Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

10/25/2007

ΜΕ ΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ





90 ΧΡΟΝΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΜΕ ΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ



Συμπληρώνονται φέτος 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, από την επανάσταση που σημάδεψε και σημαδεύει ανεξίτηλα τους αγώνες των εργαζομένων για τη χειραφέτηση από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης, για την κομμουνιστική απελευθέρωση και το βασίλειο των “ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών”.




Για όλους εμάς, εργαζόμενους και διανοούμενους, νέους και ανθρώπους της τέχνης, αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, η “έφοδος των Μπολσεβίκων στον ουρανό” παραμένει ένα σταθερό σημείο αναφοράς.




Εμπνεόμαστε από το εξεγερτικό πνεύμα του Οκτώβρη, από την πρώτη νικηφόρα επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης απέναντι στην κοινωνία του κεφαλαίου, από τους δρόμους που έκαναν δυνατή την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.




Αντλούμε εμπειρίες και διδάγματα από την ιστορία που έγραψαν εκατομμύρια επαναστατημένων προλετάριων, από τα πρωτοπόρα πειράματα και τους νέους θεσμούς που δημιούργησαν στις κοινωνικές σχέσεις, στους πολιτικούς θεσμούς, στην παιδεία, στην κοινωνική προστασία, στον πολιτισμό.




Στεκόμαστε με επαναστατικό κριτικό πνεύμα απέναντι στις αιτίες που αντέστρεψαν αυτή την πορεία, έκλεισαν το ρήγμα του Οκτώβρη και οδήγησαν, στην ήττα του επαναστατικού ρεύματος, στην εκμεταλλευτική μετάλλαξη του σοβιετικού καθεστώτος και, τελικά, στην ανοιχτή καπιταλιστική παλινόρθωση του 1989.




Αρνούμαστε να δεχτούμε ότι οι τελευταίες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας θα γραφτούν από την κοινωνία του κέρδους και της αγοράς, της εκμετάλλευσης και των πολέμων, της πολιτισμικής μιζέριας και της μορφωτικής λοβοτομής, της καταπίεσης και των περιβαλλοντικών καταστροφών, ότι ο μονόδρομος της καπιταλιστικής βαρβαρότητας είναι απαρέγκλιτος και νομοτελειακός.




Επιμένουμε να αναζητούμε, με σύγχρονους όρους και από τη σκοπιά της εργατικής χειραφέτησης, τους δρόμους και τις προϋποθέσεις μιας επαναστατικής αντιπαράθεσης με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, στη θεωρία και τη φιλοσοφία, στο κίνημα και την πολιτική, στην καθημερινή πρακτική και τον πολιτισμό, στη χώρα μας και διεθνώς, μιας αντιπαράθεσης που θα φέρει και πάλι στο προσκήνιο την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.




Επιχειρούμε να επαναθεμελιώσουμε αυτή τη δυνατότητα και αναγκαιότητα αντλώντας πολύτιμα διδάγματα από το χθες, κυρίως όμως ανιχνεύοντας τις νέες τάσεις και δυνατότητες κομμουνιστικής χειραφέτησης που αναβλύζουν από τον ίδιο το σύγχρονο καπιταλισμό, από την ίδια την εργατική τάξη της εποχής μας, από τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος και πολιτισμού.




Νέο Αριστερό Ρεύμα – ΝΑΡ

Οκτώβρης 2007

10/22/2007

Ερνέστο «Τσε» Γκεβαρα: Ένας αντάρτης ενάντια στη Σοβιετική Πολιτική Οικονομία


της Helen Yaffe*
Το Γενάρη του 1962 ο Γκεβάρα είπε στους συναδέλφους του στο Υπουργείο Βιομηχανιών (ΥΒ) της Κούβας: «Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι η οικονομική αυτονομία μιας επιχείρησης με ηθικά κίνητρα, όπως έχει εγκαθιδρυθεί στις σοσιαλιστικές χώρες, είναι μια φόρμουλα που θα εμποδίσει την πρόοδο προς το σοσιαλισμό». Αναφερόταν στο σύστημα οικονομικής διαχείρισης που εφαρμοζόταν στο Σοβιετικό μπλοκ, γνωστό στην Κούβα σαν Αυτοχρηματοδοτούμενο Σύστημα (ΑΧΣ). Το 1966, στην κριτική του προς το Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας, συμπεραίνει ότι η ΕΣΣΔ: «επιστρέφει στον καπιταλισμό». Μʼ αυτή τη δημοσίευση θα δείξουμε ότι η ανάλυση του Γκεβάρα εξελίχτηκε στην περίοδο ανάμεσα στις δυο παραπάνω δηλώσεις σαν αποτέλεσμα τριών ερευνητικών κατευθύνσεων: τη μελέτη της ανάλυσης του Μαρξ για το καπιταλιστικό σύστημα, την συμμετοχή σε συζητήσεις για την σοσιαλιστική πολιτική οικονομία και την αναφορά στις τεχνολογικές προόδους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Την ίδια εποχή ο Γκεβάρα ασχολιόταν με την εμπειρία ανάπτυξης του Συστήματος Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού (ΣΧΠ), ένα εναλλακτικό εργαλείο για την οικονομική διαχείριση του ΥΒ. Ο Γκεβάρα ήταν επικεφαλής του Τμήματος Βιομηχανοποίησης και πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας το 1960 όταν όλα τα χρηματιστικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας εθνικοποιήθηκαν. Το ΣΧΠ εμφανίστηκε σαν μια πρακτική λύση στα προβλήματα που αναδύθηκαν κατά τη μετάβαση από την ιδιωτική στην κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανικής παραγωγής. Η Κούβα είχε μια μη ισόρροπη οικονομία βασισμένη στο εμπόριο και κυριαρχούμενη από τα ξένα συμφέροντα, κύρια από τις ΗΠΑ. Οι παραγωγικές μονάδες που πέρασαν στη δικαιοδοσία του Τμήματος εκτείνονταν από εργαστήρια τεχνιτών μέχρι εξελιγμένες μονάδες παραγωγής ενέργειας. Πολλές αντιμετώπιζαν τη χρεοκοπία ενώ άλλες ήταν πολύ κερδοφόρες. Η λύση που πρότεινε ο Γκεβάρα είχε δυο σκέλη: πρώτον, η συνένωση μονάδων με παραπλήσιες γραμμές παραγωγής σε συγκεντροποιημένα διοικητικά σώματα που ονομάστηκαν Ενιαιοποιημένες Επιχειρήσεις. Αυτό επέτρεπε στο Τμήμα να ελέγχει την κατανομή του ολιγάριθμου διοικητικού και τεχνικού προσωπικού, μετά την αποχώρηση του 65-75% των μάνατζερ, τεχνικών και μηχανικών μετά το 1959. Και δεύτερο, να συγκεντροποιήσει τη χρηματοδότηση όλων των παραγωγικών μονάδων σε έναν τραπεζικό λογαριασμό για την πληρωμή μισθών, τον έλεγχο των επενδύσεων και τη διατήρηση της παραγωγής σε βασικές βιομηχανίες που δεν είχαν χρηματικούς πόρους. Με την ίδρυση του ΥΒ το Φλεβάρη του 1961 το ΣΧΠ εξελίχτηκε σε ένα συγκεντρωτικό όργανο που ενσωμάτωνε τρεις οργανωτικές δομές σε ένα μαρξιστικό θεωρητικό πλαίσιο: να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της Κούβας, να αυξήσει την παραγωγή και να εγκαθιδρύσει τη συλλογική διαχείριση.

Προηγμένη Τεχνολογία
Ο Γκεβάρα έστησε το ΣΧΠ με συντρόφους που κατανοούσαν τις εσωτερικές λογιστικές πρακτικές, τη διοικητική συγκεντροποίηση και την παραγωγική συγκέντρωση των αμερικάνικων επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους στην Κούβα. Ο Γκεβάρα εξέτασε τα ντοκουμέντα αυτών των εταιριών καθώς έπεσαν σε κρατικά χέρια. Εντυπωσιάστηκε από τη δομή του μάνατζμεντ, τη χρήση των συγκεντροποιημένων τραπεζικών λογαριασμών και προϋπολογισμών, των συγκεκριμένων επιπέδων ευθύνης και λήψης αποφάσεων και των τμημάτων οργάνωσης και επίβλεψης. Είπε τους συναδέλφους του ότι το ΣΧΠ είχε ένα λογιστικό σύστημα ανάλογο με τα πριν το 1959 μονοπώλια που δρούσαν στην Κούβα, με τα αποδοτικά συστήματα ελέγχου τους: «το σημαντικό δεν είναι ποιος εφεύρε το σύστημα. Το λογιστικό σύστημα που εφαρμόζεται στη Σοβιετική Ένωση εφευρέθηκε επίσης στον καπιταλισμό».Η Γκεβάρα ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση το 1960. Ο βοηθός του Ορλάντο Μπορέγκο θυμάται ότι επισκέφτηκαν ένα εργοστάσιο ηλεκτρονικών που έκανε υπολογισμούς με τον άβακα. Έχοντας μελετήσει την αμερικανικής ιδιοκτησίας Ηλεκτρική Εταιρία της Κούβας, την Shell, την Texaco και άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν τους τελευταίας τεχνολογίας υπολογιστές της IBM, ο Γκεβάρα έμεινε έκπληκτος από την οπισθοδρομικότητα των σοβιετικών τεχνικών μεθόδων. Πίστευε ότι οι πρόοδοι της ανθρωπότητας θα έπρεπε να υιοθετούνται χωρίς το φόβο της ιδεολογικής μόλυνσης.Μετά την εφαρμογή του αμερικάνικου εμπάργκο, η Κούβα αναγκάστηκε να αγοράσει εργοστάσια από τις σοσιαλιστικές χώρες, κύρια τη Σοβιετική Ένωση. Η βοήθεια ήταν ουσιώδους σημασίας, όμως η σχετική παλαιότητα του υλικού ερχόταν σε σύγκρουση με την επιθυμία του Γκεβάρα για μεταφορά προηγμένης τεχνολογίας. Δεν κριτίκαρε τους σοβιετικούς για αυτήν καθʼ αυτήν την τεχνολογική καθυστέρηση. Παραπονέθηκε όμως για την αντίθεση ανάμεσα στο υψηλό επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης στη στρατιωτική τεχνολογία και στο χαμηλό επίπεδο επενδύσεων για καταναλωτικά αγαθά. Έφερε αντιρρήσεις για την ιδεολογική τους αντίσταση στις σχετικές προόδους που γίνονταν στον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό ήταν ένα δαπανηρό λάθος σε σχέση με την ανάπτυξη και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα. Για παράδειγμα: «για πολύ καιρό η κυβερνητική θεωρούταν αντιδραστική επιστήμη ή ψευδο-επιστήμη… όμως είναι ένας κλάδος της επιστήμης που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί». Πρόσθεσε ότι στις ΗΠΑ η εφαρμογή της κυβερνητικής στη βιομηχανία είχε σαν αποτέλεσμα τον αυτοματισμό – μια σημαντική παραγωγική πρόοδος.Η θεμελίωση ενός συστήματος διαχείρισης για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό στην καπιταλιστική τεχνολογία ήταν συμβατό με τη θεωρία του Μαρξ για τα ιστορικά στάδια, η οποία προέβλεπε ότι ο κομμουνισμός θα αναδυόταν από τον πλήρως αναπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξ έδειξε πως η τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, δηλαδή προς το μονοπώλιο, ήταν έμφυτη στο σύστημα. Επομένως η μονοπωλιακή μορφή του καπιταλισμού ήταν πιο προηγμένη σε σχέση με τον «τέλειο ανταγωνισμό». Το σοβιετικό σύστημα προήλθε από έναν κυρίως υπο-ανάπτυκτο, προ-μονοπωλιακό καπιταλισμό. Ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα διαχείρισης που θα προερχόταν από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό θα ήταν πιο προοδευμένο, αποδοτικό και παραγωγικό. Η προέλευση του ΣΧΠ ήταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις της πριν το 1959 Κούβας και επομένως ήταν πιο προοδευτικό από το ΑΧΣ το οποίο είχε προέλθει από τον προ-μονοπωλιακό ρώσικο καπιταλισμό.

Η ανάλυση του Μαρξ για το νόμο της αξίας
Ενώ ο Γκεβάρα υποστήριζε την υιοθέτηση της προηγμένης τεχνολογίας αντιτάχτηκε στη χρήση καπιταλιστικών μηχανισμών για τον καθορισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης. Κριτίκαρε τη στήριξη των σοβιετικών σε καπιταλιστικές κατηγορίες για την οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας, ιδιαίτερα στην εφαρμογή του νόμου της Αξίας. Η αντιπαράθεση για το νόμο της αξίας στις μεταβατικές οικονομίες είναι κεντρικό ζήτημα όσον αφορά τη δυνατότητα να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα χωρίς έναν πλήρως αναπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Είναι ζήτημα συνδεδεμένο με τα προβλήματα συσσώρευσης, παραγωγής, διανομής και κοινωνικών σχέσεων. Ο κομμουνισμός απαιτεί μια κοινωνία υψηλής παραγωγικότητας στην οποία οι συνθήκες λειτουργούν υπέρ της διανομής ανάλογα με τις ανάγκες και όχι για την εργασία προς παραγωγή πλεονάσματος. Όμως οι χώρες που πειραματίστηκαν με το σοσιαλισμό υπήρξαν υπο-ανάπτυκτες, χωρίς παραγωγική βάση για την παραγωγή πλήθους αγαθών όπως απαιτεί ο κομμουνισμός. Η σοβιετική λύση ήταν να βασιστούν στην λειτουργία του νόμου της αξίας για να επισπεύσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εφαρμόζοντας κίνητρα κέρδους, τόκους, πίστωση, ατομικά υλικά κίνητρα και στοιχεία ανταγωνισμού για την προώθηση της αποδοτικότητας και των νεωτερισμών. Ο Γκεβάρα υποστήριξε ότι αυτοί δεν θα έπρεπε να είναι οι μόνοι μοχλοί ανάπτυξης. Το ΣΧΠ ήταν η έκφραση αυτής της αναζήτησης για ένα εργαλείο αύξησης της παραγωγικής δυνατότητας και της εργατικής παραγωγικότητας χωρίς να βασίζεται κάποιος στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς οι οποίοι υπονομεύουν το σχηματισμό νέας συνείδησης και σοσιαλιστικών σχέσεων συμβατών με τον κομμουνισμό.Μεταξύ 1963 και 1965 αυτά τα ζητήματα εξετάστηκαν στην Κούβα στη διάρκεια της Μεγάλης Συζήτησης για τη σοσιαλιστική μετάβαση. Στο βαθμό που μετά την επανάσταση στην Κούβα η παραγωγή αγαθών και η ανταλλαγή εξακολουθούσαν να γίνονται μέσω του μηχανισμού της αγοράς, ήταν φανερό στους συμμετέχοντες αυτής της Μεγάλης Συζήτησης ότι ο νόμος της αξίας εξακολουθούσε να λειτουργεί. Το κοινωνικό προϊόν συνέχιζε να διανέμεται στη βάση της εργασίας που παρέχονταν. Όμως οι διαφωνίες εστιάζονταν στις συνθήκες που εξηγούσαν την επιβίωση του νόμου, τη σφαίρα λειτουργίας του, το εύρος στο οποίο ο νόμος ρύθμιζε την παραγωγή, πως σχετιζότανε με το «σχέδιο» και κατά πόσον ο νόμος της αξίας θα έπρεπε να εφαρμόζεται ή να υπονομεύεται και, αν ναι, πώς. Αυτή η συζήτηση συνδέθηκε με πρακτικά ζητήματα όπως, πώς θα έπρεπε να οργανωθούν οι επιχειρήσεις, πώς οι εργάτες θα έπρεπε να πληρώνονται και κατά πόσον τα αγαθά θα έπρεπε να ανταλλάσσονται μεταξύ κρατικών επιχειρήσεων σαν εμπορεύματα.Ο Γκεβάρα συμφώνησε ότι ο νόμος της αξίας παρέμενε στο σοσιαλισμό, όμως υποστήριξε ότι τα μέτρα που παίρνονται από την Επανάσταση για την υπονόμευση της καπιταλιστικής αγοράς σήμαιναν ότι ο νόμος δεν θα χρησίμευε σαν ο δυναμικός καταλύτης για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δρούσε στον καπιταλισμό. Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της διανομής είχαν «αμβλύνει» τα εργαλεία του καπιταλισμού. Ο Μαρξ περιέγραψε το εμπόρευμα σαν ένα αγαθό που αλλάζει ιδιοκτήτη, από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Συνεπής μʼ αυτόν τον ορισμό, ο Γκεβάρα επέμενε ότι τα προϊόντα που ανταλλάσσονται μεταξύ κρατικών επιχειρήσεων δεν συνιστούν εμπορεύματα, επειδή όταν μεταφέρονται από το ένα κρατικό εργοστάσιο στο άλλο δεν αλλάζουν ιδιοκτήτη. Το ίδιο το κράτος θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια μεγάλη επιχείρηση. Για τον Γκεβάρα οι σχέσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων ανάμεσα στα εργοστάσια απειλούσε με μετάβαση στον καπιταλισμό, μέσω του «σοσιαλισμού της αγοράς». Τόνιζε την εφαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού και της κρατικής ρύθμισης σαν υποκατάστατα τέτοιων μηχανισμών.Οι σοβιετικοί υποστήριζαν ότι η παραγωγή εμπορευμάτων, ο νόμος της αξίας και το χρήμα θα εξαφανίζονταν μόνο με την επίτευξη του κομμουνισμού, όμως για να φτάσουν σ΄ αυτό το στάδιο ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί και να αναπτυχτεί ο νόμος της αξίας καθώς και οι νομισματικές και εμπορευματικές σχέσεις. Ο Γκεβάρα διαφωνούσε.«Ανάπτυξη για τι; Καταλαβαίνουμε ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις διατηρούνται για μια περίοδο και ότι η διάρκεια αυτής της περιόδου δεν μπορεί να προκαθοριστεί, όμως τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου είναι αυτά μιας κοινωνίας που απορρίπτει τα παλιά δεσμά της ώστε να βαδίσει γρήγορα σε ένα νέο στάδιο. Η τάση θα πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μας, να εξαλείψουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται τις παλιές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων της αγοράς, του χρήματος, και επομένως των υλικών συμφερόντων, ή καλύτερα να εξαλείψουμε τις συνθήκες για την ύπαρξη τους».Για τον Γκεβάρα ήταν βασικό καθήκον να μην χρησιμοποιηθεί ο νόμος της αξίας ούτε καν να ελέγχεται, αλλά να οριστεί η σφαίρα λειτουργίας του και να γίνουν βήματα υπονόμευσης του. Να εργαστούν στην κατεύθυνση κατάργησης του και όχι περιορισμού του. Ανάπτυξε πολλές πολιτικές στο ΣΧΠ προς την κατεύθυνση αυτή. Το Φλεβάρη του 1964 ο Γκεβάρα συμπέρανε: «Αρνούμαστε τη πιθανότητα να χρησιμοποιούμε συνειδητά το νόμο της αξίας, βασίζοντας την άποψη μας στην απουσία ελεύθερης οικονομίας που αυτομάτως θα εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές…… Ο νόμος της αξίας και ο σχεδιασμός είναι δυο όροι που συνδέονται με μια αντίθεση και την επίλυση της». Για τον Γκεβάρα ο κεντρικός σχεδιασμός ήταν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στο μόνο που υποχώρησε ήταν «η πιθανότητα να χρησιμοποιούνται στοιχεία αυτού του νόμου [της αξίας] για συγκριτικούς λόγους (κόστος, «κέρδος», εκφρασμένα σε νομισματικούς όρους)».Οι πρωταγωνιστές στην Κούβα ήταν καλά πληροφορημένοι σχετικά με την πλατιά συζήτηση πάνω στα κίνητρα και την οικονομική αυτονομία που την ίδια εποχή αναπτυσσόταν στις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – μια απάντηση στα προβλήματα της οικονομικής τελμάτωσης, της χαμηλής παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την οικονομική ανάπτυξη στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Τον Ιούλη του 1964 ο Γκεβάρα είπε στους συνεργάτες του ότι διάβαζε αναλύσεις από το σοσιαλιστικό μπλοκ, περιλαμβανομένων των αποφάσεων του 14ου συνεδρίου του πολωνικού ΚΚ: «Η λύση που προτείνουν γι΄ αυτά τα προβλήματα στην Πολωνία είναι η πλήρης ελευθερία του νόμου της αξίας. Δηλαδή επιστροφή στον καπιταλισμό». Σχολιάζοντας την ώθηση για «φιλελευθεροποίηση» των σοσιαλιστικών οικονομιών ο Γκεβάρα είπε: «Η θεωρία αποτυγχάνει επειδή έχουν ξεχάσει τον Μαρξ». Αντί να μελετούν το Κεφάλαιο, είχαν μετατρέψει σε Βίβλο το Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας. Ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει την ψυχολογική ή φιλοσοφική εκδήλωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σαν αλλοτρίωση και ανταγωνισμό, αποτέλεσμα της εμπορευματοποίησης της εργασίας και της λειτουργίας του νόμου της αξίας. Για τον Γκεβάρα η πρόκληση ήταν η αντικατάσταση της ατομικής αλλοτρίωσης από την παραγωγική διαδικασία και του ανταγωνισμού που γεννιέται από τις ταξικές σχέσεις, με την ενσωμάτωση και την αλληλεγγύη, με την ανάπτυξη μιας συλλογικής στάσης απέναντι στην παραγωγή και την αντίληψη της εργασίας σαν κοινωνικό καθήκον. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός ώθησε προς αύξηση της παραγωγικότητας μέσω τεχνολογικών νεωτερισμών και αύξησης της εκμετάλλευσης. Η αλλοτρίωση και ο ανταγωνισμός αυξάνουν με την παραγωγικότητα. Στον σοσιαλισμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να είναι λιγότερο γρήγορη, όμως θα πρέπει να συνοδεύεται από ανάπτυξη της συνειδητότητας. Για τον Γκεβάρα, οι προσπάθειες αλλαγής της συνείδησης θα πρέπει να ενσωματώνονται στη σοσιαλιστική μετάβαση από τα πρώτα της στάδια.

Κριτική στο Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας
Τον Απρίλη του 1965 ο Γκεβάρα έφυγε από την Κούβα επικεφαλής μιας κουβανέζικης στρατιωτικής αποστολής στο Κονγκό. Οι αντάρτες ηττήθηκαν και ο Γκεβάρα έμεινε στην Τανζανία και κατόπιν στην Τσεχία [Τσεχοσλοβακία, στμ] μεταξύ 1965 και 1966 όπου ξεκίνησε μια δουλειά πλατιάς ανάλυσης της πολιτικής οικονομίας της σοσιαλιστικής μετάβασης. Προετοιμάζοντας αυτή τη δουλειά ο Γκεβάρα κράτησε σημειώσεις στο Σοβιετικό εγχειρίδιο, εφαρμόζοντας τις θεωρητικές του απόψεις που είχαν εκφραστεί κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Συζήτησης. Οι σημειώσεις αυτές δεν γράφτηκαν με σκοπό την έκδοση τους, ούτε υπάρχουν ως κείμενο. Ήταν σχόλια που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες παραγράφους του Εγχειριδίου, σημειώσεις προς τον εαυτό του, όπως και σημειώσεις σε περιοχές για περισσότερη μελέτη.Ο Γκεβάρα κριτικάρισε τη μηχανιστική προσαρμογή του Εγχειριδίου πάνω στις κλασσικές μαρξιστικές αντιλήψεις για τις ταξικές σχέσεις, όπου δεν λαμβάνει υπόψη την επίδραση του ιμπεριαλισμού ο οποίος δημιούργησε μια προνομιούχα εργατική τάξη στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες καθώς και ευνοημένα στρώματα στα εκμεταλλευόμενα κράτη. Απέρριψε σαν οπορτουνισμό τις προσπάθειες του Εγχειριδίου να ξεπεράσει την έμφυτη βία της ταξικής πάλης που ενυπάρχει στη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.Επιστρέφοντας στην περίοδο της μετάβασης, ο Γκεβάρα θεωρεί ότι το σύστημα των κολχόζ δεν ήταν σοσιαλιστικό χαρακτηριστικό και ότι οι κοοπερατίβες δεν ήταν σοσιαλιστική μορφή ιδιοκτησίας. Γεννούσαν ένα καπιταλιστικό εποικοδόμημα το οποίο ερχόταν σε σύγκρουση με την κρατική ιδιοκτησία και τις σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις επιβάλλοντας τη δική τους λογική πάνω στην κοινωνία. Ο Γκεβάρα αντέκρουε συστηματικά τους λεγόμενους νόμους του σοσιαλισμού που αναφέρονται στο Εγχειρίδιο, ιδιαίτερα το νόμο της διαρκούς αύξησης της εργατικής παραγωγικότητας, πράγμα που θεωρούσε εξοργιστικό: «Αυτή είναι η τάση που επί αιώνες ωθεί τον καπιταλισμό». Καταδίκαζε σαν «επικίνδυνη» τη σοβιετική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της οικονομικής άμιλλας με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και επισήμαινε τις σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, κατηγορώντας τες για άνισες ανταλλαγές και την επιβολή καπιταλιστικών όρων στις εμπορικές τους σχέσεις.Ενώ από τη μια δήλωνε το θαυμασμό, και το σεβασμό του για την τόλμη και τα επαναστατικά κίνητρα του Λένιν, ο Γκεβάρα διακήρυσσε ότι ήταν και κύριος υπεύθυνος επειδή η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) που αναγκάστηκε να εφαρμόσει το 1921 επέβαλε ένα καπιταλιστικό εποικοδόμημα στην ΕΣΣΔ. Η ΝΕΠ δεν εφαρμόστηκε ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή, δήλωσε ο Γκεβάρα, αλλά κατʼ απαίτηση της. Η μικρή εμπορευματική παραγωγή περιέχει τα σπέρματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ήταν σίγουρος ότι ο Λένιν θα ανέστρεφε τη ΝΕΠ αν ζούσε περισσότερο. Όμως οι επίγονοι του Λένιν «δεν είδαν τον κίνδυνο κι έτσι παρέμεινε σαν ο Δούρειος Ίππος του σοσιαλισμού, το άμεσο υλικό κίνητρο σαν οικονομικός μοχλός». Το καπιταλιστικό εποικοδόμημα περιχαρακώθηκε, επηρεάζοντας τις παραγωγικές σχέσεις και δημιουργώντας ένα υβριδικό σύστημα σοσιαλισμού με καπιταλιστικά στοιχεία που αναπόφευκτα προκάλεσε συγκρούσεις και αντιθέσεις οι οποίες όλο και περισσότερο λύνονταν προς όφελος του εποικοδομήματος – ο καπιταλισμός επέστρεφε στο σοβιετικό μπλοκ.Οι σημειώσεις του Γκεβάρα προσφέρουν μια βαθειά κριτική της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας. Προειδοποίησε ο ίδιος ότι κάποιοι θα προσπαθούσαν να παρεξηγήσουν τη δουλειά του αυτή και να τη θεωρήσουν λυσσασμένο αντικομμουνισμό μασκαρεμένο σε θεωρητική διαφωνία, όμως διαβεβαίωσε ότι η ανικανότητα της αστικής πολιτικής οικονομίας να κριτικάρει τον εαυτό της, όπως σημειώνεται από τον Μαρξ στην αρχή του Κεφαλαίου, φαίνεται στον σύγχρονο μαρξισμό. Αφιέρωσε τη δουλειά του αυτή στους κουβανούς σπουδαστές που αναγκάζονται να υποστούν την εκμάθηση «αιώνιων αληθειών» στα ανατολικοευρωπαϊκά εγχειρίδια. Συμπέρανε ότι: «Η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει πολλές εκπλήξεις μέχρι την τελική απελευθέρωση, όμως δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί χωρίς ριζική αλλαγή στη στρατηγική των πρώτων πιο σημαντικών σοσιαλιστικών δυνάμεων».
Συμπέρασμα
Αυτή εργασία συνόψισε την ανάλυση που οδήγησε τον Γκεβάρα να προειδοποιήσει για την κατάρρευση του σοσιαλισμού στο σοσιαλιστικό μπλοκ. Ήταν μια σημαντική συνεισφορά τόσο στη θεωρία όσο και την πράξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Έλπιζε να πείσει τις σοσιαλιστικές χώρες να αντικαταστήσουν σταδιακά τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς κατά τη διάρκεια της μετάβασης και πρόσφερε εναλλακτικές πολιτικές στην κατεύθυνση αυτή. Οι προειδοποιήσεις του δεν εισακούστηκαν και, για τους λόγους, αλλά και άλλους, που ο Γκεβάρα πρόβλεψε, ο καπιταλισμός επανήλθε σε όλες αυτές τις χώρες. Στην Κούβα η ανάλυση αυτή ξαναειδώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 κατά την περίοδο της λεγόμενης Διόρθωσης, όταν η χώρα απομακρύνθηκε από το σοβιετικό μοντέλο προτού αυτό καταρρεύσει, βοηθώντας έτσι στην επιβίωση του σοσιαλισμού στην Κούβα.
* Η Helen Yaffe , δημοσιογράφος και εκδότρια, διδάσκει στο London School of Economics. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο του Economic History Society στις 30 Μάρτη/1 Απρίλη 2007. Η αναδημοσίευση δεν συνιστά απαραίτητα και συμφωνία με τις απόψεις που διατυπώνονται. Την μετάφραση για λογαριασμό της «Προλεταριακής Σημαίας» έκανε ο Άρης Λάμπρου

10/13/2007

Ο ΑΝΤΙΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ KAI O MAΡΞΙΣΤΙΚΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ


Ο Τσε είναι εδώ! Είναι ανάμεσά μας, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις, στο φτωχικό τραπέζι του εργάτη. Το Επαναστατικό Φως που εκπέμπει όπου οι άνθρωποι εξεγείρονται ανάβει παντού καινούργιες ανθρακιές, κάνοντας να ξεπηδούν παντού σπινθήρες. Βρίσκεται σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη και στις σημαίες του αγώνα καθοδηγώντας τους λαούς, σαν πυρσός μέσα στη νύχτα. Και το φως αυτό δεν μπορούν, ότι και να κάνουν οι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου, να το σβήσουν. Μέχρι να βάλει τη φωτιά. Να ανάψει το μπουρλότο που θα κατακάψει τον πλανήτη. Μέχρι που να ξημερώσει...

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ: ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤHΣ

Μια από τις ουσιώδεις αρετές του μαρξισμού του Τσέ Γκεβάρα είναι ο φανατικός αντιδογματικός του χαρακτήρας. Γι΄ αυτόν ο Μάρξ ήταν ο ιδρυτής μιας νέας επιστήμης, που μπορεί και πρέπει να αναπτύσσεται κατά τη διαδικασία του μετασχηματισμού της ίδιας της πραγματικότητας. Υπό αυτή την έννοια θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να ερμηνεύσουμε τη σύγκριση - αν και κάπως εκπλήσσουσα - που κάνει στις Σημειώσεις για τη μελέτη της κουβανέζικης επανάστασης (1960) μεταξύ του Μάρξ και του Νεύτων. (σσ "Σαν μας ρωτούν αν είμαστε μαρξιστές ή όχι, η συμπεριφορά μας είναι σαν εκείνη του φυσικού που τον ρωτούν αν είναι "νευτωνικός" ή του βιολόγου που θα τον ρωτούσαν αν είναι "παστερικός". Υπάρχουν αλήθειες τόσο φανερές που είναι τελικά άσκοπο να συζητούνται. Πρέπει να είναι κανείς "μαρξιστής" τόσο φυσικά όσο είναι "νευτωνικός" ο φυσικός και "παστερικός" ο βιολόγος, υπολογίζοντας ότι αν νέα φαινόμενα προκαλέσουν νέες αντιλήψεις, εκείνα που πέρασαν δεν χάνουν τη συμμετοχή τους στην αλήθεια" (Σημειώσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας της κουβανέζικης επανάστασης - Τσέ Γκουεβάρα, Πολιτικά Κείμενα: Τόμος Α΄, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970, σελ. 59).

Ο Μάρξ, για τον Τσέ, δεν ήταν ένας πάπας προικισμένος από το Αγιον Πνεύμα, με το χάρισμα του αλάθητου, ούτε τα κείμενά του είναι οι πλάκες με τις εντολές που επιχαρίτως παραχωρήθηκαν στο όρος Σινά. Υπογραμμίζει σ΄ αυτό το ίδιο κείμενο, ότι ο Μάρξ, αν και είναι γίγας της σκέψης, υπέπεσε σε πλάνες, που μπορούμε και οφείλουμε να τις ελέγξουμε. Παραδείγματος χάρη σε σχέση με τη Λατινική Αμερική, η εξήγηση που κάνει για τον Μπολιβάρ, ή η ανάλυση που έκαμε μαζί με τον Ενγκελς για το Μεξικό, "όπου παραδεχότανε ορισμένες θεωρίες για τις φυλές και τις εθνικότητες, που για τις μέρες μας, έχουν αποβεί απαράδεκτες" (σσ Τσέ Γκουεβάρα: Πολιτικά Κείμενα: "Η τακτική και στρατηγική της Λατινο-Αμερικανικής Επανάστασης", τόμος Α΄, σελ. 109, Εκ. Καρανάση, Αθήνα 1970).

Ο Γκουεβάρα παραπονιέται επανειλημμένα για "το σχολαστικισμό που έχει φρενάρει την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας" και που συστηματικά μάλιστα εμπόδισε τη μελέτη της περιόδου οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Εναντίον αυτού του σχολαστικισμού (αναφέρεται βασικά στο σταλινισμό) και εναντίον κάθε τάσης παγιοποίησης του μαρξισμού σ΄ ένα ωραίο σύστημα αιώνιων αληθειών, απαρασάλευτων και αμετάβλητων, που προσφέρονται για τον ευσεβή εκστασιασμό των πιστών, ο Τσέ Γκεβάρα χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιούσε ο Λένιν εναντίον της αρτηριοσκληρωτικής "ορθοδοξίας" της 2ας Διεθνούς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μαρξισμός είναι σε τελευταία ανάλυση, οδηγός για τη δράση. (σσ Πολιτικά Κείμενα: "Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα", τομ. Α΄, σελ. 172)

Βρίσκουμε λοιπόν στον Γκουεβάρα οξεία επίγνωση της ανάγκης για δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού, προπαντός σχετικά με τα καινούργια προβλήματα, που θέτουν οι μεταβατικές κοινωνίες, για τις οποίες τα κείμενα του Μάρξ και του Λένιν δεν αποτελούν παρά εισαγωγή, πολύτιμη και αναγκαία, αλλά ανεπαρκή. Αυτό δε σημαίνει πώς η σκέψη του Τσέ δεν υπήρξε ορθόδοξη, με την αυθεντική έννοια της λέξης, δηλαδή να ξεκινά από τις θεμελιώδεις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και από τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού. Ο αντιδογματισμός που χαρακτηρίζει μεθοδολογικά τη σκέψη του Τσέ καθρεφτίζεται πάνω στις οικονομικές και πολιτικές του θέσεις επιτρέποντάς τους να ξεπεράσουν τα όρια που επέβαλε "συστηματικά" η σταλινική γραφειοκρατία. Ο Τσέ είχε εξάλλου επίγνωση της σχέσης μεταξύ δογματισμού και γραφειοκρατίας. Σε μια περικοπή, όπου κάνει υπαινιγμό στην "υπόθεση Εσκαλάντ", ο Τσέ έγραφε, τον Απρίλη του 1962: "είχε εγκαθιδρύσει προσωπικές μεθόδους που έγιναν σοβαρότατα εμπόδια στον καλύτερο συντονισμό της εργατικής τάξης και των οργανισμών. Για την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων, εκδηλώθηκε στη χώρα ένα ολέθριο βίτσιο που πρέπει να εξαφανιστεί τελείως: η απομάκρυνση των μαζών, ο δογματισμός και ο σεχταρισμός. Εξ αιτίας τους απειληθήκαμε από τη γραφειοκρατία". (σσ Πολιτικά Κείμενα, Τόμ. Α΄, σελ. 130).

Τηρουμένωνόλων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε πώς ο Τσέ έπαιξε, τουλάχιστον επί επιπέδου Λατινικής Αμερικής, τον ίδιο ρόλο, επαναστατικής ανανέωσης, σχετικά με το "μαρξισμό" τον παγοποιημένο της επίσημης αριστεράς, που είχε διαδραματίσει ο Λένιν σχετικά με τη "μαρξιστική" σοσιαλ-δημοκρατία της 2ης Διεθνούς.

Ο Μαρξιστικός Ουμανισμός

Για τον Τσέ ο αυθεντικός μαρξισμός δεν αποκλείει τον ανθρωπισμό: τον ενσωματώνει σαν αναγκαία στιγμή του δικού του οράματος του κόσμου. Με την ιδιότητα του ουμανιστή ο Τσέ υπογραμμίζει την πρωτοτυπία και τη σημασία της κουβανέζικης επανάστασης η οποία επιχείρησε να οικοδομήσει "ένα μαρξιστικό σύστημα σοσιαλιστικό, με συνέπεια, ή με συνέπεια κατά προσέγγιση, όπου τοποθέτησαν στο κέντρο τον άνθρωπο, και όπου ο λόγος γίνεται για το άτομο, για το (συγκεκριμένο) πρόσωπο και για τη σημασία που έχει σαν ουσιαστικός παράγων της επανάστασης". (σσ Τσέ Γκεβάρα: "Το επίπεδο και οι άνθρωποι", στο Μανιφέστο αριθ. 7, Δεκέμβριος 1969, σελ. 36. Πρόκειται για τα στενογραφημένα πρακτικά των συνομιλιών που διεξήχθησαν το 1964 στο υπουργείο της Βιομηχανίας).

Ξέρουμε ότι ο Φιντέλ καθόριζε το 1959 την κουβανέζικη επανάσταση, σαν επανάσταση ανθρωπιστική. Με το πέρασμα (περαιτέρω ανάπτυξη) της επανάστασης στο σοσιαλισμό και την προσχώρηση του Φιντέλ στο μαρξισμό - λενινισμό (1960-61) ο ουμανισμός αυτός όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά διατηρημένος υπερκεράστηκε (Aufhebung) από το νέο μαρξιστικό ουμανισμό των κουβανών επαναστατών. Σε ένα λόγο το 1961, ο Φιντέλ υπεγράμμιζε κατηγορηματικά την ουμανιστική έμπνευση της φιλοσοφίας του Μαρξισμού-Λενινισμού: "Ποιός είπε ότι ο μαρξισμός απαρνείται τα ανθρώπινα αισθήματα;... Ενώ ακριβώς η αγάπη στον άνθρωπο, στην ανθρωπότητα, η επιθυμία να χτυπηθεί η αθλιότητα, η αδικία, ο γολγοθάς της εκμετάλλευσης που υφίσταται το προλεταριάτο, αυτά έκαμαν να ξεπηδήσει ο μαρξισμός από το μυαλό του Κάρλ Μάρξ, όταν ακριβώς ο μαρξισμός μπορούσε να ξεπηδήσει, όταν ακριβώς μπορούσε να αναφανεί πραγματική δυνατότητα, κι ακόμη πάνω κι από την πραγματική δυνατότητα: η ιστορική αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης της οποίας ο Κάρλ Μάρξ υπήρξε ο ερμηνευτής. Αλλά τι είναι κείνο που του επέτρεψε να γίνει ο ερμηνευτής, αν δεν είναι το κύμα των ανθρώπινων αισθημάτων, ανθρώπων όπως αυτός, όπως ο Ενγκελς, όπως ο Λένιν;". (σσ Φ. Κάστρο, Κουβανέζικη Επανάσταση, Μασπερό, Τόμ. 1, σελ. 117, Παρίσι).

Για τον Τσέ, το χωρίον αυτό του λόγου του Φιντέλ είναι απολύτου σημασίας και συνιστά σε κάθε αγωνιστή του κουβανέζικου κόμματος να το χαράξει στη μνήμη του σαν "το πιό αποτελεσματικό όπλο εναντίον όλων των αποκλίσεων". (σσ Τσέ Γκουεβάρα: Πολιτικά Κείμενα: "Το Μαρξιστικό - Λενινιστικό Κόμμα", Τομ. Α΄, σελ. 209, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970).

Κατά το 1963 - 64 ο Τσέ ανακαλύπτει το έργο του νεαρού Μάρξ. Πιθανώς η μεγάλη οικονομική συζήτηση που άρχιζε στην Κούβα εκείνη την εποχή, του υπεκίνησε την ανάγνωση των οικονομικο-φιλοσοφικών χειρογράφων του 1844. Αν και αναγνωρίζοντας τα θεωρητικά περιθώρια του νεαρού Μάρξ - των οποίων η διατύπωση "απέπνεε το βάρος των φιλοσοφικών ιδεών που είχαν συντελέσει στη διαμόρφωσή του" και των οποίων οι οικονομικές ιδέες ήσαν "πολύ ακαθόριστες" μη έχοντας ακόμη αποκτήσει την επιστημονική στιβαρότητα του Κεφαλαίου - ο Τσέ υπογραμμίζει το ενδιαφέρον αυτών των κειμένων, που αναφέρονται στα προβλήματα της απελευθέρωσης του ανθρώπου τόσο σαν κοινωνικού όντος, δηλαδή στον κομμουνισμό, όσο και σαν τη λύση των αντιθέσεων που προκαλούν την αλλοτρίωσή του. (σσ Τσέ Γκουεβάρα: Πολιτικά Κείμενα: Τόμος Β΄, σελ. 81, "Σχετικά με το σύστημα προϋπολογισμού χρηματοδότησης", Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1971).

Και το Κεφάλαιο; Δεν είναι αντίθετο από τα κείμενα του νεαρού Μάρξ το "καθαρώς επιστημονικό" δηλαδή "αντιανθρωπιστικό"; Αυτή η νεο-θετικιστική θεωρία για το Κεφάλαιο η πολύ διαδομένη κατά την εποχή της 2ης Διεθνούς, που επανεμφανίζεται σήμερα υπό νέα μορφή, αγνοεί ότι η καταγγελία του απανθρωπισμού του καπιταλισμού - και η δυνατότητα του ξεπεράσματός του με μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ελέγχουν τα πράγματα με τη λογική - είναι ένα από τα επίκεντρα θέματα του σπουδαιότερου έργου του Μάρξ, θέμα που δεν αντιτίθεται στον επιστημονικό του χαρακτήρα, μα, αντιθέτως, συνάπτεται μαζί του διαλεκτικά. Ο Τσέ Γκουεβάρα, κατ΄ αντιπαραβολή, είχε ολοκληρωτικά συλλάβει την ανθρωπιστική έκταση του Κεφαλαίου, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η έκταση αυτή δεν είναι πάντα "ορατή" για έναν αναγνώστη απληροφόρητο: "η βαρύτητα του μνημείου αυτού της ανθρώπινης διανόησης είναι τέτοια που συχνά μας έκαμε να ξεχάσουμε τον ουμανιστικό χαρακτήρα (στην καλύτερη σημασία του όρου) των προθέσεών του. Ο μηχανισμός των παραγωγικών σχέσεων και τα επακόλουθά του, η πάλη των τάξεων, κρύβουν μέχρι τινός βαθμού το αντικειμενικό γεγονός πώς άνθρωποι είναι εκείνοι που κινούνται μέσα στην ιστορική ατμόσφαιρα". (Τσέ Γκουεβάρα: Πολιτικά Κείμενα: Τόμ. Β΄, σελ. 81, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1971).

"Ανθρωπιστής στην καλύτερη σημασία του όρου": με την έκφραση αυτή ο Τσέ υποδηλώνει ότι είναι απαραίτητο να γίνεται διάκριση μεταξύ του ουμανισμού του Μάρξ και των ουμανισμών ¨με την κακή σημασία του όρου": αστικός ουμανισμός, χριστιανικός, παραδοσιακός, φιλανθρωπικός, κλπ. Εναντίον κάθε αφηρημένου ουμανισμού που αυτοκηρύσσεται "υπεράνω των τάξεων" (και που είναι σε τελευταία ανάλυση, αστικός) ο ουμανισμός του Τσέ, όπως και του Μάρξ, έχει ρητά αναλάβει υποχρεώσεις μέσα σε προοπτική προλεταριακής τάξης, αντιτίθεται λοιπόν ριζικά στον "κακό ουμανισμό" μ΄ αυτό το θεμελιακό συλλογισμό: η απελευθέρωση του ανθρώπου και η πραγματοποίηση των δυνατοτήτων του, δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο με την προλεταριακή επανάσταση που καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και εγκαθιδρύει την ορθολογιστική κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στη διαδικασία της κοινωνικής τους ζωής. (Στην αντίληψή του για τον ουμανισμό, είναι δυνατόν και μάλιστα πιθανόν να επηρεάστηκε ο Τσέ από το έργο του αργεντίνου στοχαστή Ανιμπαλ Πόνσε (1898-1938), ενός από τους σκαπανείς του μαρξισμού στη Λατινική Αμερική, που το βιβλίο του Αστικός ουμανισμός και Προλεταριακός ουμανισμός (1935) επανεκδόθηκε ακριβώς στην Κούβα το 1962. Ο Πόνσε καταδεικνύει τη βασική αντίθεση μεταξύ του ουμανισμού των αστών και του ουμανισμού των εργαζομένων και υπογραμμίζει ότι "ο νέος άνθρωπος" ο "ολοκληρωμένος άνθρωπος" που συνδυάζει τη θεωρία και την πράξη, την κουλτούρα και την εργασία, δεν θα γίνει επιτεύξιμος παρά μόνο με την άνοδο του προλεταριάτου στην εξουσία". (σσ Α. Πόνσε: Αστικός Ουμανισμός και Προλεταριακός Ουμανισμός. Εθνικόν Τυπογραφείον της Κούβας, 1962, σελ. 113). Ο μαρξιστικός ουμανισμός του Τσέ είναι λοιπόν πρώτα απ΄ όλα ένας επαναστατικός ουμανισμός ο οποίος εκφράζεται στην αντίληψή του για το ρόλο των ανθρώπων κατά την επανάσταση, στην κομμουνιστική ηθική του και στο πώς βλέπει το νέο άνθρωπο.

www.politikokafeneio.com


Ο Τσε και ο Eπαναστατικός αγώνας


ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΠΠΟΣ

Εξάλλου ο Τσε Γκεβάρα μπορεί να κυκλοφορεί άνετα στο σύγχρονο περιβάλλον της διεθνοποίησης, όντας ο πρώτος «αντάρτης της παγκοσμιοποίησης» που αντιλήφθηκε την πλανητική σημασία της πάλης και προσπάθησε να δώσει στοιχεία για τη χάραξη μιας διεθνούς και διεθνιστικής, αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής επαναστατικής στρατηγικής.

Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ακόμα και οι «φίλοι του Τσε» συνηθίζουν να τον προσεγγίζουν μόνο μέσα από την εικόνα του ρομαντικού επαναστάτη και του ανυπόταχτου αγωνιστή και όχι από τη συνολική του πολιτική παρέμβαση, από το γεγονός ότι τελικά αποτελούσε ένα εκλεκτό μέλος μιας τάσης επαναστατών που προσπάθησαν τη δεκαετία του 60 να αναδείξουν ένα άλλο επαναστατικό υπόδειγμα. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η αντιαποικιακή πάλη των λαών βρίσκεται σε έξαρση, την ίδια ώρα που η άρχουσα τάξη στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και στις άλλες χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού ακολουθούν πια καθαρά μια πολιτική προάσπισης των ιδιοτελών τους συμφερόντων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο. Είμαστε στην εποχή του Χρουστσόφ αλλά και της σινοσοβιετικής διένεξης, που οδηγεί και σε ένοπλες συγκρούσεις. Που ο ευρωκομμουνισμός αναπτύσσεται στην Ευρώπη, ενώ στη Λατινική Αμερική κυριαρχεί ήδη και μάλιστα στην πιο εκμαυλισμένη μορφή στην πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων. Αλλά είναι και η εποχή της κουβανέζικης επανάστασης, του Βιετνάμ, της Αλγερίας και κυρίως των υπόκωφων ήχων των κοινωνικών σεισμών που θα συγκλονίσουν όλο τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας.

Ο Τσε Γκεβάρα, με το περίφημο μήνυμά του στην Τρισηπειρωτική το 1967, προτείνει τη συγκρότηση ενός διεθνούς αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, που θα δημιουργήσει δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ. Ταυτόχρονα, απορρίπτει τον κοινοβουλευτικό δρόμο (δηλαδή την πλήρη κοινοβουλευτική ενσωμάτωση) που ακολουθούν τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, επαναφέρει το ζήτημα της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη, προκρίνοντας την ένοπλη πάλη ως αποφασιστικό παράγοντα τόσο για το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής (αυτή την παλιά λενινιστική υποθήκη) όσο και για την αφύπνιση των μαζών.

Σίγουρα, την πολιτική λογική του Τσε δεν μπορούμε να τη δεχτούμε άκριτα, στο πλαίσιο ενός συγκινησιακού φορτίου' πρέπει να την εκτιμήσουμε συγκεκριμένα. Ούτε βέβαια μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η κύρια δύναμή του δεν ήταν οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά η προσπάθεια να υλοποιεί τις θεωρητικές και πολιτικές του επιλογές. Ο Τσε ήταν ένας αγωνιστής που ενσάρκωνε την ενότητα θεωρίας και πράξης στον ανώτατο βαθμό.

Βασικό στοιχείο στην ενότητα στρατηγικής-τακτικής του Ερνέστο Γκεβάρα είναι η τακτική του ανταρτοπόλεμου. Αξίζει να δούμε ορισμένες πλευρές της σκέψης του, στο φόντο και της συζήτησης που γίνεται στις μέρες μας με αφορμή την «εξάρθρωση της 17ης Νοέμβρη» για το ζήτημα της ένοπλης πάλης και ειδικά του αντάρτικου.

Η βασική ιδέα του Τσε, στηριγμένη στην εμπειρία της κουβανέζικης κατ αρχάς αλλά και της βιετναμέζικης επανάστασης, είναι η δημιουργία της «επαναστατικής εστίας», δηλαδή μιας αντάρτικης βάσης σε κάποιο σημείο της υπαίθρου που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο εξόρμησης της επανάστασης, αλλά και ως σπίθα για το φούντωμά της. Την ιδέα αυτή προσπάθησαν ο Γκεβάρα και οι σύντροφοί του να υλοποιήσουν στη Βολιβία με καταστροφικό όμως αποτέλεσμα. Το πείραμα της εκστρατείας του Γκράνμα και της αντάρτικης εστίας στη Σιέρα Μαέστρα στην Κούβα, απέτυχε στη Βολιβία. Η ζωή σίγουρα είναι ο υπέρτατος κριτής και με αυτή την έννοια «η θεωρία της εστίας» δεν μπορεί παρά να αμφισβητείται έντονα. Αξίζει όμως να δούμε κάτω από ποιες προϋποθέσεις κατέληξε ο Τσε σε αυτή και με ποιους όρους έβλεπε την ανάπτυξή της. Κατ αρχάς, ο Γκεβάρα θεωρούσε τα δικτατορικά καθεστώτα και τον αποικιακό απολυταρχισμό ως βασικές προϋποθέσεις για να επιλεχθεί η γραμμή του αντάρτικου. «Όταν μια κυβέρνηση ανέβει στην εξουσία με λαϊκή ετυμηγορία, νοθευμένη ή όχι, και κρατά μια επιφάνεια τουλάχιστον συνταγματικής νομιμότητας, ο σπόρος του αντάρτικου δεν μπορεί να σκάσει, επειδή δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες της νόμιμης πάλης», γράφει στον Ανταρτοπόλεμο. Σε κατοπινά του κείμενα δίνει μικρότερη σημασία στην ύπαρξη ή όχι χούντας, αλλά σε κάθε περίπτωση συνδέει τη γέννηση του αντάρτικου με την ωρίμανση σε σημαντικό τουλάχιστον τμήμα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων της άποψης ότι χρειάζεται βίαιη ανατροπή του καθεστώτος.

Ο Γκεβάρα τοποθετεί την επαναστατική εστία στην ύπαιθρο. Δεν πρόκειται για υποτίμηση στην εργατική τάξη, την οποία αναγνωρίζει ως την πρωτοπόρα δύναμη του κοινωνικού μετασχηματισμού και τελικού κριτή της πάλης, αλλά σε τακτική εκτίμηση των καλύτερων δυνατοτήτων να κρυφτεί το αντάρτικο, μέχρι να μετατραπεί σε λαϊκό στρατό και να βαδίσει προς τις πόλεις. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από τις αχανείς εκτάσεις της λατινοαμερικάνικης υπαίθρου, πολύ μακριά από την παρουσία του κράτους και με αγροτικούς πληθυσμούς καθυστερημένους μεν, αλλά σε βαθιά εξαθλίωση. Η εμπειρία της Βολιβίας βέβαια έδειξε ότι χωρίς αποτελεσματική σύνδεση με τις πόλεις οι αντάρτες απομονώθηκαν και εξοντώθηκαν.

Σε κάθε περίπτωση ο Τσε Γκεβάρα δεν αντιμετωπίζει το αντάρτικο ως μια απομονωμένη ομάδα που προχωρά σε ορισμένες ενέργειες, αλλά ως καταλύτη. «Το αντάρτικο θα χρησιμεύσει ως καταλύτης σε δράση για την επαναστατική φλόγα των μαζών, ωσότου δημιουργηθεί επαναστατική κατάσταση μέσα από την οποία η εξουσία θα καταρρεύσει με ένα και μόνο αποτελεσματικό κτύπημα, που θα καταφερθεί την κατάλληλη στιγμή», γράφει ο Τσε στην έκκληση του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης προς τους μεταλλωρύχους της Βολιβίας. Αφήνοντας την υπεραισιοδοξία του τέλους («με ένα και μόνο κτύπημα»), που φαίνεται πόσο βάραινε στη σκέψη του Τσε η εμπειρία της ανατροπής του απολύτως διεφθαρμένου καθεστώτος του Μπατίστα, βλέπουμε τη βασική ιδέα του Τσε, δηλαδή τη χρήση του αντάρτικου ως μέσου προσέγγισης στην επανάσταση και όχι μόνο ως ένοπλου βραχίονα της εκδήλωσής της. «Η επαναστατική εστία μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία των συνθηκών της επανάστασης. Δεν πρέπει να περιμένουμε να συγκεντρωθούν όλες οι συνθήκες για να ξεκινήσουμε», γράφει στον Ανταρτοπόλεμο.

Ο Τσε σκαρφάλωνε σε αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ του επαναστατικού βολονταρισμού και της μετατροπής των επαναστατικών επιθυμιών σε πραγματικότητα. Αλλά η λογική του Γκεβάρα δείχνει να πατά γερά στα πόδια του μαζικού κινήματος. «Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, σαν να πρόκειται για δύο αγώνες σε αντιπαράθεση, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορία του λαού, στηριζόμενη στην πάλη των μαζών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ο ανταρτοπόλεμος!» γράφει. Συγκρίνετε αυτή τη λογική με τον αυτισμό τρομοκρατικών μηχανισμών τύπου 17Ν? Ο Τσε είναι ξεκάθαρος: «Οι άκριτες δολοφονίες και οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να διαδίδονται οι επαναστατικές ιδέες, για να ωριμάσουν οι μάζες και να κινητοποιηθούν υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό». Μάλιστα μελετώντας την εμπειρία των βιετκόγκ και προλογίζοντας ένα βιβλίο του στρατηγού Γκιαπ, ο Γκεβάρα θα υπογραμμίσει ότι «το μαζικό κίνημα των πόλεων, με το δυναμικό και χωρίς συμβιβασμούς χαρακτήρα του, αναδεικνύεται σε θεμελιώδους σημασίας παράγοντα για τον απελευθερωτικό αγώνα». Στον Ανταρτοπόλεμο θεωρεί τη «γενική απεργία πρωταρχικό παράγοντα του εμφυλίου πολέμου».

Η θεωρία της επαναστατικής εστίας δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί στις σημερινές συνθήκες' εξάλλου ποτέ δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα εκτός Λατινικής Αμερικής. Ο γκεβαρισμός έδωσε νέα πνοή στο επαναστατικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 60-αρχές δεκαετίας 70, αν και τις περισσότερες φορές συνδέθηκε απόλυτα (και χωρίς «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης») με το ένοπλο αντάρτικο της υπαίθρου ή και της πόλης. Παρά τον ηρωισμό των επαναστατών που διάλεξαν αυτό το δρόμο τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που ανέμεναν. Ίσως η πιο ουσιαστική «ανάγνωση» της πράξης του Γκεβάρα δεν βρίσκεται στην αναπαραγωγή της μορφής του αντάρτικου αλλά στη συνολικότερη λογική του επαναστατικού αγώνα, ο οποίος δεν αποκλείει στην ανάπτυξή του και την ένοπλη πάλη. Δηλαδή στη λογική ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας οι επαναστάτες δεν μπορούν να εξαντλούνται στον οικονομικό αγώνα (με τάσεις οικονομισμού) και στον επίσημο πολιτικό (με τάσεις κοινοβουλευτισμού), αλλά πρέπει να προωθούν και να οικοδομούν μέσα στη ζωή νέα περιεχόμενα και μορφές οργάνωσης της τάξης που είναι σε σύγκρουση συνολικά με το σύστημα. Πρόκειται για την ανανέωση της πολύτιμης παρακαταθήκης του Λένιν, τον οποίο οι ρεφορμιστές της εποχής του κατηγόρησαν επίσης για? μπλανκισμό και επαναστατικό βολονταρισμό. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον της πρωτοπορίας και όχι να περιμένει να «ωριμάσουν οι όροι της επανάστασης», σαν τους υπαλλήλους του? Τζακ Ντάνιελς και προωθείται με την οικοδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης, του εργατικού αντικαπιταλιστικού μετώπου, των οργάνων της εργατικής πολιτικής και του νέου εργατικού κινήματος, με την προσπάθεια ανάπτυξης, γενίκευσης και οργάνωσης των τάσεων χειραφέτησης και ανατροπής που γεννά η ίδια η ταξική πάλη.

Από το Ροσάριο της Αργεντινής
στα βουνά της Βολιβίας

Ερνέστο Τσε ΓκουεΒάρα δε λα Σέρνα ή αλλιώς Τσε. Ένα όνομα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον επαναστατικό ρομαντισμό, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας «ηρωικός αντάρτης» που έχει μείνει αποτυπωμένος και χαραγμένος βαθιά στη συνείδηση όλων εκείνων που έχουν θέσει ως ορόσημο στη ζωή τους την αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής από μια οικογένεια αργεντινών αστών. Το αστείο στην περίπτωση του Τσε είναι ότι λίγο έλειψε να γεννιόταν στο επιβατηγό πλοίο που μετέφερε την οικογένεια Γκεβάρα από το Μπουένος Αιρες προς την ενδοχώρα της Αργεντινής.

Το ατυχές γεγονός της ξαφνικής οξείας πνευμονίας και του άσθματος, που θα ακολουθεί τον Τσε σε όλα του τα βήματα, δημιουργούν μια νοοτροπία και έναν χαρακτήρα σκληρό και με άγρια ομορφιά. Φοιτητής της Ιατρικής, ταξιδιώτης και ανιχνευτής της Λατινικής Αμερικής, μαζί με το φιλο και συμφοιτητή του Αλμπέρτο Γρανάδο, μάθαινε ότι η επανάσταση είναι μια καθημερινή διαδικασία. Ζει μαζί με τους λεπρούς, βοηθάει τους φτωχούς και τους ανήμπορους, θέλει να πείσει τους πάντες ότι ρομαντισμός και ελπίδα είναι δύο έννοιες ταυτόσημες.

Οι επαναστατικές διεργασίες στη Βολιβία οι πορείες των μεταλλωρύχων στη Λα Παζ το 1953 και ο πολιτικός αναβρασμός στη Γουατεμάλα το 1954 θα σημαδέψουν βαθιά τον Τσε.

Το 1955 ο Τσε γνωρίζεται στο Μεξικό πρώτα με τον Ραούλ Κάστρο και μετά με τον ηγέτη του κινήματος Μ-26 Φιντέλ Κάστρο στο σπίτι μιας κουβανής εξόριστης, της Μαρία Αντόνια Γκονσάλες, που είναι με απλά λόγια η «οικοδέσποινα του Γκράνμα». Η γνωριμία του με τον Φιντέλ θα τον επηρεάσει σημαντικά. Τον Ιούνιο του 1955 οι Μεξικάνοι παραδίνουν στα χέρια του Μπατίστα τους πρωτεργάτες της επίθεσης στον φρούριο της Μονκάδα στο Σαντιάγκο της Κούβας. Σε γράμμα προς τη μητέρα του Σέλα δε Σέρνα μέσα από τη φυλακή ο Τσε αναφέρει ότι «αυτές οι μέρες στη φυλακή θα μείνουν εικόνες που ανήκουν στον άθλο της Κουβανικής Επανάστασης». Το μακρύ ταξίδι προς το όνειρο είχε πάρει το δρόμο του.

Το πρωί της 25 Νοεμβρίου 1956, 82 άνδρες ντυμένοι με στρατιωτικές στολές σαλπάρουν από το λιμάνι του Τουξπέν στο Μεξικό προς την Κούβα. Με το πλοίο Γκράνμα, το οποίο ο Φιντέλ είχε αγοράσει από ένα βορειοαμερικανό επειχειρηματία, ξεκινάει το ταξίδι κόντρα στο δικτάτορα Μπατίστα και το σάπιο καθεστώς του. Η μάχη αρχίζει! Το καταπράσινο βουνό της Σιέρα Μαέστρα αντηχεί από τα όπλα. Από την πρώτη σημαντική επίθεση των επαναστατών-μπαρμπούδος, στις 17 Γενάρη 1957, στο στρατόπεδο Λα Πλάτα, μέχρι την είσοδο στην Αβάνα, την 1η Ιανουαρίου 1959, ο Τσε θα πολεμά στην πρώτη γραμμή.

Τον Ιούλιο του 1957 γίνεται κομαντάντε, δηλαδή λοχαγός. Ένας τίτλος που θα τον συντροφεύει σε όλη του τη ζωή. Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Τέταρτης Φάλαγγας με περισσότερα καθήκοντα και ευθύνες. Το αστέρι στον μπερέ του Τσε, ενώ τυπικά δείχνει το βαθμό του λοχαγού και την προαγωγή του, ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τις ανάγκες των λαών του κόσμου τη δεκαετία του 50 και του 60 για «1, 2, 3 πολλά Βιετνάμ».

Στις 31 Αυγούστου 1958 ο Τσε επικεφαλής της όγδοης Φάλαγγας, της επονομαζόμενης Σίρο Ρεδόνδο προς τιμήν ενός νεκρού κουβανού αγωνιστή, ξεκινάει με προορισμό την Αβάνα. Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβει το σιδηροδρομικό κόμβο της πόλης Σάντα Κλάρα. Με δύναμη μόλις 150 αντάρτες ετοιμάζεται για το τελικό χτύπημα. Από την ανατολική πλευρά του νησιού οι δυνάμεις της Δεύτερης Φάλαγγας με επικεφαλής τον Καμίλο Σιενφουέγος βαδίζουν προς την πρωτεύουσα. Ο Τσε ύστερα από πολυήμερες μάχες βγαίνει νικητής. Η Αβάνα τούς περιμένει.

Την 1η Ιανουαρίου 1959 ο δικτάτορας Μπατίστα πετάει προς τον Αγιο Δομίνικο. Η επανάσταση έχει θριαμβεύσει. Η προσωρινή κυβέρνηση του στρατηγού Εουλόχιο Καντίγιο εξαφανίζεται. Ο σταθμός των ανταρτών, το Ράδιο Ρεμπέλσε, μεταδίδει: «Επανάσταση ναι! Στρατιωτικό πραξικόπημα όχι».

Τον Φλεβάρη του 1959 πολιτογραφείται κουβανός πολίτης. Τον Σεπτέμβριο του 1959 διορίζεται υπουργός Βιομηχανίας. Το πρόβλημα της εθνικοποίησης των φυτειών καπνού και ζαχαροκαλάμου που ανήκουν σε βορειαμερικανικές πολυεθνικές είναι ορατό. Τον Νοέμβρη του 1959 αναλαμβάνει επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Παράλληλα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο από τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ, το Αλγέρι μέχρι τη Γιουγκοσλαβία για να αποκτήσει ιδέες για το κουβανικό πείραμα του σοσιαλισμού. Όμως τα σύνορα της Κούβας για τον «ηρωικό αντάρτη» ήταν στενά.

Το 1965 επισκέπτεται την Τανζανία, κοντά στα σύνορα με το Κονγκό. Ξεκινάει από το Κονγκό για να δημιουργήσει το δικό του «αφρικανικό Βιετνάμ», χωρίς καμιά επιτυχία.

Τον Νοέμβριο του 1965 φτάνει στη Λα Πας μεταμφιεσμένος σε Αδόλφο Μένα, έναν ουρουγουανό αξιωματούχο του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Μαζί με 15 Κουβανούς και 12 Βολιβιανούς που ήρθαν από την Αβάνα ο Τσε προσπαθεί να στήσει το επαναστατικό προγεφύρωμα στη Βολιβία. Μαζί τους ήταν και ο γάλλος διανοούμενος Ρεζί Ντεμπρέ, που λειτούργησε ως σύνδεσμος με τα κινήματα της Ευρώπης.

Οι διαφωνίες και η διάσπαση του ΚΚ Βολιβίας στράφηκαν εναντίον του Τσε και των ανταρτών του. Ο δικτάτορας Μπαριέντος μαζί με τη CIA έχει βάλει στόχο την εξόντωσή τους. Χάνοντας τους περισσότερους συντρόφους του ο Τσε απομονώνεται. Αφού τραυματιστεί και με το όπλο του αχρηστευμένο συλλαμβάνεται και στις 9 Οκτωβρίου εκτελείται εν ψυχρώ από ένα βολιβιανό αξιωματικό στο σχολείο της πόλης Λα Ιγκέρα. Ο «Ιππότης της Επανάστασης» δεν υπάρχει πια.

Ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά ανήκει και σε όλους μας. Είναι ο επαναστάτης που μας συντροφεύει στη μοναχική καθημερινότητά μας. Είναι ο επαναστάτης που μας θυμίζει την ανάγκη για μια απελευθερωμένη κοινωνία. Είναι ο επαναστάτης που ζει πάντα στα όνειρά μας. Είναι ο επαναστάτης που σήμερα είναι επίκαιρος όσο ποτέ. Εμείς το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ευχαριστούμε που κράτησε ζωντανή την ελπίδα.


Ο ΤΣΕ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Ο Τσε είναι εδώ! Είναι ανάμεσά μας, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις, στο φτωχικό τραπέζι του εργάτη. Το Επαναστατικό Φως που εκπέμπει όπου οι άνθρωποι εξεγείρονται ανάβει παντού καινούργιες ανθρακιές, κάνοντας να ξεπηδούν παντού σπινθήρες. Βρίσκεται σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη και στις σημαίες του αγώνα καθοδηγώντας τους λαούς, σαν πυρσός μέσα στη νύχτα. Και το φως αυτό δεν μπορούν, ότι και να κάνουν οι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου, να το σβήσουν. Μέχρι να βάλει τη φωτιά. Να ανάψει το μπουρλότο που θα κατακάψει τον πλανήτη. Μέχρι που να ξημερώσει...

(Περιεχόμενα στο βιβλίο "Ο Τσε, ο Μαρξισμός και η Επανάσταση" του Michael Lowy, εκδόσεις Καρανάση, μετάφραση Ελλης Αλεξίου).

Ο ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ

Ποια ήταν η σχέση του Τσε Γκεβάρα με τον προλεταριακό διεθνισμό; Για τον Τσε, ο προλεταριακός διεθνισμός δεν ήταν θέμα παραινετικό πρωτομαγιάτικου λόγου, αλλά, όπως για τους ιδρυτές της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919 ήταν συγχρόνως τρόπος ζωής, ανώτατο ιδανικό, προαιώνια πίστη, κατηγορηματικό πρόσταγμα και πνευματική πατρίδα.

Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει αυτή τη βαθιά σημασία του διεθνισμού του Τσε παρά στο φως του επαναστατικού ουμανισμού. Ο διεθνισμός είναι η έκφραση η πιο αυθεντική, η πιο αγνή, η πιο παγκόσμια, η πιο μαχητική και η πιο συγκεκριμένη αυτού του ουμανισμού. Ο αληθινός διεθνιστής Τσε, εκείνος που είναι ικανός να "αισθανθεί αγωνία, όταν δολοφονούν έναν άνθρωπο κάπου στον κόσμο και να νιώσει έξαρση όταν κάπου στον κόσμο υψώνεται μια καινούργια σημαία της ελευθερίας", εκείνος που αισθάνεται σαν προσωπική προσβολή, κάθε επίθεση, κάθε προσβολή στην αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη ευτυχία, αδιάφορο πού στον κόσμο".

Bεβαίως, το διεθνισμό δεν πρέπει να τον νιώθει κανένας, μα και να τον ασκεί εμπράκτως, με την πραγματική και ενεργό αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, που αγωνίζονται εναντίον του ιμπεριαλισμού και με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών στα έθνη που έχουν αποδυθεί στο δρόμο της απελευθέρωσης. Εμπνεόμενος απ΄ αυτές τις αρχές ο Τσε στον περίφημο και εντυπωσιακό "λόγο στο Αλγέρι" (Φεβρουάριος 1965), καλεί τις βιομηχανοποιημένες σοσιαλιστικές χώρες να μην βασίζουν το εμπόριό τους με τις υποανάπτυκτες χώρες πάνω στη βάση σχέσεων ανίσου ανταλλαγής καθιερωθεισών από το νόμο της αξίας: "Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν επιφέρει στις συνειδήσεις μια μεταβολή που δημιουργεί νέα αδελφική στάση, τόσο πάνω στον ατομικό χώρο μέσα στην κοινωνία που οικοδομεί ή που έχει οικοδομήσει το σοσιαλισμό, όσο και στον παγκόσμιο χώρο, για όλους που υποφέρουν από την ιμπεριαλιστική καταπίεση".

Αλλά για τον Τσε, ο προλεταριακός διεθνισμός δεν είναι μόνο ηθική προσταγή για τον συνεπή κομμουνισμό, η αληθινή εκδήλωση των ανθρωπιστικών αξιών, αλλά επίσης και προπαντός μια πρακτική και πραγματική ανάγκη της επαναστατικής πάλης εναντίον του κοινού ιμπεριαλιστικού εχθρού. Η αγανάκτηση και η αγωνία που εκφράζει (στο μήνυμά του στην Τριηπειρωτική) για την τραγική μοναξιά του βιετναμέζικου λαού απέναντι στη δολοφονική επίθεση της πιο μεγάλης στην ιστορία πολεμικής μηχανής, εξηγεί λοιπόν όχι μόνο την εξέγερση ενός ουμανιστή επαναστάτη κατά της άνανδρης και άδικης καταπίεσης από την οποία ένας λαός θέλει να απελευθερωθεί, μα προπαντός τη ρεαλιστική σκέψη ενός αντιιμπεριαλιστή οξυδερκούς, που βλέπει σ΄ αυτή τη μοναξιά "μια παράλογη στιγμή της ανθρωπότητας".

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Ο Γκεβάρα πολύ γρήγορα πήρε συνείδηση του ηπειρωτικού χαρακτήρα της πάλης της οποίας η κουβανέζικη επανάσταση αποτελούσε τον πρώτο κρίκο. Στο "Μήνυμά του στους Αργεντινούς" της 25ης Μαΐου 1961 (επέτειο της αντιαποικιακής εξέγερσης στην Αργεντινή, στις 25 Μαΐου του 1910) ο Τσε ανατρέχει στο ιστορικό των προηγούμενων αγώνων ηπειρωτικού επιπέδου εναντίον της ισπανικής κηδεμονίας στο 19ο αιώνα, υπογραμμίζοντας την αμοιβαία βοήθεια που προσέφεραν οι επαναστατημένοι στρατοί των διαφόρων λατινο-αμερικάνικων λαών. Έκανε έτσι μια σύνδεση με την "Μπολιβαρίστικη" παράδοση της Λατινικής Αμερικής, αλλά δίνοντάς της από τώρα και στο εξής προλεταριακό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.

Αλλά πιθανώς, η κρίση των πυραύλων του 1962, με την επικείμενη αμερικανική επιδρομή στην Κούβα, έθεσε την ηπειρωτική επανάσταση στο κέντρο των φροντίδων του. Σε ένα δοκίμιο γραμμένο κατ΄ εκείνη την περίοδο. "Η τακτική και στρατηγική της λατινο-αμερικάνικης επανάστασης", ο Τσε διαπιστώνει τη βεβαιότητα του ότι οι ΗΠΑ θα επέμβουν κατά των λατινο-αμερικάνικων επαναστάσεων, από αλληλεγγύη συμφερόντων και διότι ο αγώνας στην Λατινική Αμερική είναι αποφασιστικός. Καταλήγει με την ανάγκη μιας ταχείας ανταπάντησης οργανωμένης σε ηπειρωτική κλίμακα: "Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, φρονούμε πως είναι δύσκολο στην Αμερική να καταγάγουμε νίκη, σε μια χώρα απομονωμένη. Στις ενωμένες δυνάμεις της καταπίεσης πρέπει να απαντήσουν οι ενωμένες λαϊκές δυνάμεις. Σ΄ όλες τις χώρες όπου η καταπίεση καταντάει αβάσταχτη, πρέπει να επισείεται η σημαία της επανάστασης και η σημαία αυτή θα πάρει κατά ιστορική αναγκαιότητα, ηπειρωτικό περιεχόμενο. Όπως το είπε ο Φιντέλ, η Κορντιλλέρα των Ανδεων (οροσειρά στη Ν. Αμερική) καλείται να γίνει η Σιέρρα Μαέστρα της Αμερικής...".

Ως προς το αντάρτικο της Βολιβίας του 1967, ξέρουμε ότι ο Γκεβάρα το θεωρούσε ακριβώς σαν τον πρώτο σταθμό μιας ηπειρωτικής επανάστασης, που οι πρώτες της διακλαδώσεις θα έπρεπε να είναι το Περού και η Αργεντινή, και, αργότερα η Παραγουάη και η Βραζιλία. Εξάλλου ο Τσε, καθόλου δεν αγνοούσε ότι η λατινο-αμερικάνικη επανάσταση η ίδια δεν ήταν παρά τμήμα ενός πλατύτερου κινήματος, του πλατιού κινήματος αυτής της "ανθρωπότητας που είπε: αρκετά, και μπήκε στο δρόμο" (τελευταία φράση της διακήρυξης της Αβάνας που γίνηκε το σύνθημα της Τριηπειρωτικής). Το ενδιαφέρον του για παγκόσμιες διαστάσεις του πολέμου κατά του ιμπεριαλισμού μεγαλώνει με τα ταξίδια του στις χώρες του τρίτου κόσμου το 1959. Σε άρθρο, το Σεπτέμβριο του 1959, που δημοσιεύτηκε στο μεξικάνικο περιοδικό Ουμανισμός, ο Τσε προσδιόριζε ήδη την αντι-ιμπεριαλιστική αδελφοσύνη με μαρξιστικούς όρους, δηλαδή, με ταξικούς όρους: "Δεν είναι αλήθεια ότι η αδελφοσύνη μας ξεπερνά τις αποστάσεις, τις διαφορές της γλώσσας και την απουσία στενών πολιτιστικών δεσμών και μας ενώνει στην πάλη; Δεν είναι αλήθεια πως ένας γιαπωνέζος εργάτης είναι πιο κοντά σ΄ έναν εργαζόμενο αργεντινό, σ΄ ένα μεταλλωρύχο βολιβιανό, σ΄ έναν άνθρωπο που δουλεύει για την "Εταιρία Φρούτων" ή σ΄ έναν Κουβανέζο θεριστή ζαχαροκάλαμου, παρά σ΄ έναν σαμουράι γιαπωνέζο, και στις σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης και, προπαντός, της Ασίας (Κίνας, Κορέας, 1960)". Αλλά το στοιχείο που περισσότερο συνετέλεσε στο να διαμορφώσει τη διεθνή του στρατηγική προοπτική υπήρξε ο επαναστατικός πόλεμος του βιετναμέζικου λαού. Ο Τσε ανήκει ομολογουμένως σε μια γενεά (τη δική μας) για την οποία ο πόλεμος του Βιετνάμ έπαιξε τον ίδιο ρόλο πόλωσης που έπαιξε και ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας για την προηγούμενη γενεά, αποκρυσταλλώνοντας γύρω από ένα "αποκαλυπτικό γεγονός" τη διεθνιστική συνείδηση σε παγκόσμια κλίμακα. Ηδη το 1963, ύστερα από το πρώτο μεγάλο ξεπέταγμα του αντάρτικου του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, ο Τσε υπεγράμμιζε ότι οι Βιετναμέζοι ήσαν "ένας λαός από πρωτοποριακούς στρατιώτες στα πρώτα χαρακώματα του παγκόσμιου προλεταριάτου κατά του ιμπεριαλισμού" και πως το μέτωπο του αγώνα τους ήταν κατεξοχήν σημαντικό για όλο το μέλλον της Αμερικής. Το Βιετνάμ σκέπτεται όταν διακηρύσσει στο Αλγέρι, το 1965: "Δεν υπάρχουν σύνορα σ΄ αυτήν την θανάσιμη πάλη. Δεν μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι σ΄ ότι γίνεται αλλού στον κόσμο, γιατί κάθε νίκη χώρας κατά του ιμπεριαλισμού είναι νίκη υπέρ ημών. Το ίδιο όπως κάθε ήττα ενός έθνους είναι ήττα για μας. Η εφαρμογή του προλεταριακού διεθνισμού δεν είναι καθήκον μόνο για τους λαούς που παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον, είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα". Αλλά ύστερα από το 1965, με την εξάπλωση του αμερικάνικου "σκαρφαλώματος" και την ανοιχτή και μαζική επέμβαση του ιμπεριαλιστικού στρατού στο Βιετνάμ ο Γκεβάρα διατυπώνει κατά τρόπο ρητό και ακριβή την παγκόσμια επαναστατική του στρατηγική, που η πρώτη δημόσια έκφρασή της είναι το μήνυμα στην Τριηπειρωτική το 1967. Στο κείμενο αυτό το φλογερό και αιχμηρό ο Τσε αναπτύσσει τα ακόλουθα θέματα:

1. Ο ιμπεριαλισμός, έσχατο στάδιο του καπιταλισμού, είναι παγκόσμιο σύστημα, και πρέπει να χτυπηθεί με παγκόσμια αντιμετώπιση απέραντη και παρατεταμένη.

2. Για να παλέψουμε κατά του κοινού εχθρού του ανθρώπινου γένους, τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ., οι σοσιαλιστικές χώρες και οι συνοδοιπόροι τους οφείλουν να ενώσουν τις προσπάθειές τους παρά τις διαφορές τους. Η τωρινή μορφή που παίρνουν αυτές οι διαφορές αποτελεί αδυναμία, αλλά η αναγκαία ένωση τελικά θα επιβληθεί κάτω από την πίεση των εχθρικών χτυπημάτων.

3. Σ΄ αυτή τη γιγαντιαία πάλη το ιστορικό καθήκον των λαών του τρίτου κόσμου είναι να απομακρύνουν τις βάσεις διατήρησης που συντηρείται ο ιμπεριαλισμός στις υπο-ανάπτυκτες χώρες, που τους απομυζεί τις πηγές κερδών και πρώτες ύλες, και τις χρησιμοποιεί σαν αγορές για τα προϊόντα της μητρόπολης, και που σήμερα υπόκεινται σε πλήρη εξάρτηση.

4. Μας χρειάζεται σήμερα μια στρατηγική συνολική για τον πόλεμο κατά του ιμπεριαλισμού, ικανή να βοηθήσει αποτελεσματικά την πρωτοποριακή εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου προλεταριάτου: το Βιετνάμ. Δηλαδή πρέπει να δημιουργήσουμε δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ για να υποχρεώσουμε τον ιμπεριαλισμό να διασκορπίσει τις δυνάμεις του.

Είναι η πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, που ένας κομμουνιστής αρχηγός παγκόσμιας προβολής επιχειρούσε να καταστρώσει μια διεθνή επαναστατική στρατηγική που να μην ενεργεί για τα συμφέροντα ενός κράτους. Υπό αυτή την έννοια η σκέψη του Τσε σημαίνει επιστροφή στις πηγές του λενινισμού, στην Κομιντέρν των δοξασμένων χρόνων (1919-1924), προτού σιγά σιγά γίνει όργανο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, του Στάλιν.

Εξάλλου η έκκληση αυτή δεν ήταν ευχή αφηρημένη και πλατωνική. Γράφτηκε από τα βάθη του βολιβιανού δάσους, από έναν άνθρωπο που επιχειρούσε να εκπληρώσει κείνο που διακήρυττε και που θυσίασε τη ζωή του γι΄ αυτό το σκοπό: να έρθει σε βοήθεια στη μάχη του βιετναμέζικου λαού ανοίγοντας δεύτερο μέτωπο στη Λατινική Αμερική. Όλα αυτά εξηγούν τη ζωηρή απήχηση που είχε το ντοκουμέντο αυτό στις τέσσερις γωνίες της γήινης σφαίρας. Η έκκληση είχε σταλεί στην Οργάνωση Αλληλεγγύης των λαών της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής και είχε για κεντρικό άξονα το ρόλο των λαών αυτών των τριών ηπείρων. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η αντίληψη του Τσε ήταν ένας "τρι-γήινος" σκοπός, θολός, στερημένος ξεκάθαρου πολιτικού περιεχομένου. Τίποτε δεν είναι πιο εσφαλμένο παρά η θέση που διέδωσαν μερικοί επιπόλαιοι και επαμφοτερίζοντες ερμηνευτές σύμφωνα με την οποία, για τον Τσε "η αληθινή αντίθεση δεν ήταν μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, αλλά μεταξύ χωρών ανεπτυγμένων και υπο-ανάπτυκτων". Για το Γκεβάρα η παγκόσμια επανάσταση κατά του ιμπεριαλισμού είχε ταξικό περιεχόμενο και έσχατος σκοπός της ήταν δίχως σκιά αμφιβολίας, η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού σε κλίμακα όλου του πλανήτη. Εξάλλου, αν και αναγνωρίζοντας ότι η μαχητικότητα των εργατών των ιμπεριαλιστικών χωρών έχει εξασθενήσει δεν έπεφτε καθόλου στον αντι-ευρωπαϊκό μηδενισμό ενός Φανόν, αντίθετα μάλιστα, προφήτευε στην έκκλησή του στην Τριηπειρωτική (1967) ότι στην Ευρώπη "οι αντιθέσεις θα φθάσουν στα προσεχή έτη σε χαρακτήρα εκρηκτικό" (Μάϊος 1968!) και ότι ο ταξικός αγώνας τελικά θα ξεσπάσει στην ίδια την καρδιά της αμερικάνικης ιμπεριαλιστικής μητρόπολης.

(Περιεχόμενα στο βιβλίο "Ο Τσε, ο Μαρξισμός και η Επανάσταση" του Michael Lowy, εκδόσεις Καρανάση, μετάφραση Ελλης Αλεξίου).

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ


ΕΝΩΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΝΕΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ

Η ταξική πάλη ξαναζωντανεύει σε όλο τον κόσμο. Από τα

«Όχι» εργαζομένων και νέων στην Γαλλία (σε Ευρωσύνταγμα

και Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης), μέχρι την ηρωική

αντίσταση στο Ιράκ και τον άνεμο αλλαγής που σαρώνει την

Λατινική Αμερική και από το συγκλονιστικό φοιτητικό

κίνημα μέχρι την απεργία έξι εβδομάδων των δασκάλων, τις

αντιστάσεις μια σειράς κλάδων στην Ελλάδα, γίνεται

φανερό πως το «τέλος της ιστορίας», που είχαν προφητέψει

οι νεοσυντηρητικοί, δεν ήρθε. Η ιστορία γράφεται με

ανυπακοή.

Ο αστικός πολιτικός συνασπισμός εξουσίας, σύμφωνα με τις

επιταγές του κεφαλαίου, προωθεί διαρκώς το πρόγραμμα

«κοινωνικού πολέμου» σε βάρος των εργαζομένων. Η

κυβέρνηση της ΝΔ κραδαίνει την σπάθα των αντεργατικών

«μεταρρυθμίσεων» και της αντιδραστικής αναθεώρησης του

συντάγματος. Απειλεί, την επόμενη τετραετία, να σαρώσει

ότι απομείνει όρθιο. Ποιος θυμάται πια την «ήπια

διακυβέρνηση»... Παρά την πρόσφατη κοινοβουλευτική

όξυνση (αποτέλεσμα της πίεσης του κινήματος) το ΠΑΣΟΚ

συναινεί στην ουσία της εφαρμοζόμενης πολιτικής (ακόμα

και στην αναθεώρηση του άρθρου 16), αποτελεί τον άλλο

πυλώνα της ίδιας πολιτικής. Διεθνώς, τόσο οι ΗΠΑ, όσο

και η ΕΕ, παρά τα σοβαρότατα εμπόδια και αντιστάσεις που

συναντά η τρομοκρατική πολεμική και αντεργατική

εκστρατεία, που έχουν εξαπολύσει μετά την 11η Σεπτέμβρη

του 2001, επιμένουν στην ίδια γραμμή. Η σύγκρουση είναι

αναπόφευκτη.

Σήμερα όμως δεν είναι ούτε 1989, όταν υπό το βάρος της

κατάρρευσης το εργατικό κίνημα υποχωρούσε άτακτα, ούτε

1995, όταν οι πρώτες σπίθες (εξέγερση Ζαπατίστας,

γαλλικός Δεκέμβρης) έμοιαζαν αδύναμα φώτα στη μακρά

νύχτα. Γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι το κεφάλαιο δεν

μπορεί να ξεπεράσει μόνιμα την κρίση του. Από τη μια

αναπτύσσεται με υπερεκμετάλλευση του ανθρώπου και

λεηλασία της φύσης, με δανεικά από το αύριο. Από την

άλλη δεν έχει θετικό όραμα για το μέλλον. Μόνο κακόφημες

(και κακόηχες) μεταρρυθμίσεις, τύπου ...ελαστοασφάλεια

(flexusecurity).

Όμως τώρα πια δεν «παίζουν» μόνοι τους. Το «πεζοδρόμιο»,

οι δρόμοι του αγώνα, είναι εδώ! Οι εργαζόμενοι, οι νέοι,

το κίνημα αλλάζουν τους συσχετισμούς. Επιβάλλουν ρωγμές,

όπως το φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα με το νόμο

πλαίσιο τον Ιούνη και την αναθεώρηση τώρα. Οι αγώνες

αυτοί έρχονται από το μέλλον και όχι από το παρελθόν,

όπως υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι του κατεστημένου. Το

ζήτημα της ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής έχει τεθεί.

Το λέει ο Καραμανλής που απειλεί με εκλογές. Το βάζει ο

Μπους με το δίλημμα «ή μαζί μας ή εναντίον μας».

Ε, λοιπόν ναι! Χρειάζεται σήμερα να καλυφθεί το κενό μας

Αριστεράς (σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο) αντίπαλο δέος

στο σύστημα, μιας Αριστεράς που μπορεί να νικήσει, που

μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την αντεπίθεση του

εργατικού και επαναστατικού κινήματος, με όπλο τις ιδέες

της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.

- Για την κλιμάκωση, την πολιτικοποίηση και τη νίκη των

κοινωνικών αγώνων

- Για την ήττα της πολιτικής ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, και ΕΕ, για την

ανατροπή της κυβέρνησης και της επίθεσης του κεφαλαίου.

- Για τον ανεξάρτητο πόλο της αντικαπιταλιστικής

επαναστατικής Αριστεράς.

- Για την Αριστερά της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.

Το ΝΑΡ, μετά το 2ο Συνέδριό του, παίρνει αυτή την

πρωτοβουλία διαλόγου και συσπείρωσης για την Αριστερά

που απαιτεί η εποχή μας, για το αντικαπιταλιστικό

μέτωπο- πόλο, γιατί εκτιμούμε ότι οι συνθήκες είναι

ώριμες. Μια άλλη Αριστερά είναι δυνατή! Μπορούμε να

κάνουμε τα πρώτα βήματα μαζί.

Απευθυνόμαστε σε όλους τους εργαζόμενους που δεν

βολεύονται, στους αγωνιστές των κινημάτων που αναζητούν

συνολική πολιτική έκφραση σε ανατρεπτική κατεύθυνση,

στον κόσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς που επιθυμεί να

ξεπεράσει τον κατακερματισμό, ευρύτερα στους μαχόμενους

αριστερούς που βλέπουν τα όρια της επίσημης

ρεφορμιστικής Αριστεράς, στα πολύμορφα σχήματα,

κινήσεις, συσπειρώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

σε κλάδους και γειτονιές, στις πολιτικές οργανώσεις της

«εκτός των τειχών» Αριστεράς.

1. Αριστερά της αντεπίθεσης και των νέων δυνατοτήτων

Καραμανλής και Παπανδρέου, συντηρητικές ή

κεντροαριστερές κυβερνήσεις, οι Βρυξέλλες και ο Λευκός

Οίκος, οι κεφαλαιοκράτες και οι ΣΕΒάσμιοι ιερείς του

σύγχρονου θεού της αγοράς αλλά και οι ιερείς των

προαιώνιων θρησκειών, η σπιτωμένη διανόηση και οι

ενσωματωμένοι δημοσιογράφοι, όλοι μαζί προσπαθούν να μας

πείσουν ότι υπάρχει μόνο ο μονόδρομος των

ιδιωτικοποιήσεων, του «όλα πουλιούνται και όλα

αγοράζονται», της διαρκούς χειροτέρευσης των εργασιακών

σχέσεων, της αιώνιας λιτότητας.

Τίποτα δεν αλλάζει, λένε. Η Αριστερά και το εργατικό

κίνημα είτε θα ενσωματωθούν πλήρως είτε θα παζαρεύουν

τους ρυθμούς χειροτέρευσης της θέσης των εργαζομένων. Κι

όμως ποτέ άλλοτε δεν είχε παραχθεί τόσος αμύθητος

πλούτος, δεν είχαν συγκεντρωθεί τόσες δυνατότητες για να

ζήσει αλλιώς ο εργαζόμενος άνθρωπος, να χειραφετηθεί από

την εκμετάλλευση, την καταπίεση και την αλλοτρίωση, να

διαχειριστεί συλλογικά την κοινωνία. Όλοι το βλέπουμε:

σε πολύ λιγότερο χρόνο παράγουμε περισσότερα αγαθά. Κι

όμως δουλεύουμε περισσότερο, μας κλέβουν το χρόνο,

υποθηκεύουν το μέλλον μας με τα δανεικά, φτιάχνουν το

σκλαβοπάζαρο των ανέργων. Οι νέες δυνατότητες

σπρώχνονται στο βυθό μιας πρωτοφανούς κοινωνικής

βαρβαρότητας, περικλείονται ολοένα και πιο ασφυκτικά από

ένα τείχος πολιτικής αντίδρασης, ηλεκτρονικού «γύψου»

και τηλεαποχαύνωσης.

Οι εξελίξεις στον σύγχρονο κόσμο σφραγίζονται από τη

χωρίς προηγούμενο σύγκρουση των νέων δυνατοτήτων του

κοινωνικού πολιτισμού με την καταστροφική δυναμική της

ατομικής ιδιοκτησίας και των αναδιαρθρώσεων του

ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ζούμε, δηλαδή, σε μια εποχή

μεγάλων δυνατοτήτων για την επαναστατική πάλη που

πασχίζουν να ανοίξουν δρόμο σε ένα τοπίο πρωτόγνωρων

δυσκολιών.

Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά της νέας εποχής δεν

μπορεί παρά να διεκδικήσουν όλα όσα μας ανήκουν, όλο τον

κοινωνικό πλούτο και όλη την εξουσία. Έτσι θα

εμπνευστούν μεγάλα κινήματα και όχι από την Αριστερά του

μικρότερου κακού. ΓιΆ αυτό ξεκινάμε με την «μικρή»

Αριστερά των μεγάλων αγώνων και ελπίδων.

2. Αριστερά των σύγχρονων εργατικών αναγκών και

δικαιωμάτων

Η Αριστερά πρέπει να συνδεθεί ξανά με την σημερινή,

πλειοψηφική και πολύμορφη, πιο ικανή εργατική τάξη, με

τη νέα εργατική βάρδια, με όλα τα φτωχά στρώματα, να

ξαναγίνει -με σύγχρονους όρους- μια εργατική Αριστερά,

φορέας της εργατικής πολιτικής, να εκφράσει και να φέρει

στο πολιτικό προσκήνιο τα εργατικά συμφέροντα. Προβάλλει

ένα σύνολο στόχων για να αλλάξουμε την ζωή μας, στόχους

αντικαπιταλιστικής ρήξης και εργατικής χειραφέτησης. Που

δεν θα κινούνται σε κάποιον ιδεολογικό αιθέρα αλλά θα

εκφράζουν τον ρεαλισμό της διεκδίκησης και όχι της

υποταγής. Η Αριστερά της εποχής μας δεν θα είναι γεμάτη

παχιά λόγια και λιπόσαρκες διεκδικήσεις, αλλά θα

στηρίζεται σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα που θα απαιτεί

βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, έως την πλήρη

ανατροπή της εκμετάλλευσης. Ένα πρόγραμμα στο οποίο θα

υπερέχουν οι στρατηγικές αντικαπιταλιστικές πλευρές των

εργατικών συμφερόντων. Μόνο έτσι έρχονται νίκες και

καταχτήσεις και στο σήμερα, μόνο έτσι αλλάζουν οι

συνειδήσεις. Λογικές «μινιμαρίσματος» των στόχων «για να

συγκεντρωθούν δυνάμεις», όπως δείχνουν το φοιτητικό και

εκπαιδευτικό κίνημα, δεν έχουν σχέση με την

πραγματικότητα. Αφετηρία της Αριστεράς είναι οι πιο

προωθημένες διεκδικήσεις του κινήματος (π.χ. τα 1.400

ευρώ των δασκάλων) προβάλλοντας ένα πρόγραμμα για

αποφασιστική μείωση του χρόνου και των χρόνων εργασίας,

με μεγάλη αύξηση μισθών και συντάξεων, ώστε να ζούμε

αξιοπρεπώς από μία δουλειά, η σταθερή, ενιαία και όσο

γίνεται δημιουργική εργασία για όλους, η κατάργηση των

απολύσεων και η προστασία των ανέργων, η δημόσια και

δωρεάν παιδεία, υγεία, πρόνοια, ασφάλιση για όλους (με

κατάργηση των ιδιωτικών βαμπίρ), η κατοχύρωση του

δικαιώματος στον αγώνα, στον συνδικαλισμό, στην πολιτική

και στην ελεύθερη σκέψη και δράση (πρώτα και κύρια μέσα

στα εργασιακά Νταχάου), η προάσπιση του περιβάλλοντος

και του δημόσιου χώρου - πλούτου, μια νέα αρμονική σχέση

ανθρώπου- φύσης, με ταυτόχρονη προστασία των μικρών και

φτωχών αγροτών για μια ποιοτική διατροφή για όλους, η

κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων (από την εργασία μέχρι τις

εκλογές) στους μετανάστες, η ρήξη και αποχώρηση από τους

μηχανισμούς της Νέας Τάξης και της καπιταλιστικής

διεθνοποίησης (ΝΑΤΟ, ευρωστρατός, Σένγκεν, ΕΕ κλπ), για

ένα άλλο πολιτισμό, μια άλλη παιδεία της δημιουργίας,

της παλλαϊκής συμμετοχής και της κοινωνικής

απελευθέρωσης. Μιλάμε για ένα μέτωπο αγώνων για Παιδεία

- Εργασία- Ελευθερίες της εποχής μας, ένα Νέο Εργατικό

Κίνημα.

3. Ανεξάρτητη, ανατρεπτική και αντιδιαχειριστική

Αριστερά.

Από τις μεταρρυθμίσεις της ΝΔ έως τον εκσυγχρονισμό του

ΠΑΣΟΚ και από τον Μπους μέχρι τον Πρόντι και τον μεγάλο

συνασπισμό στην Γερμανία η εφαρμοζόμενη αυταρχική και

αντεργατική πολιτική είναι βασικά η ίδια. Πρόκειται για

βαθύτερη ανάγκη του συστήματος και όχι επιλογή κάποιων

πολιτικών. Γι΄ αυτό και δεν μπορεί να αλλάξει από τα

πάνω, στα πλαίσια του καπιταλισμού. Μόνο με τον πολιτικό

ανατρεπτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα μπορούν να

επιτευχθούν ρωγμές, καθυστερήσεις και κατακτήσεις. Αυτή

η πολιτική δεν παίρνει διορθώσεις, μόνο ανατροπή. ΓιΆ

αυτό η Αριστερά δεν μπορεί να είναι δωρητής σώματος στα

κεντροαριστερά σενάρια και στις κάθε λογής «κυβερνητικές

λύσεις», ούτε στα αντινεοφιλελεύθερα και αντιμονοπωλιακά

μέτωπα, που αντιπαλεύουν πλευρές μόνο της αντιλαϊκής

επίθεσης, όχι και τις αιτίες που την γεννούν. Τέτοιες

επιλογές, μας πηγαίνουν πίσω. Αυτή είναι η εμπειρία του

«αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» με το ΠΑΣΟΚ και

των συγκυβερνήσεων Τζανετάκη - Ζολώτα, των

«πλουραλιστικών κυβερνήσεων» Ζοσπέν παλιότερα ή Πρόντι

τώρα. Μια μαχητική εργατική αντιπολίτευση, μια

αντιδιαχειριστική και ανεξάρτητη από το σύστημα Αριστερά

είναι πολύ πιο χρήσιμη από κάθε συμμετοχή σε κυβέρνηση

και σε δήθεν «άμεσες λύσεις».

4. Αριστερά της αντικαπιταλιστικής επανάστασης

Απέναντι σε όλες τις ουτοπικές και αδιέξοδες «πολιτικές

εναλλακτικές» εντός και επί τα αυτά του συστήματος, η

αντικαπιταλιστική επανάσταση αποτελεί τον συνολικό

πολιτικό στόχο -στο ζήτημα της εξουσίας- της Αριστεράς

της εποχής μας. Η εργατική εξουσία - δημοκρατία είναι η

απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκινήσει η μεταβατική

κοινωνία προς την κομμουνιστική απελευθέρωση. Πως όμως

θα φτάσουμε σε επαναστατική κατάσταση, πως θα πετύχουμε

και σήμερα καταχτήσεις, την ώρα που παρά τις

επαναστατικές δυνατότητες της εποχής μας, κυριαρχεί ο

αντιδραστικός συσχετισμός; Η σύγχρονη Αριστερά πρέπει να

ανασυστήσει την επαναστατική στρατηγική και τακτική, την

ουσιαστική σύνδεση μεταξύ τους, ξεπερνώντας δεκαετίες

ολόκληρες ρεφορμιστικού διαχωρισμού, που οδηγούσαν την

τακτική στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Ξεπερνώντας και

την κατάργηση της τακτικής από τις κάθε λογής

φαντασιώσεις της «ρήξης εδώ και τώρα». Σήμερα

χρειαζόμαστε μια επαναστατική στρατηγική - τακτική, που

θα πρωτοστατεί στην πάλη για την ήττα, τον κλονισμό και

την ανατροπή της τρομοκρατικής εκστρατείας του

κεφαλαίου, από την σκοπιά των συνολικών εργατικών

συμφερόντων, θα συγκεντρώνει δυνάμεις και θα δημιουργεί

όργανα εργατικής πολιτικής για την επαναστατική ανατροπή

του συστήματος.

5. Αριστερά της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης

Η Αριστερά της νέας εποχής σηκώνει τις σημαίες της

κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Ο κομμουνισμός δεν ήταν

ένα μονόπρακτο έργο που γράφτηκε τον 19ο αιώνα και

κρίθηκε καταδικαστικά τον 20ο, αλλά το απελευθερωτικό

κίνημα της εργατικής τάξης για την κατάργηση της

εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης, για

μια αταξική κοινωνία. Οι σύγχρονες κομμουνιστικές

απαντήσεις στα μεγάλα κοινωνικά ερωτήματα δίνουν

ολοκληρωμένο περιεχόμενο στην αντικαπιταλιστική πάλη,

πρέπει να αποτελούν μέτρο και οδηγό της σύγχρονης

Αριστεράς. Δεν μιλάμε όμως για μια κομμουνιστική

φλυαρία, ούτε για ένα «κομμουνιστικό σωβινισμό» που

αναπολεί και μηρυκάζει τις «παλιές καλές εποχές» και τον

«υπαρκτό σοσιαλισμό». Όποιος ανοίγει χιλιομπαλωμένα

πανιά δεν ετοιμάζεται για μεγάλα ταξίδια. Σήμερα

χρειάζεται επιμονή στην κομμουνιστική απελευθερωτική

προοπτική, με ταυτόχρονη ακόμα μεγαλύτερη επιμονή στην

ανάγκη της επαναθεμελίωσης του κομμουνιστικού κινήματος.

Όχι μόνο του καθαρισμού του από την «σκουριά» του

ανύπαρκτου σοσιαλισμού και του ηττημένου ρεφορμιστικού

κινήματος, αλλά και της αναβάπτισής του στις σύγχρονες

απελευθερωτικές δυνατότητες της εργασίας.

6. Αριστερά του αντικαπιταλιστικού μετώπου και της

κοινής δράσης

Η Αριστερά της νέας εποχής δεν θα προκύψει από την

αυτόκεντρη ανάπτυξη κάθε επιμέρους οργάνωσης, που

νομίζει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Η εργατική τάξη

και τα άλλα υπό εκμετάλλευση στρώματα χρειάζονται ένα

ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο για να νικήσουν. Η

αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι

βαθιά ενωτική, μακριά από τον ηγεμονισμό του ΚΚΕ και του

ΣΥΝ. Για μας η λογική του μετώπου είναι μόνιμη, όχι μια

επιλογή για να περάσει η μπόρα. Αλλά μέτωπο χωρίς

πολιτικό προσανατολισμό δεν υπάρχει. Το μέτωπο σήμερα

δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικό, κτυπώντας

τις αιτίες στη ρίζα τους, δεν μπορεί παρά να είναι

εργατικό, παλεύοντας για την ενοποίηση και πολιτική

παρέμβαση της ίδιας της εργατικής τάξης, για τα

συμφέροντά της. Ένα Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο. Η

αντικαπιταλιστική Αριστερά όντας ενωτική απέναντι στους

εργαζόμενους, δεν μπορεί παρά να διαχωριστεί άμεσα,

ριζικά και σε όλα τα επίπεδα από την αστική πολιτική.

Ταυτόχρονα, αρνείται να «κουρνιάσει» μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ ή

στις διάφορες μετωπικές αναπαραστάσεις του ΚΚΕ. Το

ζητούμενο σήμερα είναι η συγκρότηση ενός τρίτου πόλου

στην Αριστερά, που θα επιδράσει καταλυτικά σε αυτήν, στο

κίνημα και στην κοινωνία. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά

κατοχυρώνει την πολιτική, θεωρητική και οργανωτική της

αυτοτέλεια σε κάθε μέτωπο και συνολικά, συγκροτώντας

σχήματα, κινήσεις και μετωπικές πρωτοβουλίες. Μόνο έτσι

η πολιτική μετατρέπεται σε υλική δύναμη και αλλάζει

συσχετισμούς.

Ταυτόχρονα προωθεί την κοινή δράση, στη βάση αρχών και

προς όφελος του κινήματος, με όλες τις πτέρυγες της

Αριστεράς και τους εργαζόμενους που αμφισβητούν και

θέλουν να αγωνιστούν. Η κοινή δράση μπορεί να βοηθήσει

αποφασιστικά στην συγκρότηση μιας μαχητικής

αντιπολίτευσης. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν έχει

τίποτα το κοινό με τον σεχταρισμό και την

μικροϊδιοκτησιακή λογική που αντιμετωπίζει τον κόσμο της

Αριστεράς σαν εκλογική λεία.

7. Αριστερά της μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης

ενάντια σε κυβέρνηση, ΕΕ, αστικό συνασπισμό εξουσίας

Απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης είναι

απαραίτητο ένα κοινωνικό- πολιτικό κίνημα απόκρουσης και

ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής, μια μαχητική εργατική

αντιπολίτευση. Η μαχητική εργατική αντιπολίτευση συνδέει

το «ούτε βήμα πίσω» με το αντεπίθεση για βελτίωση της

εργατικής θέσης. Αντιπαρατίθεται στους πολιτικούς και

ιδεολογικούς πυλώνες της επίθεσης. Αμφισβητεί την

εκμετάλλευση - αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης,

ενάντια στον κατακερματισμό και τις συντεχνιακές

πρακτικές. Τείνει να διαμορφωθεί σε πολιτικό εργατικό

και μαζικό κίνημα και τότε μπορεί να είναι πραγματικά

επικίνδυνο για την κυβέρνηση και τον αστικό συνασπισμό

εξουσίας. Τέτοια στοιχεία βλέπουμε στο φοιτητικό κίνημα,

στις απεργίες των εκπαιδευτικών, των ΟΤΑ κλπ.

Η μαχητική εργατική αντιπολίτευση στρέφεται εναντίον και

της κυβέρνησης αλλά και του υπουργείου αντιπολίτευσης

του ΠΑΣΟΚ, δεν μπαίνει σε αντιδεξιές λογικές. Διεκδικεί

την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ από τα κάτω και από

τ' αριστερά, καθώς και κάθε κυβέρνησης που ασκεί αυτή

την πολιτική. Παλεύει για την ήττα της πολιτικής ΝΔ και

ΠΑΣΟΚ.

8. Αριστερά των νικηφόρων αγώνων

Οι μαζικοί κοινωνικοί αγώνες μπορούν να νικούν, μπορούν

να επιβάλλουν επιμέρους ήττες ή και μεγαλύτερες ρωγμές

στην τρομοκρατική επέλαση του κεφαλαίου. Αποτελούν έτσι

εφαλτήριο για την παραπέρα ανάπτυξη της διαρκούς πάλης,

γιατί κάθε κατάκτηση στο σύστημα είναι μερική και

αμφισβητήσιμη. Η κοινοβουλευτική Αριστερά δεν προωθεί

νικηφόρους αγώνες, εξαντλείται στην διαμαρτυρία, την

ενδιαφέρει κυρίως η μετατροπή των αγώνων σε ψήφους.

Βέβαια στην εποχή μας η μάχη είναι σκληρή και

πολιτικοποιείται γρήγορα. Δεν μπορείς να αποσπάσεις

τίποτα με τις ψοφοδεείς, επετειακές και συμβολικές

κινητοποιήσεις του αστικοποιημένου συνδικαλισμού. Όπως

δείχνει και το φοιτητικό κίνημα, και με άλλο τρόπο η

απεργία των δασκάλων, για να νικήσουν οι αγώνες

απαιτείται πάλη διαρκείας, μαζική και αποφασιστική

συμμετοχή, αιχμηρό και ευρύ πολιτικό περιεχόμενο,

διάθεση και ικανότητα για σύγκρουση, στήριξη στη

δημοκρατία της βάσης και των γενικών συνελεύσεων και

κυρίως συγκρότηση πανεργατικού μετώπου, έτσι ώστε να

χτυπάμε όλοι μαζί και όχι ο καθένας χωριστά.

ΓιΆ αυτό νικηφόροι ταξικοί αγώνες δεν μπορούν να γίνουν

υπό τις ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία

γενικότερα. ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν εκφράζουν την ενότητα της

εργατικής τάξης στον οικονομικό αγώνα, αλλά υλοποιούν

αστική πολιτική από γραφειοκράτες για εργάτες, διασπούν

την εργατική τάξη κοινωνικά (μόνιμοι- ελαστικοί,

ντόπιοι- μετανάστες κλπ) και πολιτικά (μέσω της

συναίνεσης, του κυβερνητισμού και της υποταγής στα

αστικά κόμματα). Η ενσωμάτωση του αστικοποιημένου

συνδικαλισμού έχει γίνει πια ολοκληρωτική, με τα

ιδιωτικά πανεπιστήμια της ΓΣΕΕ, τη θέση του προέδρου της

κατά του ασύλου, την άρνηση ουσιαστικής συμπαράστασης σε

δασκάλους και φοιτητές. Η Αριστερά της εποχής μας δεν

μπορεί να ακολουθεί λογικές συγκυβέρνησης στην ΓΣΕΕ

(όπως ο ΣΥΝ) ή αριστερής διαμαρτυρίας στα πλαίσιά της

(όπως κάνουν διάφορες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής

Αριστεράς). Σήμερα απαιτούνται θαρραλέα βήματα ταξικής

αγωνιστικής ενότητας στη βάση, πάνω σε ένα αναγκαίο

αντικυβερνητικό, αντιΕΕ και αντικαπιταλιστικό πλαίσιο,

που θα διαμορφώνει ένα ανεξάρτητο (και ανταγωνιστικό)

από τη γραφειοκρατία κέντρο αγώνα σωματείων και

επιτροπών αγώνα, στηριγμένο στις γενικές συνελεύσεις. Σε

αυτή την ανάγκη δεν μπορεί να ανταποκριθεί το ΠΑΜΕ καθώς

φοβάται την ανεξάρτητη εργατική δυναμική, εξαντλείται σε

κινήσεις διαμαρτυρίας αντί για πραγματικούς αγώνες,

κουτσουρεύει το περιεχόμενο στα όρια της

αντιμονοπωλιακής συμμαχίας με μικρομεσαία στρώματα, δεν

προωθεί την κοινή δράση των αγωνιζόμενων τμημάτων.

9. Αριστερά διεθνιστική αντιιμπεριαλιστική -

αντικαπιταλιστική

Στη σημερινή εποχή της καπιταλιστικής διεθνοποίησης η

Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι διεθνιστική,

συμβάλλοντας στην κοινή πάλη των εργαζομένων όλου του

κόσμου ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στην

παγκοσμιοποιημένη εκμετάλλευση και καταστολή, στον

ρατσισμό, στον εθνικισμό,. Όχι για να γίνει

κοσμοπολίτικη ή για να υποταχθεί στον «μονόδρομο» της

ΕΕ. Παλεύουμε για την αποδέσμευση από την ΕΕ, για την

διάλυση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, για μια άλλη

αντικαπιταλιστική διεθνοποίηση προς όφελος των

εργαζομένων. Ταυτόχρονα, το κίνημα πρέπει να διεκδικεί

τα δικαιώματά του σε άμεση σύγκρουση με τον στενό κορσέ

της ΟΝΕ και της ΕΕ, θέτοντας το ζήτημα της απειθαρχίας

στις εντολές της, της αποχώρησης από συγκεκριμένα μέτρα

(π.χ. Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης). Σήμερα δεν

μπορεί να υπάρχει πραγματική αντικαπιταλιστική Αριστερά

χωρίς να είναι αντιΕΕ και ουσιαστικός αντιΕΕ αγώνας

χωρίς να είναι αντικαπιταλιστικός.

Παλεύουμε για την έξοδο από το ΝΑΤΟ και τον ευρωστρατό,

το κλείσιμο των αμερικανονατοϊκών βάσεων, ενάντια σε

κάθε συμμετοχή- συνενοχή στις ιμπεριαλιστικές

«ειρηνευτικές» επεμβάσεις.

10. Αριστερά μιας νέας θεωρητικής, προγραμματικής και

πολιτιστικής δημιουργίας

Η σύγχρονη Αριστερά θα πρέπει να ανοίξει δρόμους στην

θεωρία, στο πρόγραμμα, στις στρατηγικές απαντήσεις,

χωρίς να τα αφήνει «για μετά». Δεν θα είναι μια άνυδρη

πολιτικάντικη και οικονομίστικη δύναμη, όπως σήμερα. Που

χρησιμοποιεί την θεωρία σαν θεραπαινίδα των

ρεφορμιστικών πολιτικών επιλογών, εύπλαστο απολογητή της

διαχείρισης ή εφτασφράγιστο δόγμα του κομματικού

αλάθητου. Που αντιμετωπίζει τον πολιτισμό σαν επίχρισμα

μιας παρέμβασης που δεν λάμπει, δεν δημιουργεί

ανατρεπτικά πολιτιστικά ρεύματα. Η Αριστερά της

κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης θα συμβάλλει στην

συνάντηση και τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των

ρευμάτων αντικαπιταλιστικής κριτικής και οικολογίας.

Σηκώνει τη σημαία ενός μαρξιστικού διαφωτισμού, για την

ανακάλυψη εκ νέου του μαρξισμού, την δημιουργική του

ανάπτυξη, με την αξιοποίηση των καταχτήσεων της ταξικής

πάλης, της επιστήμης, της διαπάλης των ιδεών.

Η επαναστατική Αριστερά κρατά το κόκκινο νήμα της

ιστορικής προσπάθειας για την απελευθέρωση της εργατικής

τάξης, από την Κομμούνα και τον Οκτώβρη, μέχρι την

Ισπανία και την ματωμένη δεκαετία της αντίστασης, από

την Μεγάλη Πορεία της Κίνας μέχρι την Γκράνμα, τον Μάη

και Νοέμβρη, αναγνωρίζοντας την ανάγκη τομής μέσα στη

συνέχεια του εργατικού κινήματος. Σήμερα το ζητούμενο

είναι η επανεκκίνηση, η κομμουνιστική επαναθεμελίωση,

καθώς όλα τα ρεύματα της Αριστεράς της προηγούμενης

εποχής έχουν ηττηθεί. Αυτό όμως που είναι πιο ζωντανό

από ποτέ είναι η ανάγκη και η δυνατότητα της

κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η επαναστατική Αριστερά

στέκεται επαναστατικά απέναντι στον εαυτό της, κάνοντας

αυστηρή κριτική και αυτοκριτική στην πορεία του

αριστερού και εργατικού κινήματος και στη σημερινή

ανημπόρια. Το ΝΑΡ, στο 2ο Συνέδριό του, ανέδειξε με

τολμηρό τρόπο τις δικές του ευθύνες όσον αφορά την

προώθηση του αντικαπιταλιστικού πόλου, της σχέσης

τακτικής - στρατηγικής, της επαναστατικής οργάνωσης κλπ.

Έρχεται σήμερα να συμβάλλει με νέα ορμή.

11. ΚΚΕ και ΣΥΝ δεν μπορούν να εμπνεύσουν και να

νικήσουν

Το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ δεν εμπνέουν για την μεγάλη μάχη για

την Αριστερά της νέας εποχής. Η παλιά Αριστερά έχει

χάσει τον συνολικό απελευθερωτικό της ρόλο. Το τελευταίο

διάστημα μειώνεται η αξία χρήσης της ακόμα και σαν

δύναμη ανάσχεσης της επίθεσης. Κι αυτό παρά το γεγονός

ότι η επίσημη Αριστερά συσπειρώνει στις γραμμές της

πολλούς αγωνιστές και ότι τα τελευταία χρόνια επιχειρεί

μια ορισμένη αριστερή μετατόπιση του λόγου της, για να

μην χάσει την επαφή της με τα τμήματα που

ριζοσπαστικοποιούνται. Όμως, η άρνηση της αναγκαιότητας

μιας συνολικής κομμουνιστικής επανίδρυσης, η αποφυγή

αυτοκριτικής, η προσήλωσή τους σε χρεωκοπημένες

στρατηγικές, είτε των αστικά μεταλλαγμένων καθεστώτων

του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είτε των διάφορων

σοσιαλδημοκρατικών ή αριστερόστροφων τρίτων δρόμων εντός

του καπιταλισμού, οδηγούν την επίσημη Αριστερά σε ρόλο

τερματοφύλακα.

Η λαϊκή εξουσία- οικονομία του ΚΚΕ αναπαράγει αυταπάτες

για ενδιάμεσες λύσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού.

Αφήνει ανοιχτό το πεδίο της ηγεμονίας σε αστικές και

μικροαστικές δυνάμεις. ΓιΆ αυτό ο Περισσός αντιμετωπίζει

το κίνημα σαν ιδιοκτησία του, αρνείται τον πολιτικό του

ρόλο και δεν συμβάλλει σε νικηφόρους αγώνες. Την ώρα που

συγκροτεί αποστειρωμένα «μέτωπα» αρνείται την κοινή

δράση της Αριστεράς, ενώ στέκεται ιδιαίτερα εχθρικά

απέναντι στα εγχειρήματα της κομμουνιστικής

επαναθεμελίωσης.

Η πολιτική του ΣΥΝ καθορίζεται από τη επιλογή του

αντινεοφιλελεύθερου μετώπου, της υποστήριξης στην

ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, από την άρνηση της υπέρβασης του

καπιταλισμού και από τη λογική της «ενότητας στον

ελάχιστο κοινό παρονομαστή», που σημαίνει τελικά- και

ανεξάρτητα από προθέσεις- προσαρμογή στην πιο «αριστερή»

παραλλαγή της αστικής πολιτικής. Τα κεντροαριστερά

σενάρια δεν αποκλείονται, όσο παραμένει ο στόχος της

προοδευτικής εναλλακτικής λύσης (εντός του συστήματος)

και τα παραδείγματα της κυβέρνησης Ζοσπέν και Πρόντι. Ο

ΣΥΝ απέναντι στην ριζοσπαστική και εξωκοινοβουλευτική

Αριστερά εμφανίζεται πιο «ανοικτός», ενώ μέσω του ΣΥΡΙΖΑ

και του Φόρουμ προσπαθεί να την θέσει υπό την ομπρέλα

του. Διατηρεί για τον εαυτό του το πολιτικό «δια ταύτα».

Με εκλογικά και άλλα ανταλλάγματα επιδιώκει να πάρει

αριστερά άλλοθι από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής

Αριστεράς.

Η υποστήριξη στα κόμματα της επίσημης Αριστεράς δεν

λειτουργεί σαν κάποια συντήρηση δυνάμεων, μέχρι να έρθει

η ώρα για ριζικές αλλαγές, αλλά σαν ανακύκλωση ηττημένων

λογικών, σαν αριστερό χαράκωμα για την καθήλωση των

δυνάμεων της επαναστατικής χειραφέτησης.

12. Μια άλλη Αριστερά του αυτοτελούς αντικαπιταλιστικού

πόλου

Δεν υπάρχει μόνο η Αριστερά της διαχείρισης και της

ήττας. Στους κοινωνικούς αγώνες δηλώνει παρών και έχει

καθοριστική θετική συμβολή η αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Ακόμα και σε μεγάλες πολιτικο - κινηματικές

αναμετρήσεις, όπως στις αντιπολεμικές και

αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις, την Πρωτοβουλία

Αγώνα Θεσσαλονίκη 2003 η ριζοσπαστική Αριστερά έδειξε

ότι μπορεί να αποκτά πολιτικό ρόλο. Ταυτόχρονα στους

πρόσφατους αγώνες και στις τοπικές εκλογές ήρθε στο

προσκήνιο μια ευρύτερη ζώνη κοινωνικής- εργατικής

αμφισβήτησης και αριστερής αναζήτησης. Παρ΄ όλα αυτά, ο

χώρος της «εκτός των τειχών» Αριστεράς παραμένει

κατακερματισμένος, όχι μόνο οργανωτικά αλλά και

πολιτικά. Σήμερα δεν μπορεί να δώσει διέξοδο η λογική

της αυτόκεντρης ανάπτυξης της κάθε μια οργάνωσης, των

παράλληλων πορειών και της κοινής δράσης στα «σημεία

επαφής», της καθήλωσης στο επιμέρους, της διάσπασης του

κοινωνικού με το πολιτικό. Όλα αυτά αναπαράγουν την

παθογένεια και οδηγούν στην περιθωριοποίηση και την

δορυφοροποίηση γύρω από τους Μεγάλους Αδελφούς του ΚΚΕ ή

του ΣΥΝ.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι τις ευθύνες μας και να

κάνουμε αποφασιστικά αλλά και ώριμα βήματα για την

συγκρότηση ενός ανεξάρτητου πόλου της αντικαπιταλιστικής

και επαναστατικής Αριστεράς. Αυτός προφανώς και δεν θα

είναι η Αριστερά της νέας εποχής, αλλά θα ανοίξει το

δρόμο. Οι πρωτοπόροι αγωνιστές του κινήματος και της

άλλης Αριστεράς, τα σχήματα και οι κινήσεις, οι

πολιτικές οργανώσεις πρέπει να κινηθούν στην κατεύθυνση

της μετωπικής πολιτικής ενοποίησης. Το Μέτωπο

Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΜΕΡΑ), που αποτελεί μια πρώτη

σημαντική κατάκτηση στο συνολικό πολιτικό επίπεδο,

υπηρετώντας μόνιμα και σταθερά (εδώ και οκτώ χρόνια) την

ιδέα της μετωπικής πολιτικής σε μια προωθημένη πολιτική

προγραμματική βάση, μπορεί να συμβάλλει σε μια πολιτικά

ανώτερη και κοινωνικά ευρύτερη αντικαπιταλιστική

μετωπική συσπείρωση.

Η αναβαθμισμένη συμμετοχή των ίδιων των αγωνιστών της

εκτός των τειχών Αριστεράς, η στήριξη σε πραγματικές

δημοκρατικές πρωτοβουλίες βάσης είναι εκείνο το στοιχείο

που μπορεί να μας πάει πολύ μακρύτερα από τις

προηγούμενες προσπάθειες, που με όλα τα θετικά τους,

έμειναν στη μέση. Ο αντικαπιταλιστικός πόλος θα

χαρακτηρίζεται από την ανοικτή και δημοκρατική

λειτουργία, από την δυνατότητα κάθε αγωνιστή, κάθε

σχήματος και οργάνωσης να καταθέσει την άποψή του, να

συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής

γραμμής, χωρίς ηγεμονισμούς και καπελώματα.

Με αυτό το πνεύμα η αντικαπιταλιστική Αριστερά

παρεμβαίνει πολιτικά παντού, από το μαζικό κίνημα μέχρι

τις κεντρικές πολιτικές μάχες (όπως είναι η αναθεώρηση

του συντάγματος), και στις εκλογές. Η παρέμβασή της δεν

μπορεί παρά να σφραγίζεται από το αναγκαίο

αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και να εκπέμπει αξιοπιστία

και προοπτική, να μην είναι μίας χρήσης.

Συναγωνιστές/στριες, σύντροφοι/σες,

το Νέο Αριστερό Ρεύμα θέτει αυτά τα σημεία για συζήτηση

σε όλο το μαχόμενο δυναμικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Παρουσιάζουμε επίσης τις αποφάσεις και όλο τον γόνιμο

προβληματισμό του συνεδρίου μας. Δεν διεκδικούμε το

αλάθητο, αλλά θέλουμε να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της

υποβάθμισης του περιεχομένου και της «ενωτικής»

πολιτικής που πρώτα βρίσκεις τον σύμμαχο και μετά το

περιεχόμενο.

Γιατί,

Και η πιο μεγάλη πορεία στον κόσμο ξεκινά με ένα μικρό

βήμα εμπρός. Ας το κάνουμε μαζί!

ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

· Για τα εργατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες της

εποχής μας

· Για την ανατροπή της αντεργατικής αντιδραστικής

εκστρατείας του κεφαλαίου,

· Για τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας, την

επαναστατική ανατροπή

ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Φεβρουάριος 2007