Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

3/29/2009

Επιστήμη και Γνώση:Αντιθέσεις και δυνατότητες της εποχής μας

Εκδήλωση με τον Ευτύχη Μπιτσάκη τη Δευτέρα 30/3 στις 18:00 στο Πολυτεχνείο
Στη νέα “τρομοκρατική” φάση του παγκόσμιου συστήματος και εν μέσω μιας τεράστιας έκρηξης της τεχνολογίας και των επιστημονικών ανακαλύψεων, εμφανίζεται ένα νέο κύμα σκοταδισμού, ανορθολογισμού, αγνωστικισμού και παράδοσης σε μεταφυσικές αντιλήψεις και ερμηνίες του κόσμου. Πρόκειται για μια φάση, στην οποία δεν αναβαθμίζεται μόνο η ωμή βία, αλλά και ο ιδεολογικός πόλεμος του “εχθρού”. Κεντρικός είναι ο ρόλος της θρησκείας, που αποτελεί κύρια έκφραση της ταχύτατης εξάπλωσης του εθνικισμού και του ανορθολογισμού, εξάπλωση που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του επιθετικού και αντιδραστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο ιδεολογικό επίπεδο.

“ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ για την ΑΝΑΤΡΟΠΗ”

Στη νέα “τρομοκρατική” φάση του παγκόσμιου συστήματος και εν μέσω μιας τεράστιας έκρηξης της τεχνολογίας και των επιστημονικών ανακαλύψεων, εμφανίζεται ένα νέο κύμα σκοταδισμού, ανορθολογισμού, αγνωστικισμού και παράδοσης σε μεταφυσικές αντιλήψεις και ερμηνίες του κόσμου. Πρόκειται για μια φάση, στην οποία δεν αναβαθμίζεται μόνο η ωμή βία, αλλά και ο ιδεολογικός πόλεμος του “εχθρού”. Κεντρικός είναι ο ρόλος της θρησκείας, που αποτελεί κύρια έκφραση της ταχύτατης εξάπλωσης του εθνικισμού και του ανορθολογισμού, εξάπλωση που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του επιθετικού και αντιδραστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο ιδεολογικό επίπεδο. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης επιδιώκουν συνειδητά να δυναμώσουν το παγκόσμια κυρίαρχο νεοσυντηρητικό ρεύμα, σ’ ένα κλίμα αποδόμησης κάθε είδους κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Αδυνατώντας να ενσωματώσουν την εργατική τάξη και να προσφέρουν κάποιο θετικό κοινωνικό - πολιτικό όραμα προσπαθούν (επιτυχώς ως τώρα, κυρίως στις ΗΠΑ) να τη διασπάσουν και να προσεταιριστούν τα πιο χτυπημένα κομμάτια της με τους εσωτερικούς πολέμους των πολιτισμών (θρησκεία, αμβλώσεις, διδασκαλία του Δαρβίνου, εθνοτικές διαφορές, πατριωτισμός κλπ).

Εστιάζοντας στα ζητήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, η παραπάνω τάση εκφράζεται με την αναβάθμιση της αντιεπιστημονικής δεισιδαιμονίας στη θέση της ως τα χθες τεχνοκρατικής υπεραισιοδοξίας. Η υπόκλιση μπροστά στις δυνάμεις της σημερινής τεχνολογικής και επιστημονικής επανάστασης συνδυάζεται με μια άνοδο των μεταφυσικών ανησυχιών για την αλόγιστη χρήση τους.

Το εν λόγω ζήτημα, θεωρούμε, ότι απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στο πώς θα το προσεγγίσουμε, χωρίς να εγκλωβιστούμε στα δύο άκρα (που επί της ουσίας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος): από τη μια στην αποθέωση της επιστήμης και της τεχνολογίας και από την άλλη στην πλήρη απόρριψή τους, υιοθετώντας εν τέλει μια αντιεπιστημονική και ανορθολογική τάση (που σημειωτέον έχει επηρεάσει τη σύγχρονη αριστερά). Ο κοινός παρονομαστής των δύο αυτών αντιλήψεων, δεν είναι άλλος από την άρνηση του κοινωνικού ανθρώπου ως απόλυτου μέτρου της προόδου.

Μιλώντας ειδικότερα για το χώρο του πανεπιστημίου, οι αντιλήψεις που αναπτύσσονται από τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις για την επιστήμη κυμαίνονται από την αποδοχή του αστικού οικονομισμού - τεχνοκρατισμού ως και την πλήρη απαξίωση της επιστήμης και της γνώσης.

Καταρχήν, είναι απαραίτητες κάποιες διασαφηνίσεις. Η επιστημονική αλήθεια είναι προϊόν κοινωνικό και ως τέτοιο εκφράζει τις δυνατότητες και τις αντιθέσεις της δοσμένης κοινωνίας. Επομένως, το σχηματισμό μιας επιστήμης δε μπορούμε να τον δούμε έξω από την ιστορία: έξω από τους τεχνολογικούς, τους πολιτικούς και τους ιδεολογικούς όρους του. Με τη διαμόρφωσή της, η επιστημονική γνώση αποκτά τους δικούς της νόμους και μια σχετική αυτοτέλεια. Μέσα από το γίγνεσθαί της, ωστόσο, εκφράζονται οι αντιθέσειςτου κοινωνικού είναι. Η ιδεολογία διαποτίζει το σώμα της επιστήμης και η επιστήμη παράγει ιδεολογία. Έτσι, γίνονται δυνατές οι ιδεαλιστικές αποπλανήσεις, όχι μόνο στο χώρο της φιλοσοφίας, αλλά και στο χώρο των ειδικών επιστημών. Όπως δεν υπάρχει απόλυτη πλάνη, έτσι δεν υπάρχει και απόλυτη αλήθεια έξω από ιστορικούς προσδιορισμούς και δεσμεύσεις και έξω από ιδεολογικές καταβολές. Η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης πραγματώνεται μέσα σε καθορισμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν τόσο αυτό το γίγνεσθαι, όσο και την κατανόησή του. Η επιστήμη επαναστατικοποιεί την τεχνολογία, αλλά και οι επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης καθορίζουν την ανάπτυξη της επιστήμης. Η επιστήμη δεν είναι απλά ένας θεσμός δίπλα στην κοινωνία, αλλά μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί μέρος των παραγωγικών της δυνάμεων, αλλά και του οικονομικού της εποικοδομήματος. Δεν είναι, λοιπόν, ουδέτερη ούτε στο οικονομικό - παραγωγικό ούτε και στο ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, ενώ η επιστήμη διατυπώνει αλήθειες, δηλαδή προτάσεις που αντιστοιχούν στις δομές, στις σχέσεις και την κίνηση του πραγματικού, παράλληλα, η ιδεολογία επηρεάζει τις εννοιολογικές βάσεις, την κατανόηση και συχνά τη στρατηγική της έρευνας (ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες που είναι επί τις ουσίας ταξικές).

Το σημαντικό είναι ότι δεν είναι η επιστήμη γενικά που δημιούργησε την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, αλλά είναι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή που καθορίζει τη συγκεκριμένη αστική επιστήμη. Επομένως, υπάρχει αλληλένδετη ιστορική εξέλιξη επιστήμης – τεχνολογιών - τρόπου παραγωγής και ο χαρακτήρας της παρούσας σχέσης τους καθορίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εξηγείται και η σημερινή αντιφατική τους σχέση: αφενός η επιστήμη αποτελεί στοιχείο εξέλιξης της γνώσης μας για τον κόσμο και αφετέρου όργανο ταξικών συμφερόντων. Οι Μαρξ και Ένγκελς, αντίθετα με τις κατηγορίες εναντίον τους για επιστημονισμό και σε διαπάλη με την τεχνοκρατική ιδεολογία της εποχής τους, δεν είδαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού αφηρημένα ως “πρόοδο”, αλλά άσκησαν σκληρή κριτική σ’ αυτή. Αντίστοιχα, στο σήμερα, η κριτική μας στάση πρέπει να εκκινεί από το ότι η επιστήμη καταρχήν εξυπηρετεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά και αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία.

Ο ρόλος αυτός της επιστήμης, προφανώς έχει συγκεκριμένες συνέπειες στο περιεχόμενο, αλλά και στην κατεύθυνση της επιστήμης και της έρευνας (στοιχεία που διαφαίνονται και στην ανάλυση που προηγήθηκε για τη γνώση και την έρευνα στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο). Την ίδια στιγμή όμως, και παράλληλα μ’ αυτήν την κριτική, η επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να αντιμετωπίσει με αμέλεια τη θεωρία και την επιστήμη, διότι μια τέτοια στάση οδηγεί τελικά στη μαζική επίδραση και κυριάρχηση τεχνοφοβικών και αγνωστικιστικών αντιλήψεων.

Έτσι, απαιτείται μια συνολική και διττή αντιμετώπιση του ζητήματος. Αφενός πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι στο ότι ο αστικός οικονομισμός - τεχνοκρατισμός εκφράζει την υστερική επιδίωξη ενός γερασμένου συστήματος να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα για την άνοδο της κερδοφορίας του με τη βοήθεια των νεότατων τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο ιδεολογικός καθορισμός και η αντιδραστική έως καταστροφική κοινωνική αξιοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο και να σχετικοποιούνται τα όρια της άρνησης, η γνωστική της αξία και οι απελευθερωτικές κοινωνικές δυνατότητες που δημιουργεί για τον κόσμο της εργασίας. Άλλωστε, η επιστήμη δεν είναι κάποια αμετακίνητη γνώση, αλλά ένα γίγνεσθαι με τις αντιφάσεις του. Ειδικά το νέο δεν προκύπτει από το τίποτα, αλλά από το ήδη υπάρχον, σαν η άρνηση και η διαλεκτική κατάφασή του. Η γνώση προχωρεί ανοδικά και κάθε νέα περιοχή της γνώσης στηρίζεται στις προηγούμενες, που είναι αναγκαίες για την κατανόησή της.

Η προσπάθεια απάντησης στο αστικό - τεχνοκρατικό ρεύμα, που υποστηρίζει ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας μπορεί να ξεπεράσει οριστικά τα κρισιακά φαινόμενα του καπιταλισμού, δεν πρέπει να μας σπρώχνει στο ρεύμα της μικροαστικής τεχνοφοβίας και της αμυντικής οικολογικής ευαισθησίας, που αντιμετωπίζει εχθρικά και αντιδιαλεκτικά την επιστήμη και την τεχνολογία. Η απάντηση δεν είναι η υποτίμηση των αντιφατικών κατακτήσεων της ανθρώπινης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και της ταξικής πάλης που τις διαμορφώνει. Μια τέτοια υποτίμηση οδηγεί στην άρνηση του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων και της σύγκρουσής τους με τις παραγωγικές σχέσεις.

Κατ’ επέκταση, η κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις δομές οτυ πανεπιστημίου ή τα κυβερνητικά μέτρα, αλλά να επεκτείνεται και στο περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης και έρευνας. Απαιτείται γι’ αυτό να επιδιώκει τη συνολική κριτική στο πρόγραμμα σπουδών και στην κατεύθυνση της έρευνας στα πανεπιστήμια, από τη σκοπιά της ιδιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας απ’ την εργατική τάξη και τη νεολαία, από τη σκοπιά της αλλαγής της κατεύθυνσής τους. Να θέσουμε την ανάγκη άλλου περιεχομένου: σύγχρονου, μεθοδικά ανεπτυγμένου, θεμελιωμένου ιστορικά για τις φυσικές επιστήμες στη θέση της στενής ειδίκευσης και του τεχνοκρατισμού. Παράλληλα, ριζική αλλαγή του περιεχομένου και εισαγωγή του επιστημονικού λόγου στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία, αντί της θετικιστικής μεθοδολογίας και του εμπειρισμού με ταυτόχρονη απαλοιφή των αντιδραστικών και ιδεαλιστικών φλυαριών. Εν τέλει, σε συνδυασμό και αλληλοδιαπλοκή με τα παραπάνω, η μόνη εργατική - αντικαπιταλιστική απάντηση στη σημερινή κατάσταση είναι ο έλεγχος και η ιδιοποίηση της γνώσης και της έρευνας από την εργατική τάξη, μέσω της απαλλοτρίωσης της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, αλλά και η επαναστατική σύνδεση εκπαίδευσης - παραγωγής, η έρευνα για τον επιστημονικό σχεδιασμό και την εκπλήρωση των εργατικών και κοινωνικών αναγκών και όχι η υποταγή της στην ανάγκη κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Πρέπει επιπλέον, να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας στον τομέα του πολιτισμού και της θεωρίας. Η επαναστατική αντικαπιταλιστική αριστερά σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, καθώς και τα επιμέρους της μέτωπα (πχ ΕΑΑΚ), πρέπει να πρωτοστατεί στη διάδοση του εργατικού πολιτισμού και στη δημιουργία ενός μαζικού, υλιστικού ρεύματος που θα αντιπαλεύει την αστική ιδεολογία και τον ανταγωνιστικό, ατομικιστικό τρόπο ζωής, προβάλλοντας ως τρόπο ζωής τον πολιτισμό του αγώνα, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.

Εν κατακλείδι, όπως γράφει ο Ευτύχης Μπιτσάκης, «ο Μαρξισμός δεν είναι οικονομισμός, δεν αποβλέπει απλά στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων και σε μια δίκαιη διανομή των μισθών. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση με κομμουνιστική κατεύθυνση, η Εργατική Δημοκρατία και τελικά ο κομμουνισμός, η συνεχής επανάσταση αποβλέπουν στο συνολικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, καθώς και των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Κινούνται εναντίον του προηγούμενου τρόπου παραγωγικής δραστηριότητας, καταργούν τη μισθωτή εργασία, καταλύουν τη δεσποτεία όλων των τάξεων (και πάνω στη φύση), καταργώντας τις ίδιες τις τάξεις και κάθε μορφή κράτους. Ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα μα καθοδήγηση για δράση, έλεγε εύστοχα ο Λένιν. Ο μαρξισμός απαιτεί από εμάς την επιστημονική θεμελίωση της πολιτικής στο σήμερα, σε μια εποχή όπου ο ανορθολογισμός, ο αγνωστικισμός και ο τεχνοκρατισμός κερδίζουν έδαφος.

3/25/2009

ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ - ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

του Ε. Balibar

μετάφραση: Τάκης Καναβάρος

Το κείμενο που ακολουθεί, με τίτλο «Έρευνες πάνω στον εθνικισμό και το ρατσισμό», είναι το σύνολο των εισηγήσεων του Ε. BALIBAR κατά τη διάρκεια ενός κύκλου 20 σεμιναρίων που πραγματοποιήθηκε στην Ecole Pratique des Hautes Etudes en Sciences Sociales (έτος 1987-88). Το κείμενο αποτελείται από 13 κεφάλαια, τα οποία συγκεντρώνουν, με τη μορφή κάποιων θέσεων υποθέσεων, τις βασικές ιδέες γύρω από τις οποίες οργανώθηκε η συζήτηση κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων. Με αυτή την έννοια, το κείμενο δεν αποτελεί συμπύκνωση θέσεων ή συστηματοποίηση ερευνών γύρω από τη σχέση ρατσισμού εθνικισμού, αλλά περιγράφει, με τη μορφή προτάσεων για συζήτηση, τις διαστάσεις αυτού του σημαντικού πολιτικού και ιδεολογικού ζητήματος.

1. Δομή και συγκυρία

Ο ρατσισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου οι μορφές έκφρασης, οι φορείς, τα αντικείμενα (ή θύματα) και τα αποτελέσματα εξαρτώνται και καθορίζονται από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Οι ποικίλες μορφές εμφάνισης και έκφρασης του ρατσισμού καθιστούν προβληματική τη χρησιμοποίηση μιας και μόνης κατηγορίας (ο ρατσισμός) για την περιγραφή αυτού του πολύπλοκου φαινομένου. Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο ρατσισμός πρέπει να αποφύγουμε να τον θεωρήσουμε ως μια ουσία διϊστορική ή ως έκφραση μιας άλλης «κρυμμένης» ουσίας (καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, εθνικισμός). Αντίθετα, είναι προφανές ότι ο σύγχρονος ρατσισμός δεν αποτελεί απλώς και μόνο ένα επεισόδιο ή μια επιβίωση παλαιών μορφών, αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ιστορικές ρίζες, το οποίο αναπτύσσεται συνεχώς.

Πρόκειται για ένα «ψυχολογικό» φαινόμενο; Όχι, αν το θεωρήσουμε ως προκατάληψη ή ως παραλήρημα. Ναι, αν το - αναλύσουμε ως ιδεολογική δομή η οποία συγκροτεί «υποκείμενα» και «συμπεριφορές» (ατομικές ή και συλλογικές, συνειδητές ή και ασυνείδητες).

Ο ρατσισμός (οι διάφορες μορφές του) είναι πάντοτε μια κοινωνική σχέση που σχηματίζει ένα σύστημα αναπαραστάσεων, θεσμών και κινημάτων.

Αυτό το σύστημα αρθρώνεται με το σύστημα οργάνωσης και καταμερισμού της εργασίας, την πολιτική πάλη των τάξεων, τις μορφές του Κράτους - Έθνους, την αστική οικογένεια κ.τ.λ. Συνοπτικά: ο ρατσισμός, είναι μία κοινωνική σχέση η οποία σχηματίζει μία ιστορική ενότητα (αντιφατική) με άλλες κοινωνικές σχέσεις. Ο βασικός καθορισμός της σημερινής συγκυρίας είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «πέρασμα στην πράξη» δηλαδή μία τάση μετασχηματισμού του «θεσμικού» ρατσισμού (φυσιολογικά εγγεγραμμένου στις δομές του Σύγχρονου Κράτους) σε θεσμοποιημένο ρατσισμό (συγκρότηση ενός «ρατσιστικού» Κράτους μέσω ενός πολιτικού κινήματος ικανού να ηγεμονεύσει). Για να το πούμε με διαφορετικά λόγιας συλλογικοποίηση «ιδιωτικών» (ρατσιστικών) συμπεριφορών, αμοιβαία αναγνώριση μαζών θεσμών μέσω του ρατσισμού, σχηματισμός ενός διαταξικού consensus, «μετάφραση» των κοινωνικών προβλημάτων σε εθνικά προβλήματα. Στη σημερινή συγκυρία, παρατηρούμε την αποκρυστάλλωση των αποτελεσμάτων της κρίσης της μορφής Έθνος (που δεν αντιφάσκει με την γενίκευση αυτής της μορφής σε όλο τον πλανήτη) και του εργατικού κινήματος (που δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την επέκταση της προλεταριοποίησης ενώ παράλληλα αναδεικνύει τα στενά όρια του διεθνισμού). Στο έδαφος αυτής της διπλής κρίσης και των αποτελεσμάτων της γίνεται φανερό ότι μόνο η αποδιάρθρωση αυτού που θα ονομάζουμε «ρατσιστική» κοινότητα (communauté raciste) μπορεί να αποτελέσει διέξοδο από την σημερινή κρίση. Τα πολιτικά μέσα όμως για την αποδιάρθρωση της «ρατσιστικής» κοινότητας δεν έχουν ακόμη βρεθεί.


2. Οι μεταμορφώσεις της ρατσιστικής ιδεολογίας

Το ερώτημα που έχει τεθεί (στη Γαλλία και άλλες χώρες) είναι αν πρόκειται για ένα «νέο ρατσισμό», μη αναγώγιμο στους «επίσημους» ορισμούς που προτάθηκαν από την ιστορία, τη φιλοσοφία και την ανθρωπολογία μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου και κατά τη διάρκεια της εποχής της αποαποικιοποίησης. Πράγματι, από τη δεκαετία του 60, παρατηρείται μία διαδικασία αντικατάστασης της ρατσιστικής ιδεολογίας που συγκροτείται με βάση τη βιολογική διαφορά από εκείνη που τείνει να «θεσμοποιήσει» την πολιτισμική διαφορά ως πυρήνα του σύγχρονου ρατσισμού.

Αυτή η μετατόπιση, δεν μπορεί να εμφανίζεται με τις ίδιες μορφές σε όλες τις χώρες, γιατί η κυρίαρχη μορφή της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν είναι παντού η ίδια. (Στη Γαλλία, η τάση για αφομοίωση των πολιτισμικών διαφορών ήταν ανέκαθεν ισχυρότερη από την ιδεολογία της «βιολογικής» διαφοράς των λαών).

Επί πλέον, η μετατόπιση αυτή ποικίλει ανάλογα με τα «αντικείμενα» του ρατσισμούς ο αντισημιτισμός (θεολογικής προέλευσης ιδεολογία) είναι, με αυτή την έννοια, το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «ρατσισμού χωρίς ράτσα». Τέλος, οι μεταλλάξεις του λόγου του ρατσισμού (που είναι δείκτες μετασχηματισμών της ιδεολογικής του δομής) δεν πρέπει να συγκαλύπτουν την αναπαραγωγή ορισμένων κοινωνικών πρακτικών, όπως η απομόνωση πληθυσμών και η κυριαρχία επ' αυτών, που αποτελούν «δομικά» χαρακτηριστικά του ρατσισμού. Στο μέτρο που οι παραπάνω προϋποθέσεις ισχύουν, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι από τη δεκαετία του 60 υπάρχει μια μετατόπιση της ρατσιστικής ιδεολογίας. Ακόμη και οι κοινωνιοβιολογικές θεωρίες τείνουν περισσότερο να θεσμοποιήσουν τις πολιτισμικές διαφορές ως πυρήνα της σύγχρονης ρατσιστικής ιδεολογίας, παρά να θεμελιώσουν τη διαίρεση της ανθρωπότητας με βάση μια ψευτοεπιστήμη των «φυλών». Κάτω από αυτό το πρίσμα ο «διαλογικός» ρατσισμός του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (κοινωνικός Δαρβινισμός) βρίσκεται σε υποχώρηση. Ο «βιολογικός» ρατσισμός είναι η έκφραση της ιδεολογίας των κληρονομικών διαφορών και του σωματικού «φαντάσματος» (εγγραφή ψυχοκοινωνιολογικών χαρακτηριστικών στο ανθρώπινο σώμα). Αντίθετα, ο «κουλτουραλιαμός» (culturalisme) (δηλ. η θεωρία των πολιτισμικών διαφορών) κατόρθωσε να συγκαλύψει επιφανειακά την ιδέα της ιεραρχίας, η οποία όμως παρουσιάζεται ως αναγκαία συνθήκη «ταξινόμησης» των διαφορετικών πολιτισμών (Bildung σε αντίθεση με την Kultur). Ο «επιστημονικός» ρατσισμός του 19ου αιώνα, ως εφαρμογή των «εξελικτιστικών» θεωριών (théories évolutionistes), βρίσκει τις ρίζες του στις πρώτες επεξεργασίες του «γενεαλογικού» σχήματος κατά την κλασική εποχή, (αυτές οι επεξεργασίες λαμβάνουν χώρα κατά την περίοδο της μετάβασης από τη «θεολογική» στη «φυσιοκρατική» ανθρωπολογία).

Ο σύγχρονος «νεορατσισμός» είναι ίσως ένα φαινόμενο μετάβασης προς το «μεταρατσισμό» (που είναι πάντα ένας ρατσισμός).

Το φαινόμενο αυτό αναπτύσσεται την εποχή της αποαποικιοποίησης και του αυξανόμενου ρόλου του σχολικού μηχανισμού στην αναπαραγωγή και νομιμοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Παράλληλα, ο «νεορατσισμός» οφείλει να προσαρμοστεί στη διεθνοποίηση των επικοινωνιών και της κυκλοφορίας της εργασιακής δύναμης, και στο μετασχηματισμό των «συνόρων» σε όργανα κοινωνικής προφύλαξης (η τρομοκρατία, το AIDS). Οι νέες «φυλές», στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι, οι μετανάστες και οι «κοινωνικά αποκλεισμένοι». Σ' αυτές τις νέες κατηγορίες εφαρμόζονται πολιτικά και ανθρωπολογικά σχήματα αποκλεισμού τα οποία θεμελιώνονται στη βάση ενός τριπλού καθορισμού (ταξική καταγωγή, εθνική προέλευση, κοινωνική παθολογία).

Παράλληλα, μέσω αυτών των νέων κατηγοριών πραγματοποιείται αποτελεσματικά η καθημερινή ιδεολογική αναστροφή των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων. (Στη Γαλλία, οι περισσότεροι μετανάστες δεν είναι νομικά ξένοι, και κατά συνέπεια τα προβλήματα της μετανάστευσης είναι προβλήματα της γαλλικής κοινωνίας, a forriori στη Μ. Βρετανία).

3. Το «παράδοξο» γίγνεσθαι του ρατσισμού

Η ιστορία του ρατσισμού σε κάθε χώρα πρέπει να αναλύεται με αναδρομικό τρόπο, ως ένας συνδυασμός πολλών ιδεολογικών σχηματισμών οι οποίοι αναδιοργανώνονται συνεχώς, με τρόπο ώστε να συγκροτούν το πεδίο μιας «μνήμης» που χρησιμεύει για την ερμηνεία του παρόντος με βάση ένα απωθημένο ή εξιδανικευμένο παρελθόν (δεν είναι λοιπόν η φυλή που αποτελεί τη βιολογική μνήμη του είδους, αλλά είναι ο ρατσισμός που συνιστά μια ιδεολογική μνήμη των σύγχρονων κοινωνιών). Η αναφορά στο «παράδοξο» γίγνεσθαι του ρατσισμού σημαίνει ότι ο σύγχρονος ρατσισμός παραπέμπει σε γεγονότα (και όχι μόνο σε δομές) και στα ασυνείδητα ή συνειδητά ίχνη που άφησαν αυτά τα γεγονότα (στο πεδίο μιας συλλογικής μνήμης). Πρόκειται αφ' ενός για τα ίχνη του αντισημιτισμού και της κατάληξης του στο ναζισμό και αφ' ετέρου για τα ίχνη της αποικιοκρατίας και της «ελλιπούς» αποαποικιοποίησης.

Ο αντισημιτισμός δεν έχει πλέον μόνο τη παραδοσιακή «αντικαπιταλιστική» του λειτουργία με την οποία συναρθρώνεται η εξιδανίκευση της «χριστιανικής» Ευρώπης.

Παράλληλα, συγκροτεί το μοντέλο μιας οριστικής λύσης του προβλήματος «μετανάστης».

Η νεοαποικιοκρατία επανενεργοποιεί, σε διεθνή κλίμακα, ένα ιδεολογικό σχηματισμό ο οποίος παρουσιάστηκε στη Γαλλία μετά την Επανάσταση και τις Η.Π.Α. μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Πρόκειται για τη «νομιμοποίηση» των ανισοτήτων πέρα από την «τυπική» νομική ισότητα.

Τα ίχνη του αντισημιτισμού και της νεοαποικιοκρατίας συγκροτούν την αναπαράσταση της Δύσης ως εστίας του παγκόσμιου Πολιτισμού η οποία απειλείται από την επιστροφή ή την επιβίωση της «βαρβαρότητας» (που μπορεί να πάρει τη μορφή του επιθετικού καπιταλισμού των Αράδων ή των Ιαπώνων όπως επίσης και τη μορφή της «δημογραφικής» έκρηξης των εξαθλιωμένων πληθυσμών του Νότου).

4. Ο «ταξικός» ρατσισμός

Η πάλη των τάξεων και η πάλη των «φυλών» είναι δύο ανταγωνιστικά σχήματα της φιλοσοφίας της ιστορίας τα οποία συγκροτούνται όταν οι ιδεολογικές δομές της χριστιανικής φεουδαρχίας αντικαθίστανται από εκείνες του καπιταλισμού. Η αντικατάσταση των τάξεων από τις φυλές είναι συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατική επέκταση και με την «εθνοποίηση» των κρατών. Αυτές οι δύο διαδικασίες συνεισφέρουν στην «εθνοποίηση» των σχέσεων κυριαρχίας. Οι πρώτες «φυλές» είναι οι τάξεις της περιόδου της μετάδοσης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Ήδη όμως, με την εμφάνιση της ισπανικής ιδεολογίας (idéologie espagnole) της «καθαρότητας» του αίματος, οι γενεαλογικοί, πολιτικοί και θεολογικοί καθορισμοί αυτής της ιδεολογίας είχαν ενσωματωθεί στο «εθνικιστικό» σύστημα αναπαραστάσεων και θεσμών.

Η «εθνοποίηση» του «ταξικού» ρατσισμού αναπαράγεται στη σύγχρονη εποχή έχοντας ως αντικείμενο (και στόχο) το προλεταριάτο. Στις αρχές του 19ου αιώνα συγκροτείται στην Ευρώπη μία κοινωνική ανθρωπολογία η οποία κατασκευάζει την έννοια «φυλή των εργατών» (race des ouvriers), θεμελιώνοντας παράλληλα μία σχέση αντιστοιχίας ανάμεσα στην οικονομική αθλιότητα, το βιολογικό εκφυλισμό και την τάση για εγκληματικότητα.

Αυτός ο ιδεολογικός σχηματισμός (ο οποίος «θεωρητικοποιήθηκε» από την Ιατρική, την Ψυχολογία και τη Στατιστική) παραπέμπει σε τρεις ιστορικές διαδικασίες.

α) Την πολιτική Δημοκρατία, δηλ. την πάλη των τάξεων για ισότητα, μετά τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. (Οι εργαζόμενες τάξεις είναι «επικίνδυνες» τάξεις σύμφωνα με τον L. Chevalier).

β) Την παρουσίαση της χειρωνακτικής εργασίας ως του «ίδιου» χαρακτηριστικού της «φυλής» των εργατών. Αυτό πραγματοποιείται όχι μόνο με τη μορφή που υπήρχε στην αρχαιότητα (το σώμα του υπηρέτη και το πνεύμα του κυρίου) αλλά κυρίως με τη σύγχρονη μορφή που παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας (Taylor)ς Οι άνθρωποι σώματα (ή υποάνθρωποι) και οι υπεράνθρωποι της κυρίαρχης τάξης, που είναι (hommes sans corps) άνθρωποι «χωρίς σώμα» και ταυτόχρονα προικισμένοι με ένα «υπερσώμα» (σεξουαλικό και αθλητικό). γ)Την ανάπτυξη της ανθρωπονομίας (σύμφωνα με την έκφραση του D. Bertaux)ς Δημογραφικές τεχνικές και θεσμοί οικογενειακής και χωροταξικής σχεδιοποίησης συνδεδεμένοι με τις αντιφατικές αναγκαιότητες του καπιταλισμού. (Διατηρώντας ένα υπερπληθυσμό και «σταθεροποιώντας» την εργασιακή δύναμη μέσω της θεσμοποίησης μιας «κοινωνικής κληρονομικότητας» της εργατικής τάξης).

Οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών κατά τον 19ο και 20ο αιώνα (μετανάστευση και μετακινήσεις στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών) και η αποικιοκρατική επέκταση, θεσμοποιώντας στο εσωτερικό των εθνικών χώρων τα σύνορα μεταξύ των «αυθεντικά εθνικών» εργαζόμενων και των «ιθαγενών», επέτρεψαν τη μετατόπιση των «φυλετικών χαρακτηριστικών».

Αφ' ενός, η εργατική τάξη «εθνοποιήθηκε» και μετασχηματίστηκε σε ενεργό παράγοντα της πολιτικής μέσω του θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας και του Κράτους Πρόνοιας. Αφ' ετέρου, ο μετανάστης και ο «ιθαγενής» εργαζόμενος στις αποικίες συγκροτούν τη νέα «φυλή των εργατών». Με αυτόν τον τρόπο μεγιστοποιείται η ταύτιση ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα και την ταξική προέλευση.

Αυτή η μετατόπιση παίζει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία ενός σχίσματος στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, αλλά δεν ακυρώνει τον «ταξικό» ρατσισμό (και κυρίως την παρουσίαση της χειρωνακτικής εργασίας ως χαρακτηριστικού της «φυλής» των εργατών). Ο «ταξικός» ρατσισμός ως φαινόμενο, επιτρέπει να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η ίδια η εργατική τάξη αυτοπαρουσιάζεται ως «φυλή» (απαντώντας στο «ταξικό» ρατσισμό) αποδίδοντας μια γενεαλογική συνιστώσα στην ταξική της προέλευση και εξιδανικεύοντας τη χειρωνακτική εργασία, η οποία εμφανίζεται ως «αρρενωπή» εργασία. Παράλληλα, αυτό το υποσύνολο της εργατικής ιδεολογίας, συνεισφέρει στην παρουσίαση των «κεκτημένων δικαιωμάτων» της εργατικής τάξης ως «προνομίων» και συμπίπτει συχνά με τον αντισημιτισμό και την ξενοφοβία.

5. Ρατσισμός και γνώση

Είναι απαραίτητο να αναλύουμε το ρατσισμό όχι ως αυθαίρετο παραλήρημα ή" ως προκατάληψη που συντηρείται από την άγνοια, αλλά με θετικό τρόπο, ως σκέψη ικανή να παράγει έννοιες συνδεδεμένες με το πραγματικό.

Για αυτό το λόγο ο αντιρατσισμός δεν μπορεί να συνιστά μια παιδαγωγική στηριγμένη στην «επιστημονική αλήθεια» ούτε μια πολιτική διαπαιδαγώγηση των «κοινωνικών βάσεων» του ρατσισμού. Πρόκειται, και αυτό είναι ακόμη δυσκολότερο, για μια διαδικασία αλλαγής ενός τρόπου σκέψης, συνθήκη αναγκαία για τη διάλυση της «ρατσιστικής» κοινότητας.

Η «ρατσιστική» κοινότητα σχηματίζεται γύρω από το ρατσισμό στο μέτρο που αυτός συγκροτεί ένα πεδίο «γνώσης». Η σημασία του όρου «γνώση» είναι σ' αυτό το σημείο διπλής αφ' ενός αντιστοιχεί σε μια επιθυμία γνώσης και αφ' ετέρου θεσμοθετεί μια αμοιβαιότητα (αμοιβαία αναγνώριση) μεταξύ μιας «αυθόρμητης» αντίληψης της κοινωνίας και μιας θεωρητικοποίησης της ιστορίας του ρατσισμού.

Τα αντικείμενα αυτής της «γνώσης» είναι απατηλά (πρόκειται για εικόνες του εγώ και του άλλου θεμελιωμένες πάνω σε μια γενίκευση μερικών σταθερών χαρακτηριστικών).

Η ίδια όμως η «γνώση» δεν είναι απατηλή και αναφέρεται σε τρεις, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους διαδικασίες.

α) Προσπάθεια θεωρητικής ταξινόμησης των «κοινωνικών ειδών», β) Ορισμός θέσεων που ένα υποκείμενο μπορεί να καταλάβει στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων (αλλά και των σεξουαλικών σχέσεων), γ) Επεξεργασία ενός συστήματος εξηγήσεων, (το οποίο αναζητά αιτίες) για το προσωπικό και συλλογικό πεπρωμένο.

Οι κατηγορίες αυτής της «γνώσης» είναι πριν απ' όλα προορισμένες: α) Να ενεργοποιήσουν το πέρασμα από ένα αόρατο σ' ένα ορατό (να αποκαλυφθεί η ένταξη σε μία κοινότητα). β) Να καταστήσουν ορατή και σύγχρονη την Προέλευση (αποκαλύπτοντας το μυστικό της διαίρεσης της ανθρωπότητας) και γ) Να δοθεί νόημα στην πάλη μεταξύ του Καλού και του Κακού (μέσω αυτής της νοηματοδότησης γίνεται εφικτή η μετάθεση του πεδίου της πάλης των τάξεων στο πεδίο της πάλης των φυλών). Παράλληλα πολλές «επιστημονικές» περιοχές (κοινωνιοβιολογία, κοινωνική ψυχολογία κ.ο.κ.) καλούνται να νομιμοποιήσουν την εγκυρότητα των κατηγοριών αυτής της «γνώσης». Βασική λειτουργία του ρατσισμού ως γνώση είναι η «αισθητική» αναπαράσταση της πολιτικής ή με άλλα λόγια, η παρουσίαση της πολιτικής ως «αισθητικής». Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός χοίρου άμεσης αναπαράστασης για αυτό το οποίο δεν μπορεί να αναπαρασταθεί ή να κατανοηθεί (π.χ. αναζήτηση αιτιών της βίας των υποκειμένων ή των μαζών).

6. Ρατσισμός και οικουμενισμός

Πρόκειται για ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό και πολιτικό πρόβλημα. Ο ρατσισμός δεν είναι εν γένει το άλλο του οικουμενισμού, αλλά, παραδόξως, αντιπροσωπεύει μια μορφή του οικουμενισμού, και κατά συνέπεια δεν είναι ούτε το άλλο του σύγχρονου ανθρωπισμού, στο μέτρο που αυτός γίνεται κατανοητός ως ιδεολογία του «ανθρώπινου είδους». (Αυτή η θεώρηση του ρατσισμού δεν αμβλύνει ούτε κατ' ελάχιστο την αντίθεση μεταξύ ρατσισμού και «πρακτικού» ανθρωπισμού νοούμενου ως ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων). Η αναφορά του ρατσισμού στο ανθρώπινο είδος εγγράφεται στο μοντέλο της θεωρητικής του οργάνωσης που έχει ως βάση οικουμενικά ανθρωπολογικά σύμβολα τα οποία επιτρέπουν την εξιδανίκευση ενός ανώτερου πνευματικά, ηθικά και αισθητικά, ανθρώπινου τύπου. Ακόμα και όταν αυτός ο τύπος ενσαρκώνεται, προνομιακά σε μια ιστορικά καθορισμένη συλλογικότητα (πριν απ' όλα μια εθνική συλλογικότητα, ή ένα λαό) υπάρχει πάντα κάτι ιδανικό που δεν ανάγεται στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Αυτό το μοντέλο μπορεί να είναι βιολογικό (σωματικό) ή πνευματικό ή πολιτιστικός σε πρακτικό επίπεδο, αυτό το μοντέλο είναι ταυτόχρονα σωματικό και πνευματικό (στην ιστορία της Δυτικής ιδεολογίας).

Η οικουμενικότητα του ρατσισμού εκφράστηκε με τη μορφή ενός Ανώτερου Δυτικού πολιτισμού, (κέντρο του κόσμου) που αντιστοιχεί στην κυρίαρχη θέση των ευρωπαϊκών και Βορειοαμερικανικών εθνών. Αλλά, κατά μια έννοια, είναι μόνο σήμερα, την εποχή του σχίσματος της ανθρωπότητας στο εσωτερικό ενός μοναδικού παγκόσμιου χώρου επικοινωνιών και πολιτικής πάλης, που η οικουμενικότητα του ρατσισμού, ως σύνολο πρακτικών, γίνεται παγκόσμια πραγματικότητα (της οποίας το τίμημα είναι να καθοριστεί ποιος πολιτισμός θα είναι κυρίαρχος και πώς αυτός θα συναρθρωθεί με το ζήτημα της εθνότητας και του εθνικισμού).

Η κατηγορία που μεταφράζει ακριβέστερα αυτή την αμφισημία είναι εκείνη των μαζών. Οι μάζες είναι to αντικείμενο του θεσμικού ρατσισμού την ίδια στιγμή που οι θεσμοί του σύγχρονου κράτους αποδίδουν στις μάζες ένα «φυσικό» ρατσισμό. Η «ψυχολογία του όχλου» παρουσιάζεται ως μία περιοχή «γνώσης» που αφ' ενός συγκροτείται για να μελετήσει τη βία (παθολογική και ανορθολογική) των μαζών και αφ' ετέρου συγκροτεί θεωρητικά τις κατηγορίες και τα μοντέλα ανάλυσης που επιτρέπουν την εγγραφή των υποκειμένων στα σχήματα της «ρατσιστικής» αναπαράστασης της κοινωνίας.

7. Ρατσισμός, βία και μάζες


Προτείναμε παραπάνω τη θέση ότι ο ρατσισμός πρέπει να θεωρηθεί ως κοινωνική σχέση. Από την άλλη πλευρά είπαμε ότι ο ρατσισμός είναι μια γνώση που αντιστοιχεί σε μια επιθυμία και σε μια γνωστική δραστηριότητα. Τέλος, εγγράψαμε τον οικουμενισμό στο εσωτερικό της λειτουργίας της ρατσιστικής ιδεολογίας, γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί η περιγραφή μιας κοινωνικής ομάδας ως φυλής (racisation) είναι ταυτόχρονα και πάντα αποκλεισμός και ενσωμάτωση (π.χ. οι Εδραίοι, οι μαύροι Αμερικανοί, οι μετανάστες). Αυτή η αντίληψη επιτρέπει να διακρίνουμε το ρατσισμό από το μίσος του «ξένου», την επιθυμία εξανδραποδισμού ή υποταγής του «εξωτερικού» εχθρού (αν και οι δύο αυτές μορφές μπορούν να μετασχηματίζονται η μία στην άλλη στο μέτρο, που τα εθνικά σύνορα μετατίθενται).

8. Ρατσισμός και σεξισμός

Ο ρατσισμός και ο σεξισμός συνιστούν ένα ενιαίο σύστημα στο μέτρο που όλα τα «φυλετικά» σημάδια (ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε σωματικά ή ψυχολογικά φαντάσματα) αποτελούν άμεσες ή έμμεσες μεταφορές της διαφοράς των δύο φύλων.

Σ' αυτό το σημείο πρέπει να αποφύγουμε, δύο συμμετρικά λάθη:

α) Να κατανοηθούν ο ρατσισμός και ο σεξισμός ως δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις τοποθετημένες μέσα στο ενιαίο αφηρημένο σχήμα της κυριαρχίας πάνω στον Άλλο ή της ελαχιστοποίησης του Άλλου (όπου ο όρος αναφοράς θα ήταν το κυρίαρχο σχήμα άνδρας λευκός).

β) Να απομονωθούν ως διακριτές (ιδιαίτερες) ενότητες και να αποδοθεί ο ρατσισμός στο σύστημα καταμερισμού της εργασίας και ο σεξισμός στην «οικονομική» λειτουργία των «νοικοκυριών» (Wallerstein).

Το ότι ο ρατσισμός και ο σεξισμός σχηματίζουν ένα μόνο σύστημα χωρίς όμως να συγχέονται οφείλεται στο γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις υπερκαθορίζουν τη βασική κοινωνική δομή που προσιδιάζει στις σχέσεις ρατσισμού σεξισμού, τη σύγχρονη οικογένεια. Με αυτή την έννοια η πάλη των φύλων δεν πρέπει να αναλύεται μόνο ως μετάθεση των ταξικών σχέσεων αλλά και ως μετάθεση της σχέσης μεταξύ των 2 φύλων (τοποθετώντας αυτή τη σχέση στο πεδίο μιας φαντασιακής γενεαλογίας, όπου αναπαράγεται» η κυριαρχία του άνδρα πάνω στη γυναίκα).

9. Ο κύκλος του εθνικισμού και του ρατσισμού

Αν δεχτούμε ότι ο ρατσισμός αναπτύσσεται ιστορικά στο πεδίο του εθνικισμού (δηλαδή ότι ο εθνικισμός είναι μία αναγκαία συνθήκη για την ανάδυση του ρατσισμού ως κοινωνική σχέση αποκλεισμού ενσωμάτωσης (exclusion inclusion) οφείλουμε επίσης να δεχτούμε ότι ο εθνικισμός δεν μπορεί να ορισθεί χωρίς το ρατσισμό, (αν και η πλειονότητα των ιστορικών του εθνικισμού απομονώνουν τα δύο φαινόμενα, ή διαιρούν τη διφορούμενη έννοια του εθνικισμού για να εισάγουν την «φυσική» διαφορά μεταξύ «καλού» και «κακού» εθνικισμού). Αλλά, αν είναι αλήθεια ότι όλοι οι εθνικισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμοι στη συγκυρία, αυτή η αμφισημία ανήκει στην ιστορία του καθενός απ' αυτούς, και βρίσκεται στα γεγονότα, πριν ακόμα εκφραστεί με λέξεις.

Αυτή η αμφισημία μπορεί να αναφερθεί στη γενική μορφή ενός κύκλου ιστορικής αμοιβαιότητας, η οποία αποτελεί τη χρονική μορφή κάτω από την οποία εκδηλώνεται η προοδευτική κυριαρχία του Κράτους - Έθνους πάνω στις άλλες μορφές κοινωνικών σχηματισμών. Μέσα σ' αυτόν τον κύκλο, ο ρατσισμός παράγεται αδιάκοπα από τον εθνικισμό, ταυτόχρονα προς τα «μέσα» (εθνικές ή «εθνοποιημένες» μειονότητες») και προς τα «έξω» (όπως το δείχνει η ιστορία των ιμπεριαλισμών).

Και ο εθνικισμός παράγεται αδιάκοπα από το ρατσισμό, με την έννοια ότι τα αυτονομιστικά ή απελευθερωτικά κινήματα δεν θα έπαιρναν τη μορφή εθνικιστικών κινημάτων αν η κυριαρχία δεν ήταν οργανωμένη και ως φυλετική καταπίεση (τα παραδείγματα του σιωνισμού και των πολέμων για εθνική απελευθέρωση). Ο κύκλος του εθνικισμού και του ρατσισμού είναι λοιπόν μία διαδικασία που συναρθρώνει ταυτόχρονα τον «εσωτερικό» και «εξωτερικό» ρατσισμό. Και οι δύο παραπέμπουν στην ιστορική αδυναμία να ολοκληρωθεί η σύσταση της εθνικής ενότητας, είτε με τη μορφή της εξωτερικής κατάκτησης (ιμπεριαλισμός) είτε με τη μορφή της πατριωτικής απελευθέρωσης (εσωτερικής).


10. Το συμπλήρωμα του ρατσισμού

Μέσα στο χρονικά προσδιορισμένο σχηματισμό του κύκλου εθνικισμός - ρατσισμός - εθνικισμός (ή αντίστροφα, μια και ο κύκλος δεν έχει τέλος σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή) η εσωτερική διαίρεση του εθνικισμού επιλύεται παίρνοντας τη μορφή μιας αντιφατικής ενότητας.

Ορισμένες όμως συγκυρίες οδηγούν αυτή την αντιφατική ενότητα του εθνικισμού σε ακραίες μορφές. Αυτή είναι η περίπτωση τον ναζισμού, για τον οποίο οι ιστορικοί συζητούν αδιάκοπα με σκοπό να προσδιορίσουν το αν πρόκειται για μια απόλυτη πραγματοποίηση του εθνικισμού ή για το αντίθετο του (δηλαδή την καταστροφή του εθνικισμού από το ρατσισμό, μέσω του οποίου εξηγείται ο ανορθολογισμός της ναζιστικής ιδεολογίας και πρακτικής). Αλλά αυτό που δείχνει ο ναζισμός με στροφή» του εθνικισμού (ή του πατριωτισμού), είτε την «αλήθεια» του. Αυτή η αντίληψη οφείλει επίσης να ανοίξει το πεδίο ανάλυσης των δύο μορφών, από πρώτη άποψη αντιφατικών, κάτω από τις οποίες η ρατσιστική ιδεολογία και οι θεωρητικές παραλλαγές της συναρθρώνονται με τον ορισμό της εθνικής ταυτότητας, α) Είτε με τη μορφή ενός υπερεθνικισμού, δηλαδή ως συμπλήρωμα μιας ιδιαιτερότητας, μιας γενεαλογικής ή πολιτισμικής καθαρότητας, το οποίο θα επέτρεπε να ορισθεί αυθεντικά το «καθαρά εθνικό», β) είτε ως οικουμενικός εθνικισμός ως συμπλήρωμα μιας οικουμενικότητας, η οποία εγγράφει την ιστορική εθνική ταυτότητα στον ορίζοντα μιας ιδανικής κοινότητας, δυνητικά αντιπροσωπευτικής της ανθρωπότητας ή προορισμένης να σώσει την ανθρωπότητα (παραδείγματα: η Δύση, ο λευκός άνθρωπος).

Μόνο ως οικουμενικός εθνικισμός η ιδεολογία της πάλης των φυλών κατόρθωσε να αναμετρηθεί με εκείνη της πάλης των τάξεων, και μόνο ως υπερεθνικισμός κατόρθωσε να θεσμοποιήσει την καταπίεση του εσωτερικού εχθρού. Η αντίθεση ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μορφές είναι ιδιαίτερα οξυμένη στη σημερινή περίοδο κρίσης της μορφής Κράτους - Έθνους, η οποία τείνει να συγκροτήσει υπερεθνικές πολιτικές ενότητες ή να διεθνοποιήσει τις κοινωνικές σχέσεις και να μεταβάλλει τα έθνη, νοούμενα ως «επιχειρήσεις», σε μονάδες οικονομικού ανταγωνισμού.

11. Η ιστορία της μορφής έθνος

Για την αποδιάρθρωση τον μύθου «Έθνος» (ο οποίος συγκροτείται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις ιδιαίτερες μορφές του Κράτους Έθνους, και τείνει να παρουσιάσει αναδρομικά την ενότητα του ως αείμνηστο πρόταγμα ή ως πεπρωμένο, αναφερόμενος σε θεμελιωτικά θεσμικά «γεγονότα» ή συμβάντα) απαιτείται η σύσταση μιας ιστορίας της ενδεχομενικότητας (contingence) της μορφής Έθνος, η οποία να δείχνει με ποιο τρόπο και κάτω από ποιες συνθήκες επιβλήθηκε αυτή η μορφή σε παγκόσμιο επίπεδο, θα αναφέρουμε 3 καθοριστικά ζητήματα σε σχέση με την «εθνοποίηση των κοινωνικών σχηματισμών»,

α) Τον πόλεμο

β) Τον οικονομικό έλεγχο των πληθυσμών, ως συλλογικής εργασιακής δύναμης η οποία είναι διαθέσιμη για καθορισμένες μορφές εκμετάλλευσης

γ)Την αποικιοκρατία ως βασική μορφή επέκτασης του «κέντρου» προς την «περιφέρεια» κατά τη διάρκεια των περιόδων της ανάδυσης, της σταθεροποίησης και της κρίσης της μορφής Έθνος. Οι πολιτικές «ηγεμονίες» που θεσμοποίησαν το Κράτος - Έθνος συγκροτήθηκαν, ως αντίπαλοι συνασπισμοί, σε αναφορά με τα τρία παραπάνω ζητήματα, δηλαδή πάντα σε σχέση και μέσω των μηχανισμών του Κράτους. Η περιοδολόγηση των ιστορικών μορφών μέσω των οποίων εμφανίστηκαν οι διαφορετικοί «εθνικοί» κοινωνικοί σχηματισμοί αναδεικνύει τρία σημαντικά ζητήματα, α) Το προεθνικό κράτος Σημαντικοί θεσμοί όπως η μεγάλη ιδιοκτησία γης (γαιοκτησία), η συγκεντροποίηση του Δικαίου και η σύσταση της εθνικής γλώσσας είναι στην πραγματικότητα προγενέστεροι της μορφής Κράτος - Έθνος και ενσωματώνονται αργότερα στις λειτουργίες του. Αυτό το γεγονός μας υποχρεώνει να δεχτούμε την ύπαρξη στοιχείων ιστορικής συνέχειας μεταξύ του προεθνικού και του «εθνικού» κράτους που θεμελιώθηκε από την αστική επανάσταση, β) Το ιστορικό σημείο μη αναστρεψιμότητας.

Δεν μπορούμε να «παράγουμε» τη μορφή Έθνος από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά μπορούμε να περιγράψουμε τη διαδικασία που κατέστησε τη μορφή Κράτος Έθνος μη αναστρέψιμη στο πεδίο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Πρόκειται για την περιγραφή του ιστορικού πεδίου πάλης των διαφόρων αστικών τάξεων (βιομηχανική, εμπορική, χρηματιστική) που συνδέονται με ανταγωνιστικές πολιτικές πρακτικές στην αρχική φάση του καπιταλισμού (οι «αυτοκρατορίες», τα «έθνη»). Τελικά, ο κοινωνικό πολιτικός συνασπισμός που συνδέθηκε με τη μορφή Έθνος επέβαλε τη κυριαρχία του γιατί επέτρεπε ταυτόχρονα την οργάνωση της πάλης για παγκοσμία κυριαρχία και την ηγεμονία επί των αγροτικών πληθυσμών που ευρίσκοντο σε διαδικασίες προλεταριοποίησης, γ) Η καθυστερημένη εθνοποίηση. Ο σχηματισμός ενός Εθνικού Κράτους δεν σημαίνει αυτόματα ότι συγκροτείται μία ιδεολογική ενότητα που θα επέτρεπε την αφομοίωση ή τη σχετικοποίηση άλλων «συλλογικών» ταυτοτήτων και θα υπέτασσε τις κοινωνικές συγκρούσεις στη λογική της αναπαραγωγής του. (Στη Γαλλία, αυτή η ενότητα συγκροτήθηκε ένα αιώνα μετά την Επανάσταση). Είναι το Εθνικό και Κοινωνικό Κράτος (κράτος πρόνοιας), προϊόν της θεσμοποίησης της πάλης των τάξεων στο τέλος του 19ου αιώνα, αυτό που επιτρέπει την ταύτιση του status του «πολίτη» με εκείνο του «μέλους της εθνικής κοινότητας». Αυτή όμως η ενότητα είναι αντιφατική και δεν παρουσιάζεται ως μη αναστρέψιμη παρά μόνο στο μέτρο που συνεχώς ανασυγκροτείται και αναδιαρθρώνεται εναντίον των τάσεων αποσυγκρότησης που παράγει η πολιτική και οικονομική ταξική πάλη.

12. Η πλασματική εθνότητα (L' ethnicité fictive)

Η σύσταση της εθνικής «ατομικότητας» είναι συνώνυμη με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαδικασία «παραγωγής» τον «λαού». Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει το σχηματισμό ενός ιδανικού Έθνους (του οποίου το όνομα εγκαλεί το σεβασμό και απαιτεί τη θυσία), και προϋποθέτει μία άλλη, πρωτογενή διαδικασία, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σύσταση της πλασματικής εθνότητας.

Κανένα Εθνικό Κράτος δεν έχει εξ αρχής μία εθνική βάση. Αντίθετα, όλα τα Εθνικά Κράτη οφείλουν να συγκροτήσουν τη φαντασίωση μιας «φυσικής» κοινότητας, που θα εξασφαλίζει τη συνοχή των Εθνικών Κρατών και θα επιτρέπει την αλληλοαναγνώριση των μελών της κοινότητας.

Η πλασματική εθνότητα συγκροτείται μέσα από δύο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους διαδικασίες. Κατ' αρχή απαιτείται η συγκρότηση μιας γλωσσικής κοινότητας. Αυτό που έχει σημασία σ' αυτή τη διαδικασία δεν είναι η ενότητα ή η καθαρότητα της εθνικής γλώσσας αλλά η ικανότητα της να λειτουργεί ως γλώσσα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, των καθημερινών σχέσεων και των επίσημων θεσμών. Με αυτή την έννοια οι γλωσσικές πρακτικές ενοποιούν τη «γλωσσική» κοινότητα η οποία συγκροτεί «επικοινωνιακές» πρακτικές παράγοντας ταυτόχρονα την «αγάπη» για τη γλώσσα (η «μητρική» γλώσσα) και την αφομοίωση των πληθυσμών (μέσω των εκπαιδευτικών μηχανισμών). Εν τούτοις, η «γλωσσική» κοινότητα είναι ανεπαρκής για τη συγκρότηση της «πλασματικής» εθνότητας. Απαιτείται επιπλέον η σύσταση μιας «φυλετικής» κοινότητας, (με την ευρεία σημασία του όρου, δηλαδή με την έννοια μιας συγγένειας διευρυμένης στον εθνικό πληθυσμό). Η φυλετική κοινότητα ενοποιείται στη βάση της ιδεολογίας της ενδογαμίας. Ο μηχανισμός που παίζει εδώ αποφασιστικό ρόλο (με τον ίδιο τρόπο που ο σχολικός μηχανισμός συνεισφέρει στη συγκρότηση της γλωσσικής κοινότητας) είναι η σύγχρονη οικογένεια (αποτέλεσμα της διάλυσης παραδοσιακών μορφών όπως η «γενεά» και το «σόι»). Η σύγχρονη οικογένεια «παράγει» την ιδιωτική ζωή και αποτελεί ταυτόχρονα το βασικό κύτταρο του Κράτους (που προστατεύεται και ελέγχεται όντας ενσωματωμένο στους μηχανισμούς της εκπαίδευσης, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας).

Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κοινότητες που θεμελιώνονται στη βάση διαφορετικών συστημάτων διευρυμένης συγγένειας, η (εθνική) φυλετική κοινότητα, που θεμελιώνεται στις βάσεις της σύγχρονης αστικής οικογένειας, δεν είναι μια κοινότητα ανιούσας συγγενείας (ascendance) αλλά μια κοινότητα κατιούσας συγγένειας (descendance) (εξασφαλίζει τη συνέχεια και την αυθεντικότητα των παιδιών της πατρίδας).

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν οι διαδικασίες συγκρότησης γλωσσικών και φυλετικών κοινοτήτων μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα οι μεν από τις δες Φαίνεται ότι αυτό δεν είναι δυνατό. (Η στενή συσχέτιση των δύο διαδικασιών εκφράζεται μέσω της παρουσίασης των γλωσσικών διαφορών ως φυλετικών διαφορών ή για να το πούμε με διαφορετικό τρόπο, μέσω μιας μετάθεσης, όπου οι «φυλές» (les races) εμφανίζονται ως πολιτισμικές ομάδες με διαφορετική γλώσσα).

13. Ρατσισμός και πολιτική αλλοτρίωση

Ο L. Dumont έθεσε το ερώτημα: ποια σχέση έχει ο ρατσισμός με την ιδεολογία της «ισότητας», που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών; Αυτό το ερώτημα τροποποιείται στο μέτρο που η ιδεολογία της ισότητας αφ' ενός δεν είναι η μοναδική μορφή του οικουμενισμού (υπάρχει και ο ιεραρχικός οικουμενισμός) και αφ' ετέρου εγγράφεται στην ιστορία των εθνικών σχηματισμών, όπου το κράτος ορίζει την έννοια του πολίτη εκτός του πεδίου των πραγματικών οικονομικών και πολιτικών ανισοτήτων. Στη Γαλλία και την Αγγλία ο «ταξικός» ρατσισμός συνδέεται στενά με το ιστορικά διαμορφωμένο ρήγμα ανάμεσα στη τυπική έννοια τον πολίτη και στην νομιμοποίηση θεσμοποίηση της πολιτικής εκπροσώπησης της οργανωμένης εργατικής τάξης. Στις Η.Π.Α., η θεσμοποίηση των πρακτικών αποκλεισμού και η ανάπτυξη του «βιολογικού» ρατσισμού έπονται του πολέμου της Ανεξαρτησίας... Στη σημερινή συγκυρία, οι παλιές αποικίες έχουν μετασχηματισθεί σε ανεξάρτητα κράτη και κατά συνέπεια οι άλλοτε «ιθαγενείς» μετατρέπονται σε πολίτες του κόσμου (citoyens du monde). Είδαμε παραπάνω ότι αυτή η κατάσταση συμπίπτει με την ανάπτυξη του «πολιτισμικού» (ή κουλτουραλιστικού) ρατσισμού.

Ο ρατσισμός εμφανίζεται ως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αναπαραγωγής της πολιτικής «αλλοτρίωσης» στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται α) μέσω της αναπαράστασης της ιστορίας των κοινωνιών ως πεπρωμένου. β) μέσω της «αισθητικής» απεικόνισης των κοινωνικών σχέσεων, γ) μέσω της σύστασης της ιρρασιοναλιστικής κατηγορίας «μάζες». δ) μέσω της έξαρσης του εθνικισμού.

Στο πεδίο των αποτελεσμάτων αυτής της διαδικασίας μπορούμε να εγγράψουμε τη σταθερή υποβάθμιση (regression) της έννοιας του πολίτη, (ως δυνατότητας άσκησης «συλλογικού» ελέγχου των κρατικών θεσμών από τα υποκείμενα) η οποία μετατρέπεται σε ένα status ή σύστημα «προνομίων». Στο πεδίο των συνθηκών οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αμφισημία των σχέσεων που εγκαθιδρύονται μεταξύ των αναπαραστάσεων της φυλής και της τάξης. Πρόκειται για μια διαδικασία αντικατάστασης της έννοιας πάλη των τάξεων από την έννοια πάλη των φυλών (υπάρχουν πάντα «φυλετικές» έννοιες για την αναπαράσταση των τάξεων, κυρίαρχων και κυριαρχούμενων).

Παράλληλα και ταυτόχρονα παρατηρείται μια διάχυση της έννοιας φυλή η οποία γίνεται διαταξική και καλείται να εκφράσει τη «συγγένεια» των μελών της φυλής στο φαντασιακό επίπεδο. Επιπλέον η έννοια φυλή συγκροτεί το πεδίο όπου ταυτόχρονα «εθνοποιείται» και «διεθνοποιείται» η πάλη των τάξεων (ο εσωτερικός εχθρός, η περικύκλωση από τους «βαρβάρους»).

3/24/2009

ΚΚΕ : Η Απόφαση για το σοσιαλισμό και τα τρία Σ

Γιώργος Ρούσης

Το άρθρο που ακολουθεί αφορά στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τη σχετική με το σοσιαλισμό, η οποία δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» τη Δευτέρα 23 του Μάρτη. Ο λόγος που με οδήγησε να ασχοληθώ και πάλι με αυτό το ζήτημα, είναι ότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί ένα παραπέρα βήμα –χειρότερο απ’ ότι οι αντίστοιχες Θέσεις- στην απαράδεκτη τοποθέτηση από μέρους του ΚΚΕ απέναντι στα έκτροπα της σταλινικής περιόδου. Και επειδή έλαχε να ξεκινήσω με παρέμβαση μου στον προσυνεδριακό διάλογο, την κριτική αυτής της Θέσης, ένοιωσα υποχρέωση μου να ασχοληθώ και με την ολοκλήρωση της έτσι όπως προκύπτει από την Απόφαση του Συνεδρίου.

Ενώ λοιπόν στις Θέσεις, έστω σε μια υποσημείωση τους, (Θέση 16 υποσημείωση 18) τα εγκλήματα της περιόδου 1936-1938, μεταξύ άλλων εναντίον της πλειοφηφίας των μελών της ΚΕ του κόμματος, της πλειοψηφίας των Συνέδρων του 17ου Συνεδρίου του, αλλά και απλών μελών του , χαρακτηρίζονταν σαν «υπερβολές στην αντιμετώπιση των [αντεπαναστατικών] κέντρων», στη Απόφαση δεν γίνεται πια λόγος ούτε καν για «υπερβολές». Αντίθετα υποστηρίζεται ότι «από τις συνθήκες επιβλήθηκε η άμεση αντιμετώπιση αυτών [των αντεπαναστατικών] κέντρων με τις δίκες του 1936 και 1937.(σελ.17)

- Ενώ πέρα από την επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 50, εντοπίζονται καμιά δεκαριά παράγοντες-εσωτερικοί και εξωτερικοί- οι οποίοι συνέβαλαν σε αυτήν την επικράτηση και τελικά στη νίκη της «αντεπανάστασης»(σελ.27), ανάμεσα τους δεν υπάρχει ούτε μια αράδα για τις κατάφορες παραβιάσεις της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της σταλινικής περιόδου, αλλά και για την μη πλήρη αποκατάσταση της στη συνέχεια. Έτσι, ενώ ορθά επισημαίνεται ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση προήλθε «από τα μέσα και από τα πάνω», είναι αδύνατον να ερμηνευθεί πως έγινε κατορθωτό να αυτονομηθεί το «από πάνω» και να αποσπαστεί από τα συμφέρονται των «κάτω» και τελικά να στραφεί εναντίον τους δίχως οι «κάτω» να έχουν καμιά δυνατότητα , αλλά και διάθεση, αντίστασης.

- Τέλος, το όλο εγχείρημα της υπεράσπισης της ενίσχυσης του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού κατά της ίδιας της εργατικής τάξης, θεωρητικοποιείται πια αναφανδόν στο σημείο 4 (σελίδα 8) της Απόφασης όπου απορρίπτεται σαν λαθεμένη η κατεξοχήν μαρξική θέση ότι «στη σοσιαλιστική βαθμίδα συντελείται η απονέκρωση του κράτους», λες και η βαθμίδα αυτή του «μισοκράτους», της «κοινότητας», της «κομμούνας», του «όχι καθαυτού κράτους» κατά τους κλασικούς και τον Λένιν, έχει κανένα νόημα αν κατά τη διάρκεια της δεν οδηγεί στη πλήρη απονέκρωση του κράτους, δηλαδή στην ακρατική, αυτοδιευθυνόμενη κομμουνιστική κοινωνία.

Αυτή η Απόφαση του ΚΚΕ, η οποία από τη μια υποστηρίζει τις πλέον μελανές πτυχές εκείνης της περιόδου και από την άλλη σε οδηγεί αν μη τι άλλο να διερωτάσαι, αν «ελευθερία ανάπηρη πάλι [δεν] σου τάζουν» για το μέλλον, επικυρώνει με τον πιο επίσημο τρόπο το πρώτο από τα τρία Σ που το χαρακτηρίζουν, εκείνο του Σταλινισμού. Και αυτό το Σ συνδέεται μια χαρά με το δεύτερο Σ εκείνο του Σεχταρισμού του ΚΚΕ , ο οποίος αποτελεί στην πράξη τον αντίποδα της μετωπικής πολιτικής που διακηρύσσει στα λόγια. Το τρίτο και χειρότερο Σ εκείνο του Συντηρητισμού το οποίο αναδείχτηκε ξεκάθαρα κυρίως με τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στο νεολαιίστικο ξέσπασμα του περασμένου Δεκέμβρη και το χάϊδεμα της αστυνομίας και των μικροαστικών αντανακλαστικών της σιωπηλής πλειοψηφίας , αν και φαινομενικά δείχνει να μην συνάδει με τα δυο προηγούμενα, στην πραγματικότητα αποτελεί συμπλήρωμα τους και το επιστέγασμα της γραφειοκρατικοποίησης και χαμένης επαναστατικότητας του.

Και δυστυχώς όλα αυτά, σε μια περίοδο που όχι μόνον όπως λέει και ο ποιητής «υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη» , αλλά που αυτή η άνοιξη αποτελεί τη μοναδική διέξοδο από τη βαρβαρότητα.

Γιώργος Ρούσης

ΤΑ ΣΤΑΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ



Μοιάζει ίσως παράδοξος ο τίτλος και η τοποθέτηση που θα ακολουθήσει, όμως από αυτά που θα εκτεθούν θα γίνει φανερό ότι ο Στάλιν επέστρεψε στο προσκήνιο της ιστορίας και έχει εγκατασταθεί ως νοοτροπία και τρόπος άσκησης εξουσίας, τόσο στο πλέγμα των επιχειρήσεων του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου , όσο και στη πρακτική των καπιταλιστικών κρατών.
Η ειρωνία είναι ότι ο φοβερός αντίπαλος του καπιταλισμού , ο εφιάλτης της Δύσης είναι εκείνος του οποίου την πρακτική ακολούθησε και ακολουθεί σήμερα ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα στο τωρινό στάδιο εξέλιξης. Μένει να αποδειχθεί αν αυτό θα συμβεί και κατά τη περίοδο της κρίσης.
Το κύριο στοιχείο του σταλινισμού, αν εξαιρεθεί ο αυταρχικός τρόπος της διακυβέρνησης και της άσκησης της εξουσίας, ήταν η φιλολαική ρητορική την στιγμή που η εξουσία απομακρυνόταν από το λαό. Το προλεταριάτο και ο λαός στο όνομα του οποίου ασκείτο η εξουσία, απουσίαζε όλο και περισσότερο και τη θέση του καταλάμβαναν μηχανισμοί κομματικοί, ή και άλλοι οι οποίοι διοικούσαν τις επιχειρήσεις ,διαμόρφωναν το πολιτικό κλίμα και έπαιρναν τις αποφάσεις . Ετσι η δημοκρατία των σοβιέτ μετατράπηκε σε ένα καταπιεστικό και αδιαφανές καθεστώς με εκμεταλλευτικό μάλιστα χαρακτήρα.
Δημιουργήθηκε η λεγόμενη νομενκλατούρα μια εξωκοινωνική κάστα δηλαδή, η οποία στελεχώθηκε από κομματικά στελέχη, ειδικούς και διανοούμενους ,που σκοπό είχε την διαχείρηση του συστήματος , την διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων και την λήψη των αποφάσεων. Η τάξη (προλεταριάτο) στο όνομα της οποίας κατελήφθη η εξουσία εξωθήθηκε στη γωνία και η εκμετάλλευση των εργατών έφθασε σε πρωτοφανή για σοσιαλιστική χώρα επίπεδα. Είναι γνωστή η ανάλυση και αποκάλυψη από τον Καστοριάδη της εκμεταλλευτικής φύσης του σοβιετικού συστήματος, όταν υπολόγισε το 1950 ότι ο μισθός ενός διευθυντή μεγάλης επιχείρησης ήταν 250 φορές μεγαλύτερος από τον μισθό του ανειδίκευτου εργάτη. Με την λεξη μισθός δεν εννοούμε μόνο τον ονομαστικό μισθό, αλλά και τις πάσης φύσεως αμοιβές και προνόμια που διαμόρφωναν τις τελικές απολαβές ενός διευθυντικού στελέχους.
Απομάκρυνση λοιπόν από τον λαό και διαχείρηση της εξουσίας από την νομενκλατούρα με αδιαφανή τρόπο εξασφαλίζοντας πάντα τους όρους αναπαραγωγής της. Η εξουσία έφυγε λοιπόν από την κοινωνία και τους παραγωγούς και πήγε στους διαχειριστές και τους διαμεσολαβητές, ανάμεσα στο λαό την πολιτική εξουσία . Και εδώ μιλάμε για πολλαπλά επίπεδα διαμεσολάβησης. Μοιραία έχουμε σκλήρυνση του καθεστώτος και αυταρχική διακυβέρνηση ,αδιαφάνεια και αστυνομικό κράτος.Αυτή εν ολίγοις ήταν η κατάσταση επί σταλινικού καθεστώτος.
Αν τώρα παρατηρήσουμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, θα δούμε να αναδύεται μια σταλινική διάρθρωση των επιμέρους στοιχείων του συστήματος που εκπλήσσει.
Εμφανίστηκε στη νεοφιλελεύθερη τουλάχιστον εκδοχή του, ως λαικός καπιταλισμός μέσω του λεγόμενου μετοχικού οράματος. Ολοι θα μπορούσαν να συμμετέχουν , να γίνουν ιδοκτήτες και να μετάσχουν στα κέρδη των επιχειρήσεων μέσω της αγοράς μετοχών. Θα ήταν αρκετό ενα μικρό κεφάλαιο για να είναι κανείς μέτοχος και ιδοκτήτης, δηλαδή ένας μικρός καπιταλιστής.Δόθηκαν μετοχές έναντι αμοιβής στους εργαζόμενους των ιδιωτικών, αλλά και των κρατικών επιχειρήσεων και η ψευδαίσθηση της συμμετοχής στη διοίκηση μέσω των γενικών συνελεύσεων των μετόχων.
Ο παραδοσιακός καπιταλιστής όπως τον ξέραμε παλιότερα έπαψε να υπάρχει , μειώνοντας σε χαμηλά ποσοστά την συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας εκχωρώντας την διοίκηση στους πάσης φύσεως Μάνατζερς και την εταιρική λεγόμενη γραφειοκρατεία. Αν δούμε την μετοχική σύνθεση των εταιρειών του καπιταλιστικού κέντρου θα παρατηρήσουμε ότι κατοχή ποσοστών άνω του 5% των μετοχών είναι σπάνια.Αντίθετα υπάρχουν εκατομμύρια μετόχων με πολύ μικρά ποσοστά. Αυτό συμβαίνει τόσο στην παραδοσιακή βιομηχανία όσο και στο χρηματιστικό κεφάλαιο . Στα μεγάλα funds για παράδειγμα συμμετέχουν μέσω των ασφαλιστικών τους ταμείων εκατομμύρια εργαζόμενοι . Οι παλιοί παραδοσιακοί καπιταλιστές διέσπειραν τα κεφάλαια τους σε πολλές επιχειρήσεις διαφόρων τομέων και σε διάφορα funds, μειώνοντας το ρίσκο και αυξάνοντας την απόδοση των κεφαλαίων τους . Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί από το προσκήνιο ο παραδοσιακός κεφαλαιούχος όπως τον ξέραμε και να αναδυθεί η εξουσία των μάνατζερς , των διαμεσολαβητών και των διαχειριστών που αποτελούν την νέα νομενκλατούρα του συστήματος. Αυτό που ενδιέφερε πλέον ήταν η μεγιστοποίηση της απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων και οι διαχειριστές ήταν οι ειδικοί. Ετσι από τον ηρωικό καπιταλισμό της συσσώρευσης και της δημιουργίας περάσαμε στον παρασιτικό καπιταλισμό, όπου το πρωτεύον ήταν οι μεγάλες αποδόσεις, οι οποίες προέκυπταν από μη παραγωγικές συνήθως επενδύσεις . Οι ήρωες του συστήματος έπαψαν να είναι ο Ford και ο Rockfeller του καπιταλισμού της παραγωγικής ανάπτυξης , και έγιναν ο Σόρος και ο Madoff.
Αυτή λοιπόν είναι η διαφορά του νέου από τον παλιό καπιταλισμό, όπου η εξουσία της παλιάς αστικής τάξης εκχωρήθηκε στους διαχειριστές μικρούς και μεγάλους οι οποίοι αποτελούν την νέα ιδιότυπη νομενκλατούρα που έχει σταλινικά χαρακτηριστικά. Διοικεί με αδιαφάνεια διαλύοντας τις συλλογικότητες, είναι απρόσωπη μέσα από τη εταιρική γραφειοκρατία και έχει τεράστια εξουσία και ευθεία σχέση με το κράτος ,αφού στελέχη της μεταπηδούν από ιδιωτικές σε κρατικές επιχειρήσεις και τούμπαλιν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις ΗΠΑ στελέχη και μάνατζερς του ιδιωτικού τομέα κλήθηκαν από το κράτος να δώσουν λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αναφέρω τηνπερίπτωση Πόλσον αλλά και πολλών στελεχών της κυβέρνησης Ομπάμα κλπ.
Εξαιρετική η ομοιότητα συνεπώς του νέου λεγόμενου καπιταλισμού με το σταλινικό μοντέλο και την νομενκλατούρα του ,την αδιαφάνειά του, την υπερεκμετάλλευση και την τεράστια διαφορά μισθού μεταξύ των επικεφαλής διαχειριστών και των απλών εργαζομένων. Κατά μέσο όρο και κατά μετριοπαθείς υπολογισμούς τα στελέχη αυτά στις ΗΠΑ αμείβονταν μέχρι και 400 φορές πάνω από τον μισθό του εργάτη.
Θύματά τους δε δεν ήταν μόνο οι εργαζόμενοι αλλά και πολλοί παλιοί καπιταλιστές που είδαν να χάνονται ή να απομειώνονται οι τεράστιες περιουσίες τους.
Αυτό που πρέπει να πολεμηθεί σήμερα δεν διαφέρει από αυτό που έπρεπε να πολεμηθεί κατά την περίοδο του σταλινικού καθεστώτος και δεν είναι άλλο από το κρατικοεταιρικό κατεστημένο και ων εκπροσώπων του σε πολιτικό και διαχειριστικό επίπεδο, που σε περίοδο μάλιστα κρίσης γίνεται ιδιαίτερα επιθετικό.
Θα έχουμε την ίδια σκλήρυνση του κρατικού μηχανισμού, την ίδια καταστολή, τηνπεριστολή ατομικών δικαιωμάτων ,την αδιαφάνεια και την αδυναμία κοινωνικού ελέγχου και την επιβολή των υπερκρατικών μηχανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια τράπεζα, όταν το κράτος αδυνατεί να επιβληθεί. Η κρατικοεταιρική γραφειοκρατία θα δίνει σε έκτακτες περιπτώσεις την θέση της στην υπερκρατική γραφειοκρατία των διεθνών οργανισμών και τραπεζών που βρίσκονται εντελώς εκτός δημοκρατικού ελέγχου. Εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι στη σύγκουση το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Η κρατικοεταιρική γραφειοκρατία είναι όπως και επί Στάλιν εξίσου ισχυρή.

3/23/2009

Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ


(Επίσης στην ιστοσελίδα υπάρχουν οι "Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού." της Πανελλαδικής συνδιάσκεψης του 1995.)

3/16/2009

Εργασία και Ελεύθερος Χρόνος - Άντον Πάνεκουκ


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Funken 6, Nr 5 (1955)[1]

Ο σύντροφος Rabasseire στο Funken του Φεβρουαρίου του 1955, ως συμπλήρωση στο άρθρο μου “Η Εργασία στο Σοσιαλισμό” (Funken Nr.11, Νοέμβριος 1954), παρέπεμψε στο έργο του Πωλ Λαφάργκ με τον τίτλο “Δικαίωμα στην Τεμπελιά”. Όταν είχε πρωτοεμφανιστεί αυτό το βιβλιαράκι στα πρώτα χρόνια του σοσιαλισμού μας είχε ενθουσιάσει, καθώς φώτιζε το χαρακτήρα της εργασίας με τρόπο διαφορετικό από την υπόλοιπη σοσιαλιστική γραμματεία. Όταν ο σ. Rabasseire παίρνει την τεμπελιά και τονίζει ότι είναι ένα δικαίωμα του ανθρώπου, πρέπει με τη σειρά μας να αναλογιστούμε ότι η αναγκαιότητα της εργασίας δεν επιβάλλεται πάνω μας λόγω μιας “ηθικής της εργασίας”, αλλά από την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Μπορεί η εργασία μέσω της εκμετάλλευσης να έχει καταλήξει να είναι μια αφόρητη τυραννία, όμως αρχικά δεν ήταν παρά μια προσταγή της φύσης. Πρέπει να εργαζόμαστε επειδή τρεφόμαστε, και επειδή χρειαζόμαστε ρούχα για την αντιμετώπιση του κρύου. Ας προσπαθήσει όποιος θέλει να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη τεμπελιά ενάντια στη φύση! Η τεμπελιά μπορεί να είναι μια απόλαυση· αλλά ως σύστημα ζωής σημαίνει ότι κάποιος άλλος πρέπει να εργάζεται για σένα.

Η σχέση του ανθρώπου με την εργασία εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από το κλίμα. Λόγω της κουβανικής του καταγωγής ο Λαφάργκ ήξερε από πρώτο χέρι πόσο δύσκολη και εξαντλητική είναι κάθε δραστηριότητα σε θερμό κλίμα. Επειδή εκεί οι ανάγκες είναι λίγες και η φύση δίνει τα δώρα της πλουσιοπάροχα, ο άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει την ενστικτώδη τάση του για αδράνεια –σε κάθε περίπτωση, αυτά ίσχυαν μέχρι που ήρθαν οι λευκοί κύριοι επιβάλλοντας την καταναγκαστική εργασία. Όταν οι σοσιαλιστές όπως ο Rabasseire, λες και “ξεπήδησαν από τη ρομανική κουλτούρα”, γράφουν λιγότερο για την εργασία και περισσότερο για την τεμπελιά και την ανάπαυση, τούτο συμβαίνει επειδή το εύκρατο κλίμα της νότιας Ευρώπης τους σαγηνεύει με απολαύσεις. Και η βιβλική ρήση “με τον ιδρώτα του μετώπου σου” προήλθε από θερμές περιοχές.

Αντίθετα, στο μετρίως ψυχρό κλίμα της κεντρικής Ευρώπης, μόνο με κοπιώδη εργασία μπορεί να κερδηθούν τα αναγκαία προς το ζην από τη φύση. Εδώ η τεχνική, ο καρπός της πνευματικής εργασίας, εμφανίζεται ως δύναμη απελευθέρωσης. “Η μηχανή είναι η μεγάλη απελευθερώτρια του ανθρώπου από τη σκλαβιά”. “Η μηχανή έχει μια διττή αποστολή: να αυξήσει την παραγωγή, και άρα και τα αγαθά — και ταυτόχρονα να ελαττώσει και να κάνει πιο εύκολη την εργασία. Με την αύξηση της παραγωγής η μηχανή θα συντρίψει την ανέχεια — με την μείωση της εργασίας τη σκλαβιά.” Έτσι εκφράζει ο R. N. Coudenhove Kalergi, ο γνωστός υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο αξιόλογο βιβλίο του Επανάσταση μέσω της Τεχνικής τη σημασία της τεχνικής προόδου. Δεν είναι σοσιαλιστής και δεν αναγνωρίζει την πάλη των τάξεων· γι’ αυτό πρέπει να συμπληρώσουμε αυτά που λέει: οι μηχανές στα χέρια του κεφαλαίου έχουν οξύνει τη σκλαβιά της εργασίας, ενώ οι μηχανές στα χέρια των εργατών θα καταργήσουν την ανέχεια μαζί με τη σκλαβιά της εργασίας.

Ο σύντροφος Rabasseire συμπεραίνει από το “Δικαίωμα στην Τεμπελιά” το πρακτικό αίτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας. Αυτό που φέρνει η αύξηση της παραγωγικότητας ως προς την εργασία δεν είναι απλώς μια μείωση του χρόνου εργασίας, αλλά ακόμη, και πιο σημαντικά, η δυνατότητα να διαμορφώσουμε τη ζωή μας στη βάση νέων αρχών. Ας μην ξεχνάμε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι απλά αποτέλεσμα του εξαναγκασμού της πείνας. Αποτελεί την δραστηριοποίηση των λειτουργιών της ζωής ως χρήση των οργάνων του σώματος, ως εξάσκηση των μυών, του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Αυτή η δραστηριοποίηση αποτελεί άμεση ανάγκη για τον οργανισμό, τόσο στον άνθρωπο όσο στα ζώα. Η ευλογία της τεχνικής δε συνίσταται στην αύξηση του χρόνου που σπαταλιέται στη μακάρια απραξία, αλλά στον εμπλουτισμό της ζωής με νέες μορφές δραστηριότητας. Για το μεμονωμένο άτομο αύξηση του ελεύθερου χρόνου σημαίνει τη δυνατότητα να τον αφιερώσει κατά τη βούλησή του στην απόλαυση της γαλήνης, στη σοβαρή μελέτη, στα σπορ, στις τέχνες κ.ο.κ. Για την εργατική τάξη ως ολότητα, το πράγμα έχει αλλιώς. Ο καπιταλισμός έχει από καιρό κατανοήσει ότι η μείωση του χρόνου εργασίας γεννά νέες δυνατότητες και νέα καθήκοντα για τον ίδιο. Ο καπιταλισμός δημιούργησε έτσι έναν τεράστιο μηχανισμό εκπαίδευσης, και μια ολόκληρη βιομηχανία διασκέδασης. Η τελευταία πιάνεται από την ανάγκη ανάπαυσης των μαζών, και παρέχοντάς τες ανώφελες και επιπόλαιες τέρψεις τις παρασύρει σε ακίνδυνα για τον καπιταλισμό μονοπάτια. Ακόμη και ο εργάτης που διψά για γνώση θα ικανοποιήσει αυτή τη δίψα με “κουλτούρα”, δηλ. με αστική κουλτούρα, η οποία τον προσδένει στον καπιταλισμό και τον κάνει να μη σκέφτεται την ταξική πάλη. Το κεφάλαιο δεν κυβερνά τους εργάτες μόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας, αλλά και κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Όλη τους η ζωή, όλη τους η ημέρα, βρίσκεται υπό την εξουσία του κεφαλαίου.

Αυτό θα αλλάξει μόνον όταν οι εργάτες κατακτήσουν την εξουσία, έχοντας άμεσα στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής. Περιττό να πούμε ότι αυτή η κατάκτηση δε θα ολοκληρωθεί με μια κίνηση, αλλά θα αφορά σε μια ολόκληρη περίοδο κοινωνικής ανατροπής. Ακόμη, αυτή η κατάκτηση είναι το αντίθετο της κρατικοποίησης της παραγωγής. Μου φαίνεται ότι ο σύντροφος Rabasseire δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς τη διαφορά ανάμεσα σε έναν ηπιότερο λόγω μεταρρυθμίσεων (πχ. μείωση του χρόνου εργασίας) καπιταλισμό, και σε μια σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Όταν οι εργάτες θα έχουν στα χέρια τους την παραγωγή και θα μπορούν να καθορίζουν τα της εργασίας τους, θα τους φανεί παιχνιδάκι η παραγωγή ενός πλεονάσματος για όλους. Όμως ο πραγματικός τους στόχος θα είναι η οργάνωση της τεχνικής με τέτοιον τρόπο ώστε η ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από κάθε καταπίεση. Αλλού έχω επιχειρήσει να σκιαγραφήσω λεπτομερέστερα αυτή τη διαδικασία.

________________


[1] Το γερμανικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στην ακόλουθει διεύθυνση: http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1955/05/arbeit.htm

Για το μεταμοντέρνο


Κώστας Παλούκης, εφημ. Πριν

Από τη μόδα του «μετά + κάτι» που κατέκλυσε τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 φαίνεται ότι μόνο μια έννοια, το μεταμοντέρνο, κατάφερε να αντέξει στο χρόνο. Ουσιαστικά, κατάφερε να ηγεμονεύσει σε όλα τα άλλα «μετά + κάτι» και να τα ενσωματώσει σε ένα ενιαίο φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό όρο. Αυτή η εσωτερική νίκη του «μεταμοντέρνου» θα συνδυαστεί με μια επικέντρωση και όξυνση των αντιπαραθέσεων.

Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο πεδίο της ιστοριογραφίας, οι οξείς αφορισμοί εναντίον του δίνουν την εντύπωση ότι το μεταμοντέρνο έχει κατακλύσει τον χώρο. Στα στρατόπεδα που αντιπαρατάχθηκαν από τη μία κυριαρχεί ένας σχεδόν φοβικός «αντιμεταμοντερνισμός», ο οποίος βρίσκει παντού το δάχτυλο του τρισκατάρατου και αρνείται κάθε συζήτηση και διαπραγμάτευση στο όνομα της υπεράσπισης ενός παλιού, καθαρού και άγιου μαρξισμού. Από την άλλη όμως δεν εμφανίζεται κανένας απολογητής του μεταμοντερνισμού, που να εντάσσεται διακηρυχτηκά σε αυτό το ρεύμα και να το προσδιορίζει με σαφήνεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναγνωρίζεται καν η ύπαρξή του στην Ελλάδα. Επαγγέλεται η ανανέωση, ο εκσυγχρονισμός του ιστορικού παραδείγματος, η δημιουργία μιας «νέας ιστορίας». Μάλιστα, αυτή η ανανεωτική επαγγελία εντοπίζεται με όλα σχεδόν τα πολιτικά πρόσημα.

Γενικά, όμως το κίνημα της «νέας ιστορίας» μπορεί να διαχωριστεί σε δύο γενικές ανανεωτικές τάσεις με κριτήρια τόσο τη μεθοδολογία, όσο και τη στοχοθεσία και τα συμπεράσματα. Μία τάση επιχειρεί να αναθεωρήσει την κυρίαρχη ιστοριογραφική άποψη για το χαρακτήρα του αντιστασιακού κινήματος. Αυτή συγκροτεί μια αρκετά συνεκτική ομάδα γύρω από τον Ν. Μαρατζίδη και τον Στ. Καλύβα. Οραματιζόμενοι ένα «νέο ιστορικό κύμα» επιμένουν σε εμπειρικά δεδομένα στηριγμένα σε ποσοτικές καταμετρήσεις. Μέσω μιας κατά ένα τρόπο τεχνοκρατικής επανάστασης στην προσέγγιση των πηγών, υπερθεματίζουν υπέρ της αντικειμενικοποίησης, ουδετεροποίησης και ιδεολογικής απεξάρτησης της μεθοδολογίας. Συγκεκριμένα, περιστρέφουν το ενδιαφέρον τους κυρίως γύρω από ζητήματα βίας και την ποσοτικοποιούν. Π.χ. τόσοι σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ στην Αργολίδα, αλλού οι εκτελέσει πυκνώνουν, αλλού αραιώνουν× αποξενώνουν τις ένοπλες συγκρούσεις από τα πολιτικά οράματα και τους πολιτικούς υλικούς όρους γένεσής τους× και κυρίως επιμένουν σε αιτίες που συνδέονται με οικογενειακές, τοπικές, φυλετικές αντιπαραθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια άκρως πολιτικό: το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ εμφανίζονται να διακατέχονται από έναν ενδογενή πολιτικό δολοφονικό φανατισμό. Αυτό το «νέο κύμα» συντονίζεται καθαρά με τα ρεύματα αναθεωρητισμού της ιστορίας που κυριαρχούν στην Ευρώπη και που τελικά αποσκοπούν στον ιδεολογικό στιγματισμό του «κομμουνισμού».

Η άλλη τάση επιχειρεί να εντάξει στις προβληματικές της ελληνικής κοινωνικής ιστορίας νέα ερωτήματα μετατοπίζοντας την οπτική από την αντικειμενική υλική θέση των δρώντων υποκειμένων στην υποκειμενική εξατομικευμένη διάστασή τους. Δεν είναι τα κόμματα, οι οργανώσεις, τα σωματεία, οι εφημερίδες, οι τάξεις, αλλά τα πρόσωπα που ενδιαφέρουν και η δική τους βιωμένη πραγματικότητα. Η προφορική ιστορία, η πολιτισμική ιστορία, η ιστορική ανθρωπολογία, η ιστορία του φύλου ή της γυναίκας συγκροτούν τα καινούρια ιστορικά πεδία. Σε αυτό το παιχνίδι της αποδόμησης και των ταυτοτήτων η οξύτερη αντιπαράθεση αφορά κυρίως το ζήτημα του έθνους και διεξάγεται μεταξύ των Χρ. Χατζηιωσήφ και Αντ. Λιάκο. Δεν αποσκοπούν όλοι οι εκφραστές του στην Ελλάδα όμως να αποκοπούν εντελώς από τα μαρξιστικά αναλυτικά εργαλεία, αλλά στην πραγματική ανανέωση του μαρξιστικού παραδείγματος. Για παράδειγμα το έργο της Ρίκη Μπουσχότεν, Ανάποδα χρόνια: συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950), αποτελεί πρότυπη εργασία όπου εντάσσει με επιτυχία τα συμπεράσματα της αντλούμενης υποκειμενικής εμπειρίας στα κοινωνικά συμφραζόμενα και την ταξική αντιπαράθεση (και όχι μόνο ταξική διαστρωμάτωση). Ο βασικός αντίπαλος στην περίπτωση αυτή είναι ο δογματικός μαρξισμός που αδυνατεί να ενσωματώσει τις νέες προβληματικές και ο «ολοκληρωτικός κομμουνισμός», δηλαδή ο «σταλινισμός». Βέβαια υπάρχει στην Ελλάδα και αναπαράγεται μία οπτική, κυρίως εκφρασμένη από έλληνες υπ. διδάκτορες του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, που σταματάει να συνομιλεί εντελώς με τα μαρξιστικά παραδείγματα και στέκεται τελικά εχθρικά στο κομμουνιστικό πρόταγμα. Το έργο της ιταλίδας Λουίζας Πασσερίνι «Σπαράγματα Ιστορίας» συνιστά το αντιπροσωπευτικότερο σε μια τέτοια προφορική ιστορία. Το άτομο, η γυναίκα, ο εργάτης, το θύμα του φασιστικού ή σταλινικού ολοκληρωτισμού κινεί την ιστορία μόνο του με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις× πετυχαίνει μικρές ανατροπές που αλλάζουν τη ζωή του και μόνο σε τελική ανάλυση σε ένα ανώτερο αφαιρετικό επίπεδο την κοινωνία.

Ποια στοιχεία συνέχουν αυτές τις δύο διαφορετικές ανανεωτικές απόπειρες και πως εκφράζεται το «μεταμοντέρνο» μέσα από αυτές; Η δεύτερη περίπτωση είναι σαφώς η κλασσική «μεταμοντέρνα». Χάνονται οι δομές, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι συλλογικότητες και οι νόμοι που κινούν την ιστορία και εμφανίζεται το άτομο ως ο κεντρικός κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Τα πρόσωπα και τα συμβάντα, μικρά ή μεγάλα, τα συναισθήματα και η βιωμένη εμπειρία συνιστούν το κεντρικό αφήγημα. Αναδεικνύεται ένας «νέος ιστορικισμός». Οι ιδέες και η συνείδηση υποβιβάζονται στο πεδίο των ταυτοτήτων. Ο λόγος και το κείμενο αυτονομούνται και απολυτοποιούνται. Ο αισθητικός φορμαλισμός κυριαρχεί, η λογοτεχνία και η ιστορία συναντιούνται ξανά. Ο λόγος για το λογο, η τέχνη για την τέχνη, η δράση για τη δράση, η ιστορία για την ιστορία. Ο ορθολογισμός, η αιτιοκρατία, οι νομοτέλειες ορθώνονται ως το αντίπαλο δέος που οδηγούν στον ολοκληρωτισμό.

Η άλλη όψη αυτού του απολίτικου, ουδετεροποιημένου, εξατομικευμένου, χωρίς πολιτικό πρόσημο αισθητισμού είναι ο τεχνοκρατισμός. Η υποταγή στα εμπειρικά δεδομένα και στους αριθμούς, στην αυστηρή καταμέτρηση όλων των υποπεριπτώσεων και στην αφαιρετική συνολικοποίησή τους. Αυτοί οι αριθμοί μπορούν και ορθώνουν από μόνοι τους την πραγματική αλήθεια.

Και στις δύο περιπτώσεις αποθεώνεται το ατομικό υπερεγώ και οι πράξεις του χωρίς σοβαρή συναρμογή με τα κοινωνικά συμφραζόμενα, αποθεώνεται ο βιωμένος εμπειρισμός. Αναδεικνύεται από κοινού μια διαχειριστική προσέγγιση των πηγών είτε αισθητικιστική είτε τεχνοκρατική. Αυτό που εμφανίζεται είναι από τη μία ο κατακλυσμός του θυμικού και από την άλλη ο κατακλυσμός της τεχνοκρατίας, δηλαδή οι αυτονομημένες εκδοχές της χαμένης πολιτικής ολότητας. Και αυτό είναι το μεταμοντέρνο. Ένας νέος συντηρητισμός που «βασίζεται στην αβασάνιστη υπόθεση ότι η πολιτική ενόραση μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας ήταν προβολή της προσωπικής μεταφυσικής της ταυτότητας» (Frederic Jameson). Η πολιτική εξαφανίζεται γιατί ακριβώς εξαφανίζεται η ταξική πολιτική. Το «νέο» της νεωτερικότητας έχει ολοκληρωθεί. Ο καπιταλισμός έχει καταπιεί προ πολλού το παλιό. Τώρα τα πάντα είναι «νέα» και εξαστισμένα, οπότε η αντιπαράθεση νέου και παλιού, προμοντέρνου και μοντέρνου χάνει το νόημά της. Οι καπιταλιστικές αξίες του εξατομικευμένου εμπειρισμού κυριαρχούν. Ενώ εμφανίζονται ουδέτερες, αποκτούν ένα ιδεολογικό και υλικό πρόσημο στη ταξική αντιπαράθεση καθώς αρνούνται φοβιστικά τη συλλογική δράση, τη στράτευση σε ένα όραμα, ενώ τελικά υπηρετούν βέβαια ένα.

Η απάντηση σε αυτό το «μεταμοντέρνο» δεν μπορεί να είναι η φοβιστική καταγγελία, η απομόνωση και η οχύρωση πίσω από τις παλιές αλήθειες. Αυτός ο δρόμος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα. Ο μαρξισμός δεν είναι μια αυτιστική θεωρία που αναπτύσσεται μόνη της σε μια δική της νησίδα αλήθειας. Είναι η άλλη όψη αυτού του κόσμου. Ο κομμουνισμός πάντα εξελισσόταν συνομιλώντας με τον αστισμό, έπαιρνε τα όπλα του και τα υπέτασσε στο όραμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Οι μαρξιστικές θεωρίες ήταν πρώτα και κύρια κριτική υιοθέτηση μέσα από ένα μετασχηματισμό της οπτικής των αστικών ιδεων. Δε θα μπορούσε να νικήσει ο Λένιν εάν δεν έφτιαχνε μια δική του επαναστατική θεωρία για το ιμπεριαλισμό, όταν όλοι οι αστοί και οι ρεφορμιστές μιλούσαν και αναγνώριζαν ένα νέο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Το «μεταμοντέρνο» είναι μια πραγματικότητα, η ιδεολογία και η πρακτική του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ας φτιάξουμε το μαρξισμό, την ιστορία και το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο που θα απαντήσει σε αυτή την εποχή.

Ένα νέο αριστερό ιστορικό ρεύμα οφείλει, λοιπόν, να εκσυγχρονίσει τη φαρέτρα του και να χρησιμοποιήσει να καινούρια αυτά όπλα τόσο της «ποιοτικής» όσο και της «ποσοτικής» ιστορίας. Οι έννοιες του φύλου, των ταυτοτήτων, η αποδόμηση του έθνους, η προφορική ιστορία δεν είναι a priori εχθρικά σε μια υλιστική προσέγγιση. Ακριβώς το αντίθετο από ό,τι δείχνουν κάποιες εργασίες. Επίσης, ο τεράστιος αυτός όγκος δουλειάς που έγινε για να αποδειχθεί ότι ο ΕΛΑΣ σκότωνε, δηλαδή να αποδειχθεί το αυτονόητο σε έναν πόλεμο, μπορεί να χρησιμεύσει και διαφορετικά. Τα ποσοτικά στοιχεία και η γνώση της ποσοτικής έρευνας μπορεί και αυτή να υπαχθεί σε μια άλλη προοπτική. Αυτή μπορεί και πρέπει να είναι η δική μας απάντηση