ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΠΠΟΣ
Εξάλλου ο Τσε Γκεβάρα μπορεί να κυκλοφορεί άνετα στο σύγχρονο περιβάλλον της διεθνοποίησης, όντας ο πρώτος «αντάρτης της παγκοσμιοποίησης» που αντιλήφθηκε την πλανητική σημασία της πάλης και προσπάθησε να δώσει στοιχεία για τη χάραξη μιας διεθνούς και διεθνιστικής, αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής επαναστατικής στρατηγικής.
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ακόμα και οι «φίλοι του Τσε» συνηθίζουν να τον προσεγγίζουν μόνο μέσα από την εικόνα του ρομαντικού επαναστάτη και του ανυπόταχτου αγωνιστή και όχι από τη συνολική του πολιτική παρέμβαση, από το γεγονός ότι τελικά αποτελούσε ένα εκλεκτό μέλος μιας τάσης επαναστατών που προσπάθησαν τη δεκαετία του 60 να αναδείξουν ένα άλλο επαναστατικό υπόδειγμα. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η αντιαποικιακή πάλη των λαών βρίσκεται σε έξαρση, την ίδια ώρα που η άρχουσα τάξη στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και στις άλλες χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού ακολουθούν πια καθαρά μια πολιτική προάσπισης των ιδιοτελών τους συμφερόντων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο. Είμαστε στην εποχή του Χρουστσόφ αλλά και της σινοσοβιετικής διένεξης, που οδηγεί και σε ένοπλες συγκρούσεις. Που ο ευρωκομμουνισμός αναπτύσσεται στην Ευρώπη, ενώ στη Λατινική Αμερική κυριαρχεί ήδη και μάλιστα στην πιο εκμαυλισμένη μορφή στην πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων. Αλλά είναι και η εποχή της κουβανέζικης επανάστασης, του Βιετνάμ, της Αλγερίας και κυρίως των υπόκωφων ήχων των κοινωνικών σεισμών που θα συγκλονίσουν όλο τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας.
Ο Τσε Γκεβάρα, με το περίφημο μήνυμά του στην Τρισηπειρωτική το 1967, προτείνει τη συγκρότηση ενός διεθνούς αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, που θα δημιουργήσει δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ. Ταυτόχρονα, απορρίπτει τον κοινοβουλευτικό δρόμο (δηλαδή την πλήρη κοινοβουλευτική ενσωμάτωση) που ακολουθούν τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, επαναφέρει το ζήτημα της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη, προκρίνοντας την ένοπλη πάλη ως αποφασιστικό παράγοντα τόσο για το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής (αυτή την παλιά λενινιστική υποθήκη) όσο και για την αφύπνιση των μαζών.
Σίγουρα, την πολιτική λογική του Τσε δεν μπορούμε να τη δεχτούμε άκριτα, στο πλαίσιο ενός συγκινησιακού φορτίου' πρέπει να την εκτιμήσουμε συγκεκριμένα. Ούτε βέβαια μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η κύρια δύναμή του δεν ήταν οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά η προσπάθεια να υλοποιεί τις θεωρητικές και πολιτικές του επιλογές. Ο Τσε ήταν ένας αγωνιστής που ενσάρκωνε την ενότητα θεωρίας και πράξης στον ανώτατο βαθμό.
Βασικό στοιχείο στην ενότητα στρατηγικής-τακτικής του Ερνέστο Γκεβάρα είναι η τακτική του ανταρτοπόλεμου. Αξίζει να δούμε ορισμένες πλευρές της σκέψης του, στο φόντο και της συζήτησης που γίνεται στις μέρες μας με αφορμή την «εξάρθρωση της 17ης Νοέμβρη» για το ζήτημα της ένοπλης πάλης και ειδικά του αντάρτικου.
Η βασική ιδέα του Τσε, στηριγμένη στην εμπειρία της κουβανέζικης κατ αρχάς αλλά και της βιετναμέζικης επανάστασης, είναι η δημιουργία της «επαναστατικής εστίας», δηλαδή μιας αντάρτικης βάσης σε κάποιο σημείο της υπαίθρου που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο εξόρμησης της επανάστασης, αλλά και ως σπίθα για το φούντωμά της. Την ιδέα αυτή προσπάθησαν ο Γκεβάρα και οι σύντροφοί του να υλοποιήσουν στη Βολιβία με καταστροφικό όμως αποτέλεσμα. Το πείραμα της εκστρατείας του Γκράνμα και της αντάρτικης εστίας στη Σιέρα Μαέστρα στην Κούβα, απέτυχε στη Βολιβία. Η ζωή σίγουρα είναι ο υπέρτατος κριτής και με αυτή την έννοια «η θεωρία της εστίας» δεν μπορεί παρά να αμφισβητείται έντονα. Αξίζει όμως να δούμε κάτω από ποιες προϋποθέσεις κατέληξε ο Τσε σε αυτή και με ποιους όρους έβλεπε την ανάπτυξή της. Κατ αρχάς, ο Γκεβάρα θεωρούσε τα δικτατορικά καθεστώτα και τον αποικιακό απολυταρχισμό ως βασικές προϋποθέσεις για να επιλεχθεί η γραμμή του αντάρτικου. «Όταν μια κυβέρνηση ανέβει στην εξουσία με λαϊκή ετυμηγορία, νοθευμένη ή όχι, και κρατά μια επιφάνεια τουλάχιστον συνταγματικής νομιμότητας, ο σπόρος του αντάρτικου δεν μπορεί να σκάσει, επειδή δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες της νόμιμης πάλης», γράφει στον Ανταρτοπόλεμο. Σε κατοπινά του κείμενα δίνει μικρότερη σημασία στην ύπαρξη ή όχι χούντας, αλλά σε κάθε περίπτωση συνδέει τη γέννηση του αντάρτικου με την ωρίμανση σε σημαντικό τουλάχιστον τμήμα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων της άποψης ότι χρειάζεται βίαιη ανατροπή του καθεστώτος.
Ο Γκεβάρα τοποθετεί την επαναστατική εστία στην ύπαιθρο. Δεν πρόκειται για υποτίμηση στην εργατική τάξη, την οποία αναγνωρίζει ως την πρωτοπόρα δύναμη του κοινωνικού μετασχηματισμού και τελικού κριτή της πάλης, αλλά σε τακτική εκτίμηση των καλύτερων δυνατοτήτων να κρυφτεί το αντάρτικο, μέχρι να μετατραπεί σε λαϊκό στρατό και να βαδίσει προς τις πόλεις. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από τις αχανείς εκτάσεις της λατινοαμερικάνικης υπαίθρου, πολύ μακριά από την παρουσία του κράτους και με αγροτικούς πληθυσμούς καθυστερημένους μεν, αλλά σε βαθιά εξαθλίωση. Η εμπειρία της Βολιβίας βέβαια έδειξε ότι χωρίς αποτελεσματική σύνδεση με τις πόλεις οι αντάρτες απομονώθηκαν και εξοντώθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση ο Τσε Γκεβάρα δεν αντιμετωπίζει το αντάρτικο ως μια απομονωμένη ομάδα που προχωρά σε ορισμένες ενέργειες, αλλά ως καταλύτη. «Το αντάρτικο θα χρησιμεύσει ως καταλύτης σε δράση για την επαναστατική φλόγα των μαζών, ωσότου δημιουργηθεί επαναστατική κατάσταση μέσα από την οποία η εξουσία θα καταρρεύσει με ένα και μόνο αποτελεσματικό κτύπημα, που θα καταφερθεί την κατάλληλη στιγμή», γράφει ο Τσε στην έκκληση του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης προς τους μεταλλωρύχους της Βολιβίας. Αφήνοντας την υπεραισιοδοξία του τέλους («με ένα και μόνο κτύπημα»), που φαίνεται πόσο βάραινε στη σκέψη του Τσε η εμπειρία της ανατροπής του απολύτως διεφθαρμένου καθεστώτος του Μπατίστα, βλέπουμε τη βασική ιδέα του Τσε, δηλαδή τη χρήση του αντάρτικου ως μέσου προσέγγισης στην επανάσταση και όχι μόνο ως ένοπλου βραχίονα της εκδήλωσής της. «Η επαναστατική εστία μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία των συνθηκών της επανάστασης. Δεν πρέπει να περιμένουμε να συγκεντρωθούν όλες οι συνθήκες για να ξεκινήσουμε», γράφει στον Ανταρτοπόλεμο.
Ο Τσε σκαρφάλωνε σε αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ του επαναστατικού βολονταρισμού και της μετατροπής των επαναστατικών επιθυμιών σε πραγματικότητα. Αλλά η λογική του Γκεβάρα δείχνει να πατά γερά στα πόδια του μαζικού κινήματος. «Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, σαν να πρόκειται για δύο αγώνες σε αντιπαράθεση, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορία του λαού, στηριζόμενη στην πάλη των μαζών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ο ανταρτοπόλεμος!» γράφει. Συγκρίνετε αυτή τη λογική με τον αυτισμό τρομοκρατικών μηχανισμών τύπου 17Ν? Ο Τσε είναι ξεκάθαρος: «Οι άκριτες δολοφονίες και οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να διαδίδονται οι επαναστατικές ιδέες, για να ωριμάσουν οι μάζες και να κινητοποιηθούν υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό». Μάλιστα μελετώντας την εμπειρία των βιετκόγκ και προλογίζοντας ένα βιβλίο του στρατηγού Γκιαπ, ο Γκεβάρα θα υπογραμμίσει ότι «το μαζικό κίνημα των πόλεων, με το δυναμικό και χωρίς συμβιβασμούς χαρακτήρα του, αναδεικνύεται σε θεμελιώδους σημασίας παράγοντα για τον απελευθερωτικό αγώνα». Στον Ανταρτοπόλεμο θεωρεί τη «γενική απεργία πρωταρχικό παράγοντα του εμφυλίου πολέμου».
Η θεωρία της επαναστατικής εστίας δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί στις σημερινές συνθήκες' εξάλλου ποτέ δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα εκτός Λατινικής Αμερικής. Ο γκεβαρισμός έδωσε νέα πνοή στο επαναστατικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 60-αρχές δεκαετίας 70, αν και τις περισσότερες φορές συνδέθηκε απόλυτα (και χωρίς «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης») με το ένοπλο αντάρτικο της υπαίθρου ή και της πόλης. Παρά τον ηρωισμό των επαναστατών που διάλεξαν αυτό το δρόμο τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που ανέμεναν. Ίσως η πιο ουσιαστική «ανάγνωση» της πράξης του Γκεβάρα δεν βρίσκεται στην αναπαραγωγή της μορφής του αντάρτικου αλλά στη συνολικότερη λογική του επαναστατικού αγώνα, ο οποίος δεν αποκλείει στην ανάπτυξή του και την ένοπλη πάλη. Δηλαδή στη λογική ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας οι επαναστάτες δεν μπορούν να εξαντλούνται στον οικονομικό αγώνα (με τάσεις οικονομισμού) και στον επίσημο πολιτικό (με τάσεις κοινοβουλευτισμού), αλλά πρέπει να προωθούν και να οικοδομούν μέσα στη ζωή νέα περιεχόμενα και μορφές οργάνωσης της τάξης που είναι σε σύγκρουση συνολικά με το σύστημα. Πρόκειται για την ανανέωση της πολύτιμης παρακαταθήκης του Λένιν, τον οποίο οι ρεφορμιστές της εποχής του κατηγόρησαν επίσης για? μπλανκισμό και επαναστατικό βολονταρισμό. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον της πρωτοπορίας και όχι να περιμένει να «ωριμάσουν οι όροι της επανάστασης», σαν τους υπαλλήλους του? Τζακ Ντάνιελς και προωθείται με την οικοδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης, του εργατικού αντικαπιταλιστικού μετώπου, των οργάνων της εργατικής πολιτικής και του νέου εργατικού κινήματος, με την προσπάθεια ανάπτυξης, γενίκευσης και οργάνωσης των τάσεων χειραφέτησης και ανατροπής που γεννά η ίδια η ταξική πάλη.
Από το Ροσάριο της Αργεντινής
στα βουνά της Βολιβίας
Ερνέστο Τσε ΓκουεΒάρα δε λα Σέρνα ή αλλιώς Τσε. Ένα όνομα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον επαναστατικό ρομαντισμό, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας «ηρωικός αντάρτης» που έχει μείνει αποτυπωμένος και χαραγμένος βαθιά στη συνείδηση όλων εκείνων που έχουν θέσει ως ορόσημο στη ζωή τους την αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής από μια οικογένεια αργεντινών αστών. Το αστείο στην περίπτωση του Τσε είναι ότι λίγο έλειψε να γεννιόταν στο επιβατηγό πλοίο που μετέφερε την οικογένεια Γκεβάρα από το Μπουένος Αιρες προς την ενδοχώρα της Αργεντινής.
Το ατυχές γεγονός της ξαφνικής οξείας πνευμονίας και του άσθματος, που θα ακολουθεί τον Τσε σε όλα του τα βήματα, δημιουργούν μια νοοτροπία και έναν χαρακτήρα σκληρό και με άγρια ομορφιά. Φοιτητής της Ιατρικής, ταξιδιώτης και ανιχνευτής της Λατινικής Αμερικής, μαζί με το φιλο και συμφοιτητή του Αλμπέρτο Γρανάδο, μάθαινε ότι η επανάσταση είναι μια καθημερινή διαδικασία. Ζει μαζί με τους λεπρούς, βοηθάει τους φτωχούς και τους ανήμπορους, θέλει να πείσει τους πάντες ότι ρομαντισμός και ελπίδα είναι δύο έννοιες ταυτόσημες.
Οι επαναστατικές διεργασίες στη Βολιβία οι πορείες των μεταλλωρύχων στη Λα Παζ το 1953 και ο πολιτικός αναβρασμός στη Γουατεμάλα το 1954 θα σημαδέψουν βαθιά τον Τσε.
Το 1955 ο Τσε γνωρίζεται στο Μεξικό πρώτα με τον Ραούλ Κάστρο και μετά με τον ηγέτη του κινήματος Μ-26 Φιντέλ Κάστρο στο σπίτι μιας κουβανής εξόριστης, της Μαρία Αντόνια Γκονσάλες, που είναι με απλά λόγια η «οικοδέσποινα του Γκράνμα». Η γνωριμία του με τον Φιντέλ θα τον επηρεάσει σημαντικά. Τον Ιούνιο του 1955 οι Μεξικάνοι παραδίνουν στα χέρια του Μπατίστα τους πρωτεργάτες της επίθεσης στον φρούριο της Μονκάδα στο Σαντιάγκο της Κούβας. Σε γράμμα προς τη μητέρα του Σέλα δε Σέρνα μέσα από τη φυλακή ο Τσε αναφέρει ότι «αυτές οι μέρες στη φυλακή θα μείνουν εικόνες που ανήκουν στον άθλο της Κουβανικής Επανάστασης». Το μακρύ ταξίδι προς το όνειρο είχε πάρει το δρόμο του.
Το πρωί της 25 Νοεμβρίου 1956, 82 άνδρες ντυμένοι με στρατιωτικές στολές σαλπάρουν από το λιμάνι του Τουξπέν στο Μεξικό προς την Κούβα. Με το πλοίο Γκράνμα, το οποίο ο Φιντέλ είχε αγοράσει από ένα βορειοαμερικανό επειχειρηματία, ξεκινάει το ταξίδι κόντρα στο δικτάτορα Μπατίστα και το σάπιο καθεστώς του. Η μάχη αρχίζει! Το καταπράσινο βουνό της Σιέρα Μαέστρα αντηχεί από τα όπλα. Από την πρώτη σημαντική επίθεση των επαναστατών-μπαρμπούδος, στις 17 Γενάρη 1957, στο στρατόπεδο Λα Πλάτα, μέχρι την είσοδο στην Αβάνα, την 1η Ιανουαρίου 1959, ο Τσε θα πολεμά στην πρώτη γραμμή.
Τον Ιούλιο του 1957 γίνεται κομαντάντε, δηλαδή λοχαγός. Ένας τίτλος που θα τον συντροφεύει σε όλη του τη ζωή. Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Τέταρτης Φάλαγγας με περισσότερα καθήκοντα και ευθύνες. Το αστέρι στον μπερέ του Τσε, ενώ τυπικά δείχνει το βαθμό του λοχαγού και την προαγωγή του, ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τις ανάγκες των λαών του κόσμου τη δεκαετία του 50 και του 60 για «1, 2, 3 πολλά Βιετνάμ».
Στις 31 Αυγούστου 1958 ο Τσε επικεφαλής της όγδοης Φάλαγγας, της επονομαζόμενης Σίρο Ρεδόνδο προς τιμήν ενός νεκρού κουβανού αγωνιστή, ξεκινάει με προορισμό την Αβάνα. Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβει το σιδηροδρομικό κόμβο της πόλης Σάντα Κλάρα. Με δύναμη μόλις 150 αντάρτες ετοιμάζεται για το τελικό χτύπημα. Από την ανατολική πλευρά του νησιού οι δυνάμεις της Δεύτερης Φάλαγγας με επικεφαλής τον Καμίλο Σιενφουέγος βαδίζουν προς την πρωτεύουσα. Ο Τσε ύστερα από πολυήμερες μάχες βγαίνει νικητής. Η Αβάνα τούς περιμένει.
Την 1η Ιανουαρίου 1959 ο δικτάτορας Μπατίστα πετάει προς τον Αγιο Δομίνικο. Η επανάσταση έχει θριαμβεύσει. Η προσωρινή κυβέρνηση του στρατηγού Εουλόχιο Καντίγιο εξαφανίζεται. Ο σταθμός των ανταρτών, το Ράδιο Ρεμπέλσε, μεταδίδει: «Επανάσταση ναι! Στρατιωτικό πραξικόπημα όχι».
Τον Φλεβάρη του 1959 πολιτογραφείται κουβανός πολίτης. Τον Σεπτέμβριο του 1959 διορίζεται υπουργός Βιομηχανίας. Το πρόβλημα της εθνικοποίησης των φυτειών καπνού και ζαχαροκαλάμου που ανήκουν σε βορειαμερικανικές πολυεθνικές είναι ορατό. Τον Νοέμβρη του 1959 αναλαμβάνει επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Παράλληλα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο από τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ, το Αλγέρι μέχρι τη Γιουγκοσλαβία για να αποκτήσει ιδέες για το κουβανικό πείραμα του σοσιαλισμού. Όμως τα σύνορα της Κούβας για τον «ηρωικό αντάρτη» ήταν στενά.
Το 1965 επισκέπτεται την Τανζανία, κοντά στα σύνορα με το Κονγκό. Ξεκινάει από το Κονγκό για να δημιουργήσει το δικό του «αφρικανικό Βιετνάμ», χωρίς καμιά επιτυχία.
Τον Νοέμβριο του 1965 φτάνει στη Λα Πας μεταμφιεσμένος σε Αδόλφο Μένα, έναν ουρουγουανό αξιωματούχο του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Μαζί με 15 Κουβανούς και 12 Βολιβιανούς που ήρθαν από την Αβάνα ο Τσε προσπαθεί να στήσει το επαναστατικό προγεφύρωμα στη Βολιβία. Μαζί τους ήταν και ο γάλλος διανοούμενος Ρεζί Ντεμπρέ, που λειτούργησε ως σύνδεσμος με τα κινήματα της Ευρώπης.
Οι διαφωνίες και η διάσπαση του ΚΚ Βολιβίας στράφηκαν εναντίον του Τσε και των ανταρτών του. Ο δικτάτορας Μπαριέντος μαζί με τη CIA έχει βάλει στόχο την εξόντωσή τους. Χάνοντας τους περισσότερους συντρόφους του ο Τσε απομονώνεται. Αφού τραυματιστεί και με το όπλο του αχρηστευμένο συλλαμβάνεται και στις 9 Οκτωβρίου εκτελείται εν ψυχρώ από ένα βολιβιανό αξιωματικό στο σχολείο της πόλης Λα Ιγκέρα. Ο «Ιππότης της Επανάστασης» δεν υπάρχει πια.
Ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά ανήκει και σε όλους μας. Είναι ο επαναστάτης που μας συντροφεύει στη μοναχική καθημερινότητά μας. Είναι ο επαναστάτης που μας θυμίζει την ανάγκη για μια απελευθερωμένη κοινωνία. Είναι ο επαναστάτης που ζει πάντα στα όνειρά μας. Είναι ο επαναστάτης που σήμερα είναι επίκαιρος όσο ποτέ. Εμείς το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ευχαριστούμε που κράτησε ζωντανή την ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου