Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

3/16/2009

Για το μεταμοντέρνο


Κώστας Παλούκης, εφημ. Πριν

Από τη μόδα του «μετά + κάτι» που κατέκλυσε τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 φαίνεται ότι μόνο μια έννοια, το μεταμοντέρνο, κατάφερε να αντέξει στο χρόνο. Ουσιαστικά, κατάφερε να ηγεμονεύσει σε όλα τα άλλα «μετά + κάτι» και να τα ενσωματώσει σε ένα ενιαίο φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό όρο. Αυτή η εσωτερική νίκη του «μεταμοντέρνου» θα συνδυαστεί με μια επικέντρωση και όξυνση των αντιπαραθέσεων.

Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο πεδίο της ιστοριογραφίας, οι οξείς αφορισμοί εναντίον του δίνουν την εντύπωση ότι το μεταμοντέρνο έχει κατακλύσει τον χώρο. Στα στρατόπεδα που αντιπαρατάχθηκαν από τη μία κυριαρχεί ένας σχεδόν φοβικός «αντιμεταμοντερνισμός», ο οποίος βρίσκει παντού το δάχτυλο του τρισκατάρατου και αρνείται κάθε συζήτηση και διαπραγμάτευση στο όνομα της υπεράσπισης ενός παλιού, καθαρού και άγιου μαρξισμού. Από την άλλη όμως δεν εμφανίζεται κανένας απολογητής του μεταμοντερνισμού, που να εντάσσεται διακηρυχτηκά σε αυτό το ρεύμα και να το προσδιορίζει με σαφήνεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναγνωρίζεται καν η ύπαρξή του στην Ελλάδα. Επαγγέλεται η ανανέωση, ο εκσυγχρονισμός του ιστορικού παραδείγματος, η δημιουργία μιας «νέας ιστορίας». Μάλιστα, αυτή η ανανεωτική επαγγελία εντοπίζεται με όλα σχεδόν τα πολιτικά πρόσημα.

Γενικά, όμως το κίνημα της «νέας ιστορίας» μπορεί να διαχωριστεί σε δύο γενικές ανανεωτικές τάσεις με κριτήρια τόσο τη μεθοδολογία, όσο και τη στοχοθεσία και τα συμπεράσματα. Μία τάση επιχειρεί να αναθεωρήσει την κυρίαρχη ιστοριογραφική άποψη για το χαρακτήρα του αντιστασιακού κινήματος. Αυτή συγκροτεί μια αρκετά συνεκτική ομάδα γύρω από τον Ν. Μαρατζίδη και τον Στ. Καλύβα. Οραματιζόμενοι ένα «νέο ιστορικό κύμα» επιμένουν σε εμπειρικά δεδομένα στηριγμένα σε ποσοτικές καταμετρήσεις. Μέσω μιας κατά ένα τρόπο τεχνοκρατικής επανάστασης στην προσέγγιση των πηγών, υπερθεματίζουν υπέρ της αντικειμενικοποίησης, ουδετεροποίησης και ιδεολογικής απεξάρτησης της μεθοδολογίας. Συγκεκριμένα, περιστρέφουν το ενδιαφέρον τους κυρίως γύρω από ζητήματα βίας και την ποσοτικοποιούν. Π.χ. τόσοι σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ στην Αργολίδα, αλλού οι εκτελέσει πυκνώνουν, αλλού αραιώνουν× αποξενώνουν τις ένοπλες συγκρούσεις από τα πολιτικά οράματα και τους πολιτικούς υλικούς όρους γένεσής τους× και κυρίως επιμένουν σε αιτίες που συνδέονται με οικογενειακές, τοπικές, φυλετικές αντιπαραθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια άκρως πολιτικό: το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ εμφανίζονται να διακατέχονται από έναν ενδογενή πολιτικό δολοφονικό φανατισμό. Αυτό το «νέο κύμα» συντονίζεται καθαρά με τα ρεύματα αναθεωρητισμού της ιστορίας που κυριαρχούν στην Ευρώπη και που τελικά αποσκοπούν στον ιδεολογικό στιγματισμό του «κομμουνισμού».

Η άλλη τάση επιχειρεί να εντάξει στις προβληματικές της ελληνικής κοινωνικής ιστορίας νέα ερωτήματα μετατοπίζοντας την οπτική από την αντικειμενική υλική θέση των δρώντων υποκειμένων στην υποκειμενική εξατομικευμένη διάστασή τους. Δεν είναι τα κόμματα, οι οργανώσεις, τα σωματεία, οι εφημερίδες, οι τάξεις, αλλά τα πρόσωπα που ενδιαφέρουν και η δική τους βιωμένη πραγματικότητα. Η προφορική ιστορία, η πολιτισμική ιστορία, η ιστορική ανθρωπολογία, η ιστορία του φύλου ή της γυναίκας συγκροτούν τα καινούρια ιστορικά πεδία. Σε αυτό το παιχνίδι της αποδόμησης και των ταυτοτήτων η οξύτερη αντιπαράθεση αφορά κυρίως το ζήτημα του έθνους και διεξάγεται μεταξύ των Χρ. Χατζηιωσήφ και Αντ. Λιάκο. Δεν αποσκοπούν όλοι οι εκφραστές του στην Ελλάδα όμως να αποκοπούν εντελώς από τα μαρξιστικά αναλυτικά εργαλεία, αλλά στην πραγματική ανανέωση του μαρξιστικού παραδείγματος. Για παράδειγμα το έργο της Ρίκη Μπουσχότεν, Ανάποδα χρόνια: συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950), αποτελεί πρότυπη εργασία όπου εντάσσει με επιτυχία τα συμπεράσματα της αντλούμενης υποκειμενικής εμπειρίας στα κοινωνικά συμφραζόμενα και την ταξική αντιπαράθεση (και όχι μόνο ταξική διαστρωμάτωση). Ο βασικός αντίπαλος στην περίπτωση αυτή είναι ο δογματικός μαρξισμός που αδυνατεί να ενσωματώσει τις νέες προβληματικές και ο «ολοκληρωτικός κομμουνισμός», δηλαδή ο «σταλινισμός». Βέβαια υπάρχει στην Ελλάδα και αναπαράγεται μία οπτική, κυρίως εκφρασμένη από έλληνες υπ. διδάκτορες του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, που σταματάει να συνομιλεί εντελώς με τα μαρξιστικά παραδείγματα και στέκεται τελικά εχθρικά στο κομμουνιστικό πρόταγμα. Το έργο της ιταλίδας Λουίζας Πασσερίνι «Σπαράγματα Ιστορίας» συνιστά το αντιπροσωπευτικότερο σε μια τέτοια προφορική ιστορία. Το άτομο, η γυναίκα, ο εργάτης, το θύμα του φασιστικού ή σταλινικού ολοκληρωτισμού κινεί την ιστορία μόνο του με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις× πετυχαίνει μικρές ανατροπές που αλλάζουν τη ζωή του και μόνο σε τελική ανάλυση σε ένα ανώτερο αφαιρετικό επίπεδο την κοινωνία.

Ποια στοιχεία συνέχουν αυτές τις δύο διαφορετικές ανανεωτικές απόπειρες και πως εκφράζεται το «μεταμοντέρνο» μέσα από αυτές; Η δεύτερη περίπτωση είναι σαφώς η κλασσική «μεταμοντέρνα». Χάνονται οι δομές, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι συλλογικότητες και οι νόμοι που κινούν την ιστορία και εμφανίζεται το άτομο ως ο κεντρικός κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Τα πρόσωπα και τα συμβάντα, μικρά ή μεγάλα, τα συναισθήματα και η βιωμένη εμπειρία συνιστούν το κεντρικό αφήγημα. Αναδεικνύεται ένας «νέος ιστορικισμός». Οι ιδέες και η συνείδηση υποβιβάζονται στο πεδίο των ταυτοτήτων. Ο λόγος και το κείμενο αυτονομούνται και απολυτοποιούνται. Ο αισθητικός φορμαλισμός κυριαρχεί, η λογοτεχνία και η ιστορία συναντιούνται ξανά. Ο λόγος για το λογο, η τέχνη για την τέχνη, η δράση για τη δράση, η ιστορία για την ιστορία. Ο ορθολογισμός, η αιτιοκρατία, οι νομοτέλειες ορθώνονται ως το αντίπαλο δέος που οδηγούν στον ολοκληρωτισμό.

Η άλλη όψη αυτού του απολίτικου, ουδετεροποιημένου, εξατομικευμένου, χωρίς πολιτικό πρόσημο αισθητισμού είναι ο τεχνοκρατισμός. Η υποταγή στα εμπειρικά δεδομένα και στους αριθμούς, στην αυστηρή καταμέτρηση όλων των υποπεριπτώσεων και στην αφαιρετική συνολικοποίησή τους. Αυτοί οι αριθμοί μπορούν και ορθώνουν από μόνοι τους την πραγματική αλήθεια.

Και στις δύο περιπτώσεις αποθεώνεται το ατομικό υπερεγώ και οι πράξεις του χωρίς σοβαρή συναρμογή με τα κοινωνικά συμφραζόμενα, αποθεώνεται ο βιωμένος εμπειρισμός. Αναδεικνύεται από κοινού μια διαχειριστική προσέγγιση των πηγών είτε αισθητικιστική είτε τεχνοκρατική. Αυτό που εμφανίζεται είναι από τη μία ο κατακλυσμός του θυμικού και από την άλλη ο κατακλυσμός της τεχνοκρατίας, δηλαδή οι αυτονομημένες εκδοχές της χαμένης πολιτικής ολότητας. Και αυτό είναι το μεταμοντέρνο. Ένας νέος συντηρητισμός που «βασίζεται στην αβασάνιστη υπόθεση ότι η πολιτική ενόραση μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας ήταν προβολή της προσωπικής μεταφυσικής της ταυτότητας» (Frederic Jameson). Η πολιτική εξαφανίζεται γιατί ακριβώς εξαφανίζεται η ταξική πολιτική. Το «νέο» της νεωτερικότητας έχει ολοκληρωθεί. Ο καπιταλισμός έχει καταπιεί προ πολλού το παλιό. Τώρα τα πάντα είναι «νέα» και εξαστισμένα, οπότε η αντιπαράθεση νέου και παλιού, προμοντέρνου και μοντέρνου χάνει το νόημά της. Οι καπιταλιστικές αξίες του εξατομικευμένου εμπειρισμού κυριαρχούν. Ενώ εμφανίζονται ουδέτερες, αποκτούν ένα ιδεολογικό και υλικό πρόσημο στη ταξική αντιπαράθεση καθώς αρνούνται φοβιστικά τη συλλογική δράση, τη στράτευση σε ένα όραμα, ενώ τελικά υπηρετούν βέβαια ένα.

Η απάντηση σε αυτό το «μεταμοντέρνο» δεν μπορεί να είναι η φοβιστική καταγγελία, η απομόνωση και η οχύρωση πίσω από τις παλιές αλήθειες. Αυτός ο δρόμος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα. Ο μαρξισμός δεν είναι μια αυτιστική θεωρία που αναπτύσσεται μόνη της σε μια δική της νησίδα αλήθειας. Είναι η άλλη όψη αυτού του κόσμου. Ο κομμουνισμός πάντα εξελισσόταν συνομιλώντας με τον αστισμό, έπαιρνε τα όπλα του και τα υπέτασσε στο όραμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Οι μαρξιστικές θεωρίες ήταν πρώτα και κύρια κριτική υιοθέτηση μέσα από ένα μετασχηματισμό της οπτικής των αστικών ιδεων. Δε θα μπορούσε να νικήσει ο Λένιν εάν δεν έφτιαχνε μια δική του επαναστατική θεωρία για το ιμπεριαλισμό, όταν όλοι οι αστοί και οι ρεφορμιστές μιλούσαν και αναγνώριζαν ένα νέο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Το «μεταμοντέρνο» είναι μια πραγματικότητα, η ιδεολογία και η πρακτική του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ας φτιάξουμε το μαρξισμό, την ιστορία και το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο που θα απαντήσει σε αυτή την εποχή.

Ένα νέο αριστερό ιστορικό ρεύμα οφείλει, λοιπόν, να εκσυγχρονίσει τη φαρέτρα του και να χρησιμοποιήσει να καινούρια αυτά όπλα τόσο της «ποιοτικής» όσο και της «ποσοτικής» ιστορίας. Οι έννοιες του φύλου, των ταυτοτήτων, η αποδόμηση του έθνους, η προφορική ιστορία δεν είναι a priori εχθρικά σε μια υλιστική προσέγγιση. Ακριβώς το αντίθετο από ό,τι δείχνουν κάποιες εργασίες. Επίσης, ο τεράστιος αυτός όγκος δουλειάς που έγινε για να αποδειχθεί ότι ο ΕΛΑΣ σκότωνε, δηλαδή να αποδειχθεί το αυτονόητο σε έναν πόλεμο, μπορεί να χρησιμεύσει και διαφορετικά. Τα ποσοτικά στοιχεία και η γνώση της ποσοτικής έρευνας μπορεί και αυτή να υπαχθεί σε μια άλλη προοπτική. Αυτή μπορεί και πρέπει να είναι η δική μας απάντηση

Δεν υπάρχουν σχόλια: