Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

11/29/2007

Πληγές του παρόντος δυνάμει πλούτος

Ο μύθος των κοινωνικών δεσμών/Generation-X,
του André Gorz

Πληγές του παρόντος δυνάμει πλούτος μετάφραση αποσπάσματος: Μάνος Κορνελάκης

O μύθος των κοινωνικών δεσμών


Ζούμε την εξάλειψη ενός συγκεκριμένου τύπου κοινωνίας κι ενός τρόπου να ανήκουμε σ' αυτήν: ομιλώ γι' αυτό που ο Michel Aglietta αποκάλεσε "κοινωνία της μισθωτής εργασίας" και η Hannah Arendt "κοινωνία της εργασίας" (Arbeitsgesellschaft). Η "εργασία" μέσω της οποίας επερχόταν η κοινωνικοποίηση δεν ήταν ποτέ η εργασία με την ανθρωπολογική ή τη φιλοσοφική της έννοια. Δεν μιλούσαμε για το μόχθο του χωρικού που οργώνει το χωράφι του, ούτε για εκείνον του συγγραφέα που δουλεύει το κείμενό του, ή του μουσικού που σκαλίζει το πιάνο του.
Αυτό που αποτελεί στις μέρες μας είδος προς εξαφάνιση είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία αυτή καθ' εαυτή: μετρώμενη, ποσοτικά προσδιορίσιμη, ανεξάρτητη από το πρόσωπο που την εξασκεί, ικανή για αγορά και πώληση στην "αγορά εργασίας", με μια φράση δηλαδή, η εξαργυρώσιμη εργασία ή η εργασία-εμπόρευμα, που ανακαλύφτηκε και επιβλήθηκε με ιδιαίτερη δυσκολία και δια της βίας από τον βιομηχανικό καπιταλισμό στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα κι εντεύθεν.(1)

Ακόμη και στον κολοφώνα της κοινωνίας που εφήρμοσε την μισθωτή εργασία και παρά τις όψιμες εξιδανικεύσεις της, η μισθωτή εργασία δεν απετέλεσε ποτέ πηγή ολοκλήρωσης και "κοινωνικής συνοχής". Οι κοινωνικοί δεσμοί που σφυρηλατήθηκαν ανάμεσα στα άτομα ήταν αφηρημένοι και ασθενείς. Εισήγαγε μεν οπωσδήποτε τα άτομα στην εργασιακή διαδικασία της κοινωνίας, στις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής, αλλά αυτό έγινε τρόπον τινά με τη μορφή των στενά συναρμολογούμενων και λειτουργικά εξειδικευμένων εξαρτημάτων μιας υπερ-μηχανής.

Μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού ντετερμινισμού, ο μόχθος κανονικοποιήθηκε, ορίστηκαν δικαιοδοσίες και νομιμοποιητικό πλαίσιο υπό το καθεστώς μιας προκαθορισμένης εκπαιδευτικής αντίληψης, με γνώσεις πιστοποιούμενες και κοστολογούμενες, με αποτέλεσμα μιαν εργασία που αντιστοιχούσε στις αντικειμενικές λειτουργικές απαιτήσεις ενός οικονομικού μηχανισμού. Ετσι στήθηκε η κοινωνία-σύστημα που παρείχε στον καθένα την αίσθηση της χρησιμότητας ανεξαρτήτως προσωπικών προθέσεων: αντικειμενική χρησιμότης, απρόσωπη, επικυρούμενη δια του μισθού και των "συνακολούθων αυτού κοινωνικών δικαιωμάτων". Δικαιώματα που σε κάθε περίπτωση δεν αφορούν στο πρόσωπο του εμμίσθου αλλά στην λειτουργία -αυτή καθαυτή αδιάφορη- που η συγκεκριμένη δουλειά τυχόν επιτελεί μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
"Τί σημασία έχει η εργασία.. το θέμα είναι να έχει κανείς δουλειά. Δουλειά να είναι κι ότι νάναι."
Αυτό ήταν κατ' ουσίαν το ιδεολογικό μήνυμα της κοινωνίας της μισθωτής εργασίας: ..μη νοιάζεστε και πολύ γι' αυτό που κάνετε, αρκεί να πέφτει ο μισθός στο τέλος του μήνα.
Ενάντια στην ιδεολογία της εμπορευματοποιημένης εργασίας δίχως αξιοπρέπεια, ούτε ενδιαφέρον, χωρίς εγγενές νόημα, ενάντια στον καταναγκασμό και την καταπίεση που έγιναν το μέσο και το αντίτιμο της πρόσβασης στην καταναλωτική κοινωνία της αφθονίας, ξεσηκώθηκαν με κλιμακούμενη ένταση οι εργάτες των εργοστασίων, οι υπάλληλοι των γραφείων και των υπηρεσιών στους οποίους εφαρμόστηκε ο Φορντισμός-ταιηλορισμός (Taylorized Fordism).

Όσο για κοινωνική ολοκλήρωση και συνοχή, ούτε λόγος! Ακόμη και στην ακμή της η κοινωνία της μισθωτής εργασίας σπαρασσόταν διηρεμένη αέναα σε ανταγωνιστικές τάξεις. Κατ' ουσίαν οι εργάτες δεν ήταν μέλη της κοινωνίας, αλλά μέλη της τάξης τους, του συνδικάτου, της εργατικής τους κολεκτίβας. Σ' αυτό το πλαίσιο και μέσω των αγώνων για να μεταμορφώσουν την εργασία, τη ζωή και την κοινωνία, αντλούσαν τα στοιχεία μιας "ταυτότητας", την τιμή, τον πολιτισμό και τη συνοχή τους. Ενάντια σ' αυτή τη συνοχή, την ταξική τους οργάνωση, ενάντια στην ίδια τους την ταυτότητα, το "κεφάλαιο" επινόησε το απόλυτο όπλο: την απορρύθμιση, την εξατομίκευση των συμβάσεων, την κατάργηση της μονιμότητας, τη μαζική κατάργηση θέσεων, την ανασφάλεια για όλους.

"Φόβος και τρόμος!" Το ιδεολογικό μήνυμα άλλαξε:
Από "τί σημασία έχει τι δουλειά κάνεις, αρκεί να πέφτει ο μισθός στο τέλος του μήνα", έγινε: "Τί σημασία έχει πόσα παίρνει κανείς, αρκεί να μην είναι άνεργος". Με άλλα λόγια, να είστε έτοιμοι για κάθε υποχώρηση, εξευτελισμό, υποταγή, ανταγωνισμό κι εν τέλει προδοσία, χάρη μιας θέσης εργασίας, αφού.. "όποιος χάνει τη δουλειά του χάνει τα πάντα". Αυτό είναι, αν όχι το κοινό αίσθημα της κοινωνίας, τουλάχιστον το μήνυμα του κυρίαρχου λόγου. Υπερθεματίζει ως προς την εργασία, ανάγοντάς την σε "αγαθό" που μάλιστα τείνει να φαντάζει σαν είδος πολυτελείας, κάτι που κανείς ΕΧΕΙ ή δεν ΕΧΕΙ, κι όχι σαν κάτι που ΚΑΝΕΙ ένας άνθρωπος αφιερώνοντας εκεί τις δυνάμεις και τον χρόνο του.
"Αγαθό" λοιπόν, για την "απόκτηση" του οποίου απαιτούνται θυσίες. "Αγαθό" για την "δημιουργία" του οποίου -προσοχή, διότι στο εξής, δεν είναι η εργασία που παράγει τον πλούτο, αλλά ο πλούτος (των εχόντων) που "δημιουργεί θέσεις εργασίας" - επομένως, οι "δημιουργοί των θέσεων εργασίας" δηλαδή οι εργοδότες, τα αφεντικά, οι επενδυτές, οι επιχειρήσεις, δικαιούνται πάσας ενθάρρυνσης και της αναγνώρισης της προσφοράς τους εκ μέρους του έθνους με επιχορηγήσεις, διευκολύνσεις και φοροελαφρύνσεις. Η εργασία είναι αγαθό. Η δουλειά για όποιον την έχει, είναι προνόμιο. Ένα προνόμιο μάλιστα όλο και πιο σπάνιο, γιατί όπως λέγεται "δεν υπάρχουν πλέον δουλειές σήμερα". Άρα, ό, τι προσόντα και να διαθέτει κανείς, δεν μπορεί να ξέρει τι του ξημερώνει.

Απίστευτος δόλος: δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά "αρκετή εργασία" (καλά αμειβόμενη, σταθερή, πλήρους απασχόλησης) για όλους, αλλά η κοινωνία - δηλαδή, για την ακρίβεια το κεφάλαιο - που δεν χρειάζεται και θα χρειάζεται όλο και λιγότερο την εργασιακή συνεισφορά όλων μας, διατυμπανίζει σε κάθε περίπτωση ότι η εργασία είναι απαραίτητη, όχι βέβαια για την κοινωνία, αλλά για μας. Κάνει λοιπόν η "κοινωνία" το παν, ξεπερνά μερικές φορές και τον εαυτό της, προκειμένου να εφεύρει, να παρέχει, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, μιας εργασίας που στην πραγματικότητα της είναι περιττή, αλλά την οποία σημειωτέον, έχουμε εμείς απόλυτη ανάγκη.

Απίθανη αντιστροφή: δεν είναι ο εργαζόμενος/εργαζόμενη που προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, αλλά η κοινωνία που προσφέρει σε όλους μας τη "δυνατότητα" της εργασίας, εν είδει "παροχής" με την οποία μας εξασφαλίζει αυτό το "πολύτιμο αγαθό", την εργασία, ώστε να αποφευχθεί η οδυνηρή κατάσταση "στέρησης" στην οποία περιέρχονται οι μη έχοντες εργασία. Είναι η ίδια κοινωνία που εκπλήσσεται και δυσανασχετεί όταν όσοι έχουν το "προνόμιο" μιας δουλειάς υψώνουν απαιτήσεις - οι αχάριστοι - ή φτάνουν στο σημείο να απορρίπτουν πλήρως τις εργασιακές τους συνθήκες, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, εντατικοποιούνται διαρκώς, ενώ οι μισθοί συμπιέζονται.

Ποτέ άλλοτε δεν διαφημίστηκε, δεν διακηρύχτηκε, δεν αναμασήθηκε τόσο αναίσχυντα η ιδεολογία της εργασίας-αξίας και ποτέ άλλοτε η επικυριαρχία του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων στη διαμόρφωση των εργασιακών όρων δεν ήταν περισσότερο αδιαμφισβήτητη.
Ποτέ άλλοτε δεν προβλήθηκε με τέτοια εμμονή η λειτουργική "αναγκαιότητα" και το "αναντικατάστατον" της εργασίας ως πηγή σφυρηλάτησης των "κοινωνικών δεσμών", εξασφάλισης "κοινωνικής συνοχής", επίτευξης της "κοινωνικοποίησης" των ατόμων και της ευρύτερης "κοινωνικής ολοκλήρωσης", στήριξης της "ταυτότητας του ατόμου" και δημιουργίας νοήματος, ποτέ άλλοτε όπως τώρα που στην πραγματικότητα η εργασία αδυνατεί να υπηρετήσει οποιονδήποτε από τους διαφημιζόμενους σκοπούς. Αδυνατεί επίσης ν' ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε από τις πέντε δομικές λειτουργίες που ανέδειξε η Marie Yahoda στην κλασική πλέον μελέτη της για τους ανέργους του Marienthal, αρχές δεκαετίας '30. Η αβέβαιη εργασία, είτε με τη μορφή ειδικών συμβάσεων ή με άλλες μορφές απορρύθμισης, ευέλικτη από κάθε άποψη και βέβαια ως προς τα ωράρια και την αμοιβή, έχει πάψει να εγγράφει τους εργαζόμενους σε κάποια συλλογικότητα, έπαψε δε να δομεί τον καθημερινό χρόνο, τις εβδομάδες, τα έτη, τις περιόδους της ανθρώπινης ζωής. Εν τέλει, η εργασία αυτή δεν αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε κανείς να κτίσει το μέλλον του.

Η πολυπόθητη κοινωνία των ευκαιριών, μέσα στην οποία καθένας θα εύρισκε τη θέση του και θα μπορούσε να θέσει στόχους, να είναι χρήσιμος και να "χαίρει ασφαλείας" -η κοινωνία της εργασίας- είναι νεκρή. Η κεντρικότητα του θέματος της εργασίας είναι ένα φάντασμα και η εμμονή μας σε αυτό θυμίζει τις περιπτώσεις ανθρώπων που παραπονούνται για πόνο σε ένα ακρωτηριασμένο μέλος. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η εργασία-φάντασμα ζει και βασιλεύει παρά την εξάλειψή της, χάρι στις έμμονες αντιδράσεις και τις επικλήσεις εκ μέρους όσων συνεχίζουν να την βλέπουν σαν τη μόνη σωτηρία, αδυνατώντας να φανταστούν άλλο μέλλον από την επιστροφή στο παρελθόν. Είναι δε αυτοί που εκ των πραγμάτων κάνουν το μεγαλύτερο κακό, αφού τείνουν να μας πείσουν πως χωρίς "δουλειά" δεν υπάρχει μέλλον ούτε κοινωνικότητα, καμιά ακτίνα ζωής κι ελπίδα αυτοπραγμάτωσης. Η επιλογή γι' αυτούς τίθεται με όρους "δουλειά ή χάος", ενσωμάτωση στην κοινωνία της εργασίας ή αποκλεισμός, συγκρότηση κοινωνικής ταυτότητας μέσα από τη δουλειά, ή, πτώση του ατόμου στην "απώλεια" της ανυπαρξίας.
Καταφέρνουν να μας πείσουν πως αξίζει, είναι φυσιολογικό τέλος πάντων, αν όχι επιβεβλημένο, για τον καθένα να "επιθυμεί διακαώς" αυτό ακριβώς που δεν υπάρχει και που εκ των πραγμάτων δεν θα αποτελέσει ποτέ ξανά είδος εν επαρκεία για όλους, δηλαδή: "μια αμειβόμενη εργασία σταθερής απασχόλησης", μοναδική "οδός σύγχρονης πρόσβασης στην κοινωνική και την προσωπική ταυτότητα", "μοναδική δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και νοηματοδότησης της διαδρομής του καθενός(2)".

Οι αδιάκοπες επικλήσεις στο όνομα της εργασίας συντηρούν σε μεγάλο βαθμό εν ζωή παραδείγματα προ πολλού παρωχημένα. Έτσι, παραμένουν "φυσιολογικές" και μοιάζουν δίκαιες ποικίλες προσδοκίες που είναι στην πράξη εκτός τόπου και χρόνου. Καταδικάζονται δε στην απαγοήτευση και την απάθεια πολλοί που βλέπουν τις "δίκαιες" προσδοκίες τους να καταβαραθρώνονται. Ενδυναμώνεται, τοιουτοτρόπως, η κυβερνοστρατηγική του κεφαλαίου που - προκειμένου να επιβάλει "ευελιξία", μη μονιμότητα και ειδικές συμβάσεις, προκειμένου να εξατομικεύσει, να επιλέξει κατά το συμφέρον, να αυξήσει την παραγωγικότητα και τις αποδόσεις, να μειώσει τις αμοιβές και το προσωπικό - χρειάζεται και με το παραπάνω το χέρι βοηθείας που τείνει ο χορός όσων ψέλλουν ακατάπαυστα τις αρετές της δουλειάς και την οργανική της σημασία στην κοινωνία. Είναι σαφές πως πρέπει όλοι να συνεχίσουν να επιθυμούν "διακαώς" αυτό που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να διαθέσουν παρά μόνο σε ολίγους: ώστε ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων στο χώρο της αγοράς εργασίας να ναρκοθετεί διαρκώς τις όποιες απαιτήσεις, προάγοντας την ευπροσήγορη υποταγή εκείνων των ολίγων "προνομιούχων" που έχουν την τιμή να βρίσκονται στην υπηρεσία της επιχείρησης.

Όσοι εγκλωβίζουν την "κοινή γνώμη" σ' ένα όνειρο εξωπραγματικών προσδοκιών, ωθούν τους ανθρώπους να επιθυμούν φαντάσματα. Μέσα από στερεότυπες παρερμηνείες της τρέχουσας κατάστασης, που δεν άπτονται διόλου των πραγματικοτήτων τις οποίες καμώνονται ότι αναλύουν, τροφοδοτούν τους διάφορους μανιχαϊσμούς, ανακαλύπτουν αποδιοπομπαίους τράγους και στρώνουν τον δρόμο για ιδέες και πρακτικές πρωτοφασιστικές.
Θα μπορούσε κάποιος ν' αντιτείνει πως η κοινή γνώμη, δεδομένων και των εκάστοτε σφυγμομετρήσεων, δεν είναι έτοιμη να ακούσει κάτι διαφορετικό. Απέχουμε πολύ ακόμη από το όραμα μιας ζωής όπου η εργασία δεν θ' αποτελούσε κεντρικό θέμα. Με λίγα λόγια, η ιδεολογία τύπου "δουλειά ή χάος" μιλά τη γλώσσα της πλειονότητας των ανθρώπων και οποιαδήποτε θεωρία άλλου τύπου ενδιαφέρει περιθωριακά στοιχεία και κάποιους "ουτοπιστές".

Μυστήρια επιχειρηματολογία που όχι μόνο σφάλλει (θα το δούμε προσεχώς) αλλά καταλήγει να υποστηρίζει και την άποψη πως όταν η πλειονότητα επιμένει για παράδειγμα ότι η γη είναι επίπεδη, οφείλουμε να επικροτούμε αυτή τη δοξασία αποκρύπτοντας κατά το δυνατόν τις αποδείξεις περί του αντιθέτου.
Μυστήρια επιχειρηματολογία που βολεύει τους κυρίαρχους του παιχνιδιού εφόσον λειτουργεί κατασταλτικά, είτε αγνοώντας ή εμποδίζοντας ποικιλοτρόπως και με λογοκρισία κάθε απόπειρα εμβάθυνσης στο πρόβλημα που δεν τίθεται στην ουσία του όσο αναρωτιόμαστε κατά πόσον τα άτομα είναι ικανά, έτοιμα, ώριμα για μια κοινωνία και για μια ζωή που δεν θα περιστρέφεται γύρω από την απασχόληση.
Αντίθετα, τα καίρια ερωτήματα είναι άλλα: πώς μπορούμε να θέσουμε τις βάσεις για μια άλλη ζωή και την άλλη κοινωνία που για να γίνει εφικτή χρειάζονται από τώρα τολμηρά πειράματα μεγάλης κλίμακας, πρότυπες πρακτικές και αγώνες, εναλλακτικοί τρόποι συνεργασίας, παραγωγής, κατοικίας. Ανάληψη ευθύνης μέσα από την αυτο-οργάνωση για τις συλλογικές μας ανάγκες. Αποτελεί καίριο ερώτημα: πώς ο φόβος μην πέσουμε στη μαύρη τρύπα της "μη κοινωνίας" και υποστούμε ατομικό εκμηδενισμό, είναι δυνατόν να γαληνέψει μέσα από κοινές πρακτικές που δημιουργούν και φέρνουν στο προσκήνιο νέες μορφές αλληλεγγύης. Αντί να υπομένουμε τις αναταράξεις από τις νέες τεχνολογίες, τη μείωση του χρόνου εργασίας, την απορρύθμιση της απασχόλησης και την αβεβαιότητα που προκύπτει, το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσουμε να πάρουμε συλλογικά την κατάσταση στα χέρια μας, πώς θα αποκτήσουμε την πρωτοβουλία και τον έλεγχο, ώστε οι στρατηγικές μεθοδεύσεις του κεφαλαίου, να γίνουν μπούμερανγκ για όσους τις εκπορεύουν και γόνιμο πεδίο νέων ελευθεριών.
Και πρέπει να δούμε πώς θα εξασφαλιστεί για όλους ένα σταθερό εισόδημα όσο η εργασία γίνεται όλο και λιγότερο σταθερή.

Generation Χ / η βωβή επανάσταση

Η απόλυτη μη-κοινωνία είναι αυτή που μας αφαιρεί κάθε δυνατότητα να οραματιστούμε και να επιθυμήσουμε το ξεπέρασμα της κοινωνίας της εργασίας που αποσυντίθεται. Το πρόβλημα τοποθετείται στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στην πολιτική και τον πολιτισμό. Χρειάζεται να αλλάξουν οι νοοτροπίες ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην οικονομία και την κοινωνία να αλλάξουν. Αντιστρόφως, η αλλαγή των νοοτροπιών, η πολιτισμική αλλαγή, απαιτούν με τη σειρά τους την διερμήνευση και τη σταδιακή πραγμάτωση μέσω πρακτικών και μέσω μιας πολιτικής μεθόδευσης που θα επιτρέψει την κλιμάκωση της προσπάθειας, που θα εκφραστεί πλέον από συλλογικότητες ικανές να κάνουν τη διαφορά στο δημόσιο χώρο. Όσο η αλλαγή νοοτροπίας δεν βρίσκει δημόσια και συλλογική έκφραση, παραμένει περιθωριακό φαινόμενο, που δύναται να αγνοηθεί από τα κέντρα εξουσίας, ως απόκλιση δίχως νόημα.

Εδώ, λοιπόν, σ' αυτό το επίπεδο τοποθετείται το πρόβλημα και η επείγουσα δουλειά που πρέπει να γίνει. Γιατί σε αντίθεση με όσα διατείνεται ο κυρίαρχος λόγος, η αλλαγή νοοτροπιών έχει ήδη λάβει χώρα. Αυτό που λείπει με τρόπο ιδιαίτερα ωμό, είναι η δημόσια μετάφραση του νοήματος αυτής της αλλαγής, καθώς και του λανθάνοντα ριζοσπαστισμού που κρύβει. Όμως η "μετάφραση" δεν μπορεί να προκύψει αυθόρμητα σαν απόρροια της συλλογικής ευφυίας. Προϋποθέτει "πρακτικούς τεχνοσόφους" (techniciens du savoir pratique/ αυτούς που ο Σαρτρ ονόμαζε "οργανικούς διανοητές" ενός κινήματος εν γεννήσει) ικανούς να αποκρυπτογραφούν το νόημα μιας πολιτισμικής μετάλλαξης, επικεντρώνοντας την προσοχή όλων στα θέματα κατά τέτοιο τρόπο που ο καθένας να μπορέσει να αναγνωρίσει τις κοινές μας αναζητήσεις.
Για να επιτύχει ένα τέτοιο μεταφραστικό έργο, ο κάθε παρατηρητής- διερμηνεύς οφείλει να μπορεί να έρχεται σε ρήξη με τα ερμηνευτικά/πολιτισμικά στερεότυπα και να διεισδύει σε ένα επίπεδο συνείδησης τουλάχιστον εφάμιλλο εκείνου των περισσότερο ευαισθητοποιημένων υποκειμένων των οποίων αποπειράται να διερμηνεύσει την εμπειρία.

Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δεν έχουν καμμία αξία όσο δεν έχει προηγηθεί η απαραίτητη διερμηνεία που θα θεματοποιήσει με τρόπο ουσιαστικό τα ζητήματα, θέτοντας τα μεγάλα ερωτήματα σε δημόσια θέα. Είναι το παλαιό πρόβλημα του ερμηνευτικού κύκλου: δεν κατανοούμε παρά αυτό που ήδη γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε άλλο εκτός από αυτό που είμαστε ικανοί να καταλάβουμε. Όσο αντιλαμβανόμαστε και διερμηνεύουμε το καινούργιο μέσα από ερμηνευτικά σχήματα (Deutungsmuster) και πολιτισμικά στερεότυπα άλλων εποχών, παραμένουμε τυφλοί μπροστά σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία που αποτελούν νεωτερισμούς. Αν ερμηνεύουμε τη βούληση για αυτονομία μέσα από παραδείγματα κοινωνικού κονφορμισμού, δεν πρόκειται να διαπιστώσουμε άλλο από αποκλίσεις, εσωστρέφεια και εγωισμό. Μόνο ένα υποκείμενο με αναπτυγμένη αυτοσυνειδησία δύναται να αναγνωρίσει, να καταλάβει και να μεταφράσει το έργο χειραφέτησης άλλων υποκειμένων καθώς και την προσπάθειά τους να αυτοπροσδιοριστούν δημιουργικά.

Σε μια εποχή που οι καθιερωμένες αξίες χάνουν την εγκυρότητά τους και οι κοινωνικοί και επαγγελματικοί "ρόλοι", δεδομένου του προσωρινού χαρακτήρα, της πλαστικότητας και της αστάθειας που τους χαρακτηρίζει, αδυνατούν να προσδώσουν ισχυρή κοινωνική "ταυτότητα" στα άτομα, μόνο μια ερμηνευτική του υποκειμένου επιτρέπει στην κοινωνιολογία να αποκρυπτογραφήσει την δίψα όσων επιζητούν αδιάκοπα τον αυτοπροσδιορισμό και την κατά το δυνατόν νοηματοδότηση της ύπαρξής τους(3). Οι πρωταγωνιστές λοιπόν (με την ετυμολογική έννοια) είναι εκείνοι κι εκείνες που αντί να εκλιπαρούν μάταια την κοινωνία για ένα "κοινωνικό ρόλο" που θα τους επέτρεπε να δώσουν διέξοδο στην νοσταλγία τους για κάποια ταυτότητα, εμπλέκονται αυτόκλητα σε διαδικασίες παραγωγής κοινωνικότητας, εφευρίσκοντας καθημερινά την αλληλεγγύη. Οι πρωταγωνιστές είναι εκείνοι που κοινωνικοποιούνται αναζητώντας αδιάκοπα τον υπαρκτό ή τον δυνάμει κοινό τόπο που μπορεί να αποτελέσει βάση σύγκλησης(4). Εκείνοι κι εκείνες που αντί να υπομένουν την μεταβατική κατάσταση χωρίς ορίζοντα που τους σερβίρεται, αποπειρώνται να εδραιώσουν εδώ και τώρα την αυτόνομη βούλησή τους για μια καλύτερη ζωή, ελευθερίας και αλληλεγγύης είναι οι "αφανείς ήρωες της εργασιακής αβεβαιότητας"(5), "οι πρωτοπόροι του ιδίου χρόνου"(6) οι οποίοι με την "καθημερινή τους αντίσταση στην οικονομίστικη λογική, αναδεικνύουν ερωτήματα και απαντήσεις, προθέσεις και μεθοδεύσεις, οικοδομώντας έμπρακτα μια πολιτική της καθημερινότητας που θεμελιώνεται στην ελευθερία της δράσης και την δυνατότητα αυτο-οργάνωσης η οποία προωθεί την αυτονομία"(7).

Σε μια πρώτη θεώρηση, οι ανοιχτές συνεντεύξεις και η αποτύπωση βιωματικής εμπειρίας (case histories/ tranches de vie) φανερώνουν καλύτερα τις πολιτισμικές μεταλλάξεις που λαμβάνουν χώρα, αλλαγές που αποτυγχάνουν να καταδείξουν οι δημοσκοπήσεις. Ετσι θα αντληθούν θεματικοί άξονες κι ερμηνευτικά φίλτρα. Τέτοιου τύπου ήταν η εργασία που πραγματοποίησε στις ΗΠΑ ο Yankelovich(8), με βάση την οποία εμπνεύστηκε τη δική του μεγάλη διεθνή έρευνα ο Rainer Zoll(9).
Ο Καναδός συγγραφέας Douglas Coupland, σε ένα βιβλίο του που έγινε διεθνής επιτυχία, κινούμενος κάπου ανάμεσα στη δημοσιογραφική έρευνα και το μυθιστόρημα, είχε αποκαλύψει αυτό που ονόμασε Generation X, δηλαδή μια γενιά νέων που "αρνούνταν να πεθάνουν στα 30 και να περιμένουν να ενταφιαστούν στα 70". Κατά τον ίδιο τρόπο οι νέοι της Γερμανίας που συμμετείχαν στην έρευνα, αρνούνται να υπηρετήσουν σταθερά οποιαδήποτε από τις θέσεις εργασίας που τους αναλογούν, αφού διαπιστώνουν ότι καμμιά από αυτές τις θέσεις δεν έχει "αρκετή ουσία" ώστε να αφιερώσουν εκεί τις δυνάμεις τους. Προτιμούν λοιπόν να παραμένουν διαθέσιμοι, περνώντας από μια πρόσκαιρη δουλειά τύπου Μακντόναλντ σε μια άλλη, διατηρώντας πάντα για τον εαυτό τους το μέγιστο δυνατό χρόνο κατά τον οποίο να επιδοθούν στις αγαπημένες δραστηριότητες της "φυλής" τους.

A.G.

(Τo απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του André Gorz, Misères du présent Richesses du possible /Πληγές του παρόντος Δυνάμει πλούτος, Galilée, collection/συλλογή débats, dirigée par/υπό τη διεύθυνση του Michel Delorme, 1997)



(1) Για περισσότερες λεπτομέρειες δες κεφ. "Η ανακάλυψη της εργασίας", στο βιβλίο του A. Gorz "Μεταμορφώσεις της εργασίας", σσ. 25-27.
(2) Renaud Sainsaulieu, "Ποιό είναι το μέλλον της εργασίας;" Esprit, Δεκέμβριος 1995
(3) Rainer Zoll, Nouvel individualisme et solidarité quotidienne, Paris, Kimé, 1992 (Alltagssolidarität un Individualimus, Zum soziokulturellen Wandel, Frankfurt-am-Main, Suhrkamp, 1993).
(4) Επιφυλάσσομαι να θίξω το ζήτημα περισσότερο εκτεταμένα όταν αναφερθώ στον Alain Touraine και την "κοινωνιολογική παρέμβαση" (la intervention sociologique).
(5) Paul Grell, Anne Wéry, Héros obscurs de la précarité, Paris, La Harmattan, 1993.
(6) Karl H. Hörnig, Annette Gerhard, Mathis Michailow, Zeitpioniere. Flexible Arbeitszeiten, neuer Lebensstil, Frankfurt-am-Main, Suhrkamp, 1990.
(7) P. Grell, A. Wéry, op. cité (ibid/ο.π.), p.164
(8) Daniel Yankelovich, Νέοι Κανόνες- Ψάχνοντας την αυτοπραγμάτωση σε ένα κόσμο σε πλήρη σύγχυση, New York, 1990. Μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον αναφερθέντα το 1990 έδειξε ότι 58% των νέων από 18-29 είχαν τη γνώμη πως δεν αξίζει "παρά μόνο εντελώς προσωρινά, να κάνεις μια δουλειά που δεν σε ικανοποιεί απόλυτα".
(9) Rainer Zoll, Nicht so wie unsere Eltern (Οχι όπως οι γονείς μας), Opladen, Westdeutscher Verlag, 1989.

((i)) Indymedia :: Athens

11/19/2007

Για την 90η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ…

Αναδημοσίευση άρθρου του Χ.Μπίστη από το τελευταίο (Νοέμβρης 2007) "Κόκκινο Δελτίο" του ΕΚΚΕ


Έχει περάσει πάνω από μιάμιση δεκαετία απ’ την κατάρρευση των εκφυλισμένων καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», και όμως , οι κυρίαρχοι του σημερινού κόσμου ακόμα δεν έχουν πάψει να προσπαθούν, με κάθε μέσο και καθημερινά, να μας πείσουν πως ο επαναστατικός ξεσηκωμός των κατώτερων και πιο καταπιεσμένων τάξεων της κοινωνίας, η συγκρότησή τους σε αυτόνομη κοινωνική και πολιτική δύναμη, η ανατροπή των καταπιεστών και εκμεταλλευτών τους, η κατάχτηση της εξουσίας και οι τιτάνιες προσπάθειές τους για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, δεν ήταν παρά μια στραβοτιμονιά, ένα «λάθος της ιστορίας» καταδικασμένο από μιας αρχής να αποτύχει.

90 χρόνια μετά από εκείνο τον Οκτώβρη που συγκλόνισε τον κόσμο, δεκάδες συγκεντρώσεις και συζητήσεις πραγματοποιούνται στη χώρα μας, χιλιάδες αντίστοιχες εκδηλώσεις σε όλο τον πλανήτη, αλλεπάλληλα αφιερώματα στον επαναστατικό αλλά και τον αστικό τύπο, προσπαθούν να τιμήσουν και αξιοποιήσουν για το σήμερα, η τρέμοντας ακόμα τόσα χρόνια μετά, τα μηνύματά του, να τα συκοφαντήσουν, να τα θολώσουν να τα κάνουν ακίνδυνα. Και έχει τεράστια σημασία για όσους τοποθετούνται κοινωνικά και πολιτικά απ’ τη μεριά της εργατικής τάξης και των λαών, στην προσπάθειά τους να δουν κριτικά και αυτοκριτικά την πορεία της επανάστασης, όχι μόνο να αποκαλύψουν αδυναμίες και λάθη, αλλά και να μη μηδενίσουν κοσμοϊστορικές επιτυχίες και κατακτήσεις, που θέλουν με κάθε τρόπο να πνίξουν και αποσιωπήσουν οι καταπιεστές και εκμεταλλευτές των λαών.

Γιατί δεν ξεχνιέται ο Οκτώβρης

Η εργατική τάξη και οι λαοί δεν ξεχνούν τον Οκτώβρη και ψάχνουν όλο και περισσότερο τα μηνύματά του γιατί αυτός δεν υπήρξε μια στιγμιαία «έφοδος στον ουρανό», ένα συγκυριακό καπρίτσιο της ιστορίας, αλλά έκφραση των βαθύτερων νομοτελειών της σύγχρονης εποχής - για τους δυο παρακάτω λόγους.

Πρώτο, γιατί άνοιξε μια ολόκληρη εποχή επαναστάσεων που απείλησαν τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, έδωσε στην εργατική τάξη τη δυνατότητα να σπάσει για πρώτη φορά το διαχωρισμό της από τα μέσα παραγωγής, να απαλλοτριώσει τους απαλλοτριωτές, όχι απλά να αγγίξει αλλά και να ασκήσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική εξουσία, να πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα προς την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και πάνω απ’ όλα της πιο σημαντικής απ’ αυτές, δηλαδή της ίδιας της εργατικής τάξης, από τα δεσμά των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, να ανασύρει ολόκληρες περιοχές του πλανήτη και εκατομμύρια λαών απ’ το μεσαίωνα όπου τους είχε καταδικάσει η σύγχρονή ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Στις χώρες όπου είχε αρχίσει να οικοδομείται ο σοσιαλισμός είχε καταργηθεί η ανεργία, είχε διασφαλιστεί η μόνιμη και σταθερή εργασία. Απ’ την κατάχτηση του 8ωρου είχαν αρχίσει να περνούν στο 7ωρο το 6ωρο και το πενθήμερο. Η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική προστασία, η σύνταξη στα γηρατειά, ο πολιτισμός ήταν αγαθά δωρεάν και εξασφαλισμένα για όλους. Αλλά και στις δυτικές χώρες ήταν ο τρόμος μπροστά στον Οκτώβρη και στους αγώνες των εργαζόμενων που ανάγκαζε τις κυρίαρχες τάξεις να παρέχουν ορισμένα πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, να παραχωρούν το 8ωρο και σαρανταοκτάωρο, να καθιερώνουν ασφάλιση, συντάξεις και ορισμένες κοινωνικές παροχές. Ήταν η χώρα του Οκτώβρη που πρωτοστάτησε στη συντριβή του φασιστικού άξονα στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ανοίγοντας το δρόμο σε μια σειρά επαναστάσεις και απελευθερωτικά κινήματα, στην κατάρρευση της αποικιοκρατίας.

Ένας δεύτερος λόγος, που δεν αφήνει τον Οκτώβρη να ξεχαστεί είναι ότι αυτό που επακολούθησε μετά τις ανατροπές έχει σήμερα οδηγήσει σε μια περίοδο όπου αφαιρούνται συστηματικά η μια μετά την άλλη όλες οι παραπάνω καταχτήσεις, που κάθε άλλο παρά είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν οι εργαζόμενοι και ας τους κατηγορούν για τη νοσταλγία του παρελθόντος στην Ανατολή, για την οπισθοδρομικότητα και την άρνησή τους να προσαρμοστούν στους μοντέρνους καιρούς και στον «εκσυγχρονισμό» της Δύσης. Γιατί η δήθεν ευημερία και δημοκρατία που τους είχαν υποσχεθεί με το «θρίαμβο του καπιταλισμού» έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή και αβυσσαλέα διεύρυνση των ανισοτήτων, αλυσίδα πολέμων και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, συστηματική καταστροφή του περιβάλλοντος, συνολικότερη απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό στον πλανήτη. Η απόσταση ανάμεσα στις πιο φτωχές και τις πιο πλούσιες χώρες από 30 προς 1 που ήταν στη δεκαετία του 60 , έχει πια ξεπεράσει το 80 προς 1 στις μέρες μας. Οι 4 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου διαθέτουν κεφάλαια μεγαλύτερα απ’ το εισόδημα των 48 φτωχότερων χωρών. Την ίδια ώρα πάνω από 2 δις, άνθρωποι ζουν με 1 δολάριο την ημέρα, και 11 εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από αρρώστιες που μπορούν σήμερα να θεραπευτούν. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής προϊόντων και κεφαλαίου που φέρνει μαζί της αυτή η κατάσταση οδηγούν κάθε τόσο σε χρηματοπιστωτικές αναταραχές, καταρρεύσεις αξιών και κραχ στα χρηματιστήρια, σπρώχνουν στην ύφεση και τη στασιμότητα, που καλούνται και πάλι να πληρώσουν με οδυνηρές θυσίες οι εργαζόμενοι.

Να λοιπόν κι’ ο άλλος λόγος που δεν ξεχνιέται ο Οκτώβρης! Γιατί μετά την ανατροπή των καταχτήσεων και της νέας φάσης ελπίδας και προοπτικής που είχε ανοίξει, σήμερα, για πρώτη φορά εδώ και 90 χρόνια, οι νέες γενιές καλούνται να ζήσουν χειρότερα απ’ τις μανάδες και τους πατεράδες τους.

Το Κόμμα, οι συμμαχίες, η στρατηγική

και η τακτική της επανάστασης

Μπροστά στην επίθεση των αντεπαναστατικών δυνάμεων απ’ τις Βερσαλλίες για τη συντριβή και το ματοκύλισμα της Κομμούνας ο Μάρξ είχε πει «Αν πρόκειται να καταστραφεί η Κομμούνα, αυτό δεν θα γίνει παρά για να ξαναφουντώσει ο αγώνας λίγο καιρό μετά. Γιατί οι αρχές της Κομμούνας είναι αιώνιες και ακατάλυτες. Θα εμφανίζονται ξανά και ξανά μέχρι την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης». (Μάρξ – «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία»)

Τα λόγια αυτά ισχύουν ακόμα περισσότερο για τον Οκτώβρη του 17 και την εποχή των επαναστάσεων που επακολούθησε. Γι’ αυτό και έχει σημασία να μελετήσουμε σήμερα την εμπειρία του με βάση τα γεγονότα, να βγάλουμε συμπεράσματα για τους νέους αγώνες που έρχονται. Ένα Οκτώβρη που ο Λένιν δεν τον έβγαλε απ’ το κεφάλι του, αλλά που μπόρεσε να τον οδηγήσει στη νίκη μέσα από μια επιστημονική μελέτη της εποχής και της χώρας του, πράγμα που τον οδήγησε στο να ανακαλύψει καινούριες νομοτέλειες των επαναστάσεων στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπως για παράδειγμα το σπάσιμο στον αδύνατο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Η ίδια η καθυστέρηση της Ρωσίας, το τσαρικό τυραννικό καθεστώς, όπου οι αγρότες, τα 3/5 του πληθυσμού, ήταν αδύνατο να επιβιώσουν στην ύπαιθρο μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας για να μετατραπούν σε ένα εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό, όπου οι ευνοϊκές συνθήκες είχαν οδηγήσει σε μεγάλες ξένες επενδύσεις και στη μεγάλης συγκέντρωση της βιομηχανίας και του προλεταριάτου σε ιδιαίτερα μεγάλες μονάδες στα αστικά κέντρα, όλα αυτά μαζί με την αδυναμία και το φόβο της ρώσικης αστικής τάξης να πραγματοποιήσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση, σε συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και πολέμων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, ήταν ευνοϊκοί και όχι αρνητικοί παράγοντες για το σπάσιμο της αλυσίδας και την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης. Πριν και μετά την επανάσταση του 1905 ο Λένιν επεξεργάζονταν τη γενική στρατηγική και τακτική του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία και τη διατύπωνε συνοπτικά με τα παρακάτω λόγια:

«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει μέχρι το τέλος τη δημοκρατική επανάσταση παίρνοντας μαζί του τη μάζα της αγροτιάς για να τσακίσει την αντίσταση της απολυταρχίας και να παραλύσει την ταλαντευόμενη στάση της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει την σοσιαλιστική ανατροπή παίρνοντας μαζί του τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να τσακίσει με τη βία την αντίσταση της αστικής τάξης να παραλύσει τις ταλαντεύσεις της αγροτιάς και των μικροαστικών στρωμάτων… Αμέσως μετά την δημοκρατική επανάσταση και στο μέτρο των δυνάμεών μας, των δυνάμεων του ταξικά συνειδητού και οργανωμένου προλεταριάτου, θα ξεκινήσουμε τη μετάβαση προς την σοσιαλιστική επανάσταση. Είμαστε υπέρ της αδιάκοπης επανάστασης. Δεν θα σταθούμε στα μισά του δρόμου» (Λένιν – «Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας»)

Ως προϋπόθεση για μια τέτοια στρατηγική και ταχτική ο Λένιν αξιοποιούσε απόψεις και συμπεράσματα του Μαρξ και του Ένγκελς για το ρόλο του προλεταριάτου δύο χρόνια μετά τις επαναστάσεις του 1848 όταν έλεγαν «Στη σημερινή στιγμή οι δημοκράτες μικροαστοί που καταπιέζονται παντού κηρύσσουν γενικά στο προλεταριάτο τη συνένωση και τη συμφιλίωση, του προσφέρουν το χέρι και τείνουν προς τη δημιουργία ενός μεγάλου κόμματος της αντιπολίτευσης που θ’ αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις στο δημοκρατικό κόμμα … Μια τέτοια συνένωση θα κατέληγε μόνο προς όφελός τους και θάταν ολότελα σε βάρος του προλεταριάτου…Αντί να ξεπέσουν τόσο χαμηλά που να υπηρετούν τους αστούς δημοκράτες σαν κόρο κλακαδόρων πρέπει οι εργάτες και πρώτ’ απ’ όλα η Ένωση των κομμουνιστών να επιδιώξουν να δημιουργήσουν πλάϊ στους επίσημους δημοκράτες, μιαν ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση» ( Μαρξ – Ένγκελς – «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850»)

Όχι μόνο για την αστικοδημοκρατική αλλά ακόμα περισσότερο για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης τις απόψεις αυτές τις προχωρούσε ο Λένιν παραπέρα με τη θεωρία και την πραχτική για το «Κόμμα νέου τύπου». Ένα «πειθαρχημένο και συγκεντρωτικό επαναστατικό κόμμα» που θα στηρίζεται 1/ στην αφοσίωση, την αυτοθυσία, και τον ηρωισμό της προλεταριακής πρωτοπορίας, 2/ θα έχει τη δυνατότητα όχι απλά να συνδέεται αλλά και να συγχωνεύεται με την πιο πλατειά μάζα των εργαζόμενων, 3/ θα μπορεί να πείθει τις πιο πλατιές μάζες με την ίδια τους την πείρα για την ορθότητα της επαναστατικής στρατηγικής. Σ’ αυτή τη βάση με μακρόχρονη πείρα και σκληρή δουλειά, χωρίς αλαζονεία, λογοκοπίες και πιθηκισμούς, μέσα από τον ανοιχτό διάλογο και την κοινή δράση με όλα τα ρεύματα του εργατικού κινήματος της εποχής, με τον διαχωρισμό από τον οπορτουνισμό και τη συσπείρωση των επαναστατών δημιουργήθηκε το μπολσεβίκικο κόμμα. (Λένιν – « Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού») Αναντικατάστατη προϋπόθεση όλ’ αυτά για την επιτυχία της επανάστασης.

Με αυτές τις αντιλήψεις για το Κόμμα, για τις συμμαχίες, για τη στρατηγική και την τακτική στάθηκε δυνατή η συντριβή του στρατιωτικού και γραφειοκρατικού καταπιεστικού μηχανισμού της αντίδρασης και η εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, που αποτέλεσε και αποτελεί διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επαναστατικό μαρξισμό και τον οπορτουνισμό κάθε απόχρωσης από τότε μέχρι σήμερα.

Για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα»

Υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να εξετάσουν την πορεία εκφυλισμού της πρώτης αυτής απόπειρας επαναστατικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης παραλείποντας να αναφερθούν στις καταχτήσεις και τις αποτυχίες, στα σωστά και τα λάθη, στην πάλη των γραμμών που διεξάγονταν με πλατιές ανοιχτές διαδικασίες τόσο στο κόμμα όσο και στη κοινωνία, αλλά και με συνωμοσίες και φραξιονισμούς, απ’ τον Οκτώβρη και μετά.

Ένα πρώτο μεγάλο ζήτημα που δίχασε τους επαναστάτες της εποχής αφορούσε την δυνατότητα παραπέρα ανάπτυξης της επανάστασης στη Ρωσία απ’ τη στιγμή που οι άλλες προλεταριακές επαναστάσεις στη Δ. Ευρώπη είχαν ηττηθεί. Ξεκινούσε έτσι η αντιπαράθεση γύρω από τη γραμμή της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα» που ορισμένες απόψεις την καταδίκαζαν και την καταδικάζουν ως σταλινική απόκλιση. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Ο ίδιος ο Λένιν είχε διατυπώσει τη θέση αυτή στο άρθρο του «Για το σύνθημα των Ενωμένων πολιτειών της Ευρώπης» όπου έλεγε «Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες η ακόμα και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθώνονταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών…» Αντίστοιχες διατυπώσεις υπάρχουν και σε άλλα κείμενα του Λένιν όπως «Για τους συνεταιρισμούς».

Αντίθετα ο Τρότσκι υποστήριζε ότι «Αν εγκαταλειφθεί στις δικές της και μόνο δυνατότητες η εργατική τάξη της Ρωσίας θα συντριβεί αναγκαστικά απ’ την αντεπανάσταση, τη στιγμή που η αγροτιά θα της γυρίσει την πλάτη. Δεν θα έχει καμία άλλη επιλογή από το να συνδέσει τη μοίρα της δικής της πολιτικής εξουσίας, τη μοίρα συνολικά της ρώσικης επανάστασης, με τη μοίρα της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη» (Τρότσκι – «Η διαρκής Επανάσταση» και «Αποτελέσματα και Προοπτικές»)

Η άποψη που επικράτησε τελικά δεν ήταν αυτή του Τρότσκι αλλά του Λένιν. Μια άποψη που κάθε άλλο παρά αποτελούσε άρνηση του διεθνισμού, αλλά άρνηση του τυχοδιωκτισμού η της ηττοπάθειας που θα κυριαρχούσαν διαφορετικά, ενώ αναγνώριζε ως ύψιστη διεθνιστική προσφορά της εργατικής τάξης την στερέωση της εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα της. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνονταν στην πράξη μέσα απ’ την εκμετάλλευση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με το μοίρασμα της γης και τη συσπείρωση της αγροτιάς που έφερνε τη νίκη στον εμφύλιο και την απόκρουση της στρατιωτικής επέμβασης των 14 ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με τη στήριξη στη φτωχολογιά της υπαίθρου και στα μισοπρολεταριακά στοιχεία για τη συνέχιση της επανάστασης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αυτός ο δρόμος της στήριξης πρώτα και κύρια στις δικές τους δυνάμεις επαληθεύτηκε απ’ όλες τις αντιιμπεριαλιστικές και αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις στη συνέχεια. Και βέβαια η αναγκαιότητα και δυνατότητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν ταυτίζονταν με το ζήτημα της «οριστικής νίκης» του Σοσιαλισμού σε μια χώρα πράγμα που απέρριπτε και ο ίδιος ο Στάλιν εκείνη την εποχή (Στάλιν – «Για τις βάσεις του λενινισμού» και «Για τα ζητήματα του λενινισμού»)

Άλλα ζητήματα της πάλης των γραμμών

Σε κάθε περίπτωση για την ίδια της την επιβίωση η επανάσταση ήταν αναγκασμένη να υπολογίζει κάθε φορά τους συσχετισμούς των δυνάμεων. Ορισμένες απόψεις που πίστευαν ότι θα μπορέσουν να επιβάλλουν το σοσιαλισμό «εξ΄ εφόδου» και που στα χρόνια της ιμπεριαλιστικής εισβολής είχαν προχωρήσει σε μέτρα στρατιωτικοποίησης της εργασίας, αναγκαστικής επίταξης των πλεονασμάτων σε σιτηρά και ενός σιτηρέσιου έκτακτης ανάγκης για να ονομαστούν «πολεμικός κομμουνισμός», απειλούσαν μετά την απόκρουση των εισβολέων να οδηγήσουν σε ρήξη και διάλυση την εργατοαγροτική συμμαχία, στην κατάρρευση της τσακισμένης απ’ τους πολέμους οικονομίας και στην ανατροπή της προλεταριακής εξουσίας.

Με πρωτοβουλία του Λένιν εφαρμόζονταν τότε αυτό που ονομάστηκε «Νέα Οικονομική Πολιτική» και που ο ίδιος δήλωνε απερίφραστα ότι αποτελούσε υποχώρηση στο πεδίο της οικονομίας, με την ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων στην ύπαιθρο και την εφαρμογή της μονοπρόσωπης διεύθυνσης στη βιομηχανία, κάτω απ’ τον έλεγχο της προλεταριακής εξουσίας και για να της δώσει το χρόνο να σταθεροποιηθεί. Είχαν σχεδιαστεί τρεις φάσεις γι’ αυτή την πολιτική, της υποχώρησης, της σταθεροποίησης και της νέας επίθεσης προς το σοσιαλισμό.

Στη μέση αυτής της προσπάθειας εκδηλώνονταν ακόμα μια πάλη των γραμμών. Η λεγόμενη «Αριστερή Αντιπολίτευση» την οποία στο ζήτημα αυτό εξέφραζε ο οικονομολόγος Πρεομπραζένσκι με τη στήριξη του Τρότσκι (που τροποποιούσε εν μέρει την άποψή του για την αδυναμία «οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα») ζητούσε την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης με τη λεγόμενη «πρωταρχική σοσιαλιστική συσσώρευση». Η πολιτική αυτή προέβλεπε την εφαρμογή της προοδευτικής φορολογίας στην αγροτιά, την περικοπή των κρατικών ενισχύσεων προς την αγροτική οικονομία και τη συγκέντρωση όλων των πόρων για τη βιομηχανική ανάπτυξη. Ήταν μια πολιτική που απορρίπτονταν και αυτή μέσα από ανοιχτές και δημοκρατικές διαδικασίες, ως διχαστική και πολωτική σε βάρος του συνόλου της αγροτιάς και των πιο φτωχών της στρωμάτων, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη για τη σοβιετική εξουσία σε μια στιγμή που η οικονομία δεν είχε ακόμα κατορθώσει να φτάσει ούτε στο προπολεμικό της επίπεδο.

Η κολεκτιβοποίηση ξεκινούσε σωστά μερικά χρόνια αργότερα, μετά το πρώτο πενταετές πλάνο στη βιομηχανία όταν είχε υπερδιπλασιαστεί η βιομηχανική παραγωγή πράγμα που έδινε τη δυνατότητα της ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής με μηχανήματα, λιπάσματα, κατασκευές στην ύπαιθρο κ.λ.π. Μια νέα πάλη ξεκινούσε τότε ανάμεσα στη γραμμή που θεωρούσε ώριμη και αναγκαία την προώθηση σοσιαλιστικών μέτρων στην αγροτιά, σε αντιπαράθεση με τη γραμμή που είχε σαν κύριο εκφραστή της τον Μπουχάριν ο οποίος ήθελε την οικονομική ανάπτυξη μέσα από την παραπέρα ενίσχυση του καπιταλισμού στην ύπαιθρο με το σύνθημα «πλουτίστε» προς τους κουλάκους. Μια τέτοια πολιτική εντείνοντας την ταξική διαφοροποίηση στο χωριό θα είχε σαν αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της θέσης των φτωχότερων στρωμάτων, θα ενέτεινε την κοινωνική πόλωση στην επαρχία και θα υπονόμευε επίσης το σοβιετικό καθεστώς. Και αυτή η γραμμή απομονώνονταν και απορρίπτονταν.

Μεγάλες σοσιαλιστικές κατακτήσεις

και αυτοκριτικές διαπιστώσεις

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 30, σε συνθήκες όπου όλος ο υπόλοιπος καπιταλιστικός κόσμος βούλιαζε στην κρίση του 29, η σοβιετική οικονομία αναπτύσσονταν με πρωτοφανείς ρυθμούς, η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας είχε βασικά ολοκληρωθεί, ενώ η ΕΣΣΔ είχε μετατραπεί σε μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Έμπαιναν έτσι τα θεμέλια της νικηφόρας αναμέτρησής της με το χιτλερισμό και της μεγάλης παγκόσμιας προσφοράς της στους αντιφασιστικούς και απελευθερωτικούς αγώνες των λαών στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.

Είχαν υπάρξει ασφαλώς αδυναμίες στην οργάνωση της παραγωγής, στη μονοπρόσωπη διεύθυνση των εργοστασίων που διατηρούνταν και μετά τα χρόνια της ΝΕΠ, στην προνομιακή εισοδηματική μεταχείριση διευθυντικών στελεχών, στη λειτουργία του συστήματος των υλικών κινήτρων. Ωστόσο μέσα από πολύμορφες πρωτοβουλίες και εργοστασιακές επιτροπές, μέσα από το κίνημα των σουμπότνικ και τα γνωστά «Κομμουνιστικά Σάββατα» (που ο Λένιν είχε χαιρετίσει με ενθουσιασμό ως άλλη επαναστατική αντίληψη για την εργασία), μέσα απ’ τις παραγωγικές ομάδες κρούσης, τις ομάδες αντι - σχεδιασμού που ασκούσαν έλεγχο συμπλήρωναν η διόρθωναν τον κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας, οι εργάτες έδειχναν να θεωρούν τα μέσα παραγωγής ως δική τους ιδιοκτησία. Η σταδιακή εξάλειψη του διαχωρισμού του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και η ανατροπή του εμπορευματικού χαρακτήρα και των δυο, παρά μια σειρά άλλες αδυναμίες στις σχέσεις παραγωγής είχαν πάρει και διατηρούσαν σοσιαλιστική κατεύθυνση. Το παραγόμενο πλεόνασμα δεν διατείθονταν για την κερδοφορία κάποιων ιδιωτικών κεφαλαίων αλλά για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η συμμετοχή των εργαζόμενων στον παραγόμενο πλούτο έφτανε στο 77% του ΑΕΠ τη στιγμή που σε χώρες όπως ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία δεν ξεπερνούσε το 55%. Ο αναλφαβητισμός είχε πλήρως αντιμετωπιστεί. Η παιδεία ήταν ανοιχτή για όλους σε όλες τις βαθμίδες της . Μεγάλα ποσά διατείθονταν για την υγεία και τον πολιτισμό. Φυσικά και για την άμυνα της χώρας. Ήδη απ’ τη δεκαετία του 30 το 35% των εργαζόμενων στη βιομηχανία είχε κατακτήσει το 7ωρο, και το 63,4% το πενθήμερο, την ίδια ώρα που σε συνθήκες κρίσης η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών γνώριζε την εξαθλίωση.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα κι’ ο ίδιος ο Τρότσκι μιλούσε το 1936 για τα«γιγάντια επιτεύγματα της ΕΣΣΔ» τονίζοντας ότι «ο Σοσιαλισμός (αυτός δηλαδή που δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί σε μια χώρα - σημ. συντ.) απέδειξε το δικαίωμά του στη νίκη όχι μέσα στις σελίδες του «Κεφαλαίου» αλλά μέσα σε μια οικονομική αρένα που καλύπτει το ένα έκτο της επιφάνειας του πλανήτη, και το απέδειξε όχι με τη γλώσσα της διαλεκτικής, αλλά με τη γλώσσα του ατσαλιού, του ηλεκτρισμού και του τσιμέντου» Βέβαια το συμπέρασμα αυτό προβάλλονταν για να ενισχυθεί η άποψη ότι η σοσιαλιστική βάση της κοινωνίας είχε σταθεροποιηθεί ώστε χωρίς καμιά ανησυχία για τις κατακτήσεις τους οι εργάτες θάπρεπε να εντείνουν την πάλη τους «όχι ενάντια στην επανάσταση αλλά ενάντια στους σφετεριστές της» ( Τρότσκι – «Η προδομένη επανάσταση»)

Παράλληλα, την ίδια περίοδο όπου είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται τα σύννεφα και η απειλή ενός δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, με τις σκληρές εσωτερικές αναμετρήσεις που έφταναν μέχρι και στο σημείο να υποστηρίζεται η ανατροπή της σοβιετικής ηγεσίας ως προϋπόθεση για την αντιμετώπισή της πολεμικής απειλής, σημειώνονταν σοβαρά λάθη και απ’ τη μεριά του σοβιετικού κόμματος και του κράτους. Τόσο το 18ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ του 1939 , όσο και το 19ο του 1952 διαπίστωναν αυτοκριτικά την απομάκρυσνση του κόμματος απ’ τις μάζες, την επιβολή υπερβολικών τιμωριών και κατασταλτικών μέτρων, τις καταδίκες αθώων στελεχών και μελών του κόμματος. Αδυναμίες που μαζί με την κήρυξη της οριστικής κατάργησης των τάξεων και της τελικής νίκης του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ μέσα από το Σύνταγμα του 1936, οδηγούσαν στην μείωση της πολιτικής ενεργοποίησης και συμμετοχής των μαζών, στην αδρανοποίηση και επανάπαυση, φαινόμενα που όλα μαζί προετοίμαζαν τις αντεπαναστατικές εξελίξεις από τα μέσα της δεκαετίας του 50 και μετά.

Σε κάθε περίπτωση όμως το τιτάνιο έργο της επανάστασης μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τον ξεσηκωμό και τη μεγάλη νίκη των σοβιετικών λαών στο Β παγκόσμιο πόλεμο. Κατόρθωνε μετά τις τεράστιες καταστροφές και τα 20 εκ. νεκρούς να αποκαταστήσει με πρωτοφανείς ρυθμούς την ανοικοδόμηση στη μεταπολεμική εποχή. Να μετατρέψει την ΕΣΣΔ σε στήριγμα των επαναστάσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Κίνα, την Κορέα, το Βιετνάμ, αργότερα στην Κούβα και σε όλο τον κόσμο.

Η καπιταλιστική παλινόρθωση

Εκατομμύρια εργάτες σ’ όλο τον κόσμο κι’ ακόμα περισσότερο οι σοβιετικοί εργάτες είχαν θρηνήσει για το θάνατο του Στάλιν όπως και για το θάνατο του Λένιν παλιότερα. Όποια λάθη κι’ αν είχε κάνει στην κύρια πλευρά είχε δικαιωθεί με την πολιτική που είχε υποστηρίξει. Είχε βοηθήσει καθοριστικά την εργατική τάξη και τους λαούς της ΕΣΣΔ να ξεφύγουν από το χάος, την καθυστέρηση και την απομόνωση, να αποκρούσουν όλες τις εξωτερικές επιθέσεις και να οικοδομήσουν μια σύγχρονη και ισχυρή σοσιαλιστική χώρα με μεγάλη διεθνή ακτινοβολία που βρίσκονταν στο κέντρο ενός αναπτυσσόμενου διεθνούς σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Ωστόσο τα ταξικά κατάλοιπα και οι ταξικές αντιθέσεις κάθε άλλο παρά είχαν εξαλειφθεί. Τα φαινόμενα απομάκρυνσης απ’ τις μάζες, αδρανοποίησης και επανάπαυσης της εργατικής τάξης και των κομμουνιστών άνοιγαν δρόμους και ευκαιρίες ανάπτυξης κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων που αναζητούσαν όλο και περισσότερο την κοινωνική παλινδρόμηση και τον καπιταλισμό. Η επικράτησή τους με το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν ήταν μια ομαλή συνέχιση της μέχρι τότε πορείας αλλά το άκρως αντίθετο, η άρνησή της. Η μυστική έκθεση του Χρουστσώφ προσπαθούσε να φορτώσει κάθε υπαρκτή κι’ ακόμα περισσότερο κάθε επινοημένη αδυναμία στη λεγόμενη «προσωπολατρεία», της οποίας είχε υπάρξει ένας απ’ τους δημιουργούς και υποστηρικτές της, παρακάμπτοντας κάθε συλλογική διάσταση και κοινωνικό προβληματισμό.

Σε πλήρη αντίθεση με την ως τότε πολιτική ήταν και τα μέτρα που εφάρμοζε. Το ξεπούλημα των μηχανοτρακτορικών σταθμών προς τα κολεκτιβοποιημένα αγροκτήματα, η κατάργηση των υπουργείων κεντρικού σχεδιασμού με την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των διευθυντών και την ίδρυση εκατοντάδων περιφερειακών «οικονομικών συμβουλίων» αντέστρεφαν την μέχρι τότε πορεία για μια σχεδιοποιημένη σοσιαλιστική οικονομία. Το «παλατιανό πραξικόπημα» του Ζούκωφ σε συντονισμό με την κλίκα του Χρουστσώφ απομάκρυνε και τους τελευταίους εκπροσώπους παλιότερων επαναστατικών αντιλήψεων. Η ανατροπή των αρχών της Δικτατορίας του Προλεταριάτου από τη θεωρία και την πρακτική για το «Κράτος όλους του λαού» και το «Κόμμα όλου του λαού» αποτελούσε την πιο χυδαία υιοθέτηση της αστικής υποκρισίας και αντιφατικότητας αφού είναι αυτονόητο για κάθε μαρξιστή ότι δεν θα χρειάζονταν πια ούτε Κόμμα ούτε Κράτος αν είχαν πάψει πραγματικά να έχουν ταξικό χαρακτήρα και είχαν καταργηθεί οι τάξεις. Οι θεωρίες για την «ειρηνική μετεξέλιξη» και ο εξωραϊσμός της φύσης του ιμπεριαλισμού μετέτρεπαν σιγά - σιγά και την ίδια την ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστική επεκτατική δύναμη με χαρακτηριστική χρουστσωφική κορωνίδα ότι «αν κούναγαν το δάχτυλο από δω και μπρος ΗΠΑ και ΕΣΣΔ μαζί» κάθε ταραχοποιό στοιχείο θα ήταν πια αναγκασμένο να συμμορφώνεται στον πλανήτη. Με ανοιχτές επεμβάσεις και πραξικοπήματα στα αδελφά κόμματα και μιαν απ’ τις πιο τραγικές περιπτώσεις στο ΚΚΕ, επιβάλλονταν η γραμμή του «κοινοβουλευτικού δρόμου» και του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό».

Για να ξεφύγουν απ’ τη στασιμότητα που προκαλούσαν όλ’ αυτά τα μέτρα, καθώς

έκαναν την εργατική τάξη όλο και πιο αδιάφορη για την παραγωγή, οι μεταχρουστσωφικές ηγεσίες καταργούσαν ακόμα περισσότερο τον έλεγχο των επιχειρήσεων από κάθε κεντρικό σχεδιασμό. Επανέφεραν όλο και περισσότερο το κριτήριο του κέρδους στη λειτουργία τους. Οι διευθυντές αποκτούσαν το αδιανόητο μέχρι τότε δικαίωμα όχι μόνο να πουλούν μηχανές του εργοστασίου αλλά και να απολύουν προσωπικό για χάρη της αποδοτικότητας. Κι’ ενώ οι ενδοεπιχειρησιακές συναλλαγές δυνάμωναν για να κυριαρχήσουν όλο και περισσότερο οι νόμοι της αγοράς, οι ρεβιζιονιστές ηγέτες της ΕΣΣΔ ισχυρίζονταν ότι θα οικοδομήσουν τον Κομμουνισμό μέχρι το 1980.Και ότι όλ’ αυτά γίνονταν για χάρη της «παραπέρα εξέλιξη της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας σε κομμουνιστική ιδιοκτησία»

Η μπρεζνιεφική επιθετικότητα που επακολούθησε επέτεινε τη στασιμότητα και την κρίση. Ο δρόμος είχε ανοίξει για τον πλήρη εκφυλισμό που θα οδηγούσε στον Γιέλτσιν, στον Γκορμπατσόφ και στην Περεστρόϊκα, στην πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.

Τίποτα δεν έχει τελειώσει

Η πιο σημαντική προσπάθεια για την αντιπαράθεση όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη με τις δυνάμεις και τα προβλήματα που είχαν οδηγήσει στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ ήταν αυτή του Μάο Τσε τουνγκ και της κινέζικης επανάστασης. Μιας επανάστασης που υπήρξε γέννημα κι’ αυτή του Οκτώβρη, είχε απορρίψει προκατασκευασμένα μοντέλα και είχε ανοίξει το δικό της δρόμο για να οδηγήσει την εργατική τάξη και τις πλατιές μάζες της αγροτιάς στη νίκη της νεοδημοκρατικής επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Σε αντιπαράθεση με τον εκφυλισμό της ΕΣΣΔ που από σύμμαχος και φίλος μετατρέπονταν σε υπονομευτή και εχθρό της η κινέζικη επανάσταση ανέπτυσσε παραπέρα τη θεωρία και την πράξη για την αντιμετώπιση των κινδύνων της παλινόρθωσης και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Με τις Λαϊκές Κοινότητες – Κομμούνες στην ύπαιθρο προσπαθούσε να συνδέσει τις συλλογικές μορφές παραγωγής με τη συμμετοχή της αγροτιάς στην ίδια την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Παίρνοντας τον κανονισμό λειτουργίας του Μεταλλουργικού Συγκροτήματος του Ανσάν σαν πρότυπο επιδίωξε μια βιομηχανική ανάπτυξη που 1/ θα βάζει την πολιτική στο τιμόνι 2/ θα δυναμώνει την κομματική καθοδήγηση 3/ θα αναπτύσσει ισχυρά μαζικά κινήματα 4/ θα προωθεί συστηματικά τη συμμετοχή των διευθυντικών στελεχών στην παραγωγική εργασία και των εργατών στη διεύθυνση και 5/ θα ανατρέπει κάθε παράλογο κανονισμό και θα διασφαλίζει τη στενή συνεργασία ανάμεσα στους εργάτες, τα στελέχη και τους τεχνικούς για την ενεργητική προώθηση της τεχνολογικής επανάστασης και της παραπέρα αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Η Πολιτιστική επανάσταση που επιχείρησε να ανατρέψει εκείνους που ακολουθούσαν τον καπιταλιστικό δρόμο στο Κόμμα και στο κράτος με επαναστατικές μεταρρυθμίσεις στο εποικοδόμημα και στη βάση της κοινωνίας, ήταν ένα κίνημα που συγκλόνισε όχι μόνο τον κινέζικο λαό αλλά και όλους εκείνους τους εργαζόμενους, αριστερούς και κομμουνιστές που είχαν δει τις προσδοκίες του να προδίδονται από την προδοσία και ανατροπή το Οκτώβρη.

Κινέζοι κομμουνιστές που επιμένουν και σήμερα στην επαναστατική γραμμή θεωρούν αυτοκριτικά ότι η Πολιτιστική Επανάσταση ηττήθηκε τελικά γιατί δεν διέθετε μια επιστημονική ταξική ανάλυση σαν αυτές του Λένιν για τον καπιταλισμό στη Ρωσία και του Μάο για την προεπαναστατική κινέζικη κοινωνία. Γιατί δεν διέκρινε πάντα σωστά τις ανταγωνιστικές από τις μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις, διεύρυνε υπερβολικά τη στοχοθεσία των αντιπάλων της, κατέφυγε ορισμένες φορές σε υπερβολική χρήση βίας δίνοντας τη δυνατότητα σε αντεπαναστατικές δυνάμεις να εμφανιστούν αυτές ως οι εγγυητές του νόμου και της τάξης. Ωστόσο η επιρροή και η προτροπή του Μάο ότι «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι» παραμένουν ζωντανές για τον κινέζικο λαό που βλέπει την κατάστασή του να χειροτερεύει αλλά και για όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους του σύγχρονου κόσμου.

*************************

Αναλογιζόμενοι με νηφαλιότητα τον Οκτώβρη και τις άλλες επαναστάσεις που ηττήθηκαν, θεωρούμε ότι δεν χάθηκαν. Γιατί έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ιστορική μνήμη, την κοινωνική συνείδηση και το σύγχρονο είναι της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των λαών. Όπως η ήττες των αστικών επαναστάσεων στην Αγγλία τον 17ο και στη Γαλλία τον 18ο αιώνα που επήλθαν σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα απ’ ότι έγινε με την επανάσταση του Οκτώβρη, δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την πορεία προς την ανατροπή του φεουδαρχικού μεσαίωνα, έτσι και οι ήττες των σύγχρονων προλεταριακών επαναστάσεων δεν πρόκειται να αποτρέψουν την ανατροπή της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής και καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Αντίθετα αυτό που έχουν να προσφέρουν είναι ακόμα μεγαλύτερη πείρα και γνώση για τις κοινωνικές επαναστάσεις της νέας εποχής.

www.ekke.net.gr

11/17/2007

ΣΤΑ 90 ΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΧΤΩΒΡΗ



Η επικαιρότητα της επαναστατικής βίας

Δεν υπάρχει άλλο ιστορικό γεγονός που να έχει τροφοδοτήσει τόσες αντιπαραθέσεις όσες η Οχτωβριανή Επανάσταση. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι ένα ιστορικό γεγονός που όχι μόνο έφερε σε αντιπαράθεση τις δυο βασικές τάξεις στις οποίες χωρίζονται και οι σημερινές κοινωνίες, αλλά για πρώτη φορά έδωσε τη νίκη στους ηττημένους των έως τότε επαναστάσεων (με κορυφαία την Κομμούνα του Παρισιού): στην εργατική τάξη και τον πιο στενό της σύμμαχο, τη φτωχή αγροτιά. Ενα γεγονός που δημιούργησε μια καινούργια πραγματικότητα: έναν κόσμο κομμένο στα δύο. Από τη μια ο καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός ωκεανός και από την άλλη ένα μεγάλο νησί, στην πιο καθυστερημένη οικονομικά και κοινωνικά πλευρά της Ευρώπης, όπου η εργατική τάξη εγκαθίδρυσε την εξουσία της και ξεκίνησε να χτίζει μια εντελώς διαφορετική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, τσακίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η Οχτωβριανή Επανάσταση άλλαξε τον ρουν της Ιστορίας. Αυτό δεν το αμφισβητούν και οι πιο ορκισμένοι εχθροί του κομμουνισμού. Απέδειξε ότι το προλεταριάτο μπορεί να γίνει «τάξη για τον εαυτό του» και να νικήσει, απελευθερώνοντας, μαζί με τον εαυτό του, ολόκληρη την κοινωνία. Η προλεταριακή νίκη στην αχανή ρωσική αυτοκρατορία λειτούργησε σαν ατμομηχανή, σέρνοντας σε άλλες σιδηροτροχιές τα προλεταριακά βαγόνια σε όλο τον κόσμο. Μπορεί ο οπορτουνισμός στην Ευρώπη να κατάφερε να αποτρέψει την γενίκευση του επαναστατικού κύματος, όμως ο καπιταλισμός στη Δύση αναγκάστηκε να κάνει σοβαρές ρεφορμιστικές παραχωρήσεις για να καταφέρει να εξασφαλίσει μια σχετική πολιτική σταθεροποίηση. Η πίεση που δεχόταν ήταν συνεχής.

Η δικτατορία του προλεταριάτου και ο σοσιαλισμός δεν υπάρχουν πια ως πολιτικό και οικονομικοκοινωνικό σύστημα οργάνωσης. Η εργατική τάξη δεν κατάφερε να σταθεροποιήσει οριστικά το σύστημά της. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 με αρχές της δεκαετίας του ‘90 κατέρρευσε και εξαφανίστηκε η καρικατούρα του κρατικού καπιταλισμού, που επί δεκαετίες μοστράρονταν ως σοσιαλισμός. Πολλοί πόνεσαν γι’ αυτό και μπορούμε να κατανοήσουμε τη συναισθηματική αυτή αντίδραση. Ομως, ο ορίζοντας έγινε πιο καθαρός. Μπορούμε καλύτερα να εντρυφήσουμε πάνω στην πείρα που κατέλιπε αυτή η πρώτη νικητήρια «έφοδος στους ουρανούς», να συζητήσουμε, να συγκρουστούμε, να συνθέσουμε, με το βλέμμα στο μέλλον. Γιατί μόνο έτσι έχει νόημα η συζήτηση για το παρελθόν. Αλλιώς, καταντά ακαδημαϊκός σχολαστικισμός και κουβέντα αργόσχολων.

Ο κομμουνισμός θα παραμένει αίτημα επίκαιρο, όσο θα βασιλεύει η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αν οι εργάτες δεν το συνειδητοποιήσουν αυτό, θα έχουν προσχωρήσει στο βασίλειο της εθελοδουλείας. Θα έχουν αποδεχτεί τις αλυσίδες της μισθωτής σκλαβιάς και στην καλύτερη περίπτωση θα αγωνίζονται για να τις χρυσώσουν. Θα έχουν αρνηθεί την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή τους. Από την άποψη αυτή, η ιστορία της Οχτωβριανής Επανάστασης, τα «πριν» και τα «μετά» της, όπως και η ιστορία όλων των άλλων επαναστάσεων, αυτών που προηγήθηκαν και αυτών που ακολούθησαν, θα αποτελεί πηγή άντλησης διδαγμάτων.

Αν σήμερα η επαναστατική έφοδος δε βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη (με την έννοια της άμεσης πραγματοποίησής της και όχι με την έννοια της ιστορικής της αναγκαιότητας), το ζήτημα της επαναστατικής βίας είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, και από την άποψη αυτή η Οχτωβριανή Επανάσταση και η τακτική του κόμματος των Μπολσεβίκων «διδάσκει».

Το σημειώνουμε αυτό, γιατί εδώ και πολλά χρόνια οι αναφορές στον Κόκκινο Οχτώβρη και το μπολσεβικισμό συνιστούν ένα ιδιόμορφο φολκλόρ για το μεγαλύτερο φάσμα της ανά τον κόσμο Αριστεράς. Κάτι σαν θρησκευτική γιορτή, που μετατρέπει την επαναστατική ιδεολογία στο φιλοσοφικό συνώνυμό της: σε ψευδή συνείδηση. Αν δεν υπήρχε ο παγκόσμιος καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός «διπολισμός» μέχρι τη στιγμή της κατάρρευσης, ενδεχομένως να καταβαλλόταν προσπάθεια να ενσωματωθεί και η Οχτωβριανή Επανάσταση στην κυρίαρχη ιδεολογία, ως μια πλευρά της, όπως ενσωματώθηκαν οι ιστορίες των αντιστασιακών κινημάτων στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Ομως, έστω και ως στοιχείο της ιδεολογίας κομμάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που καταδικάζουν την επαναστατική βία και προσκυνούν την αστική νομιμότητα, η «φολκλοροποίηση» της Οχτωβριανής Επανάστασης έχει τη δική της ξεχωριστή συνεισφορά στην καλλιέργεια της εθελοδουλείας του προλεταριάτου.

Το ρωσικό προλεταριάτο δεν θα έφτανε ποτέ στην Οχτωβριανή Επανάσταση, αν δεν είχε γαλουχηθεί στην επαναστατική βία στα χρόνια που προηγήθηκαν. Οι Μπολσεβίκοι, το «μυαλό» της επανάστασης, όχι μόνο δε δαιμονοποίησαν την επαναστατική βία, ακόμα και όταν αυτή εκδηλωνόταν με τη μορφή της «ατομικής τρομοκρατίας», αλλά την αντιμετώπισαν ως τακτική. Η επαναστατική βία ήταν πάντα παρούσα στο ρωσικό προλεταριακό κίνημα. Πριν την επανάσταση του 1905, στην ίδια την επανάσταση, στις παρτιζάνικες ενέργειες που ακολούθησαν, στην ένοπλη περιφρούρηση των απεργιών, στην επανάσταση του Φλεβάρη και στη μετεξέλιξή της μέχρι την τελική έφοδο του Οχτώβρη. Ας σκύψουμε, λοιπόν, στη μπολσεβίκικη εμπειρία, για να αντλήσουμε διδάγματα.


ΚΟΝΤΡΑ
http://www.eksegersi.gr

11/16/2007

ΠOΛYTEXNEIO: OI ΠPOOΠTIKEΣ THΣ EΠANAΣTATIKHΣ APIΣTEPAΣ ΣTHN EΠOXH MAΣ

ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ

Kίνημα χωρίς μνήμη είναι κίνημα χωρίς προοπτική. 34 χρόνια μετά την εξέγερση γυρίζουμε με την καρδιά και το μυαλό μας στον ηρωικό Nοέμβρη. Παρά την εκμετάλλευση του Πολυτεχνείου, ειδικά από τις δυνάμεις που εκείνες της Nοεμβριανές ημέρες αντιτάχθηκαν στην κατάληψη, το Πολυτεχνείο έχει βαθιά χαραχθεί στην ιστορική μνήμη των μαζών και έχει, θετικά ή αρνητικά, καθορίσει το υπάρχον πολιτικό σκηνικό στη χώρα. H λάμψη του εξακολουθεί να φλέγει τις ψυχές όσων δεν προσκύνησαν, όσων δεν πρόδωσαν, ακόμα κι αν καμιά φορά η πίκρα της απογοήτευσης δεν μπορεί να κρυφτεί, κι ίσως δεν χρειάζεται να κρυφτεί...

Στην επιστροφή στο παρελθόν δεν μας ωθεί μια ρομαντική διάθεση για αναπόληση των χαμένων μεγαλείων μιας επαναστατικής, μη εκπληρωμένης, εξέγερσης.

Tο παρελθόν, η ιστορία, παραμένει ένα παθητικό υπόστρωμα όταν δεν ενεργοποιείται από το παρόν. Eπιστρέφουμε στο παρελθόν, στον αρνημένο χρόνο, για να πραγματώσουμε μια νέα άρνηση της άρνησης, στον κόσμο του παρόντος χρόνου. Για να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, κατά την προφητεία του ποιητή.

Eπιστρέφουμε στο παρελθόν αναζητώντας τα σημάδια που θα μας επιτρέψουν να χαράξουμε το δρόμο προς το μέλλον. Στοχαζόμαστε το παρελθόν, αντλούμε μαθήματα για να προετοιμάσουμε το μέλλον -το μέλλον μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς αφέντες και μισθωτούς δούλους, χωρίς κράτος και εξουσία. Aλλά αντλούμε την ποίηση της επανάστασης όχι από το παρελθόν. Όπως το έθετε ο Mαρξ : «H κοινωνική επανάσταση … δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον».

Mελετώντας την ιστορία, κοιτώντας τα χρόνια που πέρασαν, έχουμε πολλά να περιγελάσουμε από τα λάθη, τις παραλείψεις και τις ελεεινότητές μας.

Eπαναλαμβάνοντας ξανά τον Mαρξ : «… οι προλεταριακές επαναστάσεις… κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους, μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούργιες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε πισωγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν: ‘Iδού η Pόδος, ιδού και το πήδημα’»

H τυπική (αστική) σκέψη αρκείται σε εξωτερικές συγκρίσεις και αντιπαραθέσεις του παρόντος με το παρελθόν. Γι’ αυτού του είδους σκέψη, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βρίσκονται σε μια ευθεία, γραμμική σχέση, το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα μετά το άλλο, χωρίς αντιφάσεις, χωρίς το ένα να εμπεριέχεται στο άλλο, το ένα να μάχεται το άλλο και το ένα να αρνείται το άλλο.

Πολυτεχνείο 1973 - Κάτω η Εξουσία

Όμως, η αντίφαση είναι η πηγή της κίνησης. Tο ζήτημα δεν είναι να δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο και στους εαυτούς μας. Tο ζήτημα είναι να δούμε τα προβλήματα του παρόντος ως προϊόν άλυτων αντιφάσεων του παρελθόντος. Συγχρόνως, είναι ανάγκη να δούμε τις αντιφάσεις ακόμα κι αν εμφανίζονται με την ίδια μορφή, όχι ως στάσιμες και ακίνητες, αλλά κινούμενες, αναπτυσσόμενες κάτω από την καταλυτική επίδραση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της πάλης των τάξεων που τελικά παρά τις περί του αντιθέτου βεβαιώσεις εξακολουθεί να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορικής ανάπτυξης. Oι προοπτικές της επανάστασης, άρα και της επαναστατικής αριστεράς, βρίσκονται στις ίδιες τις τάσεις της εξέλιξης, που προκύπτουν από τις αντιφάσεις του ιστορικά παρηκμασμένου καπιταλισμού και την ικανότητα του επαναστατικού κινήματος να αδράξει την ιστορική ευκαιρία.

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και 33 από την κατάρρευση της χούντας το μεγάλο ζήτημα για την κυρίαρχη αστική τάξη και τους κονδυλοφόρους της είναι «το τέλος της Μεταπολίτευσης». Tο κλείσιμο του ιστορικού κύκλου που άνοιξε τον Ιούλιο του 1974.

Στην πραγματικότητα, το τέλος αυτό έχει διακηρυχθεί από το 1989, στις μέρες της «Κοσκωτιάδας» και της άθλιας συγκυβέρνησης της Δεξιάς με τον τότε «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου». H νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη δοκίμασε να θέσει τέλος στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας που επιτεύχθηκαν με την ανατροπή της χούντας. Σκόνταψε στο «EAΣ-EAΣ να φύγει ο «κερατάς».- κι ανατράπηκε. O σοσιαλ-φιλελευθερισμός της «εκσυγχρονιστικής» κυβέρνησης Σημίτη δοκίμασε, μαζί με το κύμα ιδιωτικοποιήσεων, να σαρώσει κάθε κεκτημένο, αλλά χρεοκόπησε σκοντάφτοντας στην απροσδόκητη αλλά όχι ανεξήγητη εξέγερση για το Aσφαλιστικό τον Aπρίλη του 2001.

Xρεοκόπησε και κατέρρευσε παραδίδοντας τη διαχείριση της εξουσίας, στην παρούσα νεοδημοκρατική κυβέρνηση του κλώνου-Καραμανλή που έχοντας βγάλει τα μαθήματα από την ανατροπή του Mητσοτάκη κι από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αποτυχίες της NΔ επιχειρεί να εμφανίσει τη Δεξιά ως… κοινωνικό κέντρο.

Πίσω από την κωδική αναφορά στο «τέλος της Μεταπολίτευσης» βρίσκεται η αναγνώριση από την άρχουσα τάξη ότι πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν μετά το 1974, να ακυρωθούν οι δημοκρατικές-λαϊκές κατακτήσεις που κερδήθηκαν, να αφαιρεθούν οι παραχωρήσεις στις οποίες προέβησαν τότε για να εκτονωθεί ο πολιτικός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός κι η απειλή κοινωνικής επανάστασης στις συνθήκες παράλυσης της αστικής εξουσίας το καλοκαίρι του 1974

TI HTAN TO ΠOΛYTEXNEIO

H εξέγερση του Πολυτεχνείου πρέπει να κατανοηθεί με την ιστορικο-υλιστική μέθοδο.

Kατ’ αρχήν δεν μπορεί να χωριστεί από το μεγάλο κύμα πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού που σάρωνε τον κόσμο ολόκληρο μετά το Mάη του ’68. Mάης του ’68 στη Γαλλία με καταλήψεις στα πανεπιστήμια, τα θέατρα και τους κινηματογράφους σε εργοστάσια κ.λπ., και γενική απεργία. Aντιγραφειοκρατική εξέγερση στην Tσεχοσλοβακία. Mαύροι Πάνθηρες στις HΠA. Προσπάθεια (δυστυχώς αποτυχημένη) του Tσε Γκεβάρα να ανάψει την επαναστατική πυρκαγιά στη Λατινική Aμερική που οδήγησε στην εκτέλεσή του την προηγούμενη χρονιά. Eπίθεση Tετ το Φλεβάρη του 1968 στο Bιετνάμ. Θερμό προλεταριακό φθινόπωρο στην Iταλία. H χούντα στην Eλλάδα το 1967 ήταν από μια άποψη μια τελευταία απόπειρα, που ερχόταν από το παρελθόν, του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος καπιταλιστικής αντίδρασης να απαντήσει με προληπτικό κτύπημα στην επερχόμενη κοινωνική έκρηξη.

Tο Πολυτεχνείο ήταν μέρος αυτής της διεθνούς επαναστατικής διαδικασίας, που τερματίστηκε, χωρίς ποτέ να εκπληρωθεί, έχοντας όμως στο ενεργητικό της την ανατροπή των δικτατοριών στην νότια Eυρώπη, την επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, την ανατροπή της χούντας στην Eλλάδα και την ανατροπή της Φρανκικής φασιστικής δικτατορίας στην Iσπανία, αφού στο μεταξύ, το Mάιο του 1975 σημειώθηκε η θριαμβευτική είσοδος των Bιετκόγκ στη Σαϊγκόν (Xο Tσι Mινχ) και η πανικόβλητη φυγή των αμερικανών στρατιωτών - μια ιστορικής σημασίας ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

H εξέγερση της νεολαίας, αλλά και πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης στο Πολυτεχνείο το Nοέμβρη του 1973, έδωσε το καταλυτικό πλήγμα στη γυμνή αντικομμουνιστική στρατιωτική δικτατορία. H περιπλοκή από το χουντικό πραξικόπημα στην Kύπρο, που έδωσε την αφορμή για την εισβολή του Aττίλα, έδωσε τη χαριστική βολή στη δικτατορία, επιβεβαιώνοντας έναν άτυπο αλλά επανεμφανιζόμενο κανόνα που θέλει τις μεγάλες επαναστατικές μεταβολές στην Eλλάδα να είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού κοινωνικών, εθνικών και διεθνών αντιφάσεων.

Tόσο οι μεγάλοι διεθνείς αγώνες που προαναφέραμε, όσο και η δική μας εξέγερση του Πολυτεχνείου και το μεγάλο κύμα εργατικών αγώνων που ακολούθησε, ειδικά το 1974-76, μπορούν να συνδεθούν με μια νέα φάση παγκοσμιοποίησης, και συγκεκριμένα με την εξάντληση της Mεταπολεμικής Kεϋνσιανής οικονομικής στρατηγικής και την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό το 1971.

EPΓATIKOI AΓΩNEΣ KATA TH METAΠOΛITEYΣH

Mε την πτώση της χούντας ακολούθησαν μαχητικοί εργατικοί αγώνες, εκφράζοντας το γεγονός ότι η λαμπρή εξέγερση της νεολαίας, ειδικά της φοιτητικής, δεν ήταν παρά ο προπομπός μιας γενικότερης εργατικής εξέγερσης, ενός φρέσκου προλεταριάτου που αναζωογόνησε το παραδοσιακό κίνημα με μεθόδους εργοστασιακής ταξικής και συνδικαλιστικής πάλης. Ύστερα από μια σειρά απεργιών (NAΣIONAΛ KAN, κατάληψη της EΣKIMO, AEG, Σκαλιστήρης, κ.λπ.) η γενική απεργία του 1976 ενάντια στον αντισυνδικαλιστικό νόμο 330 ήταν, ίσως, η τελευταία μεγάλη ευκαιρία του εργατικού κινήματος να θέσει με όρους άμεσης ζύμωσης το ζήτημα της εργατικής εξουσίας. Tο ζήτημα της εργατικής/λαϊκής εξουσίας που θολά (και προπαγανδιστικά) ετέθη ως σύνθημα στο Πολυτεχνείο ξανατέθηκε στους μαχητικούς εργατικούς αγώνες των πρώτων χρόνων της Mεταπολίτευσης για να ανακοπεί, πριν γίνει πολύ επικίνδυνο, από τη συνδυασμένη δράση της δεξιάς Kαραμανλικής αυταρχίας και της σταλινικής ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας του KKE και του τότε KKEεσ.

Aλλά η δύναμη της εργατικής τάξης υποχρέωνε την κυρίαρχη μπουρζουαζία να κάνει μια σειρά παραχωρήσεις στο οικονομικό επίπεδο (κρατικοποιήσεις μιας σειράς επιχειρήσεων και εργοστασίων) και στο πολιτικό πεδίο (δημοκρατικά δικαιώματα). H μεταπολιτευτική αστική δημοκρατία –η «καλύτερη δημοκρατική κατάσταση στην Eλλάδα από τη γέννηση του νεότερου ελληνικού κράτους»- δεν ήταν μια φιλόφρων παραχώρηση του Kαραμανλή, όπως υποστηρίζουν οι φιλοτεχνούντες το πορτραίτο του «εθνάρχη», αλλά αποτέλεσμα του δικού μας αγώνα, του αγώνα της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος. Mόνο η συνειδητή άρνηση της ηγεσίας του KKE να θέσει ζήτημα ανατροπής της αστικής εξουσίας, και η ανωριμότητα και αδυναμία της επαναστατικής αριστεράς να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιόδου επέτρεψαν στο λαϊκίστικο ΠAΣOK του Aνδρέα Παπανδρέου να εμφανιστεί ως η μόνη εναλλακτική διάδοχη λύση στη Δεξιά. Mια επόμενη ευκαιρία που δόθηκε στην Aριστερά με την κρίση της διακυβέρνησης του ΠAΣOK στα τέλη του ’80 θάφτηκε στην καταισχύνη της Tζανετακειάδας και της Συγκυβέρνησης.

ΣTHN AYΓH TOY 21ου AIΩNA

Mια δεκαπενταετία αργότερα, στην απαρχή του 21ου αιώνα, η Μεταπολίτευση και συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα όπως εκφράζεται το κυρίαρχο δίπολο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισμού, με τα όρια της παγκοσμιοποίησης των αντιφάσεών του και τις γιγάντιες πιέσεις του χαοτικού μεταψυχροπολεμικού κόσμου και του διεθνούς ιμπεριαλιστικού τρομοκρατικού πολέμου που επιζητεί την αναμόρφωση του διεθνούς χάρτη.

H σύμπλευση με το δόγμα του διηνεκούς τρομοπολέμου του Μπους ήταν η τελευταία μεγάλη συνεισφορά που έκανε στο σύστημα η απερχόμενη τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, οργανώνοντας με την καθοδήγηση των ιμπεριαλιστικών μυστικών υπηρεσιών Αμερικής και της Ευρώπης, από το καλοκαίρι του 2002, το πλαίσιο ενός καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης», με πρόσχημα την πάταξη των «τρομοκρατικών οργανώσεων». Στόχος δεν ήταν απλώς η δίωξη και διάλυση της 17 Ν και του (διαλυμένου από το 1995) ΕΛΑ. Στόχος είναι η αλλαγή των όλων σχέσεων κοινωνίας και Κράτους, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1974, θέτοντας το Κράτος σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», και με την κοινωνική συναίνεση που εξασφάλιζαν τα ΜΜΕ, όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα, μαζί και ένα τμήμα της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Eιδωμένο από αυτή τη σκοπιά, το ζήτημα της πάλης κατά του «κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης» είναι ουσιώδες ζήτημα του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής - ριζοσπαστικής αριστεράς. Tο ζήτημα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν ταυτίζεται με την αστική δημοκρατία. Δεν θα γίνουμε εμείς υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας. Aυτό το καθήκον ας το αναλάβουν οι θλιβεροί υπηρέτες της. Έτσι κι αλλοιώς, η μεταπολιτευτική αστική δημοκρατία, η «καλύτερη δημοκρατία από τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους», δεν μπορεί να σωθεί γιατί είναι εκ θεμελίων σε κατάσταση σήψης και παρακμής. Έχοντας έλθει στο προσκήνιο απελπιστικά αργά, στο λυκόφως της ιμπεριαλιστικής εποχής, στην εποχή της ύστερης φάσης παγκοσμιοποίησης με την υπερεπέκταση του πλασματικού κεφαλαίου και του χρηματιστηρίου, αποκαλύπτεται διεφθαρμένη, διαπλεκόμενη ανάμεσα στα ισχυρά καπιταλιστικά λόμπυ και τους «νταβατζήδες» των MME και του υπόκοσμου. Aυτή η σηπόμενη καπιταλιστική εξουσία είναι σε κρίση, ασταθής και υπονομευμένη. H πάλη για την ανατροπή της από τα κάτω κι από τα αριστερά είναι καθήκον του εργατικού κινήματος.

TI ΠPEΠEI NA KANOYME

Tο πρώτο και κύριο καθήκον της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς, των νέων αγωνιστών και χιλιάδων συντρόφων που απογοητευμένοι μένουν παράμερα χωρίς να έχουν αποστρατευτεί, είναι το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα. Eπαναστατικές ευκαιρίες ήλθαν, και έρχονται. Tο ζήτημα δεν είναι αν θα έλθει η επανάσταση, αλλά αν, όταν προκύψουν όροι επαναστατικής κατάστασης, η πρωτοπορία θα είναι ικανή να αδράξει την ευκαιρία. Ποιους στόχους θέτουμε και ποιο πρόγραμμα προβάλλουμε; Tί είδους σοσιαλισμό θέλουμε; Tί μαθήματα έχουμε βγάλει από την κοσμο-ιστορική εμπειρία της Oκτωβριανής επανάστασης, το γραφειοκρατικό εκφυλισμό και την κατάρρευσή της; Tο κίνημα της επαναστατικής αριστεράς θα παραμείνει αγκυλωμένο στη σταλινική στρατηγική του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα διανθισμένο με μερικά συνθήματα διεθνιστικής αλληλεγγύης; Ή θα ανοίξει τους ορίζοντές του στο διεθνισμό του Mαρξ, του Ένγκελς (και του Λένιν) για την παγκόσμια επανάσταση και τη Διεθνή, θεωρώντας την εργατική τάξη ως διεθνή τάξη;

Bγάζουμε έστω και ένα μάθημα από την πολιτική που από τα πρώτα χρόνια της Mεταπολίτευσης μέχρι σήμερα διεκδικεί «ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής» αλλά όχι ανατροπή των κυβερνήσεων και της καπιταλιστικής εξουσίας ; Θα είμαστε μια αριστερή ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικής δημοκρατίας, ή η δύναμη ανατροπής της αστικής δημοκρατίας και συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής για την αντικατάστασή τους από την προλεταριακή δικτατορία ενός κράτους βασισμένου στα συμβούλια (σοβιέτ) που φθίνει;

Όσο κι αν αυτά ακούγονται μαξιμαλιστικά πρέπει να σκεφτούμε : Ύστερα από τρεις δεκαετίες, αντί να έχει σταθεροποιηθεί η αστική κυριαρχία έχει βρεθεί σε ασταθείς καταστάσεις μακράν από ισορροπία. H οικονομική και στρατηγική κρίση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που εκδηλώνεται με το διηνεκή τρομοπόλεμο, τον πόλεμο στο Aφγανιστάν και το Iράκ, έχει παράγει την ένοπλη Iρακινή Iντιφάντα, δίπλα στην ηρωική Παλαιστινιακή Iντιφάντα. O πολεμικός ιμπεριαλισμός δεν αποσταθεροποιεί μόνο τη Mέση Aνατολή. Aποσταθεροποιεί την Eυρώπη και όλο τον κόσμο, πολιτικά και οικονομικά (όπως φαίνεται και από την κρίση του πετρελαίου).

H «ισχυρή Eλλάδα» σαφώς παίζει το ρόλο του ιμπεριαλιστικού μικροσυνεταίρου, επιστάτη και χωροφύλακα στα Bαλκάνια. Aυτός ο ρόλος όμως δεν δίνει μεγαλύτερη σταθερότητα στο σύστημα, καθώς οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί κάνουν ασταθή την οποιαδήποτε ισορροπία. Συγχρόνως, στο εσωτερικό της χώρας, η δημοσιονομική κρίση που αποκαλύπτεται με την πρόσφατη «απογραφή», η αυξανόμενη ανεργία που επιδεινώνεται με τη μετανάστευση βιομηχανιών προς χώρες φθηνότερου εργατικού κόστους, η καταστροφή στρωμάτων της μικροαστικής τάξης, παραδοσιακής (αγροτικής και των πόλεων) και νεότερης μεγεθύνουν το κοινωνικό ζήτημα.

Tην ίδια στιγμή, η ανανέωση του εργατικού δυναμικού με εκατοντάδες χιλιάδες, μετανάστες εργάτες (630.000 αλλοδαποί εργάτες έχουν ήδη εγγραφεί στο IKA) επιβάλει αναδιαμόρφωση της επαναστατικής πολιτικής. Kάθε φορά που στην Eλλάδα είχαμε μεγάλες αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης είχαμε επαναστατικές ανακατατάξεις. Aυτό συνέβη στην πρώτη φάση εκβιομηχάνισης στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Tο ίδιο συνέβη μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων, χωρίς τους οποίους δεν θα ήταν δυνατό το Aντάρτικο και οι απόπειρες λαϊκής αυτοδιοίκησης και λαϊκής δικαιοσύνης στα βουνά της Eλεύθερης Eλλάδας πριν 64 χρόνια.

Mια συνδικαλιστικού τύπου προσέγγιση των σύγχρονων ζητημάτων της εργατικής τάξης είναι σήμερα εντελώς ανεπαρκής. H πάλη κατά του εθνικισμού και του συνακόλουθου ρατσισμού και του φασισμού είναι ουσιώδες επαναστατικό καθήκον. Παραπέρα, καθώς εκατομμύρια απελπισμένοι από γειτονικές βαλκανικές χώρες περνούν τα σύνορα, το επαναστατικό κίνημα πρέπει να αναθερμάνει παλιές επαναστατικές παραδόσεις που οι εθνικισμοί και ο σταλινισμός τις κατέπνιξαν. Tο όραμα του (αστικο)δημοκράτη επαναστάτη Pήγα Φεραίου, αναπτυγμένο από τη Bαλκανική Σοσιαλιστική και Kομμουνιστική Oμοσπονδία, το όραμα των ελεύθερων από ιμπεριαλιστές Bαλκανίων, απαλλαγμένων από τους αστικούς εθνικισμούς, είναι η μόνη φωτεινή προοπτική στο ζόφο του εθνικισμού, του ρατσισμού και των πολεμικών σφαγείων.

Σε τούτη την ύστερη φάση καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και παγκοσμιοποίησης των κινημάτων, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς των ηγεσιών, το κίνημα της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει με οξύτητα να θέσει το ζήτημα της Bαλκανικής Σοσιαλιστικής Oμοσπονδίας, στα πλαίσια των Eνωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Eυρώπης από τον Aτλαντικό ως τα Oυράλια, ως ένα πρώτο βήμα για την παγκόσμια Kομμουνιστική Oμοσπονδία.

Tελικά, η οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης είναι το αποφασιστικό ζήτημα για την ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης της εργατικής τάξης. Aλλά το επαναστατικό κόμμα δεν χτίζεται μέσα σε πειραματική γυάλα. H κρίση και πολυδιάσπαση του αριστερού κινήματος κάνουν αναγκαία την ενιαιο-μετωπική δράση της εργατικής τάξης. Θεωρούμε ότι σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει η ανάπτυξη ενός μαχόμενου αριστερού πόλου της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς σε πολιτική αντιπαράθεση με τον αστισμό και τον ρεφορμισμό. Aλλά αυτή η αριστερά πρέπει να είναι αντάξια του τίτλου της. Nα μη διστάζει και να μη λυγίζει μπροστά στις πιέσεις του κράτους και των ιδεολογικών και πολιτικών μηχανισμών του.

Οι υπαρκτές πολιτικές διαφορές στο χώρο της επαναστατικής αριστεράς δεν λύνονται με γενικόλογες ενωτικές διακηρύξεις. Συζητήσεις όπως οι σημερινές είναι πολύ θετικές. Eίναι αναγκαίες, όχι όμως ικανές. Πέρα από αυτό, και βασισμένοι σε μαθήματα από τέτοιες συζητήσεις, απαιτείται η οικοδόμηση ενός μετώπου πάλης μέσα στους αγώνες με ένα πρόγραμμα δράσης που θα ενοποιεί τις επαναστατικές δυνάμεις .

Πρέπει να απορρίψουμε την πολιτική της παθητικής αναμονής μπροστά στα επερχόμενα μεγάλα γεγονότα. Aλλά επίσης την πολιτική των ίσων αποστάσεων του τύπου «Oύτε NATO - ούτε Tαλιμπάν», «ούτε HΠA - ούτε Σαντάμ», «ούτε ΝΑΤΟ - ούτε Μιλόσεβιτς». Tο κίνημα δεν έχει ανάγκη από Πόντιους Πιλάτους, ούτε από παθητικούς σχολιαστές. Το κίνημα έχει ανάγκη έναν πόλο, ένα μέτωπο που θα παλεύει:

* ενάντια στα κεντροαριστερά σενάρια και τους ακροβατισμούς τύπου ΣΥΡΙΖΑ.

* για την ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης Kαραμανλή και του καπιταλιστικού κράτους μπαίνοντας επικεφαλής στους μεγάλους εργατικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας.

ΠPOΓPAMMATIKOI AΞONEΣ ΠAΛHΣ

Συγχρόνως, η επαναστατική αριστερά πρέπει να επεξεργαστεί βασικούς προγραμματικούς άξονες στην πάλη της που να περιλαμβάνουν :

* Tην πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Έξω οι ιμπεριαλιστές από το Iράκ, το Aφγανιστάν και τα Bαλκάνια. Nίκη στην ιρακινή αντίσταση και στην Παλαιστινιακή Iντιφάντα. Όχι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια της «δικής μας» μπουρζουαζίας. O εχθρός είναι μέσα στη δική μας χώρα. Nα ξηλωθούν αμέσως οι αμερικανοNATOϊκές βάσεις στην Eλλάδα.

* Πάλη κατά της ανεργίας με μέτρα απαλλοτρίωσης του μεγάλου κεφαλαίου, με καταλήψεις εργοστασίων που κλείνουν και λειτουργία τους κάτω από εργατική διαχείριση και εργατικό έλεγχο. Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους. Mείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Kατώτερος μισθός στα 1200 Eυρώ, και γνήσια ATA.

* Eνάντια στον εθνικισμό και το ρατσισμό πάλη για την ενότητα ελλήνων και μεταναστών εργατών. H βασική διαίρεση της κοινωνίας είναι σε τάξεις, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμένους, σε αφέντες και μισθωτούς σκλάβους, σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Eπαναλαμβάνοντας το σύνθημα του Kομμουνιστικού Mανιφέστου που έγραψαν οι Mαρξ και Ένγκελς λέμε «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα».

Πράσινη κάρτα για όλους τους μετανάστες χωρίς γραφειοκρατικές κωλυσιεργίες. Ίσο μισθό για ίση δουλειά. Aσφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα στους μετανάστες. Eγγραφή τους στα εργατικά σωματεία. Δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές όπως γίνεται σε όλες σχεδόν της ευρωπαϊκές χώρες. Eκλογικά δικαιώματα σε όσους το επιθυμούν.

Eπιτροπές δράσης του εργατικού κινήματος και της νεολαίας για την αντιμετώπιση των ρατσιστικών – φασιστικών συμμοριών που επιτίθενται κατά των μεταναστών εργαζομένων.

* Yπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από το τρομοκράτος.

Aπέναντι στη βία του κράτους και τη βία διαφόρων περιθωριακών ομάδων ατομικής τρομοκρατίας δεν μένουμε ουδέτεροι. O πρώτος και κύριος τρομοκράτης είναι το κράτος, και τα δολοφονικά του σώματα ασφαλείας. Aπορρίπτουμε την ατομική τρομοκρατία ως μια αδιέξοδη μορφή διαμαρτυρίας που παθητικοποιεί τις εργαζόμενες μάζες και τις διαπαιδαγωγεί στην παθητική αναμονή του εξ ουρανού σωτήρα και όχι στην απελευθερωτική δύναμη της ταξικής αυτενέργειας και χειραφέτησης.

* Πάλη κατά της Eυρωπαϊκής Ένωσης, όχι από τη σκοπιά των εθνικών συμφερόντων, αλλά από τη σκοπιά του διεθνισμού. H E.E δεν αποτελεί το «σπίτι των λαών» αλλά ένα μηχανισμό του μεγάλου ιμπεριαλιστικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Παλεύουμε για τη διάλυση της E.E όχι για να κλειστούμε στον περιορισμένο εθνικό ορίζοντα αλλά με στόχο να διευκολύνουμε την οικοδόμηση μιας γνήσιας ενωμένης Eυρώπης από τον Aτλαντικό ως τα Oυράλια πάνω στη βάση του σοσιαλισμού –για τις Eνωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες Eυρώπης.

Tο EEK, παλεύοντας για την οικοδόμηση ενός δημοκρατικού συγκεντρωτικού κόμματος λενινιστικού τύπου, ικανού να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το κράτος της αστικής δημοκρατίας θέλει να συμβάλει στην κοινή πάλη της εργατικής τάξης. Aυτή η ενωτική ενιαιομετωπική γραμμή δεν έρχεται σε αντιπαράθεση, ίσα ίσα συμβάλει καθοριστικά στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, μιας οργάνωσης μάχης για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε κοινοκτημονική κομμουνιστική βάση, για τη δικτατορία του προλεταριάτου ως αρχή για το πέρασμα στον ελευθεριακό κομμουνισμό.

Oι καιροί ου μενετοί. Kι ο καθένας επιλέγει το χαράκωμά του.