Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

12/19/2008

ΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΠΡΩΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΣΤΟΧΟΙ (*)

1.

Η γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση σαν διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνική ,­­ οικονομική – οργανωτική συνθήκη, ο αποκεντρωτισμός - κέντρο είναι παντού και περιφέρεια πουθενά- η αλλαγή του καταστατικού χάρτη των δήμων και των κοινοτήτων και η μετατροπή τους σε κοινωνικά συμβούλια- κομμούνες, η αυτοθέσμιση, η αυτονομία, το αυτεξούσιο, οι κοινωνικές πολιτοφυλακές και η άμεση δημοκρατία σαν πολιτειακό σύστημα λήψης των αποφάσεων, η ανακλητότητα και κυκλικότητα της εκπροσώπησης από τις γενικές συνελεύσεις των κοινοτήτων, η σύνθεση και συνεκτικότητα στην προσπάθεια λήψης των αποφάσεων, το δικαίωμα της διαφωνίας (όχι σαν αυτοσκοπός), το δικαίωμα στις μειοψηφούσες απόψεις να υλοποιούν τις προτάσεις τους, η ομοσπονδιοποίηση των κοινοτήτων, η συνομοσπονδιοποίηση των ομοσπονδιών, η αρχή της ελεύθερης συμμετοχής και αποχώρησης από αυτές. Όλα τα προηγούμενα αποτελούν επιγραμματικά, τις συνθήκες για μια κοινωνία οργανωμένη από τα κάτω.

Με άλλα λόγια η οργάνωση όλης της κοινωνικής ζωής από κάτω προς τα πάνω και όχι το αντίστροφο οδηγεί στο δρόμο που περνά από το χώρο της πολιτικής και κοινωνικής αυτονομίας, για τη διευθέτηση και αυτοοργάνωση του τοπικού κοινωνικού, οικονομικού και εργασιακού περιβάλλοντος χώρου και χρόνου στη γενικευμένη πολιτική και κοινωνική αυτοδιεύθυνση που είναι η αναγκαία συνθήκη για να περάσει η ανθρωπότητα στην αληθινή ελευθερία, στην πραγματική ισότητα, την αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη και την πραγματική οικολογική ισορροπία.

2.

Κάτω από τις συνθήκες καπιταλιστικής βαρβαρότητας που ζούμε μόνο η δημιουργία κινήματος από τη βάση προς τα πάνω, δηλαδή από τον κοινωνικό, εργασιακό και δημοτικό χώρο σε μια κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής των θεσμών και διαδικασιών της κεφαλαιο-κρατικής τάξης πραγμάτων μπορεί να θέσει συνολικά τα ζητήματα ανατροπής αυτών των συνθηκών.

Μέσα από τις διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων και της ανακλητής εκπροσώπησης για την από κοινού λειτουργία της κοινωνικής ζωής, δημιουργώντας και προτείνοντας στην κοινωνία διαδικασίες και όργανα που θα την κάνουν ανοιχτή σε συνθήκες επανατροφοδοτούμενης ελευθερίας, γκρεμίζοντας το συγκεντρωτισμό του κράτους και την αστικοποίηση των πόλεων. Ενάντια στην οικονομία για την οικονομία και την κατανάλωση για την κατανάλωση, μετατρέποντας την εργασία από μισθωτή δουλεία σε δημιουργική δράση και δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέπουν την κατανόηση και τη συνεργασία με τη φύση.

Σ΄ αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαία η δημιουργία ελευθεριακών συλλογικοτήτων δράσης (συμβούλια γειτονιάς, επιτροπές κατοίκων, συνεργατικές δράσεις, αυτόνομα συνδικάτα ,πολιτιστικά στέκια, εργασιακά συμβούλια, σύλλογοι νέων και φοιτητών, οικολογικές ομάδες και οργανώσεις, οικοκοινότητες κτλ), που μπορούν να μετατραπούν σε όργανα αποδόμησης του κρατικού και κομματικού ελέγχου και ρήξης με την υπάρχουσα κατάσταση.

Αυτά τα όργανα αποδόμησης, σε οριζόντια διασύνδεση, συνεργασία και συντονισμό με όλες τις γειτονιές και περιοχές, τόσο για τα ιδιαιτέρα, τα τοπικά όσο και για τα γενικότερα προβλήματα και ενδιαφέροντα τους, πρέπει να εμπεριέχουν ξέχωρα από το μερικό και το ολικό ζήτημα ανατροπής, μέσα από τη σύνδεση της καθημερινότητας με τα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργεί αυτή η κοινωνία της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της μόλυνσης, σε μια διαδικασία αναπόσπαστη από την υπόθεση της συνολικής ρήξης και ανατροπής της κεφαλαιο-κρατικής κοινωνίας.

Τέλος, αυτές οι αντιθεσμίσεις δημιουργώντας το δικό τους πρότυπο ζωής ,τη δική τους «εσωτερική» ζωή με τις δικές τους ανθρώπινες σχέσεις που είναι ενάντια στην αλλοτρίωση και ενάντια στην αποξένωση, όπου ο κάθε αγωνιστής, αλλά και ο καθένας καταπιεσμένος άνθρωπος, θα πρέπει να βρίσκει ζεστασιά, κατανόηση, αγάπη, θαλπωρή και αλληλεγγύη. Αυτές οι αντιθεσμίσεις μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν την «αντι κοινωνία» μας, το πρόπλασμα για την μετάβαση στην νέα κοινωνική ζωή.

3.

Ακόμα και να θέλαμε, είναι αδύνατο να περιγράψουμε, να προδιαγράψουμε ή να προκαθορίσουμε στις λεπτομέρειες τους τη μορφή και το περιεχόμενο της κοινωνικής αναγέννησης σε όλα τα επίπεδα που θα φέρει η κοινωνική αυτοδιεύθυνση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αφήνουμε τη σκέψη και τη φαντασία να οραματιστεί και να σχεδιάσει.

Με τίποτα όμως δε μπορεί να προκαθοριστεί – εγκλωβιστεί σε νεκρά εγκεφαλικά σχήματα και χιλιαστικές επινοήσεις, ο οργασμός και ο πλούτος της ζωής στην αταξική – ακρατική κοινωνία, σε μια κοινωνία που η ζωή αποκτά νόημα και περιεχόμενο, σε μια κοινωνία που ο άνθρωπος σαν πρόσωπο αποκτά σημασία και νόημα.

Κατ΄ αυτό τον τρόπο, το ζήτημα της υπέρβασης και μετάβασης σ΄ αυτές τις νέες συνθήκες αποκλείει κάθε έννοια νομοτελειακής βεβαιότητας, δεδομένου πως η απελευθέρωση των καταπιεσμένων – εκμεταλλευομένων τις σημερινής εποχής, είναι έργο των ίδιων. Άλλωστε, και ο σχεδιασμός υπό το πρόσχημα της επιστημονικότητας είναι μια φενάκη.

( Η επίκληση της επιστήμης αντί για την επίκληση του λαού επαναφέρει, σαν ηχώ, εκείνες τις παλιές σελίδες του Μπακούνιν σχετικά με τους κοιμι­σμένους, τα ευχαριστημένα τέκνα της μπουρζουαζίας, τους διπλωματού­χους, που όπως έλεγε, "αφιερώνονται αποκλειστικά στη μελέτη των μεγά­λων προβλημάτων της φιλοσοφίας, της κοινωνικής και πολιτικής επιστή­μης- και επεξεργάζονται θεωρίες που -τελικά δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να δείχνουν την οριστική ανικανότητα των εργατικών και λαϊκών μαζών).

Δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι καταπιεζόμενοι – εκμεταλλευόμενοι της σημερινής εποχής, θα ακολουθήσουν τον έναν ή τον άλλο δρόμο.

Εκείνο, όμως, που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι, ότι χωρίς πλατιές μαζικές ελευθεριακές, αντιιεραρχικές, αντισυγκενρωτικές οργανώσεις, χωρίς λαϊκά αντι θεσμικά όργανα, χωρίς συνοχή θεωρίας και πράξης δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο αγώνας. Ή που θα είναι αγώνας απελευθερωτικος ή που δε θα είναι!.

Καθώς δεν μπορεί να υπάρξει ελευθεριακη-αντι ιεραρχική κοινωνία χωρίς ελευθεριακους-αντιεξουσιαστες, και καθώς αυτοί δημιουργούνται μόνο από την ορθολογική συζήτηση και κατανόηση των αγώνων, εκείνοι που ήδη αντιπαρατίθενται στο κράτος και την ταξική κυριαρχία , οφείλουν να υποστηρίξουν και να βοηθήσουν θετικά και πρακτικά αυτές τις διαδικασίες και τους αγώνες.

Ο αγώνας για μια κοινωνία προς το ανθρωπινότερο, δηλαδή, χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, θα είναι διαρκής και πολύμορφος. Δε θα είναι αγώνας μόνο για την καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου, αλλά και αγώνας για την αλλαγή της συνείδησης και του τρόπου σκέψης μας.

Αγώνας που δεν θα αφορά μόνο την αλλαγή τις κοινωνικής βάσης, (οικονομία, σχέσης παραγωγής) αλλά και το εποικοδόμημα ( πολιτισμός, κοινωνικές σχέσης) θέτοντας σε αμφισβήτηση και ανατροπή το πολιτειακό και πολιτισμικό μοντέλο του καπιταλισμού και του κράτους.


4.

Συνοψίζοντας το περιεχόμενο του αγώνα μας, παλεύουμε μέσα από επαναστατικές (1) μαζικές διαδικασίες να διαμορφωθούν και να επιβληθούν εκείνες οι συνθήκες όπου:

1. Η συγκεντροποίηση της πολιτικής εξουσίας και του κράτους, αντικαθίσταται με την αποκέντρωση και ομοσπονδιοποίηση όλων των κοινοτήτων.

2. Το σύστημα της πολιτικής διαμεσολάβησης, αντικαθίσταται με την άμεση δημοκρατία των λαϊκών συνελεύσεων με άμεσα ανακλητή και κυκλική εκπροσώπηση.

3. Οι επιβαλλόμενες και αυστηρά πυραμιδοειδείς δομές της ιεραρχικής - κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, αντικαθίσταται με τη δημιουργική και οριζόντια σχέση των αυτόνομων κοινοτήτων και συνεργατικών ενώσεων που επιδέχονται πάντα βελτιώσεις στη μορφή και στο περιεχόμενό τους. Υπάρχει μια ανθρώπινη κοινότητα και οι κοινωνικοί διαχωρισμοί οι βασισμένοι σε τάξη, εθνικότητα, φύλο ή ράτσα πρέπει να εξαφανιστούν.

4. Το σύστημα της διαχείρισης των ανθρώπων, αντικαθίσταται από τη διαχείριση των πραγμάτων, μέσω της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.

5. Η ισότητα απέναντι στο νόμο, αντικαθίσταται με την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ο καταναγκασμός του νόμου, αντικαθίσταται από τις αμοιβαίες συμφωνίες.

6. Η κοινωνική ανισότητα του συστήματος κυριαρχίας, αντικαθίσταται από την κοινωνική ισότητα, όχι σαν ισοπεδωτική ομοιομορφία, αλλά μέσα από την διαφορετικότητα των ίσων.

7. Οι διαταραγμένες και καταρρέουσες ισορροπίες του φυσικού περιβάλλοντος, απόρροια της απληστίας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος για κυριαρχία, επέκταση και κέρδος, αντικαθίσταται από ένα οικονομικο - κοινωνικό σύστημα μη διαταραγμένο από κοινωνικές ανισότητες και γι΄ αυτό οικολογικά ισορροπημένο.

8. Η κυριαρχία απέναντι στην φύση και το περιβάλλον αντικαθίσταται από την κατανόηση της φύσης, την διατήρηση της ισορροπίας και την συνεργατική σχέση μ΄ αυτή.

9. Η κυριαρχία της επιστήμης και της τεχνολογίας πάνω στην κοινωνία και οι γνώσεις που παράγονται, ελέγχονται και καρπώνονται από τις ολιγαρχίες, αντικαθίστανται από την ισορροπία μεταξύ "του δέντρου της ανθρώπινης γνώσης" - κοινωνικής εμπειρίας και των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του ατόμου.

10. Η πνευματική και η γνωστική ιδιοκτησία, αντικαθίσταται από τη γνώση και τη δημιουργικότητα σαν κοινωνικά αγαθά και σαν τέτοια, ελεύθερα προσβάσιμα σε όλη την κοινωνία.

11. H εμπορευματοποίηση της παιδείας και της γνώσης, αντικαθίσταται από την χαρά και απόλαυση της μεταδιδόμενης γνώσης που σαν δημόσιο αγαθό παρέχεται σε όλους, ελεύθερα προσβάσιμη σε όλες τις βαθμίδες. Η παιδαγωγική της υποταγής, της δημιουργίας υπηκόων και της επιβολής άκριτων γνώσεων, αντικαθίστανται, από την διαπαιδαγώγηση της ελευθερίας, της αυτονομίας και της κριτικής σκέψης.

12. Η υγεία από εμπόρευμα και η ιατρική επιστήμη ως ανεξάρτητη αυτονομημένη κατάσταση έξω από τις κοινωνικές ανάγκες και πάνω από την κοινωνία και προϊόν των εταιριών, αντικαθίσταται από την υγεία σαν δημόσιο αγαθό που παρέχεται ισότιμα σε όλους και η ιατρική επιστήμη ξαναγίνεται η επιστήμη του ανθρώπου στην υπηρεσία της κοινωνίας και της υγείας.

13. Η παραμέληση, η αδιαφορία και η υποκριτική φιλανθρωπία για τους απόμαχους της ζωής ,τα παιδιά, αλλά και των ανήμπορων προς εργασία, αντικαθίσταται από την κοινωνική πρόνοια, μέριμνα, φροντίδα και εξασφάλιση των μέσων επιβίωσης, ανάπτυξης και ευημερίας όχι μόνο γι΄ αυτούς, μα και για όλους όσους αδυνατούν να τα εξασφαλίσουν οι ίδιοι με την εργασία τους (γιατί ο άνθρωπος εκτός των άλλων σιχαίνεται την ελεημοσύνη).

14. Η ατομική ιδιοκτησία της γης και των μέσων παραγωγής, αντικαθίσταται με την κοινή συλλογική ιδιοκτησία (ως προς τις κοινωνικές μορφές παραγωγής) και την ατομική χρίση (ως προς τις ατομικές μορφές παραγωγής).

15. Η σημερινή κεφαλαιοκρατική οικονομία και εμπορευ- ματοποιημένη παραγωγή που είναι πάνω και πέρα από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες αντικαθίσταται, από την πολιτική οικονομία και παραγωγή ενσωματωμένη μέσα στις κοινότητες και την κοινωνική ζωή.

16. Η παθητικότητα των μαζών, ως υποταγμένων παραγωγών και εξαρτημένων καταναλωτών. Και ο υποβιβασμός τις έννοιας του πολίτη σε οπαδό, ψηφοφόρο, καταναλωτή που έχει επιφέρει ο καπιταλισμός, αντικαθίσταται με την άμεση και ενεργή συμμετοχή των ανθρώπων μέσα από παραγωγικά – καταναλωτικά- κοινοτικά συμβούλια.

17. Το καθεστώς της μισθωτής δουλείας, αντικαθίσταται από την αυτοδιεύθυνση της εργασίας. Οι ίδιοι πολίτες που είναι ταυτόχρονα εργαζόμενοι-παραγωγή-καταναλωτές είναι ταυτόχρονα μέλη κοινοτήτων θα αποφασίζουν τι παράγουν, γιατί το παράγουν, πώς το παράγουν, πού το διαθέτουν, αρχικά μέσα από την αρχή: «από τον καθένα σύμφωνα με τις πηγές και τις ικανότητες του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

18. Ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας, αντι- καθίσταται από την δημιουργική ολοκλήρωση και ενοποίηση της εργασίας, είτε είναι βιομηχανική, είτε είναι αγροτική, είτε είναι χειρονακτική είτε πνευματική.

19. Η καταπίεση και η εμπορευματοποίηση των ενστίκτων και των αισθήσεων, αντικαθίσταται με την όλο χαρά απελευθέρωση της ανθρώπινης φύσης.

20. Η ηθική της υποταγής, της υπεκφυγής, του ανταγωνισμού, του ψεύδους και της ανευθυνότητας, αντικαθίσταται με την ηθική της ελευθερίας, της άμιλλας, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και της υπευθυνότητας.«Όχι δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, όχι υποχρεώσεις χωρίς δικαιώματα».


5.

Διακηρύττουμε ότι: Από την αρχαιότητα, ο όρος κομμουνισμός δεν σήμαινε μια μέθοδο αγώνα και πολύ λιγότερο μια συγκεκριμένη μέθοδο συλλογισμού, αλλά ένα κοινωνικό σύστημα βασισμένο στην ολοκληρωτικά ριζοσπαστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας, στη βάση της κοινής ιδιοκτησίας του πλούτου, της κοινής απόλαυσης των καρπών της κοινής εργασίας από τα μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς κανείς να μπορεί να οικειοποιείται κάποιο κοινωνικό κεφάλαιο για τον εαυτό του για τα αποκλειστικά του οφέλη και να αποκλείσει ή να βλάψει τους άλλους.

Ο κομμουνισμός πρέπει να συνθέτει την οικονομική βάση μιας κοινωνίας που έχει μετασχηματιστεί μέσω μιας επαναστατικής διαδικασίας, ενώ η αναρχία είναι το πολιτικό της αποκορύφωμα.

Ο ελευθεριακός (2) κομμουνισμός είναι η οικονομική διευθέτηση πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση. Η άμεση δημοκρατία αναφορικά με τους τρόπους λήψης των αποφάσεων και της ελευθερίας του λόγου του πράττειν και του σκέπτεστε βρίσκουν την κορύφωση τους στην αναρχία (δηλαδή, στην απουσία κάθε κυβέρνησης), ενώ ελεύθερη και εθελοντική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων είναι ο καλύτερος τρόπος να εφαρμοστεί ο κομμουνισμός. Το ένα είναι, κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο, η εγγύηση του άλλου και αντιστρόφως. Από εδώ και η συγκεκριμένη διατύπωση του Αναρχικού κομουνισμού ως ιδανικού και ως κίνητρου για αγώνα.

6.

Σ΄ αυτόν τον αγώνα, που είναι ο μόνος που αξίζει τον κόπο να συμμετέχουμε, ακόμα και να αφοσιωθούμε, εμείς οι αναρχικοί δε θα είμαστε μόνοι μας. Ένα πλατύ μαζικό αντιεξουσιαστικό – αντιιεραρχικό - ελευθεριακό ρεύμα θα έρθει και θα σαρώσει τον παλιό κόσμο. Έτσι που να μη μείνει λίθος επί λίθου!

Έτσι που το κράτος και ο καπιταλισμός να πάρουν επιτέλους τη θέση που τους αρμόζει : στο μουσείο της ιστορίας.


Οι νέες κοινωνικές φόρμες περιμένουν αυτούς που θα τις δημιουργήσουν !

false false false MicrosoftInternetExplorer4


7.

Ο μαρξιστικός αυταρχικός σοσιαλισμός (με τις δύο εκδοχές του την ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική και την μπολσεβίκικη), αφού κυριάρχησε ιδεολογικά για σχεδόν έναν αιώνα, στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, μετά την κατάρρευση του έδωσε το πλεονέκτημα στον φιλελευθερισμό, να φαντάζει σαν νεωτερισμός πηγαίνοντας το κοινωνικό ζήτημα και την κοινωνική ιστορία πίσω διακόσια χρόνια.

Και αν το παλιό: «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη», ή το πιο πρόσφατο: « η φαντασία στην εξουσία», ή το σημερινό: «να κάνουμε την επανάσταση χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» (!) είναι η φαντασίωση των αδέσποτων παιδιών του μαρξισμού, και αν ένας νέος κευνσιανισμός και συντηρητικός κοινοτισμός φαντάζει σαν το νέο πρόταγμα αυτών που ζαλίστηκαν από την δίνη του νεοφιλελευθερισμού, τις ελεύθερης αγοράς και του ατομικισμού.

Αλλο τόσο ένας νέος κόσμος είναι εφικτός: αυτός της παγκόσμιας αντιεξουσιαστικής, αντιιεραρχικής, αντιγραφειοκρατικής επανάστασης.Οι νέες κομμούνες του Παρισιού που θα έρθουν, γίνονται ξανά η προοπτική για το πέρασμα στην επίλυση του πραγματικού ταξικού ζητήματος, δηλαδή της κυριαρχίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτή είναι η αυλαία του 21ου αιώνα, που είναι ο αιώνας μας και έτσι θα ανοίξει.

false false false MicrosoftInternetExplorer4

Μάρτης 2007

false false false MicrosoftInternetExplorer4

Ευθύνη

Τη ζωή μας πώς ν’ αλλάξουμε

Και το έργο μας από πού αρχίζει;

Φάρσα τα επαναστατικά κινήματα!

Από μέσα μας η αλλαγή ροδίζει.

Την αλήθεια ο ηγέτης δεν μπορεί να κηλιδώνει

Και με το μαχαίρι να διαδίδει.

Να σκεφτώ πρέπει και να ψάξω

Την μία αυτή ζωή να ξαναφτιάξω.

Το κίνημα το επαναστατικό τούς λίγους τρέφει

Και να λιμοκτονούν αφήνει τους πολλούς.

Ψέματα λέει ο ηγέτης όταν ρητορεύει

Για να ηρεμήσει και να συντρίψει τους περήφανους.

Όταν όλοι κι ο καθένας θα ’χουν δει το φως,

Ένα χτύπημα θ’ αρκεί να εξαλείψει

Χιλιάδων χρόνων φρίκης καθεστώς,

Χρόνων γεμάτων φόβο, τρόμο και πολέμους.

Έτσι ξεσηκώθηκαν οι δυνατοί Ρώσοι, οι Φινλανδοί κι οι Γερμανοί.

Κι απ’ αυτούς πριν, όλη η Ευρώπη. Μετά η μαρτυρική Ισπανία.

Ανάγκη από ηγέτες δεν είχανε τα χρόνια εκείνα.

Μια μέρα μόνοι τους θα ξεσηκωθούν ξανά.

Κάθε εξουσία μπορεί να συντριβεί,

Αν ο καθένας μας βρει τον τρόπο

Τις αδικίες τις πολλές να εμποδίσει,

Σε Λένιν να προδώσουν να μην επιτρέψει.

Τα εργοστάσια θ’ αυτοδιευθύνονται

Με «συμφωνίες» κι όχι με «διαταγές».

Ο καθένας κι όλοι μαζί να δράσουν θα ’ναι ελεύθεροι

Το θάρρος παίρνοντας με πράξεις συλλογικές.

Ο καθένας του εαυτού του μόνο θα ’ναι άρχοντας,

Υπεύθυνος θα είναι πάντα για ό,τι κάνει.

Μόνο στα χέρια του κάθε εξουσία πάντα έχοντας

Σωτήρα του εαυτού του ποτέ άλλον δεν θα κάνει.

Τσακίστε λοιπόν την δύναμη κάθε κακού.

Καλλιεργείστε τους νέους.

Διδάξτε τους ανόητους.

Η μεγάλη Καινούργια Μέρα ανατέλλει!

Γρηγόρη Νέστωρ Ρουντένκο

false false false MicrosoftInternetExplorer4 (*) Όλη η μπροσούρα εδώ.

Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο: arhes.doc.pdf (application/pdf)

Μια ελάχιστη συμβολή - προταση για την σύνθεση-θεώρηση της κοινωνικής αναρχίας
σε pdf


12/07/2008

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ Ή Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Ας μιλήσουμε για την πραγματική κρίση

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Ή Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Ας μιλήσουμε για την πραγματική κρίση

Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε την πολιτική και κοινωνική συγκυρία στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από αυτό που τα καθεστωτικά ΜΜΕ και σχεδόν ολόκληρο το επίσημο πολιτικό φάσμα (από την άκρα δεξιά μέχρι κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) ονομάζουν “οικονομική κρίση” ή ύφεση, και κυρίως με αυτό που έχει περιγραφή ως “ύφεση της πραγματικής οικονομίας”.

Για μια ακόμη φορά φαίνεται ότι ο διάλογος και ο προβληματισμός ακόμα και στον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό χώρο δεν μπορεί να ξεφύγει από τον “οικονομίστικο” τρόπο ανάλυσης της πραγματικότητας. Τα επιχειρήματα και η ιδεολογία του κεφαλαίου παίρνονται ως η μόνη αποδεκτή πραγματικότητα και η συζήτηση επικεντρώνεται στην ατζέντα που θέτει το κεφάλαιο και οι ιδεολογικοί του εκπρόσωποι.

Έτσι ακόμα και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή της ριζοσπαστικής οικολογίας, ταυτίζουν το πρόβλημα με την οικονομία της αγοράς και όχι με την εμπορευματική οικονομία, με την ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και όχι με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Η επικέντρωση της συζήτησης στις “στρεβλώσεις” που ο νεοφιλελευθερισμός επιφέρει στην εμπορευματική παραγωγή, στρώνει το χαλί στις “εναλλακτικές” του πιο καλού και πιο “ανθρωποκεντρικού” κυβερνητικού διαχειριστή. Στρώνει το δρόμο στην επανεμφάνιση του ΠΑΣΟΚ και τον όποιων συνοδοιπόρων (Οικολόγοι Πράσινοι; διάσπαση της ανανεωτικής πτέρυγας του ΣΥΝ;) στην κυβερνητική εξουσία. Αυτή η διαδοχή της πολιτικής εξουσίας θα συνοδευτεί με την προσπάθεια για δημιουργία ψευδαισθήσεων ότι η κεντροαριστερή διαχείριση μπορεί να μας “γλιτώσει από τα χειρότερα”, ώστε να αναχαιτιστούν οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ουσία της εμπορευματικής οικονομίας.

Είναι λοιπόν ανάγκη από την πλευρά του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου να μετατοπιστεί η συζήτηση για την κρίση από τις “στρεβλώσεις” στην ίδια την καπιταλιστική σχέση. Κρίση είναι η υπαγωγή κάθε πτυχής της ανθρώπινης- κοινωνικής δραστηριότητας στο εμπόρευμα και το κεφάλαιο. Εάν οι ιδεολόγοι του κεφαλαίου εντοπίζουν την “κρίση” στα ποσοστά κερδοφορίας του κεφαλαίου και το ξεπέρασμά της στους “μηχανισμούς τόνωσης της αγοράς” και πάνω σε αυτά ανταλλάσσουν τα πυρά μεταξύ τους, εμείς πρέπει να εντοπίσουμε την κρίση στο ίδιο το κέρδος και το ξεπέρασμα της, στις κοινωνικές κατακτήσεις και αντιστάσεις που διαρρηγνύουν την εμπορευματική οικονομία. Ξαναφέρνοντας στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης την αντίφαση των αγαθών με τα εμπορεύματα, των αξιών χρήσης με τις ανταλλακτικές αξίες, την ανάπτυξη και την δυνατότητα να ζούμε πάνω σε έναν βιώσιμο πλανήτη, ξαναφέρνοντάς στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τον ίδιο τον καπιταλισμό. Κρίση είναι ότι ο καπιταλισμός καταστρέφει αξίες χρήσεις για να διατηρήσει την κερδοφορία των ανταλλακτικών αξιών, και φυσικά μαζί με αυτές καταστρέφει τις ανθρώπινες ζωές και το περιβάλλον.

Το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι εάν η αγορά θα “τονωθεί” με την επιχορήγηση των 28 δις ευρώ στις τράπεζες ή με την αύξηση των κρατικών δαπανών για την ανάπτυξη των “δημόσιων” επενδύσεων. Εάν θα μειωθούνε τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων μέσω του κρατικού δανεισμού ή μέσω του “σημείου ισορροπίας” που θα ξαναβρεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την “ταλάντωση” που δημιούργησε η “χωρίς έλεγχο ανάπτυξη του”.Το θέμα δεν είναι το ποσοστό του κρατικού παρεμβατισμού το οποίο είναι αναγκαίο για να επανέλθει η κερδοφορία του κεφαλαίου σε ικανοποιητικά επίπεδα και να αποκατασταθεί η ροή χρήματος στην αγορά. Τουλάχιστον όχι για εμάς.

Αντίθετα το θέμα για το ευρύτερο Αντικαπιταλιστικό Κίνημα είναι εάν, μέσα από την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων, μπορέσει όχι απλά να δημιουργήσει ρήξεις σε αυτές τις αντιλήψεις, που κυριαρχούν σαν απόψεις στην κοινωνία, αλλά να βάλει και τις βάσεις ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να ξαναγίνει επίκαιρη η ανθρώπινη δραστηριότητα έξω από την σφαίρα της οικονομίας και του εμπορεύματος. Να μετατεθούν τομείς της κοινωνικής πρακτικής και των κοινωνικών πόρων από την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης.

Αντί λοιπόν να ζητάμε και να προτείνουμε μορφές κρατικού παρεμβατισμού για την διέξοδο από την κρίση, μήπως ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε και να αρχίζουμε να πραγματώνουμε την αποκοπή από την σφαίρα της εμπορευματικής οικονομίας και την μετατροπή τους σε ΔΗΜΟΣΙΑ, ΔΩΡΕΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΓΑΘΑ αυτά της παιδείας, της υγείας, των συγκοινωνιών , της στέγασης, της ενέργειας, της τροφής κλπ.;

Φυσικά όσο παραμένει η σχέση μισθωτής εργασίας- κεφαλαίου ο καπιταλισμός παραμένει κυρίαρχός του παιχνιδιού. Όσο η εργασία και κατ’ επέκταση η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση παραμένουν εμπορεύματα, τα θεμέλια του καπιταλισμού μένουν άθικτα. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη πάνω σε αυτό. Εναλλακτικές προτάσεις απέναντι στην κρίση του “τούρμπο καπιταλισμού”, που εφορμούν από μια ριζοσπαστική οικολογική αφετηρία, όσο δεν βάζουν ρητά την κοινωνικοποίηση των Μέσων Παραγωγής, την κατάργηση της εμπορευματικής οικονομίας και της μισθωτής εργασίας, παραμένουν στο πεδίο της αυταπάτης ότι μέσα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις της ιδιοκτησίας των Μέσων Παραγωγής και της μισθωτής εργασίας, μπορούν να αναπτυχθούν μορφές παραγωγής και οικονομίας, με οικολογικά, τοπικά και άμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Όσο υπάρχουν αυτοί που κατέχουν (ή διαχειρίζονται πχ κρατική ή επιχειρηματική γραφειοκρατία κλπ) τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, πρώτες ύλες, εργαλεία, μέσα μεταφοράς πηγές ενέργειας κλπ) κανένα μοντέλο οικολογικής, τοπικής και αμεσοδημοκρατικής οικονομίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί αφού βασικός παράγοντας της οικονομίας θα παραμένει πάντα το κέρδος. Ο μόνος τρόπος να δούμε μια κοινωνία, όπου η παραγωγή των αγαθών της και των αξιών χρήσης δεν θα είναι υποδουλωμένη στο κέρδος και στην ακόρεστη ανάγκη για ανάπτυξη, αλλά θα λειτουργεί κάτω από τα κριτήρια της οικολογίας, της τοπικότητας, των ανθρώπινων αναγκών και της άμεσης δημοκρατίας, είναι μια κοινωνία που θα καταστρέψει τις εμπορευματικές σχέσεις.

Όμως εάν το “οξυγόνο” του καπιταλισμού είναι η συνεχής και αδιάκοπη επέκταση του, η μετατροπή των πάντων σε εμπορεύματα, το να βρούμε τρόπους μέσα από τους συλλογικούς αγώνες τις κοινωνικές αντιστάσεις και αυτοοργανωμένες δομές ώστε να αποσπάσουμε από το κεφάλαιο και τις εμπορευματικές σχέσεις τομείς τις ανθρώπινης- κοινωνικής δραστηριότητας είναι ένας τρόπος να “κόψουμε” το οξυγόνο στο κεφάλαιο. Ένας τρόπος να το “πολιορκήσουμε” αφαιρώντας του τον ζωτικό χώρο που έχει ανάγκη για την αδιάκοπη επέκταση του. Ένας τρόπος όχι μόνο να αμφισβητήσουμε την παντοδυναμία του, αλλά ακόμα παραπέρα την ίδια την αναγκαιότητα της εμπορευματικής οικονομίας, της ίδιας της σχέσης μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου.

Προς μια κοινωνική και πολιτική πόλωση

Ζούμε ήδη μια διαδικασία κοινωνικής πόλωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η εμφάνιση της άκρας δεξιάς σε κοινοβουλευτικό επίπεδο ακολουθεί την εδώ και καιρό συγκρότηση της κοινωνικής της βάσης. Μίας βάσης που έχει εδώ και καιρό νομιμοποιήσει τις ρατσιστικές, εθνικιστικές, θρησκόληπτες πεποιθήσεις πριν αυτές βρουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο προστρέχει στις δυνατότητες που του δίνουν τέτοιου τύπου ιδεολογίες για να μπορέσει να ανασυγκροτήσει την ηγεμονία του, μέσα σε ένα περιβάλλον οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας που διαμορφώνεται μέσα στην σημερινή συγκυρία. Στην προσπάθεια για ηγεμονία και σταθερότητα του συστήματος εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, τμήματα των καπιταλιστών και των πολιτικών και πολιτειακών (πχ δικαστές) διαχειριστών του συστήματος θα προσπαθήσουν να κολακέψουν, να αναπτύξουν και να εκμεταλλευτούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά ώστε να συγκροτήσουν κοινωνικές συμμαχίες απέναντι σε εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που κάτω από το βάρος της κρίσης και της συμμετοχής τους στους κοινωνικούς αγώνες ριζοσπαστικοποιούνται. Ο εχθρός είναι ο “άλλος”, ο “ξένος”, ο “διαφορετικός” και όχι το κεφάλαιο. Αυτός μας κλέβει τις δουλειές και την αξιοπρέπεια (όπως γράφει το ΛΑ.Ο.Σ. στις αφίσες του) και όχι τα αφεντικά . Κρίση είναι ότι μοιραζόμαστε την φτώχια μας με τους πιο φτωχούς και όχι η ύπαρξη της φτώχιας δίπλα στην αφθονία. Η ρητορική της Άκρας Δεξιάς στόχο έχει να μεταφέρει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους “από κάτω” για να μην εκδηλωθεί ή για να αποδυναμωθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους “από κάτω” και τους “από πάνω”.

Από την άλλη εδώ και καιρό μέσα στην ελληνική κοινωνία δημιουργείται ένας κοινωνικός πόλος που βλέπει ως μόνη λύση απέναντι στην χειροτέρευση των όρων ζωής του σε όλα τα επίπεδα, την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και του δημόσιου χαρακτήρα μιας σειράς τομέων του κοινωνικού βίου (παιδεία, υγεία, περιβάλλον κλπ). Ακόμα όμως και αυτός ο κοινωνικός πόλος δεν είναι ομογενοποιημένος. Δεν ταυτίζεται ούτε στο εύρος της κριτικής (δεν είναι οι πιο πολλοί από αυτούς αντικαπιταλιστές), δεν συμμερίζονται τις ίδιες αγωνίες (π.χ. δεν έχουν τα ίδια αντανακλαστικά απέναντι στον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό, το σεξισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό, την κρατική καταστολή), δεν έχουν την ίδια ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές διεργασίες (άλλοι είναι ενεργοί στον Α ή στο Β βαθμό, ενώ άλλοι έχουν εκχωρήσει την αντιπροσώπευση των συλλογικών συμφερόντων τους στους επαγγελματίες της πολιτικής ή του συνδικαλισμού).

Τα εκλογικά και δημοσκοπικά ποσοστά της Αριστεράς βασίζονται ακριβώς στην εμφάνιση αυτού του πόλου μέσα στους κοινωνικούς αγώνες τις προηγούμενης περιόδου. Αγώνες που μπορεί να μην μπόρεσαν να συντονιστούν και να αποτελέσουν ένα ενιαίο αγωνιστικό μπλοκ κοινωνικής αντιπολίτευσης, κατάφεραν όμως να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή μέσα στον κοινωνικό ιστό. Ο κοινωνικός αυτός πόλος συγκροτείται γύρο από τις έννοιες του Συλλογικού Δικαιώματος, του Δημόσιου Αγαθού, της Αντίστασης, της Ισότητας, των Κοινωνικών και Πολιτικών Ελευθερίων, της προστασίας του περιβάλλοντος και ως ένα βαθμό της ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Η αντανάκλαση αυτής της κοινωνικής πόλωσης στο πολιτικό πεδίο φαίνεται στην αδυναμία του δικομματικού πόλου να συνεχίσει με τον τρόπο που το έκανε την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, την γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην με μόνιμα χαρακτηρίστηκα εμφάνιση ενός ακροδεξιού πολιτικού χώρου, στην ενίσχυση των ποσοστών της Αριστεράς, στην ανάπτυξη σε πανελλαδικό επίπεδο όλο και πιο πολλών Αναρχικών, Αντιεξουσιαστικών και Αυτόνομων συλλογικοτήτων και δομών (καταλήψεις, στέκια κλπ). Στην αναβάθμιση της παρέμβασης τόσο των Α/Α/Α ομάδων όσο και της Αριστεράς στα κοινωνικά κινήματα.

Από την ιδεολογική προπαγάνδα στους αυτοοργανωμένους κοινωνικούς αγώνες

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της περιόδου γίνονται καθαρά, όταν δούμε ότι έχουμε περάσει από την φάση της ιδεολογικής προπαγάνδας και των συμβολικών ενεργειών στην συμμετοχή σε μια σειρά αυτοοργανωμένων κοινωνικών αγώνων, που όχι μόνο αποκτάν κάποιες φορές συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνάνε την μορφή των διεκδικητικών αγώνων και παίρνουν χαρακτηριστικά συγκρότησης ανταγωνιστικών δομών, ως προς τα κυρίαρχα μοντέλα που προωθούνται στην καπιταλιστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Και μιλάμε για τα κυρίαρχα μοντέλα της αγοράς, της διαμεσολάβησης, της ανάθεσης και της παθητικότητας (επίσημος συνδικαλισμός, τοπική “αυτοδιοίκηση”, ΜΚΟ, κλπ)

Αυτοί οι αγώνες παρόλο που μπορεί να φαίνονται μερικοί, αποσπασματικοί και ασυντόνιστοι σε σχέση με τις “ανάγκες της περιόδου”, είναι πολλές φορές αγώνες που έρχονται από το μέλλον σε σχέση με το περιεχόμενο, τις μορφές και τα υποκείμενα που αναδεικνύουν. Μπορεί απλώς να είναι φωτοβολίδες που σχίζουν στιγμιαία το σκοτάδι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, μπορεί όμως να είναι και οι εμπροσθοφυλακές των “μικρών μας ορδών που αναζητούν την ουτοπία”, εδώ και τώρα.

Κάτι αλλάζει λοιπόν;

Από τους αγώνες ενάντια στις αναπλάσεις και την περίφραξη των δημόσιων χώρων και τις δράσεις ενάντια στις κεραίες κινητής μέχρι τον αγώνα των κατοίκων της Λευκίμης ενάντια στον ΧΥΤΑ και της Θίσβης ενάντια στο εργοστάσιο του Λιθάνθρακα.

Από το μεγάλο ΦΚ για το άρθρο 16 μέχρι τους “εμβρυακούς” και “μοριακούς” αυτόνομους εργατικούς αγώνες.

Από τις απαλλοτριώσεις των Αναρχικών στα S/M ως τους αγώνες ενάντια σε απολύσεις εργαζομένων .

Από τον πολαπαλασιασμό των ορατών σημείων του Αντικαπιταλιστικού Χώρου (αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, καταλήψεις κλπ), έως την δημιουργία όλο και πιο πολλών Επιτροπών Αγώνα σε γειτονιές και πόλεις.

Από το κίνημα των κρατουμένων στις φυλακές, έως τους πρόσφυγές που σηκώνουν τη φωνή και τη γροθιά τους στην Πάτρα, την Πέτρου Ράλλη και τον Αγ Παντελεήμονα.

Αναδύονται στο δημόσιο κοινωνικό χώρο νέοι αγώνες με νέα υποκείμενα, περιεχόμενα και μορφές συγκρότησης Η πολυπλοκότητα του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, πάντα ξεπερνούσε τα συνδικαλιστικά και πολιτικά πλαίσια μέσα από τα οποία ήταν κυρίως αντιληπτή (συνδικάτο- οικονομικός αγώνας, κόμμα- πολιτική εκπροσώπηση). Στην σημερινή συγκυρία όμως αυτή η πολυπλοκότητα γίνεται ορατή. Η Αριστερά αλλά και η πλειοψηφία του Αντικαπιταλιστικού Χώρου αντιλαμβάνονται αυτή την πολυπλοκότητα ως αδυναμία και όχι ως δυνατότητα. Την αντιλαμβάνονται ως κατακερματισμό και πολυδιάσπαση και όχι ως διάχυση του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού.

Αντίθετα όμως από αυτή την αντίληψη που εφορμά (ομολογημένα ή ανομολόγητα) από την Λενινιστική θέση της “πρωτοπορίας”, η ορατότητα της πολυπλοκότητας του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού δημιουργεί μια σειρά από δυνατότητες στο Ανταγωνιστικό Κίνημα. Αναδεικνύει την αδυναμία του καπιταλισμού να ανταποκριθεί στο σύνολο των ανθρώπινων αναγκών. Δημιουργεί δομές, μορφές, αιτήματα και περιεχόμενα αγώνα έξω από τις επίσημες θεσμοποιημένες δομές του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και της κοινοβουλευτικής πολιτικής και τους μηχανισμούς αφομοίωσης που αυτές οι δομές έχουν συγκροτήσει. Εμφανίζονται δίπλα στους διεκδικητικούς κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες κινηματικές πρακτικές που αμφισβητούνε την εμπορευματική φύση του καπιταλισμού . Όχι βέβαια στο εύρος και στην διάσταση που αυτές οι αντιεμπορευματικές πρακτικές να αποτελούν αντίπαλο δέος στον Καπιταλισμό, αλλά παρόλο που παραμένουν περιορισμένες, εφήμερες και αποσπασματικές είναι πλέον κοινωνικά ορατές, σε μια αμφίδρομη σχέση με την κοινωνία και όχι αυτόαναφορικές.

Η “κρίση” ως δυνατότητα και από τις δυο πλευρές του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού.

Η “κρίση” από την μεριά δημιουργεί ρήγματα στην ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου, από την άλλη όμως αποτελεί και την αφορμή για μια νέα επίθεση του κεφαλαίου ώστε να εντείνει και να διευρύνεί την εκμετάλλευση και τους όρους υπαγωγής του ανθρώπου και της φύσης στο κεφάλαιο. Δεν είναι μονάχα η προσπάθεια για άμεση και έμμεση μείωση του εργατικού κόστους στο όνομα της “βιωσιμότητας” των επιχειρήσεων. Είναι ολοένα και πιο έντονη προσπάθεια να μετατραπούν τα πάντα μέσω τις ιδιοκτησίας σε εμπορεύματα. Από την γνώση και το νερό μέχρι τα γονίδια και το διάστημα, από τις κοινωνικές υποδομές και τα δημόσια αγαθά, μέχρι τις ιδιότητες της ίδιας της έμβιας ζωής. Ενώ ο καπιταλισμός “δείχνει σημάδια “κόπωσης” και “ύφεσης”, την ίδια στιγμή ετοιμάζεται για ένα νέο άλμα στις μορφές εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.

Το ίδιο και από την άλλη μεριά του “πλήθους” (χρησιμοποιούμε αυτόν τον ορισμό των Νέγκρι και Χάρτ για να περιγράψουμε την πολυπλοκότητα των υποκειμένων που υφίστανται την εκμετάλλευση και την κυριαρχία του κεφαλαίου, χωρίς να υπάγονται αναγκαστικά άμεσα στην σχέση κεφαλαίου- μισθωτής εργασίας). Εκεί που η κρίση εμφανίζεται ως άμεση επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, εκεί που η επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής καταστρέφει το περιβάλλον, εκεί που οι δυνατότητες καταστολής και επιτήρησης του “πλήθους” φαίνεται να παίρνουν χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας του “Μεγάλου Αδερφού”, εκεί ακριβώς κάτι αρχίζει να τρίζει στην ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου. Μπορεί αυτό το τρίξιμο να μην μετατρέπεται αυτόματα σε ένα τεράστιο ρήγμα, αλλά δημιουργεί ρωγμές, ρωγμές που πολλαπλασιάζονται αποσταθεροποιώντας το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Αυτή η αποσταθεροποίηση δεν συνεπάγεται την ντε φάκτο ανατροπή του καπιταλισμού. Δημιουργεί όμως δυνατότητες προς αυτή την κατεύθυνση.


12/01/2008

Κρίση υπερπαραγωγής: απόλυτη ή σχετική;

Για την κρίση υπερπαραγωγής

Στη Μαρξιστική σχολή σκέψης, η συζήτηση για τις αιτίες και τα φαινόμενα των οικονομικών κρίσεων έχει μακρά ιστορία, κατά την οποία έχουν αντιπαρατεθεί πολλές απόψεις οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικά ρεύματα. Ένα από τα σημεία που σε θεωρητικό επίπεδο είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα, αφορά το χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου, και αν αυτή είναι απόλυτη ή σχετική.


Η πολεμική για ένα τέτοιο ζήτημα, ασφαλώς, δεν έχει τόση ένταση όσο εκείνο για τις θεωρίες «υποκατανάλωσης» εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο, έχει μια σχετική σημασία, καθώς, ανάλογα με την ερμηνεία που δίδεται, προκύπτουν πολιτικές γραμμές, θέσεις, αλλά και κοινωνικές πρακτικές διαφορετικές. Γι’ αυτό θα επιθυμούσαμε με την παρούσα παρέμβασή μας να διασαφηνίσουμε τη θέση μας επ’ αυτού του θέματος.

Η ερμηνεία του απόλυτου χαρακτήρα της κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ιταλία, σε τέτοιο βαθμό που εμφανίζεται ένας κοινός προσανατολισμός σε διάφορα τμήματα της επαναστατικής αριστεράς. Όπως προκύπτει ρητά την ασπάζονται: το περιοδικό “Rapporti Sociali” , οι CARC, η Linearossa, το Centro di Documentazione e Lotta "Rosso 16", η συντακτική ομάδα της ιστοσελίδας "Lavoro Politico", η ομάδα LineaRossa της Γένοβας, διάφορα κοινωνικά κέντρα, πολλοί οικονομολόγοι του ΚΚΕ (Κόμματος Κομμουνιστικής Επανίδρυσης), αλλά και διάφορες ομάδες που ασπάζονται τον αυθορμητισμό, αλλά και άλλες, ένοπλης βίας. Οι τελευταίες είναι που πρώτες την εισήγαγαν στη δεκαετία του ’70 και ακόμα και σήμερα ο ορισμός της κρίσης ως απόλυτης εμφανίζεται στις προκηρύξεις τους, οι οποίες- όπως και η πρακτική τους – είναι η πιο χονδροειδής άρνηση του προλεταριακού σοσιαλισμού.

Η συντακτική ομάδα της “TeoriaePrassi” υποστηρίζει αντιθέτως την δεύτερη ερμηνεία, αυτή του σχετικού χαρακτήρα της κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου, όπως και η πλειοψηφία των μαρξιστικών- λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων του κόσμου.

Για να συμμετέχουμε σε αυτή τη συζήτηση, οφείλουμε καταρχάς να γνωρίσουμε το μαρξιστικό έργο, και συγκεκριμένα τις ιδέες που ανέπτυξε και τις κατηγορίες που διέκρινε ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο, οι οποίες παραμένουν ακόμα και σήμερα το κλειδί για τη σωστή κατανόηση των κρίσεων και για το οριστικό τους ξεπέρασμα.

Ας απαλλαγούμε από διάφορες «παρεξηγήσεις»

Το 15ο κεφάλαιο του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» είναι σίγουρα ένα από τα βασικότερα κείμενα, στο οποίο παρουσιάζεται η θεωρία για την κρίση υπερπαραγωγής. Σε αυτό το κείμενο αναπτύσσεται η θεμελιώδης έννοια περί υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, με την οποία ο Μαρξ ερμηνεύει τις κυκλικές οικονομικές κρίσεις, αναδεικνύει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα τους και αποδίδει στο ίδιο το κεφάλαιο τα όρια του καπιταλισμού. Εφιστούμε, για αυτό το λόγο, στους συντρόφους την προσοχή σε αυτό το βασικό κεφάλαιο, για να κατανοήσουν καλύτερα το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου.

Για να συμμετέχουμε ενεργά στη συζήτηση οφείλουμε να απαλλαγούμε από διάφορες «παρεξηγήσεις» εξαιτίας των οποίων αναπτύχθηκε μια συζήτηση χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση. Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει υπό το φως της μαρξιστικής θεωρίας, είναι ότι οι τόμοι που έχουν γραφτεί σχετικά με το αν μια κρίση υπερπαραγωγής είναι πρώτα από όλα μια κρίση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής ή χρηματικού κεφαλαίου στερείται πλήρως νοήματος.

Στην πραγματικότητα, για το Μαρξ, οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις χαρακτηρίζονται από πλεόνασμα κεφαλαίου είτε σε μορφή υπεράφθονων παραγωγικών ικανοτήτων, είτε σε μορφή απούλητων εμπορευμάτων, πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών, πλεονάζοντος χρηματικού κεφαλαίου κλπ. Το πλεονάζον κεφάλαιο που περιοδικά πρέπει να καταστρέφεται για να αναδημιουργεί τις συνθήκες ενός νέου κύκλου επέκτασης (κάτι το οποίο προϋποθέτει είτε μια πάλη μεταξύ «αδελφικών εχθρών», ώστε να καταστραφεί ή να παραμείνει ανενεργό το κεφάλαιο των άλλων, είτε μια κήρυξη πολέμου στην εργατική τάξη, στις μορφές οργάνωσής της, τις κατακτήσεις της, για να επιστρέψουμε σε ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας)

Από αυτή την άποψη, η μάζα των εμπορευμάτων, τα εργοστάσια, οι χρηματιστηριακοί τίτλοι, το χρήμα, το πλεόνασμα εργατικών χεριών, δεν είναι παρά παρόμοιες μορφές που λαμβάνει το κεφάλαιο: ταυτόχρονα, το κεφάλαιο δεν έχει την «γνήσια» του μορφή (ούτε ακόμα και υπό τη μορφή των πλέον εξελιγμένων παραγώγων), παρότι αποτελείται από συγκεκριμένες μορφές οι οποίες αντιστοιχούν σε μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική σχέση.

Όπως παρατηρεί ο Μαρξ «η υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής- μέσων εργασίας και επιβίωσης- που μπορούν να λειτουργήσουν ως κεφάλαιο, δηλαδή να απασχοληθούν για την εκμετάλλευση των εργαζομένων σε έναν βαθμό συγκεκριμένο».

Η προσέγγιση αυτή του Μαρξ μάς ωθεί, συνεπώς, να προβούμε σε μια δεύτερη σημαντική διαπίστωση: αν και τις περισσότερες φορές η κρίση υπερπαραγωγής έχει τις πρώτες της συνέπειες στην αγορά εμπορευμάτων (π.χ. υπό τη μορφή πτώσης των τιμών), αυτή μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε κρίκο της αλυσίδας της καπιταλιστικής οικονομίας.

Δεν είναι αναγκαίο, συνεπώς, να διακρίνουμε, τις κρίσεις υπερπαραγωγής ανάλογα με το γεγονός ότι αυτές εκδηλώνονται πρώτα στη σφαίρα της παραγωγής ή σε εκείνη της κυκλοφορίας, αν, αφού πρώτα υπάρξουν σε λανθάνουσα μορφή, καθίστανται έκδηλες στο τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που απασχολείται σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες (χρηματιστηριακά κραχ) ή στο βιομηχανικό τομέα (υπό τη μορφή ύφεσης). Τέτοιες πτυχές είναι σημαντικές για σκοπούς ανάλυσης του σχηματισμού της μάζας του πλεονάζοντος κεφαλαίου και των μηχανισμών μετάδοσης της κρίσης, μα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα για να αποφασίσουμε αν πρόκειται περί υπερπαραγωγής εμπορευμάτων ή ρευστού κεφαλαίου κλπ.

Η κρίση είναι πάντοτε μια αποκάλυψη των εσωτερικών αντιθέσεων της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολό του η οποία αντιπαρατίθεται στο άμεσο προτσές της παραγωγής και εκείνο της κυκλοφορίας, ένα προτσές εξαρτώμενο από εξωτερικές προϋποθέσεις. Η καθυστέρηση με την οποία συνήθως η υπερπαραγωγή κεφαλαίου- τα συμπτώματα της οποίας εκδηλώνονται πρώτα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και σε αυτή τη σφαίρα συχνά διαρκεί καιρό υπό λανθάνουσα μορφή- φτάνει στο τέλος στην καρδιά της παραγωγής (εκεί από όπου έλκει την καταγωγή της), η διεύρυνση των φαινομένων της κρίσης της υπερπαραγωγής στη σφαίρα του τοκοφόρου κεφαλαίου το οποίο λαμβάνει παράλογα μεγάλες διαστάσεις (αφού το κεφάλαιο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα στην παραγωγική σφαίρα) δεν καθορίζουν από μόνα τους τη φύση της κρίσης αλλά περιγράφουν μονάχα διάφορες στιγμές της ανάπτυξης αυτής της φάσης του οικονομικού κύκλου.

Μια ακόμα επισήμανση πριν μπούμε στην καρδιά της συζήτησης. Σε αυτό το άρθρο κάνουμε λόγο για κρίση υπερπαραγωγής και όχι για κρίση εξαιτίας της υπερπαραγωγής. Γιατί; Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, η υπερπαραγωγή δεν είναι η αιτία των κρίσεων, μα ένα φαινόμενο εξωτερικό, ένα σύμπτωμα, και πιο συγκεκριμένα, το κυριότερο σύμπτωμα. Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου είναι μια περιγραφή ενός γεγονότος αλλά όχι μια εξήγηση της κρίσης. Η πραγματική αιτία των κρίσεων, που πολλοί θεωρητικοί μαρξιστές ξεχνούν να δουν, έγκειται στην ανεπίλυτη αντίθεση μεταξύ της ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και των αστικών σχέσεων παραγωγής, που στην παρούσα φάση του καπιταλισμού έχει φτάσει ένα οξύτατο και χωρίς προηγούμενο επίπεδο, δεδομένου ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν γίνει εξαιρετικά ισχυρές και συλλογικές για να είναι περιορισμένες στο καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή η αντίθεση, ωστόσο, δεν καθίσταται έντονη από μόνη της στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά γίνεται εμφανής μέσω των συγκεκριμένων αντιθέσεων μέσω των οποίων εκδηλώνονται οι κρίσεις.

Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου είναι απόλυτη ή σχετική;

Από την ανάλυση της κυκλικής πορείας αξιοποίησης του κεφαλαίου και στη βάση της εισαγωγικής περιγραφής από το Μαρξ για την εξήγηση του χαρακτήρα των επιδημιών υπερπαραγωγής, πολλοί σύντροφοι συνάγουν τον απόλυτο χαρακτήρα των ίδιων των κρίσεων, καταλήγοντας στο να συγχέουν, στο να ταυτίζουν την απόλυτη κρίση υπερπαραγωγής με τη γενική κρίση του καπιταλισμού, η οποία έχει μια άλλη φύση (δες το άρθρο «για τη γενική κρίση του καπιταλισμού» στο ν.8 του TeoriaePrassi-σημ.N μετάφρ.: σύντομα θα μεταφραστεί και αυτό το άρθρο)

Σε αντίθεση με αυτούς τους συντρόφους έχουμε πρόθεση να αποδείξουμε ότι στην πραγματικότητα, οι κρίσεις υπερπαραγωγής κεφαλαίου δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές, αφήνοντας στο μέλλον το καθήκον να εξηγήσουμε τις διαφορές της πορείας της κρίσης και του οικονομικού κύκλου που καταγράφτηκαν στην προ-μονοπωλιακή περίοδο και στην ιμπεριαλιστική, με ειδικότερη αναφορά στις τελευταίες δεκαετίες.

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους θεωρούμε ότι η κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου είναι σχετική είναι οι ακόλουθοι.

1) Καταρχάς, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ακόμα και στην περίπτωση που ο Μαρξ περιέγραφε για να εισάγει την έννοια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η υπερπαραγωγή είναι πάντοτε σχετική αφού πρέπει να συσχετίζεται πάντα με την ανεπαρκή ικανότητα αυτοαξιοποίησης του ίδιου του κεφαλαίου. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής προκύπτουν, στην πραγματικότητα, απευθείας από την καπιταλιστική συσσώρευση, η οποία καθορίζεται από το νόμο της αξίας, και μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με μια καταστροφή της αξίας που επιτρέπει τον επανακαθορισμό του κατάλληλου ποσοστού κέρδους για μια περαιτέρω συσσώρευση.

Αυτό σημαίνει- σε αντιπαράθεση με όλες τις ρεφορμιστικές και αστικές θεωρίες περί υποκατανάλωσης ή δυσαναλογίας- ότι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή είναι που δεν συντρέχει, που δεν ταιριάζει με την αξιοποίηση: ότι υπάρχει μια μόνιμη και αξεπέραστη αντίθεση μεταξύ δύο συνθετικών πτυχών του κεφαλαίου, την παραγωγή και την αξιοποίηση.

Από αυτό πρέπει να συνάγουμε ότι δεν παράγεται υπερβολικά πολύ κεφάλαιο σε απόλυτους όρους, αλλά υπερβολικά πολύ κεφάλαιο βάσει των ορίων που τίθενται από την αξιοποίησή του. Όπως εξηγεί ο Μαρξ: «Μα ακόμα και στην ακραία υπόθεση που μόλις κάναμε, η απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν είναι μια απόλυτη υπερπαραγωγή γενικά, αλλά μόνο μια υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής τα οποία λειτουργούν ως κεφάλαιο και οφείλουν, εξ’ αυτού, σε αναλογία με την αυξημένη αξία η οποία προκύπτει από την αύξηση της μάζας τους,, να αξιοποιήσουν αυτή την αξία, να δημιουργήσουν μια συμπληρωματική αξία»(Μαρξ, Κεφάλαιο, 3ος τόμος)

Προφανώς το όριο είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οι οποίες εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, εμποδίζουν την απόλυτη παραγωγική και καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνίας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύπτεται απευθείας ο μη απόλυτος, αλλά ο ιστορικός, περιορισμένος, οριοθετημένος χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής στον οποίο η τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται σε σύγκρουση μετις αποπνικτικές συνθήκες αξιοποίησης που υπάρχουν και προετοιμάζει κρίσεις όλο και πιο βίαιες και ευρείες.

Ως εκ τούτου «αν με αυτό θέλει κανείς να πει ότι η υπερπαραγωγή είναι αποκλειστικά σχετική, αυτό είναι ολότελα σωστό, αλλά όλος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μόνο ένας σχετικός τρόπος παραγωγής, του οποίου τα όρια δεν είναι απόλυτα αλλά καθίστανται τέτοια εξαιτίας του ίδιου του τρόπουπαραγωγής» (Μαρξ, στο ίδιο, υπογράμμιση δική μας).

2) Δεύτερο, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η υπερπαραγωγή κεφαλαίου, στις μορφές που αυτό παίρνει, δεν είναι ποτέ απόλυτη σε σχέση με τις βασικές κοινωνικές ανάγκες.

Δεν πρόκειται, για να φέρουμε ένα παράδειγμα σχετικό με το εμπορευματικό κεφάλαιο, περί ενός απόλυτου πλεονάσματος στην παραγωγή, δηλαδή ανεξάρτητου από τα εμπόδια που θέτει η αστική τάξη, η οποία βρίσκεται στην εξουσία, στην αγοραστική δυνατότητα των μεγάλων μαζών. Δεν πρόκειται περί μιας μάζας αξιών χρήσης που θα μπορούσαν να καταναλωθούν χωρίς προϋποθέσεις (μια μάζα που αυξάνεται στο μέτρο κατά το οποίο εξαπλώνεται η καπιταλιστική αγορά και πέφτει η τιμή των εμπορευμάτων, ακόμα και αν η συνολική ανάγκη για αντικείμενα ανταλλαγής- η οποία συντίθεται από τις ανάγκες των συγκεκριμένων παραγωγών- έχει όρια). Πρόκειται, αντιθέτως, περί πραγματικών ορίων που τίθενται στην κοινωνική κατανάλωση- και συγκεκριμένα στην εργατική κατανάλωση- στις συνθήκες του καπιταλισμού. Η υπερπαραγωγή, λοιπόν, αναφέρεται στην ικανότητα απορρόφησης των μέσων εργασίας και επιβίωσης, σχετικής με μια συγκεκριμένη καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή με το εύρος της υπάρχουσας κατανάλωσης.

Στο παράδειγμα του εμπορευματικού κεφαλαίου, εκ των ων ουκ άνευ για την πραγματοποίηση της υπεραξίας, το πλεόνασμα εμπορευματικού κεφαλαίου υφίσταται μόνο σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και όχι σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών μιας κοινωνίας στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία πρέπει να παραμείνει φτωχή. Εδώ υπάρχει μια αναπόφευκτη αντίθεση του καπιταλισμού: οι εργάτες είναι σημαντικοί για την καπιταλιστική αγορά, αλλά η αστική τάξη έχει την τάση να μειώνει την τιμή της αξίας τους ως πωλητών εργατικής δύναμης, το μισθό, και αυτό καθορίζει μια ελλιπή Ζήτηση. Εξάλλου, στις περιόδους κρίσης, οι εργάτες που παραμένουν στην παραγωγή εργάζονται περισσότερο από πριν, αλλά οι ανάγκες τους- ίδιες με εκείνες των ανέργων- ικανοποιούνται σε μικρότερο βαθμό από πριν γιατί περικόπτονται οι μισθοί. Αυτό παραλύει περαιτέρω την κατανάλωση.

Η παραδοξότητα του καπιταλισμού έγκειται στο ότι δεν παράγονται υπερβολικά πολλά προϊόντα, αλλά υπερβολικά πολλά εμπορεύματα σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα είναι τα σύνορα που το κεφάλαιο θέτει στην ικανότητά του να παράγει πλούτο που είναι απόλυτα (αφού το κεφάλαιο δεν παράγει για την ευημερία της κοινωνίας αλλά για το κέρδος), όχι η υπερπαραγωγή.

Για αυτό και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται περί μιας απόλυτης ή καθολικής υπερπαραγωγής κεφαλαίου, δηλαδή συνδεδεμένης με τις αυξανόμενες υλικές και πνευματικές απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά για μια αναπόφευκτη υπερπαραγωγή σχετική ως προς το ότι η προσπάθεια να ωθηθεί η παραγωγή πέρα από τα όρια της καπιταλιστικής αξιοποίησης και αγοράς- ειδικά σε μια κοινωνία που δεν είναι σχεδιασμένη, και στην οποία ισχύει ο αναρχικός χαρακτήρας της παραγωγής- συγκρούεται συνεχώς με την αντίθετη φύση των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων.

3) Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανάλυση του Μαρξ ο ορισμός της απόλυτης υπερπαραγωγής πρέπει να ειδωθεί ως ένα είδος προκαταρκτικού ορισμού, ενός παραδείγματος το οποίο χρησιμεύει ακριβώς τη σταδιακή προσέγγιση του πραγματικού ορισμού της σχετικής υπερπαραγωγής. Η απόλυτη υπερπαραγωγή αναφέρεται, επομένως, σε μια περιορισμένη υπόθεση, «ακραία», όπως λέει και ο Μαρξ, η οποία του επιτρέπει να διατυπώσει έναν ξεκάθαρο ορισμό ο οποίος να καθιστά κατανοητό το συγκεκριμένο οικονομικό φαινόμενο που είναι η υπερπαραγωγή.

Από αυτή την οπτική γωνία ο Μαρξ υιοθετεί μια μεθοδολογία που είναι τυπική των φυσικών επιστημών, όπως παραδείγματος χάρη εκείνη τη σχετική με το ιδεατό αέριο στη φυσική, του ορίου που τείνει στο μηδέν ή το άπειρο, στα μαθηματικά, την δια της εις άτοπον απαγωγή κλπ.

Μια μέθοδο την οποία ο Μαρξ, θεμελιωτής μαζί με τον Ένγκελς του επιστημονικού σοσιαλισμού, υιοθετεί συχνά, κάτι οποίο συχνά ξεφεύγει από την προσοχή αρκετών μαρξιστών, μολονότι ο ίδιος το επεσήμαινε πολλές φορές, όπως για παράδειγμα στον ίδιο τον πρόλογο του Κεφαλαίου. Ας δώσουμε άλλο ένα παράδειγμα που αντλήσαμε από τις ίδιες σελίδες.

Αν ξαναδιαβάσουμε τις σελίδες στις οποίες ο Μαρξ εισάγει τον προκαταρκτικό ορισμό της απόλυτης υπερπαραγωγής, αναδεικνύεται ξεκάθαρα ότι ο ίδιος αναφέρεται σε μια πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους η οποία ορίζεται από παράγοντες διαφορετικούς από εκείνους που υπάρχουν στην περίπτωση της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει.

Σε αυτή την περίπτωση είναι η μείωση της αναλογίας μεταξύ υπερεργασίας και απαραίτητης εργασίας ο παράγοντας που καθορίζει την πτώση του ποσοστού κέρδους, και όχι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ή η σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό), η οποία έχει εξεταστεί από το Μαρξ σε προηγούμενο κεφάλαιο (13ο, του 3ου τόμου του Κεφαλαίου).

Με άλλα λόγια, ο Μαρξ εισάγει την έννοια της κρίσης υπερπαραγωγής αναφερόμενος σε μια πτώση της ποσότητας υπεραξίας που αντλείται από την εργατική τάξη και εξηγεί ότι αυτή η κρίση αναδεικνύει τη στιγμιαία ανικανότητα της τάξης των καπιταλιστών να εκμεταλλευτούν το προλεταριάτο σε ένα δεδομένο βαθμό.

Είναι επομένως προφανές ότι το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από δύο «μεταβλητές»: την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, από τη μια πλευρά, και το ποσοστό υπεραξίας, από την άλλη. Ο «μονομερής» ορισμός που δίνει ο Μαρξ στο 15ο κεφάλαιο δεν οφείλεται σε ένα θεωρητικό λάθος ή μια παράλειψη. Είναι συνδεδεμένος με την εφαρμογή μιας αναλυτικής μεθόδου η οποία ευρέως χρησιμοποιείται στις φυσικές επιστήμες και γνώριζε καλά ο Μαρξ. Είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη μελέτη των αλλαγών μιας συγκεκριμένης ποσότητας υπό την επίδραση αλλαγών μιας άλλης ποσότητας, γνωστή και ως ceterisparibus. Ο ορισμός της υπερπαραγωγής κεφαλαίου επιτρέπει έτσι στο Μαρξ να μελετήσει την επίδραση αλλαγών στο ποσοστό υπεραξίας στο ποσοστό κέρδους, καθώς οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί.

Είναι ξεκάθαρο ότι αν ο Μαρξ είχε στη διάθεσή του τις μεταγενέστερες από αυτόν μεθόδους υπολογισμού της λειτουργίας πολυπαραγοντικών μοντέλων ή πίνακες, το πρόβλημα δεν θα υπήρχε καν.

4) Τέταρτον, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αρχική υπόθεση περί απόλυτης υπερπαραγωγής παραμένει μια απλή υπόθεση γιατί «στην πραγματικότητα τα πράγματα θα εξελίσσονταν με τέτοιο τρόπο ώστε ένα μέρος του κεφαλαίου θα παρέμενε μερικώς ή πλήρως ανενεργό». Με άλλα λόγια, δεδομένης της απώλειας για την καπιταλιστική τάξη στο σύνολό της, καθορίζεται, στη βάση νέων συσχετισμών δυνάμεων, μια νέα ισορροπία που χρησιμεύει στη δημιουργία νέας αξιοποίησης. Η κρίση ήδη δεν είναι πια απόλυτη την ίδια στιγμή κατά την οποία το κεφάλαιο αρχίζει αναπροσαρμόζει την παραγωγή στη Ζήτηση που μπορεί να καλυφθεί, αφήνοντας ανενεργό ένα τμήμα του, αφήνοντας να καταστραφούν μια σειρά από επιχειρήσεις και καταστρέφοντας ένα μέρος των παραγωγικών δυνάμεων.

Συνεπώς, η χρήση του όρου «απόλυτος» για την υπερπαραγωγή κεφαλαίου στη μαρξιστική ορολογία χρησιμεύει μόνο για μια επιστημονική υπόθεση, η οποία εισάγεται με σκοπό την επεξήγηση της φυσικής προδιάθεσης του κεφαλαίου σε αυτό το είδος της κρίσης και, μαζί της, της σημασίας και του εύρους της κρίσης υπερπαραγωγής σε όλους τους κλάδους υπερπαραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μαρξ έγραφε «για να καταλάβουμε τι πράγμα είναι αυτή η υπερσυσσώρευση αρκεί να υποθέσουμε ότι είναι απόλυτη», αποφεύγοντας την ανάπτυξη μιας πιο χαλαρής ανάλυσης των κρίσεων στη βάση της μελέτης της πραγματικής κίνησης του κεφαλαίου. Η εισαγωγική διατύπωση του Μαρξ δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη χρήση της για την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας.

Με βάση όσα έχουμε ήδη πει δεν είναι ούτε σωστό να κάνουμε λόγο για «σχετικό χαρακτήρα της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου», βασιζόμενοι στο γεγονός ότι ο περιορισμός της καπιταλιστικής εξάπλωσης είναι σε κάθε περίπτωση σχετικός με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της αστικής κοινωνίας. Αν συμφωνούμε σε αυτό θα πρέπει ωστόσο να εξαλείψουμε τον χαρακτηρισμό της ως «απόλυτης» αφού η υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν θα είναι πραγματικά τέτοια. Ταυτόχρονα, και προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε την έννοια «απόλυτη υπερπαραγωγή» για να περιγράψουμε την επέκταση της κρίσης σε κάθε σκέλος της παραγωγής, αφού η σωστή έκφραση σε αυτή την περίπτωση είναι : γενικές οικονομικές κρίσεις.

Επιχειρήματα που δεν στέκουν

Με βάση τα τέσσερα παραπάνω επιχειρήματα για τη σχετικότητα της υπερπαραγωγής, ας δούμε για λίγο το σκεπτικό των υποστηρικτών του «απόλυτου» χαρακτήρα. Σύμφωνα με διάφορες οργανώσεις (π.χ. τις CARC που έχουν αναπτύξει και μελετήσει καλύτερα από άλλους την έννοια της κρίσης εξαιτίας της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου) έχουν επαληθευτεί ιστορικά δύο φορές οι προϋποθέσεις που έθετε ο Μαρξ ως περιορισμό του καπιταλισμού. Και αυτό θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια δύο γενικές κρίσεις εξαιτίας της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου: η πρώτη στις αρχές του 1900 και η δεύτερη τη δεκαετία του ’70, η οποία διαρκεί ακόμα.

Τι διακρίνει, κατ’ αυτούς, μια κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής;

«Απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου σημαίνει ότι το συσσωρευμένο κεφάλαιο δεν μπορεί να απασχοληθεί στην εξαγωγή υπεραξίας με τη διεύρυνση του πραγματικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής μέχρι την απορρόφησή του σε αυτό όλου του διαθέσιμου προλεταριάτου. Στις δεδομένες συνθήκεςαπό το πρώτο κύμα της προλεταριακής επανάστασης και των FormeAntitetichedell’Unità Sociale(FAUS) οι οποίες είχαν ήδη αναπτυχθεί, μια διεύρυνση της πραγματικά καπιταλιστικής παραγωγής στο μέτρο που επέτρεπε το ήδη συσσωρευμένο κεφάλαιο θα είχε επιφέρει την άντληση υπεραξίας ίσης ή μικρότερης από εκείνη που οι καπιταλιστές αντλούν με ένα μικρότερο κεφάλαιο» (Η κρίση του καπιταλισμού, στο “RapportiSociali”, n.31/32).

Ένα καλό συμπύκνωμα απόλυτων ανοησιών. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το Μαρξ- ο οποίος όπως είδαμε εισήγαγε την έννοια της απόλυτης υπερπαραγωγής για να φτάσει σε εκείνη της σχετικής υπερπαραγωγής- οι CARC καταλήγουν σε συμπεράσματα πραγματικά αντιφατικά. Ας τα δούμε:

- στον καπιταλισμό, όλο το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι απασχολημένο με την άντληση υπεραξίας, δηλαδή απασχολείται ως παραγωγικό κεφάλαιο, αλλιώς το σύστημα εισέρχεται σε κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής. Έτσι οι σύντροφοι αυτοί παραλείπουν να πουν ότι στην διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή μόνο ένα τμήμα της παραγόμενης από τους εργαζομένους υπεραξίας είναι προορισμένη για την αύξηση της παραγωγής (και έτσι λοιπόν συσσωρεύεται) ενώ ένα άλλο τμήμα πηγαίνει σε εισοδήματα, τόκους, σε μη παραγωγικές δαπάνες, σε προσωπικά κέρδη, σε χρήματα που συλλέγονται από το αστικό κράτος κλπ. Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός δεν επιφέρει την κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίου.

- αν δεν απορροφάται όλος ο σχετικός υπερπληθυσμός εργατών (γιατί πλεονάζει αναφορικά με τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου) υπάρχει κρίση απόλυτης υπερπαραγωγής. Και εδώ μπαίνουμε στο ιδανικό βασίλειο του κεφαλαίου, δεδομένου ότι η πλήρης απασχόληση μπορεί να υπάρξει μόνο στο σοσιαλισμό, ενώ «ένας εργατικός υπερπληθυσμός είναι το απαραίτητο προϊόν της συσσώρευσης, δηλαδή της ανάπτυξης του πλούτου σε καπιταλιστική βάση και μάλιστα μια εκ των προϋποθέσεων ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (K.Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1ος τόμος, 5ο κεφ.)

-κατά την άποψη αυτών των συντρόφων η διαφορά μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπερπαραγωγής οφείλεται ουσιαστικά σε μια διαφορά στο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια εξαρτάται από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό υπεραξίας. Αλλά η σχέση μεταξύ υπεραξίας και μεταβλητού κεφαλαίου- που εκφράζει το βαθμό εκμετάλλευσης του εργάτη από τον καπιταλιστή- αυξάνει με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αντί να μειώνεται. Π.χ. αν κάποιες δεκαετίες πριν ένας εργάτης της FIAT έπρεπε να δουλεύει 4 ώρες για να αναπαράγει την αξία των απαραίτητων για τη συντήρησή του μέσων επιβίωσης, σήμερα αρκούν 2 ώρες εργασίας.

Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ερμηνεία της κρίσης συντρέχει με την θέση ότι η κρίση οφείλεται στη συμπίεση των κερδών που προκαλείται από τις μισθολογικές πιέσεις (στα αγγλικά αυτή η θεωρία είναι γνωστή ως “profitsqueeze”): μια ερμηνεία η οποία, αν και δεν έχει τον ίδιο αριθμό υποστηρικτών όσο εκείνη της υποκατανάλωσης, τα τελευταία χρόνια έχει διαδοθεί μεταξύ των μελετητών που πρόσκεινται στο μαρξισμό και έχει υιοθετηθεί ακόμα και από κεϋνσιανούς και νεορικαρδιανούς. Σύμφωνα με τον Μ.Itoh(1987) ο πραγματικός παραγωγός αυτής της θέσης δεν είναι άλλος από τον Οττο Μπάουερ.

Τι να πει κανείς, λοιπόν; Μια απόλυτη αναταραχή, ένα συνονθύλευμα από τυχαίες φράσεις που αν εφαρμοστούν ως κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια κρίση υπερπαραγωγής μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό το γεγονός είναι…πάντοτε παρόν από τότε που υπάρχει ο καπιταλισμός.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας τέτοιος τρόπος ερμηνείας της κρίσης μάς οδηγεί δίχως άλλο στη διάβρωση της μαρξιστικής θεωρίας για την κρίση, στην απάρνηση της εγκυρότητάς της.

Και ποια είναι τα οικονομικά δεδομένα στη βάση των οποίων οι οπαδοί της θεωρίας του «απόλυτου» θεμελιώνουν τη θέση τους. Πραγματικά δεν υπάρχει πρόσθετο κεφάλαιο για επενδύσεις τα τελευταία 30 χρόνια; Στα αλήθεια οι πολυεθνικές δεν έχουν πραγματοποιήσει τεράστια κέρδη; Πράγματι η μάζα της υπεραξίας που αντλείται ολοκληρωτικά από τους καπιταλιστές από την εργατική τάξη η οποία αυξάνει αριθμητικά σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μειωθεί ή παραμένει ίδια σε κάθε κύκλο; Εδώ μας φαίνεται ότι αντί για υλιστική ανάλυση της πραγματικότητας, αντί για γεγονότα που μπορούν να αποδειχτούν, οι οπαδοί της θεωρίας του «απόλυτου» χαρακτήρα της κρίσης της υπερπαραγωγής παρουσιάζουν δόγματα και σχήματα μη επαληθεύσιμα.

Μα ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι έχουν δίκιο. Σε μια τέτοια περίπτωση πώς και ο καπιταλισμός δεν έχει καταρρεύσει 30 χρόνια τώρα και περνά χρόνια απόλυτης υπερπαραγωγής που θα τον είχαν φέρει σε κατάρρευση; Πώς το σύστημα λειτούργησε πέραν των ακραίων ορίων που περιέγραψε ο Μαρξ, που του είχαν αποκλείσει την πιθανότητα της πραγματοποίησης του μέγιστου κέρδους;

Εδώ δεν υπάρχουν FAUS που να αντέχουν: η πραγματικότητα είναι ότι ο καπιταλισμός δεν έχει ποτέ φτάσει το ιστορικό όριο της απόλυτης υπερπαραγωγής κεφαλαίου. Ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν την έχει φτάσει είναι το γεγονός ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αντισταθμίζεται από την αύξηση της μάζας του κεφαλαίου και επομένως από την αύξηση της ποσότητας της αντλούμενης υπεραξίας. Επομένως για τον ακριβώς αντίθετο λόγο από αυτόν που υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας περί «απόλυτης» υπερπαραγωγής.

Ως τώρα το κεφάλαιο κατάφερε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να γλιτώσει από τα όριά του (με την αύξηση της εκμετάλλευσης, με την εξαγωγή κεφαλαίων, με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κλπ) αποφεύγοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, να βρεθεί απέναντι σε ένα πρόβλημα απόλυτης υπερπαραγωγής, η οποία έχει παραμείνει ως τώρα ένα πρόβλημα μόνο θεωρητικό, μια τάση του συστήματος, είτε αυτό βρίσκεται σε προμονοπωλιακή είτε σε ιμπεριαλιστική φάση.

Αντίθετα, ήταν ο σχετικός χαρακτήρας των κρίσεων υπερπαραγωγής ο οποίος απέτρεψε την κατάρρευση (αφού οι κρίσεις οι κυκλικές είναι οι στιγμές βίαιης επίλυσης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλισμού). Κατάρρευση την οποία εμείς ευχόμαστε να επέλθει ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και των λαών στη βάση της γνώσης των οικονομικών νόμων και όχι των επιθυμιών του καθένα.

Οι συνέπειες σε πολιτικό επίπεδο

Η θεωρητική συζήτηση για τη φύση και τα αίτια της οικονομικής κρίσης έχει μεγάλη πολιτική σημασία για το επαναστατικό κίνημα. Η θεωρία, η ακριβής κατανόηση, από το κίνημα, της οικονομικής δομής χρησιμεύει στη διεύθυνση και την δικαιολόγηση της πολιτικής δράσης: ανάλογα με τη μια ή την άλλη θέση για την καπιταλιστική κρίση προκύπτουν πολιτικές γραμμές αποκλίνουσες ή ακόμα και αντικρουόμενες.

Π.χ. οι υποστηρικτές της θέσης της κρίσης υποκατανάλωσης έχουν εξ αυτήςθέσεις πολιτικές καθαρά ρεφορμιστικές και συνδικαλιστικές, αφού θεωρούν πως η λύση για τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των μισθών ή με κεϋνσιανές πολιτικές που θα μπορούσε να υιοθετήσει το αστικό κράτος, απορρίπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να θέσουν το ζήτημα της προλεταριακής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο ίδιο τους το πολιτικό πρόγραμμα.

Ομοίως, στον επαναστατικό χώρο, το να υποθέτει κανείς μια υπερπαραγωγή απόλυτου χαρακτήρα σημαίνει να συνάγει αντίστοιχα πολιτικά συμπεράσματα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις επαναστατικής δράσης και πάλης των τάξεων.

Η κύρια πολιτική συνέπεια της θέσης για απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου έγκειται στο ότι βγαίνει το συμπέρασμα για μια «αναπτυσσόμενη επαναστατική κατάσταση» μακράς διάρκειας και απλωμένης σε όλο τον κόσμο. Για να μη μακρηγορούμε παροτρύνουμε τους αναγνώστες στο νο.7 της TeoriaePrassi στο οποίο είχαμε παραθέσει την κριτική μας σε μια παραποίηση μιας θεμελιώδους λενινιστικής αρχής.

Σίγουρα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η μετάφραση σε πολιτικούς όρους μιας θεωρητικής θέσης υπερβολικής και δογματικής είναι ακριβώς μια πολιτική θέση τυπικά αριστερίστικη και υποκειμενιστική: αλλά πρέπει ίσως να περιμένει κανείς τίποτε άλλο από κάποιον που συγχέει μια «ακραία υπόθεση» με την πραγματικότητα;

Εν κατακλείδι…

Η φύση και η αιτία των σημερινών κρίσεων δεν είναι στην ουσία διαφορετικές από εκείνες που περιέγραψε ο Μαρξ. Ακόμα και στην εποχή του ιμπεριαλισμού- η οποία είναι το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού και σε τίποτα θεμελιωδώς διαφορετική από αυτόν- είναι η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική μορφή, με την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής να συνιστά το θεμέλιο των κρίσεων υπερπαραγωγής. Ως εκ τούτου αυτές οι κρίσεις έχουν στις ρίζες τους στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και καθορίζονται από οικονομικούς νόμους που δημιουργούνται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Βεβαίως, η πορεία κάθε κρίσης, οι μορφές στις οποίες αυτές οι κρίσεις εκδηλώνονται, εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού σε κάθε χώρα και από την πλήρη αντιπαράθεση μιας εναλλακτικής σε αυτόν τον ιστορικά ξεπερασμένο τρόπο παραγωγής.

Οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, η γενίκευσή τους και η επιδείνωσή τους, απειλούν πάντοτε όλο και περισσότερο τη λειτουργία του κεφαλαίου ως θεμελίου της σημερινής κοινωνίας και ξεπερνιούνται με τρόπο όλο και πιο καταστρεπτικό. Δεδομένου αυτού πρέπει να θυμόμαστε ότι ο μαρξισμός- λενινισμός αντιτίθεται στις θέσεις περί μιας κρίσης χωρίς διέξοδο για τον καπιταλισμό, σε θέσεις περί πάνω κάτω αυτόματης ανισορροπίας του συστήματος που προκαλεί μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί αυτό να ξεφύγει. Ο Μαρξ υπογράμμιζε ότι η καθαρά οικονομική πτώση του καπιταλισμού ανταποκρινόταν ακριβώς στην αστική οπτική γωνία.

Υπάρχει μια τάση για κατάρρευση του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται και εξαπλώνεται σε κάθε κρίση, όμως το μόνο υποκείμενο που μπορεί πραγματικά να κάνει πράξη αυτή την κατάρρευση είναι το προλεταριάτο το οποίο πραγματοποιεί τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν κρίσεις υπερπαραγωγής όλο και πιο σοβαρές και εξαπλωμένες, ότι θα υπάρξει μια δυναμική που θα επιφέρει τη μεγέθυνση των υλικών βάσεων για την ανάπτυξη επαναστατικής δράσης και δημιουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Χωρίς την ύπαρξη της νίκης του προλεταριακού σοσιαλισμού το κεφάλαιο θα μπορεί πάντοτε να επιλύει τη σχετική υπερσυσσώρευσή του, το πιο προφανές παράδοξό του, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γιατί δεν υπάρχει ένα στάδιο του καπιταλισμού στο οποίο δημιουργείται μια απόλυτη αδυναμία συνέχισης του προτσές συσσώρευσης.

Ένα παράδειγμα επίκαιρο είναι ο πόλεμος στο Ιράκ που χρησιμεύει ακριβώς για την επίλυση του προβλήματος της καταστροφής κεφαλαίου που πλεονάζει σε παγκόσμια κλίμακα, για να ξαναρχίσει ένας νέος κύκλος επέκτασης, ξεκινώντας από την «ανοικοδόμηση» από τις πολεμικές ζημιές.

Αν λοιπόν το προλεταριάτο δεν πάρει μια πολιτική πρωτοβουλία για να ανατρέψει την αστική τάξη και να περάσει στο σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός πάντοτε θα μπορεί να ξαναρχίσει τη συσσώρευσή του. Αν το προλεταριάτο δεν ακολουθεί τον δρόμο της επανάστασης, ανασυσταίνοντας το κομμουνιστικό του κόμμα, ο καπιταλισμός θα μπορεί να ανασυνθέσει τις αντιθέσεις του και να τις φέρει σε νέα επίπεδα, προσπαθώντας να παρασύρει στο νεκροκρέβατό του όλες τις κοινωνικές τάξεις για να μην ηττηθεί μια και καλή.