Καταστασιακή Διεθνής
[ Ιούνιος / 1960]
Η πιο ρηχή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη κοινοτοπία των
αριστερών κοινωνιολόγων κατά τη διάρκεια των πρόσφατων
χρόνων είναι ότι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει
σημαντικότατος παράγοντας στην αναπτυγμένη καπιταλιστική
κοινωνία. Αυτή η ανοησία είναι η βάση των αμέτρητων
αντιπαραθέσεων υπέρ ή κατά της σημασίας μιας
ρεφορμιστικής προόδου της ποιότητας ζωής, ή και της
συμμετοχής των εργατών στις κυρίαρχες αξίες της
κοινωνίας, μέσα στην οποία όλο και περισσότερο
αφομοιώνονται. Αυτό που είναι αντεπαναστατικό γύρω απ'
όλη αυτή την παραφιλολογία είναι ότι εξισώνεται ο
ελεύθερος χρόνος με την παθητική κατανάλωση, λες και η
μόνη χρήση του ελεύθερου χρόνου είναι η ευκαιρία να
γίνει κάποιος ένας, όλο και μεγαλύτερος, πλήρους
απασχόλησης θεατής των εδραιωμένων παραλογισμών.
Οι ψευδαισθήσεις που διακηρύχθηκαν σε ένα αξιοσημείωτα
ανιαρό συμπόσιο αυτών των κοινωνιολόγων (Arguments
#12-13) ανασκευάστηκαν ηχηρά σε δύο άρθρα του
«Socialisme ou Barbarie» στο τεύχος 27. Στο πρώτο ο
Pierre Canjuers έγραφε: «Ενώ ο σύγχρονος καπιταλισμός
συνεχώς αναπτύσσει νέες ανάγκες ούτως ώστε να αυξήσει
την κατανάλωση, η δυσαρέσκεια του κόσμου παραμένει η
ίδια. Οι ζωές τους δεν έχουν πια νόημα πέρα από μια
βιασύνη για κατανάλωση, και αυτή η κατανάλωση
χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την αυξανόμενη
ριζική ματαίωση κάθε δημιουργικής δραστηριότητας ή
αυθεντικής ανθρώπινης πρωτοβουλίας - μέχρι του σημείου
που ο κόσμος δε βλέπει πλέον την έλλειψη νοήματος
σημαντική». Στο δεύτερο άρθρο ο Jean Delvaux* σημείωνε
ότι το θέμα της κατανάλωσης δεν έχει παραγκωνίσει την
ποιοτική διάκριση μεταξύ των φτωχών και των εύπορων (οι
4 στους 5 μισθωτούς εργάτες ακόμα πρέπει συνεχώς να
παλεύουν για να τα βγάλουν πέρα). Ουσιαστικά, έδειξε ότι
δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για το αν το προλεταριάτο
συμμετέχει ή όχι στις κυρίαρχες αξίες της κουλτούρας και
της κοινωνίας επειδή «δεν υπάρχουν πια τέτοιες αξίες».
Και πρόσθεσε το ουσιώδες σημείο ότι η σύγχρονη
κουλτούρα, «όλο και περισσότερο διαχωρισμένη από την
κοινωνία και τις ζωές των ανθρώπων (οι ζωγράφοι να
ζωγραφίζουν για άλλους ζωγράφους, οι δοκιμιογράφοι να
γράφουν νουβέλες που διαβάζονται μόνο από άλλους
δοκιμιογράφους σχετικά με το ότι είναι αδύνατο να
γράφεις μια νουβέλα) - αυτή η κουλτούρα, όσο έχει κάποια
αυθεντικότητα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια συνεχής
αυτό-καταδίκη: μια καταδίκη της κοινωνίας και μια οργή
ενάντια στην ίδια την κουλτούρα». Η κενότητα του
ελεύθερου χρόνου προέρχεται από την κενότητα της ζωής
στη σύγχρονη κοινωνία, και δεν μπορεί να γεμίσει μέσα
στο σκελετό αυτής της κοινωνίας. Αυτή η κενότητα
εκφράζεται και κρύβεται ταυτόχρονα από ολόκληρο το
πολιτιστικό θέαμα, σε τρεις βασικές μορφές.
Η κλασική μορφή της κουλτούρας συνεχίζει να υπάρχει,
είτε αναπαραγόμενη στην αγνή της μορφή ή σε απομιμήσεις
του τελευταίου καιρού (τραγικό θέατρο, για παράδειγμα, ή
ευγένεια των μπουρζουάδων). Δεύτερον υπάρχουν οι
αμέτρητες εκφυλισμένες θεαματικές αναπαραστάσεις μέσω
των οποίων η κυρίαρχη κοινωνία πρέπει να επιβάλλει τον
εαυτό της στους καταπιεσμένους ώστε να τους
αποπροσανατολίσει ( τα τηλεοπτικά αθλήματα και
ουσιαστικά όλες οι ταινίες και τα μυθιστορήματα, που
διαφημίζουν το αυτοκίνητο σα σύμβολο status). Τέλος,
υπάρχει μια αβάντ-γκαρντ άρνηση του θεάματος, μια άρνηση
συχνά χωρίς συνείδηση της βάσης της, αλλά η οποία είναι
η μόνη «αυθεντική» πλευρά της σύγχρονης κουλτούρας. Η
«οργή ενάντια στην κουλτούρα» που εκφράζεται μέσα στην
τελευταία αυτή μορφή καταλήγει να δέχεται την ίδια
αδιαφορία που οι προλετάριοι, ως τάξη, διατηρούν
απέναντι σε όλες τις μορφές της θεαματικής κουλτούρας.
Αφού το θέαμα το ίδιο έχει απορριφθεί, οποιοδήποτε κοινό
που παρακολουθεί την άρνηση του θεάματος δεν μπορεί
πλέον να διακριθεί από αυτό το αμφισβητούμενο και
δυσαρεστημένο κοινό που αποτελείται από απομονωμένους
καλλιτέχνες και διανοητές. Όταν το επαναστατικό
προλεταριάτο διακηρύσσει τον εαυτό του ως τέτοιο, δε θα
υπάρξει ως ένα νέο κοινό για κάποιο άλλο θέαμα αλλά ως
άνθρωποι που συμμετέχουν ενεργά σε κάθε άποψη της ζωής
τους.
Δεν υπάρχει κάποιο επαναστατικό πρόβλημα της τεμπελιάς -
όσον αφορά ένα κενό που πρέπει να γεμίσει - απλά ένα
πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου. Όπως έχουμε ήδη πει: «δεν
μπορεί να γίνει ελεύθερη χρήση του χρόνου μέχρι να
καταλάβουμε τα σύγχρονα εργαλεία για την κατασκευή της
νέας ζωής. Η χρήση τέτοιων εργαλείων θα σηματοδοτήσει το
πέρασμα από μια ουτοπική επαναστατική τέχνη σε μια
πειραματική επαναστατική τέχνη» (Debord, «Θέσεις για την
Πολιτιστική Επανάσταση», Καταστασιακή Διεθνής #1). Η
αντικατάσταση της τεμπελιάς μέσω της ανάπτυξης μιας
δραστηριότητας ελεύθερης δημιουργίας-κατανάλωσης μπορεί
μόνο να κατανοηθεί σε σχέση με τη διάλυση των
παραδοσιακών τεχνών - με το μετασχηματισμό τους σε
ανώτερες μορφές δράσης που δεν αρνούνται ούτε καταργούν
την τέχνη αλλά την πραγματώνουν. Μ’ αυτό τον τρόπο η
τέχνη θα παραγκωνιστεί, θα διατηρηθεί και θα ξεπεραστεί
μέσα από μια περισσότερο σύνθετη δραστηριότητα. Τα
παραδοσιακά της στοιχεία μπορεί να υπάρχουν ακόμα, αλλά
μετασχηματισμένα, αφομοιωμένα και τροποποιημένα από το
σύνολο.
Τα προηγούμενα αβάντ-γκαρντ κινήματα παρουσίασαν τον
εαυτό τους με το να διακηρύσσουν την τελειότητα των
μεθόδων τους και των αρχών τους, οι οποίες έπρεπε αμέσως
να κριθούν στη βάση των έργων τους. Η Κ.Δ. είναι η πρώτη
καλλιτεχνική οργάνωση που βασίζει τον εαυτό της στη
ριζική αναποτελεσματικότητα όλων των επιτρεπόμενων
έργωνΧ και της οποίας η σημαντικότητα και η επιτυχία ή
αποτυχία, θα είναι δυνατόν να κριθεί μόνο μέσα από την
επαναστατική πράξη του καιρού της.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ
* Το όνομα Jean Delvaux είναι, ως γνωστόν, ένα από τα
ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης
στην επιθεώρηση “Socialisme ou Barbarie".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου