Η αντικαπιταλιστική πολιτική γεννιέται μέσα από τα αδιέξοδα της πάλης για βελτιώσεις εντός του συστήματος
ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΙΑΝΤΖΗΣ
Η αντικαπιταλιστική πολιτική επιδιώκει την πιο σαφή και ανοικτή κατάθεση, αντιπαράθεση και ενωτική αλληλεπίδραση των προγραμματικών προτάσεων και γι’ αυτό μπορεί να υποστηρίζει χωρίς μικροηγεμονισμούς την πιο πλατιά πολιτική και εκλογική ενότητα όλων των τάσεων που επιδιώκουν έστω και αντιφατικά την προώθηση μιας αντικαπιταλιστικής πρακτικής και πολιτικής.
Οξύνεται η αντιπαλότητα των καταπιεσμένων
ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ
Ασφαλώς είναι υπερβολή να προσδοκά κανείς από τις άμεσες πολιτικές και εκλογικές αναμετρήσεις ένα συγκλονιστικό ρήγμα στους γενικότερους ιστορικούς συσχετισμούς που έχουν επιβληθεί σε βάρος της εργασίας και της Αριστεράς μέσα στις γενικότερες συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ωστόσο, μεγαλύτερο λάθος είναι για την Αριστερά να θεωρεί ότι οι πολιτικές συγκρούσεις και οι δυνατότητες της εργατικής πάλης, στα τέλη του 2000 και στην καμπή προς την νέα δεκαετία, αποτελούν μια εξελικτική συνέχεια (με κάποιες, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές, αλλά οριακές κατά βάση μεταβολές) μέσα σε μια απαράλλαχτη, ουσιαστικά, κατάσταση από το ’90 τουλάχιστον και μετά, αν όχι από τη μεταπολίτευση και μετά ή απ’ το τέλος του πολέμου κι ακόμα παραπίσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι αυτό ακριβώς το βασικό λάθος διαιωνίζουν με τη σχεδόν ασάλευτη πρακτική τους οι ηγεσίες του ΣΥΝ και του ΚΚΕ (και όχι μόνο) με όλες τις σημαντικές διαφορές τους και τις τυποποιημένες για χρόνια αντιπαραθέσεις τους. Προφανώς, η στάση τους αυτή βρίσκεται σε αναλογία με την ιδιαίτερη ερμηνεία που δίνει ο καθένας τους γύρω από τον αντιφατικό χαρακτήρα της γενικότερης σύγχρονης εποχής, γύρω από την ιστορική – πολιτική της διαμόρφωση και κυρίως γύρω από τις τεκτονικές αλλαγές και τις επαναστατικές απαιτήσεις που τελικά την προσδιορίζουν. Πρόκειται για μια εποχή η οποία μακροπρόθεσμα δεν σφραγίζεται κυρίως από τον τρόμο και το «μέγεθος της καταστροφής» (σύμφωνα με την εύστοχη, όσο και λογοτεχνικά δραματική διατύπωση του Ευτύχη Μπιτσάκη) αλλά από ένα νέο ασύγκριτο, συνάμα καταστροφικό και κοσμογονικό, κοινωνικό – πολιτικό δράμα μέσα απ’ όπου – και μόνο από εκεί – ωριμάζουν, κατά τη γνώμη μας από άποψη προοπτικής, με «βασανιστικό» τρόπο, οι κορυφαίες πολιτικές ταξικές συγκρούσεις στην ιστορία και οι ανώτερες από ποτέ επαναστατικές κομμουνιστικές δυνατότητες. Γι’ αυτό οι ηγεσίες της διαχειριστικής Αριστεράς δεν ανταποκρίνονται και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της σημερινής πολιτικής καμπής, η οποία δεν καθορίζεται μονόπλευρα από την επιθετική κλιμάκωση της «καταστροφικής» εκστρατείας του κεφαλαίου και από την αναμφισβήτητη διατήρηση και την προσπάθεια ενίσχυσης της πολιτικής παντοδυναμίας του. Έτσι, δεν αναδεικνύουν τολμηρά το νέο και αποφασιστικό στοιχείο, το «ανερχόμενο» στοιχείο των εξελίξεων, το στοιχείο που διαφοροποιεί και καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την ιδιαίτερη δυναμική της σημερινής καμπής και που είναι η αντιφατική αλλά αυξανόμενη αντιπαλότητα των καταπιεζομένων απέναντι σ’ αυτή την ολέθρια εκστρατεία. Είναι η όλο και πιο μαζική αποδοκιμασία και καταδίκη της, η όλο και πιο ριζική απονομινοποίησή της, η εν δυνάμει πολιτική της αποσταθεροποίηση. Είναι η κατ’ ανάγκην όλο και πιο μαχητική, όσο και πολυτασική και αναπόφευκτα παλινδρομική παρέμβαση και δυνατότητα του εργατικού και μαζικού πολιτικού αγώνα που μπορεί να αλλάξει το σκηνικό.
ΝΕΟ ΑΜΕΣΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Απέναντι κυρίως σ’ αυτή την αποφασιστική πλευρά των εξελίξεων διαμορφώνεται η ιδιαίτερη παρέμβαση του αστικού πολιτικού συστήματος διαθνώς και στη χώρα μας σήμερα. Κλιμακώνεται ένα πλαίσιο ανατροπής των νέων δυνατοτήτων, καθήλωσης του πολιτικού ρόλου του εργατικού μαζικού αγώνα, αξιοποίησης των πολυποίκιλων πολιτικών και στρατηγικών αδιεξόδων της Αριστεράς, αναπροσαρμογής και θωράκισης της αστικής πολιτικής παντοδυναμίας που θα διασφαλίζει τη σαρωτική κλιμάκωση της αντιδραστικής εκστρατείας.
Έτσι, πάνω απ’ όλα η σημερινή πολιτική καμπή σφραγίζεται από την υπερεπείγουσα ανάγκη, τις αντικειμενικές πιέσεις, αλλά και τις αναπόφευκτες υποκειμενικές αντιπαραθέσεις και δυσκολίες μιας συνολικής ριζικής ανασυγκρότησης της πολιτικής πρακτικής και στρατηγικής των πολυποίκιλων εργατικών αντιστάσεων και γενικότερα του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο οι ηγεσίες της κυρίαρχης Αριστεράς παραμένουν αμήχανες και σχεδόν αμετακίνητες στη διαρκή αυτοδικαίωση της ιδιαίτερης για τον καθένα τους πολιτικής γραμμής και στρατηγικής που επαναλαμβάνεται μονότονα για δεκαετίες με ορισμένες οριακές μεταβολές. Επιμένουν στις ίδιες διαφωνίες τους, στις ίδιες μεθόδους τους όσον αφορά τον πολιτικό ρόλο και την πολιτική δυνατότητα του μαζικού κινήματος, στην ίδια πρακτική τους ως προς την ευρύτερη αγωνιστική και πολιτική ενότητα και δράση. Οι ριζικές αλλαγές της γενικότερης εποχής, οι δυσκολίες και οι δυνατότητες της σημερινής φάσης, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί των πρωτοπόρων αριστερών, των εργατών και της μαχητικής νεολαίας θα λυθούν σύμφωνα με αυτές τις ηγεσίες περίπου με όρους αντιπαράθεσης…Κολιγιάννη – Παρτσαλίδη της δεκαετίας του ’60. Θα λυθούν με την όσο το δυνατόν πιο πλατειά δορυφοροποίηση γύρω απ’ αυτήν την αντιπαράθεση. Αυτές δεν ιδρώνουν από καμιά τύψη, από κανένα βάρος επαναστατικής αυτοκριτικής και αντίστοιχης τολμηρής ανασυγκρότησης. Φιλολογίζοντας ακατάπαυστα, οι μεν για την ανανέωση και την αξία των συμμετοχικών τους μεταρρυθμίσεων, οι δε για την ιστορική συνέπεια και τη μεταρρυθμιστική αξλια του καθημερινού μαχητικού τους ρόλου, παραμερίζουν αγέρωχα την ανάγκη για την υπέρβαση των παρατεταμένων πολιτικών και στρατηγικών αδιεξόδων του εργατικού και αριστερού κινήματος και πρώτα απ’ όλα των δικών τους. Παραμερίζουν κυρίως την ανάγκη για ένα ριζικά διαφορετικό και με νέους αντικαπιταλιστικούς όρους και στόχους προγραμματικό, αγωνιστικό και ενωτικό πολιτικό σχέδιο, απ’ όπου μπορεί να αναγεννηθεί η δυνατότητα για την ουσιαστική υπεράσπιση και κατάκτηση των σύγχρονων δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, για την ήττα της συνολικής τρομοκρατικής εκστρατείας του κεφαλαίου, για τη ριζική ανατροπή των συσχετισμών και την πραγματική (και όχι βερμπαλιστική ή αυτόματη) επιδίωξη μιας νέας κοινωνικής επανάστασης, ανώτερης από κάθε άλλη φορά.
Αλλά τι σημαίνει αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και τακτική; Μήπως η αντικαπιταλιστική γραμμή είναι μια διαρκής λογοκοπία που επιδιώκει απλά την κατοχύρωση μιας υπερεπαναστατικής ταυτότητας για τους πιο «οργισμένους», χωρίς αντικειμενικό υλικό περιεχόμενο, αποκομμένη από τους συσχετισμούς, τα βασικά επείγοντα προβλήματα και την λύση τους; Ασφαλώς δεν είναι αντικαπιταλιστική γραμμή αυτή που υποτιμάει την αντίσταση, την «άμυνα», τη διεκδίκηση στοιχειωδών έστω και επί μέρους βελτιώσεων στη ζωή και στην πάλη για την επιβίωση των εργαζομένων. Η αντικαπιταλιστική γραμμή δεν ξεχνά ότι σε πρώτο αυθόρμητο επίπεδο οι εργαζόμενοι τείνουν στη διεκδίκηση καλύτερων όρων αγοραπωλησίας και βελτίωσης της δουλειάς και της ζωής τους μέσα στο σύστημα και τελικά τείνουν αυθόρμητα πολύ περισσότερο στην αστική πολιτική, παρά στην επαναστατική πολιτική. Η αντικαπιταλιστική πάλη και με πολύ πιο σύνθετο τρόπο, η αντικαπιταλιστική πολιτική γεννιώνται από ένα σημείο και μετά, όχι σαν μηχανιστική συνέχεια, αλλά μέσα από τα αδιέξοδα της πάλης για βελτιώσεις μέσα στο σύστημα. Μέσα από τη σύγκριση αυτων των βελτιώσεων με τη διαρκή σχετική επιδείνωση της ζωής τους και τον «απόλυτο» καπιταλιστικό νόμο της σχετικής εξαθλίωσης.Μέσα από την αντικειμενική ανάγκη διεκδίκησης των ποιοτικά αναπτυσσόμενων ιστορικών αναγκών τους «ιδιαίτερα σήμερα» για την αναπαραγωγή της εργατικής τους ικανότητας και της ζωής τους, πράγμα που απαιτεί να πάρουν πίσω ένα μέρος απο την κλεμμένη τους δουλειά, να διεκδικήσουν αποφασιστική μείωση των κερδών και αντίστοιχη αποφασιστική βελτίωση της δικής τους θέσης. Έτσι η αντικαπιταλιστική γραμμή της οικονομικής πάλης και με πολύ πιο σύνθετο τρόπο, η συνολική αντικαπιταλιστική πολιτική και τακτική δεν βρίσκονται σε γραμμική σύνδεση και εξέλιξη, αλλά σε σχέση τομής, υπέρβασης και ανώτερης επανένωσης με τις διαρκώς αναφυόμενες αυθόρμητες διεκδικήσεις μέσα στο σύστημα. Ως η πιο βασική, συνειδητή και συγκροτημένη πλευρά της εργατικής πάλης, μέσα από τις διάφορες αναγκαίες βαθμίδες οικοδόμησης του επαναστατικού της υποκειμένου, η αντικαπιταλιστική πολιτική αναπτύσσει πρακτική υπέρβασης της διάσπασης μέσα στην εργατική τάξη, πρακτική ενωτικής σύνδεσης και μετασχηματισμού της πάλης για εφικτές «αλλαγές» σε πάλη για ταξικές, κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις σε σύγκρουση με τους οικονομικούς και πολιτικούς νόμους του συστήματος. Σήμερα περισσότερο από ποτέ δεν είναι η πάλη της πλειοψηφίας για εφικτές φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις που οδηγεί παραπέρα σε ανώτερες αντικαπιταλιστικές ρήξεις και στην επαναστατική προοπτική. Αλλά είναι οι αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις που οδηγούν στην πλειοψηφία, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν, υπερασπίζουν και αναπτύσσουν μέχρι την πιο ουσιαστική τους συνέπεια από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο ριζικές φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις, προωθώντας παράλληλα με έμπρακτο τρόπο την επαναστατική επιδίωξη και την επαναστατική προοπτική.
Δεν είναι φυσικά αντικαπιταλιστική πολιτική αυτή που αρνείται επίμονα την δυνατότητα να διεκδικηθούν και να κατακτηθούν ουσιαστικές – και φυσικά πάντα σχετικές και αμφισβητούμενες – νίκες απέναντι στην συνολική αντιδραστική εκστρατεία του κεφαλαίου, από αντικαπιταλιστική σκοπιά, σε σύγκρουση με τους βασικούς καπιταλιστικούς οικονομικούς και πολιτικούς νόμους. Και όλα αυτά μάλιστα, στο όνομα του να μην καλλιεργούνται αυταπάτες και να μην υποβαθμίζεται η αναγκαιότητα και ο ανώτερος ποιοτικά χαρακτήρας και ρόλος της εργατικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας. Αλλά έτσι υποτιμάει κανείς τον επαναστατικό χαρακτήρα της εργατικής πάλης, που έχει την τάση ακριβώς να σπάει τους νόμους και τα όρια του συστήματος, που αποτελεί τη βασική από τις επαναστατικές «νάρκες» που γεννιούνται και αναπτύσσονται ποιοτικά στα πλαίσια του σημερινού συστήματος και που χωρίς αυτές, κάθε εγχείρημα και κάθε εξαγγελία για την ανατροπή της αστικής κοινωνίας «θα ήταν καθαρός τυχοδιωκτισμός».
Η αντικαπιταλιστική πολιτική συνδέει την πάλη στα επείγοντα μέτωπα – κρίκους της καταστροφικής εκστρατείας του κεφαλαίου με τη γενικότερη τακτική της συνολικής ήττας και ανατροπής της, προωθώντας έτσι έμπρακτα αλλά και με την άμεση υλική επίδραση της συνολικής στρατηγικής της πρότασης και παρέμβασης την καθοριστική επιδίωξη της αντικαπιταλιστικής επανάστασης στην προοπτική του κομμουνισμού. Δεν ταυτίζει, δεν συνδέει εξελικτικά και αυτόματα τη σχετικά αυτοτελή αντικαπιταλιστική πολιτική τακτική με την επανάσταση, υποβαθμίζοντας και μετατρέποντας σε καρικατούρα και τη μια και την άλλη και την ουσιαστική διαλεκτική τους σύνδεση. Η αντικαπιταλιστική πολιτική δεν είναι ο κινηματισμός. Δεν περιορίζεται σε επιμέρους ρήξεις στον οικονομικό κοινωνικό αγώνα ή σε επιμέρους πολιτικά μέτωπα, δεν περιφρονεί ως χαρτούρα τον καθοριστικό ρόλο του συνολικού πολιτικού περιεχομένου και της προοπτικής του, της συνολικής πολιτικής γραμμής, των συνολικών πολιτικών στόχων. Δεν αντιμετωπίζει το κίνημα και τους αγωνιστές του κυρίως σαν παράγοντες διαμόρφωσης ενός εκλογικού «ενωτικού πολιτικού σχήματος που θα κατοχυρώνει την κεντρική πολιτική παρουσία» όλου του ριζοσπαστικού ρεύματος. Η αντικαπιταλιστική πολιτική επιδιώκει την πιο σαφή και ανοικτή κατάθεση, αντιπαράθεση και ενωτική αλληλεπίδραση των προγραμματικών προτάσεων και γι’ αυτό μπορεί να υποστηρίζει χωρίς μικροηγεμονισμούς την πιο πλατιά πολιτική και εκλογική ενότητα όλων των τάσεων που επιδιώκουν έστω και αντιφατικά την προώθηση μιας αντικαπιταλιστικής πρακτικής και προοπτικής.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Νέος πολιτικός ρόλος του Εργατικού και Μαζικού Κινήματος
Απέναντι στη δομημένη πολιτική και στρατηγική αφασία των ηγεσιών της διαχειριστικής Αριστεράς, η ανάγκη ενός νέου άμεσου πολιτικού σχεδίου μακράς πνοής και αντικαπιταλιστικής δυναμικής δεν μπορεί παρά να αναζητά μια νέου τύπου συμβολή στην οικοδόμηση του πολιτικού ρόλου και των αντίστοιχων οργάνων του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Δεν μπορεί παρά να διεκδικεί μια άλλη πρακτική ενότητας, μέσα από την αυτοτέλεια, την πολλαπλότητα, την ανοικτή αντιπαράθεση μπροστά στα πολιτικά όργανα του κινήματος και στον κόσμο της Αριστεράς, μια πρακτική κοινής αγωνιστικής και πολιτικής δράσης και επαναστατικής υπέρβασης της υπάρχουσας κατάστασης στο εργατικό και αριστερό κίνημα της εποχής μας. Ειδικά το πρόβλημα της συνολικής ενωτικής πολιτικοποίησης του κινήματος σε ανεξαρτησία από την αστική πολιτική, το πρόβλημα της συγκρότησης στο άμεσο χρονικό διάστημα ενός πολιτικού μετώπου του μαζικού κινήματος που θα διεκδικεί ρωγμές στους βασικούς κρίκους της αντιλαϊκής εκστρατείας του κεφαλαίου, αποτελεί καθοριστικό πρόβλημα ενός άμεσου πολιτικού σχεδίου μακράς πνοής για την αντιστροφή της κατάστασης. Όχι μόνο η αντικαπιταλιστική αλλά και η οποιαδήποτε πολιτική που θέλει να διαχωριστεί στοιχειωδώς από την αστική πολιτική, το δικομματισμό και το αλληλοσυγκρουόμενο σύμπλεγμα εξουσίας δεν μετατρέπεται καν σε πολιτική, αν δεν συγχωνευθεί με τις μάζες.
Σε αντίθεση με την αστική πολιτική που χρησιμοποιεί το κράτος, η εργατική πάλη για να μετατραπεί σε πολιτική πάλη χρειάζεται από ένα σημείο και μετά να υπερβαίνει τις οικονομικές διεκδικήσεις της στα πλαίσια του χώρου και του κλάδου και να διεκδικεί από το κράτος, στηριγμένη στους βασικούς χώρους και κλάδους, μέτρα με γενική ισχύ για όλη την εργατική τάξη και την κοινωνία.
Το ΚΚΕ θεωρεί ότι μπορούν να επιβληθούν αλλαγές με ένα ισχυρό κίνημα, αλλά αναλαμβάνει αυτό εργολαβικά «να συνδυάζει αρμονικά τα άμεσα αιτήματα με τα γενικότερα και την εναλλακτική πρόταση της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας και εξουσίας». Και τι έγινε αυτός ο συνδυασμός για τη συμπαράσταση του εργατικού κινήματος στον αγώνα των φοιτητών; Ο Αλαβάνος ζητά εκλογική στήριξη για να γίνει ο Συνασπισμός «κινητήρας εκρηκτικών αλλαγών στο πολιτικό σύστημα»! Αλλά που ήταν αυτός ο κινητήρας στη συνδιοίκηση με τη ΓΣΕΕ και στην ανύπαρκτη παρέμβαση του εργατικού κινήματος στο κρίσιμο διάστημα όπου ο συγκλονιστικός αγώνας των φοιτητών απαιτούσε επειγόντως την οικοδόμηση ενός μετώπου παιδείας, εργασίας, δημοκρατίας και πολιτικής ανατροπής;
ΤΑΞΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Προγραμματική ανασυγκρότηση
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Το πρόβλημα του αποφασιστικού ρόλου του εργατικού και μαζικού κινήματος είναι ταυτόχρονα πρόβλημα πολιτικής γραμμής, πρόβλημα οικοδόμησης του εργατικού υποκειμένου και κυρίως, πρόβλημα ενότητας και κοινής πολιτικής δράσης. Η σημερινή καμπή χαρακτηρίζεται από τη διευρυνόμενη αντιφατική διαφοροποίηση απέναντι στην αντιδραστική εκστρατεία του κεφαλαίου, από την εν δυνάμει πιο μαζική από ποτέ συνάντηση δυνάμεων αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού με τάσεις που διατηρούν ακόμα δεσμούς, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με την κυρίαρχη πολιτική και τους θεσμούς της.
Η βασική κινητήρια δύναμη που σε μια μακρόχρονη προοπτική θα προωθεί τις προσπάθειες οικοδόμησης του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου για την ανατροπή της αντιδραστικής σταυροφορίας και την προώθηση της επαναστατικής επιδίωξης θα είναι μια αντίθεση και ενότητα. Αντίθεση και ενότητα ανάμεσα στις πιο συνειδητές δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού (με πρωτοπορία τις δυνάμεις της κομμουνιστικής επανεξόρμησης) και από την άλλη στις δυνάμεις που θα αποδεσμεύονται και θα συνενώνονται με πολυποίκιλους τρόπους με την αστική πολιτική. Η κινητήρια αυτή αντίθεση και η πάλη για ηγεμονία θα κρίνει και το ευρύτερο εγχείρημα του μετασχηματισμού της πλειονότητας της τάξης σε τάξη της επαναστατικής πάλης. Η αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή, απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί τη δύναμη της πιο σαφούς κατάθεσης των πολιτικών προγραμμάτων και αναζητήσεων του δημόσιου διαλόγου μπροστά στα όργανα της εργατικής πολιτικής και ταυτόχρονα τις πιο πλατιάς ενωτικής συσπείρωσης και επίδρασης απέναντι στις τάσεις που αποδεσμεύονται από την αστική πολιτική. Η αντικαπιταλιστική πολιτική, ιδιαίτερα στη σημερινή καμπή, δεν υποτιμά τη συγκεκριμένη κατάσταση, δεν βάζει σε δεύτερο πλάνο τα επείγοντα ζητήματα απόκρουσης των βασικών κρίκων της αντιδραστικής καταιγίδας στο όνομα δήθεν της προώθησης της επαναστατικής αναγκαιότητας και προοπτικής. Αντίθετα, αντικαπιταλιστική πολιτική σημαίνει να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο για την προπαγανδιστική αντιμετώπιση των βασικών πυλώνων της καπιταλιστικής στρατηγικής. Πόσες φορές η Αριστερά, ακόμα και ο Συνασπισμός σε ορισμένα κείμενά του και εξαγγελίες του, πολύ περισσότερο το ΚΚΕ και φυσικά η επαναστατική Αριστερά, έχουν προβάλλει σαν στόχο τη ρήξη και την ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής ή την απόκρουση των ιδιωτικοποιήσεων και των καταστροφικών τομών στα ασφαλιστικά δικαιώματα; Μήπως αυτοί οι στόχοι, αν τους πάρουμε στα σοβαρά, είναι μίνιμουμ στόχοι; Είναι μικρό πράγμα να πετύχουμε την ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής ή βαθιές ρωγμές στους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής σε ένα δρόμο διεκδίκησης κατακτήσεων που θα εγκαινιάζει μια μακρόχρονη σύγκρουση με τους νόμους και τους μονόδρομους του συστήματος;
Όχι σε μίνιμουμ αλλά σε υπο-μίνιμουμ και τελικά, σε ανύπαρκτους πολιτικά στόχους μετατρέπονται όλες αυτές οι διεκδικήσεις, όταν δεν συγχωνεύονται με το μαζικό κίνημα, όταν δεν γίνονται στόχοι του μαζικού λαϊκού εκβιασμού των συγκροτημένων οργάνων του, όταν δεν διεκδικούνται πραγματικά, υλικά, από το σύνολο των βασικών κλάδων και χώρων απέναντι στο κράτος για μέτρα με γενική ισχύ για όλη την εργατική τάξη και τη νεολαία, για όλη την κοινωνία. Αλλά στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί οι στόχοι μετατρέπονται σε παρεμβάσεις πολιτικού χαρακτήρα στους θεσμούς και τα όργανα του συστήματος. Γι’ αυτό η αντικαπιταλιστική Αριστερά, συγκροτώντας την αυτοτελή της παρέμβαση και την ευρύτερη ενότητα δυνάμεων αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού που σε μεγάλο βαθμό διατηρούν δεσμούς με τα κόμματα της διαχειριστικής Αριστεράς, πρέπει να απευθυνθεί σε όλες τις αριστερές δυνάμεις για ένα άμεσο σχέδιο κοινής ταξικής δράσης στο συνδικαλιστικό κίνημα και κοινής πολιτικής δράσης σε αυτά τα κρίσιμα μέτωπα. Να απευθυνθεί για ένα άμεσο σχέδιο ανοιχτής αντιπαράθεσης και δημόσιου διαλόγου για την προγραμματική και μαχητική ανασυγκρότηση της Αριστεράς και της κομμουνιστικής στρατηγικής. Στόχος η ενωτική συμβολή στην οικοδόμηση των οργάνων της εργατικής πολιτικής που μπορούν να μετατρέψουν τις σημερινές σποραδικές και αντιφατικές πολιτικές παρεμβάσεις σε μαζική εργατική πολιτική που μπορεί να νικήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου