Wednesday, December 20 2006
της Αγγελικής Ξύδη
Τιμώντας τη μνήμη της ακριβής μας συντρόφισσας Αγγελικής
Ξύδη που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, αναδημοσιεύουμε το
άρθρο της αυτό από την Αριστερή Ανασύνταξη, τεύχος 7/8
(Απρίλιος-Σεπτέμβρης 1995).
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανατροπή των
καθεστώτων των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έγιναν
αφορμή μετά το 1989 για ατέλειωτες αναλύσεις και
συζητήσεις γύρω από το θέμα του σοσιαλισμού. Δεν ήταν η
πρώτη φορά που το ζήτημα του χαρακτήρα εκείνων των
κοινωνιών γινόταν αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων ανάμεσα
σε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αριστερούς και όχι μόνο.
Οι προβληματισμοί γύρω από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και
ευρύτερα το σοσιαλισμό έχουν τη δική τους ιστορία, πολύ
σημαντική γιατί καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας
του μαρξισμού, της εξέλιξης των ιδεών του διαλεκτικού
και ιστορικού υλισμού, του επιστημονικού σοσιαλισμού. Η
διαφορά των πρόσφατων συζητήσεων και το νέο στοιχείο που
φέρνουν απορρέει από το γεγονός ότι η αποσύνθεση των
συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων της Σοβιετικής
Ένωσης και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η
γενίκευση της κρίσης στο σύνολο του κομμουνιστικού
κινήματος, έβαλαν νέες δυνάμεις στη διαδικασία της
συζήτησης, δυνάμεις που ως τότε ακολουθούσαν την
κρατούσα κατάσταση χωρίς φανερά τουλάχιστον να
αναπτύσσουν προβληματισμούς για τα ζητήματα του
σοσιαλισμού. Επίσης η νέα ιστορική πραγματικότητα που
διαμορφώθηκε δίνει περισσότερα στοιχεία για εξέταση,
συνθέτοντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την εξέλιξη
της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1917 και την εμφάνιση του
«υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι ωστόσο αντιφατική.
Από τη μια μεριά έχουν απελευθερωθεί δυνάμεις και
δυνατότητες για προβληματισμό, ανάπτυξη της θεωρίας,
διατύπωση λύσεων σε ζητήματα που χρόνια ταλαιπωρούσαν το
κίνημα, κι από την άλλη μεριά η ήττα του επαναστατικού
εργατικού κινήματος έχει διαμορφώσει εξαιρετικά δύσκολες
συνθήκες που επηρεάζουν τη στάση των αγωνιστών και τους
προβληματισμούς τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η εξέταση του
ιστορικού υλικού από τη νίκη και την ήττα της
Οκτωβριανής Επανάστασης και από όλη την εξέλιξη της
υπόθεσης του σοσιαλισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα
είναι ζήτημα κρίσιμο για το μέλλον του εργατικού
κινήματος. Η στάση του κάθε κομμουνιστή, του κάθε
αριστερού, στα ζητήματα αυτά είναι καθοριστική για τη
στάση του γενικά στην υπόθεση του κομμουνισμού. Σ’ αυτό
το σημείο κρίνονται και ο βαθμός αφομοίωσης της θεωρίας
του επιστημονικού σοσιαλισμού και η ικανότητα ή όχι για
δημιουργική συνεισφορά στην παραπέρα ανάπτυξη του
μαρξισμού.
Είναι χαρακτηριστική, σε σχέση με όσα προαναφέρθηκαν, η
περίπτωση του κειμένου του ΚΚΕ, «Προβληματισμοί για τους
παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού
συστήματος στην Ευρώπη». Πρόκειται για ένα κείμενο
περιπτωσιολογίας, σκοπιμότητας, από το οποίο απουσιάζει
η συστηματική εξέταση των ζητημάτων. Αντίστοιχης
ποιότητας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι και ο διάλογος
που διεξάγεται στο ΚΚΕ. Το κείμενο αυτό προκάλεσε
ορισμένες αντιδράσεις (εκτός από τον αστικό τύπο) από
κύκλους πρώην μελών του ΚΚΕ (π.χ. περίπτωση ΝΑΡ),
αντιδράσεις που έδειξαν ότι δυστυχώς και αυτοί δεν
ξεφεύγουν από την τυχαία και μη επιστημονική εξέταση των
θεμάτων.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια θετική διατύπωση
συλλογισμών για την υπόθεση του σοσιαλισμού με πυρήνα
την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ήττα της. Δεν
υποτιμάμε τη σημασία της κριτικής και της αντιπαράθεσης
αλλά πιστεύουμε ότι προέχει η έκθεση των απόψεών μας με
θετικό τρόπο. Σε καμιά περίπτωση το κείμενο αυτό δεν
αποτελεί μια, έστω και στοιχειωδώς, ολοκληρωμένη
τοποθέτηση στα ζητήματα που θέτει. Αυτό είναι αδύνατον
χωρίς τη συστηματική μελέτη ενός όγκου αυθεντικού υλικού
και στοιχείων, έργο ζωής στο οποίο πρέπει να συμβάλουν
πέραν του ενός μελετητές. Αυτό που θα προσπαθήσουμε κι
απ’ αυτό εξαρτιέται και η δομή του, είναι:
Α. Να διατυπώσουμε ορισμένα γενικά μεθοδολογικά κριτήρια
για το σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική επανάσταση και
κάποιες γενικές θέσεις για την εξέλιξη της υπόθεσης του
σοσιαλισμού μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Β. Να εξετάσουμε περισσότερο σε βάθος ορισμένα ζητήματα
καθοριστικά για την υπόθεση του σοσιαλισμού όπως:
• Σοσιαλισμός σε μια χώρα – Η κατάργηση της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας, η ουσία της κοινωνικοποίησης των μέσων
παραγωγής.
• Ο χαρακτήρας του οικονομικού συστήματος και των
παραγωγικών σχέσεων στη Σοβιετική Ένωση.
• Ο χαρακτήρας και ο ρόλος της γραφειοκρατίας
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Κάθε απόπειρα να εξηγήσουμε τη διάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης και των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής
Ευρώπης πρέπει να προσπαθεί να πατά σταθερά στο έδαφος
του μαρξισμού και να σέβεται βασικές αρχές του
διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού ώστε να μην καταλήγει
σε νέα αδιέξοδα και να δημιουργεί περισσότερες
συγχύσεις. Να μην πέφτει σε μονομέρειες, υπερτονίζοντας
ή και απολυτοποιώντας τη μια ή την άλλη πλευρά της
εξέλιξης. Είναι λοιπόν χρήσιμο να θυμόμαστε ορισμένες
θέσεις που περικλείνουν βασικά μεθοδολογικά κριτήρια για
τις αναλύσεις που επιχειρούμε:
1. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η ριζική ανατροπή
όλων των γνωστών όρων της κοινωνικής ζωής. Είναι η
δραστηριότητα κατά την οποία η αλλαγή των περιστάσεων
συμπέφτει με την αλλαγή των υποκειμένων της επανάστασης.
Η επανάσταση «είναι επομένως αναγκαία, όχι μόνο επειδή η
κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να ανατραπεί με κανένα άλλο
τρόπο, αλλά επίσης επειδή η τάξη που την ανατρέπει μόνο
σε μιαν επανάσταση μπορεί να πετύχει να απαλλαγεί από
την προαιώνιο «κόπρο του Αυγείου» και να γίνει ικανή να
θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία». (Μαρξ – Ένγκελς, Η
γερμανική ιδεολογία, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 86).
2. Στη σοσιαλιστική επανάσταση η εργατική τάξη δεν
πρόκειται να εφαρμόσει ένα προκαθορισμένο σχέδιο αλλά ν’
αποκαλύψει τις ενυπάρχουσες αντιθέσεις της κοινωνίας, το
νόημά τους και να προσπαθήσει στη βάση αυτής της γνώσης
να επιδράσει στην κοινωνική εξέλιξη. (Δες σχετικά,
Μαρξ-Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α, σελ. 81).
3. Ο τρόπος παραγωγής είναι ένας ορισμένος τρόπος ζωής.
Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για την οικονομική-τεχνική
βάση, αλλά για την ενότητα παραγωγικών
δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, για τη διαλεχτική σχέση
βάσης – εποικοδομήματος. Η ανατροπή του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής και η διαμόρφωση του νέου σοσιαλιστικού
τρόπου παραγωγής πρέπει να εξετάζονται κάτω από το
πρίσμα αυτών των σχέσεων στο σύνολό τους. «Σύμφωνα με
την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός
παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η
παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματική ζωής… Αν
κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει
πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά
καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε
αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η
οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα
στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της
ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της… οι νομικές
μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών
των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που
συμμετέχουν στην πάλη… ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους
πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές
περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι
μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην
οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν
αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο
πλήθος των συμπτώσεων… Διαφορετικά, η εφαρμογή της
θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα
ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής
πρωτοβάθμιας εξίσωσης». (Γράμμα του Ένγκελς στον Μπλοχ,
21-22 Σεπτέμβρη 1890 – Διαλεχτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ.
572-3).
4. Σχετικά με τους όρους μετάβαση-μεταβατική κοινωνία,
σοσιαλισμός-κομμουνισμός. Στους κλασικούς οι έννοιες
σοσιαλισμός-κομμουνισμός ή ταυτίζονται ή ο όρος
σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για να διακρίνει την πρώτη
κατώτερη βαθμίδα της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Πρόκειται για δύο βαθμίδες ή φάσεις μιας και της αυτής
κοινωνίας. «Ωστόσο η επιστημονική διαφορά ανάμεσα στο
σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό είναι καθαρή. Αυτό που
συνήθως λέμε σοσιαλισμό, ο Μαρξ το ονόμαζε «πρώτη» ή
κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εφόσον τα
μέσα της παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και δω η λέξη «κομμουνισμός», φτάνει να
μην ξεχνούμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο
κομμουνισμό. Η μεγάλη σημασία των διασαφήσεων του Μαρξ
συνίσταται στο ότι ο Μαρξ εφαρμόζει και δω με συνέπεια
την υλιστική διαλεχτική, τη διδασκαλία της εξέλιξης,
θεωρώντας τον κομμουνισμό σαν κάτι που αναπτύσσεται από
τον καπιταλισμό. Αντί για σχολαστικά επινοημένους
«σκαρωμένους» ορισμούς και άκαρπες συζητήσεις γύρω από
λέξεις (τι είναι σοσιαλισμός και τι κομμουνισμός), ο
Μαρξ δίνει την ανάλυση εκείνου που θα μπορούσαμε να το
ονομάσουμε βαθμίδες της οικονομικής ωριμότητας του
κομμουνισμού» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση).
Ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί αυτοτελές κοινωνικό σύστημα.
Δεν ταυτίζεται όμως ούτε με τη φάση της μετάβασης από
τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, μια σύγχυση ιδιαίτερα
διαδεδομένη στις μέρες μας. Η φάση της μετάβασης, που η
διάρκειά της δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη και που
σαφώς εξαρτιέται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της
χώρας στην οποία νίκησε η επανάσταση, αντιστοιχεί ως
πολιτική μορφή στη δικτατορία του προλεταριάτου και ως
οικονομική διαδικασία στη δημιουργία των υλικών
προϋποθέσεων για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή η
μεταβατική φάση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνο
χώρα, δηλαδή να περάσουμε στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού σε μια χώρα, φαινόμενο για το οποίο οι
Μαρξ-Ένγκελς ήδη στη Γερμανική Ιδεολογία είχαν τονίσει
ότι αν παρουσιαζόταν θα ήταν ένα «τοπικό γεγονός» που
κάθε επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων στη κατεύθυνση
της διεθνοποίησής τους άρα κάθε επέκταση της παγκόσμιας
επικοινωνίας θα το καταργούσε. Παρόλο που για το ζήτημα
αυτό θα μιλήσουμε διεξοδικά στη συνέχεια, θεωρούμε
σκόπιμο και στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι οι
μπολσεβίκοι μετά την Οχτωβριανή δεν είχαν καμία αυταπάτη
για το μέλλον τους: «Δεν έχω αυταπάτες σχετικά με το ότι
αρχίσαμε απλώς τη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό,
ότι στο σοσιαλισμό δεν έχουμε ακόμα φτάσει… Απέχουμε
ακόμα κι από το τέλος της μεταβατικής περιόδου από τον
καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ποτέ δεν βαυκαλιστήκαμε με
την ελπίδα, ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας την
περίοδο αυτή χωρίς τη βοήθεια του διεθνούς
προλεταριάτου. Ποτέ δεν είχαμε πλάνες σχετικά μ’ αυτό
και ξέρουμε πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος που οδηγεί από
τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό…» (Λένιν, Έκθεση Δράσης
του Συμβουλίου Επιτρόπων του Λαού στο Τρίτο Πανρωσικό
Συνέδριο των Σοβιέτ – Γενάρης 1918).
Γενικά έχουμε τη γνώμη ότι η περιοδολόγηση
σοσιαλισμού-κομμουνισμού πρέπει να αποφεύγει τις
σχηματικότητες, να διασώζει αυτό που ισχύει γενικά και
να διακρίνει την ειδική έκφραση του, για την οποία
αποφασίζουν οι συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας στην
οποία έγινε η επανάσταση.
ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΟΥ
«ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ»
Οι χώρες και οι αντίστοιχες κοινωνίες που κατά καιρούς
μπήκαν κάτω από τον όρο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είχαν
διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και η απάντηση στο
ζήτημα του χαρακτήρα τους δεν μπορεί να είναι ταυτόσημη.
Έχουμε τη γνώμη ότι το καθοριστικό ζήτημα που πρέπει να
κρίνουμε είναι το είδος της κοινωνικής αλλαγής, της
κοινωνικής ανατροπής που ιστορικά εκδηλώθηκε σ’ αυτές
τις κοινωνίες. Όλα τα βασικά κριτήρια για το χαρακτήρα
της επανάστασης – στρατηγικοί σκοποί, κινητήριες
δυνάμεις, επαναστατική κατάσταση, χαρακτήρας εξουσίας
που εγκαθιδρύθηκε – δείχνουν ότι αμιγώς σοσιαλιστική
επανάσταση και νικηφόρα υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την καθοριστική επίδραση
της Σοβιετικής Ένωσης σε όλη την πορεία του
κομμουνιστικού κινήματος μας υποχρεώνει να σταθούμε
κυρίως στην περίπτωσή της. Ωστόσο είναι ανάγκη να
εξετασθεί συστηματικά και η περίπτωση των υπολοίπων
κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Παρόλο που η Οκτωβριανή ήταν σοσιαλιστική και νικηφόρα,
η ΕΣΣΔ που διαλύθηκε τυπικά το 1991 δεν αποτελούσε
κοινωνία ή σύνολο κοινωνιών σοσιαλιστικών. Η αποτυχία
της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να μεταβεί από την
προϊστορία του είδους του στην ιστορία, στο
σοσιαλισμό-κομμουνισμό, πρέπει να εξηγηθεί στη βάση
άλυτων κοινωνικών αντιθέσεων-αντιφάσεων. Δεν μπορεί να
αποδίδεται δαιμονολογικά σε δυο-τρία πρόσωπα, είτε
πρόκειται για το Στάλιν είτε για τον Γκορπατσώφ. Τα
πρόσωπα, οι προσωπικότητες παίζουν οπωσδήποτε σημαντικό
ρόλο στην ιστορική εξέλιξη, επιταχύνοντας ή
επιβραδύνοντας διαδικασίες που υπαγορεύονται από την
αντικειμενική πραγματικότητα (δράση κοινωνικών νόμων και
νομοτελειών) και από τη δράση των μαζών.
Κοινωνικά αίτια της αντιστροφής της κοινωνικής εξέλιξης
Η σοβιετική κοινωνία που πρόκυψε από την Οκτωβριανή
Επανάσταση ήταν κοινωνία μεταβατική, το πολιτικό της
καθεστώς ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου. Μόνο η
διαστρέβλωση του επιστημονικού σοσιαλισμού επέτρεψε να
γίνεται λόγος ήδη πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο για
νίκη του σοσιαλισμού και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο για
αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία και προετοιμασία
περάσματος στον κομμουνισμό. Αυτή η μεταβατική κοινωνία
έπρεπε να επιλύσει σειρά αντιθέσεων για ν’ ανοίξει το
δρόμο προς την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αντιθέσεις
που:
• κληρονομήθηκαν από την καπιταλιστική κοινωνία
• γέννησε η ιδιαίτερη φύση της μεταβατικής διαδικασίας
σε μια κοινωνία με τα χαρακτηριστικά της Ρωσίας των
αρχών του αιώνα: καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής,
γενικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων, σχετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης των μέσων
παραγωγής στη βιομηχανία άρα και της εργατικής τάξης,
μεγάλος κατακερματισμός της ιδιοκτησίας στον αγροτικό
τομέα, χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο της
εργατικής τάξης και έλλειψη γενικά δημοκρατικών
παραδόσεων στο πολιτικό εποικοδόμημα,
• δημιούργησε η παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα,
της εργατικής τάξης, του εργατικού κινήματος και κυρίως
του επαναστατικού κόμματος. Εννοούμε τις επιπτώσεις
λαθεμένων πολιτικών επιλογών ή λαθεμένων εφαρμογών της
μιας ή της άλλης πολιτικής επιλογής.
Όμως, η νίκη της επανάστασης δημιουργούσε την ελπίδα για
την εξεύρεση λύσεων, για το άνοιγμα δρόμων γιατί η
Οκτωβριανή όχι μόνο εγκαθίδρυσε μια νέα πολιτικής
εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά κυρίως
γιατί αυτή η πολιτική εξουσία διακήρυξε και υλοποίησε
την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής. Τα βασικά μέσα παραγωγής κρατικοποιήθηκαν,
πέρασαν στα χέρια του κράτους της δικτατορίας του
προλεταριάτου. Αυτή η πρώτη χαμηλή βαθμίδα της
κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής μπορούσε να
οδηγήσει στην ολοκλήρωση της μετάβασης με την προϋπόθεση
ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γενικευόταν και σε
άλλες χώρες αφενός και αφετέρου ότι στο εσωτερικό θα
αναπτυσσόταν σταθερά η δικτατορία του προλεταριάτου, η
εργατική δημοκρατία. Μετά την κατάκτηση της πολιτικής
εξουσίας, η προσέλκυση ολοένα και πλατύτερων μαζών στη
διακυβέρνηση θα επέτρεπε μια σχετικά γρήγορη ανάπτυξη
του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων. Με δεδομένη τη
χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη
μετεπαναστατική Ρωσία, το πολιτικό στοιχείο είχε
ξεχωριστή σημασία για την ανάπτυξη της παραγωγικής
βάσης.
Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις τα περί προσέλκυσης των
μαζών στη διακυβέρνηση θεωρούνται περίπου ως περιττή
φλυαρία αφού η κοινωνία δεν είχε κατακτήσει ένα υψηλό
βαθμό ανάπτυξης των μέσων παραγωγής κι αυτό όχι μόνο για
τη μεταοκτωβριανή Ρωσία, αλλά γενικά για κάθε μετάβαση
στο σοσιαλισμό. Έτσι η αναγνώριση π.χ. των διάφορων
φάσεων της εξέλιξης προς τον κομμουνισμό γίνεται με βάση
την ανάπτυξη της τεχνικής βάσης της κοινωνίας (βαθμός
αυτοματοποίησης της παραγωγής). Έχουμε τη γνώμη ότι
γίνεται έτσι ένας μηχανιστικός διαχωρισμός βάσης και
εποικοδομήματος. Ο Λένιν τοποθετούσε εντελώς διαφορετικά
το ζήτημα. Όταν αναφερόταν στη «σοσιαλιστική» δουλειά
της Οκτωβριανής τόνιζε ότι αυτή αναγόταν σε τρία σημεία:
- στην επαναστατική έξοδο από τον παγκόσμιο πόλεμο – στη
δημιουργία του σοβιετικού καθεστώτος, που αποτέλεσε
μορφή της πραγματοποίησης της δικτατορίας του
προλεταριάτου – στην οικοδόμηση των βάσεων της
οικονομίας του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια
τόνιζε τα εξής για τη δικτατορία του προλεταριάτου:
«Μόνο μια σειρά χώρες θα τελειοποιήσουν και θα
ολοκληρώσουν το σοβιετικό καθεστώς και όλες τις μορφές
της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στον τομέα αυτό
έχουμε ακόμη να κάνουμε πολλά. Θα ήταν ασυγχώρητο να μη
το δούμε αυτό. Πολλές φορές ακόμη θα χρειαστεί να
αποτελειώσουμε, να ξαναφτιάξουμε, να αρχίσουμε από την
αρχή. Κάθε βήμα που θα κατορθώνουμε να κάνουμε προς τα
μπρος, στο έργο της ανάπτυξης των παραγωγικών μας
δυνάμεων και του πολιτισμού μας, πρέπει να συνοδεύεται
από την ολοκλήρωση και την ανάπλαση του σοβιετικού μας
συστήματος» (Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από
την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού, 5/11/21, Άπαντα, τόμος
44, σελ. 224).
Πιστεύουμε ότι αυτή η τοποθέτηση είναι η μοναδικά σωστή.
Η ανάπτυξη της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι
αποτέλεσμα και προϋπόθεση, ταυτόχρονα, της ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων και το αντίστροφο. Στη Σοβιετική
ένωση, οι προϋποθέσεις για τις οποίες μιλήσαμε
(επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και σε άλλες
χώρες και συνεχής ανάπτυξης της δικτατορίας του
προλεταριάτου) δεν έγινε δυνατόν να καλυφθούν με
αποτέλεσμα τη γραφειοκρατική στρέβλωση του πολιτικού
συστήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης που με
τη σειρά της ανέκοψε την πορεία ολοκλήρωσης της
κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Οι αντιφάσεις που
γεννήθηκαν καθόρισαν την αντιστροφή της ιστορική
εξέλιξης, το μπλοκάρισμα της μετάβασης και την
παλινδρόμηση προς τον καπιταλισμό. Η κατάληξη είναι
γνωστή. Την εποχή, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, που στην
ΕΣΣΔ η αυτοματοποίηση της παραγωγής ήταν γεγονός, άρα τα
μέσα παραγωγής είχαν αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό, η
εργατική τάξη ήταν περισσότερο από ποτέ αποξενωμένη απ’
αυτά.
Η αντεπανάσταση
Όπως ήταν φυσικό, αυτή η πορεία δεν ήταν μια αυθόρμητη,
αυτόματη διαδικασία. Είχε κι αυτή τον υποκειμενικό της
παράγοντα. Πολλοί σήμερα μιλάνε για αντεπανάσταση. Οι
περισσότεροι (αν κρίνουμε από τα κείμενα του ΚΚΕ και το
σχετικό διάλογο) την εντοπίζουν στην ηγεσία της
περεστρόικα, στα πρόσωπα του Γκορμπατσώφ και του
Γιέλτσιν. Πιστεύουμε ότι τα ζητήματα χρειάζονται πιο
σοβαρή αντιμετώπιση. Η ύπαρξη αντεπανάστασης είναι
δεδομένη από τη στιγμή που ιστορικά εκδηλώθηκε νικηφόρα
σοσιαλιστική επανάσταση και η αστική τάξη έχασε την
πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής. Οι τάξεις όμως
στην μεταβατική περίοδο δεν εξαφανίζονται. Και το
πρόβλημα της διαμόρφωσης της αντεπανάστασης είναι
σύνθετο. Σίγουρα δεν ταυτίζεται απλά με την παλιά αστική
τάξη. Χρειάζεται μια βαθύτερη έρευνα των κοινωνικών και
οικονομικών αιτίων που την έθρεψαν και των ιστορικών
δρόμων από τους οποίους έφθασε ως το σημείο να
στελεχώνεται από μέλη του Π.Γ. του ΚΚΣΕ. Γενικά μιλώντας
θεωρούμε ότι η διαμόρφωση του κοινωνικού στρώματος που
τροφοδότησε τις γραμμές της αντεπανάστασης, ενός
κοινωνικού στρώματος που είχε λιγότερο ή περισσότερο
συνειδητοποιημένο συμφέρον από μια καπιταλιστική
παλινόρθωση, πρέπει να αναζητηθεί στις γραμμές της
παλιάς αστικής τάξης, στην κρατική και κομματική
γραφειοκρατία στις δυνάμεις της παραοικονομίας. Φυσικά
πρέπει να συνυπολογιστεί και η δράση του ιμπεριαλισμού,
όχι ως αιτία που διαμόρφωσε την αντεπανάσταση, αλλά ως
παράγοντας που την ενίσχυσε με εμφανείς και αφανείς
τρόπους στην πορεία όλου του 20ού αιώνα. Τα όσα
διαδραματίστηκαν από το ’85 (αρχή της περεστρόικα) ως το
’89 (σωρευτική διάλυση των καθεστώτων του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» και το ’91 (διάλυση και τυπικά της
Σοβιετικής Ένωσης) ήταν οι τελευταίες πράξεις της
πολιτικής επικράτησης των δυνάμεων της καπιταλιστικής
παλινόρθωσης, δεν ήταν η πρώτη εμφάνιση της
αντεπανάστασης. Αντίθετα, έχουμε τη γνώμη ότι την
εμφάνισή της στο ιστορικό προσκήνιο πρέπει να την
αναζητήσουμε στην ιστορική περίοδο που αρχίζει η
αντίστροφη μέτρηση για τη μεταβατική σοβιετική κοινωνία.
Δηλαδή στην περίοδο που αντί να δίνονται λύσεις στα
προβλήματα που γεννούσε η περιχαράκωση της επανάστασης
στα όρια της Σοβιετικής Ένωσης έμπαιναν τα πρώτα
θεμέλια:
α) για την αποξένωση της εργατικής τάξης από τα μέσα
παραγωγής, β) για τη συρρίκνωση των θεσμών της εργατικής
δημοκρατίας, γ) για τη συγκάλυψη των κοινωνικών
αντιθέσεων και των εθνικών ζητημάτων, δ) για την ταύτιση
κόμματος-κράτους, ε) για τη δημιουργία γραφειοκρατίας
στο κόμμα και στο κράτος που μετέτρεψε τη διαχείριση των
κρατικοποιημένων μέσων παραγωγής στο όνομα της εργατικής
τάξης σε στήριγμα της αυτονομημένης δικής της εξουσίας,
και με την πάροδο του χρόνου τη χρησιμοποίησε εκτός από
την υπεράσπιση των πολιτικών συμφερόντων της και για την
κάλυψη υλικών-οικονομικών συμφερόντων.
Στη διαπλοκή όλων αυτών των παραγόντων πρέπει να
συνυπολογιστεί σαν καθοριστικό σημείο με μεγάλες
ιστορικές – πολιτικές προεκτάσεις η ηθική και βιολογική
εξόντωση μεγάλου μέρους της ηγετικής ομάδων των
μπολσεβίκων και γενικότερα της γενιάς των επαναστατών
που αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη της
Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ήταν αναγκαία η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης;
Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η κατάρρευση των καθεστώτων της
Ανατολικής Ευρώπης σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορικής
περιόδου για το κομμουνιστικό κίνημα. Το ερώτημα που
προβάλει είναι: Ήταν αναγκαίο να φτάσουμε σ’ αυτό το
σημείο; Μπορούσε αυτή η πορεία να είχε αποτραπεί;
Ολοκληρωμένες απαντήσεις θα αργήσουν να δοθούν. Ωστόσο
μπορούμε ήδη σήμερα να θυμίσουμε ότι μια δυνατότητα που
έγινε πραγματικότητα σημαίνει ότι καθορίστηκε
αντικειμενικά, πως ήταν δηλαδή αναγκαία κατάληξη μιας
εξελικτικής διαδικασίας. Σε τι συνίσταται αυτή η
αναγκαιότητα στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης;
Είπαμε και πιο πάνω, στις αντιθέσεις-αντιφάσεις που
γέννησαν οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες. Από το
σύνολο των αντιθέσεων αυτών, θεμελιώδης αντίθεση, στο
εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας, που έγινε αντίφαση η
οποία καθόρισε τη συγκεκριμένη κοινωνία και δεν μπόρεσε
να λυθεί στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού ήταν η αντίθεση
ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και
τις υπό διαμόρφωση σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής που
είχαν στον πυρήνα τους την κρατική ιδιοκτησία (χαμηλή
βαθμίδα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής).
Κατά τη γνώμη μας η υπέρβαση της εσωτερικής αντίθεσης
της σοβιετικής κοινωνίας μέχρι σ’ ένα ορισμένο χρονικό
διάστημα μπορούσε να λυθεί στην κατεύθυνση της προώθησης
της μετάβασης, παρά τις δυσοίωνες διεθνείς συνθήκες. Ο
ίδιος ο Λένιν όταν άρχιζε η ΝΕΠ διατύπωνε πεντακάθαρα
αυτή τη διαζευκτική δυνατότητα:
«Και για να βγούμε κι εδώ νικητές, πρέπει απαραίτητα να
στηριχτούμε στην τελευταία πηγή δυνάμεων. Και η
τελευταία πηγή δυνάμεων είναι η μάζα των εργατών και των
αγροτών, η συνειδητότητά τους, η οργάνωσή τους. Η
οργανωμένη προλεταριακή εξουσία – και οι πρωτοπόροι
εργάτες και μια μικρή μερίδα πρωτοπόροι αγρότες θα
κατανοήσουν αυτό το καθήκον και θα μπορέσουν να
οργανώσουν γύρω τους ένα λαϊκό κίνημα – και τότε θα
βγούμε νικητές. Ή δεν θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε αυτό
το καθήκον – και τότε ο εχθρός που έχει περισσότερες
δυνάμεις από την άποψη της τεχνικής, θα μας συντρίψει
αναπόφευκτα. (Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των Επιτροπών
Πολιτικής Διαφώτισης, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 163-164).
Λίγο πριν το θάνατό του ο Λένιν προσπαθούσε να
προετοιμάσει το κόμμα για μια σχετικά μακρά περίοδο
χωρίς επαναστάσεις κατά την οποία η μεταβατική σοβιετική
κοινωνία έπρεπε να «κρατήσει» και έτσι να βοηθήσει και
την υπόθεση της διεθνούς επανάστασης. Λίγους μήνες μετά
ο Στάλιν διακηρύσσει τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού
σε μια μόνο χώρα, στη Σοβιετική Ένωση. Αξίζει να
συγκρίνουμε αυτή την εξέλιξη με τις υποθήκες του Λένιν:
«Δημιουργήσαμε το σοβιετικό τύπο κράτους, εγκαινιάζοντας
έτσι μια νέα κοσμοϊστορική εποχή, την εποχή της
πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που διαδέχτηκε
την εποχή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Κι αυτό δεν
μπορούν να το πάρουν πίσω, αν και είναι γεγονός πως μόνο
με την πρακτική πείρα της εργατικής τάξης μερικών χωρών
θα μπορέσουμε να «ολοκληρώσουμε» το σοβιετικό τύπο
κράτους. Μα δεν ολοκληρώσαμε ούτε το θεμέλιο της
σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτό μπορούν ακόμη να μας το
αφαιρέσουν οι εχθρικές δυνάμεις του καπιταλισμού που
πεθαίνει. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά και να το
πούμε ανοιχτά, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο
από την αυταπάτη (και τον ίλιγγο, ιδιαίτερα στα μεγάλα
ύψη). Δεν είναι καθόλου «φοβερό» να ομολογεί κανείς την
πικρή αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτε στην περίπτωση αυτή
που να δικαιολογεί την παραμικρή απογοήτευση, γιατί
πάντα διακηρύσσαμε και επαναλαμβάνουμε τη στοιχειώδη
αλήθεια του μαρξισμού, ότι για τη νίκη του σοσιαλισμού
χρειάζονται οι συντονισμένες προσπάθειες των εργατών
μερικών προηγμένων χωρών» (Σημειώσεις ενός Δημοσιολόγου,
Φεβρουάριος 1922, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 417-418).
Παρ’ όλ’ αυτά, σήμερα που η πορεία της καπιταλιστικής
παλινόρθωσης είναι η μόνη πραγματικότητα, θα επιμείνουμε
στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση η ιστορία αγκαλιάζει
και διατηρεί μέσα της όχι μόνο αυτό που πραγματώθηκε
αλλά και ό,τι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Αυτό
σημαίνει πρώτα και κύρια ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση και
η τύχη της – ανεξάρτητα απ’ όσα γράφουν οι κονδυλοφόροι
της αστικής προπαγάνδας και οι διάφοροι «ανανήψαντες» –
έχει ήδη καταγραφεί όχι απλά στην ιστορία του εργατικού
κινήματος αλλά στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρώπινης
κοινωνίας. Κάθε απόπειρα ανασυγκρότησης του
κομμουνιστικού κινήματος, κάθε νέα επαναστατική έκρηξη
με στόχο το σοσιαλισμό θα φέρνει τη σφραγίδα αυτής της
πρώτης – κοσμοϊστορικής σημασίας – εμπειρίας. Γι’ αυτό
και η σε βάθος μελέτη της αφορά το μέλλον και όχι το
παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε ορισμένα θέματα
καθοριστικής σημασία για το είδος του σοσιαλισμού που
προσδοκούμε και οραματιζόμαστε. Θέματα που απασχολούν
δεκαετίες το κομμουνιστικό κίνημα: η δυνατότητα ή όχι
επικράτησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα, η κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων
παραγωγής, ο χαρακτήρας του οικονομικού συστήματος και η
διαμόρφωσης των νέων παραγωγικών σχέσεων, ο χαρακτήρας
και ο ρόλος της γραφειοκρατίας. Αυτό που κυρίως θα
επιδιώξουμε είναι να αξιοποιήσουμε την εμπειρία της
Οκτωβριανής Επανάστασης και να την αντιμετωπίσουμε στη
βάση των αναλύσεων των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
Παρόλο που το θέμα έχει συζητηθεί δια μακρών στους
κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος, υπάρχουν
πιστεύουμε ορισμένες πλευρές στις οποίες χρειάζεται να
επιμείνουμε. Και πρώτα-πρώτα να επιμείνουμε στο γεγονός
ότι η μη δυνατότητα επικράτησης του σοσιαλισμού σε μια
χώρα έχει το χαρακτήρα νομοτέλειας. Δεν πρόκειται για
την πολιτική βούληση ούτε για τη σωστή ή όχι εφαρμογή
εκείνων των μέτρων που οδηγούν στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού. Η θέση αυτή προκύπτει απ’ όλες τις σχετικές
αναλύσεις των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και έχει μεγάλη σημασία
να τονίσουμε ότι ήταν γενικά αποδεκτή από το σύνολο της
ηγεσίας των μπολσεβίκων πριν και αμέσως μετά την
Οκτωβριανή. Όμως στη δεκαετία του 1930 η θέση αυτή
αναθεωρήθηκε. Η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είχε νικήσει
στη Σοβιετική Ένωση στάθηκε η πηγή πολλών κακοδαιμονιών
για την ίδια και για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Δεν έχουμε υπόψη μας κάποια πειστική απάντηση στο γιατί
έγινε αυτό. Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το
πρόβλημα στηριγμένοι στην ακόλουθη αντίληψη: Δεν αρκεί
μόνο να δέχεται κανείς θεωρητικά την ανάγκη του διεθνούς
και διαρκούς χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Στην πράξη πρέπει εκείνο το τμήμα της εργατικής τάξης
που ολοκλήρωσε τη δική του επανάσταση να μπορεί να
εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική που να μην είναι ούτε πίσω
ούτε μπροστά από τις απαιτήσεις της συγκυρίας που έχει
διαμορφωθεί διεθνώς.
Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής τέτοια λάθη έγιναν αλλά το
κόμμα των μπολσεβίκων είχε την ωριμότητα να τα
διαπιστώνει έγκαιρα και την ικανότητα να αλλάζει πορεία
πλεύσης. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που μια
λαθεμένη εκτίμηση (ο σοσιαλισμός νίκησε) παγιώνεται και
γίνεται τροχοπέδη για την ανάπτυξη της κοινωνίας, τη
στρέφει σε λάθος κατεύθυνση. Η εκτίμηση για το διεθνή
και διαρκή χαρακτήρα της επανάστασης άρα για τη
δυνατότητα επικράτησης του σοσιαλισμού σε σειρά από
χώρες, δηλαδή σ’ ένα διεθνές επίπεδο, και όχι σε μια
χώρα έχει γίνει από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήδη από τη
Γερμανική Ιδεολογία. Η τόσο παρεξηγημένη διατύπωση
«Εμπειρικά, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν
πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα, πράγμα
που προϋποθέτει την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων και την παγκόσμια επικοινωνία που συνδέεται με
τον κομμουνισμό» (Μαρξ-Ένγκελς, η γερμανική ιδεολογία,
εκδόσεις Gutenberg, σε. 81) δεν υπονοούσε την ανάγκη
μιας ταυτόχρονης προλεταριακής επανάστασης στον πλανήτη!
Η προϋπόθεση της παγκόσμιας ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων είναι εδώ η φράση κλειδί. Η παγκόσμια ανάπτυξη
των μέσων παραγωγής και της εργατικής τάξης είναι αυτή
που σπάει τα εθνικά τείχη των καπιταλιστικών κοινωνιών
και αντικειμενικά και εφόσον εκδηλωθούν σοσιαλιστικές
επαναστάσεις σε σειρά από χώρες επιτρέπει την ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων του σοσιαλισμού σε ένα διεθνές
επίπεδο, το μόνο δυνατό. Το 1850, στο έργο του «Ταξικοί
Αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850», δηλαδή σ’
ένα σχετικά πρώιμο έργο του, ο Μαρξ διατυπώνει την εξής
θέση σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Όπως οι εργάτες
πίστευαν ότι μπορούσαν να χειραφετηθούν πλάι-πλάι με την
αστική τάξη, έτσι νόμιζαν ότι μπορούσαν να
πραγματοποιήσουν μια προλεταριακή επανάσταση μέσα στα
εθνικά τείχη της Γαλλίας, πλάι στα άλλα αστικά έθνη. Μα
οι γαλλικές σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από το
εξωτερικό εμπόριο της Γαλλίας, από τη θέση της στην
παγκόσμια αγορά και από τους νόμους της. Πώς θα έσπαζε η
Γαλλία τους νόμους αυτούς χωρίς έναν ευρωπαϊκό
επαναστατικό πόλεμο που θα σκόνταφτε στο δεσπότη της
παγκόσμιας αγοράς, στην Αγγλία;»
Η προσεκτική ανάγνωση όλης της παραγράφου μας πείθει ότι
ο Μαρξ μιλώντας για πραγματοποίηση μιας προλεταριακής
επανάστασης δεν εννοεί τη στιγμιαία ή τέλος πάντων
ολιγόχρονη επικράτησή της με την κατάληψη της πολιτικής
εξουσίας. Έτσι, καθόλου τυχαία, τονίζει τις εσωτερικές
και εξωτερικές οικονομικές σχέσεις που αποτελούν το
πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η επανάσταση. Η
παγκόσμια αγορά του καπιταλισμού με τους νόμους της
είναι ένα πλαίσιο απαγορευτικό για την πραγματοποίηση
μιας προλεταριακής επανάστασης εντός των εθνικών τειχών
μιας χώρας. Πολύ αργότερα, μετά τη νίκη της Οκτωβριανής,
η αναφορά στην «ιμπεριαλιστική περικύκλωση» δεν είναι
βέβαιο αν γινόταν σωστά κατανοητή από τους κομμουνιστές.
Σ’ αυτό φταίει και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονταν τα
κομμουνιστικά κόμματα το ζήτημα του «ιμπεριαλιστικού
δακτύλου». Το βάρος έπεφτε σχεδόν απόλυτα στην
πολιτικό-στρατιωτική πλευρά, στις μυστικές υπηρεσίες
κλπ. Ακόμη και το τελευταίο κείμενο του ΚΚΕ κυρίως προς
αυτή την πλευρά κλείνει. Δεν νομίζουμε ότι όλα αυτά
είναι χωρίς σημασία. Όμως το κύριο πρόβλημα που είχε και
θα έχει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προλεταριακή
επανάσταση είναι η επιβίωση των νέων παραγωγικών
σχέσεων, του νέου τρόπου παραγωγής στο πλαίσιο του
καπιταλισμού με την παγκόσμια αγορά και τους νόμους της.
Η μόνη λύση είναι η επέκταση της επανάστασης σε σειρά
χωρών και η χάραξη σωστής πορείας στο εσωτερικό χωρίς
αυταπάτες. Ο τελικός περιορισμός της επανάστασης σε μια
χώρα ισοδυναμεί με το θάνατό της. Ο Λένιν ήταν
κατηγορηματικός όταν έλεγε: «Φυσικά η τελική νίκη του
σοσιαλισμού σε μια χώρα είναι αδύνατη» (Τρίτο Συνέδριο
του Σοβιέτ). Όμως ήταν το ίδιο κατηγορηματικός στην
ανάληψη των ευθυνών που απέδιδε στους μπολσεβίκους η
εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης στη Ρωσία του ΄17. Η
επανάσταση δεν θα μπορούσε να αναβληθεί για ν’
ακολουθήσουν και οι εφεδρείες. Λέγονται πολλά για τη
διάψευση των προβλέψεων του Λένιν σχετικά με το ξέσπασμα
προλεταριακών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Ιστορικά, είναι
γνωστό πως και ο Μαρξ και ο Ένγκελς αλλά και ο Λένιν
συνέβη να κάνουν πολιτικές προβλέψεις που δεν
επαληθεύτηκαν. Αυτό δεν θίγει την ουσία του
επιστημονικού σοσιαλισμού. Άλλωστε η πολιτική δεν είναι
πείραμα φυσικής-χημείας όπου ο συνδυασμός συγκεκριμένων
στοιχείων κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δίνει τα τάδε
συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αλλά και πάλι, για χρόνια
μετά το ΄17 η Ευρώπη συγκλονίστηκε από επαναστατικές
πράξεις του προλεταριάτου με κορυφαία τη γερμανική
επανάσταση του 1918. Το προλεταριάτο της Ευρώπης
ηττήθηκε. Ο Λένιν έκανε έγκαιρα τον απολογισμό: «Λέγαμε
στον εαυτό μας, λέγαμε στην εργατική τάξη, λέγαμε σε
όλους τους εργαζόμενους τόσο της Ρωσίας, όσο και των
άλλων χωρών: δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το καταραμένο
και εγκληματικό ιμπεριαλιστικό μακελειό εκτός από την
επαναστατική διέξοδο και, τερματίζοντας τον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο με την επανάσταση, ανοίγουμε για
όλους τους λαούς τη μόνη δυνατή διέξοδο απ’ αυτό το
εγκληματικότατο μακελειό. Νομίζαμε τότε – και δεν
μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά – πως ο δρόμος αυτός
είναι καθαρός, ίσιος και ο πιο εύκολος. Αποδείχτηκε πως
σ’ αυτό τον ίσιο δρόμο, που ήταν ο μόνος που μας
απάλλαξε πραγματικά από τους ιμπεριαλιστικούς δεσμούς,
από τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα, από τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο, ο οποίος εξακολουθεί να απειλεί όλον τον άλλον
κόσμο – αποδείχτηκε, πως σ’ αυτό το δρόμο δεν μπόρεσαν
να μπουν οι άλλοι λαοί, τουλάχιστον τόσο γρήγορα, όσο
υπολογίζαμε» (Το ΙΧ Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, 23/28
Δεκεμβρίου 1921, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 292).
Όσο για τους επιγόνους αυτό που έχει σημασία δεν είναι
να εξαντλούνται ψάχνοντας το που διαψεύστηκε ο Λένιν
αλλά να παραδειγματιστούν από τον τρόπο που συνέδεε την
τύχη της ρώσικης επανάστασης με την παγκόσμια
σοσιαλιστική επανάσταση, θεωρώντας ότι η πορεία προς τα
μπρος της ρώσικης επανάστασης ήταν η μόνη σοβαρή βοήθεια
για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι
σκεφτόταν πριν ακόμα τη νίκη της Οκτωβριανής. Το ίδιο
ίσχυε και μετά. Ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να νικήσει
μόνο στη Σοβιετική Ένωση, η μεταβατική περίοδος δεν
μπορούσε να ολοκληρωθεί εκεί χωρίς να υπάρξουν και άλλες
προλεταριακές επαναστάσεις. Όμως η σωστή πορεία της
μεταβατικής κοινωνίας ήταν στοιχείο καθοριστικό για την
τύχη της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτό που χρειαζόταν το
διεθνές προλεταριάτο δεν ήταν η ψευδής διαβεβαίωση ότι ο
σοσιαλισμός είχε νικήσει σε μια χώρα, αλλά η
επιστημονική χάραξη του δρόμου προς το σοσιαλισμό. Για
αρκετά χρόνια και μέσα από αντιξοότητες και λάθη, οι
μπολσεβίκοι έβρισκαν τη συνέχεια αυτού του δρόμου. Οι
κίνδυνοι ήταν μεγάλοι. Το ΄21 με το ξεκίνημα της ΝΕΠ ο
Λένιν τους οροθετούσε επιγραμματικά: «Το ζήτημα είναι να
δούμε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο. Αν οι καπιταλιστές
πετύχουν να οργανωθούν πρώτοι, δε θάχουμε να πούμε
τίποτα. Πρέπει να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα: Ποιος
ποιον θα νικήσει;»
Συνέχισαν να βλέπουν τα πράγματα ψύχραιμα; Δέκα χρόνια
μετά το θάνατο του Λένιν στο 18ο συνέδριο του κόμματος,
ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση σχετικά με το ζήτημα του
σοσιαλισμού σε μια χώρα ανατράπηκε και ο Στάλιν
ισχυρίστηκε πως: «Αποδείχτηκε με την πείρα της χώρας ότι
είναι απόλυτα δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού σε μια
ξεχωριστή χώρα». Και το 1936 στο VIII συνέδριο των
Σοβιέτ: «Η σοβιετική μας κοινωνία κατόρθωσε να
πραγματοποιήσει κιόλας βασικά το σοσιαλισμό, δημιούργησε
το σοσιαλιστικό καθεστώς, δηλαδή πραγματοποίησε αυτό που
οι μαρξιστές το λένε αλλιώς πρώτη ή κατώτερη φάση του
κομμουνισμού».
Πώς έφτασαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο; Το Μάη του
1924 ο Στάλιν υποστήριζε ακόμη τη μαρξιστική άποψη: «Για
τη συντριβή της αστικής τάξης δε φτάνουν οι προσπάθειες
μιας χώρας αυτό αποδείχτηκε απ’ την ιστορία της
επανάστασής μας. Οι προσπάθειες μιας χώρας, για την
τελική νίκη του σοσιαλισμού, για την οργάνωση της
σοσιαλιστικής παραγωγής, ιδιαίτερα σε μια αγροτική χώρα
όπως η Ρωσία, δεν επαρκούν για κάτι τέτοιο, απαιτούνται
οι προσπάθειες των προλετάριων των αναπτυγμένων χωρών»
. Στα τέλη του 1924 και συγκεκριμένα το Δεκέμβρη στο
άρθρο του «Ο Οκτώβρης και οι τακτικές των Ρώσων
κομμουνιστών» κάνεις τροφή 180 μοιρών και υποστηρίζει:
«Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η παγκόσμια θεωρία
μίας ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης στις κυριότερες
χώρες της Ευρώπης, η θεωρία ότι η νίκη του σοσιαλισμού
σε μια μόνη χώρα είναι ανέφικτη, αποδείχτηκε ότι είναι
τεχνητή, όχι βιώσιμη θεωρία. Η εφτάχρονη ιστορία της
προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία δε μιλά υπέρ, μα
ενάντια σ’ αυτή τη θεωρία» (Όλα τα σχετικά αποσπάσματα
του Στάλιν, από το βιβλίο του Φερνάντο Κλαουντίν – Η
κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, εκδόσεις
Γράμματα, 1981).
Ο Στάλιν δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αποδείξει θεωρητικά
την άποψή του. Για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να
αποδείξει ότι δεν ίσχυε η άποψη των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν
ότι οι παραγωγικές δυνάμεις πάνω στις οποίες θα
οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός πρέπει να κυριαρχούν διεθνώς
και να καταλήγουν στο σοσιαλιστικό διεθνή καταμερισμό
της εργασίας. Η μόνη παραχώρηση που έκανε ο Στάλιν ήταν
πως δεχόταν ότι ο σοσιαλισμός που νίκησε σε μια χώρα
μπορούσε να ανατραπεί όσο δεν είχε νικήσει η επανάσταση
σε παγκόσμια κλίμακα. Σε τι οφειλόταν αυτή η στροφή; Ας
πούμε πρώτα ότι την ευθύνη γι’ αυτήν πρέπει να την
αποδώσουμε όχι μόνο στο Στάλιν αλλά σε όλη εκείνη την
κομματική και κρατική ηγεσία που συντάχθηκε μ’ αυτή την
άποψη, με εξαίρεση όπως είναι ιστορικά γνωστό τον
Τρότσκυ και τους κύκλους της Αριστερής Αντιπολίτευσης.
Τι είδους ευθύνη όμως; Ευθύνη για ένα λάθος ιστορικής
φύσης, για μια ολοκληρωτικά λαθεμένη εκτίμηση της
εποχής, των συνθηκών και των καθηκόντων που απέρρεαν για
το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Οι αιτίες είναι σίγουρα
πολλές. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και ο βαθμός
αφομίωσης του μαρξισμού, οι αντικειμενικές συνθήκες που
διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό με τη ΝΕΠ, ο ρόλος των
προσωπικοτήτων, της ηγεσίας που αποδείχνεται μετά το
θάνατο του Λένιν ότι δεν έχει το ανάστημα που απαιτούν
οι συνθήκες. Η άποψη που υποστήριξε ότι ο σοσιαλισμός
νίκησε στη Σοβιετική Ρωσία του ΄30 μοιάζει σαν
απελπισμένη προσπάθεια να περισωθεί το ελάχιστο, η
επανάσταση στο έδαφος της Ρωσίας, όταν όλες οι συνθήκες
εσωτερικές και διεθνείς δεν επέτρεπαν καμιά αισιοδοξία
για το μέλλον. Ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή, αυτή που
γέννησε ιδεολογήματα και ψευδή συνείδηση που
ταλαιπώρησαν για δεκαετίες το κομμουνιστικό κίνημα. Ας
δούμε όμως από πιο κοντά το είδος και το μέγεθος των
προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει η επανάσταση στη
Ρωσία
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ένα μήνα περίπου πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Λένιν
στα «Καθήκοντα της Επανάστασης» αναφερόταν στον εργατικό
έλεγχο πάνω στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Τόνιζε
την ανάγκη πλατιών εθνικοποιήσεων στις τράπεζες, στις
ασφαλιστικές εταιρείες, στους σπουδαιότερους κλάδους της
βιομηχανίας. Μιλούσε για κατάργηση χωρίς αποζημίωση της
ατομικής ιδιοκτησίας των τσιφλικάδων πάνω στη γη και
διαχείριση της γης σε πρώτη φάση από επιτροπές αγροτών
μέχρις ότου θα έλυνε το ζήτημα η Συνταχτική Συνέλευση.
Ξέρουμε ότι αρκετά πράγματα στην πράξη είχαν μια
διαφορετική εξέλιξη. Το κυριότερο απ’ αυτά ήταν το
ζήτημα της γης που για λόγους κύρια πολιτικούς (συμμαχία
εργατικής τάξης-αγροτών) αρχικά λύθηκε με εντελώς
διαφορετικό τρόπο. Η γη μοιράστηκε στους άκληρους και
φτωχομεσαίους αγρότες. Όμως, η Οκτωβριανή Επανάσταση
υλοποίησε τη διακήρυξή της για την κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Φυσικά δεν
επρόκειτο για μια ευθύγραμμη πορεία ούτε για μια χρονικά
σύντομη διαδικασία. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής
θεωρείται μέχρι και την τελική επικράτηση της
αντεπανάστασης το 1991 σαν η θεμελιώδης κατάκτηση της
εργατικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση. Από πολλές απόψεις
η διαπίστωση αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια: - γιατί η
Οκτωβριανή Επανάσταση δεν διακήρυξε μόνο την κατάργηση
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αλλά με συγκεκριμένα μέτρα
πήρε τα βασικά μέσα παραγωγής από την αστική τάξη. –
γιατί αυτά τα μέσα παραγωγής παρέμειναν κρατικοποιημένα,
παρά την αντιστροφή της μετάβασης, για μακρύ χρονικό
διάστημα που κάλυψε περισσότερο από μισόν αιώνα.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη πλευρά: η κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η κρατικοποίηση των μέσων
παραγωγής δεν ήταν παρά η πρώτη πράξη για την
κοινωνικοποίησή τους. Η μεταβατική κοινωνία θα
προχωρούσε σ’ αυτόν το δρόμο με τη δημιουργία νέων
παραγωγικών σχέσεων και συνολικά νέων κοινωνικών
σχέσεων. Η ιδιωτική ιδιοκτησία και κάθε μορφή
ιδιοκτησίας δεν είναι μια ανεξάρτητη σχέση. Ο Μαρξ, ήδη
από την εποχή που έγραφε την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας»
είχε τονίσει τα εξής: «Σε κάθε ιστορική περίοδο, η
ιδιοκτησία αναπτύχθηκε διαφορετικά και κάτω από μια
σειρά τελείως διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι,
όποιος θέλει να περιγράψει την αστική ιδιοκτησία δεν
έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να περιγράψει όλες τις
κοινωνικές σχέσεις της αστικής παραγωγής. Το να
προσπαθήσει κανείς να προσδιορίσει την ιδιοκτησία σαν
μια ανεξάρτητη σχέση, μια ξεχωριστή κατηγορία – μια
αφηρημένη αιώνια ιδέα – δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο
από μια αυταπάτη μεταφυσική ή νομικίστικη». Έχουμε τη
γνώμη ότι σε μια τέτοια μεταφυσική και νομικίστικη
αυταπάτη μετατράπηκε η κατάργηση της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση
εξαιτίας της συρρίκνωσης της εργατικής δημοκρατίας, της
εξουσίας των Σοβιέτ και της μετατροπής των διαχειριστών
της κρατικοποιημένης ιδιοκτησίας (της γραφειοκρατίας) σε
διαχειριστές της τύχης της εργατικής τάξης.
Ας δούμε όμως τι συνέβη με το οικονομικό σύστημα στο
σύνολό του. Έχει σημασία να θυμήσουμε ότι το Δεκέμβριο
του 1919 ο Λένιν διατύπωνε ως εξής το ζήτημα του νέου
οικονομικού συστήματος: «Αν θέσουμε το ερώτημα, τι
αντιπροσωπεύει το σημερινό οικονομικό σύστημα της
Σοβιετικής Ρωσίας, θα πρέπει να πούμε πως το σύστημα
αυτό αντιπροσωπεύει το χτίσιμο των βάσεων του
σοσιαλισμού στη μεγάλη παραγωγή, τη μετάπλαση της παλιάς
καπιταλιστικής οικονομίας που γίνεται σε συνθήκες της
πιο πεισματικής αντίστασης του καπιταλισμού, η οποία
εκδηλώνεται με εκατομμύρια και εκατομμύρια
μορφές»(Εισήγηση για τα Κομμουνιστικά Σάββατα στη
Συνδιάσκεψη της Μόσχας του ΚΚΡ μπ. – Άπαντα, τόμος 40,
σελ. 35).
Για «μετάπλαση της παλιάς καπιταλιστικής οικονομίας»
μιλάει ο Λένιν, «σε συνθήκες πεισματικής αντίστασης του
καπιταλισμού» και φυσικά όχι μόνο του ρώσικου. Η ιστορία
απέδειξε ότι ο εμφύλιος και οι αντεπαναστατικές
ενέργειες των πρώτων χρόνων ήταν ζητήματα πιο εύκολα για
τη νεαρή επανάσταση απ’ ό,τι η αντιμετώπιση των
θεμελιωδών εσωτερικών αντιθέσεων και της πίεσης που
ασκήθηκε πάνω στο νέο οικονομικό σύστημα από την
παγκόσμια αγορά του καπιταλισμού και τους νόμους κίνησής
της. Για να έχει κανείς ορθή εικόνα του τι συνέβη δεν
πρέπει να ξεχνά πως ανεξάρτητα από τη συνείδηση των
ανθρώπων της εποχής, οι σχέσεις που κυριαρχούσαν στη
σοβιετική οικονομία εξαρτιόνταν από τις σχέσεις της με
την παγκόσμια οικονομία, που βέβαια ήταν καπιταλιστική.
Οι βασικές αποφάσεις που αφορούσαν την πορεία της
οικονομίας εξαρτιόνταν από παράγοντες που βρίσκονταν έξω
από κάθε έλεγχο της νεαρής δικτατορίας του
προλεταριάτου, δηλαδή από την παγκόσμια οικονομία και
τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Έτσι, ενώ η μεταβατική κοινωνία είχε στόχο την κατάργηση
του καταμερισμού της εργασίας, του εμπορεύματος και των
εμπορευματικών σχέσεων, την εξουδετέρωση του νόμου της
αξίας ως ρυθμιστή της παραγωγής, στην πράξη η πορεία
αυτή υπονομευόταν από το διεθνή καπιταλιστικό περίγυρο
και το χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στο
εσωτερικό. Το 1921, θέτοντας σε εφαρμογή τη στροφή της
ΝΕΠ, ο Λένιν τονίζει:
«Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύομε δεν
δημιουργούνται από μας: εξαρτώνται και από την
οικονομική πάλη και από τις σχέσεις μας με τις άλλες
χώρες. Τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή, ώστε να βάλουμε
φέτος την άνοιξη το ζήτημα της εκμίσθωσης και τώρα να
είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε το ζήτημα του εμπορίου
και της κυκλοφορίας του χρήματος… Θα ήταν πολύ πιο
ευχάριστο, αν μπορούσαμε να κατακτήσουμε το
καπιταλιστικό εμπόριο με έφοδο και κάτω από ορισμένους
όρους (διατήρηση των εργοστασίων, αναπτυγμένη οικονομία
και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο), η απόπειρα για μια
«έφοδο», δηλαδή για μια άμεση καθιέρωση της ανταλλαγής
εμπορευμάτων, δεν είναι καθόλου λάθος». (Λόγος στην VII
κομματική συνδιάσκεψη του κυβερνείου της Μόσχας, 29-31
Οκτωβρίου 1921, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 217).
Και σε ένα άλλο σημείο επιμένει: «Αναγκαστήκαμε να
υποχωρήσουμε τόσο πολύ, που το ζήτημα του εμπορίου έγινε
πρακτικό ζήτημα του κόμματος, ζήτημα της οικονομικής
οικοδόμησης. Ποιο πράγμα υπαγορεύει το πέρασμα στις
εμπορικές βάσεις; Το περιβάλλον, οι σημερινές συνθήκες…
Τώρα πια δεν μπορούμε να μιλάμε για ανταλλαγή
εμπορευμάτων, γιατί ο τομέας αυτός σαν πεδίο πάλης μας
ξέφυγε από τα χέρια…»
Το δυστύχημα είναι πως ενώ πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο οι μπολσεβίκοι είχαν συνείδηση αυτών των
προβλημάτων και οι σοβιετικοί θεωρητικοί και
οικονομολόγοι μιλούσαν για πάλη νόμου της αξίας και
στοιχείων του σχεδιασμού σε όλη τη διάρκεια της
μεταβατική περιόδου, μόλις διατυπώθηκε η άποψη ότι ο
σοσιαλισμός είχε νικήσει, αναγκαστικά και για να
δικαιολογηθεί η πραγματικότητα, οι σοβιετικοί, ο ίδιος ο
Στάλιν υποστήριξαν ότι ο νόμος της αξίας (άρα οι
εμπορευματικές σχέσεις) υπάρχει και λειτουργεί στο
σοσιαλισμό και ότι έσφαλαν εκείνοι που αρνιόνταν μέχρι
τότε τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική
κοινωνία. Έτσι, μη έχοντας συνείδηση των πραγματικών
ζητημάτων που αντιμετώπιζαν ήταν πολύ φυσιολογικό να
πέφτουν από το ένα λάθος στο άλλο ενώ παράλληλα
εξαντλιόταν και η αρχική ορμή του νέου οικονομικού
συστήματος. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος, η αντιφασιστική νίκη
και η ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια έκρυψαν πολλές
από τις δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, αλλά
η εποχή της στασιμότητας απείχε μόλις μια εικοσαετία,
χρόνος ασήμαντος σχετικά για την ιστορική εξέλιξη. Αυτό
φυσικά δεν σημαίνει ότι η Σοβιετική Ένωση δε σημείωσε
επιτυχίες στον οικονομικό τομέα στα εβδομήντα και πλέον
χρόνια της ύπαρξής της. Πολλές και μεγάλες. Η Σοβιετική
Ένωση των παραμονών του Δεύτερου Παγκόσμιου και των
αρχών της δεκαετίας του εξήντα δεν είχε σχέση με την
καθυστερημένη προεπαναστατική ασιατική Ρωσία. Μάλιστα σε
ορισμένα χρονικά διαστήματα οι ρυθμοί ανάπτυξής της ήταν
ανώτεροι από αυτούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Όλα
αυτά δεν ήταν τυχαία. Οφείλονταν στη δυναμική που
γέννησε η επανάσταση. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής
αρχικά στη βιομηχανία με τις κρατικοποιήσεις και
αργότερα στην αγροτική οικονομία με την κολεκτιβοποίηση
(που όμως χρειάζεται να εξετασθεί από την άποψη του
χρόνου και του τρόπου που έγινε, αν δηλαδή καθυστέρησε
χρονικά αφενός και αφετέρου αν υλοποιήθηκε με λαθεμένους
χειρισμούς που έπλητταν μαζί με τους κουλάκους και τη
φτωχή αγροτιά, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τη συμμαχία
εργατών-αγροτών, τη βάση δηλαδή της ίδιας της
επαναστατικής εξουσίας) έδωσαν τη δυνατότητα για
κεντρικό σχεδιασμό σε πλατιά κλίμακα που σε συνδυασμό με
τον ενθουσιασμό των πρώτων δεκαετιών μετά την επανάσταση
και εκείνον της αντιφασιστικής πάλης οδήγησε σε ψηλούς
ρυθμούς ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά λειτουργούσε σαν αντίρροπη δύναμη ο
ανταγωνισμός με τον ιμπεριαλισμό και ειδικά ο
στρατιωτικός ανταγωνισμός που επέβαλε επιλογές που
απέβαιναν σε βάρος της ορθολογικής ανάπτυξης του
οικονομικού συστήματος υποχρεώνοντας δηλαδή τη σοβιετική
εξουσία να βάζει σε δεύτερη μοίρα την καταναλωτική
βιομηχανία, τις κοινωνικές δαπάνες κλπ. Συν τω χρόνω
σοβαρό αρνητικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών
σχέσεων παίζει η αποξένωση των μαζών από τη διαχείριση
της εξουσίας. Οι επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας πρέπει
να ερευνηθούν ευρύτερα στον κοινωνικό ιστό π.χ. στο ρόλο
και τη λειτουργία των εργατικών επιτροπών στην παραγωγή,
στο ρόλο και τη λειτουργία των συνδικάτων. Ακόμη, στη
μετατροπή δομών αποφασιστικών για την τύχη της
επανάστασης και του οικονομικού συστήματος σε κοινά
κρατικά παραρτήματα. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στους
συνεταιρισμούς όλων των μορφών που ειδικά κατά τις
τελευταίες δεκαετίες τα μέλη τους είχαν αποκτήσει τη
συνείδηση τυχαίων κρατικών υπαλλήλων γεγονός που σε
συνδυασμό με το στείρο συγκεντρωτισμό που κυριαρχούσε σε
ολόκληρη την κοινωνία εμπόδιζε αυτές τις δομές να είναι
δυνάμει προωθητικές προς το σοσιαλισμό.
Μ’ άλλα λόγια, έχουμε τη γνώμη πως το οικονομικό σύστημα
της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλιστικό (με
την έννοια που αποδώσαμε στο σοσιαλισμό ως πρώτη φάση
του κομμουνισμού) αλλά ήταν το οικονομικό σύστημα μιας
μεταβατικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που βάδιζε προς το
σοσιαλισμό, μια πορεία που για πολλούς λόγους ανακόπηκε
και μάλιστα θεωρούμε ότι τα πιο σοβαρά εμπόδια είχαν ήδη
ορθωθεί πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε τελευταία
ανάλυση κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει στο όνομα του
μαρξισμού ότι η κρατική ιδιοκτησία, η τεχνολογική
πρόοδος και οι υψηλοί οικονομικοί δείκτες συνιστούν τα
χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Το ύψιστο
κριτήριο της μετάβασης δεν μπορεί να είναι οι ρυθμοί
αυτοματοποίησης της παραγωγής, απομονωμένοι από τους
ρυθμούς συμμετοχής της εργατικής τάξης στη διαχείριση
των κοινωνικών πραγμάτων. Θέλουμε μάλιστα να
υποστηρίξουμε ότι στην κοινωνία της μετάβασης – με
δεδομένη τη σκληρή πάλη για τη μετάπλαση της
καπιταλιστικής οικονομίας και του συνόλου των κοινωνικών
σχέσεων του καπιταλισμού – η λειτουργία της δικτατορίας
του προλεταριάτου είναι στοιχείο κρίσιμο για την αντοχή
της επανάστασης και του υπό διαμόρφωση νέου οικονομικού
συστήματος. Η γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κράτους
δεν είναι μια απλή διοικητική δυσλειτουργία, και είναι
πολύ περίεργο πως μπορεί αν μιλά κανείς για σοσιαλιστική
κοινωνία και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σε
συνθήκες αλλοίωσης του περιεχομένου της δικτατορίας του
προλεταριάτου.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Είναι γνωστό πως το ζήτημα του χαρακτήρα και του ρόλου
της σοβιετικής γραφειοκρατίας έχει συνδεθεί με το
χαρακτηρισμό της νέας κοινωνίας και του οικονομικού
συστήματος. Π.χ. το ΚΚΕ που θεωρεί ότι τις παραμονές της
περεστρόικα υπήρχε αναπτυγμένος σοσιαλισμός με το ζόρι
ψελλίζει κάτι για γραφειοκρατικές στρεβλώσεις δείχνοντας
ότι τις κατανοεί σαν κάποια διοικητική δυσλειτουργία.
Όμως το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Στην κυριολεξία
πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής
ομάδας με στοιχεία που την ενοποιούν ως προς το
χαρακτήρα και το ρόλο της και με σχέσεις αντίθεσης τόσο
εξωτερικές – προς το κοινωνικό σύνολο – όσο και
εσωτερικές – εσωτερικός ανταγωνισμός για τη νομή της
εξουσίας γενικά και σταδιακά για την κατάκτηση θέσεων
στη διοίκηση και την παραγωγή που εξασφάλιζαν υλικά
συμφέροντα, παράνομο πλουτισμό, συσσώρευση χρήματος ως
παγωμένου κεφαλαίου κλπ. Παρ’ όλ’ αυτά η σοβιετική
γραφειοκρατία δεν ήταν τάξη. Ήταν οι διαχειριστές που
αποσπάστηκαν από την κυρίαρχη τάξη, ιδιοκτήτη τυπικά των
μέσων παραγωγής, δηλαδή την εργατική τάξη. Η αυτοτέλειά
της στο πολιτικό επίπεδο δεν ήταν αρκετή για να
ανατρέψει τον καθοριστικό ρόλο των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Προϋπόθεση για να μετατραπεί σε κυρίαρχη τάξη ήταν να
ανατραπούν οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας, να ακυρωθεί η
κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Στο σημείο αυτό θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι συνήθως η
συζήτηση για το χαρακτήρα και το ρόλο της γραφειοκρατίας
δεν αγγίζει το πρόβλημα της ταξικής διάρθρωσης της
σοβιετικής κοινωνίας. Βέβαια για όσους θεωρούν ότι η
κοινωνία αυτή ήταν σοσιαλιστική ή κοινωνία του
αναπτυγμένου σοσιαλισμού το θέμα μάλλον δεν υφίσταται. Η
ιστορία όμως τους διαψεύδει. Η διάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης δεν ήταν αποτέλεσμα πραξικοπήματος. Όλα όσα
λέγονται για παραοικονομία, μαφία, μαύρο χρήμα, για
δισεκατομμυριούχους από τη μια νύχτα στην άλλη, είναι
καιρός να μεταφερθούν από το χώρο του δημοσιογραφικού
ρεπορτάζ στο χώρο της επιστημονικής έρευνας. Έτσι κι
αλλιώς στη μεταβατική κοινωνία και όσο δεν έχει
εξαλειφθεί η κυριαρχία της αγοράς οι τάξεις υπάρχουν και
η ταξική πάλη είναι αναπόφευκτη. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον
να παρακολουθήσουμε τις παρατηρήσεις του Λένιν για τις
τάξεις ενώ η ΝΕΠ βρισκόταν σε εξέλιξη. Για την αστική
τάξη παρατηρούσε πως: «Οι μεγαλογαιοκτήμονες και οι
καπιταλιστές της Ρωσίας δεν εξαφανίστηκαν,
απαλλοτριώθηκαν όμως ολοκληρωτικά, νικήθηκαν πολιτικά
πέρα για πέρα σαν τάξη, και τα υπολείμματα της τάξης
αυτής κρύφτηκαν ανάμεσα στους δημόσιους υπαλλήλους της
Σοβιετικής Εξουσίας. Την ταξική τους οργάνωση τη
διατήρησαν στο εξωτερικό» (Λόγος στο ΙΙΙ Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς – 1921 – Άπαντα, τόμος 44, σελ.
5).
Για τις βασικές τάξεις που πάνω τους στηριζόταν το νέο
κοινωνικό καθεστώς τόνιζε:
«Φυσικά, στη Σοβιετική μας Δημοκρατία το κοινωνικό
καθεστώς βασίζεται στη συνεργασία δύο τάξεων: των
εργατών και των αγροτών, συνεργασία όπου τώρα
επιτρέπεται να παίρνουν μέρος, κάτω από ορισμένους
όρους, και οι "νέπμαν", δηλ. η αστική τάξη. Αν
παρουσιαστούν σοβαρές ταξικές διαφορές σ’ αυτές τις
τάξεις, τότε η διάσπαση είναι αναπόφευκτη. Όμως στο δικό
μας κοινωνικό καθεστώς δεν υπάρχει αναγκαστικά η βάση
για μια τέτοια αναπόφευκτη διάσπαση και το κύριο καθήκον
της ΚΕ μας και της ΚΕΕ, καθώς και όλου γενικά του
κόμματός μας συνίσταται στο να παρακολουθεί προσεκτικά
τα γεγονότα που μπορούν να γίνουν αίτια διάσπασης και να
τα προλαβαίνει, γιατί σε τελευταία ανάλυση η τύχη της
Δημοκρατίας μας θα εξαρτηθεί από το αν η αγροτική μάζα
θα πάει με την εργατική τάξη, παραμένοντας πιστή στη
συμμαχία της μ’ αυτήν, ή θα επιτρέψει στους "νέπμαν",
δηλαδή στη νέα αστική τάξη, να χωρίσει την αγροτιά από
τους εργάτες, να τη διασπάσει απ’ αυτούς». (Πώς να
αναδιοργανώσουμε την εργατοαγροτική επιθεώρηση, 23
Γενάρη 1923).
Αυτή η ταξική ανάλυση είναι ένα δείγμα για το πώς θα
πρέπει να εξετασθεί και στα επόμενα στάδιά της η
κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα άλλο ζήτημα που
προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι πως πολλά
εξαρτιόνταν από την εγρήγορση του κόμματος σε ό,τι
αφορούσε τη συνοχή των τάξεων που στήριζαν τη δικτατορία
του προλεταριάτου και την αντιμετώπιση των ταξικών
διαφορών. Όμως το ίδιο το κόμμα για να ανταποκριθεί
έπρεπε να υπερβεί τις αδυναμίες του. Στο ΧΙ Συνέδριο του
ΚΚΡ ο Λένιν τονίζει: «…που βρίσκεται η δύναμή μας και τι
μας λείπει; Πολιτική εξουσία έχουμε υπεραρκετή… Η βασική
οικονομική δύναμη είναι στα χέρια μας… Τι μας λείπει
λοιπόν; Είναι καθαρό τι μας λείπει: το στρώμα των
κομμουνιστών που διοικεί δεν έχει ένα ανώτερο επίπεδο
πολιτισμού» (Άπαντα, τόμος 45, σελ. 95).
Μ’ άλλα λόγια στο κόμμα έπρεπε να γίνουν ριζικές
ανακατατάξεις που θα το έκαναν ικανό να συνεχίσει το
τιτάνιο έργο του στη φάση πια της μετάβασης.
Ανακατατάξεις έγιναν, αλλά ας δούμε σε πια κατεύθυνση.
Ορισμένα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Στο 17ο Συνέδριο,
το 1934, το 40% των αντιπροσώπων ήταν μέλη πριν τον
Εμφύλιο. Στο 18ο Συνέδριο, το 1939, μόνο το 5% των
αντιπροσώπων ήταν μέλη πριν τον Εμφύλιο. Την ίδια χρονιά
στο σύνολο των μελών του κόμματος μόνο το 1,3% ήταν
«παλιοί μπολσεβίκοι». Ενδιαφέρον επίσης έχει και το
στοιχείο που λέει ότι στο 17ο Συνέδριο μόνο το 9,3% των
αντιπροσώπων ήταν εργάτες από την παραγωγή. Γιατί όλ’
αυτά; Ήταν οι απώλειες του Εμφυλίου, οι πρόωρα χαμένοι
επαναστάτες από το λιμό και την εξάντληση των
υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλαν στα πρώτα χρόνια
μετά τον Οκτώβρη. Ήταν τα θύματα των εκκαθαρίσεων που
σημάδεψαν τα τέλη της δεκαετίας του ΄30, ζήτημα που
χρειάζεται να ερευνηθεί από όσους ενδιαφέρονται για την
επαναστατική ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος,
γιατί η ιστορία δεν έχει λευκές σελίδες, γιατί εδώ
βρίσκονται αρκετές, όχι όλες, απαντήσεις στο ερώτημα:
υπήρχαν σωστές απόψεις για την παραπέρα πορεία της
μετάβασης, κι αν ναι γιατί δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν
στο κόμμα και στην κοινωνία. Γιατί τέλος το ηθικό κλίμα
που δημιουργήθηκε από τη βιολογική εξόντωση των φορέων
της άλλης άποψης επέδρασε αρνητικά σε όλο το
κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς.
Όμως την ίδια εποχή αναιρούνται κρίσιμα μέτρα που είχε
πάρει η δικτατορία του προλεταριάτου και στο επίπεδο της
κοινωνίας συνολικά. Για παράδειγμα, τότε επαναφέρουν το
δικαίωμα κληρονομιάς. Η κληρονομιά καταργήθηκε στις 27
(14) Απρίλη του 1918. Με το Σύνταγμα του 1936, η
κληρονομιά ξανάγινε νόμιμη και διασφαλίσθηκε το δικαίωμα
κάθε πολίτη να διαθέτει απεριορίστως την περιουσία του
με διαθήκη. Την ίδια εποχή και ενώ η ηγεσία του κράτους
και του κόμματος μιλούσε για νίκη του σοσιαλισμού,
ξεχνούσε ακόμη και τις θεμελιώδεις αρχές προστασίας της
δικτατορίας του προλεταριάτου από το γραφειοκρατικό
εκφυλισμό: την ενοποίηση εκτελεστικής και νομοθετικής
εξουσίας, το ανακλητό οποιουδήποτε κρατικού υπαλλήλου,
την υποχρέωση το μέγιστο εισόδημα των κρατικών υπαλλήλων
να μην ξεπερνάει εκείνο του ειδικευμένου εργάτη. Μερικά
χρόνια αργότερα, η γραφειοκρατία θα επωμισθεί την ευθύνη
της διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Έχει
μεσολαβήσει η συντριβή στον Ισπανικό Εμφύλιο. Η
αντιφασιστική νίκη και η τεράστια προσφορά της
Σοβιετικής Ένωσης σ’ αυτήν κάλυψε στη συνείδηση των
μαζών πολλά από τα ζητήματα που θίξαμε, αλλά φυσικά αυτά
υπήρχαν αντικειμενικά και σταδιακά γίνονταν το έδαφος
της κρίσης που υποχρεωτικά πλέον θα ξεσπούσε κάποια
στιγμή.
Σύμφωνα με την προσέγγιση που επιχειρήσαμε, το
συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η υπόθεση του
σοσιαλισμού είχε ηττηθεί στη Σοβιετική Ένωση πριν από
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιστεύουμε ότι κάποτε οι
ερευνητές ιστορικοί θα μπορέσουν να δείξουν στη βάση
επιστημονικών στοιχείων και πότε ακριβώς σημειώνεται
αυτή η καμπή. Οπωσδήποτε και η επόμενη περίοδος έχει
αυτόνομο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις: συγκρότηση
δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, διαμόρφωση της
κοινωνικοπολιτικής συνείδησης των διαφόρων κοινωνικών
τάξεων και στρωμάτων, διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικών
ρευμάτων και τόσα άλλα. Είναι αυτονόητο πως όλα αυτά τα
ζητήματα φωτίζονται περισσότερο από τα όσα συνέβησαν στη
Σοβιετική Ένωση στα χρόνια της περεστρόικα. Ήταν εντελώς
έξω από τους στόχους αυτού του άρθρου να επεκταθεί στην
περεστρόικα. Ορισμένα βασικά ζητήματα για την εμφάνιση
και εξέλιξη της περεστρόικα έχουμε θίξει στο άρθρο «Η
Ρωσία στο δρόμο του καπιταλισμού», στο τεύχος 1 της
Αριστερής Ανασύνταξης, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1993.
Πιστεύουμε ότι οι ερευνητικές προσπάθειες των
κομμουνιστών της χώρας μας στο μέλλον θα γίνουν πιο
αποδοτικές, ώστε το κομμουνιστικό κίνημα να αποκτήσει
κάποτε απαντήσεις-οδηγούς και τη σημερινή του δράση. Για
να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεκινήσει
ένας απροκατάλυπτος και δημιουργικός διάλογος ανάμεσα
στις διάφορες δυνάμεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή
τους και τη σημερινή υπαρκτή ή όχι οργανωτική τους
συγκρότηση. Θα πρέπει επίσης οι κομμουνιστές της χώρας
μας να επιδιώξουν συνειδητά την επαφή τους με ανάλογα
ρεύματα στο διεθνή χώρο και τους προβληματισμούς που
αναπτύσσονται σ’ αυτά. Γιατί δεν είναι μόνο η
σοσιαλιστική επανάσταση διεθνής αλλά και ο χαρακτήρας
της επαναστατικής θεωρίας γι’ αυτήν.
της Αγγελικής Ξύδη
Τιμώντας τη μνήμη της ακριβής μας συντρόφισσας Αγγελικής
Ξύδη που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, αναδημοσιεύουμε το
άρθρο της αυτό από την Αριστερή Ανασύνταξη, τεύχος 7/8
(Απρίλιος-Σεπτέμβρης 1995).
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανατροπή των
καθεστώτων των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έγιναν
αφορμή μετά το 1989 για ατέλειωτες αναλύσεις και
συζητήσεις γύρω από το θέμα του σοσιαλισμού. Δεν ήταν η
πρώτη φορά που το ζήτημα του χαρακτήρα εκείνων των
κοινωνιών γινόταν αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων ανάμεσα
σε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αριστερούς και όχι μόνο.
Οι προβληματισμοί γύρω από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και
ευρύτερα το σοσιαλισμό έχουν τη δική τους ιστορία, πολύ
σημαντική γιατί καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας
του μαρξισμού, της εξέλιξης των ιδεών του διαλεκτικού
και ιστορικού υλισμού, του επιστημονικού σοσιαλισμού. Η
διαφορά των πρόσφατων συζητήσεων και το νέο στοιχείο που
φέρνουν απορρέει από το γεγονός ότι η αποσύνθεση των
συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων της Σοβιετικής
Ένωσης και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η
γενίκευση της κρίσης στο σύνολο του κομμουνιστικού
κινήματος, έβαλαν νέες δυνάμεις στη διαδικασία της
συζήτησης, δυνάμεις που ως τότε ακολουθούσαν την
κρατούσα κατάσταση χωρίς φανερά τουλάχιστον να
αναπτύσσουν προβληματισμούς για τα ζητήματα του
σοσιαλισμού. Επίσης η νέα ιστορική πραγματικότητα που
διαμορφώθηκε δίνει περισσότερα στοιχεία για εξέταση,
συνθέτοντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την εξέλιξη
της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1917 και την εμφάνιση του
«υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι ωστόσο αντιφατική.
Από τη μια μεριά έχουν απελευθερωθεί δυνάμεις και
δυνατότητες για προβληματισμό, ανάπτυξη της θεωρίας,
διατύπωση λύσεων σε ζητήματα που χρόνια ταλαιπωρούσαν το
κίνημα, κι από την άλλη μεριά η ήττα του επαναστατικού
εργατικού κινήματος έχει διαμορφώσει εξαιρετικά δύσκολες
συνθήκες που επηρεάζουν τη στάση των αγωνιστών και τους
προβληματισμούς τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η εξέταση του
ιστορικού υλικού από τη νίκη και την ήττα της
Οκτωβριανής Επανάστασης και από όλη την εξέλιξη της
υπόθεσης του σοσιαλισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα
είναι ζήτημα κρίσιμο για το μέλλον του εργατικού
κινήματος. Η στάση του κάθε κομμουνιστή, του κάθε
αριστερού, στα ζητήματα αυτά είναι καθοριστική για τη
στάση του γενικά στην υπόθεση του κομμουνισμού. Σ’ αυτό
το σημείο κρίνονται και ο βαθμός αφομοίωσης της θεωρίας
του επιστημονικού σοσιαλισμού και η ικανότητα ή όχι για
δημιουργική συνεισφορά στην παραπέρα ανάπτυξη του
μαρξισμού.
Είναι χαρακτηριστική, σε σχέση με όσα προαναφέρθηκαν, η
περίπτωση του κειμένου του ΚΚΕ, «Προβληματισμοί για τους
παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού
συστήματος στην Ευρώπη». Πρόκειται για ένα κείμενο
περιπτωσιολογίας, σκοπιμότητας, από το οποίο απουσιάζει
η συστηματική εξέταση των ζητημάτων. Αντίστοιχης
ποιότητας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι και ο διάλογος
που διεξάγεται στο ΚΚΕ. Το κείμενο αυτό προκάλεσε
ορισμένες αντιδράσεις (εκτός από τον αστικό τύπο) από
κύκλους πρώην μελών του ΚΚΕ (π.χ. περίπτωση ΝΑΡ),
αντιδράσεις που έδειξαν ότι δυστυχώς και αυτοί δεν
ξεφεύγουν από την τυχαία και μη επιστημονική εξέταση των
θεμάτων.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια θετική διατύπωση
συλλογισμών για την υπόθεση του σοσιαλισμού με πυρήνα
την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ήττα της. Δεν
υποτιμάμε τη σημασία της κριτικής και της αντιπαράθεσης
αλλά πιστεύουμε ότι προέχει η έκθεση των απόψεών μας με
θετικό τρόπο. Σε καμιά περίπτωση το κείμενο αυτό δεν
αποτελεί μια, έστω και στοιχειωδώς, ολοκληρωμένη
τοποθέτηση στα ζητήματα που θέτει. Αυτό είναι αδύνατον
χωρίς τη συστηματική μελέτη ενός όγκου αυθεντικού υλικού
και στοιχείων, έργο ζωής στο οποίο πρέπει να συμβάλουν
πέραν του ενός μελετητές. Αυτό που θα προσπαθήσουμε κι
απ’ αυτό εξαρτιέται και η δομή του, είναι:
Α. Να διατυπώσουμε ορισμένα γενικά μεθοδολογικά κριτήρια
για το σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική επανάσταση και
κάποιες γενικές θέσεις για την εξέλιξη της υπόθεσης του
σοσιαλισμού μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Β. Να εξετάσουμε περισσότερο σε βάθος ορισμένα ζητήματα
καθοριστικά για την υπόθεση του σοσιαλισμού όπως:
• Σοσιαλισμός σε μια χώρα – Η κατάργηση της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας, η ουσία της κοινωνικοποίησης των μέσων
παραγωγής.
• Ο χαρακτήρας του οικονομικού συστήματος και των
παραγωγικών σχέσεων στη Σοβιετική Ένωση.
• Ο χαρακτήρας και ο ρόλος της γραφειοκρατίας
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Κάθε απόπειρα να εξηγήσουμε τη διάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης και των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής
Ευρώπης πρέπει να προσπαθεί να πατά σταθερά στο έδαφος
του μαρξισμού και να σέβεται βασικές αρχές του
διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού ώστε να μην καταλήγει
σε νέα αδιέξοδα και να δημιουργεί περισσότερες
συγχύσεις. Να μην πέφτει σε μονομέρειες, υπερτονίζοντας
ή και απολυτοποιώντας τη μια ή την άλλη πλευρά της
εξέλιξης. Είναι λοιπόν χρήσιμο να θυμόμαστε ορισμένες
θέσεις που περικλείνουν βασικά μεθοδολογικά κριτήρια για
τις αναλύσεις που επιχειρούμε:
1. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι η ριζική ανατροπή
όλων των γνωστών όρων της κοινωνικής ζωής. Είναι η
δραστηριότητα κατά την οποία η αλλαγή των περιστάσεων
συμπέφτει με την αλλαγή των υποκειμένων της επανάστασης.
Η επανάσταση «είναι επομένως αναγκαία, όχι μόνο επειδή η
κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να ανατραπεί με κανένα άλλο
τρόπο, αλλά επίσης επειδή η τάξη που την ανατρέπει μόνο
σε μιαν επανάσταση μπορεί να πετύχει να απαλλαγεί από
την προαιώνιο «κόπρο του Αυγείου» και να γίνει ικανή να
θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία». (Μαρξ – Ένγκελς, Η
γερμανική ιδεολογία, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 86).
2. Στη σοσιαλιστική επανάσταση η εργατική τάξη δεν
πρόκειται να εφαρμόσει ένα προκαθορισμένο σχέδιο αλλά ν’
αποκαλύψει τις ενυπάρχουσες αντιθέσεις της κοινωνίας, το
νόημά τους και να προσπαθήσει στη βάση αυτής της γνώσης
να επιδράσει στην κοινωνική εξέλιξη. (Δες σχετικά,
Μαρξ-Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α, σελ. 81).
3. Ο τρόπος παραγωγής είναι ένας ορισμένος τρόπος ζωής.
Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για την οικονομική-τεχνική
βάση, αλλά για την ενότητα παραγωγικών
δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, για τη διαλεχτική σχέση
βάσης – εποικοδομήματος. Η ανατροπή του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής και η διαμόρφωση του νέου σοσιαλιστικού
τρόπου παραγωγής πρέπει να εξετάζονται κάτω από το
πρίσμα αυτών των σχέσεων στο σύνολό τους. «Σύμφωνα με
την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός
παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η
παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματική ζωής… Αν
κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει
πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά
καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε
αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η
οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα
στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της
ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της… οι νομικές
μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών
των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που
συμμετέχουν στην πάλη… ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους
πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές
περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι
μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην
οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν
αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο
πλήθος των συμπτώσεων… Διαφορετικά, η εφαρμογή της
θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα
ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής
πρωτοβάθμιας εξίσωσης». (Γράμμα του Ένγκελς στον Μπλοχ,
21-22 Σεπτέμβρη 1890 – Διαλεχτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ.
572-3).
4. Σχετικά με τους όρους μετάβαση-μεταβατική κοινωνία,
σοσιαλισμός-κομμουνισμός. Στους κλασικούς οι έννοιες
σοσιαλισμός-κομμουνισμός ή ταυτίζονται ή ο όρος
σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για να διακρίνει την πρώτη
κατώτερη βαθμίδα της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Πρόκειται για δύο βαθμίδες ή φάσεις μιας και της αυτής
κοινωνίας. «Ωστόσο η επιστημονική διαφορά ανάμεσα στο
σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό είναι καθαρή. Αυτό που
συνήθως λέμε σοσιαλισμό, ο Μαρξ το ονόμαζε «πρώτη» ή
κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εφόσον τα
μέσα της παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και δω η λέξη «κομμουνισμός», φτάνει να
μην ξεχνούμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο
κομμουνισμό. Η μεγάλη σημασία των διασαφήσεων του Μαρξ
συνίσταται στο ότι ο Μαρξ εφαρμόζει και δω με συνέπεια
την υλιστική διαλεχτική, τη διδασκαλία της εξέλιξης,
θεωρώντας τον κομμουνισμό σαν κάτι που αναπτύσσεται από
τον καπιταλισμό. Αντί για σχολαστικά επινοημένους
«σκαρωμένους» ορισμούς και άκαρπες συζητήσεις γύρω από
λέξεις (τι είναι σοσιαλισμός και τι κομμουνισμός), ο
Μαρξ δίνει την ανάλυση εκείνου που θα μπορούσαμε να το
ονομάσουμε βαθμίδες της οικονομικής ωριμότητας του
κομμουνισμού» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση).
Ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί αυτοτελές κοινωνικό σύστημα.
Δεν ταυτίζεται όμως ούτε με τη φάση της μετάβασης από
τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, μια σύγχυση ιδιαίτερα
διαδεδομένη στις μέρες μας. Η φάση της μετάβασης, που η
διάρκειά της δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη και που
σαφώς εξαρτιέται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της
χώρας στην οποία νίκησε η επανάσταση, αντιστοιχεί ως
πολιτική μορφή στη δικτατορία του προλεταριάτου και ως
οικονομική διαδικασία στη δημιουργία των υλικών
προϋποθέσεων για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή η
μεταβατική φάση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνο
χώρα, δηλαδή να περάσουμε στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού σε μια χώρα, φαινόμενο για το οποίο οι
Μαρξ-Ένγκελς ήδη στη Γερμανική Ιδεολογία είχαν τονίσει
ότι αν παρουσιαζόταν θα ήταν ένα «τοπικό γεγονός» που
κάθε επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων στη κατεύθυνση
της διεθνοποίησής τους άρα κάθε επέκταση της παγκόσμιας
επικοινωνίας θα το καταργούσε. Παρόλο που για το ζήτημα
αυτό θα μιλήσουμε διεξοδικά στη συνέχεια, θεωρούμε
σκόπιμο και στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι οι
μπολσεβίκοι μετά την Οχτωβριανή δεν είχαν καμία αυταπάτη
για το μέλλον τους: «Δεν έχω αυταπάτες σχετικά με το ότι
αρχίσαμε απλώς τη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό,
ότι στο σοσιαλισμό δεν έχουμε ακόμα φτάσει… Απέχουμε
ακόμα κι από το τέλος της μεταβατικής περιόδου από τον
καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ποτέ δεν βαυκαλιστήκαμε με
την ελπίδα, ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας την
περίοδο αυτή χωρίς τη βοήθεια του διεθνούς
προλεταριάτου. Ποτέ δεν είχαμε πλάνες σχετικά μ’ αυτό
και ξέρουμε πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος που οδηγεί από
τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό…» (Λένιν, Έκθεση Δράσης
του Συμβουλίου Επιτρόπων του Λαού στο Τρίτο Πανρωσικό
Συνέδριο των Σοβιέτ – Γενάρης 1918).
Γενικά έχουμε τη γνώμη ότι η περιοδολόγηση
σοσιαλισμού-κομμουνισμού πρέπει να αποφεύγει τις
σχηματικότητες, να διασώζει αυτό που ισχύει γενικά και
να διακρίνει την ειδική έκφραση του, για την οποία
αποφασίζουν οι συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας στην
οποία έγινε η επανάσταση.
ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΟΥ
«ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ»
Οι χώρες και οι αντίστοιχες κοινωνίες που κατά καιρούς
μπήκαν κάτω από τον όρο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είχαν
διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και η απάντηση στο
ζήτημα του χαρακτήρα τους δεν μπορεί να είναι ταυτόσημη.
Έχουμε τη γνώμη ότι το καθοριστικό ζήτημα που πρέπει να
κρίνουμε είναι το είδος της κοινωνικής αλλαγής, της
κοινωνικής ανατροπής που ιστορικά εκδηλώθηκε σ’ αυτές
τις κοινωνίες. Όλα τα βασικά κριτήρια για το χαρακτήρα
της επανάστασης – στρατηγικοί σκοποί, κινητήριες
δυνάμεις, επαναστατική κατάσταση, χαρακτήρας εξουσίας
που εγκαθιδρύθηκε – δείχνουν ότι αμιγώς σοσιαλιστική
επανάσταση και νικηφόρα υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την καθοριστική επίδραση
της Σοβιετικής Ένωσης σε όλη την πορεία του
κομμουνιστικού κινήματος μας υποχρεώνει να σταθούμε
κυρίως στην περίπτωσή της. Ωστόσο είναι ανάγκη να
εξετασθεί συστηματικά και η περίπτωση των υπολοίπων
κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Παρόλο που η Οκτωβριανή ήταν σοσιαλιστική και νικηφόρα,
η ΕΣΣΔ που διαλύθηκε τυπικά το 1991 δεν αποτελούσε
κοινωνία ή σύνολο κοινωνιών σοσιαλιστικών. Η αποτυχία
της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να μεταβεί από την
προϊστορία του είδους του στην ιστορία, στο
σοσιαλισμό-κομμουνισμό, πρέπει να εξηγηθεί στη βάση
άλυτων κοινωνικών αντιθέσεων-αντιφάσεων. Δεν μπορεί να
αποδίδεται δαιμονολογικά σε δυο-τρία πρόσωπα, είτε
πρόκειται για το Στάλιν είτε για τον Γκορπατσώφ. Τα
πρόσωπα, οι προσωπικότητες παίζουν οπωσδήποτε σημαντικό
ρόλο στην ιστορική εξέλιξη, επιταχύνοντας ή
επιβραδύνοντας διαδικασίες που υπαγορεύονται από την
αντικειμενική πραγματικότητα (δράση κοινωνικών νόμων και
νομοτελειών) και από τη δράση των μαζών.
Κοινωνικά αίτια της αντιστροφής της κοινωνικής εξέλιξης
Η σοβιετική κοινωνία που πρόκυψε από την Οκτωβριανή
Επανάσταση ήταν κοινωνία μεταβατική, το πολιτικό της
καθεστώς ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου. Μόνο η
διαστρέβλωση του επιστημονικού σοσιαλισμού επέτρεψε να
γίνεται λόγος ήδη πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο για
νίκη του σοσιαλισμού και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο για
αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία και προετοιμασία
περάσματος στον κομμουνισμό. Αυτή η μεταβατική κοινωνία
έπρεπε να επιλύσει σειρά αντιθέσεων για ν’ ανοίξει το
δρόμο προς την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αντιθέσεις
που:
• κληρονομήθηκαν από την καπιταλιστική κοινωνία
• γέννησε η ιδιαίτερη φύση της μεταβατικής διαδικασίας
σε μια κοινωνία με τα χαρακτηριστικά της Ρωσίας των
αρχών του αιώνα: καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής,
γενικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων, σχετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης των μέσων
παραγωγής στη βιομηχανία άρα και της εργατικής τάξης,
μεγάλος κατακερματισμός της ιδιοκτησίας στον αγροτικό
τομέα, χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο της
εργατικής τάξης και έλλειψη γενικά δημοκρατικών
παραδόσεων στο πολιτικό εποικοδόμημα,
• δημιούργησε η παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα,
της εργατικής τάξης, του εργατικού κινήματος και κυρίως
του επαναστατικού κόμματος. Εννοούμε τις επιπτώσεις
λαθεμένων πολιτικών επιλογών ή λαθεμένων εφαρμογών της
μιας ή της άλλης πολιτικής επιλογής.
Όμως, η νίκη της επανάστασης δημιουργούσε την ελπίδα για
την εξεύρεση λύσεων, για το άνοιγμα δρόμων γιατί η
Οκτωβριανή όχι μόνο εγκαθίδρυσε μια νέα πολιτικής
εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά κυρίως
γιατί αυτή η πολιτική εξουσία διακήρυξε και υλοποίησε
την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής. Τα βασικά μέσα παραγωγής κρατικοποιήθηκαν,
πέρασαν στα χέρια του κράτους της δικτατορίας του
προλεταριάτου. Αυτή η πρώτη χαμηλή βαθμίδα της
κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής μπορούσε να
οδηγήσει στην ολοκλήρωση της μετάβασης με την προϋπόθεση
ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γενικευόταν και σε
άλλες χώρες αφενός και αφετέρου ότι στο εσωτερικό θα
αναπτυσσόταν σταθερά η δικτατορία του προλεταριάτου, η
εργατική δημοκρατία. Μετά την κατάκτηση της πολιτικής
εξουσίας, η προσέλκυση ολοένα και πλατύτερων μαζών στη
διακυβέρνηση θα επέτρεπε μια σχετικά γρήγορη ανάπτυξη
του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων. Με δεδομένη τη
χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη
μετεπαναστατική Ρωσία, το πολιτικό στοιχείο είχε
ξεχωριστή σημασία για την ανάπτυξη της παραγωγικής
βάσης.
Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις τα περί προσέλκυσης των
μαζών στη διακυβέρνηση θεωρούνται περίπου ως περιττή
φλυαρία αφού η κοινωνία δεν είχε κατακτήσει ένα υψηλό
βαθμό ανάπτυξης των μέσων παραγωγής κι αυτό όχι μόνο για
τη μεταοκτωβριανή Ρωσία, αλλά γενικά για κάθε μετάβαση
στο σοσιαλισμό. Έτσι η αναγνώριση π.χ. των διάφορων
φάσεων της εξέλιξης προς τον κομμουνισμό γίνεται με βάση
την ανάπτυξη της τεχνικής βάσης της κοινωνίας (βαθμός
αυτοματοποίησης της παραγωγής). Έχουμε τη γνώμη ότι
γίνεται έτσι ένας μηχανιστικός διαχωρισμός βάσης και
εποικοδομήματος. Ο Λένιν τοποθετούσε εντελώς διαφορετικά
το ζήτημα. Όταν αναφερόταν στη «σοσιαλιστική» δουλειά
της Οκτωβριανής τόνιζε ότι αυτή αναγόταν σε τρία σημεία:
- στην επαναστατική έξοδο από τον παγκόσμιο πόλεμο – στη
δημιουργία του σοβιετικού καθεστώτος, που αποτέλεσε
μορφή της πραγματοποίησης της δικτατορίας του
προλεταριάτου – στην οικοδόμηση των βάσεων της
οικονομίας του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια
τόνιζε τα εξής για τη δικτατορία του προλεταριάτου:
«Μόνο μια σειρά χώρες θα τελειοποιήσουν και θα
ολοκληρώσουν το σοβιετικό καθεστώς και όλες τις μορφές
της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στον τομέα αυτό
έχουμε ακόμη να κάνουμε πολλά. Θα ήταν ασυγχώρητο να μη
το δούμε αυτό. Πολλές φορές ακόμη θα χρειαστεί να
αποτελειώσουμε, να ξαναφτιάξουμε, να αρχίσουμε από την
αρχή. Κάθε βήμα που θα κατορθώνουμε να κάνουμε προς τα
μπρος, στο έργο της ανάπτυξης των παραγωγικών μας
δυνάμεων και του πολιτισμού μας, πρέπει να συνοδεύεται
από την ολοκλήρωση και την ανάπλαση του σοβιετικού μας
συστήματος» (Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από
την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού, 5/11/21, Άπαντα, τόμος
44, σελ. 224).
Πιστεύουμε ότι αυτή η τοποθέτηση είναι η μοναδικά σωστή.
Η ανάπτυξη της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι
αποτέλεσμα και προϋπόθεση, ταυτόχρονα, της ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων και το αντίστροφο. Στη Σοβιετική
ένωση, οι προϋποθέσεις για τις οποίες μιλήσαμε
(επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και σε άλλες
χώρες και συνεχής ανάπτυξης της δικτατορίας του
προλεταριάτου) δεν έγινε δυνατόν να καλυφθούν με
αποτέλεσμα τη γραφειοκρατική στρέβλωση του πολιτικού
συστήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης που με
τη σειρά της ανέκοψε την πορεία ολοκλήρωσης της
κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Οι αντιφάσεις που
γεννήθηκαν καθόρισαν την αντιστροφή της ιστορική
εξέλιξης, το μπλοκάρισμα της μετάβασης και την
παλινδρόμηση προς τον καπιταλισμό. Η κατάληξη είναι
γνωστή. Την εποχή, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, που στην
ΕΣΣΔ η αυτοματοποίηση της παραγωγής ήταν γεγονός, άρα τα
μέσα παραγωγής είχαν αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό, η
εργατική τάξη ήταν περισσότερο από ποτέ αποξενωμένη απ’
αυτά.
Η αντεπανάσταση
Όπως ήταν φυσικό, αυτή η πορεία δεν ήταν μια αυθόρμητη,
αυτόματη διαδικασία. Είχε κι αυτή τον υποκειμενικό της
παράγοντα. Πολλοί σήμερα μιλάνε για αντεπανάσταση. Οι
περισσότεροι (αν κρίνουμε από τα κείμενα του ΚΚΕ και το
σχετικό διάλογο) την εντοπίζουν στην ηγεσία της
περεστρόικα, στα πρόσωπα του Γκορμπατσώφ και του
Γιέλτσιν. Πιστεύουμε ότι τα ζητήματα χρειάζονται πιο
σοβαρή αντιμετώπιση. Η ύπαρξη αντεπανάστασης είναι
δεδομένη από τη στιγμή που ιστορικά εκδηλώθηκε νικηφόρα
σοσιαλιστική επανάσταση και η αστική τάξη έχασε την
πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής. Οι τάξεις όμως
στην μεταβατική περίοδο δεν εξαφανίζονται. Και το
πρόβλημα της διαμόρφωσης της αντεπανάστασης είναι
σύνθετο. Σίγουρα δεν ταυτίζεται απλά με την παλιά αστική
τάξη. Χρειάζεται μια βαθύτερη έρευνα των κοινωνικών και
οικονομικών αιτίων που την έθρεψαν και των ιστορικών
δρόμων από τους οποίους έφθασε ως το σημείο να
στελεχώνεται από μέλη του Π.Γ. του ΚΚΣΕ. Γενικά μιλώντας
θεωρούμε ότι η διαμόρφωση του κοινωνικού στρώματος που
τροφοδότησε τις γραμμές της αντεπανάστασης, ενός
κοινωνικού στρώματος που είχε λιγότερο ή περισσότερο
συνειδητοποιημένο συμφέρον από μια καπιταλιστική
παλινόρθωση, πρέπει να αναζητηθεί στις γραμμές της
παλιάς αστικής τάξης, στην κρατική και κομματική
γραφειοκρατία στις δυνάμεις της παραοικονομίας. Φυσικά
πρέπει να συνυπολογιστεί και η δράση του ιμπεριαλισμού,
όχι ως αιτία που διαμόρφωσε την αντεπανάσταση, αλλά ως
παράγοντας που την ενίσχυσε με εμφανείς και αφανείς
τρόπους στην πορεία όλου του 20ού αιώνα. Τα όσα
διαδραματίστηκαν από το ’85 (αρχή της περεστρόικα) ως το
’89 (σωρευτική διάλυση των καθεστώτων του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» και το ’91 (διάλυση και τυπικά της
Σοβιετικής Ένωσης) ήταν οι τελευταίες πράξεις της
πολιτικής επικράτησης των δυνάμεων της καπιταλιστικής
παλινόρθωσης, δεν ήταν η πρώτη εμφάνιση της
αντεπανάστασης. Αντίθετα, έχουμε τη γνώμη ότι την
εμφάνισή της στο ιστορικό προσκήνιο πρέπει να την
αναζητήσουμε στην ιστορική περίοδο που αρχίζει η
αντίστροφη μέτρηση για τη μεταβατική σοβιετική κοινωνία.
Δηλαδή στην περίοδο που αντί να δίνονται λύσεις στα
προβλήματα που γεννούσε η περιχαράκωση της επανάστασης
στα όρια της Σοβιετικής Ένωσης έμπαιναν τα πρώτα
θεμέλια:
α) για την αποξένωση της εργατικής τάξης από τα μέσα
παραγωγής, β) για τη συρρίκνωση των θεσμών της εργατικής
δημοκρατίας, γ) για τη συγκάλυψη των κοινωνικών
αντιθέσεων και των εθνικών ζητημάτων, δ) για την ταύτιση
κόμματος-κράτους, ε) για τη δημιουργία γραφειοκρατίας
στο κόμμα και στο κράτος που μετέτρεψε τη διαχείριση των
κρατικοποιημένων μέσων παραγωγής στο όνομα της εργατικής
τάξης σε στήριγμα της αυτονομημένης δικής της εξουσίας,
και με την πάροδο του χρόνου τη χρησιμοποίησε εκτός από
την υπεράσπιση των πολιτικών συμφερόντων της και για την
κάλυψη υλικών-οικονομικών συμφερόντων.
Στη διαπλοκή όλων αυτών των παραγόντων πρέπει να
συνυπολογιστεί σαν καθοριστικό σημείο με μεγάλες
ιστορικές – πολιτικές προεκτάσεις η ηθική και βιολογική
εξόντωση μεγάλου μέρους της ηγετικής ομάδων των
μπολσεβίκων και γενικότερα της γενιάς των επαναστατών
που αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη της
Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ήταν αναγκαία η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης;
Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η κατάρρευση των καθεστώτων της
Ανατολικής Ευρώπης σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορικής
περιόδου για το κομμουνιστικό κίνημα. Το ερώτημα που
προβάλει είναι: Ήταν αναγκαίο να φτάσουμε σ’ αυτό το
σημείο; Μπορούσε αυτή η πορεία να είχε αποτραπεί;
Ολοκληρωμένες απαντήσεις θα αργήσουν να δοθούν. Ωστόσο
μπορούμε ήδη σήμερα να θυμίσουμε ότι μια δυνατότητα που
έγινε πραγματικότητα σημαίνει ότι καθορίστηκε
αντικειμενικά, πως ήταν δηλαδή αναγκαία κατάληξη μιας
εξελικτικής διαδικασίας. Σε τι συνίσταται αυτή η
αναγκαιότητα στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης;
Είπαμε και πιο πάνω, στις αντιθέσεις-αντιφάσεις που
γέννησαν οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες. Από το
σύνολο των αντιθέσεων αυτών, θεμελιώδης αντίθεση, στο
εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας, που έγινε αντίφαση η
οποία καθόρισε τη συγκεκριμένη κοινωνία και δεν μπόρεσε
να λυθεί στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού ήταν η αντίθεση
ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και
τις υπό διαμόρφωση σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής που
είχαν στον πυρήνα τους την κρατική ιδιοκτησία (χαμηλή
βαθμίδα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής).
Κατά τη γνώμη μας η υπέρβαση της εσωτερικής αντίθεσης
της σοβιετικής κοινωνίας μέχρι σ’ ένα ορισμένο χρονικό
διάστημα μπορούσε να λυθεί στην κατεύθυνση της προώθησης
της μετάβασης, παρά τις δυσοίωνες διεθνείς συνθήκες. Ο
ίδιος ο Λένιν όταν άρχιζε η ΝΕΠ διατύπωνε πεντακάθαρα
αυτή τη διαζευκτική δυνατότητα:
«Και για να βγούμε κι εδώ νικητές, πρέπει απαραίτητα να
στηριχτούμε στην τελευταία πηγή δυνάμεων. Και η
τελευταία πηγή δυνάμεων είναι η μάζα των εργατών και των
αγροτών, η συνειδητότητά τους, η οργάνωσή τους. Η
οργανωμένη προλεταριακή εξουσία – και οι πρωτοπόροι
εργάτες και μια μικρή μερίδα πρωτοπόροι αγρότες θα
κατανοήσουν αυτό το καθήκον και θα μπορέσουν να
οργανώσουν γύρω τους ένα λαϊκό κίνημα – και τότε θα
βγούμε νικητές. Ή δεν θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε αυτό
το καθήκον – και τότε ο εχθρός που έχει περισσότερες
δυνάμεις από την άποψη της τεχνικής, θα μας συντρίψει
αναπόφευκτα. (Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των Επιτροπών
Πολιτικής Διαφώτισης, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 163-164).
Λίγο πριν το θάνατό του ο Λένιν προσπαθούσε να
προετοιμάσει το κόμμα για μια σχετικά μακρά περίοδο
χωρίς επαναστάσεις κατά την οποία η μεταβατική σοβιετική
κοινωνία έπρεπε να «κρατήσει» και έτσι να βοηθήσει και
την υπόθεση της διεθνούς επανάστασης. Λίγους μήνες μετά
ο Στάλιν διακηρύσσει τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού
σε μια μόνο χώρα, στη Σοβιετική Ένωση. Αξίζει να
συγκρίνουμε αυτή την εξέλιξη με τις υποθήκες του Λένιν:
«Δημιουργήσαμε το σοβιετικό τύπο κράτους, εγκαινιάζοντας
έτσι μια νέα κοσμοϊστορική εποχή, την εποχή της
πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που διαδέχτηκε
την εποχή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Κι αυτό δεν
μπορούν να το πάρουν πίσω, αν και είναι γεγονός πως μόνο
με την πρακτική πείρα της εργατικής τάξης μερικών χωρών
θα μπορέσουμε να «ολοκληρώσουμε» το σοβιετικό τύπο
κράτους. Μα δεν ολοκληρώσαμε ούτε το θεμέλιο της
σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτό μπορούν ακόμη να μας το
αφαιρέσουν οι εχθρικές δυνάμεις του καπιταλισμού που
πεθαίνει. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά και να το
πούμε ανοιχτά, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο
από την αυταπάτη (και τον ίλιγγο, ιδιαίτερα στα μεγάλα
ύψη). Δεν είναι καθόλου «φοβερό» να ομολογεί κανείς την
πικρή αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτε στην περίπτωση αυτή
που να δικαιολογεί την παραμικρή απογοήτευση, γιατί
πάντα διακηρύσσαμε και επαναλαμβάνουμε τη στοιχειώδη
αλήθεια του μαρξισμού, ότι για τη νίκη του σοσιαλισμού
χρειάζονται οι συντονισμένες προσπάθειες των εργατών
μερικών προηγμένων χωρών» (Σημειώσεις ενός Δημοσιολόγου,
Φεβρουάριος 1922, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 417-418).
Παρ’ όλ’ αυτά, σήμερα που η πορεία της καπιταλιστικής
παλινόρθωσης είναι η μόνη πραγματικότητα, θα επιμείνουμε
στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση η ιστορία αγκαλιάζει
και διατηρεί μέσα της όχι μόνο αυτό που πραγματώθηκε
αλλά και ό,τι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Αυτό
σημαίνει πρώτα και κύρια ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση και
η τύχη της – ανεξάρτητα απ’ όσα γράφουν οι κονδυλοφόροι
της αστικής προπαγάνδας και οι διάφοροι «ανανήψαντες» –
έχει ήδη καταγραφεί όχι απλά στην ιστορία του εργατικού
κινήματος αλλά στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρώπινης
κοινωνίας. Κάθε απόπειρα ανασυγκρότησης του
κομμουνιστικού κινήματος, κάθε νέα επαναστατική έκρηξη
με στόχο το σοσιαλισμό θα φέρνει τη σφραγίδα αυτής της
πρώτης – κοσμοϊστορικής σημασίας – εμπειρίας. Γι’ αυτό
και η σε βάθος μελέτη της αφορά το μέλλον και όχι το
παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε ορισμένα θέματα
καθοριστικής σημασία για το είδος του σοσιαλισμού που
προσδοκούμε και οραματιζόμαστε. Θέματα που απασχολούν
δεκαετίες το κομμουνιστικό κίνημα: η δυνατότητα ή όχι
επικράτησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα, η κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων
παραγωγής, ο χαρακτήρας του οικονομικού συστήματος και η
διαμόρφωσης των νέων παραγωγικών σχέσεων, ο χαρακτήρας
και ο ρόλος της γραφειοκρατίας. Αυτό που κυρίως θα
επιδιώξουμε είναι να αξιοποιήσουμε την εμπειρία της
Οκτωβριανής Επανάστασης και να την αντιμετωπίσουμε στη
βάση των αναλύσεων των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
Παρόλο που το θέμα έχει συζητηθεί δια μακρών στους
κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος, υπάρχουν
πιστεύουμε ορισμένες πλευρές στις οποίες χρειάζεται να
επιμείνουμε. Και πρώτα-πρώτα να επιμείνουμε στο γεγονός
ότι η μη δυνατότητα επικράτησης του σοσιαλισμού σε μια
χώρα έχει το χαρακτήρα νομοτέλειας. Δεν πρόκειται για
την πολιτική βούληση ούτε για τη σωστή ή όχι εφαρμογή
εκείνων των μέτρων που οδηγούν στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού. Η θέση αυτή προκύπτει απ’ όλες τις σχετικές
αναλύσεις των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και έχει μεγάλη σημασία
να τονίσουμε ότι ήταν γενικά αποδεκτή από το σύνολο της
ηγεσίας των μπολσεβίκων πριν και αμέσως μετά την
Οκτωβριανή. Όμως στη δεκαετία του 1930 η θέση αυτή
αναθεωρήθηκε. Η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είχε νικήσει
στη Σοβιετική Ένωση στάθηκε η πηγή πολλών κακοδαιμονιών
για την ίδια και για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Δεν έχουμε υπόψη μας κάποια πειστική απάντηση στο γιατί
έγινε αυτό. Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το
πρόβλημα στηριγμένοι στην ακόλουθη αντίληψη: Δεν αρκεί
μόνο να δέχεται κανείς θεωρητικά την ανάγκη του διεθνούς
και διαρκούς χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Στην πράξη πρέπει εκείνο το τμήμα της εργατικής τάξης
που ολοκλήρωσε τη δική του επανάσταση να μπορεί να
εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική που να μην είναι ούτε πίσω
ούτε μπροστά από τις απαιτήσεις της συγκυρίας που έχει
διαμορφωθεί διεθνώς.
Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής τέτοια λάθη έγιναν αλλά το
κόμμα των μπολσεβίκων είχε την ωριμότητα να τα
διαπιστώνει έγκαιρα και την ικανότητα να αλλάζει πορεία
πλεύσης. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που μια
λαθεμένη εκτίμηση (ο σοσιαλισμός νίκησε) παγιώνεται και
γίνεται τροχοπέδη για την ανάπτυξη της κοινωνίας, τη
στρέφει σε λάθος κατεύθυνση. Η εκτίμηση για το διεθνή
και διαρκή χαρακτήρα της επανάστασης άρα για τη
δυνατότητα επικράτησης του σοσιαλισμού σε σειρά από
χώρες, δηλαδή σ’ ένα διεθνές επίπεδο, και όχι σε μια
χώρα έχει γίνει από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήδη από τη
Γερμανική Ιδεολογία. Η τόσο παρεξηγημένη διατύπωση
«Εμπειρικά, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν
πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα, πράγμα
που προϋποθέτει την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων και την παγκόσμια επικοινωνία που συνδέεται με
τον κομμουνισμό» (Μαρξ-Ένγκελς, η γερμανική ιδεολογία,
εκδόσεις Gutenberg, σε. 81) δεν υπονοούσε την ανάγκη
μιας ταυτόχρονης προλεταριακής επανάστασης στον πλανήτη!
Η προϋπόθεση της παγκόσμιας ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων είναι εδώ η φράση κλειδί. Η παγκόσμια ανάπτυξη
των μέσων παραγωγής και της εργατικής τάξης είναι αυτή
που σπάει τα εθνικά τείχη των καπιταλιστικών κοινωνιών
και αντικειμενικά και εφόσον εκδηλωθούν σοσιαλιστικές
επαναστάσεις σε σειρά από χώρες επιτρέπει την ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων του σοσιαλισμού σε ένα διεθνές
επίπεδο, το μόνο δυνατό. Το 1850, στο έργο του «Ταξικοί
Αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850», δηλαδή σ’
ένα σχετικά πρώιμο έργο του, ο Μαρξ διατυπώνει την εξής
θέση σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Όπως οι εργάτες
πίστευαν ότι μπορούσαν να χειραφετηθούν πλάι-πλάι με την
αστική τάξη, έτσι νόμιζαν ότι μπορούσαν να
πραγματοποιήσουν μια προλεταριακή επανάσταση μέσα στα
εθνικά τείχη της Γαλλίας, πλάι στα άλλα αστικά έθνη. Μα
οι γαλλικές σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από το
εξωτερικό εμπόριο της Γαλλίας, από τη θέση της στην
παγκόσμια αγορά και από τους νόμους της. Πώς θα έσπαζε η
Γαλλία τους νόμους αυτούς χωρίς έναν ευρωπαϊκό
επαναστατικό πόλεμο που θα σκόνταφτε στο δεσπότη της
παγκόσμιας αγοράς, στην Αγγλία;»
Η προσεκτική ανάγνωση όλης της παραγράφου μας πείθει ότι
ο Μαρξ μιλώντας για πραγματοποίηση μιας προλεταριακής
επανάστασης δεν εννοεί τη στιγμιαία ή τέλος πάντων
ολιγόχρονη επικράτησή της με την κατάληψη της πολιτικής
εξουσίας. Έτσι, καθόλου τυχαία, τονίζει τις εσωτερικές
και εξωτερικές οικονομικές σχέσεις που αποτελούν το
πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η επανάσταση. Η
παγκόσμια αγορά του καπιταλισμού με τους νόμους της
είναι ένα πλαίσιο απαγορευτικό για την πραγματοποίηση
μιας προλεταριακής επανάστασης εντός των εθνικών τειχών
μιας χώρας. Πολύ αργότερα, μετά τη νίκη της Οκτωβριανής,
η αναφορά στην «ιμπεριαλιστική περικύκλωση» δεν είναι
βέβαιο αν γινόταν σωστά κατανοητή από τους κομμουνιστές.
Σ’ αυτό φταίει και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονταν τα
κομμουνιστικά κόμματα το ζήτημα του «ιμπεριαλιστικού
δακτύλου». Το βάρος έπεφτε σχεδόν απόλυτα στην
πολιτικό-στρατιωτική πλευρά, στις μυστικές υπηρεσίες
κλπ. Ακόμη και το τελευταίο κείμενο του ΚΚΕ κυρίως προς
αυτή την πλευρά κλείνει. Δεν νομίζουμε ότι όλα αυτά
είναι χωρίς σημασία. Όμως το κύριο πρόβλημα που είχε και
θα έχει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προλεταριακή
επανάσταση είναι η επιβίωση των νέων παραγωγικών
σχέσεων, του νέου τρόπου παραγωγής στο πλαίσιο του
καπιταλισμού με την παγκόσμια αγορά και τους νόμους της.
Η μόνη λύση είναι η επέκταση της επανάστασης σε σειρά
χωρών και η χάραξη σωστής πορείας στο εσωτερικό χωρίς
αυταπάτες. Ο τελικός περιορισμός της επανάστασης σε μια
χώρα ισοδυναμεί με το θάνατό της. Ο Λένιν ήταν
κατηγορηματικός όταν έλεγε: «Φυσικά η τελική νίκη του
σοσιαλισμού σε μια χώρα είναι αδύνατη» (Τρίτο Συνέδριο
του Σοβιέτ). Όμως ήταν το ίδιο κατηγορηματικός στην
ανάληψη των ευθυνών που απέδιδε στους μπολσεβίκους η
εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης στη Ρωσία του ΄17. Η
επανάσταση δεν θα μπορούσε να αναβληθεί για ν’
ακολουθήσουν και οι εφεδρείες. Λέγονται πολλά για τη
διάψευση των προβλέψεων του Λένιν σχετικά με το ξέσπασμα
προλεταριακών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Ιστορικά, είναι
γνωστό πως και ο Μαρξ και ο Ένγκελς αλλά και ο Λένιν
συνέβη να κάνουν πολιτικές προβλέψεις που δεν
επαληθεύτηκαν. Αυτό δεν θίγει την ουσία του
επιστημονικού σοσιαλισμού. Άλλωστε η πολιτική δεν είναι
πείραμα φυσικής-χημείας όπου ο συνδυασμός συγκεκριμένων
στοιχείων κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δίνει τα τάδε
συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αλλά και πάλι, για χρόνια
μετά το ΄17 η Ευρώπη συγκλονίστηκε από επαναστατικές
πράξεις του προλεταριάτου με κορυφαία τη γερμανική
επανάσταση του 1918. Το προλεταριάτο της Ευρώπης
ηττήθηκε. Ο Λένιν έκανε έγκαιρα τον απολογισμό: «Λέγαμε
στον εαυτό μας, λέγαμε στην εργατική τάξη, λέγαμε σε
όλους τους εργαζόμενους τόσο της Ρωσίας, όσο και των
άλλων χωρών: δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το καταραμένο
και εγκληματικό ιμπεριαλιστικό μακελειό εκτός από την
επαναστατική διέξοδο και, τερματίζοντας τον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο με την επανάσταση, ανοίγουμε για
όλους τους λαούς τη μόνη δυνατή διέξοδο απ’ αυτό το
εγκληματικότατο μακελειό. Νομίζαμε τότε – και δεν
μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά – πως ο δρόμος αυτός
είναι καθαρός, ίσιος και ο πιο εύκολος. Αποδείχτηκε πως
σ’ αυτό τον ίσιο δρόμο, που ήταν ο μόνος που μας
απάλλαξε πραγματικά από τους ιμπεριαλιστικούς δεσμούς,
από τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα, από τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο, ο οποίος εξακολουθεί να απειλεί όλον τον άλλον
κόσμο – αποδείχτηκε, πως σ’ αυτό το δρόμο δεν μπόρεσαν
να μπουν οι άλλοι λαοί, τουλάχιστον τόσο γρήγορα, όσο
υπολογίζαμε» (Το ΙΧ Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, 23/28
Δεκεμβρίου 1921, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 292).
Όσο για τους επιγόνους αυτό που έχει σημασία δεν είναι
να εξαντλούνται ψάχνοντας το που διαψεύστηκε ο Λένιν
αλλά να παραδειγματιστούν από τον τρόπο που συνέδεε την
τύχη της ρώσικης επανάστασης με την παγκόσμια
σοσιαλιστική επανάσταση, θεωρώντας ότι η πορεία προς τα
μπρος της ρώσικης επανάστασης ήταν η μόνη σοβαρή βοήθεια
για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι
σκεφτόταν πριν ακόμα τη νίκη της Οκτωβριανής. Το ίδιο
ίσχυε και μετά. Ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να νικήσει
μόνο στη Σοβιετική Ένωση, η μεταβατική περίοδος δεν
μπορούσε να ολοκληρωθεί εκεί χωρίς να υπάρξουν και άλλες
προλεταριακές επαναστάσεις. Όμως η σωστή πορεία της
μεταβατικής κοινωνίας ήταν στοιχείο καθοριστικό για την
τύχη της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτό που χρειαζόταν το
διεθνές προλεταριάτο δεν ήταν η ψευδής διαβεβαίωση ότι ο
σοσιαλισμός είχε νικήσει σε μια χώρα, αλλά η
επιστημονική χάραξη του δρόμου προς το σοσιαλισμό. Για
αρκετά χρόνια και μέσα από αντιξοότητες και λάθη, οι
μπολσεβίκοι έβρισκαν τη συνέχεια αυτού του δρόμου. Οι
κίνδυνοι ήταν μεγάλοι. Το ΄21 με το ξεκίνημα της ΝΕΠ ο
Λένιν τους οροθετούσε επιγραμματικά: «Το ζήτημα είναι να
δούμε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο. Αν οι καπιταλιστές
πετύχουν να οργανωθούν πρώτοι, δε θάχουμε να πούμε
τίποτα. Πρέπει να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα: Ποιος
ποιον θα νικήσει;»
Συνέχισαν να βλέπουν τα πράγματα ψύχραιμα; Δέκα χρόνια
μετά το θάνατο του Λένιν στο 18ο συνέδριο του κόμματος,
ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση σχετικά με το ζήτημα του
σοσιαλισμού σε μια χώρα ανατράπηκε και ο Στάλιν
ισχυρίστηκε πως: «Αποδείχτηκε με την πείρα της χώρας ότι
είναι απόλυτα δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού σε μια
ξεχωριστή χώρα». Και το 1936 στο VIII συνέδριο των
Σοβιέτ: «Η σοβιετική μας κοινωνία κατόρθωσε να
πραγματοποιήσει κιόλας βασικά το σοσιαλισμό, δημιούργησε
το σοσιαλιστικό καθεστώς, δηλαδή πραγματοποίησε αυτό που
οι μαρξιστές το λένε αλλιώς πρώτη ή κατώτερη φάση του
κομμουνισμού».
Πώς έφτασαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο; Το Μάη του
1924 ο Στάλιν υποστήριζε ακόμη τη μαρξιστική άποψη: «Για
τη συντριβή της αστικής τάξης δε φτάνουν οι προσπάθειες
μιας χώρας αυτό αποδείχτηκε απ’ την ιστορία της
επανάστασής μας. Οι προσπάθειες μιας χώρας, για την
τελική νίκη του σοσιαλισμού, για την οργάνωση της
σοσιαλιστικής παραγωγής, ιδιαίτερα σε μια αγροτική χώρα
όπως η Ρωσία, δεν επαρκούν για κάτι τέτοιο, απαιτούνται
οι προσπάθειες των προλετάριων των αναπτυγμένων χωρών»
. Στα τέλη του 1924 και συγκεκριμένα το Δεκέμβρη στο
άρθρο του «Ο Οκτώβρης και οι τακτικές των Ρώσων
κομμουνιστών» κάνεις τροφή 180 μοιρών και υποστηρίζει:
«Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η παγκόσμια θεωρία
μίας ταυτόχρονης νίκης της επανάστασης στις κυριότερες
χώρες της Ευρώπης, η θεωρία ότι η νίκη του σοσιαλισμού
σε μια μόνη χώρα είναι ανέφικτη, αποδείχτηκε ότι είναι
τεχνητή, όχι βιώσιμη θεωρία. Η εφτάχρονη ιστορία της
προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία δε μιλά υπέρ, μα
ενάντια σ’ αυτή τη θεωρία» (Όλα τα σχετικά αποσπάσματα
του Στάλιν, από το βιβλίο του Φερνάντο Κλαουντίν – Η
κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, εκδόσεις
Γράμματα, 1981).
Ο Στάλιν δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αποδείξει θεωρητικά
την άποψή του. Για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να
αποδείξει ότι δεν ίσχυε η άποψη των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν
ότι οι παραγωγικές δυνάμεις πάνω στις οποίες θα
οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός πρέπει να κυριαρχούν διεθνώς
και να καταλήγουν στο σοσιαλιστικό διεθνή καταμερισμό
της εργασίας. Η μόνη παραχώρηση που έκανε ο Στάλιν ήταν
πως δεχόταν ότι ο σοσιαλισμός που νίκησε σε μια χώρα
μπορούσε να ανατραπεί όσο δεν είχε νικήσει η επανάσταση
σε παγκόσμια κλίμακα. Σε τι οφειλόταν αυτή η στροφή; Ας
πούμε πρώτα ότι την ευθύνη γι’ αυτήν πρέπει να την
αποδώσουμε όχι μόνο στο Στάλιν αλλά σε όλη εκείνη την
κομματική και κρατική ηγεσία που συντάχθηκε μ’ αυτή την
άποψη, με εξαίρεση όπως είναι ιστορικά γνωστό τον
Τρότσκυ και τους κύκλους της Αριστερής Αντιπολίτευσης.
Τι είδους ευθύνη όμως; Ευθύνη για ένα λάθος ιστορικής
φύσης, για μια ολοκληρωτικά λαθεμένη εκτίμηση της
εποχής, των συνθηκών και των καθηκόντων που απέρρεαν για
το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Οι αιτίες είναι σίγουρα
πολλές. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και ο βαθμός
αφομίωσης του μαρξισμού, οι αντικειμενικές συνθήκες που
διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό με τη ΝΕΠ, ο ρόλος των
προσωπικοτήτων, της ηγεσίας που αποδείχνεται μετά το
θάνατο του Λένιν ότι δεν έχει το ανάστημα που απαιτούν
οι συνθήκες. Η άποψη που υποστήριξε ότι ο σοσιαλισμός
νίκησε στη Σοβιετική Ρωσία του ΄30 μοιάζει σαν
απελπισμένη προσπάθεια να περισωθεί το ελάχιστο, η
επανάσταση στο έδαφος της Ρωσίας, όταν όλες οι συνθήκες
εσωτερικές και διεθνείς δεν επέτρεπαν καμιά αισιοδοξία
για το μέλλον. Ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή, αυτή που
γέννησε ιδεολογήματα και ψευδή συνείδηση που
ταλαιπώρησαν για δεκαετίες το κομμουνιστικό κίνημα. Ας
δούμε όμως από πιο κοντά το είδος και το μέγεθος των
προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει η επανάσταση στη
Ρωσία
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ένα μήνα περίπου πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Λένιν
στα «Καθήκοντα της Επανάστασης» αναφερόταν στον εργατικό
έλεγχο πάνω στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Τόνιζε
την ανάγκη πλατιών εθνικοποιήσεων στις τράπεζες, στις
ασφαλιστικές εταιρείες, στους σπουδαιότερους κλάδους της
βιομηχανίας. Μιλούσε για κατάργηση χωρίς αποζημίωση της
ατομικής ιδιοκτησίας των τσιφλικάδων πάνω στη γη και
διαχείριση της γης σε πρώτη φάση από επιτροπές αγροτών
μέχρις ότου θα έλυνε το ζήτημα η Συνταχτική Συνέλευση.
Ξέρουμε ότι αρκετά πράγματα στην πράξη είχαν μια
διαφορετική εξέλιξη. Το κυριότερο απ’ αυτά ήταν το
ζήτημα της γης που για λόγους κύρια πολιτικούς (συμμαχία
εργατικής τάξης-αγροτών) αρχικά λύθηκε με εντελώς
διαφορετικό τρόπο. Η γη μοιράστηκε στους άκληρους και
φτωχομεσαίους αγρότες. Όμως, η Οκτωβριανή Επανάσταση
υλοποίησε τη διακήρυξή της για την κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Φυσικά δεν
επρόκειτο για μια ευθύγραμμη πορεία ούτε για μια χρονικά
σύντομη διαδικασία. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής
θεωρείται μέχρι και την τελική επικράτηση της
αντεπανάστασης το 1991 σαν η θεμελιώδης κατάκτηση της
εργατικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση. Από πολλές απόψεις
η διαπίστωση αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια: - γιατί η
Οκτωβριανή Επανάσταση δεν διακήρυξε μόνο την κατάργηση
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αλλά με συγκεκριμένα μέτρα
πήρε τα βασικά μέσα παραγωγής από την αστική τάξη. –
γιατί αυτά τα μέσα παραγωγής παρέμειναν κρατικοποιημένα,
παρά την αντιστροφή της μετάβασης, για μακρύ χρονικό
διάστημα που κάλυψε περισσότερο από μισόν αιώνα.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη πλευρά: η κατάργηση της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η κρατικοποίηση των μέσων
παραγωγής δεν ήταν παρά η πρώτη πράξη για την
κοινωνικοποίησή τους. Η μεταβατική κοινωνία θα
προχωρούσε σ’ αυτόν το δρόμο με τη δημιουργία νέων
παραγωγικών σχέσεων και συνολικά νέων κοινωνικών
σχέσεων. Η ιδιωτική ιδιοκτησία και κάθε μορφή
ιδιοκτησίας δεν είναι μια ανεξάρτητη σχέση. Ο Μαρξ, ήδη
από την εποχή που έγραφε την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας»
είχε τονίσει τα εξής: «Σε κάθε ιστορική περίοδο, η
ιδιοκτησία αναπτύχθηκε διαφορετικά και κάτω από μια
σειρά τελείως διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι,
όποιος θέλει να περιγράψει την αστική ιδιοκτησία δεν
έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να περιγράψει όλες τις
κοινωνικές σχέσεις της αστικής παραγωγής. Το να
προσπαθήσει κανείς να προσδιορίσει την ιδιοκτησία σαν
μια ανεξάρτητη σχέση, μια ξεχωριστή κατηγορία – μια
αφηρημένη αιώνια ιδέα – δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο
από μια αυταπάτη μεταφυσική ή νομικίστικη». Έχουμε τη
γνώμη ότι σε μια τέτοια μεταφυσική και νομικίστικη
αυταπάτη μετατράπηκε η κατάργηση της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση
εξαιτίας της συρρίκνωσης της εργατικής δημοκρατίας, της
εξουσίας των Σοβιέτ και της μετατροπής των διαχειριστών
της κρατικοποιημένης ιδιοκτησίας (της γραφειοκρατίας) σε
διαχειριστές της τύχης της εργατικής τάξης.
Ας δούμε όμως τι συνέβη με το οικονομικό σύστημα στο
σύνολό του. Έχει σημασία να θυμήσουμε ότι το Δεκέμβριο
του 1919 ο Λένιν διατύπωνε ως εξής το ζήτημα του νέου
οικονομικού συστήματος: «Αν θέσουμε το ερώτημα, τι
αντιπροσωπεύει το σημερινό οικονομικό σύστημα της
Σοβιετικής Ρωσίας, θα πρέπει να πούμε πως το σύστημα
αυτό αντιπροσωπεύει το χτίσιμο των βάσεων του
σοσιαλισμού στη μεγάλη παραγωγή, τη μετάπλαση της παλιάς
καπιταλιστικής οικονομίας που γίνεται σε συνθήκες της
πιο πεισματικής αντίστασης του καπιταλισμού, η οποία
εκδηλώνεται με εκατομμύρια και εκατομμύρια
μορφές»(Εισήγηση για τα Κομμουνιστικά Σάββατα στη
Συνδιάσκεψη της Μόσχας του ΚΚΡ μπ. – Άπαντα, τόμος 40,
σελ. 35).
Για «μετάπλαση της παλιάς καπιταλιστικής οικονομίας»
μιλάει ο Λένιν, «σε συνθήκες πεισματικής αντίστασης του
καπιταλισμού» και φυσικά όχι μόνο του ρώσικου. Η ιστορία
απέδειξε ότι ο εμφύλιος και οι αντεπαναστατικές
ενέργειες των πρώτων χρόνων ήταν ζητήματα πιο εύκολα για
τη νεαρή επανάσταση απ’ ό,τι η αντιμετώπιση των
θεμελιωδών εσωτερικών αντιθέσεων και της πίεσης που
ασκήθηκε πάνω στο νέο οικονομικό σύστημα από την
παγκόσμια αγορά του καπιταλισμού και τους νόμους κίνησής
της. Για να έχει κανείς ορθή εικόνα του τι συνέβη δεν
πρέπει να ξεχνά πως ανεξάρτητα από τη συνείδηση των
ανθρώπων της εποχής, οι σχέσεις που κυριαρχούσαν στη
σοβιετική οικονομία εξαρτιόνταν από τις σχέσεις της με
την παγκόσμια οικονομία, που βέβαια ήταν καπιταλιστική.
Οι βασικές αποφάσεις που αφορούσαν την πορεία της
οικονομίας εξαρτιόνταν από παράγοντες που βρίσκονταν έξω
από κάθε έλεγχο της νεαρής δικτατορίας του
προλεταριάτου, δηλαδή από την παγκόσμια οικονομία και
τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Έτσι, ενώ η μεταβατική κοινωνία είχε στόχο την κατάργηση
του καταμερισμού της εργασίας, του εμπορεύματος και των
εμπορευματικών σχέσεων, την εξουδετέρωση του νόμου της
αξίας ως ρυθμιστή της παραγωγής, στην πράξη η πορεία
αυτή υπονομευόταν από το διεθνή καπιταλιστικό περίγυρο
και το χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στο
εσωτερικό. Το 1921, θέτοντας σε εφαρμογή τη στροφή της
ΝΕΠ, ο Λένιν τονίζει:
«Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύομε δεν
δημιουργούνται από μας: εξαρτώνται και από την
οικονομική πάλη και από τις σχέσεις μας με τις άλλες
χώρες. Τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή, ώστε να βάλουμε
φέτος την άνοιξη το ζήτημα της εκμίσθωσης και τώρα να
είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε το ζήτημα του εμπορίου
και της κυκλοφορίας του χρήματος… Θα ήταν πολύ πιο
ευχάριστο, αν μπορούσαμε να κατακτήσουμε το
καπιταλιστικό εμπόριο με έφοδο και κάτω από ορισμένους
όρους (διατήρηση των εργοστασίων, αναπτυγμένη οικονομία
και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο), η απόπειρα για μια
«έφοδο», δηλαδή για μια άμεση καθιέρωση της ανταλλαγής
εμπορευμάτων, δεν είναι καθόλου λάθος». (Λόγος στην VII
κομματική συνδιάσκεψη του κυβερνείου της Μόσχας, 29-31
Οκτωβρίου 1921, Άπαντα, τόμος 44, σελ. 217).
Και σε ένα άλλο σημείο επιμένει: «Αναγκαστήκαμε να
υποχωρήσουμε τόσο πολύ, που το ζήτημα του εμπορίου έγινε
πρακτικό ζήτημα του κόμματος, ζήτημα της οικονομικής
οικοδόμησης. Ποιο πράγμα υπαγορεύει το πέρασμα στις
εμπορικές βάσεις; Το περιβάλλον, οι σημερινές συνθήκες…
Τώρα πια δεν μπορούμε να μιλάμε για ανταλλαγή
εμπορευμάτων, γιατί ο τομέας αυτός σαν πεδίο πάλης μας
ξέφυγε από τα χέρια…»
Το δυστύχημα είναι πως ενώ πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο οι μπολσεβίκοι είχαν συνείδηση αυτών των
προβλημάτων και οι σοβιετικοί θεωρητικοί και
οικονομολόγοι μιλούσαν για πάλη νόμου της αξίας και
στοιχείων του σχεδιασμού σε όλη τη διάρκεια της
μεταβατική περιόδου, μόλις διατυπώθηκε η άποψη ότι ο
σοσιαλισμός είχε νικήσει, αναγκαστικά και για να
δικαιολογηθεί η πραγματικότητα, οι σοβιετικοί, ο ίδιος ο
Στάλιν υποστήριξαν ότι ο νόμος της αξίας (άρα οι
εμπορευματικές σχέσεις) υπάρχει και λειτουργεί στο
σοσιαλισμό και ότι έσφαλαν εκείνοι που αρνιόνταν μέχρι
τότε τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική
κοινωνία. Έτσι, μη έχοντας συνείδηση των πραγματικών
ζητημάτων που αντιμετώπιζαν ήταν πολύ φυσιολογικό να
πέφτουν από το ένα λάθος στο άλλο ενώ παράλληλα
εξαντλιόταν και η αρχική ορμή του νέου οικονομικού
συστήματος. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος, η αντιφασιστική νίκη
και η ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια έκρυψαν πολλές
από τις δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, αλλά
η εποχή της στασιμότητας απείχε μόλις μια εικοσαετία,
χρόνος ασήμαντος σχετικά για την ιστορική εξέλιξη. Αυτό
φυσικά δεν σημαίνει ότι η Σοβιετική Ένωση δε σημείωσε
επιτυχίες στον οικονομικό τομέα στα εβδομήντα και πλέον
χρόνια της ύπαρξής της. Πολλές και μεγάλες. Η Σοβιετική
Ένωση των παραμονών του Δεύτερου Παγκόσμιου και των
αρχών της δεκαετίας του εξήντα δεν είχε σχέση με την
καθυστερημένη προεπαναστατική ασιατική Ρωσία. Μάλιστα σε
ορισμένα χρονικά διαστήματα οι ρυθμοί ανάπτυξής της ήταν
ανώτεροι από αυτούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Όλα
αυτά δεν ήταν τυχαία. Οφείλονταν στη δυναμική που
γέννησε η επανάσταση. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής
αρχικά στη βιομηχανία με τις κρατικοποιήσεις και
αργότερα στην αγροτική οικονομία με την κολεκτιβοποίηση
(που όμως χρειάζεται να εξετασθεί από την άποψη του
χρόνου και του τρόπου που έγινε, αν δηλαδή καθυστέρησε
χρονικά αφενός και αφετέρου αν υλοποιήθηκε με λαθεμένους
χειρισμούς που έπλητταν μαζί με τους κουλάκους και τη
φτωχή αγροτιά, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τη συμμαχία
εργατών-αγροτών, τη βάση δηλαδή της ίδιας της
επαναστατικής εξουσίας) έδωσαν τη δυνατότητα για
κεντρικό σχεδιασμό σε πλατιά κλίμακα που σε συνδυασμό με
τον ενθουσιασμό των πρώτων δεκαετιών μετά την επανάσταση
και εκείνον της αντιφασιστικής πάλης οδήγησε σε ψηλούς
ρυθμούς ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά λειτουργούσε σαν αντίρροπη δύναμη ο
ανταγωνισμός με τον ιμπεριαλισμό και ειδικά ο
στρατιωτικός ανταγωνισμός που επέβαλε επιλογές που
απέβαιναν σε βάρος της ορθολογικής ανάπτυξης του
οικονομικού συστήματος υποχρεώνοντας δηλαδή τη σοβιετική
εξουσία να βάζει σε δεύτερη μοίρα την καταναλωτική
βιομηχανία, τις κοινωνικές δαπάνες κλπ. Συν τω χρόνω
σοβαρό αρνητικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών
σχέσεων παίζει η αποξένωση των μαζών από τη διαχείριση
της εξουσίας. Οι επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας πρέπει
να ερευνηθούν ευρύτερα στον κοινωνικό ιστό π.χ. στο ρόλο
και τη λειτουργία των εργατικών επιτροπών στην παραγωγή,
στο ρόλο και τη λειτουργία των συνδικάτων. Ακόμη, στη
μετατροπή δομών αποφασιστικών για την τύχη της
επανάστασης και του οικονομικού συστήματος σε κοινά
κρατικά παραρτήματα. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στους
συνεταιρισμούς όλων των μορφών που ειδικά κατά τις
τελευταίες δεκαετίες τα μέλη τους είχαν αποκτήσει τη
συνείδηση τυχαίων κρατικών υπαλλήλων γεγονός που σε
συνδυασμό με το στείρο συγκεντρωτισμό που κυριαρχούσε σε
ολόκληρη την κοινωνία εμπόδιζε αυτές τις δομές να είναι
δυνάμει προωθητικές προς το σοσιαλισμό.
Μ’ άλλα λόγια, έχουμε τη γνώμη πως το οικονομικό σύστημα
της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλιστικό (με
την έννοια που αποδώσαμε στο σοσιαλισμό ως πρώτη φάση
του κομμουνισμού) αλλά ήταν το οικονομικό σύστημα μιας
μεταβατικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που βάδιζε προς το
σοσιαλισμό, μια πορεία που για πολλούς λόγους ανακόπηκε
και μάλιστα θεωρούμε ότι τα πιο σοβαρά εμπόδια είχαν ήδη
ορθωθεί πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε τελευταία
ανάλυση κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει στο όνομα του
μαρξισμού ότι η κρατική ιδιοκτησία, η τεχνολογική
πρόοδος και οι υψηλοί οικονομικοί δείκτες συνιστούν τα
χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Το ύψιστο
κριτήριο της μετάβασης δεν μπορεί να είναι οι ρυθμοί
αυτοματοποίησης της παραγωγής, απομονωμένοι από τους
ρυθμούς συμμετοχής της εργατικής τάξης στη διαχείριση
των κοινωνικών πραγμάτων. Θέλουμε μάλιστα να
υποστηρίξουμε ότι στην κοινωνία της μετάβασης – με
δεδομένη τη σκληρή πάλη για τη μετάπλαση της
καπιταλιστικής οικονομίας και του συνόλου των κοινωνικών
σχέσεων του καπιταλισμού – η λειτουργία της δικτατορίας
του προλεταριάτου είναι στοιχείο κρίσιμο για την αντοχή
της επανάστασης και του υπό διαμόρφωση νέου οικονομικού
συστήματος. Η γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κράτους
δεν είναι μια απλή διοικητική δυσλειτουργία, και είναι
πολύ περίεργο πως μπορεί αν μιλά κανείς για σοσιαλιστική
κοινωνία και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σε
συνθήκες αλλοίωσης του περιεχομένου της δικτατορίας του
προλεταριάτου.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Είναι γνωστό πως το ζήτημα του χαρακτήρα και του ρόλου
της σοβιετικής γραφειοκρατίας έχει συνδεθεί με το
χαρακτηρισμό της νέας κοινωνίας και του οικονομικού
συστήματος. Π.χ. το ΚΚΕ που θεωρεί ότι τις παραμονές της
περεστρόικα υπήρχε αναπτυγμένος σοσιαλισμός με το ζόρι
ψελλίζει κάτι για γραφειοκρατικές στρεβλώσεις δείχνοντας
ότι τις κατανοεί σαν κάποια διοικητική δυσλειτουργία.
Όμως το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Στην κυριολεξία
πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής
ομάδας με στοιχεία που την ενοποιούν ως προς το
χαρακτήρα και το ρόλο της και με σχέσεις αντίθεσης τόσο
εξωτερικές – προς το κοινωνικό σύνολο – όσο και
εσωτερικές – εσωτερικός ανταγωνισμός για τη νομή της
εξουσίας γενικά και σταδιακά για την κατάκτηση θέσεων
στη διοίκηση και την παραγωγή που εξασφάλιζαν υλικά
συμφέροντα, παράνομο πλουτισμό, συσσώρευση χρήματος ως
παγωμένου κεφαλαίου κλπ. Παρ’ όλ’ αυτά η σοβιετική
γραφειοκρατία δεν ήταν τάξη. Ήταν οι διαχειριστές που
αποσπάστηκαν από την κυρίαρχη τάξη, ιδιοκτήτη τυπικά των
μέσων παραγωγής, δηλαδή την εργατική τάξη. Η αυτοτέλειά
της στο πολιτικό επίπεδο δεν ήταν αρκετή για να
ανατρέψει τον καθοριστικό ρόλο των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Προϋπόθεση για να μετατραπεί σε κυρίαρχη τάξη ήταν να
ανατραπούν οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας, να ακυρωθεί η
κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Στο σημείο αυτό θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι συνήθως η
συζήτηση για το χαρακτήρα και το ρόλο της γραφειοκρατίας
δεν αγγίζει το πρόβλημα της ταξικής διάρθρωσης της
σοβιετικής κοινωνίας. Βέβαια για όσους θεωρούν ότι η
κοινωνία αυτή ήταν σοσιαλιστική ή κοινωνία του
αναπτυγμένου σοσιαλισμού το θέμα μάλλον δεν υφίσταται. Η
ιστορία όμως τους διαψεύδει. Η διάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης δεν ήταν αποτέλεσμα πραξικοπήματος. Όλα όσα
λέγονται για παραοικονομία, μαφία, μαύρο χρήμα, για
δισεκατομμυριούχους από τη μια νύχτα στην άλλη, είναι
καιρός να μεταφερθούν από το χώρο του δημοσιογραφικού
ρεπορτάζ στο χώρο της επιστημονικής έρευνας. Έτσι κι
αλλιώς στη μεταβατική κοινωνία και όσο δεν έχει
εξαλειφθεί η κυριαρχία της αγοράς οι τάξεις υπάρχουν και
η ταξική πάλη είναι αναπόφευκτη. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον
να παρακολουθήσουμε τις παρατηρήσεις του Λένιν για τις
τάξεις ενώ η ΝΕΠ βρισκόταν σε εξέλιξη. Για την αστική
τάξη παρατηρούσε πως: «Οι μεγαλογαιοκτήμονες και οι
καπιταλιστές της Ρωσίας δεν εξαφανίστηκαν,
απαλλοτριώθηκαν όμως ολοκληρωτικά, νικήθηκαν πολιτικά
πέρα για πέρα σαν τάξη, και τα υπολείμματα της τάξης
αυτής κρύφτηκαν ανάμεσα στους δημόσιους υπαλλήλους της
Σοβιετικής Εξουσίας. Την ταξική τους οργάνωση τη
διατήρησαν στο εξωτερικό» (Λόγος στο ΙΙΙ Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς – 1921 – Άπαντα, τόμος 44, σελ.
5).
Για τις βασικές τάξεις που πάνω τους στηριζόταν το νέο
κοινωνικό καθεστώς τόνιζε:
«Φυσικά, στη Σοβιετική μας Δημοκρατία το κοινωνικό
καθεστώς βασίζεται στη συνεργασία δύο τάξεων: των
εργατών και των αγροτών, συνεργασία όπου τώρα
επιτρέπεται να παίρνουν μέρος, κάτω από ορισμένους
όρους, και οι "νέπμαν", δηλ. η αστική τάξη. Αν
παρουσιαστούν σοβαρές ταξικές διαφορές σ’ αυτές τις
τάξεις, τότε η διάσπαση είναι αναπόφευκτη. Όμως στο δικό
μας κοινωνικό καθεστώς δεν υπάρχει αναγκαστικά η βάση
για μια τέτοια αναπόφευκτη διάσπαση και το κύριο καθήκον
της ΚΕ μας και της ΚΕΕ, καθώς και όλου γενικά του
κόμματός μας συνίσταται στο να παρακολουθεί προσεκτικά
τα γεγονότα που μπορούν να γίνουν αίτια διάσπασης και να
τα προλαβαίνει, γιατί σε τελευταία ανάλυση η τύχη της
Δημοκρατίας μας θα εξαρτηθεί από το αν η αγροτική μάζα
θα πάει με την εργατική τάξη, παραμένοντας πιστή στη
συμμαχία της μ’ αυτήν, ή θα επιτρέψει στους "νέπμαν",
δηλαδή στη νέα αστική τάξη, να χωρίσει την αγροτιά από
τους εργάτες, να τη διασπάσει απ’ αυτούς». (Πώς να
αναδιοργανώσουμε την εργατοαγροτική επιθεώρηση, 23
Γενάρη 1923).
Αυτή η ταξική ανάλυση είναι ένα δείγμα για το πώς θα
πρέπει να εξετασθεί και στα επόμενα στάδιά της η
κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα άλλο ζήτημα που
προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι πως πολλά
εξαρτιόνταν από την εγρήγορση του κόμματος σε ό,τι
αφορούσε τη συνοχή των τάξεων που στήριζαν τη δικτατορία
του προλεταριάτου και την αντιμετώπιση των ταξικών
διαφορών. Όμως το ίδιο το κόμμα για να ανταποκριθεί
έπρεπε να υπερβεί τις αδυναμίες του. Στο ΧΙ Συνέδριο του
ΚΚΡ ο Λένιν τονίζει: «…που βρίσκεται η δύναμή μας και τι
μας λείπει; Πολιτική εξουσία έχουμε υπεραρκετή… Η βασική
οικονομική δύναμη είναι στα χέρια μας… Τι μας λείπει
λοιπόν; Είναι καθαρό τι μας λείπει: το στρώμα των
κομμουνιστών που διοικεί δεν έχει ένα ανώτερο επίπεδο
πολιτισμού» (Άπαντα, τόμος 45, σελ. 95).
Μ’ άλλα λόγια στο κόμμα έπρεπε να γίνουν ριζικές
ανακατατάξεις που θα το έκαναν ικανό να συνεχίσει το
τιτάνιο έργο του στη φάση πια της μετάβασης.
Ανακατατάξεις έγιναν, αλλά ας δούμε σε πια κατεύθυνση.
Ορισμένα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Στο 17ο Συνέδριο,
το 1934, το 40% των αντιπροσώπων ήταν μέλη πριν τον
Εμφύλιο. Στο 18ο Συνέδριο, το 1939, μόνο το 5% των
αντιπροσώπων ήταν μέλη πριν τον Εμφύλιο. Την ίδια χρονιά
στο σύνολο των μελών του κόμματος μόνο το 1,3% ήταν
«παλιοί μπολσεβίκοι». Ενδιαφέρον επίσης έχει και το
στοιχείο που λέει ότι στο 17ο Συνέδριο μόνο το 9,3% των
αντιπροσώπων ήταν εργάτες από την παραγωγή. Γιατί όλ’
αυτά; Ήταν οι απώλειες του Εμφυλίου, οι πρόωρα χαμένοι
επαναστάτες από το λιμό και την εξάντληση των
υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλαν στα πρώτα χρόνια
μετά τον Οκτώβρη. Ήταν τα θύματα των εκκαθαρίσεων που
σημάδεψαν τα τέλη της δεκαετίας του ΄30, ζήτημα που
χρειάζεται να ερευνηθεί από όσους ενδιαφέρονται για την
επαναστατική ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος,
γιατί η ιστορία δεν έχει λευκές σελίδες, γιατί εδώ
βρίσκονται αρκετές, όχι όλες, απαντήσεις στο ερώτημα:
υπήρχαν σωστές απόψεις για την παραπέρα πορεία της
μετάβασης, κι αν ναι γιατί δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν
στο κόμμα και στην κοινωνία. Γιατί τέλος το ηθικό κλίμα
που δημιουργήθηκε από τη βιολογική εξόντωση των φορέων
της άλλης άποψης επέδρασε αρνητικά σε όλο το
κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς.
Όμως την ίδια εποχή αναιρούνται κρίσιμα μέτρα που είχε
πάρει η δικτατορία του προλεταριάτου και στο επίπεδο της
κοινωνίας συνολικά. Για παράδειγμα, τότε επαναφέρουν το
δικαίωμα κληρονομιάς. Η κληρονομιά καταργήθηκε στις 27
(14) Απρίλη του 1918. Με το Σύνταγμα του 1936, η
κληρονομιά ξανάγινε νόμιμη και διασφαλίσθηκε το δικαίωμα
κάθε πολίτη να διαθέτει απεριορίστως την περιουσία του
με διαθήκη. Την ίδια εποχή και ενώ η ηγεσία του κράτους
και του κόμματος μιλούσε για νίκη του σοσιαλισμού,
ξεχνούσε ακόμη και τις θεμελιώδεις αρχές προστασίας της
δικτατορίας του προλεταριάτου από το γραφειοκρατικό
εκφυλισμό: την ενοποίηση εκτελεστικής και νομοθετικής
εξουσίας, το ανακλητό οποιουδήποτε κρατικού υπαλλήλου,
την υποχρέωση το μέγιστο εισόδημα των κρατικών υπαλλήλων
να μην ξεπερνάει εκείνο του ειδικευμένου εργάτη. Μερικά
χρόνια αργότερα, η γραφειοκρατία θα επωμισθεί την ευθύνη
της διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Έχει
μεσολαβήσει η συντριβή στον Ισπανικό Εμφύλιο. Η
αντιφασιστική νίκη και η τεράστια προσφορά της
Σοβιετικής Ένωσης σ’ αυτήν κάλυψε στη συνείδηση των
μαζών πολλά από τα ζητήματα που θίξαμε, αλλά φυσικά αυτά
υπήρχαν αντικειμενικά και σταδιακά γίνονταν το έδαφος
της κρίσης που υποχρεωτικά πλέον θα ξεσπούσε κάποια
στιγμή.
Σύμφωνα με την προσέγγιση που επιχειρήσαμε, το
συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η υπόθεση του
σοσιαλισμού είχε ηττηθεί στη Σοβιετική Ένωση πριν από
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιστεύουμε ότι κάποτε οι
ερευνητές ιστορικοί θα μπορέσουν να δείξουν στη βάση
επιστημονικών στοιχείων και πότε ακριβώς σημειώνεται
αυτή η καμπή. Οπωσδήποτε και η επόμενη περίοδος έχει
αυτόνομο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις: συγκρότηση
δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, διαμόρφωση της
κοινωνικοπολιτικής συνείδησης των διαφόρων κοινωνικών
τάξεων και στρωμάτων, διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικών
ρευμάτων και τόσα άλλα. Είναι αυτονόητο πως όλα αυτά τα
ζητήματα φωτίζονται περισσότερο από τα όσα συνέβησαν στη
Σοβιετική Ένωση στα χρόνια της περεστρόικα. Ήταν εντελώς
έξω από τους στόχους αυτού του άρθρου να επεκταθεί στην
περεστρόικα. Ορισμένα βασικά ζητήματα για την εμφάνιση
και εξέλιξη της περεστρόικα έχουμε θίξει στο άρθρο «Η
Ρωσία στο δρόμο του καπιταλισμού», στο τεύχος 1 της
Αριστερής Ανασύνταξης, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1993.
Πιστεύουμε ότι οι ερευνητικές προσπάθειες των
κομμουνιστών της χώρας μας στο μέλλον θα γίνουν πιο
αποδοτικές, ώστε το κομμουνιστικό κίνημα να αποκτήσει
κάποτε απαντήσεις-οδηγούς και τη σημερινή του δράση. Για
να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεκινήσει
ένας απροκατάλυπτος και δημιουργικός διάλογος ανάμεσα
στις διάφορες δυνάμεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή
τους και τη σημερινή υπαρκτή ή όχι οργανωτική τους
συγκρότηση. Θα πρέπει επίσης οι κομμουνιστές της χώρας
μας να επιδιώξουν συνειδητά την επαφή τους με ανάλογα
ρεύματα στο διεθνή χώρο και τους προβληματισμούς που
αναπτύσσονται σ’ αυτά. Γιατί δεν είναι μόνο η
σοσιαλιστική επανάσταση διεθνής αλλά και ο χαρακτήρας
της επαναστατικής θεωρίας γι’ αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου