Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

12/27/2007

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Ή ο γυμνός θεωρητικός λόγος του «μεταφορντισμού»




Τα τελευταία χρόνια, αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, στη «μεταφορντική συνθήκη» που έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά σήμερα στο πλαίσιο της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, το καπιταλιστικό παραγωγικό παράδειγμα δεν είναι πλέον το «μηχανιστικό» μοντέλο του εργοστάσιου, της αλυσίδας παραγωγής και της επαναληψιμότητας, της αποσπασματικότητας και της τυποποίησης, χαρακτηριστικά του τεϋλορικού/«φορντιστικού» μοντέλου που προηγήθηκε, αλλά το «ευέλικτο», «ανοιχτό» μοντέλο των υπολογιστικών μηχανών και των δικτύων. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η εργασία είναι «μη-γραμμική», «συνεργατική», είναι «δεξιοτεχνία» που προϋποθέτει τη δημιουργική συμμετοχή της διάνοιας και τη μεσολάβηση της επικοινωνίας προκειμένου να προσαρμοστεί σε ένα ολοένα και πιο γνωστικά απαιτητικό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχείται από την τεχνολογία των μικροεπεξεργαστών και την τεχνοεπιστήμη. Η διαχείριση πολύπλοκων τεχνικών ή συμβολικών συστημάτων και μηχανών υψηλής τεχνολογίας είναι πλέον δομικά συνδεδεμένη με την εργασία τόσο στο επιμέρους (ατομικό) όσο και σε γενικό (συλλογικό) επίπεδο σε όλο και περισσότερους κλάδους της παραγωγής και της οικονομίας. Δεν είναι πια ο μονότονος θόρυβος της μηχανής που κρατάει το ρυθμό στην παραγωγή και δίνει τον κυρίαρχο τόνο στις κοινωνικές σχέσεις αλλά οι αθόρυβες, ψηφιακές ροές των εντολών και των δεδομένων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, που μας παρέχει την προμηθεϊκών διαστάσεων δυνατότητα υπολογισμού των πάντων και σύνδεσης με τα πάντα, και η συνεπακόλουθη αλληλεξάρτηση στον οικονομικό τομέα που διασφαλίζει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αναδεικνύει ως κυρίαρχο το οργανωτικό μοντέλο της «δικτύωσης». Η μεταφορά των δικτύων χρησιμοποιείται τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά ρητορική, ως παράδειγμα που παρέχει τη δυνατότητα ολοένα και μεγαλύτερου ελέγχου της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας, ενώ παράλληλα αυξάνει τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και διασφαλίζει, δομικά, τη διάχυση και την αποκέντρωση της εξουσίας. Στην πραγματικότητα όμως, τα «οριζόντια», φιλελεύθερα, μη-ιεραρχικά δίκτυα κυκλοφορίας και διανομής της πληροφορίας, είναι οι πλέον πρόσφοροι τρόποι με τους οποίους το κεφάλαιο εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, ελέγχοντας πιο αποτελεσματικά την μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εργασία (και άρα σε παραγωγή αξίας). Είτε πρόκειται για κεφάλαιο είτε για υλικά αγαθά, υπηρεσίες και πολιτιστικά πρότυπα, η ζωτική σημασία της ελεύθερης κυκλοφορίας για την αναπαραγωγή και ανάπτυξη αυτού του μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι προφανής. Κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα τείνει να ενταχθεί στη σφαίρα της εργασίας, της παραγωγής και του εμπορεύματος, ώστε να διασφαλίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση. Η κατανάλωση είναι παραγωγή και ο ελεύθερος χρόνος, η οικογενειακή ζωή, η διασκέδαση είναι απλήρωτες υπερωρίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι διαμεσολαβητικές, εκλεπτυσμένες τεχνολογικά, διαδικασίες επικοινωνίας και προώθησης αποκτούν υπέρογκο κύρος έναντι των «ταπεινών» παραγωγικών δυνάμεων που παραμένουν στην αφάνεια. Οι δυνάμεις αυτές παρουσιάζονται σαν μια απλή «παραγωγική βάση», συνδυασμός ενός χαμηλής ειδίκευσης εργατικού δυναμικού, των τεχνικά καταρτισμένων ελεγκτών-ρυθμιστών, των μηχανών και των ορθολογικών συστημάτων διαχείρισης των διευθυντών μάνατζερ και των στελεχών διοίκησης, ανάπτυξης και έρευνας, που μας εξασφαλίζει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για να αναπτυχθεί η σφαίρα της αληθινής δραστηριότητας που παράγει σήμερα πραγματικά την αξία: η σφαίρα της διακίνησης και της διανομής.
Είναι αναπόφευκτο: για την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου στον ύστερο καπιταλισμό και την απελευθέρωση της παγκόσμιας δυναμικής του, η κυκλοφορία (ή διακίνηση), η διανομή και η κατανάλωση να φαίνεται ότι αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο έναντι της παραγωγής. Η σημαντική, ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας και των εργασιακών σχέσεων με τη χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, κινδυνεύει να βραχυκυκλώσει την αναπαραγωγή ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου και απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας αν δεν εναρμονιστεί με ένα αντίστοιχο μοντέλο υπερκατανάλωσης που θα απορροφά την υπερπαραγωγή και θα δημιουργεί τον απαραίτητο βρόχο ανατροφοδότησης και αυτο-αναπαραγωγής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος διατηρώντας την ζήτηση και την αντίστοιχη παραγωγή σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η σημασία της κυκλοφορίας είναι προφανής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην με κάθε τρόπο υποσχόμενη ουτοπία της «ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς» (η ακινησία είναι μαρασμός, αν όχι καταδίκη σε θάνατο, για το κεφάλαιο), καθώς εξασφαλίζει τη συνεχή επέκταση και διείσδυση του συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης, σε κάθε γωνιά του πλανήτη και σε κάθε πτυχή της κοινωνίας. Είναι αναμενόμενο λοιπόν η «ελεύθερη αγορά» να αποκτά κεντρικό διαμεσολαβητικό ρόλο στη διακίνηση και την κυκλοφορία των προϊόντων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων, των ανθρώπων, των πόρων.
Η «ελεύθερη αγορά» όμως δεν είναι παρά ένας μύθος των νεοφιλελεύθερων· η παρεμβατικότητα και η ρυθμιστική πολιτική του κράτους είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ισορροπίας και εν τέλει την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Εκ φύσεως η αγορά συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, και προκειμένου να μην οδηγηθεί στον αυτό-στραγγαλισμό της από τον εξοντωτικό ανταγωνισμό και τις μονοπωλιακές τάσεις του κεφαλαίου, πρέπει να αποδοθεί στο κράτος ο ρόλος του νομοθέτη, που με την διακριτική παρέμβασή του φροντίζει να διατηρεί η «ελεύθερη αγορά» την αυτονομία της – τουλάχιστον ως καταστατική μυθολογία της αέναης οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου του κράτους και της κοινωνίας. Το κράτος εξασφαλίζει και διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάπτυξη κάθε οικονομικής δραστηριότητας και προσφέρει ένα μίνιμουμ διασφάλισης από κάθε είδος κινδύνων. Χωρίς αυτό το πλαίσιο καμία έννοια «φιλελεύθερης» οικονομίας δεν θα ήταν εφικτή – και αυτό το γνωρίζει και ο πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών, πόσο μάλλον οι φωτισμένοι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού ή οι μάνατζερ των πολυεθνικών. Το μοντέλο του κράτους-πρόνοιας του Κέυνς, του οποίου η εφαρμογή επεδίωξε να θεραπεύσει τις πληγές από το μεγάλο κραχ του 1929, ενώ ήδη ένα παράλληλο μοντέλο κράτους-πρόνοιας, θεμελιωμένο σε διαφορετικές αρχές, αναπτυσσόταν τόσο στη ναζιστική Γερμανία, όσο και στη σταλινική ΕΣΣΔ, δέχθηκε σφοδρή επίθεση κατά τη δεκαετία του ’70, όταν η νεοφιλελεύθερη πολιτική των Ρέηγκαν και Θάτσερ, σε αγαστή συμμαχία με τα αφεντικά, αναδιάρθρωσε ριζικά τον κρατικό μηχανισμό στα δύο πιο προηγμένα κράτη του πλανήτη, ως απάντηση στην οικονομική κρίση και στην αναπτυξιακή ύφεση που έπληξε την παγκόσμια οικονομία ασκώντας ισχυρές πιέσεις, ικανές να προκαλέσουν κλυδωνισμούς και στις πλέον εύρωστες οικονομίες κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία. Στις δεδομένες συνθήκες, οι πολιτικές που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των αγορών και κυρίως την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την συρρίκνωση του κοστοβόρου για το κεφάλαιο κράτους πρόνοιας, συντέλεσαν, μαζί με την αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας που επέφεραν οι νέες τεχνολογίες, στην προσωρινή σταδιακή αναστροφή του κλίματος στασιμότητας και ύφεσης και σε όλο και υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης εκείνη την περίοδο. Η κρίση της δεκαετίας του ’70 έμοιαζε τώρα ένα τέλμα από το οποίο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι νέες τεχνολογίες βοήθησαν να ξεκολλήσουμε και να συνεχίσουμε να πορευόμαστε το δρόμο της «προόδου και της ανάπτυξης». Λίγο αργότερα ήρθε και η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να επιβεβαιώσει την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ως το μοναδικό βιώσιμο και ρεαλιστικό μοντέλο σε έναν κόσμο που έως τότε βίωνε διαρκώς στο μεταίχμιο μεταξύ ανέχειας και στέρησης και δόξαζε ποικιλότροπα την ευμάρεια και την ελευθερία που είχε εξασφαλίσει στους κατοίκους της Δύσης ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία. Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών που διαλαλούσαν οι υποστηρικτές τής (όχι και τόσο) νέας αυτής πολιτικής ιδεολογίας συντελέστηκε ως θεωρητική άσκηση περισσότερο παρά ως μια έλλογη πολιτική επιλογή. Το «σοκ της μετάβασης» ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη ισχυρό. Εκτός ελάχιστων, οι οποίοι από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν πάμπλουτοι, τη νύφη την πλήρωσε το «αντιπαραγωγικό» κράτος πρόνοιας και ολόκληρη η κοινωνία. Οι κάτοικοι των πρώην «σοσιαλιστικών» κρατών, και κυρίως στη Ρωσία, βίωσαν με τον πιο δραματικό ίσως τρόπο την βίαιη μετάβαση από ένα πλήρως προστατευτικό, μέχρι ασφυξίας, καθεστώς στην χαοτική πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς», της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και του καπιταλισμού. Για τους κατοίκους των χωρών της Δύσης οι αλλαγές που επέφερε η νεοφιλελεύθερη επανάσταση ήταν πιο «ομαλές», αν και όχι λιγότερο καταστροφικές. Το δόγμα τώρα, τουλάχιστον στα χαρτιά, είναι ότι το κράτος δεν αναμειγνύεται στις αυτορρυθμιζόμενες ελεύθερες αγορές. Έχει, υποτίθεται, υιοθετήσει έναν ουδέτερο, μη-παρεμβατικό ρόλο. Αποποιείται την ευθύνη τόσο της οικονομικής όσο και της κοινωνικής εμπλοκής του προς δόξα της αυτορύθμισης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει δυναμικά σε θέματα που αφορούν στην ανακατανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρών, αποκλείοντας από όποια βοήθεια τους ανίσχυρους και επικαλείται τον κοινωνικό δαρβινισμό της νεοφιλελεύθερης θεωρίας προκειμένου να δικαιολογήσει τις πολιτικές του. Η παλιά θεωρία για την οκνηρία των φτωχών και για την απειλή της πείνας ως το μοναδικό μέσον για να πειστούν να εργαστούν και να γίνουν παραγωγικοί κάνει με ύπουλο τρόπο την εμφάνισή της και υποφώσκει στην κοινωνική πολιτική του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Μπορεί πράγματι ο ρόλος του έθνους-κράτους να έχει αλλάξει στις διαφοροποιημένες σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της δυναμικής των διεθνών σχέσεων που υπαγορεύει η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, η οποία επανάκαμψε (η πρώτη καπιταλιστική διαδικασία παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 ανακόπηκε το 1914, από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη, «συναρπαστική» ιστορία) και σαν δεύτερο, πιο ισχυρό κύμα σαρώνει τις τελευταίες δεκαετίες απ’ άκρου σ’ άκρο τον πλανήτη. Όμως, ο ρόλο του έθνους-κράτους παραμένει κεντρικός και αδιαμφισβήτητος, ακόμα και για τους νεοφιλελεύθερους πολέμιούς του, όσον αφορά στην ρύθμιση των εσωτερικών, εθνικών αγορών, του ανταγωνισμού, της ιεράρχησης των αναπτυξιακών επιλογών, της διαχείρισης της γνώσης, του εργατικού δυναμικού και των φυσικών πόρων, και την αποσόβηση, με κάθε τρόπο, των κραδασμών που προκαλούν οι αναπόφευκτες κοινωνικές συγκρούσεις. Ως μοναδικός φορέας της νομιμοποιημένης (πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά, συμβολικά, πρακτικά) κυριαρχίας, αυθεντίας, εξουσίας, ελέγχου και βίας, το κράτος, δικαιολογεί την αναγκαιότητα ύπαρξής του με την επίκληση στην εθνική ταυτότητα και την ιστορική συνέχεια, την ασφάλεια, την ευημερία και την πολιτισμένη, την «καλή κοινωνία», στόχοι που μόνο στους κόλπους του είναι εφικτό να επιτευχθούν, και το ίδιο καλείται (ως θεσμικός εκπρόσωπος της «βούλησης των Πολιτών») να διασφαλίσει ως δεδομένα για όλους – ή, τέλος πάντων, σχεδόν για όλους τους δικούς του πολίτες.
Έτσι λοιπόν, πέρα από την κάθε άλλο παρά πραγματική υποβάθμιση του έθνους-κράτους και παρά την πραγματική και αναμφισβήτητη παγκοσμιοποιητική ορμή του καπιταλισμού, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία -που πολλές φορές συγκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις της με μια ριζοσπαστική ρητορική καταλαμβάνοντας με τις εννοιακές της επιθέσεις κάθε ελεύθερο χώρο και κάθε ανυπεράσπιστο θεωρητικό (και όχι μόνο) οχυρό αντίστασης- προβάλει την δυναμική της εργασίας και την πραγματική σημασία της για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην απόλυτη αφαίρεση: όπως προϋπόθεση ισχύος της αρχής της γενικής ισοτιμίας του χρήματος είναι η πραγμοποίηση έτσι είναι προϋπόθεση για την «αποϋλοποιημένη» παραγωγή ο εκτοπισμός του υποκειμένου από τη διαλεκτική της ίδιας αυτής παραγωγής. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν οι συνιστώσες που φέρνουν το υποκείμενο στο προσκήνιο της Ιστορίας και το τοποθετούν στο κέντρο κάθε συζήτησης για την αλλαγή της κοινωνίας και της χειραφέτησής του, με δύο έννοιες: πρώτον, ως φυσικού φορέα της εργατικής δύναμης, αποκλειστικού δημιουργού κάθε αξίας και δεύτερον, ως φυσικού φορέα της επαναστατικής δράσης.
Αναμφίβολα, ο βιομηχανικός εργάτης, ο προλετάριος του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, δεν (μπορεί να) είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο στη σκηνή όπου παίζεται ένα τέτοιο, σύγχρονο έργο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια εργάτες (υπολογίζεται ότι οι συνθήκες εργασίας 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες χώρες είναι συνθήκες προλετάριων, αν όχι υπο-προλετάριων) ή ότι πολλές κατηγορίες εργαζομένων στις νέες βιομηχανίες υπηρεσιών δεν έχουν πολλά κοινά με τον «ξεπερασμένο» πια βιομηχανικό εργάτη και, συνακόλουθα, οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που ευθύνονταν για την αθλιότητα του βίου της εργατικής τάξης έχουν τώρα εκλείψει ή έστω υποχωρήσει σε ικανοποιητικό για την εργατική τάξη βαθμό. Θα λέγαμε μάλλον ότι, όπως και το πλαίσιο, δηλ. ο καπιταλισμός, οι σχέσεις αυτές έχουν απλώς μετασχηματιστεί, χωρίς όμως να μετριαστεί στο ελάχιστο η εγγενής οξύτητά τους και η μορφογενετική ισχύς τους. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των εργαζομένων είναι εγγενή χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ακατάσχετης ανάγκης του κεφαλαίου για ανάπτυξη με κάθε κόστος. Αν τώρα ο εργαζόμενος μοιάζει (και αναμφίβολα είναι) πιο «ευφυής», πιο αυτόνομος και με μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στη διαδικασία επιτέλεσης της εργασίας του αυτό συμβαίνει μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο, που θα το αποκαλούσαμε «διαδικαστική ορθολογικότητα», δηλαδή το επίπεδο της εκτέλεσης μιας σε γενικές γραμμές προαποφασισμένης διαδικασίας που αποβλέπει σε συγκεκριμένο και πιθανώς αυθαίρετο, σε σχέση με τα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου, στόχο. Στο βαθύτερο και πιο καθοριστικό για τη συνολική διάρθρωση των σχέσεων εργασίας επίπεδο, στο επίπεδο της «διοικητικής ορθολογικότητας», τα «προνόμια» του εργαζόμενου συρρικνώνονται απελπιστικά ώσπου να είναι πια μηδαμινά έως ανύπαρκτα, αφού μια σειρά θεσμοθετημένων, έννομων διαδικασιών αποκλεισμού (με θεμελιακή εκείνη της ίδιας της ιδιοκτησίας) παρεμποδίζει αποτελεσματικά τη συμμετοχή στη λήψη αυτών των αποφάσεων. Οι αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο είναι κυβερνητικής (cybernetic) τάξης· λαμβάνονται από τα υψηλόβαθμα στελέχη-διαχειριστές του κεφαλαίου και επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν την απόλυτη κανονιστική ισχύ τους στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής και φυσικά στους στόχους της. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν πάντα στον γενικό ορίζοντα των στόχων και των σκοπών και επιδιώκουν να οικειοποιηθούν τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής και την ζωντανή εργασία προκειμένου να επιτύχουν την επίτευξή τους· προσπαθούν να ελέγξουν και να κατευθύνουν την εργατική δύναμη και τις διαδικασίες παραγωγής προς την ικανοποίηση των δικών τους στόχων, που στον καπιταλισμό συρρικνώνεται σε έννοιες με μεταφυσική, καθολική και απαράβατη ισχύ: ανάπτυξη και κέρδος. Η ταξική πάλη είναι ο ανταγωνισμός των κοινωνικών δυνάμεων για τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας σκοποθέτησης, νομιμοποίησης και προσανατολισμού της εκάστοτε παραγωγικής δράσης και χρήσης του σωρευμένου (κοινωνικού, αφού παράγεται πάντοτε με κοινωνικούς πόρους, για να μην ξεχνιόμαστε…) κεφαλαίου. Είναι, δηλαδή, η επιτακτική ανάγκη να τεθεί υπό έλεγχο με πολιτικούς όρους η δομική προϋπόθεση συγκρότησης της κοινωνίας, η υλική παραγωγή, που στηρίζεται πάντα στη ζωντανή εργασία.
Ο συνεχιζόμενος εκπεσμός του υποκειμένου σε απλό εργαλείο παραγωγής και σε καταναλωτή και στο πλαίσιο αυτού του (νέου;) μοντέλου αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορεί να εξομαλυνθεί με την επιχειρηματολογία που επικαλείται κατηγορίες της διάνοιας για να περιγράψει τις μεταλλάξεις της ζωντανής εργασίας στο «μεταφορντιστικό» μοντέλο παραγωγής, κατηγορίες όπως η ευφυΐα, η ικανότητα λήψης αποφάσεων, η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω των συμπεριληπτικών σημείων της «κοινής πολιτισμικής γλώσσας» (γλώσσα, εκπαίδευση, πολιτιστική βιομηχανία, ΜΜΕ, θεσμοί κοινωνικής ενσωμάτωσης, κουλτούρα, αξίες, ιδεολογία). Και αυτό, κάποιοι θέλουν (εσκεμμένα;) να το αγνοούν.
Κάθε προσέγγιση που αποκρύπτει τις έντονα ιεραρχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις, την στυγνή εκμετάλλευση και την ταξική πάλη που εξακολουθούν να σοβούν στον πυρήνα της παραγωγής αξίας, στη ζωντανή εργασία, είναι σκόπιμα παραπλανητική. Η τάση αποπολιτικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας με την πλήρη υπαγωγή της στην τεχνολογία, το κεφάλαιο και τη γνώση, και την υποβάθμιση έτσι της θεμελιακής σημασίας της ζωντανής εργασίας και της ταξικής πάλης ως προϋπόθεση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, είναι η ιδεολογία της συμβιβασμένης σκέψης που προσπαθεί να μας πείσει για την ανωτερότητα του καπιταλισμού και των πολιτικών εκδοχών του: της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας, παρά τα όποια προβλήματά του, η ίδια αυτή σκέψη, κρίνει ενίοτε με ριζοσπαστικό μένος. Το κάνει αυτό προσπαθώντας να διαχωρίσει τεχνητά και να υποβαθμίσει ως δευτερεύουσας σημασίας την καθοριστική συμβολή της εργασίας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την ταξική πάλη που διαμορφώνει ανταγωνιστικά τις συνθήκες παραγωγής, με μοναδικό σκοπό να χαρίσει στο κεφάλαιο την πολυπόθητη αυτονομία του και να του προσφέρει τη νομιμοποίηση προκειμένου να κυριαρχήσει επί των πάντων ως απόλυτος ρυθμιστής των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων (κάτι που είναι ήδη πραγματικότητα σήμερα στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του πλανήτη, αλλά δυνάμει, δεν παύει να είναι και μια αναστρέψιμη πραγματικότητα!).
Πράγματι, θα ήταν ιδεολογική εθελοτυφλία να μην παραδεχτούμε ότι βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα και την αποσπασματικότητα των κοινωνικών δυναμικών και των «αποκεντρωμένων υποκειμενικοτήτων» που αποτελούν το εργατικό δυναμικό στις σύγχρονες μητροπόλεις (και το οποίο πράγματι δεν συγκροτεί ένα «σώμα» και έτσι δεν μπορεί να υποκειμενικοποιηθεί και να αυτό-οριστεί ως τάξη «δι’ εαυτήν» – αλλά αυτό είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα της καπιταλιστικής ασθένειας, επ’ ουδενί η θεραπεία!). Η πραγματική σχέση αυτού του αστεακού εργατικού δυναμικού με την εργασία ως «δράση που διαμεσολαβείται από τη νόηση» –μια κατάσταση που στην πραγματικότητα αφορά μάλλον ένα σημαντικά μικρό μέχρι σήμερα μερίδιο προνομιούχων εργαζομένων– αλλά που δεν οδηγεί στην συγκρότηση μιας γενικότερης «ταυτότητας», είναι το καίριο πεδίο της πολιτικής παρέμβασης. Η ανάγκη συγκρότησης μιας συλλογικής συνείδησης είναι επιτακτική και μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της πράξης, της πολιτικής δράσης. Γι’ αυτό το σκοπό, θα πρέπει να εφοδιαστούμε με εργαλεία ανάλυσης ικανά να αποκαλύψουν τη λαθροχειρία που επιδιώκεται στην κατάχρηση των περιγραφικών εννοιών του «μεταφορντισμού», οι οποίες τείνουν να επιβληθούν ως κανονιστικές και τελικά να παρουσιάσουν επιτυχώς την υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία κοινωνιολογική ανάλυση ως συντελεσμένο γεγονός με καθολική ισχύ. Όμως το μόνο γεγονός με αληθινά καθολική ισχύ είναι το εξής:
Ό,τι και να έχει αλλάξει κατά τους τρεις τελευταίους περίπου αιώνες στις μορφές και τους τρόπους με τους οποίους η παγκόσμια κυρίαρχη μειοψηφία διαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα έτσι ώστε να επιβάλει τα συμφέροντά της σε ολόκληρη την κοινωνία και τη φύση, και όσους συμμάχους και οπαδούς κι αν αποκτήσει, ο κοινωνικός ανταγωνισμός στον πυρήνα της παραγωγής θα συνεχίσει να μαίνεται ασίγαστος και να αφήνει ανοιχτή την όποια έκβαση, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα, του αγώνα – όπως λέει ο Τζον Χόλογουεϊ, το κεφάλαιο είναι ταξική πάλη. Η πολιτική, με την έννοια της ταξικής πάλης, δεν υποχωρεί, ούτε εξαφανίζεται όσο εύκολα ίσως θα ήθελαν οι συμβιβασμένοι, απολογητές του συστήματος εχθροί της. Η πραγματική κοινωνική ειρήνη είναι εφικτή μόνο σε μια πραγματικά αυτόνομη κοινωνία.

2 comments:

Ανώνυμος είπε...

Βιβλιογραφία και προτάσεις για περαιτέρω ανάγνωση;

futura είπε...

Βιβλία - Μπροσούρες

- John Allen, «Μεταβιομηχανισμός και μεταφορντισμός», στο Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός (κεφ. 4), Σαβάλλας, Αθήνα 2003.
- Αντιλεξικό κριτικής της πολιτικής οικονομίας, «1917-1945: Κεϋνσιανισμός. Κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Οκτωβριανή Επανάσταση στο Δ.Ν.Τ.», Σπάταλοι, 2005.
- Paolo Virno, Δεξιοτεχνία και επανάσταση, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002.
- Paolo Virno, Γραμματική του πλήθους. Για μια ανάλυση των σύγχρονων μορφών ζωής, Αλεξάνδρεια & Οδυσσέας, Αθήνα 2007.
- Αντρέ Γκορζ, Αντίο προλεταριάτο, Νέα Σκέψη, Αθήνα 1986.
- Nick Witheford, Κύκλοι και αλληλουχίες αγώνων στον υπερτεχνολογικό καπιταλισμό, αντισχολείο, Αθήνα 2003.
- Ζακ Ελλύλ, Οι διάδοχοι του Μαρξ, (βλ. το τέταρτο κεφάλαιο, «Ο τσεχοσλοβάκικος μαρξισμός», και ιδιαίτερα τις αναλύσεις του Ρίχτα), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2007.
- Immaterial Workers of the World, Εγώ θα σου Πω τι θα Κάνεις;, Το Μοναστήρι του Θελήματος 13, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001.
- Manuel Castells, Ο Μετασχηματισμός της Εργασίας και της Απασχόλησης: Δικτυακοί εργάτες, Άνεργοι και Ελαστικοί, (β΄ εκδ.), Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2006.
- George Katsiaficas, Η ανατροπή της πολιτικής. Ευρωπαϊκά Αυτόνομα Κοινωνικά Κινήματα και η Αποαποικιοποίηση της Καθημερινής Ζωής, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2007.
- Γιώργος Καφετζής, Γιατί οι μηχανές δεν μπορούν να δημιουργήσουν αξία, αντισχολείο, Αθήνα 1998.
- Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse), τομ. Α΄, Στοχαστής, Αθήνα 1989.
- Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, [κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις].
- S. Mezzadra, A. Negri, M. Hardt, I. Vantaggiato, L. Ferrari-Bravo, A. Zanini, P. Virno, Πολιτική και μεταφορντισμός, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2000.
- Banlieues, Γνώση, Κοινωνική Παραγωγή, Μαζική Διανοητικότητα. Σημειώσεις ενός ταξιδιού, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 1998.
- Franco Berardi - “Bifo”, Ποιο είναι το νόημα της αυτονομίας σήμερα;, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2007.
- Werner Bonefeld, John Holloway (επιμ.), Μεταφορντισμός & κοινωνική μορφή. Μια μαρξιστική συζήτηση για το μεταφορντιστικό κράτος, Εξάντας, Αθήνα 1993.
- James Burnham, Η επανάσταση των διευθυντών, Κάλβος, Αθήνα 1970.
- Harry Braverman, Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο, Α΄ τόμ., σειρά Techno/1, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2005.
- Toni Negri, Το πλήθος και η μητρόπολη, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2003.
- Καρλ Πολάνυι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2007.
- Νίκος Α. Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, Αθήνα 1982.
- C. Wright Mills, Οι χαρτογιακάδες. Η νέα μεσαία αμερικάνικη τάξη, Κάλβος, Αθήνα 1970.
- Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά-την-αγορά εποχής, «Νέα Σύορα» - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1996.
- Martin Roe Smith, Charles dew, David Montgomery, Οι μάστορες. Ο εργατικός έλεγχος πριν τον φορντισμό, σειρά Techno/2, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2007.
- Τι είναι και τι ζητάει η μαρξιστική κριτική από την πολιτική οικονομία. Εννέα μαθήματα στη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2007.
- Michael Hardt - Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Scripta, Αθήνα 2002.
- Michael Hardt - Antonio Negri, Η εργασία του Διόνυσου, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001.


Περιοδικά

- Ο δρόμος (ο εργάτης, η μηχανή, η πόλη) και η μέθοδος, Text, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα 2004.
- Οικονομία: η εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αφιερώματα - Le Monde diplomatique, τ. 3, Φεβρουάριος 1993.
- Σενάρια για την παγκοσμιοποίηση, Αφιερώματα - Le Monde diplomatique, τ. 13, Φεβρουάριος 1998.


Άρθρα

- Paolo Virno, «Δέκα θέσεις για το πλήθος και το μεταφορντισμό», Χουλιγκανιζατέρ, τ. 2, άνοιξη 2003.
- «Γενική διάνοια, έξοδος, πλήθος. Μια συζήτηση με τον Paolo Virno», futura, τ. 11, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007.
- «Εναντίον της Αυτοκρατορίας», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 17, καλοκαίρι 2002.
- Eduardo Colombo, «Η μεταβιομηχανική κοινωνία και το αναρχικό όνειρο», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 15, καλοκαίρι 2001.
- Luciano Lanza, «Ο μύθος της Οικονομίας», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 11, 1999.
- Christian Marazzi, «Γλωσσικές μηχανές», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 15, καλοκαίρι 2001.
- Βασίλης Μηνακάκης, «Εργασία και καθημερινότητα. Όψεις των σύγχρονων αλλαγών στην εργασία και τον τρόπο ζωής», Ουτοπία, τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997.
- Alessandro De Giorgi, «Η κοινωνία του ελέγχου: εργασία υπό εξέλιξη», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 18, καλοκαίρι 2003.
- James O’Connor, «Κεφάλαιο, κρίση, ταξικοί αγώνες», Λεβιάθαν, τ. 2 (β΄ περίοδος), Μάιος-Ιούλιος 1988.
- Γιώργος Ρούσης, «Απελευθέρωση της ατομικής πρωτοβουλίας: Η πεμπτουσία του Μαρξισμού. Μια ουτοπία;», Διαλεκτική, τ. 5, Μάιος-Ιούνιος 1991.
- Richard Sennett, «Η εργασιακή ελαστικότητα: ιδεολογικός και πειθαρχικός μηχανισμός», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 17, καλοκαίρι 2002.
- S. M., «Το αρνητικό του πλήθους: μορφές του κακού και η σύγχρονη πολιτική θεωρία», Χουλιγκανιζατέρ, τ. 2, άνοιξη 2003.
- Andre Tosel, «Ετεροπαραγωγή του Ανθρώπου ή Κομμουνισμός του Πεπερασμένου», Ουτοπία, τ. 9, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994.
- Pino Tripodi, «Σύγκρουση και διανοητική εργασία», ΑΥΤΟΝΟΜediΑ, τ. 10, 1998.
- Τάκης Φωτόπουλος, «Το Κράτος-Έθνος και η Αγορά», Κοινωνία και Φύση, τ. 5, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1993.
- «Από τον ιταλικό Εργατισμό (Operaismo) στον “Αυτόνομο Μαρξισμό”», http://www.blackout.gr/pdf/operaism.pdf
- Άλλα ενδιαφέροντα κείμενα θα βρείτε επίσης στο http://www.blackout.gr/teuxh.php]


http://futura-blog.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: