Τα τελευταία χρόνια, μέσα απ’ τη δουλειά των Antonio Negri και Michael Hardt για τη δομή της παγκόσμιας εξουσίας, που την ονομάζουν Αυτοκρατορία, ξανάρθε στην επικαιρότητα η πολιτικο-φιλοσοφική έννοια του πλήθους (multitude), που στο παρελθόν είχε ευρύτατα χρησιμοποιηθεί – με διαφορετικές όμως σημασίες – απ’ τους Machiavelli, Hobbes, Spinoza, Locke, Rousseau κ.ά.
Πού αναφέρεται το πλήθος; Λίγο-πολύ – αλλά με ορισμένες βασικές διαφορές – το πλήθος περιγράφει αυτό που κάποτε ονομάζεται “μάζες” κι άλλοτε “λαός.” Ταυτοποιεί ένα σύνολο πολιτικών υποκειμένων, επιθυμιών και ταυτοτήτων, που μπορούν να συγκροτήσουν την κινητήρια δύναμη του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι κι έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν και να αλλάξουν την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη, δηλαδή, την Αυτοκρατορία. Φυσικά, το πλήθος είναι μόνο ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο, όπως εξηγεί ο Étienne Balibar στη μελέτη του για την πολιτική παράδοση του Spinoza, βρίσκεται ενδιάμεσα μεταξύ του “ατόμου” και του “Κράτους,” των δυο όρων με τους οποίους πραγματώνεται η δύναμή του. Ειδικότερα, για τον Balibar, όσο λιγότερη εξουσία κατέχουν τα επιμέρους τμήματα της κοινωνίας (και, στην οριακή περίπτωση, τα άτομα), τόσο περισσότερη εξουσία συγκεντρώνεται στις κοινωνικές συνενώσεις (και, στην οριακή περίπτωση, στο Κράτος ή, ενδιάμεσα, στο πλήθος). Ταυτόχρονα όμως, όσο περισσότερη εξουσία κατέχει μια κοινωνική συνένωση, τόσο δυσκολότερη γίνεται η έκφραση της ομοθυμίας της κι η πολιτική διαχείριση της ενότητάς της.
Αλλά πάνω σε τι είδους ενότητα ή συνοχή βασίζεται το πλήθος; Και πώς γίνεται κατανοητή κι αισθητή η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητά του; Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να απαντηθούν από τη σκοπιά διαφορετικών επιχειρηματολογιών.
Από οντολογικής πλευράς, το πλήθος δεν θεωρείται ότι έχει καμιά ιδιαίτερη μοναδικότητα, αλλά ότι απλώς είναι μια πολλαπλότητα μοναδικοτήτων (Deleuze & Guattari). Δηλαδή, αυτό που είναι το πλήθος σαν σύνολο ατόμων δεν αντιστοιχεί, δεν μεταφέρεται σε, ούτε αναπαρίσταται από αυτό που είναι ή από τις ιδιότητες που έχει κάθε άτομο ξεχωριστά (κάτι που θυμίζει το θεώρημα του Arrow της κοινωνικής επιλογής). Τα άτομα, που περιέχονται σ’ ένα πλήθος, είναι μοναδικές διακριτές οντότητες, ποικιλόμορφες, ανομοιογενείς, διαφοροποιημένες μεταξύ τους, η κάθε μια με τη δική της φυσιογνωμία και ταυτότητα. Συνεπώς, το πλήθος είναι μια πληθυντική έννοια. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενικότητα, κανένα ενιαίο συνολικό χαρακτηριστικό, που να απορρέει ή να αναδύεται απ’ τη συνάθροιση ή τη συνένωση των ατόμων, που συγκροτούν το πλήθος. Το μόνο που αναπαριστά το πλήθος σαν σύνολο ατόμων είναι το ίδιο το όνομά του. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος, φαινομενολογικός ή εμπειρικός, με τον οποίο να μπορεί να γίνει κατανοητή ποια είναι η μοναδικότητά του. Επιπλέον, εκτός από πολλαπλότητα μοναδικοτήτων, το πλήθος μπορεί να περιγραφεί κι από άλλους, παρόμοια παράδοξους και λογικά αντιφατικούς χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα, σαν διαφορά κι επανάληψη (Deleuze), σαν κίνημα ενότητας κι επέκτασης (Negri), σαν συστολή και διαστολή (Spinoza) κ.ο.κ.
Ταυτόχρονα, η κοινωνική θεώρηση του πλήθους ξεκαθαρίζει κάποια σοβαρά πολιτικά ζητήματα – όπως τις δομικές δυσκολίες για την πολιτική ενότητα, όταν τα μέλη του έχουν διαφορετικά συμφέροντα, τάσεις ή προτεραιότητες. Παρόμοια, η εγγενής ετερογένεια κι ο θεσμικός παροπλισμός των συνιστωσών του δεν επιτρέπουν στο πλήθος να έχει το δικό του, ρητό ή άρρητο, κοινωνικό συμβόλαιο και καθιστούν πρακτικά αδύνατη την ομοφωνία μεταξύ των μελών του. Γι’ αυτό, με τη συμβολαιική απόρριψη (Spinoza), θεωρείται ότι διαφοροποιείται η έννοια του πλήθους απ’ την έννοια του “λαού.” Επιπλέον όμως, κόβοντας τους δεσμούς του με την παραδοσιακή εθνική κυριαρχία, το πλήθος βρίσκεται βιοπολιτικά ευάλωτο μεταξύ αφενός της θεσμικής ενσωμάτωσής του κι αφετέρου του βιοπολιτικού αποκλεισμού της “γυμνής ζωής” του απ’ το κράτος της εξαίρεσης (Giorgio Agamben).
Ειδικότερα, οι Negri και Hardt διακηρύσσουν ότι στο πλήθος η πολλαπλότητα των μοναδικών μορφών ζωής μοιράζεται μια κοινή παγκόσμια ύπαρξη: “η ανθρωπολογία του πλήθους είναι η ανθρωπολογία της μοναδικότητας και της κοινότητας.” Πάνω στην καλλιέργεια του “κοινού χώρου” και τη συνεργασία μεταξύ των μελών του δομούνται τα κοινά συμφέροντα, οι συλλογικές επιδιώξεις, οι διεκδικήσεις κι οι συνθήκες εκείνες, που διευκολύνουν τις διαδικασίες της αυθόρμητης αυτο-οργάνωσης του πλήθους. Έτσι, η πολιτική-οργανωτική στρατηγική του είναι να ξεπερασθούν “δικτυακά” – δηλαδή, μέσω της εκμετάλλευσης των “σχεσιακών” πλεονεκτημάτων της οικοδόμησης του κοινού χώρου πάνω σε δίκτυα κινητοποιήσεων – όλες εκείνες οι “οντολογικές” δεσμεύσεις, στις οποίες ο “ετερογενής” καταθρυμματισμός των πολλαπλοτήτων καθηλώνει τις μοναδικότητες. Για κάποιους όμως, προϋπόθεση αυτού του “σχεσιακού” κοινοτικού περιεχομένου είναι πάλι η συμβολαιική απαγκίστρωση απ’ τις μορφές κυριαρχίας (Jean-Luc Nancy). Γιατί έτσι ενεργοποιούνται ακώλυτα κάποιες άτυπες κοινωνικές σχέσεις, που ως τότε βρίσκονταν επισκιασμένες κάτω από τυπικές συμβολαιικές διαδικασίες, για να μπορέσουν να στηρίξουν το έμφυτο (εμμενές) δυναμικό της αυτο-διακυβέρνησης του πλήθους.
Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχει η θεώρηση του πλήθους κάτω απ’ την οικονομική σκοπιά. Αλλά χρειάζονται πρώτα να γίνουν κάποιες θεωρητικές διευκρινίσεις για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στο πλαίσιο των κριτικών μετα-Μαρξιστικών μελετών. Ως γνωστόν, η αντίληψη για την οικονομία σαν γενεσιουργός κι αναγκαία συνθήκη έκφρασης των πολιτικών υποκειμενικοτήτων τελευταία έχει αμφισβητηθεί (π.χ., από τους Arendt, Rancière, Laclau, Mouffe κ.ά.). Εντούτοις, παρότι οι Negri και Hardt γενικώς συγκαταλέγονται στο μεταμοντέρνο Μαρξιστικό ρεύμα, στο σημείο αυτό διαφοροποιούνται ριζικά. Γι’ αυτούς, το πλήθος σαν μια νέα μορφή υποκειμενικότητας ορίζεται όχι σ’ αντίθεση με τις οικονομικές συνθήκες αλλά μέσα απ’ αυτές: το πλήθος “είναι μια ταξική έννοια.” Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα τον ταξικό χαρακτηρισμό του πλήθους, θα πρέπει προηγουμένως να συζητήσουμε το γενικότερο ζήτημα του πώς οι Negri και Hardt αντιλαμβάνονται την οικονομία να μετασχηματίζει την κοινωνία.
Στο ζήτημα αυτό, οι Negri και Hardt εμπνέονται κι ακολουθούν τη δουλειά του Michel Foucault αναφορικά με την κατανόηση της παραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό. Για τον Foucault, η παραγωγικότητα δεν είναι μια ιδιότητα του υποκειμένου αλλά μάλλον μια συγκρουσιακή διαδικασία, που παράγει και παράγεται απ’ την υποκειμενικότητα. Είναι μια διαδικασία, στην οποία συν-εμπλέκονται η ανθρώπινη βιολογική ύπαρξη μαζί με την πολιτική έκφραση κι υπόσταση. Γι’ αυτό, για τον Foucault, η “βιοεξουσία” δεν καταστέλλει κι ούτε αρνείται, αλλά παράγει την υποκειμενικότητα, πέρα από κάθε οικονομικό ντετερμινισμό, εργαλειακότητα ή τελεολογία. Δανειζόμενοι όμως απ’ τον Foucault αυτήν την έννοια της “βιοπολιτικής,” οι Negri και Hardt επιχειρούν να εξειδικεύσουν στη σύγχρονη περίοδο της οικονομίας των υπηρεσιών, της πληροφορίας και του μετα-φορντικού μοντέλου παραγωγής τον παρατηρούμενο μετασχηματισμό στη σχέση μεταξύ ζωής κι οικονομίας. Επιπλέον, επεκτείνουν το περιεχόμενο της “ζωής,” που πλέον δεν αποτελείται μόνο απ’ τα καθαρώς βιολογικά στοιχεία – της αναπαραγωγής, ιατρικής, υγείας κ.λπ. – αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων της ενσώματης ύπαρξης – γλώσσα, συναισθήματα, σχέσεις, επιθυμίες, μόδα, τρόπους έκφρασης ή στυλ διαβίωσης κ.λπ. – που διαρκώς μετασχηματίζονται κάτω απ’ τις καθημερινές ανάγκες και δυνατότητες του χώρου της εμπορευματοποιημένης παραγωγής της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό, η βιοπολιτική παραγωγή κι αναπαραγωγή των συνολικών μορφών ζωής του πλήθους μέσα στην Αυτοκρατορία ξεπερνά τον καθαρά οικονομικό προσδιορισμό και, σύμφωνα με τον Jason Read, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της έννοιας του υπερπροσδιορισμού του Louis Althusser: επειδή είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους οι συνέπειες των αντιφάσεων μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων του κοινωνικού (οικονομίας, πολιτικής, κουλτούρας, φιλοσοφίας), γίνεται αδύνατη η αναγωγή του κοινωνικού σχηματισμού πάνω σε μια κεντρική αντίφαση.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η έννοια του πλήθους φαίνεται να εξαρτάται από μια άλλη θεμελιώδη έννοια της ανάλυσης των Negri και Hardt, την “άυλη εργασία.” Ο όρος αυτός – όπως τον επεξεργάσθηκαν κυρίως οι Lazzarato, Virno και Negri – αναφέρεται στον ιδιαίτερο ρόλο που παίζουν στην βιοπολιτική παραγωγή τα διανοητικά και συναισθηματικά στοιχεία της εργασίας, καθώς κι οι τεχνολογίες πληροφορίας κι επικοινωνίας. Βέβαια, η έμφαση δεν δίνεται στις νέες σχέσεις παραγωγής ή στους νέους τομείς της οικονομίας, αλλά στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα μετασχηματισμό της εργασίας, που συνεπάγεται έναν ριζικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας και των πολιτικών υποκειμενικοτήτων. Και σ’ αυτό το πλαίσιο, η ηγεμονία των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής δεν βρίσκεται τόσο στον έλεγχο που ασκούν πάνω σ’ άλλες σχέσεις και λογικές, όσο στην ενεργοποίηση των πολιτικών ευαισθησιών που επιτρέπουν. Έτσι, η άυλη εργασία δεν παράγει μόνο πράγματα ή υπηρεσίες, αλλά και συνήθειες, γλωσσικές εκφράσεις, νοήματα κι επιθυμίες κοινωνικής ζωής. Οι Negri και Hardt φθάνουν μέχρι του σημείου να υποστηρίξουν ότι η άυλη παραγωγή φτιάχνει την κοινωνική ζωή, δημιουργώντας το κοινό μέσα απ’ την εργασία, η οποία είναι αυτή που δίνει νόημα και περιεχόμενο στη συλλογική ύπαρξη.
Φυσικά, υπάρχουν προβλήματα στην ιδέα του πλήθους από διάφορες απόψεις. Π.χ., οι “διαιρέσεις του παρόντος” στην “ανθρωπολογική συνθήκη” του πλήθους (Read), που προκαλούνται απ’ τις ίδιες μορφές εργασίας και σχέσεις παραγωγής που συγκροτούν την κοινότητά του. Δίπλα σ’ ένα προνομιούχο πλήθος που ενσωματώνεται στην Αυτοκρατορία και συμπεριλαμβάνεται στους θεσμοθετημένους μηχανισμούς και διαδικασίες, πάντα απομένει ένα βιοπολιτικά αποκλεισμένο κι υποταγμένο πλήθος, που είναι καταδικασμένο στη βορά της αγοράς κι ευνουχισμένο για την έκφραση της δικής του υποκειμενικότητας. Κι η ισορροπία μεταξύ των δυο δυνάμεων που έχει το πλήθος στα χέρια του, αφενός για τη συντακτική δράση (constituent power) κι αφετέρου για τη θεσμική συγκρότηση (constituted power), είναι ιδιαίτερα ενδεχομενική και δεν αποκλείει τα περάσματα απ’ τη μια μορφή δύναμης στην άλλη. Παρόμοια, η “συστημική” διαλεκτική πλήθους-Αυτοκρατορίας των Negri και Hardt δεν μπορεί να ξεριζώσει την πραγματική αντίθεση μεταξύ εξουσίας κι αντίστασης, αναγάγοντάς την στη μονομέρεια της μοναδικής ουσίας του Spinoza. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, το στοιχείο που καθιστά δυνατή την αντίσταση απέναντι στην εξουσία είναι η ασυμβατότητα στη φύση των δυο όρων κι η ετερογένεια στους χώρους της συγκρότησής τους.
Ετικέτες Marxism, Post-workerism
http://thrymmata.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου