(Ένα Ανέκδοτο Κείμενο από το Χάρβαρντ)
Το σημαντικό αυτό κείμενο βρέθηκε στα Αρχεία του Λεόν Τρότσκι στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Είναι ένα ατέλειωτο φιλοσοφικό κείμενο που ξεσκεπάζει τους σταλινικούς αναθεωρητές του Μαρξισμού. Για πρώτη φορά το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί στο Νο 55 της «Μαρξιστικής Επαναστατικής Επιθεώρησης» (Μάης-Ιούνης του 1987) σε μετάφραση της Κ. Λήμνου, απ’ όπου το αναδημοσιεύουμε.
Λεόν Τρότσκι
Υπάρχουν τώρα για μας ευνοϊκές συνθήκες για να εξετάσουμε το ζήτημα των φιλοσοφικών τάσεων του γραφειοκρατισμού. Φυσικά η γραφειοκρατία δεν είταν ποτέ ανεξάρτητη τάξη. Σε τελευταία ανάλυση υπηρετούσε πάντα τη μια ή την άλλη κύρια τάξη της κοινωνίας –αλλά μόνο σε τελευταία ανάλυση και με το δικό της ειδικό τρόπο– δηλαδή κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερο κακό στον εαυτό της. Αν αληθεύει ότι πολύ συχνά ένα τμήμα ή στρώμα μιας τάξης δίνει σκληρή μάχη για να εξασφαλίσει το μερίδιο του στο εισόδημα και την εξουσία, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη γραφειοκρατία, που συνιστά το πιο οργανωμένο και συγκεντρωτικό τμήμα της αστικής κοινωνίας και που ταυτόχρονα υψώνεται πάνω από την κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της τάξης που υπηρετεί.
Η εργατική γραφειοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση στο γενικό ορισμό αυτής της κοινωνικής ομάδας που κυβερνά και διαχειρίζεται και που επομένως είναι προνομιούχα. Οι μέθοδες και οι συνήθειες διαχείρισης, που φυσικά αποτελούν την κύρια κοινωνική λειτουργία της γραφειοκρατίας και την πηγή της υπεροχής της, αφήνουν αναπόφευκτα ένα πολύ ισχυρό αποτύπωμα σε όλο τον τρόπο σκέψης της. Δεν είναι τυχαίο ότι όροι όπως γραφειοκρατικός και φορμαλιστικός ταιριάζουν όχι μόνο σε ένα σύστημα διοίκησης ή διαχείρισης αλλά επίσης σε ένα ορισμένο τρόπο ανθρώπινης σκέψης. Τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου σκέψης εκτείνονται πολύ πέραν των κυβερνητικών διαμερισμάτων. Βρίσκονται επίσης και στην φιλοσοφία.
Θα είταν εξαιρετικά ευχάριστο έργο η ανίχνευση του νήματος της γραφειοκρατικής σκέψης μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, αρχίζοντας με την εμφάνιση του μοναρχικού αστυνομικού κράτους, που συγκέντρωνε γύρω του τις δυνάμεις της διανόησης της χώρας όπου εμφανίστηκε. Αλλά αυτό αποτελεί ξεχωριστό θέμα. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ένα επιμέρους, αλλά εξαιρετικής σημασίας ζήτημα –η τάση προς το γραφειοκρατικό εκφυλισμό στο χώρο της θεωρίας, ακριβώς όπως και μέσα στο κόμμα, τα συνδικάτα και το κράτος. Μπορούμε εκ των προτέρων να πούμε ότι αφού το Είναι καθορίζει τη συνείδηση ο γραφειοκρατισμός είταν υποχρεωμένος να κάνει καταστροφές στο χώρο της θεωρίας όπως και σε όλους τους άλλους.
Το πιο κατάλληλο σύστημα σκέψης για μια γραφειοκρατία είναι η θεωρία της πολλαπλής αιτιότητας, μιας πολλαπλότητας «παραγόντων». Αυτή η θεωρία προκύπτει στην ευρύτερη βάση της από τον κοινωνικό καταμερισμό της ίδιας της εργασίας, ιδιαίτερα το χωρισμό της πνευματικής από την χειρωνακτική εργασία. Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο η ανθρωπότητα βγαίνει από το χάος του πρωτόγονου μονισμού. Αλλά η τελειοποιημένη μορφή της πολυπαραγοντικής θεωρίας, που μεταμορφώνει την ανθρώπινη κοινωνία και εξαρχής ολόκληρο τον κόσμο σε προϊόν του αμοιβαίου παιχνιδιού (ή αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ενδοτμηματικές σχέσεις) διαφόρων παραγόντων ή διαχειριστικών δυνάμεων, που η κάθε μια τους έχει τη δική της ειδική δικαιοδοσία –αυτό το είδος συστήματος μπορεί να υψωθεί στην κατάσταση του «μαργαριταριού της δημιουργίας», όταν είναι παρούσα μια γραφειοκρατική ιεραρχία, η οποία με τα υπουργεία και τα διαμερίσματα της, έχει ανυψωθεί πάνω από την κοινωνία.
Όπως έχει δείξει η εμπειρία, ένα γραφειοκρατικό σύστημα χρειάζεται ένα μόνο άτομο σαν κορώνα στο σύστημα. Οι ρίζες της γραφειοκρατίας βρίσκονται στην περίοδο της μοναρχίας και επομένως το ιστορικά κληρονομημένο στήριγμα της βρίσκεται στην κορυφή. Αλλά ακόμα και στις δημοκρατικές χώρες ο γραφειοκρατισμός γέννησε πολλές φορές τον καισαρισμό, το βοναπαρτισμό ή την προσωπική δικτατορία του φασισμού οποτεδήποτε η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κύριων τάξεων δημιουργούσε τη δυνατότητα μιας και μόνης ατομικής νικηφόρας ανώτατης εξουσίας, ή εγκαθίδρυσης του σαν κορώνα του συστήματος.
Η θεωρία των αυταρκών παραγόντων στην κοινωνία και στη Φύση χρειάζεται τελικά να στεφθεί από την ενός ανδρός αρχή ακριβώς όπως κάνει και μια ολιγαρχία ισχυρών υπουργών. Πρακτικά προκύπτει ένα αναπόφευκτο ζήτημα: Ποιος σε τελευταία ανάλυση θα διευθύνει και θα συντονίζει τη δραστηριότητα των διαφόρων, περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομων, ανεύθυνων υπουργών αν δεν υπάρχει ο υπερυπουργός ή ο υπεργραφειοκράτης;
Επ’ ευκαιρία, σε θεωρητικό επίπεδο, το ίδιο ζήτημα προκύπτει σε σχέση και με τη θεωρία των παραγόντων τόσο για την κοινωνία όσο και για τη Φύση. Ποιος εντέλει έβαλε αυτούς τους παράγοντες στη θέση τους; Και τους εμπιστεύτηκε τις αναγκαίες για τη δικαιοδοσία τους εξουσίες; Με μια λέξη, αν στην πολιτική ο γραφειοκρατισμός χρειάζεται ένα τσάρο ή δικτάτορα, όσο φτωχός και αν είναι από άποψη ποιότητας, στη θεωρία η πολλαπλότητα παραγόντων απαιτεί ένα θεό, όσο λίγο βάρος κι αν έχει αυτή η θεότητα. Οι γάλλοι βασιλικοί, όχι χωρίς πνεύμα κατηγορούσαν το γραφειοκρατικό σύστημα της Τρίτης Δημοκρατίας ότι είχε μια «τρύπα στην κορυφή». Τα πράγματα εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο που για περισσότερο από μισό αιώνα η αστική Γαλλία κυβερνούνταν αναγκαστικά από μια γραφειοκρατία κρυμμένη πίσω από ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, δηλαδή, με μια τρύπα στην κορυφή.
Το ίδιο ισχύει και για τη φιλοσοφία, ιδιαίτερα την κοινωνική και ιστορική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία με κανένα τρόπο δεν βρίσκει μέσα της το θάρρος να γεμίζει πάντα την τρύπα στην κορυφή με τον υπερπαράγοντα θεότητα. Αντίθετα δίνει στον κόσμο την ευκαιρία να κυβερνιέται με τις μεθόδους της φωτισμένης ολιγαρχίας.
Στην ουσία η θεωρία των πολλαπλών παραγόντων δεν μπορεί να κάνει χωρίς θεότητα. Απλά διασκορπίζει τη θεία παντοδυναμία ανάμεσα στους διάφορους μικρότερους κυβερνήτες με περισσότερο ή λιγότερο ίσες εξουσίες –στην οικονομία, την πολιτική, το νόμο, την ηθική, την επιστήμη, τη θρησκεία, την αισθητική, κλπ. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες είχε τους δικούς του υποπαράγοντες, που ο αριθμός τους αυξάνει και μειώνεται ανάλογα με αυτό που βολεύει τη διοικητική εξουσία –δηλαδή, για το δοσμένο επίπεδο θεωρητικής γνώσης. Σε κάθε περίπτωση η εξουσία και το κύρος προχωρούν από την κορυφή προς τα κάτω, από τους «παράγοντες» προς τα γεγονότα. Αυτό είναι που δίνει σε αυτό το θεωρητικό σύστημα τον ιδεαλιστικό του χαρακτήρα.
Σε κάθε παράγοντα, που στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από έναν γενικευμένο όρο για μια ομάδα όμοιων, ή ομογενών γεγονότων, παραχωρούνται ιδιαίτερες ενύπαρκτες εξουσίες –εξουσίες που υποτίθεται είναι έμφυτες στο λεγόμενο παράγοντα– για να κυβερνά το σώμα των γεγονότων που βρίσκονται στη δική του φανταστική δικαιοδοσία. Ακριβώς σαν κάποιο κυβερνώντα γραφειοκράτη, συμπεριλαμβανομένου και του γραφειοκράτη ρεπουμπλικανικού τύπου, κάθε παράγοντας μετέχει της αναγκαίας χάρης, ακόμα κι αν αυτή είναι εγκοσμιοποιημένη, για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του τμήματος που του έχουν εμπιστευθεί. Αν οδηγηθεί στο τελικό της συμπέρασμα, η θεωρία των παραγόντων είναι μια ιδιαίτερη ποικιλία και μάλιστα πολύ διαδεδομένη, του (έμφυτου) ιδεαλισμού.
Το σπάσιμο της Φύσης σε επικουρικούς παράγοντες είταν μια αναγκαία βαθμίδα στην κλίμακα με την οποία η ανθρώπινη συνείδηση αναδύθηκε από το πρωταρχικό χάος. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα συνεργασίας των παραγόντων, των δικαιοδοσιών τους και των πηγών τους, απλά και μόνο θέτει τα πιο θεμελιακά ζητήματα της φιλοσοφίας (χωρίς να δίνει απαντήσεις σε αυτά). Ο δρόμος πρέπει είτε να ανεβαίνει προς την πράξη της Δημιουργίας και έναν Δημιουργό, είτε να κατεβαίνει προς τη γη, που προϊόντα της είναι τα ανθρώπινα όντα –δηλαδή προς την Φύση και την ύλη.
Ο υλισμός δεν απορρίπτει απλά τους παράγοντες ακριβώς όπως η διαλεκτική δεν απορρίπτει απλά τη λογική. Ο υλισμός χρησιμοποιεί τους παράγοντες σαν ένα σύστημα ταξινόμησης των φαινομένων που έχουν εμφανιστεί ιστορικά –ανεξάρτητα από το πόσο ειδικά μπορεί να έχει «οριοθετηθεί» η πνευματική ουσία τους– από τις υποκείμενες παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις της κοινωνίας και από τα φυσικά, ιστορικά δηλαδή υλικά θεμέλια της Φύσης.
(Το παρακάτω είναι ένα παράδειγμα του πώς η έμφυτη –ιδεαλιστική σκοπιά των γραφειοκρατών εκφράζεται στο επιμέρους ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου).
Τι είναι η δικτατορία του προλεταριάτου; Είναι μια οργανωμένη συσχέτιση ανάμεσα σε τάξεις με μια ορισμένη μορφή. Αυτές οι τάξεις, όμως, δεν παραμένουν ακίνητες αλλά αλλάζουν υλικά και ψυχολογικά, αλλάζοντας συνεπώς την αλληλοσυσχέτιση δυνάμεων μεταξύ τους, δηλαδή, ενδυναμώνοντας ή εξασθενίζοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου για ένα μαρξιστή. Για ένα γραφειοκράτη, όμως, η δικτατορία είναι ένας αυτόνομος, αυτάρκης, παράγοντας, ή μεταφυσική κατηγορία, που βρίσκεται πάνω από τις πραγματικές ταξικές σχέσεις και φέρει μέσα της όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις. Σαν επιστέγασμα κάθε γραφειοκράτης τείνει να βλέπει τη δικτατορία σαν ένα φύλακα άγγελο που πετά πάνω από το γραφείο του.
Πάνω σ’ αυτή τη μεταφυσική αντίληψη της δικτατορίας οικοδομούνται όλα τα επιχειρήματα που καταλήγουν στο ότι αφού έχουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου, η αγροτιά δεν θα μπορούσε να υποστεί μια διαφοροποίηση. Οι κουλάκοι δεν θα μπορούσαν να δυναμώσουν, και αν οι κουλάκοι δυναμώσουν, τότε αυτό θα σημαίνει ότι θα φτάσουν στο σοσιαλισμό. Με μια λέξη η δικτατορία μετατρέπεται από μια ταξική σχέση σε μια αυτάρκη αρχή, σε σχέση με την οποία τα οικονομικά φαινόμενα είναι απλά ένα είδος απόρροιας. Φυσικά κανένας γραφειοκράτης δεν οδηγεί αυτό το σύστημα, που είναι δικό του, μέχρι την ακραία του συνέπεια. Οι γραφειοκράτες είναι πολύ εμπειριστές για να το κάνουν, και πολύ δεμένοι με το ίδιο τους το παρελθόν. Αλλά η σκέψη τους κινείται στη βάση αυτών ακριβώς των γραμμών και οι θεωρητικές πηγές των λαθών τους πρέπει να εξετασθούν σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ο Μαρξισμός ξεπέρασε τη θεωρία των παραγόντων για να φτάσει στον ιστορικό μονισμό. Το προτσές που τώρα παρατηρούμε είναι οπισθοδρομικό ως προς το χαρακτήρα του, γιατί αντιπροσωπεύει μια κίνηση απομάκρυνσης από το μαρξισμό προς μια μεταφυσική ολιγαρχία παραγόντων. (Η κίνηση απομάκρυνσης από το μαρξισμό στο χώρο της θεωρίας εκφράστηκε με ιδιαίτερη καθαρότητα –στα γραπτά του Στάλιν. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα από τα «Προβλήματα Λενινισμού» του Στάλιν, που γράφτηκε το 1924 και επανεκδόθηκε το 1928).
«Η σημασία της θεωρίας. Μερικοί νομίζουν ότι ο Λενινισμός είναι η πρωταρχικότητα της πράξης πάνω στην θεωρία με την έννοια ότι είναι απλώς η μετάφραση των μαρξιστικών θέσεων σε πράξεις, η “εκτέλεση” τους. Όσο για τη θεωρία, τονίζεται ότι ο Λενινισμός είναι μάλλον αδιάφορος γι’ αυτήν», (Στάλιν: «Θεμέλια του Λενινισμού» στη ρώσικη έκδοση του 1928, σελ. 89, –η μετάφραση στην αγγλόφωνη έκδοση των «Έργων» του Στάλιν είναι πολύ πιο εξευγενισμένη από την αρχική στα ρώσικα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την γραμματική, Σημείωση του μεταφραστή).
Αυτό το απόσπασμα είναι ένας αυθεντικός μικρόκοσμος του Στάλιν. Αντιπροσωπεύει εξίσου το θεωρητικό του βάθος, την πολεμική του οξύτητα και την εντιμότητα του προς τους αντιπάλους του. Όταν ο Στάλιν έλεγε «κάποιος νομίζει» μιλούσε για μένα την εποχή που δεν είχε ακόμα αποφασίσει να με αποκαλέσει με το όνομα μου. Δεν είχε ακόμα ικανοποιητικά στο χέρι όλους τους καθηγητές, τους δημοσιογράφους και τους ανταποκριτές, και ο Στάλιν δεν είχε βεβαιωθεί ακόμα ότι είχε πει την τελευταία λέξη, ή σε πολλές περιπτώσεις τη μόνη λέξη. Χρειαζόταν να αποδόσει σε μένα την παράλογη παρατήρηση ότι ο Λενινισμός είταν αδιάφορος για τη θεωρία. Πώς μπόρεσε να το κάνει; Λέγοντας ότι «κάποιος νομίζει» ότι ο Λενινισμός είναι μόνο «η μετάφραση των Μαρξιστικών θέσεων σε πράξεις» , μόνο «εκτέλεση». Αυτή είναι η μετάφραση από το Στάλιν των λόγων μου: «Ο Λενινισμός είναι Μαρξισμός στη δράση». Όπως θα το εννοούσε ο ίδιος, η διατύπωση μου συνεπάγονταν ότι ο Λενινισμός είταν «αδιάφορος» για το Μαρξισμό. Αλλά πώς μπορεί κανείς να μεταφράζει τη μαρξιστική θεωρία σε πράξεις ενώ παραμένει «αδιάφορος» για τη μαρξιστική θεωρία; Η ίδια η στάση του Στάλιν απέναντι στη θεωρία δεν μπορεί να αποκληθεί «αδιάφορη» για το μόνο λόγο ότι αυτή είναι η αδιαφορία αυτού που μανουβράρει. Αλλά γι’ αυτό το λόγο, δεν συμβαίνει ποτέ σε κανένα να πει ότι ο Στάλιν μεταφράζει τη θεωρία σε πράξεις. Αυτό που ο Στάλιν μεταφράζει σε πράξεις είναι η ετοιμότητα της κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία στη συνέχεια διαθλά τις υποχθόνιες ώσεις που προέρχονται από τις ταξικές δυνάμεις. Ο Λενινισμός είναι Μαρξισμός σε δράση –δηλαδή θεωρία που έχει πάρει σάρκα και οστά. Αυτή η διατύπωση θα μπορούσε να περιγραφεί σαν έλλειψη ενδιαφέροντος για τη θεωρία μόνο από κάποιον που θα πνιγόταν από τον ίδιο του το θυμό.
Αυτή είναι η φυσική κατάσταση του Στάλιν. Η εξωτερική εμφάνιση του άχρωμου της γραφειοκρατίας στα άρθρα και τους λόγους της, σπάνια μπορεί να κρύψει το συμπυκνωμένο μίσος που αισθάνεται για καθετί που ξεπερνά το δικό της επίπεδο. Κατά τεκμήριο, η αποκαλούμενη σκέψη του Στάλιν είναι σαν τον σκορπιό που συχνά χτυπά το κεφάλι του με τη δηλητηριασμένη ουρά του.
Τι εννοούμε με τον ισχυρισμό «ο Λενινισμός είναι η πρωταρχικότητα της πράξης πριν από τη θεωρία;»; Εδώ ακόμα και η γραμματική είναι λάθος. Θα μπορούσε κανείς να πει «πρωταρχικότητα απέναντι στη θεωρία...» ή «σε σχέση με τη θεωρία». Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η γραμματική, η οποία γενικά είναι πολύ κακοποιημένη στις σελίδες του έργου του Στάλιν, «Προβλήματα του Λενινισμού». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το φιλοσοφικό περιεχόμενο της πρότασης.
Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί ενάντια στην ιδέα ότι ο Λενινισμός προχωρεί από την πρωταρχικότητα της πράξης πάνω στην θεωρία. Αλλά επιτέλους, αυτή είναι η ουσία του υλισμού. Ακόμα κι αν χρησιμοποιήσουμε τον απαρχαιωμένο φιλοσοφικό όρο πρωταρχικότητα, πρέπει να λεχθεί ότι η πράξη έχει την ίδια αναμφισβήτητη πρωταρχικότητα πάνω στην θεωρία όπως έχει και πάνω στην συνείδηση, η ύλη πάνω στο πνεύμα και το όλο πάνω στο μέρος. Γιατί η θεωρία βγαίνει από την πράξη, γεννιέται από πρακτικές ανάγκες, και συνιστά μια περισσότερο ή λιγότερο ατελή ή μη-ολοκληρωμένη γενίκευση πάνω στην πράξη.
Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν έχουν δίκιο οι εμπειριστές –αυτοί που καθοδηγούνται από την «άμεση» πράξη σαν τον ανώτερο και πιο έγκυρο κριτή; Δεν είναι λοιπόν αυτοί οι πιο συνεπείς υλιστές; Όχι, αυτοί αντιπροσωπεύουν μια καρικατούρα υλισμού. Το να καθοδηγείσαι από τη θεωρία σημαίνει να καθοδηγείσαι από γενικεύσεις που βασίζονται σε όλη την προηγούμενη πρακτική εμπειρία της ανθρωπότητας για να αντιμετωπίσεις με όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιτυχία το ένα ή το άλλο πρακτικό πρόβλημα του παρόντος. Έτσι, διαμέσου της θεωρίας ανακαλύπτουμε ακριβώς την πρωταρχικότητα της πράξης-σαν-όλο πάνω στις επιμέρους πλευρές της πράξης.
Στο όνομα της πρωταρχικότητας της οικονομίας πάνω στην πολιτική, ο Μπακούνιν απέρριπτε την πολιτική πάλη. Δεν καταλάβαινε ότι η πολιτική είναι γενικευμένη (ή συμπυκνωμένη) οικονομία και ότι είναι κατά συνέπεια αδύνατο να λυθούν τα πιο σημαντικά –δηλαδή τα πιο γενικά– οικονομικά προβλήματα αν αποφεύγεται η γενίκευση διαμέσου της πολιτικής.
Τώρα μπορούμε να εκτιμήσουμε τη φιλοσοφική θέση του Στάλιν (όπως δίνεται πιο πάνω) για τη σημασία της θεωρίας. Βάζει την αληθινή σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης με το κεφάλι κάτω. Εξισώνει την πρακτική χρησιμοποίηση της θεωρίας με την παραμέληση της θεωρίας, αποδίδει μια προφανώς παράλογη ιδέα στον αντίπαλο του, και το κάνει με τις χειρότερες προθέσεις, σπεκουλάροντας στα χειρότερα ένστικτα του φτωχά πληροφορημένου αναγνώστη. Αυτή η ολοκληρωτικά αντιφατική αυτοκαταβροχθιστική θέση βρίσκεται, πάνω από καθετί άλλο, σε πλήρη γραμματική αταξία. Γι’ αυτούς τους λόγους την αποκαλούμε μικρόκοσμο.
Ποιόν ορισμό του λενινισμού αντιπαραθέτει ο Στάλιν στο δικό μου; Ιδού ο ορισμός που συνδέει τον Στάλιν με τον Ζινόβιεφ και τον Μπουχάριν, και που βρίσκεται σε κάθε (επίσημο σοβιετικό) εγχειρίδιο. (Απόσπασμα από το βιβλίο του Στάλιν «Προβλήματα του Λενινισμού», σελ. 74): «Ο Λενινισμός είναι ο Μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης. Ακριβέστερα, ο Λενινισμός είναι η θεωρία και η τακτική της προλεταριακής επανάστασης γενικά και η θεωρία και η τακτική της δικτατορίας του προλεταριάτου ειδικά».
Η έλλειψη ουσίας αυτού του ορισμού και ταυτόχρονα η αντιφατική του φύση προδίνονται μόλις αναρωτηθούμε απλά και μόνο, τί είναι Μαρξισμός; Ας εξετάσουμε για μια ακόμα φορά τα κύρια στοιχεία του.
Πρώτα απ’ όλα, η διαλεκτική μέθοδος. Ο Μαρξ δεν είταν ο πρωτεργάτης της και φυσικά ποτέ δεν ισχυρίστηκε ο ίδιος ότι είταν κάτι τέτοιο. Ο Έγκελς αισθανόταν ότι η αξία του Μαρξ βρισκόταν στο ότι ξαναζωντάνεψε και υπερασπίστηκε τη διαλεκτική σε μια εποχή επιγόνων στη φιλοσοφία και στενού εμπειρισμού στις θετικές επιστήμες. Ο Έγκελς στην «Παλιά Εισαγωγή» στο «Αντιντίριγκ» έλεγε: «Η αξία του Μαρξ αντίθετα με τους “δύστροπους, αλαζονικούς, μέτριους επιγόνους που τώρα μιλούν πολύ στην πολιτισμένη Γερμανία” βρίσκεται στο ότι είταν ο πρώτος που ξανάφερε στο προσκήνιο την ξεχασμένη διαλεκτική μέθοδο», (Βλέπε: Μαρξ και Έγκελς: «Εκλεκτά Έργα» σε 3 τόμους, Μόσχα, Progress Publ., τόμος 3, σελ. 64).
Ο Μαρξ κατάφερε να εκπληρώσει αυτό το έργο μόνο απελευθερώνοντας τη διαλεκτική από την ιδεαλιστική της αιχμαλωσία. Εδώ βρίσκεται ένα αίνιγμα: Πώς μπορείς να διαχωρίσεις τη διαλεκτική από τον ιδεαλισμό με τέτοιο μηχανιστικό τρόπο; Η απάντηση στο αίνιγμα βρίσκεται στη διαλεκτική του ίδιου του προτσές της γνώσης. Οποτεδήποτε η πρωτόγονη θρησκεία ή μαγεία αποκτούσαν νέα γνώση για κάποια δύναμη του φυσικού κόσμου, αμέσως αριθμούσαν αυτόν τον νόμο, ή τη δύναμη μεταξύ των δικών τους δυνάμεων. Με τον ίδιο τρόπο, η λειτουργία της σκέψης, έχοντας αποσπάσει τους νόμους της διαλεκτικής από το υλικό προτσές, απέδοσε τη διαλεκτική στον εαυτό της. Ταυτόχρονα διαμέσου της Εγελιανής Φιλοσοφίας απέδοσε στον εαυτό της απόλυτη παντοδυναμία. Ο σαμάνος είχε δίκιο όταν υπογράμμιζε τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι η βροχή πέφτει από τα σύννεφα. Αλλά έκανε λάθος όταν πίστευε ότι μιμούμενος το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό ενός σύννεφου θα μπορούσε να φέρει βροχή. Ο Χέγκελ έκανε λάθος θεωρώντας τη διαλεκτική σαν έμφυτη ιδιότητα του απόλυτου πνεύματος. Αλλά είχε δίκιο ότι η διαλεκτική διαπερνά όλα τα προτσές του σύμπαντος, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης κοινωνίας.
Παίρνοντας σαν βάση όλη την προηγούμενη υλιστική φιλοσοφία και τον ασυνείδητο υλισμό των φυσικών επιστημών, ο Μαρξ έβγαλε τη διαλεκτική από την άγονη έρημο του ιδεαλισμού και έστρεψε το πρόσωπο της προς την ύλη, τη μητέρα της.
Μ’ αυτή την έννοια η διαλεκτική, με αποκατεστημένα τα δικαιώματα της από τον Μαρξ και στραμμένη από αυτόν προς τον υλισμό, συνιστά το θεμέλιο της Μαρξιστικής θεώρησης του κόσμου, τη θεμελιακή μέθοδο της μαρξιστικής ανάλυσης.
Το δεύτερο, πιο σημαντικό συστατικό στοιχείο του Μαρξισμού είναι ο ιστορικός υλισμός, δηλαδή η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στη δομή της ανθρώπινης κοινωνίας και την ιστορική της εξέλιξη. Θα είταν λάθος να διαλύουμε τον ιστορικό υλισμό στο διαλεκτικό υλισμό, του οποίου ο ιστορικός υλισμός αποτελεί μια εφαρμογή. Για να εφαρμοστεί ο ιστορικός υλισμός στην ανθρώπινη ιστορία, είταν αναγκαία μια πολύ μεγάλη δημιουργική πράξη της ανθρώπινης σκέψης. Αυτή η πράξη άνοιξε μια νέα εποχή στην ιστορία της ίδιας της ανθρωπότητας, που η ταξική δυναμική της αντανακλάστηκε μέσα της.
Μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα δικαιωμένο το ότι ο Δαρβινισμός είναι μια λαμπρή εφαρμογή –μολονότι, φιλοσοφικά, δεν είταν εντελώς επεξεργασμένη– της υλιστικής διαλεκτικής πάνω στο ζήτημα της εξέλιξης του οργανικού κόσμου σε όλη την πολλαπλότητα και την ποικιλία του. Ο ιστορικός υλισμός ανήκει στην ίδια κατηγορία. Είναι μια εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής σε ένα ξεχωριστό, μολονότι τεράστιο, κομμάτι του σύμπαντος. Η άμεση, πρακτική σημασία του ιστορικού υλισμού, είναι ταυτόχρονα αμέτρητα μεγαλύτερη, αφού για πρώτη φορά δίνει στην πρωτοπόρο τάξη την ευκαιρία να προσεγγίσει το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας με ένα πλήρως συνειδητό τρόπο. Μόνο η ολοκληρωτική νίκη του ιστορικού υλισμού στην πράξη –δηλαδή, η εγκαθίδρυση μιας τεχνικά και επιστημονικά ισχυρής σοσιαλιστικής κοινωνίας– θα δημιουργήσει την πρακτική δυνατότητα μιας ακριβούς εφαρμογής των νόμων του Δαρβινισμού στο ίδιο το ανθρώπινο είδος, με το σκοπό της τροποποίησης ή της υπέρβασης των βιολογικών αντιφάσεων που υπάρχουν στα ανθρώπινα όντα.
Το τρίτο συστατικό στοιχείο του Μαρξισμού είναι η συστηματοποίηση των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας. Το Κεφάλαιο του Μαρξ, είναι μια εφαρμογή του ιστορικού υλισμού στο χώρο της ανθρώπινης οικονομίας σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξης της, ακριβώς όπως ο ιστορικός υλισμός σαν όλο είναι μια εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στο χώρο της ανθρώπινης ιστορίας.
Οι ρώσοι υποκειμενιστές –δηλαδή, οι εμπειριστές της ιδεαλιστικής σχολής και οι επίγονοι τους– αναγνώριζαν πλήρως την ικανότητα και το κύρος του Μαρξισμού στο πεδίο της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά αρνιόνταν ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατάλληλα και σε άλλες σφαίρες της ανθρώπινης προσπάθειας. Αυτό το είδος διαχωρισμού βασίζεται σε μια ωμή φετιχοποίηση των ξεχωριστών, ομογενών, ιστορικών παραγόντων (οικονομία, πολιτική, νομικά, επιστήμη, τέχνη, θρησκεία) που αποτελούν το υφάδι της ιστορίας μέσα από την αλληλεπίδραση και τον συνδυασμό τους, ακριβώς όπως τα χημικά συστατικά σχηματίζονται από το συνδυασμό ξεχωριστών, ομογενών στοιχείων.
Αλλά ακόμα και πέρα από το γεγονός ότι η υλιστική διαλεκτική και στη χημεία θριάμβευσε πάνω στον εμπειρικό συντηρητισμό του Μεντελέγιεφ αποδεικνύοντας τη μετατρεψιμότητα των στοιχείων –ακόμα και παραμερίζοντας αυτό, οι ιστορικοί παράγοντες δεν έχουν τίποτα κοινό με τα στοιχεία στο βαθμό που αυτοί αφορούν τη σταθερότητα και την ομοιογένεια. Η καπιταλιστική οικονομία του σήμερα στηρίζεται σε ένα θεμέλιο τεχνολογίας που έχει αφομοιώσει μέσα της τους καρπούς όλης της προηγούμενης επιστημονικής σκέψης. Η καπιταλιστική εμπορευματική κυκλοφορία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο πλαίσιο ορισμένων νομικών κανόνων.
Στην Ευρώπη αυτοί εγκαθιδρύθηκαν μέσα από την αφομοίωση του Ρωμαϊκού νόμου και της συνακόλουθης προσαρμογής στις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Η ιστορική και θεωρητική οικονομία του Μαρξ δείχνει ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε μια ορισμένη ακριβώς περιγράψιμη φάση καταστρέφει ορισμένες οικονομικές μορφές και τις αντικαθιστά με άλλες και σε αυτό το προτσές καταπατά το νομό, την ηθική, τις απόψεις, τις πεποιθήσεις. Δείχνει επίσης ότι η εισαγωγή ενός συστήματος παραγωγικών δυνάμεων ενός νέου και ανώτερου τύπου δημιουργεί για τις δικές του ανάγκες –πάντα διαμέσου ανθρώπων, διαμέσου του ανθρώπινου παράγοντα– νέους κοινωνικούς, νομικούς, πολιτικούς και άλλους κανόνες, στο πλαίσιο των οποίων αυτό το στάδιο αποκτά τη δυναμική ισορροπία που χρειάζεται. Έτσι, η καθαρή οικονομία είναι μύθος. Σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της μελέτης (του Κεφαλαίου) ο Μαρξ αποδείχνει με απόλυτη σαφήνεια τους συνδετικούς δεσμούς και τους άλλους μεταβιβαστικούς μηχανισμούς που οδηγούν από τις οικονομικές σχέσεις στις παραγωγικές δυνάμεις και στην ίδια την Φύση, μέχρι το φλοιό της γης, της οποίας προϊόντα είναι τα ανθρώπινα όντα. Όμως οδηγούν και προς τα πάνω, προς τους αποκαλούμενους μηχανισμούς του εποικοδομήματος και τις ιδεολογικές φόρμες που αντλούν πάντα την τροφή τους από την οικονομία. Όλοι οι άνθρωποι τρώνε ψωμί. Οι περισσότεροι το προτιμούν με βούτυρο. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ της οικονομίας και του εποικοδομήματος.
Έτσι μόνο ένας ατάλαντος εκλεκτικισμός μπορεί να κάνει μια λαθεμένη διάκριση μεταξύ Δαρβινισμού και ιστορικού υλισμού. Αλλά ταυτόχρονα θα είταν απόλυτα λαθεμένο το να διαλυθεί το οικονομικό σύστημα του Μαρξ στην κοινωνιολογική του –ή για να χρησιμοποιήσουμε την παλιά ορολογία– στην ιστορικο-φιλοσοφική του θεωρία. Σχετικά με τον ιστορικό υλισμό ο Μαρξ και ο Έγκελς εγκαθίδρυσαν τις θεμελιακές μεθόδους της κοινωνιολογικής έρευνας και έδοσαν μοντέλα υψηλού επιστημονικού επιπέδου, μολονότι πολύ αποσπασματικά ως προς τη σκοπιά και το μέγεθος: έργα πρωταρχικά αφιερωμένα στις επαναστατικές περιόδους στην ιστορία –για παράδειγμα, το δοκίμιο του Έγκελς για τον πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία, τα γραπτά και των δυο την περίοδο 1848-51 στη Γαλλία, την Παρισινή Κομμούνα, κ.ά.
Αυτά τα έργα είναι μάλλον λαμπρές επεξηγήσεις παρά εξαντλητικές εφαρμογές της θεωρίας του ιστορικού υλισμού. Μόνο στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων ο Μαρξ έδοσε μια πιο πλήρη εφαρμογή της μεθόδου του από θεωρητική άποψη, μολονότι είναι ακόμα τεχνικά ελλιπής. Το έκανε αυτό σε ένα βιβλίο που αποτελεί ένα από τα πιο τέλεια προϊόντα σκέψης στην ανθρώπινη ιστορία –Το Κεφάλαιο. Γι’ αυτό η μαρξιστική οικονομία πρέπει να ξεχωρίζει σαν ένα χωριστό, τρίτο συστατικό στοιχείο του Μαρξισμού.
Σήμερα, μπορεί κανείς να κάνει συχνά αναφορές στη Μαρξιστική ψυχολογία, στη Μαρξιστική φυσική επιστήμη κ.ο.κ. Όλα αυτά αντιπροσωπεύουν περισσότερο μια επιθυμία και λιγότερο την ίδια την πραγματικότητα όπως ακριβώς και οι διάφοροι λόγοι για την προλεταριακή κουλτούρα και την προλεταριακή λογοτεχνία. Συχνότερα αυτές οι κρυφές αξιώσεις δεν βασίζονται σε τίποτα συμπαγές. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να θεωρήσουμε το Δαρβινισμό ή τον πίνακα των στοιχείων του Μεντελέγιεφ σαν μέρος του Μαρξισμού, παρά τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μια συνειδητή εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στη φυσική επιστήμη, με μια επιστημονική κατανόηση της επιρροής της ταξικής κοινωνίας πάνω στους στόχους, τις μεθόδους και τους σκοπούς της επιστημονικής έρευνας, θα πλούτιζε τη φυσική επιστήμη και θα την αναδομούσε από πολλές απόψεις, αποκαλύπτοντας νέους δεσμούς και συνδέσεις και δίνοντας στη φυσική επιστήμη ένα χώρο καινούργιας σημασίας για την κατανόηση μας του κόσμου. Όταν εμφανιστούν τέτια έργα που αφήνουν εποχή στα επιστημονικά πεδία, θα είναι ίσως δυνατό να μιλήσουμε για παράδειγμα, για τη Μαρξιστική βιολογία, τη Μαρξιστική ψυχολογία. Μολονότι είναι πιο πιθανό ότι ένα τέτoιο σύστημα θα έχει ένα νέο όνομα. Ο Μαρξισμός δεν ισχυρίζεται ότι είναι απόλυτο σύστημα. Έχει συνείδηση της ιστορικής, μεταβατικής του σημασίας. Μόνο μια συνειδητή εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής σε όλα τα πεδία της επιστήμης μπορεί και θα προετοιμάσει τα αναγκαία στοιχεία για την υπέρβαση του Μαρξισμού, τα οποία διαλεκτικά θα είναι ταυτόχρονα ο θρίαμβος του Μαρξισμού. Από το σπόρο του σιταριού φυτρώνει ένα κοτσάνι που πάνω του φυτρώνει ένα νέο στάχυ από το οποίο βγαίνει ο νέος σπόρος με κόστος το θάνατο του αρχικού σπόρου του σιταριού.
Ο Μαρξισμός καθεαυτός είναι ένα ιστορικό προϊόν και πρέπει να συλληφθεί σαν τέτοιο. Αυτός ο ιστορικός Μαρξισμός περιλαμβάνει τα 3 βασικά συστατικά στοιχεία που αναφέραμε: την υλιστική διαλεκτική, τον ιστορικό υλισμό και τη θεωρητική και κριτική ανάλυση του καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτά τα 3 στοιχεία έχουμε υπόψη μας όταν αναφερόμαστε στο Μαρξισμό, δηλαδή όταν μιλάμε για αυτόν με έγκυρο τρόπο.
Άλλαξε, μήπως, το σύστημα του ιστορικού υλισμού; Αν ναι, που εκφράζεται αυτή η αλλαγή; Στο εκλεκτικιστικό σύστημα του Μπουχάριν, που μας προσφέρεται μεταμφιεσμένο σε ιστορικό υλισμό; Όχι, σίγουρα όχι. Μολονότι ο Μπουχάριν αναθεωρεί το Μαρξισμό στην πράξη, δεν έχει το κουράγιο να παραδεχτεί ανοιχτά την απόπειρα να δημιουργήσει μια νέα ιστορικο-φιλοσοφική θεωρία που θα επαρκεί για τη νέα εποχή, την εποχή του ιμπεριαλισμού. Σε τελευταία ανάλυση ο σχολαστικισμός του Μπουχάριν επαρκεί μόνο για το δημιουργό του. Ο Λούκατς έκανε μια πιο αναιδή απόπειρα στηριγμένη σε αρχές για να πάει πέραν του ιστορικού υλισμού. Τόλμησε να αναγγείλει ότι αρχίζοντας από την Οχτωβριανή Επανάσταση, που αντιπροσώπευε ένα άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας, ο ιστορικός υλισμός έχει ξεζήσει και έχει πάψει να επαρκεί για την εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων. Όμως, μαζί με τον Λένιν, γελούσαμε για αυτή τη νέα ανακάλυψη, που είταν, τουλάχιστο, πρόωρη.
Αλλά, αν ο Στάλιν, ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν δεν είχαν υιοθετήσει τη θεωρία του Λούκατς –που, τυχαία, ο ίδιος είχε από καιρό αποκηρύξει– τί ακριβώς είχαν στο μυαλό τους;
Πρέπει να λεχτεί ότι το τρίτο στοιχείο του Μαρξισμού, το οικονομικό του σύστημα, είναι η μόνη περιοχή όπου η ιστορική εξέλιξη από την εποχή του Μαρξ και του Έγκελς έχει εισάγει όχι μόνο ένα νέο πραγματικό υλικό αλλά και κάποιες ποιοτικά νέες μορφές. Έχουμε υπόψη μας το νέο στάδιο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της πίστωσης, τις νέες σχέσεις μεταξύ τραπεζών και βιομηχανίας και το νέο ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, και των μονοπωλιακών οργανώσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε σε σύνδεση μ’ αυτό για κάποιο ειδικό μαρξισμό της εποχής του ιμπεριαλισμού. Το μόνο πράγμα που μπορούμε να πούμε εδώ –και απόλυτα δικαιολογημένα– είναι ότι To Κεφάλαιο του Μαρξ χρειάζεται ένα συμπληρωματικό κεφάλαιο, ή έναν ολόκληρο συμπληρωματικό τόμο, που θα προσάρμοζε τους νέους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής εποχής σε ένα ευρύτερο σύστημα. Δεν θα έπρεπε να ξεχαστεί ότι ένα ουσιαστικό μέρος αυτού του έργου έχει γίνει –για παράδειγμα από τον Χίλφερντιγκ στο βιβλίο του για το χρηματιστικό κεφάλαιο, που γράφτηκε τυχαία κάτω από την επίδραση της κινητήριας δύναμης της επανάστασης του 1905 πάνω στη μαρξιστική σκέψη της Δύσης. Όμως, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς το βιβλίο του Χίλφερντιγκ Χρηματιστικό Κεφάλαιο μέρος του Λενινισμού, ακόμα κι αν έφευγαν από το έργο του Χίλφερντιγκ τα τόσο δηλητηριώδη στοιχεία ψευδομαρξισμού –εκείνα τα ψευδομαρξιστικά στοιχεία που από γεωγραφική ευγένεια ονομάζονται «αυστρομαρξισμός». Φυσικά δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό του Λένιν η σκέψη ότι η θαυμάσια μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό θα συνιστούσε κάποιο είδος θεωρητικής έκφρασης του Λενινισμού σαν ένας ειδικός τύπος μαρξισμού της ιμπεριαλιστικής εποχής. Μπορεί να φανταστεί μόνο κανένας τα ζουμερά επίθετα με τα οποία θα περιέλουζε ο Λένιν όποιον τολμούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο.
Αν λοιπόν δεν βρίσκουμε κανένα νέο διαλεκτικό υλισμό, κανένα νέο ιστορικό υλισμό και καμιά νέα θεωρία της αξίας για την «εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης» τότε τι περιεχόμενο θα μπορούσαμε να δόσουμε στο σταλινικό ορισμό του λενινισμού, που έχει καθαγιαστεί σαν επίσημος ορισμός. Ο καθαγιασμός αυτής της ιδέας δεν αποδεικνύει τίποτε, γιατί ο καθαγιασμός των θεωρητικών σχολίων είναι συνήθως αναγκαίος μόνο όταν, όπως έλεγε ο Θωμάς ο Ακινάτης, πρέπει να έχει κανείς πίστη ακριβώς γιατί τα πράγματα είναι παράλογα.
Καθυστερημένα κινήματα μέσα στα πλαίσια του Μαρξισμού έχουν ήδη υπάρξει δεκάδες φορές. Όλες οι οπισθοδρομήσεις στις προ-μαρξιστικές θεωρητικές απόψεις μέχρι σήμερα, έχουν στην πραγματικότητα σερβιριστεί με τα ρούχα της κριτικής, της ανανέωσης και της επαύξησης –οπισθοδρομήσεις σε απόψεις που συνειδητά ξεπεράστηκαν στη μάχη που έδοσε μαζί τους ο Μαρξισμός. Αλλά ο ρεβιζιονισμός δεν είναι με κανένα τρόπο πάντα τόσο ανοιχτός. Όμως ακόμα και ο ανοιχτός ρεβιζιονισμός πρέπει να προετοιμαστεί από προκαταρκτικά σχεδιάσματα, πολύ συχνά κάτω από την πίεση των εμπειρικών αναγκών, και όχι θεωρητικά θεμελιωμένων στόχων. Στην ουσία το ξεχώρισμα του Λενινισμού σαν ένα ιδιαίτερο είδος Μαρξισμού, που προσιδιάζει στην εποχή του ιμπεριαλισμού είταν αναγκαίο για την αναθεώρηση του Μαρξισμού, ενάντια στην οποία πάλεψε ο Λένιν σε όλη τη ζωή του. Στο βαθμό που η κεντρική ιδέα αυτής της τελευταίας αναθεώρησης του Μαρξισμού είταν η αντιδραστική ιδέα του εθνικού σοσιαλισμού (η θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα) χρειαζόταν η απόδειξη ή έστω η επίκληση ότι ο Λενινισμός είχε υιοθετήσει μια νέα θέση πάνω σε αυτό το κεντρικό ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας και της πολιτικής σε αντίθεση με το Μαρξισμό της προ-ιμπεριαλιστικής εποχής. Έχουμε, ήδη, ακούσει ότι ο Λένιν, ανακάλυψε, υποτίθεται, το νόμο της ανισομερής ανάπτυξης, για τον οποίο δεν έμπαινε ζήτημα στην εποχή του Μαρξ και του Έγκελς. Αυτός ακριβώς είναι ο παραλογισμός τον οποίο μας καλούν να πιστέψουμε οι Θωμάδες Ακινάτοι της εποχής μας. Όμως παραμένει απ’ αυτούς ανεξήγητο το γιατί ο Λένιν πουθενά και με κανένα τρόπο δεν διαφοροποιήθηκε πάνω σε αυτό το κεντρικό ζήτημα από τον Μαρξ και τον Έγκελς και δεν αντιπαράθεσε το δικό του «μαρξισμό της ιμπεριαλιστικής εποχής» στον «απλό και καθαρό μαρξισμό».
Κατά τύχη, ο Λένιν είχε μια πολύ πιο στερεή γνώση για τον Μαρξ από όλους τους επιγόνους –καθώς επίσης και μια οργανική έλλειψη ανεκτικότητας για τα ανεπαρκή σχόλια, την ασάφεια στα ζητήματα της θεωρίας. Είταν τυπική για τον Λένιν η μεγαλύτερη εντιμότητα της θεωρητικής συνείδησης, η οποία σε μεμονωμένες περιπτώσεις θα φαινόταν σχολαστική σε ένα απρόσεκτο άνθρωπο. Διατήρησε τους ιδεολογικούς λογαριασμούς του με το Μαρξ ανοικτούς με εμφανές το λεπτολόγο ενδιαφέρον τόσο στην ίδια την δυνατή του σκέψη όσο και στην ευγνωμοσύνη του σαν μαθητή. Κι ακόμα στο κεντρικό ζήτημα του διεθνούς χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης ο Λένιν υποτίθεται δεν πρόσεξε ποτέ τη ρήξη του με την προϊμπεριαλιστική μορφή του Μαρξισμού ή, ακόμα χειρότερα, το πρόσεξε αλλά το κράτησε μέσα του –με την ελπίδα προφανώς ότι ο Στάλιν θα εξηγούσε αυτό το μυστικό στην γεμάτη ευγνωμοσύνη ανθρωπότητα εν καιρώ. Και το έκανε αυτό ο Στάλιν, δημιουργώντας μέσα σε λίγες αδιάφορες γραμμές το Μαρξισμό της εποχής του ιμπεριαλισμού, κάποιες γραμμές που έγιναν το φόντο της φύρδην-μίγδην αναθεώρησης του Μαρξ και του Λένιν όπως είδαμε τα τελευταία έξι χρόνια.
Πρέπει να ξαναγυρίσει κανείς στο Μεσαίωνα για να βρει ανάλογα παραδείγματα ανάδυσης ολόκληρου ιδεολογικού συστήματος στη βάση κάποιων γραμμών ενός κειμένου που είχε παρερμηνευθεί ή είχε ανακριβώς αντιγραφεί. Έτσι οι παλιοί πιστοί αφήνονταν να καούν ζωντανοί για χάρη κάποιων κακοαντιγραμμένων γραμμών της Βίβλου.
Στην ιστορία της ρώσικης κοινωνικής σκέψης του 19ου αιώνα, βρίσκουμε την περίπτωση μιας ομάδας προοδευτικών διανοουμένων που ερμήνευσαν λαθεμένα τα λόγια του Χέγκελ «ότι είναι αληθινό είναι και λογικό» έτσι που να εννοούν ότι καθετί που υπάρχει είναι λογικό και που, κατά συνέπεια, υιοθέτησαν μια εξαιρετικά συντηρητική άποψη. Αυτά όμως τα παραδείγματα ωχριούν –το πρώτο λόγω αρχαιότητας, το δεύτερο λόγω του μικρού αριθμού των ανθρώπων που είταν μπλεγμένοι με αυτό– σε σύγκριση με την παρούσα περίπτωση, όπου μια οργάνωση με εκατομμύρια οπαδούς χρησιμοποιεί το γερανό του μηχανισμού (apparatus) για να επιβάλει μια εντελώς νέα άποψη, η οποία στην πραγματικότητα βασίζεται σε μια παιδαριώδη παρερμηνεία των δύο αποσπασμάτων (από τον Λένιν: βλ. «Πρόκληση», 1926-27, σελ. 57).
Αν όμως τα πράγματα καθορίζονταν στην πραγματικότητα από κείμενα που είχαν αντιγραφεί λαθεμένα ή από μια αγράμματη ανάγνωση των κειμένων θα έπρεπε τότε να πέσουμε σε απόλυτη απελπισία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Όμως στην πραγματικότητα οι αληθινές αιτιακές δυνάμεις πίσω από τα παραδείγματα που παραθέσαμε οδηγούν πολύ βαθύτερα. Οι παλιοί πιστοί είχαν αρκετά συμπαγείς υλικούς λόγους για να έρθουν σε ρήξη με την επίσημη εκκλησία και το μοναρχικό αστυνομικό κράτος.
Στην περίπτωση της ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσιας του 1840, αυτή δεν είχε αρκετό κουράγιο για να παλέψει το τσαρικό καθεστώς και γι’ αυτό προτού φτάσει στο σημείο να αποφασίσει να εξοπλισθεί με τρομοκρατικές βόμβες –που δεν έγινε νωρίτερα από την επομένη γενιά– προσπάθησε να συμφιλιώσει τη μόλις αφυπνιζόμενη πολιτική συνείδηση της με την υπάρχουσα πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας μόνο τα μέσα κάποιου κακοχωνεμένου χεγκελιανισμού.
Η τελευταία έκκληση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τη σοβιετική δημοκρατία με την παγκόσμια επανάσταση –αυτή η έκκληση ξεφύτρωνε από τις υπάρχουσες συνθήκες και εξελίξεις, από τις ήττες της παγκόσμιας επανάστασης και τη ντόπια πίεση από τις εγχώριες ιδιοκτησιακές τάσεις. Οι γραφειοκράτες θεωρητικοί επέλεξαν τα τσιτάτα με τον ίδιο τρόπο που οι παπάδες όλων των θρησκειών επιλέγουν τα ιερά κείμενα που μπορούν να εφαρμοστούν στις υπάρχουσες περιστάσεις. Αν σε σχέση με τα κείμενα ο γραφειοκρατισμός αναγκάστηκε να κάνει παραποιήσεις που θα ντρόπιαζαν πολλούς παπάδες, το λάθος και πάλι οφείλεται στις περιστάσεις.
Αλλά όπως είδαμε ήδη από το τσιτάτο που παραθέσαμε, ο θεωρητικός μας έχει άλλο ορισμό του Λενινισμού που τον θεωρεί «πολυτιμότερο» –δηλαδή «Λενινισμός είναι η θεωρία και η τακτική της προλεταριακής επανάστασης γενικά, και η θεωρία και η τακτική της δικτατορίας του προλεταριάτου ειδικότερα». Αυτός όμως ο ακριβολόγος ορισμός ταιριάζει ακόμα περισσότερο σ’ έναν ήδη απελπισμένο ορισμό.
Αν ο Λενινισμός είναι «μία θεωρία της προλεταριακής επανάστασης γενικά», τότε τί είναι ο Μαρξισμός; Ο Μαρξ και ο Έγκελς το φώναξαν δυνατά στον κόσμο το 1847 με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Τί άλλο είναι αυτό το αθάνατο ντοκουμέντο από το μανιφέστο «της προλεταριακής επανάστασης γενικά»; Θα μπορούσε κανείς απόλυτα δικαιολογημένα να πει ότι ολόκληρη η επόμενη θεωρητική δράση αυτών των δύο μεγάλων φίλων είταν απλά ένα σχόλιο πάνω στο μανιφέστο. Χρησιμοποιώντας το σύνθημα του «αντικειμενισμού» οι ακαδημαϊκοί μαρξιστές προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τη θεωρητική συνεισφορά του Μαρξισμού στην επιστήμη από τις επαναστατικές του συνέπειες. Οι επίγονοι της Δεύτερης Διεθνούς προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τον Μαρξ σε εξελικτιστή. Σε όλη του τη ζωή ο Λένιν πάλεψε ενάντια και στους δυο αυτούς τύπους στο όνομα του γνήσιου Μαρξισμού, δηλαδή «της θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης γενικά και της θεωρίας της δικτατορίας του προλεταριάτου ειδικότερα». Τί στο διάβολο σημαίνει τότε η αντιπαράθεση της λενινιστικής θεωρίας στο Μαρξισμό;
Ψάχνοντας να βρει έδαφος για την αντιπαράθεση του Λενινισμού με τον Μαρξισμό –με όλα, φυσικά, τα είδη ανόητων τροποποιητικών φράσεων και επιφυλάξεων, ο Στάλιν στρέφεται σε ένα ιστορικό κριτήριο:
«Ο Μαρξ και ο Έγκελς πατούσαν στη σκηνή μιας προεπαναστατικής περιόδου (εννοούμε την προλεταριακή επανάσταση), όταν δεν υπήρχε ακόμα αναπτυγμένος ιμπεριαλισμός,στην περίοδο της προετοιμασίας του προλεταριάτου για την επανάσταση, στην περίοδο που η προλεταριακή επανάσταση δεν είταν ακόμα άμεσα και πρακτικά αναπόφευκτη. Από την άλλη μεριά ο Λένιν, ο μαθητής του Μαρξ και του Έγκελς, πατούσε στη σκηνή της περιόδου του πλήρως αναπτυγμένου ιμπεριαλισμού, στην .περίοδο του ξεδιπλώματος της προλεταριακής επανάστασης», {Στάλιν: «Θεμέλια του Λενινισμού», ρώσικη έκδοση, 1928, σελ. 74).
Ακόμα κι αν παραβλέψουμε το στιλ, που ζαλίζει, αυτών των γραμμών –με τον Μαρξ και τον Λένιν να «πατούν στη σκηνή» σαν να είταν κάποιοι επαρχιώτες ηθοποιοί– πρέπει να ξέρουμε ότι αυτή η αναδρομή στην ιστορία είναι γενικά πολύ ανόητη. Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ δρούσε στο 19ο αιώνα και όχι στον 20ο. Αλλά σίγουρα η ουσία όλης της δραστηριότητας του Μαρξ και του Έγκελς είταν ότι πρόβλεψαν θεωρητικά και προετοίμασαν το δρόμο για την εποχή της προλεταριακής επανάστασης. Αν το αφήσουμε αυτό στην άκρη, καταλήγουμε στον ακαδημαϊκό Μαρξισμό, δηλαδή στην πιο αποκρουστική καρικατούρα του Μαρξισμού. Ολόκληρη η σημασία του έργου του Μαρξ γίνεται φανερή από το γεγονός ότι η εποχή της προλεταριακής επανάστασης η οποία έφτασε πιο αργά από ό,τι περίμεναν ο Μαρξ και ο Έγκελς, δεν χρειάζεται καμιά αναθεώρηση του Μαρξισμού, αλλά αντίθετα απαιτεί το ξεκαθάρισμα από την σκουριά του επιγονισμού που αναπτύχθηκε στο μεταξύ.
Αλλά για τον Στάλιν, ο Μαρξισμός, αντίθετα με τον Λενινισμό, είταν η θεωρητική αντανάκλαση μιας μη επαναστατικής περιόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκουμε αυτή την αντίληψη στο Στάλιν. Προκύπτει από την όλη ψυχολογία του εμπειριστή που ζει εκτός τόπου και χρόνου. Γι’ αυτόν η θεωρία μόνο «αντανακλά» την εποχή και εξυπηρετεί τους σκοπούς της μέρας. Στα «Θεμέλια του Λενινισμού» στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο ειδικά στη θεωρία –και τί κεφάλαιο!– ο Στάλιν πατά στη σκηνή με τον εξής τρόπο:
«Η θεωρία μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια τρομακτική δύναμη του εργατικού κινήματος εάν μορφοποιηθεί σε αξεδιάλυτη σύνδεση με την επαναστατική πράξη», (Από τη ρώσικη έκδοση του 1928, σελ. 89, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).
Προφανώς η θεωρία του Μαρξ, που μορφοποιήθηκε «σε αξεδιάλυτη σύνδεση» με την πράξη μιας «προεπαναστατικής εποχής» είναι καταδικασμένη να φαίνεται εκτός εποχής σε σχέση με την «επαναστατική πράξη» του Στάλιν. Είναι εντελώς ανίκανος να καταλάβει ότι η θεωρία –η γνήσια θεωρία ή η θεωρία σε πλατιά κλίμακα– καθόλου δεν μορφοποιείται σε άμεση σύνδεση με τα πρακτικά καθήκοντα της εποχής. Είναι μάλλον η παγίωση και η γενίκευση κάθε ανθρώπινης πρακτικής δραστηριότητας και εμπειρίας, που αγκαλιάζει διαφορετικές ιστορικές περιόδους στην υλικά καθορισμένη σειρά τους.
Μόνο επειδή η θεωρία δεν είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τα πρακτικά καθήκοντα της εποχής της, αλλά υψώνεται πάνω από αυτά, για αυτό έχει το προνόμιο να βλέπει προς τα εμπρός, δηλαδή, μπορεί να προετοιμαστεί να δεθεί με την μελλοντική πρακτική δραστηριότητα και να εκπαιδεύσει ανθρώπους που θα ανταποκριθούν στα μελλοντικά πρακτικά καθήκοντα. Η θεωρία του Μαρξ υψώθηκε σαν ένα γιγάντιο προπύργιο πάνω από το επαναστατικό πρακτικό έργο των σύγχρονων του Μαρξ λασαλικών, ακριβώς όπως υψώθηκε και πάνω από την πρακτική δραστηριότητα όλων των οργανώσεων της Πρώτης Διεθνούς. Η Δεύτερη Διεθνής αφομοίωσε λίγα μόνο στοιχεία του Μαρξισμού για τις δικές τηςπρακτικές ανάγκες, και με κανένα τρόπο τα πιο ουσιαστικά πάντα. Μόνο η εποχή των ιστορικών καταστροφών που επεκτείνονται σε όλο το καπιταλιστικό σύστημα δημιούργησε τη δυνατότητα να μπουν σε πράξη τα θεμελιακά συμπεράσματα του Μαρξισμού. Μόνο αυτό το σημείο έκανε πιο δεκτικούς τους ανθρώπους –και όχι όλους τους ανθρώπους– σε μια κατανόηση του Μαρξισμού σαν όλο.
Η σταλινική ιστορία του Μαρξισμού και του Λενινισμού ανήκει στην ίδια «ιστορική σχολή» για την οποία ο Μαρξ έλεγε, με τα λόγια της Παλιάς Διαθήκης, ότι βλέπει πάντα την πίσω πλευρά κάθε συντέλειας. Ο υπαινιγμός του Στάλιν που αφορούσε μια προεπαναστατική θεωρία του Μαρξισμού και μια επαναστατική θεωρία του Λενινισμού είναι στην πραγματικότητα μια φιλοσοφία της ιστορίας που ανήκει στην θεωρία της ουράς, απλά βάζει τα θελήματα στη θέση των πρακτικών καθηκόντων της μέρας.
Όταν ο Στάλιν μιλά για «θεωρίες» έχει υπόψη του εκείνες που δημιουργούνται με εντολή της Γραμματείας «σε αξεδιάλυτη σύνδεση με την “πράξη”», τις πρακτικές ανάγκες και καθήκοντα, με εντολή της κεντριστικής ηγεσίας του απαράτ σε μια περίοδο πολιτικής οπισθοδρόμησης.
Γυρίζοντας τριγύρω από αυτό το χυλό, που είναι πολύ ζεστός γι’ αυτόν και που δεν τον μαγείρεψε ο ίδιος –αληθινά η καλύτερη λέξη γι’ αυτό το θεωρητικό απόπλυμα είναι η αγαπημένη λέξη του Λένιν, πόριτζ (porridg) χυλός– κάνοντας ζιγκ ζαγκ και παρακάμψεις ο Στάλιν πλησιάζει σταθερά στην ιδέα ότι ο Λενινισμός είναι «πιο επαναστατικός» από το Μαρξισμό. Προχωρώντας στην προσπάθεια αντιπαράθεσης του Λενινισμού στον Μαρξισμό ο Στάλιν γράφει: «Ο εξαιρετικά μαχητικός και εξαιρετικά επαναστατικός χαρακτήρας του Λενινισμού συνήθως τονίζεται». Από ποιόν τονίζεται; Αυτό παραμένει ασαφές. Ο Στάλιν λέει απλά ότι «συνήθως» τονίζεται. Αυτό το είδος σύνεσης μετατρέπεται σε δειλία. Τί σημαίνει «εξαιρετικά επαναστατικός»; Ποιος ξέρει; Τί όμως «τονίζει» ο Στάλιν σε αυτό το σημείο; Λέει: «Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Αλλά (!) αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα (μια μικρή «ιδιαιτερότητα» σε σύγκριση με τον Μαρξισμό) εξηγείται από 2 λόγους»: την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό της Δεύτερης Διεθνούς και την προλεταριακή επανάσταση, (βλ. σελ. 74).
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Στάλιν προσκολλήθηκε –όχι πολύ θαρραλέα ίσως όμως προσκολλήθηκε�–στο συμπέρασμα ότι το «ειδικό χαρακτηριστικό» του Λενινισμού είναι ο «εξαιρετικά» επαναστατικός του χαρακτήρας σε σύγκριση με το Μαρξισμό. Αν αυτό είταν αλήθεια, τότε θα έπρεπε να εγκαταλείψει κανείς το Μαρξισμό σαν μια απαρχαιωμένη θεωρία, ακριβώς όπως η σύγχρονη θεωρία απέρριψε τη φλογιστική θεωρία, το βιταλισμό και ούτω καθεξής, αφήνοντάς τα μόνο σαν υλικό για την ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Αλλά στην πραγματικότητα η ιδέα ότι ο Λενινισμός είναι «πιο επαναστατικός» από τον Μαρξισμό είναι μια πέρα για πέρα παρωδία του Λενινισμού, του Μαρξισμού και της έννοιας του επαναστατικού.
Στην ανάλυση μας του δεύτερου και «ακριβέστερου» ορισμού του Λενινισμού αφήσαμε μέχρι στιγμής τη λέξη «τακτική». Η πλήρης διατύπωση, όπως θα θυμάται ο αναγνώστης, είναι περίπου η εξής: «Λενινισμός είναι ο Μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης γενικά, η θεωρία και η τακτική της δικτατορίας του προλεταριάτου ειδικότερα».
Τακτική είναι η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας στις ιδιαίτερες συνθήκες της ταξικής πάλης. Η σύνδεση μεταξύ της θεωρίας και της τρέχουσας πρακτικής γίνεται διαμέσου της τακτικής. Η θεωρία, παρά το όσα λέει ο Στάλιν, δεν μορφοποιείται σε αξεδιάλυτη σύνδεση με την τρέχουσα πράξη. Καθόλου. Ανυψώνεται πάνω απ’ αυτήν και γι’ αυτό και μόνο έχει την ικανότητα να κατευθύνει την πράξη, υποδεικνύοντας, μαζί με τα καθήκοντα του παρόντος, σημεία προσανατολισμού στο παρελθόν και προοπτικές για το μέλλον. Η πολύπλοκη γραμμή της τακτικής στο παρόν –δηλαδή η μαρξιστική τακτική όχι η τακτική της ουράς– δεν καθορίζεται από ένα σημείο (στο παρόν) αλλά από μια πολλαπλότητα σημείων τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.
Αν ο Μαρξισμός, που εμφανίστηκε σε μια προεπαναστατική περίοδο, δεν είταν με κανέναν τρόπο «προεπαναστατική» θεωρία αλλά, αντίθετα, υψώθηκε πάνω από την εποχή του για να γίνει η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης, τότε η τακτική –δηλαδή, η εφαρμογή του Μαρξισμού στις ιδιαίτερες συνθήκες μάχης– από την ίδια την ουσία της δεν θα μπορούσε να υψωθεί πάνω από την εποχή της, δηλαδή πάνω από την ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών. Από την άποψη της τακτικής –θα είταν πιο σωστό να λέγαμε, από την άποψη της επαναστατικής στρατηγικής[1].– η δραστηριότητα του Λένιν διαφέρει κολοσσιαία από τη δραστηριότητα του Μαρξ και των παλιότερων μαθητών του Μαρξ, ακριβώς όπως η εποχή του Λένιν διαφέρει από την εποχή του Μαρξ.
Ο επαναστάτης ηγέτης Μαρξ έζησε και πέθανε σαν θεωρητικός σύμβουλος των νεαρών προλεταριακών κομμάτων και σαν ο κήρυκας των μελλοντικών του αποφασιστικών μαχών. Ο Λένιν οδήγησε το προλεταριάτο στην κατάκτηση της εξουσίας, εξασφάλισε τη νίκη δίνοντας ο ίδιος ηγεσία, και έδοσε επίσης ηγεσία στο πρώτο εργατικό κράτος στην ιστορία της ανθρωπότητας και σε μια Διεθνή που το άμεσο καθήκον της είταν η εγκαθίδρυση παγκόσμια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το τιτάνιο έργο αυτού του υπέρτατου επαναστάτη και στρατηγικού νου βρίσκεται σίγουρα στο ίδιο υψηλό επίπεδο με το έργο του υπέρτατοι, τιτάνα της προλεταριακής θεωρίας.
Η προσπάθεια να ζυγίσεις και να συγκρίνεις μηχανιστικά τα θεωρητικά και πρακτικά στοιχεία στο έργο του Μαρξ και του Λένιν είναι αξιολύπητη, στείρα και τελικά ανόητη. Ο Μαρξ δεν δημιούργησε μόνο θεωρία, αλλά και μια Διεθνή επίσης. Ο Λένιν δεν ηγήθηκε μόνο μιας μεγάλης επανάστασης αλλά έκανε και σπουδαίο θεωρητικό έργο. Αν το έκανες αυτό (τη μηχανιστική σύγκριση) θα φαινόταν ότι η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι «πάτησαν στη σκηνή» διαφορετικών εποχών, με συνέπεια ο Μαρξισμός να είναι απλά επαναστατικός, ενώ ο Λενινισμός να είναι «εξαιρετικά επαναστατικός». Ακριβώς όπως ήδη ακούσατε.
Ο Μαρξ εκπλήρωσε μεγάλο έργο σαν ο ηγέτης της Πρώτης Διεθνούς. Αλλά δεν είταν αυτό το μόνο επίτευγμα της ζωής του. Ο Μαρξ θα παρέμενε Μαρξ ακόμα και χωρίς την Κομμουνιστική Ένωση και την Πρώτη Διεθνή. Το θεωρητικό του κατόρθωμα δεν συμπίπτει με καμιά έννοια με την επαναστατική πρακτική του δραστηριότητα. Υψώνεται ασύγκριτα υψηλότερα με το να δημιουργήσει τη θεωρητική βάση όλης της μετέπειτα πρακτικής δραστηριότητας του Λένιν και πολλών επόμενων γενιών.
Το θεωρητικό έργο του Λένιν έχει ένα ουσιαστικό βοηθητικό χαρακτήρα σε σχέση με την ίδια την επαναστατική δραστηριότητα. Η σκοπιά του θεωρητικού του έργου αντιστοιχούσε στην κοσμοϊστορική σημασία της πράξης του. Αλλά ο Λένιν δεν δημιούργησε μια θεωρία του Λενινισμού. Εφήρμοσε τη θεωρία του Μαρξισμού στα επαναστατικά καθήκοντα της νέας ιστορικής εποχής. Πολύ νωρίς, στο 3ο Συνέδριο του Κόμματος (1905) όπου μπήκαν οι πρώτοι θεμέλιοι λίθοι του μπολσεβίκου κόμματος, ο ίδιος ο Λένιν είπε ότι θα θεωρούσε πιο δικαιολογημένο να αποκαλείται δημοσιολόγος παρά θεωρητικός της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό ξεπερνά τη «μετριοφροσύνη» ενός νέου ηγέτη που έχει κάνει ήδη κάποια εξαιρετικά σημαντικά έργα. Αν αναλογιστούμε πόσα είδη «δημοσιολόγων» υπάρχουν, πολύ συνετά ο Λένιν όριζε την ιστορική του σημασία με αυτά τα λόγια. Το έργο ενός δημοσιολόγου, κατά την αντίληψη του, είναι η θεωρητική και πρακτική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας θεωρίας για να ανοίξει το δρόμο σε ένα ιδιαίτερο ζωντανό, επαναστατικό κίνημα.
Ακόμα και το πιο «αφηρημένο» έργο του Λένιν, που το θέμα του ξεπερνούσε κατά πολύ τα καθημερινά ζητήματα –το έργο του για τον εμπειριοκριτικισμό– πυροδοτήθηκε από τις άμεσες ανάγκες της εσωκομματικής πάλης. Αυτό το βιβλίο πρέπει να μπει σε κάθε βιβλιοθήκη δίπλα στο Αντιντίριγκ του Έγκελς σαν μια εφαρμογή της ίδιας μεθόδου και της ίδιας κριτικής τεχνικής σε ενμέρει νέο υλικό από τις φυσικές επιστήμες με στόχο νέους αντίπαλους. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο από αυτό. Εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα νέο σύστημα, ούτε μια νέα μέθοδος. Είναι ολοκληρωτικά και απόλυτα το σύστημα και η μέθοδος του Μαρξισμού.
Οι γραφειοκράτες του ψευτολενινισμού, οι συκοφάντες και ψευδολόγοι ξαναρχίζουν να ουρλιάζουν ότι «ελαχιστοποιούμε» το επίτευγμα του Λένιν. Αυτοί οι τύποι όσο πιο πολύ ξεφωνίζουν για τα διδάγματα του Μέντορα με τόσο μεγαλύτερη θρασύτητα παγιδεύονται στο βάλτο του εκλεκτικισμού και του οπορτουνισμού. Ας αφήσουμε τους συκοφάντες με τις συκοφαντίες τους, εμείς θα υπερασπίσουμε τον Λενινισμό, θα τον ερμηνεύσουμε, και θα συνεχίσουμε το έργο του Λένιν.
Το λενινιστικό θεωρητικό έργο, όπως είπαμε, έχει ένα βοηθητικό χαρακτήρα σε σχέση με το ίδιο το πρακτικό του έργο. Αλλά το πρακτικό του έργο βρισκόταν σε μια κλίμακα που για πρώτη φορά απαιτούσε την εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας σε όλες τις διαστάσεις της.
Η θεωρία είναι η γενίκευση όλης της προηγούμενης πράξης και έχει ένα βοηθητικό χαρακτήρα σε σχέση με κάθε επόμενη πράξη. Ξεκαθαρίσαμε ήδη το σημείο όπου η θεωρία δεν μορφοποιείται σε άμεση εξάρτηση από την τρέχουσα πρακτική δραστηριότητα, ούτε έχει βοηθητικό ρόλο σε σχέση με κάθε πρακτική δραστηριότητα. «Εξαρτάται πάντα». Για τη σταλινική πρακτική των χωρίς αρχές ζιγκ-ζαγκ, είναι «αναγκαίο και ικανό» ένα εκλεκτικιστικό μείγμα κακοχωνεμένων αποσπασμάτων μαρξισμού, μενσεβικισμού και ναροντνικισμού. Η λενινιστική πράξη χρησιμοποίησε πλήρως όλη τη θεωρία του Μαρξ για πρώτη φορά στην ιστορία. Μόνο πάνω σ’ αυτή την γραμμή μπορούν να ζυγιστούν οι δυο μεγάλες ιστορικές μορφές. Το σχόλιο του Στάλιν ότι καθένας από τους δυο «πάτησε με επιτυχία στη σκηνή» της θεωρίας και της πράξης των αντίστοιχων ιστορικών περιόδων τους, ο ένας με επαναστατικό τρόπο και ο άλλος με «εξαιρετικά» επαναστατικό τρόπο, θα παραμείνει για πάντα ένα άσχημο ανέκδοτο από την ιστορία του ιδεολογικού επιγονισμού. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν μπήκαν στις γραμμές των αθανάτων με την άδεια του Στάλιν.
Όμως αν ο Στάλιν δεν είχε αντιπαραθέσει αυτές τις δυο μεγάλες μορφές θα του είταν αδύνατο να ξεχωρίσει τον Λενινισμό σαν ανεξάρτητη θεωρία. Αυτή η αντιπαράθεση είναι η βάση κάθε ταξινόμησης. Έχουμε πει ήδη ότι η μόνη σοβαρή δικαιολογία για μια τέτια αντιπαράθεση –μια δικαιολογία που είναι ταυτόχρονα η πιο εξοντωτική καταδίκη– είναι η εθνικοσοσιαλιστική αναθεώρηση της «θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης γενικά και της θεωρίας της δικτατορίας του προλεταριάτου ειδικότερα» . Εκείνος που εκφράστηκε πιο τολμηρά για τον απαρχαιωμένο χαρακτήρα του Μαρξισμού είταν ο Στάλιν –τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων, λίγων μηνών του «μέλιτος» της νέας θεωρίας του, όταν η αντιπολίτευση δεν είχε ακόμα ακονίσει το σπαθί της
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλέπε τον ορισμό της πολιτικής σημασίας αυτών των όρων στην «Κριτική του Σχεδίου Προγράμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς», ένα έργο που διατηρεί όλη την εγκυρότητά του σαν μια κριτική του ίδιου του Προγράμματος και όχι μόνο του σχέδίου.
ΤΕΛΟΣ
Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου