των επαναστατών(Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 45 « Για την σημασία του μαχόμενου υλισμού» σ: 23) και με μέσα από αυτή την λογική είχε την άποψη πως «η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δεν βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας αλλά στην μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπία σε ‘’εργαζόμενα στρώματα’’ ..»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 33 «Κράτος και Επανάστάση» σ: 46) θεωρώντας πως το μοντέλο της «κομμούνας» είναι«…ακριβώς μια από τις περιπτώσεις ‘’μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα’’: η δημοκρατία εφαρμοσμένη σε μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια , μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος…σε κάτι που δεν είναι καθαυτό κράτος.»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 33 «Κράτος και Επανάστάση» σ:42).

Φυσικά η ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων- όπως είναι ήδη γνωστό - διαφορετική πορεία ανάδειξε μακριά από τα προτάγματα του ΜΑΡΞ, της ΡΟΖΑΣ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ, του Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ , ΤΟΥ Β. Ι. ΛΕΝΙΝ και σαφώς στα ερμηνευτικά πλαίσια ανάλυσης δεν χωράνε θέσφατα και στεγανά. Η κάθε θεωρητική οπτική και προσωπική πορεία πρέπει και μπαίνει στο στόχο μιας ριζικής κριτικής με στόχο να ενισχύσει την προοπτική της καθολικής χειραφέτησης.

Σε αυτή την μικρή μας εργασία θα αποπειραθούμε α)μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική εκτίμηση της συνεισφοράς του ΛΕΝΙΝ και του Λενινισμού και β) μια απάντηση στην ερώτηση εάν ο Λενινισμός ή μια πιο κριτική του προσέγγιση θα βρίσκεται στην φαρέτρα του επαναστατικού εγχειρήματος του 21ου αιώνα.

Α)Ο «ΛΕΝΙΝ» του ΟΚΤΩΒΡΗ!

1) ο επαναστατικός πραγματισμός της « συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης στιγμής»

Ο ΛΕΝΙΝ ήταν ένας επαναστάτης που δεν θυσίαζε τις στρατηγικές του στοχεύσεις εξ ονόματι ενός κοντόθωρου τακτικισμού. Πάντα σε στιγμές πολιτικών αδιέξοδων δεν προχώραγε σε τακτικιστικές για να ανακαλύψει εξόδους αλλά επέστρεφε στις φιλοσοφικές απαρχές των πολιτικών του αντιλήψεων. Την εποχή της μεγάλης προδοσίας της σοσιαλδημοκρατίας ο ΛΕΝΙΝ επέστρεψε στην μελέτη του ΧΕΓΚΕΛ και του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ να για να επαναστοχαστεί διαλεκτικά την νεα επαναστατική στρατηγική, μια επαναστατική στρατηγική που «γέννησε» την θεωρια του Ιμπεριαλισμού και το ολοκληρωτικά ελευθεριακό «Κράτος και Επανάσταση», ερχόμενος σε ρήξη με τον γραμμικό μαρξισμό του Μπουχάριν και της Β΄Διεθνους, όπως γράφει και ο ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ στο κειμενο του « Ο ΛΕΝΙΝ και η άτροπος της διαλεκτικής»(ΟΥΤΟΠΙΑ τ2-1992/ ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ –«Μορφές της Περιπλάνησης»- ΑΓΡΑ- σ: 215).

Αυτή ήταν και η βάση του επαναστατικού ρεαλισμού του ΛΕΝΙΝ που«απορρέει απευθείας και λογικά από την επικαιρότητα της επανάστασης».( Γ.ΛΟΥΚΑΤΣ: «Η σκέψη του Λένιν»- «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»- 1990 σ: 97 ). Ο επαναστατικός ρεαλισμός του ΛΕΝΙΝ είχε ως βάση την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης στιγμής με την βοήθεια μιας βαθιάς και ανοικτής διαλεκτικής θεώρησης των πραγμάτων. Γράφει χαρακτηριστικά για το ζήτημα πότε θα πρέπει να αποφεύγουμε μια μάχη « Να δεχόμαστε τη μάχη όταν αυτό συμφέρει ολοφάνερα στον αντίπαλο και όχι σε μας , είναι έγκλημα, και δεν αξίζουν πεντάρα οι πολιτικοί ηγέτες της επαναστατικής τάξης που δεν ξέρουν να κάνουν ‘’ελιγμούς, συμφωνίες, συμβιβασμούς’’ για να αποφύγουν μια μάχη κατάφωρα ασύμφορη»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 41 « Ο Αριστερισμός παιδική ασθένεια του κομουνισμού» σ:62) .

Αλλα το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν μια αντιφορμαλιστική και αντικομφορμιστική διαλεκτική πολιτική λογική, γράφει χαρακτηριστικά: « Η προσπάθεια να χαραχτούν απολύτως αυστηρά όρια ανάμεσα στο πρόγραμμα και την τακτική οδηγεί μονάχα στον σχολαστικισμό και την μικρολογία..».( Β .Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ12 σ: 250) και «Η τακτική να διατηρούμε(σε κονσέρβες) τις επαναστατικές φράσεις του 1905-1906 , αντί της εφαρμογής της επαναστατικής μεθόδου σε μια καινούργια, διαφορετική κατάσταση, σε μια αλλαγμένη εποχή που απαιτεί άλλες μεθόδους και άλλες μορφές οργάνωσης, η τακτική αυτή είναι νεκρή»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 47 «προς τον Α.Μ. ΓΚΟΡΓΚΙ», σ: 222).

Ενδεικτικά στοιχεία μιας πολιτικής και επαναστατικής λογικής που ακόμη και σήμερα δεν έχουν χάσει την χρησιμότητα τους. καθώς σε κάθε περίπτωση η Λενινιστική λογική συνδύαζε «την πίστη στις αρχές του Μαρξισμού με σωστό υπολογισμό των πρωτοποριακών καθηκόντων της επαναστατικής πάλης.. [καθώς ] Το κόμμα του προλεταριάτου, αν θέλει να αγωνίζεται με συνέπεια και σταθερότητα, δεν μπορεί να καθορίζει την τακτική του ευκαιριακά…»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τα 11 «Η επανάσταση διδάσκει» σ: 142)

2)Το κόμμα νέου τύπου ενότητα στρατηγικής- τακτικής

Για το ζήτημα της οργάνωσης της εργατικής τάξης και της επαναστατικής πρωτοπορίας από πολύ νωρίς είχε υποστηρίξει πως «στην πάλη του για την εξουσία το προλεταριάτο δεν έχει άλλο όπλο, εκτός από την οργάνωση». (Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Ένα βήμα μπρος , δύο βήματα πίσω», «ΘΕΜΕΛΙΟ» -1978 σ: 238). Και όταν εννοούσε οργάνωση δεν εννοούσε την οποιαδήποτε οργάνωση αλλά την αυστηρή και πειθαρχημένη οργάνωση των επαγγελματιών επαναστατών , το «κόμμα νέου τύπου».

Το επαναστατικό κόμμα που όπως ο ίδιος έλεγε στο κλασικό βιβλίο του «Τι να κάνουμε» θα εισάγει την επαναστατική συνείδηση «από τα έξω» και όταν έλεγε- από τα έξω- εννοούσε έξω από την οικονομική πάλη «Η απόδοση της ταξικής συνείδησης στο εργάτη από τα έξω , δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Τι να κάνουμε;» - «ΘΕΜΕΛΙΟ» Αθήνα 1980 σ: 99).

Δηλαδή έξω από τον «αυθόρμητο» αγώνα για μεροκάματα, έξω από τις αλλοτριωμένες και εξουσιαστικές σχέσεις εργατών- εργοδοτών. Εκεί που μπορεί να αποκτηθεί η ταξική συνείδηση είναι στο συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, στις δομές, την κυβέρνηση και το κράτος.

Το επαναστατικό κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας είναι αυτός ο πολιτικός οργανισμός που με τρόπο συνειδητό και όχι αυθόρμητο σφυρηλατεί και εκφράζει την ταξική ανεξαρτησία του προλεταριάτου συνολικοποιώντας την ανταγωνιστική αντίθεση του προλεταριάτου με το κεφάλαιο.

Σύμφωνα με την Λενινιστική θεωρία η εργατική τάξη- ως «τάξη καθ’ εαυτή» - αποκτάει κάποια στοιχεία ταξικής συνείδησης από την θέση του στην παραγωγική διαδικασία, μια «αυθόρμητη» συνείδηση που τα όρια της είναι η συλλογική διεκδίκηση της άξιας της «εργατικής δύναμης». Στόχος του κόμματος της επαναστατικής πρωτοπορίας είναι η ολοκλήρωση της ταξικής συνειδητοποίησης του προλεταριάτου στην κατεύθυνση της διαλεκτικής μετατροπής της εργατικής τάξης –ως «τάξης καθ΄ εαυτής» σε «τάξη για τον εαυτό της» .

Μία θέση που έχει ως βάση την φιλοσοφική και πολιτική αντίληψη της μη- ταύτισης «είναι» και «συνείδησης», δηλαδή της αδυναμίας του προλεταριάτου να αποκτήσει ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση από την θέση του στην παραγωγή. Την αδυναμίας της αδιαμεσολάβητης ενότητας «υποκειμένου-αντικειμένου»- δηλαδή την άμεση επαναστατική ενότητα της εργατικής τάξης ως «τάξη καθ’αυτή» και «τάξη για τον εαυτό της». Αδυναμίες που πολιτικά απαντιούνται με την συνειδητή επαναστατική δράση του «κόμματος νεου τύπου» που θα σπάσει την πολύμορφη αποξένωση του προλεταριάτου , εκκινώντας από το αυθόρμητο θα οικοδομήσει την επαναστατική ολότητα του προλεταριάτου.

Στην επαναστατική λογική του ΛΕΝΙΝ« τακτική και οργάνωση δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις ενός αδιαίρετου συνόλου»( Γ.ΛΟΥΚΑΤΣ: «Η σκέψη του Λένιν»- «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»- 1990 σ: 43-44), μιας επαναστατικής ολότητας που θα ενοποιεί την επαναστατική πρωτοπορία με τις μάζες και έτσι μόνο η «κύρια λειτουργία του κόμματος …είναι κινητήρια δύναμης μιας διαρκούς επαναστατικοποίησης.»( Ρ. ΡΟΣΑΝΤΑ- Σ. ΜΠΕΤΤΕΛΕΜ: Ο Μαρξισμός του Μάο Τσε Τουνγκ και η Διαλεκτική – «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» –σ: 77).

Όπως γράφει και ο Σάββας Μιχαήλ :« Το κόμμα και η τάξη είναι δυναμική αναπτυσσόμενη ενότητα αντιθέτων…Αυτή η αντιφατική υλική ενότητα κόμματος και τάξης γίνεται ο περιβόητος [υποκειμενικός παράγοντας]»( ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ: «Ο Τρότσκυ ως φιλόσοφος» «ΛΕΩΝ» 2001 σ: 119-120).

Η σχέση επαναστατικού κόμματος και πρωτοπορίας με την εργατική τάξη είναι σχέση διαλεκτική. Όσο πιο πολιτικά καθυστερημένη είναι η εργατική τάξη τόσο πιο σημαντικός ο ρόλος της επαναστατικής πρωτοπορίας αλλά και από την άλλη μια πολιτικά καθυστερημένη εργατική τάξη θα επηρεάσει καθοριστικά και το επίπεδο της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Για αυτό το λόγο άλλωστε μια πολιτικά και αγωνιστικά συγκροτημένη εργατική τάξη ενισχύει καθοριστικά το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας να ολοκληρώσει το ιστορικό προτσές της. Το «απ’ έξω» -σύμφωνα με τον ΛΕΝΙΝ - παίζει το καθοριστικό ρόλο σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης και «διακλάδωσης», αλλά και στα πλαίσια των μεταεπαναστατικών κοινωνιών.

Το κόμμα της επαναστατικής πρωτοπορίας , «το κόμμα νεου τύπου» δεν έχει καμιά σχέση με την παρτεναλιστική στάση των γραφειοκρατών, και των ελίτ του κόμματος που με «σοφία» μεταβιβάζουν την αλήθεια στο λαό και στους εργαζόμενους. Μια πολιτική αντίληψη που εκφράζεται καλύτερα με τα λόγια του Κάουτσκι όταν έλεγε : «ο σοσιαλισμός αναπτύσσεται από την αστική διανόηση που έρχεται σε ρήξη με την τάξη της και μπαίνει από τα έξω στο εργατικό κίνημα»( ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ: «Ο Τρότσκυ ως φιλόσοφος» «ΛΕΩΝ» 2001 σ: 115). Μια πολιτική αντίληψη που σε τελευταία ανάλυση φοβάται τον λαό και την εργατική τάξη- δημιουργώντας λογικές «υποκαταστισμού» των αγώνων της εργατικής τάξης με την πολιτική του κόμματος ή των «επαγγελματιών» επαναστατών. Όπως ήταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και «κατάντησαν» τα κομμουνιστικά κόμματα ύστερα από τον ΛΕΝΙΝ.

Στην λογική του ΛΕΝΙΝ το επαναστατικό κόμμα είναι μια διαλεκτική μηχανή ταξικού πολέμου , μια αντικομφορμιστική ενότητα των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας στην κατεύθυνση της διαρκούς και αδιάκοπης επανάστασης. Για αυτό το λόγο ο ρόλος του κομμάτων και των επαναστατών δεν έπρεπε να είναι ξεχωριστός από την τάξη που εκπροσωπούνε.

Απεναντίας το «κόμμα νεου τύπου» είναι το κόμμα των συνειδητοποιημένων εργατών και των ταξικών προδοτών της αστικής τάξης και όχι απλώς των τελευταίων που καθοδηγούνε μια άβουλη μάζα εξεγερμένων.

Στις μέρες μας που όλο και πολύ έντονα και καθοριστικά οι εργάτες μετατρέπονται σε διανοούμενους εξαιτίας της παραγωγικής διαδικασίας που ενοποιεί και υπερβαίνει την αντίθεση χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας ένα κόμμα επαναστατικό εργατικό κόμμα δύναται να μετατραπεί στο επαναστατικό συλλογικό υποκείμενο, σε αντίθεση με την εποχή του ΛΕΝΙΝ που η σχέση μεταξύ της επαναστατικής ιντελικέντσιας και ύστερα της κομματικής γραφειοκρατίας και της εργατικής βάσης υπήρξε καθοριστική για τον εκφυλισμό του μπολσεβίκικου κόμματος.

Για αυτό με πολλά επιχειρήματα μπορούμε να υποστηρίξουμε πως μέσα από αυτές τις ίδιες οι δομές του αυστηρού κόμματος νέου τύπου αναδείχτηκε ο σταλινικός εκφυλισμός του, και πως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Λενινιστική λογική έχει σαφή «δάνεια» από τον Κάουτσκι.

Ενώ η πραγματικότητα έδειξε πως η μηχανή πόλεμου γλήγορα μετατράπηκε μεταεπαναστατικά σε εξουσιαστικό μηχανισμό, από την στιγμή μάλιστα που τα συμφέροντα του ταυτίστηκαν με αυτά του πρώτου κράτους των εργατών.

Σημαντικό ρόλο στην αντίληψη του Λενινιστικού κόμματος νέου τύπου παίζει ο επονομαζόμενος «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» που εξασφαλίζει το επαναστατικό κόμμα να είναι μια πειθαρχημένη μηχανή ταξικού πολέμου.

Σε γενικές γραμμές η θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έχει δύο σκέλη: το δημοκρατικό αφορά το δικαίωμα του κάθε μέλους να συζητά, να συναποφασίζει, να αμφισβητεί και να κριτικάρει την πολιτική γραμμή του κόμματος και, το συγκεντρωτικό στην υποχρέωση της μειοψηφίας να πειθαρχεί στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, εφόσον αυτές έχουν ληφθεί κατόπιν δημοκρατικής συζήτησης, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων στη δράση.

Η ιστορική πραγματικότητα έδειξε πως αυτή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο δημοκρατικό και το συγκεντρωτικό ελάχιστα λειτούργησε, ενώ πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπόψη μας την ιστορική συγκυρία της δημιουργίας του μπολσεβίκικου κόμματος νέου τύπου. Σε συνθήκες αυστηρής παρανομίας του τσαρικού καθεστώτος είναι δικαιολογημένο να υπερτιμηθεί ρόλος του κόμματος και των μηχανισμών που οσο και εάν κινούνται από μια επαναστατική ανιδιοτέλεια διαμορφώνουν συγκεκριμένες αντιλήψεις.

Αντίστοιχα πρέπει να προσέξουμε πως η ταύτιση και η ουσιαστική ενοποίηση δυο ανόμοιων ποιοτικά και πολιτικά πραγμάτων – όπως είναι το κόμμα και το κράτος – οδηγεί στην κρατικοποίηση του κόμματος και την κομματικοποίηση του κράτους. Διότι από την μία έχουμε με μια μηχανή ταξικού πόλεμου που χάνει την επαναστατική του ορμή όταν μετατρέπεται σε μηχανή υπεράσπισης και υπηρεσίας ενός εξουσιαστικού/ καταπιεστικού μηχανισμού. Και ένα κρατικό μηχανισμό που έχει ως στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων των κομματικών γραφειοκρατών. Έστω και εάν αυτός ο μηχανισμός της αντιφατικής ενότητας κράτους και κόμματος «μιλάει» και λειτουργεί στο όνομα των καταπιεσμένων και ιδιαίτερα στο όνομα της εργατικής τάξης- της μόνης κοινωνικής τάξης -σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία που μπορεί να αυτοκαταργηθεί οδηγώντας την ανθρωπότητα στο «βασίλειο της ελευθερίας», οδηγώντας την ανθρωπότητα στην αταξική κοινωνία.

Σε πιο ιδεατές συνθήκες οι δομές του κράτους πρέπει να τείνουν να απονεκρωθούν, προς όφελος της άμεσης και σχετικά διαμεσολαβητής εξουσίας των εργατικών συμβουλίων σε μια αποκεντρωμένη μορφή αμεσοδημοκρατική μορφή . Ενώ το κόμμα ή τα κόμματα θα συνεχίζουν να λειτουργούν- στο βαθμό που θα υπάρχει η αναγκαιότητα ως οργανισμοί παραγωγής πολιτικής γραμμής και επαναστατικής εγρήγορσης των πρωτοπορών δυνάμεων.

Η μηχανιστική και βουλησιαρχική κατάργηση των πολιτικών επιπέδων και των απόψεων το μόνο που καταφέρνει είναι να συσκοτίσει τα γεγονότα και να οδηγήσει στην επικράτηση συντηρητικών κομφορμιστικών εξουσιαστικών αναγνώσεων της πολύμορφης πραγματικότητας «πνίγοντας» κάθε ζωντανό ανατρεπτικό κοινωνικό ιστό.

3)ο ΛΕΝΙΝ οπαδός της θεωρίας της

οικοδόμησης« του σοσιαλισμού σε μόνο μια χώρα»;;

Κατά μία αρκετά διαδεδομένη άποψη ο ΛΕΝΙΝ θεωρούσε πως εξαιτίας της ανισόμετρης οικονομικής πολιτικής- που είναι ο απόλυτος καπιταλιστικός νόμος- είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού «στην αρχή σε λίγες ή ακόμα και σε μια μονάχα , χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας απαλλοτριώνοντας τους καπιταλίστες και οργανώνοντας στην χώρα του την σοσιαλιστική παραγωγή…»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 26 -«Για το σύνθημα των Ενωμένων πολιτειών της Ευρώπης» σ: 359-363 -«ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» - http://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1915/08/23/use.htm)

Μια αντίληψη που για πολλούς μελετητές αλλά και την πολιτική λογική των σταλινικών μαρξιστικο-λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων ήταν η βάση της σταλινικής οικοδόμησης του «σοσιαλισμού σε μόνο μια χώρα». Της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Από την δική του πλευρά ο ΤΡΟΤΣΚΙ γράφει πως : «Αν η νικηφόρα επανάσταση μπορούσε πραγματικά να κυοφορηθεί μέσα στα πλαίσια ενός έθνους καλύτερα προετοιμασμένου, ο μεσσιανισμός αυτός, δεμένος με το πρόγραμμα της εθνικής άμυνας, θα είχε προς όφελός του μια σχετική ιστορική δικαιολόγηση. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Το να παλεύεις για τη διατήρηση της εθνικής βάσης της επανάστασης, με μέθοδες που υποσκάπτουν τους διεθνιστικούς δεσμούς του προλεταριάτου, είναι στην πραγματικότητα σαν να υποσκάπτεις την ίδια την επανάσταση. Η επανάσταση δεν μπορεί να αρχίσει παρά μόνο σε εθνική βάση, μα αν λάβουμε υπόψη μας την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών, που ποτέ άλλοτε δεν εκδηλώθηκε με τόση δύναμη απ’ όση στη διάρκεια του τωρινού πολέμου, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πάνω σ’ αυτά τα θεμέλια. Αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτηση, που θα καθορίσει απευθείας και άμεσα το συντονισμό των ενεργειών του ευρωπαϊκού προλεταριάτου στη διάρκεια της επανάστασης, εκφράζει το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», (Λ.Τρότσκι: «Πρόγραμμα Ειρήνης», τόμ. 3ος, μέρ. Ι, σελ. 90-91)»( http://politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=2991).

Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι βέβαια τι εννοούμε με τη έννοια «νίκη του σοσιαλισμού» και τι με την έννοια «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μόνη μια χώρα». Είναι ταυτόσημες έννοιες; Μια νίκη του σοσιαλισμού, δηλαδή μια νίκη των δυνάμεων του σοσιαλισμού ταυτίζεται με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας; Ή μια πολιτική νίκη των δυνάμεων του σοσιαλισμού απλώς ανοίγει το δρόμο για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο και το κόμμα του – έστω και σε μια χώρα- το πρώτο αναγκαίο βήμα για την οικοδόμηση του παγκοσμίου σοσιαλισμού; Πόσο μάλλον όταν η επανάσταση πραγματοποιείται σε μια καθυστερημένη οικονομικά χώρα όπως ήταν η τσαρική Ρωσία;

Η εμπειρία του 20ου αιώνα απέδειξε πως όντως είναι εύκολο να σπάσει ο αδύνατος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας- και σε αυτό ο ΛΕΝΙΝ επαληθεύτηκε- αλλά είναι δύσκολο να οικοδομηθεί ένα μετακαπιταλιστικό σοσιαλιστικό κράτος εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων. Και αυτό δεν ήταν έξω από την λογική του ΛΕΝΙΝ και των μπολσεβίκων όταν έλεγαν πως εάν δεν νικήσει η επανάσταση στην Γερμανία είμαστε όλοι χαμένοι.

Γι αυτό το λόγο άλλωστε ύστερα από την ήττα της επανάστασης στην δύση- κύρια στην Γερμανία με τους Σπαρτακιστές- ο ΛΕΝΙΝ αναγκάστηκε να επαναδιαπραγματευτεί μια νέα εξελικτική και γραμμική αντίληψη του « αντικειμενικού» μαρξισμού με την οικοδόμηση της ΝΕΠ και του κρατικού καπιταλισμού- ως το αναγκαίο βήμα- για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, πηγαίνοντας πίσω από τις «θέσεις του Απρίλη» και το ελευθεριακό «Κράτος και Επανάσταση» που μπορούσε να κυβερνήσει « η καθαρίστρια και η μαγείρισσα». ο Μάρτιο του 1923 στο κείμενο του: «κάλιο λιγότερα μα καλύτερα» ο ΛΕΝΙΝ διαπίστωνε ότι απουσίαζαν οι όροι για να περάσει η ΕΣΣΔ άμεσα στο Σοσιαλισμό.

Επιβεβαιώνοντας την ορθή επιστημονικά εκτίμηση του Κ. ΜΑΡΞ πως ύστερα από την επανάσταση και την κατάληψη της εξουσίας και μέχρι τον σοσιαλισμό, μεσολαβεί μια ολόκληρη «μεταβατική περίοδος» που συνυπάρχουν ανταγωνιστικά και με διαφορετική μορφή, οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές τάσεις/σχέσεις με τις κλονισμένες αλλά όχι ακόμη ολοκληρωτικά ηττημένες καπιταλιστικές σχέσεις /τάσεις.

Και σε αυτό το επίπεδο τα πράγματα είναι διαλεκτικά και σαφέστατα μη-γραμμικά. Οι ηττημένες καπιταλιστικές σχέσεις/ τάσεις υποχωρούν και εξαφανίζονται στο βαθμό που η ίδια η εξουσία περνάει στους ίδιους τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου. Παραγωγοί που έχουν να διαχειρισθούν και να μοιράσουν την σχετική πάντα αφθονία ενός κοινωνικού πλούτου και όχι την σπανιότητα του. Μιλάμε πάντα για ένα κοινωνικό πλούτο και όχι για τον πλούτο γενικά. Π.χ πόσο αλήθεια κοινωνικός πλούτος είναι η καταναλωτική αφθονία των ημερών μας; Αλήθεία πόσο κοινωνικός πλούτος για την ανθρωπότητα και τι είδος ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα είναι εάν 2,5 δισεκατομμύρια Κινέζοι προσεγγίσουν την καταναλωτική ευφορία της δύσης, αποκτώντας από ένα σύμβολο της ιδιωτικότητας , π.χ αυτοκίνητο;

Κατά συνέπεια η εξαφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων εντός ενός μεταβατικού μετακαπιταλιστικού συστήματος περνάει μέσα από μια ποιοτική και όχι απλώς εκτατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα–μέσα από την αλλαγή του παγκόσμιου παραγωγικού και καταναλωτικού παραδείγματος- στην κατεύθυνση της υπέρβασης της εργασίας ως μια αναγκαστικής μονότονης και αδιάφορης δραστηριότητας και της ανάδειξης του ουσιαστικού ελεύθερου χρόνου ως βάση του κοινωνικού πλούτου.

Αυτό προϋποθέτει την παραγωγή ενός νέου απελευθερωτικού και επαναστατικού πολιτισμού κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περιμένει την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο σε μια ή σε μια σειρά από χώρες αλλά αρχίζει από την οικοδόμηση μιας επαναστατικής ηγεμονίας στα πλαίσια ακόμη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Να ακόμη ένας άλλος τρόπος/ λόγος για την ύπαρξη και την δράση της οργανωμένης πάλης της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Φυσικά αυτό δεν μπορούσε και δεν μπορεί να συμβεί να σε μια καθυστερημένη καπιταλιστική χώρα–όπως η τσαρική Ρωσία- που είχε να λύσει αστικοδημοκρατικά ζητήματα. Ζητήματα εκτατικής ανάπτυξης της οικονομικής βάσης και όχι ποιοτικής αναδιανομής. Για αυτό το λόγο ο ΛΕΝΙΝ εμμένει στην χρησιμοποίηση του ταιυλορισμού και θεωρούσε πως η «η ταξική αντιδραστικότητα του ταιυλορισμού μπορούσε να αναιρεθεί από την σοβιετική εξουσία και τη σοβιετική οργάνωση»( Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Άπαντα» τ 27 σ: 242-243) .

Μόνο που και στο επίπεδο της πολιτικής αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων τα πράγματα εκείνη την εποχή δεν ήταν καλύτερα. Τα γεγονότα και οι συσχετισμοί δυνάμεις σε μια τελευταία ανάλυση ήταν σχετικά ξεκάθαροι. Μια οικονομική ανάπτυξη μπορούσε να απαντηθεί μέσα από ένα ισχυρό κράτος, εξαιτίας της αδυναμίας των κοινωνικών τάξεων και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης να την απαντήσουν.

Κάτι που και πραγματοποιήθηκε στο όνομα του σοσιαλισμού και ενάντια στις τάσεις της επαναστατικής χειραφέτησης. Το αντίθετο ίσως να μπορούσε(;;) να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια παγκόσμια κλίμακα όπου ο ανισόμερος μη-ορθολογικός επαναστατικός μεσσιανισμός των ρώσικων μαζών θα αλληλεπιδρούσε με την συνδυασμένη ανάπτυξη της ορθολογικής εκτατικής βιομηχανικής ανάπτυξης της Δύσης.

Έχω την άποψη πως ο ΛΕΝΙΝ και οι Μπολσεβίκοι σε αντίθεση με τους μενσεβίκους δεν ήταν έξω από την πολιτική αντίληψη που πιο πάνω περιγράψαμε κατά συνέπεια είναι ιστορικά και πολιτικά άδικο να χρεώνουμε στον ΛΕΝΙΝ και τον Λενινισμό το σταλινικό ιδεολόγημα του «σοσιαλισμού σε μόνο μια χώρα».

Τα υβριδικά μοντέλα- όπως είναι οι μεταβατικές κοινωνίες και οι δυαδικές εξουσίες- για πολύ λίγο διάστημα λειτουργούν σε κατάσταση ισορροπία- αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι σε σύντομο διάστημα να επανέρχεται η παγίωση της κάθε φορά κυρίαρχης τάσης που όμως αδυνατεί να αποβάλει σε σύντομο διάστημα τον υβριδικό του μανδύα. Και αυτό έχει ως συνέπεια την γέννηση ιστορικών «τεράτων» και το μπλοκάρισμα των άλυτων αντιφάσεων μέχρι την στιγμή που η κάθε φορά ιστορικά αναγκαία τάση ολοκληρώσει το προτσές της και επικρατήσει.

Ιστορικά «τέρατα» όπως π.χ είναι η ανορθολογική βαρβαρότητα του σταλινισμού που είναι μια διαστροφή μιας αυθεντικής επανάστασης σε αντίθεση με τον Ναζισμό. Όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο ΖΊΖΕΚ: «οι εκκαθαρίσεις κατά τη διάρκεια του σταλινισμού ήταν κατά έναν τρόπο πιο «ανορθόλογες» από ό,τι η ναζιστική βία: παραδόξως αυτή η υπερβολή ήταν μια αδιάσειστη ένδειξη ότι στην περίπτωση του σταλινισμού και σε αντίθεση με τον φασισμό είχαμε μια διεστραμμένη αυθεντική επανάσταση»( Σ.ΖΙΖΕΚ: « Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; Πέντε παρεμβάσεις σχετικά με την (κατά)χρηση μιας ιδέας» -«scripta»- 2002 σ:182 ).

Ένα γεγονός που μας υποχρεώνει να μην κρατάμε μια ουδέτερη στάση ανάμεσα στο υβριδικό καθεστώς της ΕΣΣΔ και τον καπιταλισμό. Ανάμεσα στον Σταλινισμό- ως μια διεστραμμένη αυθεντική επανάσταση- και τον Ναζισμό, ως μια διεστραμμένη αντεπαναστατική λαίλαπα, όπως έδειξε και ο β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Δικαιώνοντας εκ νέου την τελευταία μεγάλη μάχη του Λ. Τρότσκι για το ζήτημα της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο που ερχόταν. Εξάλλου «Το ίδιο το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό μπορεί να παράγει διάφορες μορφές προλεταριακού κράτους αλλά η ουσία τους θα είναι αναγκαστικά μία: η διδακτορία του προλεταριάτου»( MARTA HARNECKER: «βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού»- ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ σ: 130).

Αυτό συνέβη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αυτό θα συμβεί και με αυτό τον τρόπο παραγωγής που θα τον αντικαταστήσει. Η Οκτωβριανή επανάσταση άνοιξε αυτή την μακρά ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας και αυτό δεν έχει αντίστροφη παρά μόνο μια αταξινόμευτη, υβριδική, απροσδιόριστη, μη-γραμμική διαδικασία/ πορεία. Και στην αρχή αυτής της διαδικασίας σημαντικότερη ήταν η συνεισφορά του μεγάλου επαναστάτη ΛΕΝΙΝ, κατά μια έννοια και εάν δεν υπήρχε ο ΛΕΝΙΝ θα έπρεπε οι μπολσεβίκοι να εφεύρουν τον Λενινισμό.

Νομίζω πως έφτασε η ώρα να προσεγγίσουμε μια απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Δηλαδή στο ερώτημα εάν έχει ο Λενινισμός θέση στην επαναστατική θεωρία του 21ου αιώνα. Και σε αυτό το σημείο αρχίζουν τα δυσκολότερα. Καθώς παράλληλα με την θέση του Λενινισμού στο επαναστατικό γίγνεσθαι είναι αναγκαίο να προσεγγιστεί μια απάντηση στο τι σημαίνει επαναστατική θεωρία στον 21ο αιώνα. Και για να πάμε πιο πίσω ποίες είναι δομικές αλλαγές στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα στην μετάβαση του στον 21ο αιώνα και ποιες αλλαγές αναμένονται στα επόμενα χρόνια. Μια δύσκολη και πολυεπίπεδη απάντηση που θεωρώ πως απέχουμε πολύ από το να έχουμε ολοκληρωμένα ερμηνευτικά εργαλεία για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα.

Αυτό δεν μας εμποδίζει να ερευνήσουμε απαντήσεις στα πλαίσια του Μαρξισμού ως μια επαναστατική ενότητα θεωρίας και πράξης που στόχο δεν έχει να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τα πράγματα αλλά να τα αλλάξει άρδην. Και στα πλαίσια ενός Λενινισμού, ως μιας μάχιμης θεωρίας πολιτικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας, ενός μάχιμου κριτηρίου που δεν περιμένει την αναγκαία ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών αλλά ερευνά την ανάδυση του ριζικά καινούργιου, την ανάδυση του ριζικά καινοφανούς έξω και πέρα από τις οποιοδήποτε δομικές αναγκαιότητες που ερευνά την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης στιγμής με στόχο να «είσαι πάντα σε ετοιμότητα[όπως γράφει ο Γ. ΛΟΥΚΑΤΣ ο ΛΕΝΙΝ ]…δεν έπαψε ποτέ να διδάσκεται θεωρητικά από την πραγματικότητα και ότι ταυτόχρονα ήταν πάντοτε ήταν έτοιμος να δράσει..»( Γ.ΛΟΥΚΑΤΣ: «Η σκέψη του Λένιν»- «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»- 1990 σ: 121). Δηλαδή στόχος είναι η υλική και συλλογική ενόραση μιας νέας θεωρίας ριζικού πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Εν ολίγοις και εάν δεν υπάρξει ένας ΛΕΝΙΝ στο 21ο αιώνα θα πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο Λενινισμό.

Β) «τι να κάνουμε» στον 21ου αιώνα;;;

1)νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού

Εν αρχή θα υποστηρίξω πως τις τελευταίες δυο τουλάχιστον δεκαετίες, με τον ένα ή τον άλλο ρυθμό και τρόπο, έχουμε περάσει σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ένα νέο στάδιο που τα βασικά του στοιχεία είναι: α) οι ποιοτικές αλλαγές στην βασική σχέση εκμετάλλευσης και στην παραγωγική διαδικασία που συνιστάνε μια νέα αλληλοδιαπλοκή των μηχανισμών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεράξιας β) τις ποιοτικές ανακατατάξεις στο παγκόσμιο πλέγμα του κεφαλαίου και την αλλαγή στην μορφή και τον τρόπο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. γ) την αλληλοδιαπλοκή του επιπέδου της οικονομικής βάσης και του εποικοδομήματος, την ποιοτική μετάλλαξη και αλληλοδιαπλοκή των σχέσεων κοινωνίας – κράτους – ΜΜΕ , των σχέσεων ζωντανής και νεκρής εργασίας, των σχέσεων παιδείας- εργασίας- επιστήμης – τεχνολογίας δ) την δημιουργία ενός νέου προλεταριάτου πολύ πιο μορφωμένου αλλά και πολύμορφα κατακερματισμένου και νομαδικού. Ένα γεγονός που οξύνει στο έπακρο την τάση χειραφέτησης/ απελευθέρωσης με την τάση χειραγώγησης / υποταγής.

Το νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού όλο και συχνότερα παίρνει το όνομα ολοκληρωτικός καπιταλισμός και αυτό γιατί: α) έχουμε τον ολοκληρωτικό σφετερισμό από το κεφάλαιο του χρόνου εργασίας και του ελεύθερου χρόνου, της επιστήμης, και της τεχνικής. β) την γενικευμένη και την ολοκληρωτική ανάπτυξη του καπιταλισμού σε έκταση σε πλανητική κλίμακα. γ) την ποιοτική καθολική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δ)την συνολικοποίηση των καπιταλιστικών πολιτικών και κοινωνικών ολοκληρώσεων ε) την ουσιαστική άρνηση των λαϊκών ελευθερίων και την αυταρχικοποίηση των δομών της αστικής δημοκρατίας. στ) την διαφορετικού τύπου ενοποίηση και διάσπαση των εργαζόμενων σε παγκόσμια κλίμακα.

Το νέο αυτό στάδιο του καπιταλισμού δημιουργεί νέες συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης που όλο και πιο έντονα και πολύμορφα το εθνικό και το κοινωνικό αλληλοδιαπλέκεται με το ταξικό. Αναδιατάσσοντας τα ριζώματα, τα επίπεδα, τους τόπους και τους χώρους συνάντησης και δράσης των καταπιεσμένων υποκειμένων νομαδικών και συλλογικών. Διαμορφώνοντας νέου τύπου φτώχεια και φετιχοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Ένα υλικό και ιδεολογικό προτσές που εγκλωβίζει και μπλοκάρει τις τεράστιες δυνατότητες που γεννοβολά η τεράστια τεχνολογική επανάσταση της εποχής μας που υπεραναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις.

Σε τέτοιες συνθήκες εμπειρικού νομαδισμού που διαμεσολαβείτε πολύμορφα από τα ΜΜΕ- σε συνθήκες που το φορμαλιστικό στοιχείο εμφανίζεται ως ένα νεκρό γράμμα- μπροστά στην βία και την ιμπεριαλιστική διάθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δρώντας ως βιοεξουσία τι μπορεί να προτάξει το επαναστατικό κίνημα;;

Και μήπως εντός αυτών των συνθηκών ένας Λενινισμός- ως κριτήριο κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού και ως μια πολιτική παρέμβαση- που επανεισάγει την επαναστατική συνείδηση από «τα έξω» , είναι αναγκαίος και κρίσιμος παράγοντας επαναστατικών ρήξεων και αλλαγών;;

Αλλά τι σημαίνει το από «τα έξω» εντός της ολοκληρωτικής/ καθολικής μόλυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Κατά μια έννοια δεν υπάρχει τιποτε έξω από το κλειστό και αντιφατικά δομημένο χώρο / τόπο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Και πως θα ξαναγίνει η απεργία, μια σχολή πόλεμου, μια σχολή ταξικού πόλεμου(Α. ΤΣΕΡΒΕΤΟ-«Ταξικοί αγώνες και επαναστατικό κόμμα»- Διεθνισμός – 1992) - σύμφωνα και με την αντίληψη του ΛΕΝΙΝ- όταν η πλειοψηφία του προλεταριακού πλήθους – ιδιαίτερα στην αναπτυγμένη Δύση δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τμήμα μιας κοινωνικής τάξης που δρα ως τέτοια και μπορεί και να δράσει και δι’ εαυτόν; Την ίδια στιγμή που ξεσπάνε άγριες απέλπιδες εξεγέρσεις στις καπιταλιστικές μητροπόλεις από νέους καταπιεσμένους που γνωρίζουν πως ζούνε και θα ζήσουν χειρότερα από τους πατεράδες τους.

Σίγουρα από την άλλη είναι αλήθεια αυτό που λένε πως «η δύναμη του προλεταριάτου βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι ο αριθμός του και συνοχή του μεγαλώνει εξαιτίας του ίδιου του προτσές της οικονομικής ανάπτυξης»( Α. ΤΣΕΡΒΕΤΟ-«Ταξικοί αγώνες και επαναστατικό κόμμα»- Διεθνισμός – 1992 σ: 116). Αλλά αυτό όμως σίγουρα δεν φτάνει για την ανασύνθεση των δυνάμεων στο πεδίο της στρατηγικής αυτονομίας του προλεταριάτου αν και αποτελεί μια αντικειμενική βάση.

Κατά τα μια εκ νεου διαλεκτική ανανοηματοδότηση η ανασύνθεση και η ενοποίηση των προλεταριακών δυνάμεων περνάει μέσα από τους δαιδαλώδες δρόμους της συντονισμένης αλλά και ευέλικτης δράσης και παρέμβασης της όποιας κάθε φορά επαναστατικής πρωτοπορίας. Με αλλά λόγια εάν την εποχή του ΛΕΝΙΝ το μοντέλο της επαναστατικής συσσώρευσης πέρναγε μέσα από το μοντέλο «πειθαρχία», σήμερα περνάει μέσα από το μοντέλο «ευελιξία».

2) βιοπολιτικός Λενινισμός

Ναι είναι αλήθεια πως το επαναστατικό κίνημα πρέπει να επανεισάγει την έννοια της «συνείδησης απο τα έξω»όχι όμως με μια δογματική φορμαλιστική λογική - το «απ΄εξω» όπως είπαμε- δεν σημαίνει πως υπάρχει κάποιος χώρος, τόπος , ρίζωμα που δεν έχει μολυνθεί από την καπιταλιστική αλλοτρίωση που μπορεί να παίξει το ρόλο «σωτήρα», απεναντίας «σωτήρες» , ούτε υπήρχαν, ούτε υπάρχουν. Το «απ’ έξω» ξανά μας οδηγεί στο έξω από τις σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου εντός του χώρου/ τόπου της παραγωγής πλούτου και υπεράξιας. Αλλά εντός του συνόλου της ολοκληρωτικής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και αξιοποίησης.

Στοχεύοντας στην προλεταριακή-πληθυντική αυτοαξιοποίηση, στην μετατροπή της καπιταλιστικής βιοεξουσίας σε προλεταριακή βιοπολιτική δράση. Αναδεικνύοντας τους καθολικούς βιοπολιτικούς όρους ύπαρξης του παγκόσμιου προλεταριάτου σε πλανητική κλίμακα. Στην μάχιμη πολιτική ενοποίηση του πράτειν και του παράγειν. Την πολιτική ενοποίηση της γνώσης(nosse) με το velle( θέληση για δύναμη) στην κατεύθυνση της παραγωγής του πολιτικού σώματος του δύνασθαι(posee). (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ-«Το υποκείμενο της δύναμης. Καλικλής, Nietzsche, Negri)- ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΙΑ). Η παραγωγή ενός «μιας νέας γης[και ενός]λαού που δεν υπαρχει ακόμη»(ΝΤΕΛΕΖ-«Τι είναι Φιλοσοφία»), μιας εξόδου για το παγκόσμιο έθνος των καταπιεσμένων.

Η μάχιμη ενοποίηση της εργατικής τάξης περνάει μέσα από την ενοποίηση των βιοπολιτικών επιπέδων εξόδου των προλεταριακών νομαδικοτήτων. Το να κλαίμε για την χαμένη τιμή της βιομηχανικής εργατικής τάξης και του βιομηχανικού προλεταριακού πολιτισμού της δεν ωφελεί, εξάλλου τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται. «Η πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας …στο κεφάλαιο γενικεύει της αντίφαση της εκμετάλλευσης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας , όπως ακριβώς η επέκταση των βιοεξουσιών δημιουργεί τους όρους για μια βιοπολιτική απάντηση από την πλευρά της κοινωνίας, όχι πλέον με την έννοια των εξουσιών που ασκούνται επί της ζωής , αλλά με την έννοια της δύναμης της ζωής ως απάντηση σε αυτές τις εξουσίες.»( «ΟΥΤΟΠΙΑ 72 –Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ»- T. Negri- Ο Φουκώ μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος – σ: 175 2006 ).

Δηλαδή με αλλά λόγια αυτό το συγκεκριμένο Λενινιστικό «από έξω» είναι εμμενής εσωτερικό των δομών, των σχέσεων και συσχετισμών δύναμης ενισχύοντας σε όλα τα επίπεδα τις καπιταλιστικές αντιφάσεις που γεννάει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός.

Κάθε επίπεδο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι πεδίο αντάρτικης δράσης της ζωντανής εργασίας. Για αυτό είναι αναγκαίος ένας επαναστατικός λόγος που θα συνολικοποιεί την επαναστατική προλεταριακή δράση- αντιπροσωπεύοντας την συνολική στρατηγική οπτική των πληθυντικών προλεταριακών τάξεων.

Κατά συνέπεια ξαναθυμίζοντας ένα από τα πλέον κλασικά κείμενα του ιταλικού εργατισμού- το κείμενο του Μ. ΤΡΟΝΤΙ «ο Λένιν στην Αγγλία»( Ρ. ΠΑΝΤΣΙΕΡΙ- Α. ΝΕΓΚΡΙ- Μ. ΤΡΟΝΤΙ : Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα- Κομμούνα)μπορούμε και εμείς να πούμε πως στόχος μας δεν είναι να ανακαλύψουμε την πολιτική οργάνωση της προωθημένης πρωτοπορίας αλλά το πεδίο της ενοποίησης της εργατικής τάξης.

Μια στεγανοποιημένη σταθερή οργάνωση «χρησιμοποιείται αμέσως από το κεφάλαιο ή από το εργατικό κίνημα[την γραφειοκρατία] για λογαριασμό του κεφαλαίου»( Ρ. ΠΑΝΤΣΙΕΡΙ- Α. ΝΕΓΚΡΙ- Μ. ΤΡΟΝΤΙ : Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα- Κομμούνα σ: 149). Για αυτό το λόγο η κινητικότητα, η ευελιξία, το αστάθμητο εκτός από στοιχεία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού πρέπει να γίνουν και στοιχεία του νέου αυτού απελευθερωτικού προτάγματος.

Δίχως να ανησυχούμε για αυθορμητίστικες παρεκτροπές. Καμία επαναστατική ανατροπή δεν έγινε αυθόρμητα όλα περνάνε μέσα από συλλογικές δραστηριότητες τα ίδιας της εργατικής τάξης και των «πρωτοποριών». Μέσα από την διαλεκτική σύνδεση και αλληλοεπίδραση των ιστορικών μορφών που κάθε φορά παίρνει η αντιεξουσία της εργατικής τάξης με την κάθε φορά ιστορική μορφή που παίρνει η οργάνωση των πρωτοπορών επαναστατικών δυνάμεων.

Αυτό που αλλάζει και διαφοροποιείται είναι οι δομές και οι φόρμες που οργανώνεται το προλεταριάτο. Κατά συνέπεια οι σημερινές δομές και οι φόρμες του «κόμματος νέου τύπου» και του συνδικάτου στην φάση του ευέλικτου ολοκληρωτικού καπιταλισμού αδυνατούν να απαντήσουν ριζικά.

Το ότι δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη νέες δομές και φόρμες αυτό δεν σημαίνει πως «αύριο» δεν μπορεί να συμβεί και ένας Λενινισμός έχει αυτό το ρόλο. Δηλαδή πρόκειται για ένα επαναστατικό ρεαλισμό που θα ερευνήσει και να βοηθήσει μεθοδολογικά και πολιτικά τις νέες δομές και φόρμες που θα πάρει η νέα ταξική αυτοπεποίθηση, η ενότητα του προλεταριακού ανταγωνισμού.

Έτσι ώστε ο «ΛΕΝΙΝ» στην φάση του παγκόσμιου ολοκληρωτικού καπιταλισμού να είναι και πάλι η παραγωγή πολιτικής της οργανωμένης παρέμβασης της εργατικής τάξης στην πιο ψηλή βαθμίδα ανάπτυξης και κρίσης του.

Ο Λενινισμός δεν μπορεί να παραστήσει τους ειδικούς της απελευθέρωσης. Το προλεταριάτο έχει τις γνώσεις και την εμπειρία να δώσει τις απαντήσεις, ο Λενινισμός θα αποτελέσει το μεθοδολογικό εργαλείο της συστηματοποίησης της προλεταριακής εμπειρίας. Και αυτό είναι το μέγιστο των καθηκόντων των οργανωμένων δυνάμεων σε αυτή την μεταβατική φάση.

Αυτό βέβαια συνεπάγεται μια πρωτοπόρα δράση και πειραματισμό σε όλα τα επίπεδα, μια μάχιμη δραστηριότητα που θα βλέπει την εμμένεια της εξουσίας και των ταξικών σχέσεων αλλά και της προλεταριακής αντεξουσίας. Την βιοπολιτική και την βιοεξουσία ως ταξική πάλη και το αντίθετο.

Μόνο που πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε κάθε αστάθμητη έκφραση της συνάντησης των κοινωνικών υποκειμένων, αστάθμητη έκφραση που θα γεννήσει το ριζικά καινοφανές. Διαδικασία κατά την οποία η αλληλοδιείσδυση των αντίθετων, η υπάρχουσα μη-γραμμική αντίφαση κάνει δυνατή την καταστροφή των παλαιών σχέσεων και την δημιουργία νέων.

Γι αυτό το λόγο ο κόσμος των βεβαιοτήτων, των κλειστών συμπάντων, ο κόσμος που θα άλλαζε με μια ωραία έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα τελείωσε οριστικά. Ε ναι σε ένα τέτοιο απροσδιόριστο σύμπαν μόνο ένας βιοπολιτικός Λενινισμός που μπορεί να επαναδομήσει την ενότητα επαναστατικής τακτικής- στρατηγικής μπορεί να απαντήσει.

Γ) «ο ΛΕΝΙΝ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ»

Στο πρώτο μέρος αυτής της μικρής μας εργασίας προσπαθήσαμε να είμαστε όσο γίνεται πιο τίμιοι και αντικειμενικοί με το ιστορικό ρεύμα του Λενινισμού, προσπαθήσαμε να υπερβούνε το σκόπελο της αγιοποίησης αλλά και το ύφαλο της ηθικισμού, της κατάρας και του αναθέματος.

Στο δεύτερο μέρος θεωρήσαμε πως η πολυπλοκότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού επιβάλει ένα Λενινισμό ως μεθοδολογικό εργαλείο ενός νέου κομμουνιστικού κινήματος. Ένα Λενινισμό που θα συνδυάζει τις καλύτερες παραδόσεις του Οκτώβρη με τα καινοτόμα προτάγματα του Μάη του 68. Ένα Λενινισμό αποτέλεσμα της ετερογενούς διάρκειας της επαναστατικής παράδοσης των καταπιεσμένων.

Όπως είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε ένα «Μαρξ πέρα από το Μαρξ» αντίστοιχα πρέπει να διερευνήσουμε ένα «Λένιν πέρα από τον Λένιν».

Όπως μετα από την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας ο ΛΕΝΙΝ –όπως και πιο πάνω ξανάπαμε – ξανασυναντήθηκε με τον ΧΕΓΚΕΛ , έτσι και οι επαναστατικές δυνάμεις του 21ου αιώνα πρεπει να ξανασυναντηθούν με τις θεωρητικές βάσεις του Μαρξισμού και του Λενινισμού για να τις μεταλλάξουν διαλεκτικά. Δημιουργώντας έναν μεθοδολογικό εργαλείο της παραγωγής μιας συγκεκριμένης πολιτικής της συγκεκριμένης στιγμής που δεν θα ακυρώνει την στρατηγική για χάρη της τακτικής, αλλά ούτε και το αντίθετο, παράγωντας την συγκεκριμένη ουτοπία, «την δημιουργική συγχώνευση του συνειδητού με το ασυνείδητο…αυτό που αποκαλούμε έμπνευση»(ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ:«Ο Τρότσκυ ως φιλόσοφος» «ΛΕΩΝ» 2001 σ: 124). Μια έμπνευση που δεν μένει στα κοινωνικά «στάδια» , στις οικονομικές και πολιτικές αναγκαιότητες , ούτε όμως περιμένει η καθολική απελευθέρωση να είναι ένα μονόπρακτο έργο με ένα βέβαιο αίσιο happy and. Πρόκειται για μια στάση ζωής που θα καθοδηγείται από το ρητό του ΜΑΟ «Είναι δίκαιο να εξεγειρόμαστε», είναι δίκαιο να επαναστατούμε. Μέχρι η παράδοση των καταπιεσμένων να σπάσει το κομφορμισμό που διαρκώς την απειλεί και να πάρει εκδίκηση για τους χιλιάδες αιώνων ταξικής καταπίεσης.

Δεν υπάρχουν επαναστάτες δίχως αίτια, υπάρχουν επαναστάτες και επαναστατικές δυνάμεις που δεν έχουν ακόμη διερευνήσει όλα τα αιτία και όλες τις δυνατότητες που η ίδια η πραγματικότητα δημιουργεί και ο Λενινισμός- ως η επιστήμη της επανάστασης- μας βοηθάει να τις ανακαλύψουμε, να τις αναλύσουμε και να τις ενοποιήσουμε σε μια νέα επαναστατική ενότητα θεωρίας και πράξης.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ