Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

1/25/2009

Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό (μια κριτική)


Το παρόν άρθρο αποτελεί μια κριτική στις θέσεις του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό για το 18ο συνέδριο, όσο και σε αυτές που είχαν προηγηθεί με τη διακήρυξη για τα 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αποτελούν άλλη μια απόδειξη κατά τον συντάκτη αυτών των γραμμών ότι ο μαρξισμός στα χέρια του ΚΚΕ έχει εδώ και δεκαετίες μετατραπεί από εργαλείο της επανάστασης σε απολογητική της γραφειοκρατίας και των πλέον μαύρων σελίδων του κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα είναι έκδηλος ο παράλληλος στόχος των θέσεων : της εσωκομματικής συσπείρωσης που αναλώνεται στη χαμερπή κοινοβουλευτική και δημοσκοπική ενδοαριστερή και ενδορεφορμιστική κόντρα.

διαβάστε τη συνέχεια (17 σελίδες, 0,5 ΜΒ) σε μορφή PDF

περιεχόμενα:

  • Κόμμα, κράτος και εξουσία
  • Για τις αντιφάσεις, το νόμο της αξίας και την ιδιοκτησία
  • Διευκρινήσεις για τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους
  • Α και Β Παγκόσμιος Πόλεμος
  • Η “θεωρία” θεραπαινίδα της τρέχουσας μίζερης και ρεφορμιστικής πολιτικής του ΚΚΕ

1/22/2009

Ε.Πρεομπραζένσκι “Το πέρασμα στο σοσιαλισμό”

O Ε.Πρεομπραζένσκι ήταν γνωστός οικονομολόγος και στέλεχος των μπολσεβίκων (1886-1937) μέλος της αριστερής αντιπολίτευσης μεταξύ 1924-27 , εκτελέστηκε το 1937. Υπήρξε συγγραφέας μεταξύ άλλων του “Αλφάβητου του Κομμουνισμού” μαζί με τον Μπουχάριν.

ΒΙΒΛΙΟ:

Το πέρασμα στο σοσιαλισμό,ο Μάρξ, ο Λένιν και οι αναρχικοί για την κατάργηση του καπιταλισμού

(εκδ.γράμματα)

κατεβάστε το σε μορφή, σ.134, PDF 37ΜΒ

1/21/2009

ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΟ 18 ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ

Αγαπητοί φίλοι

Αναμφίβολα ο τομέας των συνεργασιών και των συμμαχιών ενός ΚΚ είναι ένα πεδίο εξαιρετικά δύσκολο και πολύπλοκο και ως προς την επιλογή των πολιτικών δυνάμεων και ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα γίνουν οι συνεργασίες και οι συμμαχίες. Σε συνδικαλιστικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο οι συμμαχίες πρέπει να είναι τέτοιες που να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κινήματος, στη βελτίωση των ταξικών - ποιοτικών του χαρακτηριστικών και μέσω αυτού να συμβάλλουν στην ωρίμανση των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση της ανατροπής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου τίθεται είναι αν στις σημερινές συνθήκες υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις εκείνες που μια συνεργασία του ΚΚΕ μαζί τους θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην επίτευξη των παραπάνω στόχων. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να θέσουμε τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν οι «σύμμαχοι».

Κατά τη γνώμη μου, το βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η θέση και η πολιτική στάση και πρακτική κάθε πολιτικού χώρου πάνω στο κορυφαίο ζήτημα της αλλαγής ή όχι του πολιτικού συστήματος, δηλαδή της ανατροπής του καπιταλισμού. Αντικειμενικά πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται το σύστημα της δικτατορίας του κεφαλαίου σε οποιαδήποτε μορφή του, βρίσκονται στην απέναντι όχθη. Βέβαια, οι δυνάμεις αυτές δεν είναι όλες όμοιες. Καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που ξεκινά από την ακροδεξιά και φτάνει ως την καθεστωτική «αριστερά».

Τυχόν συνεργασία με κάποια από τις δυνάμεις αυτές, έστω κι αν καταφέρει να προωθήσει κάποια επιμέρους ζητήματα, δεν μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Το πιο σημαντικό όμως συμπέρασμα που προκύπτει και από τη διεθνή και την ελληνική πολιτική σκηνή είναι ότι τέτοιες συνεργασίες μάλλον έβλαψαν τελικά το κίνημα και συχνά συνέβαλαν στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας των ΚΚ προς δεξιότερη κατεύθυνση.

Οι συμμαχίες και οι συνεργασίες πρέπει να γίνονται με δυνάμεις που απορρίπτουν το καπιταλιστικό σύστημα, αναζητούν δρόμους ανατροπής του και αγωνίζονται για μια κοινωνική οργάνωση όπου οι δυνάμεις της εργασίας θα έχουν την εξουσία. Δηλαδή με τις δυνάμεις της Αντικαπιταλιστικής Κομμουνιστικής Αριστεράς.

Στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας στο χώρο που οι παπαγαλίζουσες γραβάτες των καναλιών αποκαλούν περιφρονητικά «εξωκοινοβουλευτική αριστερά» υπάρχουν κόμματα και οργανώσεις που οι θέσεις τους και η πολιτική τους πρακτική κινούνται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και δρουν πολιτικά μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, με συνέπεια και αξιοπρέπεια όλα αυτά τα χρόνια. Το ΝΑΡ και ΤΟ ΜΕΡΑ είναι ίσως ο πιο αξιοπρόσεκτος χώρος, αλλά και το ΚΚΕ(μ-λ), το Μ-Λ ΚΚΕ, δυνάμεις από την ΕΝΑΝΤΙΑ και άλλες οργανώσεις παρά τις αδυναμίες τους ανήκουν σε εν δυνάμει συμμάχους. Αυτοί είναι οι φυσικοί σύμμαχοι του ΚΚΕ.

Δεν παραγνωρίζω ότι υπάρχουν διαφορετικές θέσεις και διαφορές σε ζητήματα τακτικής, πολιτικής μεθοδολογίας και πρακτικής, σε ζητήματα που αφορούν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ακόμη και την πολιτική νοοτροπία. Ομως οι διαφωνίες αυτές, που είναι λογικό να υπάρχουν λόγω των διαφορετικών διαδρομών που είχε κάθε οργάνωση μέσα στο κίνημα, δεν είναι ανταγωνιστικές και είναι σαφώς συγκλίνουσες στα πλαίσια ενός κόκκινου διαλόγου στο εσωτερικό μιας συνεργασίας των δυνάμεων της Αντικαπιταλιστικής Κομμουνιστικής Αριστεράς.

Η συγκρότηση της συμμαχίας αυτής, που μπορεί να δοκιμαστεί αρχικά σε μαζικούς χώρους, φοιτητικό και συνδικαλιστικό κίνημα και να εξελιχθεί σε δημοτικές, νομαρχιακές και εθνικές εκλογές καθώς και ευρωεκλογές, είναι μια αναγκαία κίνηση ιστορικής σημασίας που θα λειτουργήσει ως καταλύτης, απελευθερώνοντας πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και αγωνιστές που είτε είναι εγκλωβισμένοι στα αστικά κόμματα, είτε έχουν πάει στο σπίτι τους και μπορεί να έχει απήχηση και στο κομμουνιστικό κίνημα άλλων χωρών.

Η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση αυτής της κόκκινης συμμαχίας ανήκει στο κυρίαρχο κόμμα της Κομμουνιστικής Αριστεράς το ΚΚΕ.

Χρήστος Ματσούκας

http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=21/1/2009&id=10547&pageNo=20&direction=1

1/19/2009

ΜΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ

Στις 27 Δεκεμβρίου βόμβες και πύραυλοι, που έριξαν αεροπλάνα F-16 και ελικόπτερα «Απάτσι» -το καμάρι της «αμυντικής βιομηχανίας» των Ηνωμένων Πολιτειών- έπεσαν σαν βροχή στη Λωρίδα της Γάζας. Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε αδιάκοπα επί 8 μέρες. Τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου, ύστερα από έντονο σφυροκόπημα, ξεκίνησαν οι χερσαίες επιχειρήσεις, με τις οποίες αναπτύχθηκε μεγάλος αριθμός τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων πυροβόλων.

Το κύριο άρθρο της εφημερίδας Le Monde, στις 30 Δεκεμβρίου, χαρακτηρίζει τη βάρβαρη επίθεση στο γκέτο της Γάζας «άσκοπο λουτρό αίματος». Ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ και επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Εχούντ Μπάρακ, οι απόψεις του οποίου ευθυγραμμίζονται πλήρως με εκείνες της συναδέλφου του Υπουργού Εξωτερικών, Τζίπι Ίβνι, και του επικεφαλής της κυβέρνησης, Εχούντ Όλμερτ, δήλωσε ότι «θα σταματήσουμε μονάχα αφού πραγματοποιήσουμε το έργο μας».

Σε πείσμα της ατέρμονης ισραηλινής προπαγάνδας, αυτό που ώθησε σε αυτήν την ενέργεια δεν ήταν η εκτόξευση πυραύλων «Κασάμ» από τη Χαμάς. Η εκτόξευση πυραύλων κατά του ισραηλινού εδάφους, που προκάλεσε πολύ φόβο και μερικές απώλειες, συνέβαινε ήδη όταν η Λωρίδα της Γάζας βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ισραηλινού στρατού. Η ισραηλινή κυβέρνηση γνωρίζει, επομένως, πολύ καλά ότι η κατοχή δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να την αποτρέψει.

Ένας άλλος λόγος για την επίθεση είναι οι επερχόμενες εκλογές στο Ισραήλ. Όλοι ξέρουν ότι μια καλή ιδέα για το κέρδισμα ψήφων είναι να τρομοκρατήσει κανείς το εκλογικό σώμα και, στη συνέχεια, να εμφανιστεί δικαιολογημένα ως εκδικητής. Ο Εχούντ Μπάρακ κέρδισε 4 μονάδες στις δημοσκοπήσεις ύστερα από τον εγκληματικό βομβαρδισμό της Γάζας· μία μονάδα για κάθε εκατό νεκρούς.

Η Γάζα είναι μια πόλη όπου κτήρια και κατοικίες βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Οι πύραυλοι και οι βόμβες σκοτώνουν όχι μονάχα πολιτοφύλακες και αστυνομικούς, αλλά, φυσικά, και πολίτες. Είναι το ίδιο με αυτό που συνέβη στο Λίβανο πριν από δυόμισι χρόνια, αλλά με μια κατάσταση η οποία είναι ακόμη πιο τραγική για τον άμαχο πληθυσμό, επειδή δεν υπάρχει τρόπος για να ξεφύγει από το βομβαρδισμό, καθώς είναι φυλακισμένος μέσα σε μια περιοχή η οποία είναι λίγο μεγαλύτερη από 350 κυβικά χιλιόμετρα.

Επί χρόνια αυτό το μικρό έδαφος έχει βρεθεί σε κατάσταση πολιορκίας και με τα σύνορά του κλειστά. Ο ηλεκτρισμός παρέχεται από το Ισραήλ μαζί με τα καύσιμα, τα τρόφιμα και τα φάρμακα. Το 50% του πληθυσμού είναι άνεργοι. Δεν υπάρχει οικονομία άξια λόγου και ακόμη και οι μικρές βιομηχανίες έχουν καταστραφεί. Ακόμη και το ψάρεμα δεν είναι δυνατό μετά τον αποκλεισμό, επειδή το ισραηλινό ναυτικό απαγορεύει στις ψαρόβαρκες να μπουν στο νερό.

Ενεργό ρόλο στη διατήρηση του ασφυκτικού κλοιού γύρω από τη Γάζα παίζει το αιγυπτιακό κράτος, το οποίο ελέγχει τα νότια σύνορα της Λωρίδας και δεν επιτρέπει σε κανέναν να την εγκαταλείψει ούτε στους πολιορκημένους να λάβουν κανενός είδους βοήθεια, ακόμη και σε τρόφιμα και φάρμακα. Το αιγυπτιακό κράτος, που έχει πληγεί σοβαρά από την οικονομική κρίση και η κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό του βρίσκεται στο χείλος της έκρηξης, φοβάται ότι το προλεταριάτο της Γάζας θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια εξέγερση στη ίδια τη χώρα, η οποία είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες στην περιοχή και διαθέτει ένα ισχυρό προλεταριάτο που δεν στερείται ταξικής παράδοσης, όπως έδειξαν οι πρόσφατες απεργίες κατά των μισθών πείνας. Το καθεστώς, έτσι, δίνει έμφαση στους δεσμούς του με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο οποίος του παρέχει γενναίες επιδοτήσεις, και συνεργάζεται στη σφαγή του παλαιστινιακού λαού.

Από την άλλη μεριά, ο Αραβικός Σύνδεσμος δεν έχει καν κατορθώσει να συνεδριάσει, ενώ η Ευρώπη επιδεικνύει για μια ακόμη φορά έλλειψη ενδιαφέροντος και ανικανότητα. Ο ΟΗΕ επιβεβαιώνει την πλήρη συνενοχή του: στην έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπόδισαν την έκδοση μιας άτολμης διακήρυξης που προτάθηκε από τη Λιβύη, η οποία έκανε έκκληση για την άμεση κατάπαυση του πυρός και εξέφραζε την ανησυχία της για την «αυξανόμενη βία στη Γάζα».

Πέρα από τα προσωπικά «εκλογικά» κίνητρα του σάπιου πολιτικού του προσωπικού, το κράτος του Ισραήλ τάσσεται υπέρ του πολέμου επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιλύσει την κρίση του. Αυτό δεν το κάνει προκειμένου να θέσει τέλος στην εκτόξευση ρουκετών και στις επιθέσεις αυτοκτονίας, αλλά επειδή αυτό θα το βοηθήσει να ξεπεράσει το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Το καπιταλιστικό καθεστώς τονώνεται από τον πόλεμο. Στο Ισραήλ ο πόλεμος ενισχύει την ταξική συνεργασία, την οποία έχει ανάγκη η αστική τάξη προκειμένου να συνεχίσει να δρα ως χωροφύλακας του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Γι' αυτό το ισραηλινό προλεταριάτο πρέπει να τρομοκρατηθεί και να καθυποταχθεί και γι' αυτό να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ως κρέας για τα κανόνια όχι για να υπερασπίσει τους «Εβραίους» από την απειλή του «αραβικού μίσους», αλλά για να υπερασπίσει τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.

Ο πόλεμος σημαίνει ότι η οικονομική κρίση, οι απολύσεις και η φτώχια που αποτελούν όλο και περισσότερο τη μοίρα του ισραηλινού προλεταριάτου και του παλαιστινιακού προλεταριάτου-παρία, μπορούν να συγκαλυφθούν. Ο πόλεμος δίνει τη δυνατότητα να λησμονήσει το ισραηλινό προλεταριάτο ότι ύστερα από 40 χρόνια συνεχούς εμπόλεμης κατάστασης και συνεργασίας με την αστική του τάξη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και σε κατάσταση υλικής ένδειας και ηθικής εξαχρείωσης, όπως δείχνουν τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα, και να συνεχίσει να βρίσκεται κάτω από το ζυγό του ειδεχθέστερου μιλιταρισμού.

Ο πόλεμος κατά της Γάζας είναι δώρο εξ ουρανού για την πολεμική βιομηχανία, η οποία είναι η μόνη που δεν βρίσκεται σε κρίση. Οι σύγχρονες βόμβες και οι σύγχρονοι πύραυλοι που εκτοξεύονται κατά χιλιάδες τη φορά είναι μια προσοδοφόρα επιχείρηση εκατομμυρίων δολαρίων. Ο πόλεμος δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να βελτιωθεί η τεχνολογία με τη δοκιμή όπλων πάνω σε αληθινούς στόχους. Ο πόλεμος καθίσταται ο ίδιος αιτία του εαυτού του.

¨Όπως ο πόλεμος στη Βηρυτό το 1982, όταν η ισραηλινή και η λιβανέζικη αστική τάξη οργάνωσαν τη σφαγή στα στρατόπεδα προσφύγων στη Σάμπρα και τη Σατίλα, έτσι και αυτός είναι πάνω απ' όλα ένας κοινωνικός πόλεμος κατά του προλεταριάτου. Είναι ένας πόλεμος κατά του άμαχου πληθυσμού και με στόχο τους προλετάριους, ο οποίος διεξάγεται στον ίδιο αν όχι σε μικρότερο βαθμό κατά των πολιτοφυλάκων και των στρατευμάτων της Χαμάς. Η τρομοκράτηση, η καταστροφή αγαθών και η εξολόθρευση ανθρώπων είναι το μόνο «πολιτικό σχέδιο» που βρίσκεται πίσω από τις σφαγές που διαπράττονται για πολλοστή φορά.

Η χερσαία εισβολή δεν θα πετύχει τους δεδηλωμένους σκοπούς της. Μπορεί το Ισραήλ να πετύχει μια επισφαλή νίκη σε αυστηρά στρατιωτικό επίπεδο καταλαμβάνοντας τη Λωρίδα της Γάζας, αλλά δεν μπορεί να ελέγξει μια τόσο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Αυτός ήταν, στην πραγματικότητα, ο λόγος της αποχώρησής του, το 2005, προσπαθώντας να κλείσει τη Γάζα γύρω από μια «υγειονομική ζώνη».

Το γεγονός ότι οι δυνάμεις της Χαμάς είναι οι μόνες που αντιμετωπίζουν την ισραηλινή πολεμική μηχανή θα μπορούσε να κάνει αυτό το κόμμα σημείο αναφοράς του νεκρού, διεφθαρμένου και αντιδραστικού παλαιστινιακού εθνικισμού, αλλά τόσο το κόμμα -η Χαμάς- όσο και η ίδια η υπόθεση -ο παλαιστινιακός εθνικισμός- δεν πρέπει να έχουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξη του κομμουνιστικού προλεταριάτου, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι ηγέτες της Χαμάς δεν φοβούνται τον πόλεμο γιατί γνωρίζουν ότι ο πόλεμος ενισχύει το κίνημά τους και ελπίζουν ότι αυτός θα τους οδηγήσει στην οριστική επικράτησή τους έναντι της Αλ Φατάχ και της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, όπως συνέβη στο Λίβανο όπου ύστερα από τον πόλεμο το κίνημα της Χεζμπολάχ κατόρθωσε να υπερισχύσει στις διάφορες κοινότητες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανών, ως στυλοβάτης του λιβανέζικου εθνικισμού.

Οι σφαγές πιθανόν να ωθήσουν το προλεταριάτο της Γάζας να συνταχθεί κάτω από το πράσινο λάβαρο του Ισλάμ, το οποίο φιγουράρει ως το μοναδικό κόμμα που θέλει να αντισταθεί στον κατακτητή. Όμως, το καθεστώς της Χαμάς είναι μια αστική δικτατορία, όπως και εκείνη της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής στη Δυτική Όχθη. Είναι μια κυβέρνηση που όχι μονάχα χρησιμοποιεί κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή της για να καταπολεμήσει την προοπτική του επαναστατικού κομμουνισμού, αλλά και καταστέλλει στυγνά ταξικές οργανώσεις συνδικαλιστικού χαρακτήρα.

Το προλεταριάτο της Γάζας δεν πρέπει να ξεχάσει το δικό του πόλεμο που είναι ενάντια στην πείνα, τη φτώχεια και τις αρρώστιες. Όπως και στην Κομμούνα του Παρισιού, ο πόλεμός του είναι ένας πόλεμος σε δύο μέτωπα: ενάντια στα ισραηλινά τανκ και εναντίον της κυβέρνησης της Χαμάς, με την τελευταία να μην διστάζει να παρασύρει τις προλεταριακές μάζες σε μιαν άσκοπη αυτοκαταστροφική πάλη προκειμένου να επιβάλλει την ηγεμονία της στα παλαιστινιακά εδάφη.

Στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιούνται σε ολόκληρο τον κόσμο κατά της σφαγής και σε ένδειξη υποστήριξης προς τον παλαιστινιακό εθνικισμό ενάντια στον ισραηλινό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό συμμετέχουν μετανάστες εργάτες από τις αραβικές χώρες, αλλά αυτές οι κινητοποιήσεις όχι μόνο δεν συμβάλλουν στο να ξεκαθαρίσει το προλεταριάτο τι οφείλει να κάνει, αφού ούτε καν τίθεται ένας τέτοιος στόχος. Ο πόλεμος που πρέπει να διεξαχθεί δεν είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε έθνη, φυλές ή θρησκείες, αλλά ένας πόλεμος ανάμεσα σε τάξεις. Δεν είναι προς το συμφέρον της εργατικής τάξης στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο να συνταχθεί ούτε με τα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, ούτε να παλέψει για μια οικτρή και χαμένη υπόθεση όπως αυτή της παλαιστινιακής αστικής τάξης. Το να το κάνει σημαίνει ότι σύρεται πίσω από την πολεμοκάπηλη αστική προπαγάνδα και τα διπλωματικά της παιχνίδια -που, στην πραγματικότητα, αποτελούν μέρος των προετοιμασιών για μια ευρύτερη παγκόσμια ένοπλη σύγκρουση- και ότι συμβάλλει στην πρόσδεσή της στον εθνικισμό και στην ταξική συμφιλίωση.

Η πολιτική του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος είναι σαφής: καμία αλληλεγγύη με το αντιδραστικό εθνικό παλαιστινιακό κίνημα, καμία συμμαχία με αστικά κινήματα και αστικά κόμματα εν ονόματι του αντι-ιμπεριαλισμού.

Το προλεταριάτο στις αραβικές χώρες και στο Ισραήλ πρέπει να ξεκινήσει ανασυγκροτώντας τις δικές του οργανώσεις για την άμυνα και τον αγώνα του· οργανώσεις ανεξάρτητες από τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα. Χωρίς αυτές, χωρίς τα δικά του ταξικά συνδικάτα και το δικό του κόμμα θα παραμείνει κρέας για τα κανόνια στην υπηρεσία της αστικής πολιτικής, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο μιλιταριστική, κυνική και εγκληματική.


International Communist Party-
Partito Comunista Internazionale
(il partito comunista)



www.international-communist-party.org/index.htm

1/13/2009

Γ. Γράψας: Οργάνωση, μέτωπο και κίνημα



Άρθρο του Γ. Γράψα για την επαναστατική οργάνωση στην εποχή μας

Για να εκτιμήσουμε νηφάλια την μέχρι τώρα προσπάθεια μας και τον προβληματισμό για τη συγκέντρωση των πολιτικών επαναστατικών δυνάμεων, χρειάζεται να προσδιορίσουμε ορισμένα κοινά σημεία αναφοράς. Αυτά σχετίζονται με ερωτήματα και σκέψεις που παρουσιάζονται στην καθημερινή μας ζωή. Πώς διαμορφώνεται το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο στις σημερινές συνθήκες; Ποια είναι η σχέση αυτού του υποκειμένου με την υπόλοιπη κοινωνία; Ποια η σύνδεση του με τη μαζική πολιτική δράση;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται ν’ αξιοποιούν το επιστημονικό κεκτημένων συλλήψεων και εφαρμογών του Μαρξ, του Λένιν, ν’ απορρίπτουν την υποταγή, τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της κατεστημένης Αριστεράς· να επιχειρούν κυρίως ένα ποιοτικό και ποσοτικό αίτημα παίρνοντας υπόψη τους τις νέες δυνατότητες και τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται σήμερα στην εργατική τάξη.

Βασικό στοιχείο της νέας προσπάθειας είναι ν’ αντιμετωπίσουμε τον κατακερματισμό της ιδεολογίας, της πολιτικής πράξης και της μαζικής δράσης των πρωτοπόρων εργατικών δυνάμεων, που επέβαλε η αντίληψη των παραδοσιακών ΚΚ. Η αποξένωση της ιδεολογίας απ’ την πολιτική και τη μαζική δράση μετέτρεπε την ιδεολογική «δουλειά» σε θεολογία, την πολιτική σκέψη σε προνόμιο των πολιτικών γραφείων και τη μαζική δράση σε καταναγκαστικό πρακτικισμό. Το όλο σχήμα στηριζόταν στην εξοργιστική αντιμαρξιστική λογική που αρνιόταν στην ουσία την επαναστατική δυνατότητα της εργατικής τάξης, αφού θεωρούσε το κόμμα αποκλειστικό φορέα και ιδιοκτήτη αυτής της δυνατότητας.

Επομένως, γι’ αυτούς τους λόγους αλλά όχι μόνο αντιμετωπίζουμε με νέο τρόπο τη συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου:
Δεν προσπαθούμε μόνο να συγκροτήσουμε μια μεταβατική επαναστατική εργατική οργάνωση. Προωθούμε παράλληλα τις διαδικασίες διαμόρφωσης ενός πολιτικού μετώπου και μιας αριστερής πτέρυγας του κοινωνικού, διεκδικητικού κινήματος που θα αντιμάχονται συνολικά, από επαναστατικές θέσεις, την καπιταλιστική ανασυγκρότηση.

Η μεταβατική επαναστατική εργατική οργάνωση, το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο και η αριστερή πτέρυγα του μαζικού κινήματος, στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση παράγουν ταξική συνείδηση, ένα νέο ταξικό «πολιτισμό», με την πλατιά έννοια.

Συμβάλλουν στη μετατόπιση και ουσιαστική αλλαγή των ταξικών συσχετισμών και δεν παράγουν απλά κάποια θεωρητικά, πολιτικά, μαζικά ή οργανωτικά «αποκρυσταλλώματα».

Οι τρεις αυτές διαδικασίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, και συμβάλλουν, σε διαφορετικά βέβαια επίπεδα, στην ανάπτυξη επαναστατικής θεωρίας, πολιτικής σκέψης και δράσης. Μπορούν να διαμορφώσουν νέους δεσμούς με τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ωστόσο η κάθε μια απ’ αυτές τις διαδικασίες έχει την αυτοτέλεια της, την ειδική αξία της, το ειδικό βάρος της, αλλά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.

Στην επαναστατική οργάνωση το κυρίαρχο στοιχείο είναι η δημοκρατικά οργανωμένη συζήτηση και πράξη για τη συλλογική διαμόρφωση ιδεολογίας και θεωρίας από τη σκοπιά του κομμουνισμού, για το στρατηγικό στόχο, την πολιτική τακτική και την κοινωνική πάλη. Είναι, όμως, και η ενασχόληση για τη συγκρότηση του Αριστερού Ριζοσπαστικού μετώπου και της Αριστερής πτέρυγας του κοινωνικού κινήματος. Στο Αριστερό Ριζοσπαστικό μέτωπο, το βασικό στοιχείο είναι η πολιτική δράση, η πολιτική συσπείρωση σε ενιαία κατεύθυνση όλων των δυνάμεων της τάξης που αντιπαλεύουν τις βασικές κυρίαρχες επιλογές. Παράλληλα το Αριστερό Ριζοσπαστικό μέτωπο συμβάλλει και στην επεξεργασία όχι μόνο πολιτικής τακτικής αλλά και επαναστατικής θεωρίας. Προωθεί τους κοινωνικούς αγώνες και ενισχύει τους δεσμούς του με τις δυνάμεις της κοινωνικής ανατροπής.

Η Αριστερή πτέρυγα του κοινωνικού κινήματος έχει σαν κυρίαρχο στοιχείο της την ιδιαίτερη δυνατότητα ν’ αναπτύξει πολιτικούς δεσμούς, μέσα απ’ τους κοινωνικούς αγώνες, με την πλειονότητα της τάξης. Είναι ο κρίκος σύνδεσης όλων εκείνων που πιστεύουν στην κομμουνιστική αναζήτηση, αναγέννηση και επανίδρυση με την συνολική κατάσταση της τάξης, με τις αντικειμενικές αφετηρίες διαμόρφωσης μιας άλλης συνείδησης, μέσα απ’ τις αντιθέσεις του καπιταλισμού.

Παράλληλα, με το δικό της τρόπο η Αριστερή πτέρυγα του μαζικού κοινωνικού κινήματος παράγει πολιτική και ιδεολογία, ενισχύει συνολικά την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης.

Οι διαδικασίες διαμόρφωσης του πολιτικού υποκειμένου όπως αναφέρθηκαν παραπάνω έστω και με τον κίνδυνο υπεραπλούστευσης δεν αναπτύσσονται ισόμετρα. Δεν εξαρτώνται μόνο απ’ την υποκειμενική θέληση εκείνων που επιδιώκουν να συμβάλουν σ’ αυτό αλλά κυρίως απ’ την δύναμη των ταξικών αγώνων.

Η τάξη και η ταξική πάλη, όχι μόνο με τις σημερινές «εμπειρίες» και ανάγκες τους, αλλά και με την δύναμη της «ιστορίας» τους, διαμορφώνουν σε διάφορα επίπεδα πρωτοπόρους αγωνιστές στην κοινωνική και πολιτική πάλη, στην ιδεολογική και θεωρητική δράση.

Έτσι οι τρεις αυτές διαδικασίες στην ενότητα τους αποτελούν το πεδίο μέσα απ’ το οποίο εκφράζεται η προτεραιότητα της εργατικής τάξης σε σχέση με την πολιτική πρωτοπορία, αλλά και την ιδιαίτερη συμβολή της τελευταίας στην επαναστατική πράξη της τάξης. Το «πεδίο» αυτό αποτελεί το κόμμα με την πλατιά έννοια, όπως πρώτος διατύπωσε ο Μαρξ, και όχι αποκλειστικά και μόνο η επαναστατική οργάνωση.

Έχουμε τη γνώμη ότι για όσους πιστεύουν στην κομμουνιστική αναζήτηση και επανίδρυση η μεταβατική οργάνωση αποτελεί τον αποφασιστικό κρίκο, την αφετηρία για τη διαμόρφωση του επαναστατικού υποκειμένου. Ωστόσο δεν ταυτίζονται με αυτό.
Χωρίς μια πορεία ευρύτερης πολιτικής κοινωνικής συσπείρωσης που να προβάλλει τη λογική του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού δρόμου δεν υπάρχει καν διαδικασία συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου.

Πόσες προσπάθειες οργανώσεων που έχουν θεωρητικά αποδεχθεί την ανάγκη σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική του κομμουνισμού γυρίζουν γύρω απ’ το φανταστικό τους κόσμο με την αυταπάτη ότι αποτελούν την πολιτική πρωτοπορία; Αλλά και πόσες πλατιές πολιτικές και μαζικές συσπειρώσεις γύρω από μια φαινομενικά ή και κάποτε πραγματική-άμεση επαναστατική πολιτική ναυάγησαν γιατί έλειπε η επαναστατική οργάνωση, η σύνδεση με το στόχο του κομμουνισμού;

Το ζητούμενο σήμερα για τους αγωνιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να μην καταναλωθούν στην αναζήτηση του ανύπαρκτου παραδείσου, ενός κομματικού μηχανισμού που «λύνει» και «δένει» τα πάντα ή κάποιων μαγικών λύσεων στο ζήτημα της πολιτικής, αλλά να συμβάλουν μέσα από τις διάφορες διαδικασίες στη διαμόρφωση αυτού του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου με την πλατιά έννοια. Να συμβάλουν στο άνοιγμα δρόμων για τη συνολική ανάπτυξη του και όχι στον κατακερματισμό και την αφυδάτωση του.

Υπάρχουν σήμερα αντικειμενικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο ή μήπως οι καταθλιπτικοί πολιτικοί συσχετισμοί στο κοινωνικό υποκείμενο και η εξέλιξη των αντιθέσεων στον καπιταλισμό το αποκλείουν;

Εμείς πιστεύουμε ότι παρ’ όλες τις τρομακτικές δυσκολίες όχι μόνο οι αντιθέσεις του καπιταλισμού, οι προοπτικές της ταξικής πάλης αλλά και η συγκεκριμένη πολιτική συνείδηση πλατιών αριστερών δυνάμεων κάνουν απόλυτα εφικτό αυτό το στόχο, ιδιαίτερα στις διαδικασίες του Αριστερού Ριζοσπαστικού μετώπου και της Αριστερής πτέρυγας του μαζικού κινήματος.

Γι’ αυτό έχουμε τη γνώμη ότι η συμμετοχή σ’ αυτές δεν χωρά άλλη καθυστέρηση παρά τις όποιες σοβαρές ίσως διαφορές στις μέχρι σήμερα ιδεολογικές μας προσεγγίσεις.

Όσον αφορά τις δυνάμεις της κομμουνιστικής αναγέννησης και επανίδρυσης, που κατανοούν τις νέες ανάγκες και τα νέα χαρακτηριστικά του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου και ειδικά για τις δυνάμεις του ΝΑΡ, δίλημμα δε μπορεί να υπάρχει. Με αποφασιστικό κρίκο τη συμβολή τους στη μεταβατική, επαναστατική, εργατική οργάνωση, πρέπει να πρωτοστατήσουν στην πάλη για τη δημιουργία του ευρύτερου επαναστατικά) υποκειμένου, μέσα από τις πολλαπλές αγωνιστικές ευκαιρίες «συνάντησης» με την πλειοψηφία της εργατικής τάξης.

εφημερίδα ΠΡΙΝ, 23.3.1992

George Sorel - Απολογία της Βίας


(είναι το παράρτημα "Απολογία της Βίας" που βρίσκεται στο βιβλίο "σκέψεις πάνω στη βία". Έγινε μια μικρή προσπάθεια να διορθωθούν κάποια λάθη στη μετάφραση καθώς ήταν κάπως προβληματική)

Oι άνθρωποι που απευθύνουν στο λαό επαναστατικούς λόγους είναι υποχρεωμένοι να υποτάσσονται σε σοβαρές υποχρεώσεις ειλικρίνειας γιατί οι εργάτες ακούνε αυτούς τους λόγους με την ακριβή έννοια που τους δίνει η γλώσσα και δεν παραδίδονται καθόλου σε μια συμβολική ερμηνεία. Όταν το 1905 διακινδύνεψα να γράψω με ένα τρόπο κάπως βαθύ για την προλεταριακή βία, αντιλαμβανόμουνα καλά τη σοβαρή ευθύνη που αναλάμβανα να δείξω τον ιστορικό λόγο από πράξεις που οι κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές μας ζητάνε να αποκρύψουν με τέχνη. Σήμερα δεν διστάζω να δηλώσω ότι ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς μια απολογία της βίας

Μόνο με τις απεργίες το προλεταριάτο εκδηλώνει την ύπαρξη του. Δεν μπορώ να αποφασίσω να βλέπω στις απεργίες κάτι το ανάλογο με μια προσωρινή ρήξη εμπορικών σχέσεων που θα δημιουργούνταν ανάμεσα σε ένα παντοπώλη και στον προμηθευτή του. Η απεργία είναι μια πολεμική εκδήλωση. Θα ήταν μεγάλο ψέμα το να υποστηριχθεί ότι η βία είναι περιστατικό που μέλλει να εκλείψει από τις απεργίες.
Η κοινωνική επανάσταση είναι η επέκταση αυτού του πολέμου του οποίου κάθε απεργία είναι το επεισόδιο. Για τους συνδικαλιστές ο σοσιαλισμός συνοψίζεται στην ιδέα, την αναμονή, την προπαρασκευή της γενικής απεργίας η οποία θα σαρώσει ένα καταδικασμένο καθεστώς. Πρόκειται για μια ανατροπή κατά την οποία εργοδότες και κράτος θα εκδιωχθούν από τους οργανωμένους εργάτες. Οι διανοούμενοι μας που ελπίζουν να πετύχουν από τη δημοκρατία τις πρώτες θέσεις θα παραπέμπονται στη φιλολογία τους, οι κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές που βρίσκουν στην δημιουργημένη από την αστική τάξη οργάνωση τα μέσα να ασκούν ένα κάποιο μέρος εξουσίας, θα γίνουν περιττοί.

Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι οι πόλεμοι έδωσαν στις αρχαίες δημοκρατίες τις ιδέες του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Ο κοινωνικός πόλεμος για τον οποίο το προλεταριάτο προετοιμάζεται διά των συνδικάτων, μπορεί να δημιουργήσει τα στοιχεία ενός νέου πολιτισμού κατάλληλου για τους παραγωγικούς ανθρώπους. Ο σοσιαλισμός δημιουργεί προβλήματα αν εξετασθεί ως πολιτισμός των παραγωγικών ατόμων. Διαπιστώνω ότι δημιουργείται σήμερα μια φιλοσοφία ασύλληπτη πριν λίγα χρόνια που είναι στενά συνδεδεμένη με την απολογία της βίας.
Ο ανοιχτός πόλεμος χωρίς υποκρισίες, με σκοπό να καταστρέψει μη συμβιβαζόμενο αντίπαλο, αποκλείει κάθε ατιμία. Η απολογία της βίας είναι έτσι πολύ εύκολη. Ο κοινωνικός πόλεμος προκαλώντας το αίσθημα της βίας μπορεί να εξαφανίσει τα πρόστυχα ένστικτα ενάντια στα οποία η επίκληση της ηθικής θα ήταν ανίσχυρη. Αν αυτό και μόνο αρκεί για να δώσει στον επαναστατικό συνδικαλισμό μεγάλη εκπολιτιστική αξία νομίζω πως τούτο αποτελεί αποφασιστικό λόγο υπέρ των απολογητών της βίας. Η ιδέα της γενικής απεργίας, γεννημένη διά της εφαρμογής σφοδρών απεργιών ενέχει την δημιουργία μιας ανέκλητης αναστάτωσης. Τούτο είναι τρομερό, πόσο μάλλον τρομερότερη είναι η ιδέα της βίας να καταλάβει στο πνεύμα των προλετάριων μεγαλύτερη έκταση. αναλαμβάνοντας ένα σοβαρό έργο φοβερό και μεγαλειώδες οι σοσιαλιστές υψώνονται πάνω από την ελαφριά κοινωνία μας και καθίστανται άξιοι να διδάξουν στον κόσμο τους νέους δρόμους.

Θα μπορούσαμε να παραβάλουμε τους κοινοβουλευτικούς σοσιαλιστές προς τους υπαλλήλους από τους οποίους ο Ναπολέοντας δημιούργησε μια αριστοκρατία και οι οποίοι εργάζονταν για να ενισχύσουν το κράτος να κληρονομηθεί από το παλιό καθεστώς.
Ο επαναστατικός συνδικαλισμός θα αντιστοιχούσε προς τις ναπολεόντειες στρατιές των οποίων οι στρατιώτες έπραξαν τόσα κατορθώματα, μολονότι γνώριζαν ότι θα μείνουν φτωχοί. Τι απέμεινε από την αυτοκρατορία; Μόνο η εποποιία της μεγάλης στρατιάς.
Ότι θα μείνει από το σημερινό σοσιαλιστικό κίνημα θα είναι η εποποιία των απεργιών.

1/06/2009

Για όσους "καταδικάζουν τη Χαμάς"...

Ένα κείμενο που αλίευσα από το ΙΝΤΥ και έχει σχέση με το χαρακτήρα του αντιιμπεριαλιστικού κίνηματος στην νέα εποχή....

Φρίντριχ Ενγκελς:

Η Περσία και η Κίνα ( New York Daily Tribune, Λονδίνο, 5 Ιούνη 1857)

Είναι φανερό ότι τώρα υπάρχει διαφορετικό πνεύμα στους Κινέζους από εκείνο που έδειξαν στον πόλεμο από το 1840 έως το 1842. Τότε ο λαός ήταν ήσυχος. Αφησαν τους στρατιώτες του αυτοκράτορα να πολεμήσουν τους εισβολείς και υποτάχτηκαν με ανατολίτικη μοιρολατρία στη δύναμη του εχθρού. Τώρα, όμως τουλάχιστον στις νότιες επαρχίες στις οποίες έχει περιοριστεί μέχρι στιγμής η διαμάχη η μάζα του λαού παίρνει ενεργητικό, ακόμα και φανατικό μέρος στην πάλη ενάντια στους ξένους.

Βάζουν δηλητήριο στο ψωμί της ευρωπαϊκής κοινότητας στο Χονγκ Κονγκ μαζικά και με την ψυχρότερη προμελέτη, (Μερικά καρβέλια στάλθηκαν στον Liebig για εξετάσεις. Βρήκε μεγάλες ποσότητες αρσενικού να διαποτίζουν μεγάλα τμήματα του ψωμιού, δείχνοντας ότι είχαν ήδη επεξεργαστεί τη ζύμη με το δηλητήριο. Η δόση, πάντως ήταν τόσο ισχυρή που πρέπει να έδρασε σαν εμετικό και έτσι αντιρρόπησε τα αποτελέσματα του δηλητηρίου).

Πάνε με κρυμμένα όπλα πάνω σε εμπορικά ατμόπλοια κι όταν Βρεθούν στα ανοιχτά, στη διάρκεια του ταξιδιού σφάζουν το πλήρωμα και τους Ευρωπαίους επιβάτες και καταλαμβάνουν το πλοίο. Απάγουν και σκοτώνουν όποιον ξένο βρίσκουν στην εμβέλεια τους. Οι ίδιοι οι κούληδες που μεταναστεύουν σε ξένες χώρες προχωρούν σε ανταρσία και σαν να το έχουν προσυμφωνημένο πάνω σε κάθε πλοίο μεταναστών και πολεμούν για να το καταλάβουν, προτιμώντας, αντί να παραδοθούν, να βυθιστούν μαζί του ή να χαθούν στις φλόγες του. Ακόμα κι έξω από την Κίνα, οι απόδημοι Κινέζοι που ήταν μέχρι τώρα οι πια υποτακτικοί και ήμεροι υπήκοοι, συνωμοτούν και ξαφνικό ξεσηκώνονται σε νυχτερινές εξεγέρσεις όπως στο Σαρα Βάκ ή στη Σιγκαπούρη, όπου η εξέγερση καταπνίγηκε μόνο με τη βία και την επαγρύπνηση. Η πειρατική πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης έχει προκαλέσει αυτό το γενικευμένο ξέσπασμα όλων των Κινέζων εναντίον όλων των ξένων και του έδωσε το χαρακτήρα πολέμου εξόντωσης.

Τί μπορεί να κάνει ένας στρατός ενάντια σε έναν λαό που καταφεύγει σε τέτοια μέσα πολέμου; Πού, πόσο μακριά, μπορεί να διεισδύσει στη χώρα του εχθρού, πώς να διατηρηθεί εκεί μέσα; Οι φλυαρούντες περί πολιτισμού, οι οποίοι ρίχνουν πύρινες οβίδες σε μια ανυπεράσπιστη πόλη και προσθέτουν τους βιασμούς στους φόνους, μπορούν να αποκαλούν το σύστημα αυτό δειλό, βάρβαρο, φρικαλέο.
Τί νοιάζει, όμως, αυτό τους Κινέζους, εάν είναι αποτελεσματικό αφού οι Βρετανοί τους μεταχειρίζονται σαν βάρβαρους
, δεν μπορούν να τους αρνηθούν και όλα τα αγαθά της βαρβαρότητάς τους. Εάν οι απαγωγές τους, οι αιφνιδιασμοί, ο σφαγές του μεσονυκτίου είναι αυτό που ονομάζουμε δειλία οι φλυαρούντες περί πολιτισμού δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι πράττουν, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν τα ευρωπαϊκά μέσα καταστροφής με τα συνήθη δικά τους πολεμικά μέσα.

Εν συντομία, αντί να ηθικολογεί κανείς για τις τρομερές φρικαλεότητες των Κινέζων, όπως κάνει ο ιπποτικός εγγλεζικός τύπος, θα έπρεπε καλύτερα να αναγνωρίσουμε ότι αυτός είναι ένας πόλεμος pro aris et focis (υπέρ βωμών και εστιών), ένας λαϊκός πόλεμος για τη διάσωση της κινέζικης εθνότητας, με όλη την παραφορτωμένη προκατάληψη, ανοησία, μορφωμένη αμάθεια και λόγια βαρβαρότητά της, αν θέλετε - ένας λαϊκός πόλεμος, πάντως. Και σε έναν λαϊκό πόλεμο τα μέσα που χρησιμοποιεί το εξεγερμένο έθνος δεν μπορούν να μετρηθούν με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες διεξαγωγής τακτικού πόλεμοι ούτε με οποιοδήποτε άλλο αφηρημένο μέτρο σύγκρισης αλλά μόνο από το βαθμό πολιτισμού στον οποίο έχει φτάσει αυτό το εξεγερμένο έθνος.

Τώρα καταδικάστε τους "βάρβαρους και αμόρφωτους ισλαμιστές"...


1/05/2009

Λένιν και μπολσεβίκοι για τη βία

Συμβουλεύω για μια πληρέστερη οπτική να διαβαστεί το κείμενο “Παρτιζάνικος Πόλεμος” του Λένιν του 1906 :

“Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέω­ση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κη­ρύσσονται «εχθροί της επανάστασης» και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. “

“Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι απ’ αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τό­τε αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε;”

“Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι’ αυτή την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποίεται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρ­κισσισμό και θαυμασμό φράσεις, για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νοιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον ε­ξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία.”

http://www.theseis.com/76-/theseis/t81/t81f/partiz.htm

και επειδή για να το μιλήσεις για τη βία aπαιτείται στοιχειώδη γνώση πραγμάτων και καταστάσεων και όχι να παίρνεις ένα απόσπασμα του Λένιν και του Τσε δια πάσα νόσον και πάσα μαλακία.

Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο “Με τη μάχη στο αίμα τους, λαϊκή βία στην προεπαναστατική Ρωσία (1905-1917)” για να κατάλαβουν μερικοί ότι οι μπολσεβίκοι δεν ήταν απλώς κάτι τύποι που κατέλαβαν την εξουσία με γυμνά χέρια - αλυσίδες “χωρίς να σπάσει ούτε ένα τζάμι” .Μάλλον μερικοί έχουν μπερδέψει το 1917 με την “Αλλαγή” και τη “Πραγματική Αλλαγή” του 1981. Προτού λοιπόν πιάνουν στο στόμα τους διαφόρους καλύτερα να σκέφτονται τι λένε .

Όχι στην ηρωοποίηση (βλ.Τσε) , όχι στις ανιστόρητες αναλογίες (βλ. αποσπάσματα Τσε-Λένιν που ανάθεμα αν ξέρουν και τι παραθέτουν οι βλάκες) , όχι στη φετιχοποιηση της βίας ΑΛΛΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ΟΛΑ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ ως δικαιολογία της στήριξης μιας αστικής κυβέρνησης και της αστικής νομιμότητας:

———————

ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ: Ο ΤΕΡΡΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

Για τον Λένιν, ηγέτη της μπολσεβίκικης φράξιας των σοσιαλδημο­κρατών, η «σωστή θέση» πάνω στο θέμα του τερρορισμού δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να διευθετηθεί άπαξ και δια παντός. Η θέση του διέφερε αναλόγως των αλλαγών στους πολιτικούς του στόχους και προτεραιότητες. Ως εκ τούτου, το 1902 κατακεραύνωνε τους εσέρους που υπερασπίζονταν τον τερρορισμό «…η αχρηστία του οποίου,τόσο καθαρά αποδεικνύεται από την εμπειρία του ρώσικου επαναστατικού κινήματος». Τον προηγούμενο μόλις χρόνο δήλωνε πως το κόμμα του «…ποτέ δεν
απέρριψε τον τερρορισμό ως αξία, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο». Πριν το ξέσπασμα του 1905, ο Λένιν επέμενε στις πα­λαιότερες θεωρητικές απόψεις του και χαρακτήριζε κάθε τερροριστική δράση ως «…ασύμφορο μέσο αγώνα», απορρίπτοντας την αναλόγως των συγκυριών,«…αναμένοντας μια αλλαγή των συνθηκών».
Μια σειρά δεδομένων, ανάγκασε τον Λένιν να λάβει μια τελική στάση. Πρώτον, δε μπορούσε παρά να αναγνωρίσει το γεγονός, πως οι εσέρικες και οι αναρχικές τερροριστικές τακτικές ήταν σαφώς αποτελεσματικό­τερες στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος, σπέρνοντας το φόβο και τη σύγχυση στις αρχές. Ο Λένιν θα έπρεπε επίσης να παραδεχτεί τη βασιμότητα της εσέρικης άποψης, πως η τερροριστική δράση μπορού­σε να αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στη ριζοσπαστικοποίηση της αγροτιάς και του προλεταριάτου. Επιπλέον, υπό τις συνθήκες
που επικρατούσαν το 1905, με το χάος να απλώνεται -εκτός ελέγχου τόσο από την εξουσία, όσο όμως και από τους επαναστάτες ηγέτες-, ο Λέ­νιν αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα του να στρέψει το «αναπόφευκτο αντάρτικο» προς όφελος του κόμματος του και της επανάστασης -έτσι όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβανόταν-. Ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, η τερροριστική δράση φαινόταν περισσότερο δικαιολογημένη σε μια στιγμή που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις και αφορούσε κυρι­ολεκτικά κάθε κοινωνικό στρώμα. Δεν μπορούσε πλέον να
αντιμετω­πίζεται ως μέσο ατομικής διαμαρτυρίας, αλλά ως στοιχείο της μαζικής εξέγερσης κατά ολόκληρης της κοινωνικοπολιτικής τάξης. Για τον Λένιν ήταν επίσης πολύ σημαντικό πως «…ο παραδοσιακός ρώσικος τερρο-ρισμός ήταν δουλειά συνωμοτούντων διανοούμενων, ενώ μετά το 1905 οι εργάτες έγιναν οι βασικοί του θιασώτες».
Με αυτές τις θεωρήσεις κατά νου, ο Λένιν επιτέλους σύνθεσε τις από­ψεις του. Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ο τερρορρισμός ήταν κα­τάλληλος για τους επαναστατικούς σκοπούς, στο βαθμό «…που ήταν λαϊκή βία στην προεπαναστατική Ρωσία (1900-1917) -
ικανός να διαχέεται μέσα στο μαζικό κίνημα». Αυτή η θέση ουσιαστικά δε διέφερε από την αντίστοιχη των εσέρων που διακήρυσσε:«…καλού­με σε τερρορισμό, όχι αντί της δουλειάς στις μάζες, αλλά προς όφελος αυτής και παράλληλα της». Τώρα που ο καιρός ήταν πια ώριμος, ο Λένιν κάλεσε «…στα πλέον ριζοσπαστικά μέσα,ως τα μοναδικά επαρκή».Δεν απέκλειε την αποκεντρωμένη τερροριστική δράση, συνηγορώντας στο σχηματισμό ένοπλων ομάδων που «…θα διαφέρουν σε μέγεθος, ξεκι­νώντας ακόμα και από 2-3 άτομα, αυτο-οπλισμένων με κάθε μέσο που τους
είναι διαθέσιμο». Αυτές οι ομάδες «…πρέπει άμεσα να πάρουν εκπαίδευση μάχης και να αναλάβουν επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με μια από τις πιο στενές συνεργάτιδες του, την Έλενα Στάσοβα, ο Λένιν μετατράπηκε σε «… εξτρεμιστή παρτιζάνο του τερ­ρορισμού». Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ανοιχτά καλούσε τους οπαδούς του κόμματος να εκτελούν χαφιέδες, αστυνομικούς, κοζάκους και μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, να ανατινάζουν τις εγκαταστάσεις τους και τα αστυνομικά τμήματα, να ρίχνουν οξέα στους αστυνομικούς. Παρέμενε όμως ανικανοποίητος και σε επιστολή του στην κομματική επιτροπή της Πετρούπολης τους επέπληττε: «Με φρίκη, με πραγματική φρίκη,
βλέπω πως εδώ και μισό χρόνο μιλάμε για βόμβες, χωρίς να έχετε βάλει ούτε μία».
Ανυπόμονος για άμεση δράση, ο Λένιν έπαιρνε αναρχίζουσες θέσεις για να αντικρούσει τους συντρόφρυς του:«…όταν βλέπω σοσιαλδημο­κράτες να δηλώνουν με περηφάνια “δεν είμαστε αναρχικοί, ούτε κλέ­φτες και ληστές, είμαστε υπεράνω, απορρίπτουμε την αντάρτικη δρά­ση”, ρωτώ τον εαυτό μου: “αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι τους γίνεται;”». Τελικά, τον Αύγουστο του 1906, η επίσημη θέση των μπολ­σεβίκων εκφράστηκε μέσω του έντυπου οργάνου τους, του «Προλε­τάριου». Συμβούλευαν τις ομάδες μάχης «…να τερματίσουν την απρα­ξία τους και να αναλάβουν μια σειρά αντάρτικων ενεργειών με στόχο τη μίνιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών και τη μάξιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των χαφιέδων, των ενεργών μελών των Μαύρων Εκατονταρχιών, των υψηλό­βαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας, του στρατού, του ναυτικού και ούτω καθ’ εξής».
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η ανησυχία του Λένιν περί μπολσεβί­κικης τερροριστικής απραξίας, ήταν αβάσιμη. Οι οπαδοί του σε όλη τη χώρα ήταν αναμεμειγμένοι σε αναρίθμητα περιστατικά βίας. Αυτά τα τερροριστικά ξεσπάσματα ήταν κατά βάση ανεξέλεγκτα από την κομ­ματική ηγεσία, η οποία ήταν αποκομμένη από την πραγματική δράση, κι έτσι αυτές οι ενέργειες είχαν ελάχιστη σύνδεση με τους ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς του κόμματος ή την άμεση στρατηγική του. Επιπλέ­ον, αυτές οι ενέργειες σπάνια αναφέρονταν στα κομματικά επιτελεία, κεντρικά ή περιφερειακά. Στην πραγματικότητα, καθώς οι μπολσεβίκοι δε διέθεταν κάποιο επίσημο όργανο επιφορτισμένο αποκλειστικά με τον τερρορισμό, -κατά το πρότυπο της εσέρικης Οργάνωσης Μάχης- η τερροριστική δραστηριότητα τους λάμβανε έναν αναρχίζοντα χαρακτή­ρα. Ο μπολσεβίκικος τερρορισμός χτυπούσε μια ποικιλία στόχων, αλλά οι πιο κοινοί ήταν οι ύποπτοι για χαφιεδισμό και προδοσία.
Ενώ η φυσική εξάλειψη χαφιέδων θεωρούνταν απαραίτητη για την εκκαθάριση των επαναστατικών γραμμών από άτομα που έθεταν σε κίν­δυνο την ομάδα, άλλες τερροριστικές ενέργειες είχαν την εκδίκηση ως κεντρικό κίνητρο. Αυτό π.χ. συνέβαινε με την εκτέλεση δήμιων φυλακών, υπεύθυνων για την επιβολή της θανατικής ποινής σε επαναστάτες κρα­τούμενους. Οι μπολσεβίκοι εκτελεστές μιας τέτοιας ενέργειας δε θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν πως έτσι θα απέτρεπαν μελλοντικές εκτελέσεις συντρόφων τους. Οι μπολσεβίκοι ήταν υπεύθυνοι για πολλές παρόμοιες πράξεις εκδίκησης με στόχο αστυνομικούς και κοζάκους, που είχαν έρθει σε αιματηρή αντιπαράθεση με επαναστάτες. Η εκδίκηση και η προσπάθεια εξουδετέρωσης των αντιπάλων τους έστρεψε τη βία των μπολσεβίκων και κατά διαφόρων συντηρητικών στοιχείων του πλη­θυσμού. Αυτό ήταν το κίνητρο στις 27 Γενάρη 1906, όταν, κατ απόφαση της Επιτροπής Πετρούπολης, μια ομάδα μάχης των μπολσεβίκων επιτέ­θηκε στην ταβέρνα Τβερ, στέκι των εργατών ναυπηγείων, που ήταν μέλη της μοναρχικής Ένωσης του Ρώσικου Λαού. Τριάντα περίπου
θαμώνες δέχτηκαν τρεις βόμβες από τους τερροριστές, κι όταν προσπάθησαν να βγουν από την ταβέρνα, δέχτηκαν τα πυρά των όπλων των μπολσεβίκων. Δύο πέθαναν, είκοσι τραυματίστηκαν και οι δράστες διέφυγαν. Αρκε­τοί από τους διασωθέντες θα εκτελεστούν αργότερα. Παρομοίως, στην πόλη Εκατερίνμπουργκ των Ουραλίων, μέλη της μπολσεβίκικης ομάδας μάχης, που καθοδηγούνταν από τον Ιακώβ Σβέρλντοφ, επίμονα τρομο­κρατούσαν τα μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, σκοτώνοντας όσους περισσότερους τσαρικούς μπορούσαν.
Παράλληλα με τις εκτελέσεις ως μέσο εξολόθρευσης των υποστη­ρικτών του τσαρικού καθεστώτος, οι μπολσεβίκοι επιδίωκαν επίσης να ενσπείρουν τη σύγχυση και τον πανικό στις αρχές, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητα τους να αμυνθούν στην εξαπλούμενη βία. Οι εξτρεμι­στές αντιμετώπιζαν ανηλεώς τους στόχους τους, από επιθεωρητές ερ­γοστασίων, μέχρι αστυνομικούς διαφόρων βαθμών. Σχολιάζοντας αυτές τις τερροριστικές επιθέσεις, κάποιοι μπολσεβίκοι δε μπορούσαν παρά να επισημάνουν την «καταστροφική φύση της βίας για τη βία»: «…το φθινόπωρο του 1907, μάχιμοι νέοι έχασαν τον έλεγχο και άρχισαν να ολισθαίνουν προς τον αναρχισμό, σκοτώνοντας φύλακες, αστυνομικούς και χωροφύλακες. Σε πυρετώδη κατάσταση, πίστευαν πως ήταν ανα­γκαίο το να δράσουν». Δύο μπολσεβίκοι τερροριστές «…παρακολου­θούσαν τους κοζάκους, απλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να διασκεδάσουν με τις βόμβες τους. Οι κοζάκοι ωστόσο πορεύονταν σε φάλαγγα κατά άντρα, κάνοντας έτσι τις γραμμές τους λιγότερο ευάλω­τες σε επιθέσεις. Έτσι οι δύο μαχητές έριξαν τις βόμβες τους σε στρα­τώνα της αστυνομίας, διασκεδάζοντας με το θέαμα που ακολούθησε: όταν τα αναμμένα φυτίλια σφύριζαν, οι αστυνομικοί πηδούσαν από τα παράθυρα».
Η απόφαση για μια εκτέλεση συχνά προέκυπτε αυθόρμητα από κά­ποιο κομματικό μέλος, χωρίς τη συγκατάθεση της τοπικής ή κεντρικής ηγεσίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση της εκτέλεσης του υπαστυνόμου Νι­κήτα Περλόφ, στις 21 Φεβρουαρίου 1907, στο Ντμιτριέβκι. Εκτελέστηκε από δύο μπολσεβίκους, τον Πάβελ Γκούσεφ και τον Μιχαήλ Φρούν-ζε: «…η εκτέλεση του Περλόφ δεν ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο, μια προειλημμένη απόφαση της κομματικής οργάνωσης, αλλά μια στιγμιαία παρόρμηση του Φρούνζε. Κατά τη διάρκεια μιας προπαγανδιστικής συ­νάντησης, κάποιος είδε από το παράθυρο τον Πέρλοφ να περνά. Ο Φρούνζε πήδηξε πάνω και κάλεσε τον Γκούσεφ να τον ακολουθήσει. Παρά τις διαμαρτυρίες των παριστάμενων, έτρεξαν έξω. Σε λίγο ακού­στηκαν πυροβολισμοί».
Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάμειξη του κόμματος στον τερρορισμό λίγο είχε να κάνει με το μαζικό κίνημα, εντούτοις υπήρχαν στιγμές που δικαιολογούσαν τη θεωρητική θέση του κόμματος πάνω στο ζήτημα. Σύμφωνα με τον εξέχοντα μπολσεβίκο Βλαντιμίρ Μπόντς-Μπρούεβιτς, όταν το σύνταγμα Σεμενόφσκι μπήκε στη Μόσχα για να καταστείλει την εξέγερση του Δεκέμβρη, μελετήθηκε από την κομμα­τική επιτροπή Πετρούπολης το σενάριο «…να απαχθούν δύο δούκες και να τεθούν υπό σαφή απειλή άμεσης εκτέλεσης σε περίπτωση που χυνόταν έστω και μια σταγόνα προλεταριακού αίματος στους δρόμους της Μόσχας». Νωρίτερα, η μπολσεβίκικη ομάδα μάχης της Πετρούπο­λης είχε πραγματοποιήσει απόπειρα ανατίναξης τρένων, που μετέφεραν κυβερνητικά στρατεύματα στη Μόσχα. Τέλος, απαλλοτρίωσαν ένα κανό­νι από ναυτικό φυλάκιο, προκειμένου να κανονιοβολήσουν τα χειμερινά ανάκτορα, σε περίπτωση όξυνσης της σύγκρουσης. Συγκεκριμένες άλλες πλευρές της μπολσεβίκικης τερροριστικής δρα στηριότητας, μπορούν επίσης να εκληφθούν ως κομμάτι της οικονομικής πάλης των μαζών, κυρίως με τη μορφή των απεργιών. Οι επαναστάτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις όχι μόνο ενάντια σε βιομηχάνους, διευ­θυντές εργοστασίων, αστυνομικούς που τους υπερασπίζονταν, αλλά και κατά εργατών που δεν υποστήριζαν τις προλεταριακές κινητοποιήσεις Οι ξυλοδαρμοί απεργοσπαστών ήταν συνήθεις, όπως και οι εκτελέσεις των πρωτεργατών τους.
Επίσης χρησιμοποίησαν βία ενάντια στην εκλογική διαδικασία για την πρώτη Δούμα, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αποφασίσει να μποϋκοτάρουν. Παράλληλα με την αντιεκλογική τους αγκιτάτσια, οργά­νωσαν επιθέσεις σε εκλογικά κέντρα, κατάσχοντας και καταστρέφοντας τα επίσημα πρακτικά των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επίσης, σημειώθη­καν ένοπλες καταλήψεις τυπογραφείων προκειμένου να τυπωθεί έντυπο υλικό.
Αναπτύχθηκε δίκτυο παράνομης εισαγωγής όπλων και εκρηκτικών, θεωρητικά με αποκλειστικό σκοπό τον εξοπλισμό μελλοντικών μαζικών εξεγέρσεων, στην πραγματικότητα όμως προς χρήση αντάρτικων επιθέ­σεων. Υπεύθυνος για την εισαγωγή των όπλων ήταν ο Μαξίμ Λίτβινοφ, ένα από τα πιο ενεργά στελέχη της λενινιστικής φράξιας. Ο Λεονίντ Κρασίν, μέλος της κεντρικής επιτροπής και επικεφαλής του ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΧΗΣ, βασικός οργανωτής όλων των μπολσεβίκικων μά­χιμων υποθέσεων κατ’ αυτήν την περίοδο και ένας από τους στενότε­ρους συνεργάτες του Λένιν, προσωπικά συμμετείχε στη συναρμολόγηση των βομβών:«…Ο Κρασίν και όχι οΛένιν έθεσε σε κίνηση τα μπολσεβί-κικα σχέδια για ένοπλες ομάδες, ικανές να χτυπήσουν την κυβέρνηση το 1905. Το Γενάρη ίδρυσε -υπό την κεντρική επιτροπή- το Τεχνικό Γραφείο Μάχης για να εποπτεύει όλες τις παράνομες δραστηριότητες του κόμ­ματος. Ο ίδιος ο Κρασίν σχεδίαζε τις βόμβες, αν και η πιο πολύ δουλειά γινόταν από δύο χημικούς με κωδικά ονόματα Α και Ω. Το όνειρο του ήταν να κατασκευάσει μια βόμβα σε μέγεθος καρυδιού».
Λειτούργησαν ειδικές σχολές για εκπαίδευση μάχης των τερροριστών (π.χ. στο Κίεβο) ή ακόμα ειδικότερα για την τεχνική τους κατάρτιση στην κατασκευή βομβών (π.χ. στο Λβοβ). Αντίστοιχη σχολή λειτούρ­γησε στο φινλανδικό χωριό Κουοκάλα, καθώς και στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1910, χρηματοδοτούμενα από απαλλοτριώσεις που είχαν γίνει στη Ρωσία.
Για τους μπολσεβίκους ο τερρορισμός έγινε ένα αποτελεσματικό και συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο.Ενα εργαλείο όμως που λίγο είχε να κάνει, με τις διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές τους. Παρέμενε ωστόσο αποτελεσματικό όπλο στο οπλοστάσιο ριζοσπαστικών ομάδων και ατόμων, καθώς «…στον επαναστατικό αγώνα όλα τα μέσα είναι δόκι­μα»·

ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ

Παράλληλα με τις εκτελέσεις, πολλοί σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν στις απαλλοτριώσεις κρατικών και ιδιωτικών κεφαλαίων. Η αντιφατικό­τητα που επιδείχθηκε από πολλούς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έναντι των εκτελέσεων (με το να τις αρνούνται στη θεωρία και να τις προω­θούν στην πράξη), ίσχυσε και στην περίπτωση των απαλλοτριώσεων. Στο συνέδριο του 1906 στη Στοκχόλμη, οι σύνεδροι απέρριψαν «…την απαλλοτρίωση χρημάτων από ιδιωτικές τράπεζες και κάθε μορφή κατα­ναγκαστικής συνεισφοράς για επαναστατικούς σκοπούς». Ταυτόχρονα
όμως, οι σοσιαλδημοκράτες μαχητές καλούνταν να απαλλοτριώσουν όπλα και εκρηκτικά, καθώς και κρατικά κεφάλαια, πάντα όμως υπό την εντολή των τοπικών κομματικών οργάνων και την προϋπόθεση απόλυ­του οικονομικού ελέγχου.
Τυπική έγκριση ωστόσο ουδέποτε ανακοινώθηκε ανοιχτά και ο μόνος ηγέτης που απερίφραστα χαρακτήρισε τη ληστεία ως αποδεκτό μέσο επαναστατικού αγώνα, ήταν ο Λένιν. Αν και άλλοι εκπρόσωποι τάσεων του κόμματος κατέφυγαν στις απαλλοτριώσεις χωρίς επίσημη έγκριση της ηγεσίας, οι μπολσεβίκοι ήταν η μόνη φράξια που επιδόθηκε συστη­ματικά και προγραμματισμένα σε ενέργειες αυτοχρηματοδότησης.

Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ο Λένιν διακήρυξε την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης πόρων και προσωπικά ασχολήθηκε με αυτό το θέμα. Μαζί με δύο από τους στενότερους συνεργάτες του εκείνης της περι­όδου, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ (Μαλινόφσκι), οργάνωσε μια ομάδα μέσα στην κεντρική επιτροπή, που έγινε γνωστή ως ΜΠΟΛΣΕ-ΒΙΚΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, με πρωταρχικό στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων. Η ύπαρξη αυτού του Κέντρου κρατήθηκε μυστική από το υπόλοιπο κόμμα. Αυτό το «γραφείο των 3» διηύθυνε τις επιχειρήσεις απαλλοτρι­ώσεων που
πραγματοποιούσαν άτομα «…από την “απαίδευτη”, αλλά γεμάτη ζήλο επαναστατική νεολαία, που είναι έτοιμη για όλα».Λόγω της τοπικής ιδιαιτερότητας, ο Καύκασος αποδείχθηκε ο πλέον κατάλληλος για τέτοιες ενέργειες.
Το Μπολσεβίκικο Κέντρο δεχόταν από τον Καύκασο μια σταθερή ροή απεγνωσμένα αναγκαίων κεφαλαίων, χάρη σ’ έναν από τους πιο πιστούς οπαδούς του Λένιν, τον Σεμέν Τερ Πετροσιάν, γνωστό ως Κάμο. Ξεκινώντας από το 1906 και με την υποστήριξη του Κρασίν (ο οποί­ος παρείχε γενική επίβλεψη και βόμβες που κατασκευάζονταν στο ερ­γαστήριο του στην Πετρούπολη), ο Κάμο πραγματοποίησε μια σειρά απαλλοτριώσεων στο Μπακού, στο Κουτάις και την Τιφλίδα. Η πρώτη ληστεία της ομάδας έγινε στην Τιφλίδα το Φλεβάρη. Τό Μάρτη, η ομάδα του Κάμο επιτέθηκε
σε τραπεζική χρηματαποστολή σε έναν πολυσύ­χναστο δρόμο του Κουτάις, σκοτώνοντας τον οδηγό και τραυματίζο­ντας τον ταμία. Το Νοέμβριο λήστεψαν μια ταχυδρομική αμαξοστοιχία στο Τσιατούρι. Η πλέον «διάσημη» ληστεία όμως έγινε στην Τιφλίδα, τον Ιούνη του 1907. Σε κεντρική πλατεία της γεωργιανής πρωτεύουσας, οι μπολσεβίκοι έριξαν βόμβες σε δύο οχήματα χρηματαποστολών της Κρατικής Τράπεζας. Αφήνοντας πίσω τους δεκάδες νεκρούς και τραυ­ματίες, ο Κάμο και οι σύντροφοι του διέφυγαν πυροβολώντας και με λεία 250.000 ρουβλιών που
αποδόθηκαν στο Μπολσεβίκικο Κέντρο. Η ομάδα είχε επίσης επιδοθεί σε εκβιασμούς βιομηχάνων, αποστέλλοντας τους ειδικά τυπωμένα έντυπα που καθόριζαν το ποσό που όφειλαν να συνεισφέρουν στην μπολσεβίκικη επιτροπή του Μπακού.
Αν και ο Κάμο ήταν η «καρδιά» της ομάδας μάχης του Καυκάσου, ο Στάλιν ήταν ο πραγματικός αρχηγός. Τίποτα δε γινόταν χωρίς τη γνώ­ση και την έγκριση του. Λόγω του θορύβου που προκάλεσε η ληστεία της Τιφλίδας -και της ανάμειξης του Στάλιν σε αυτή-, αποφασίστηκε η διαγραφή του από το κόμμα, μετά από απόφαση του Περιφερειακού Συνεδρίου Υπερ-Καυκασίας των Σοσιαλδημοκρατικών Οργανώσεων. Η απόφαση ανακλήθηκε μετά από έντονες πιέσεις προς την κεντρική επι­τροπή, από κομματικούς ηγέτες που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Ο Κάμο ήταν πάντα ο
σύνδεσμος μεταξύ ηγεσίας και των μαχητών, που αν και παρέμεναν μέλη του κόμματος, αναγνωριζόμενοι από τους συντρόφους τους ως τέτοιοι, αναγκάστηκαν τυπικά να παραιτηθούν από τις τοπικές τους οργανώσεις, ώστε να μην εκθέτουν το κόμμα με τις -εκτός επίσημης γραμμής- πρακτικές τους. Αυτό οφειλόταν σε προσω­πική παρέμβαση του Λένιν προς τον Στάλιν, καθώς θεωρούσε πως αν κάτι πήγαινε στραβά «…οι μενσεβίκοι θα μας “φάνε”».
Αυτοί οι μαχητές -περιλαμβανομένου και του Κάμο-, ελάχιστη γνώση είχαν της σοσιαλιστικής θεωρίας και ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσία­ζαν για τις προγραμματικές διαφωνίες μέσα στο κόμμα. Κάποτε, όταν ο Κάμο παρευρέθηκε σε μια συνεδρίαση για το αγροτικό ζήτημα όπου υπήρχε όξυνση μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων, είπε με ηρεμία σε παριστάμενο μπολσεβίκο φίλο του: «…τι κάθεσαι και διαφωνείς μαζί του; Άσε με να του κόψω το λαιμό!». Ταυτόχρονα με την αδιαφορία για θεωρητικά ζητήματα, ο Κάμο και οι σύντροφοι του κυριολεκτικά
λάτρευαν τον Λένιν, που τον θεωρούσαν ενσάρκωση του κόμματος. Φη­μίζονταν για την επαναστατική τους εντιμότητα και παρά τα τεράστια ποσά που περνούσαν από τα χέρια τους, ζούσαν με μισό ρούβλι την ημέρα. Ο Κάμο θα συλληφθεί στη Γερμανία στις αρχές του 1908, μετά από πληροφορίες που παρείχε ένας πράκτορας της Οχράνα. Είχε πάει στην Ευρώπη με σκοπό να «σπρώξει» μια παρτίδα χαρτονομισμάτων των 500 ρουβλίων, που προέρχονταν από τη ληστεία της Τιφλίδας και ήταν πολύ δύσκολο να διατεθούν στην ίδια τη Ρωσία. Πριν τη σύλληψη του είχε
«στα σκαριά» μια τεράστια ληστεία ενός κρατικού θησαυρο­φυλακίου, όπου φυλάσσονταν 15.000.000 σε χαρτονομίσματα και χρυ­σό. Είχαν υπολογίσει ότι θα μπορούσαν να μεταφέρουν μόνο μέχρι και 4.000.000 και σκόπευαν να ανατινάξουν τα υπόλοιπα.
Η ομάδα του Κάμο δεν ήταν η μόνη που πραγματοποιούσε απαλλο­τριώσεις για λογαριασμό του Μπολσεβίκικου Κέντρου. Ο Μπογκντά­νοφ είχε πραγματοποιήσει επαφές με αρκετά μάχιμα αποσπάσματα στα Ουράλια, όπου και πραγματοποιήθηκε συνάντηση μαχητών στην πόλη Ούφα, το Φλεβάρη του 1906, για να προγραμματιστούν μελλο­ντικές απαλλοτριώσεις. Αν και εκτός γραμμής, αυτή η απόφαση επικυ­ρώθηκε από την περιφερειακή μπολσεβίκικη επιτροπή των Ουραλίων. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά πάνω από εκατό απαλλοτριώσεις, υπό την καθοδήγηση του Ιβάν
Καντόντσεφ και των αδερφών του, Εράζμ και Μιχαήλ. Σύμφωνα με ένα σύντροφο του τελευταίου, «…ο Μιχαήλ θεω­ρούσε τον εαυτό του μαρξιστή. Στις προτιμήσεις του όμως σε ζητήματα τακτικής παρέμενε ριζοσπάστης εσέρος των παλιών ηρωικών εποχών, ένας μαξιμαλιστής, ακόμα και αναρχικός, σίγουρα όμως δεν έμοιαζε με σοσιαλδημοκράτη».
Λεία τους ήταν όπλα, εκρηκτικά, τυπογραφικό υλικό, αλλά και ολό­κληρες τυπογραφικές μηχανές. Επίσης απαλλοτρίωσαν κρατικά και ιδι­ωτικά κεφάλαια, επιτιθέμενοι κυρίως σε ταχυδρομεία και λογιστήρια εργοστασίων. Σημαντικά οφέλη αποκόμισαν και από ληστείες ταχυδρο­μικών αμαξοστοιχιών, όπως αυτές που διέπραξαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1906, σε δύο σταθμούς της σιδηροδρομικής γραμμής Σαμάρα-Ζλάτουστ. Η πλέον «διαβόητη» ληστεία τους όμως, έγινε τον Αύγουστο του 1909, όταν επιτέθηκαν σε τρένο στο σταθμό του Μιάς.
Εκτέλεσαν τους εφτά φύλακες και αστυνομικούς και από το χρηματοκι­βώτιο του τρένου αφαίρεσαν 60.000 ρούβλια και 24 κιλά χρυσού. Στον ίδιο ακριβώς σταθμό είχαν απαλλοτριώσει 86.000 ρούβλια το 1908.
Οι απαλλοτριωτικές …επιδόσεις των μπολσεβίκων είχαν προκαλέ­σει έντονη διαμάχη μέσα στο κόμμα, κυρίως με τους μενσεβίκους. Ο Μαρτόφ ανοιχτά είχε προτείνει την αποβολή των μπολσεβίκων από το κόμμα, λόγω του ζητήματος. Ο Πλεχάνοφ υπερτόνιζε την ανάγκη να κα­ταπολεμηθεί ο «μπολσεβικο-μπακουνινισμός». Ο Φέντορ Νταν αποκα­λούσε τους μπολσεβίκους, μέλη της κεντρικής επιτροπής, «…συμμορία κοινών κακοποιών». Το πρόβλημα των μενσεβίκων ωστόσο δεν ήταν απλά θεωρητικό. Οι μπολσεβίκοι δεν έθεταν τα χρήματα στη διάθε­ση του
κόμματος, αλλά τα χρησιμοποιούσαν προς όφελος της φράξιας τους: για την έκδοση των εντύπων τους και για τη χρηματοδότηση των τοπικών οργανώσεων που αυτοί έλεγχαν.
Το 5ο συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, την άνοιξη του 1907, ήταν η ευκαιρία για τους μενσεβίκους να επιτεθούν στους μπολσεβίκους για τις «ληστρικές πρακτικές» τους. Αναγνωρίζο­ντας πως η επανάσταση είχε πια χαθεί, τέθηκε το θεμελιώδες τακτικό ζήτημα του αν θα έπρεπε να λήξουν οι παράνομες επιχειρήσεις του κόμματος, ή αν έπρεπε να διατηρηθούν οι παράνομες δομές σε κατά­σταση μόνιμης επαγρύπνησης. Οι μενσεβίκοι πρέσβευαν πως «…την υπάρχουσα στιγμή υποχώρησης, οι αντάρτικες επιθέσεις εκφυλίζονται σε
αναρχικές μορφές αγώνα που απο-ηθικοποιούν το κόμμα». Στις 19 Μάη 1907 το συνέδριο υπερψήφισε τη μενσεβίκικη άποψη πως «…οι κομματικές οργανώσεις όφειλαν να διεξάγουν ενεργητικό αγώνα ενάντια στις αντάρτικες δραστηριότητες και απαλλοτριώσεις, ενώ οι εξειδικευ­μένες μάχιμες ομάδες έπρεπε να διαλυθούν». Θεωρητικά αυτή η απόφαση θα τερμάτιζε κάθε ανάμειξη του κόμμα­τος σε αυτές τις πρακτικές. Στην πραγματικότητα όμως, κανένα αποτέ­λεσμα δεν είχε σε ότι αφορά τους μπολσεβίκους. Οι απαλλοτριώσεις στην Τιφλίδα, στο Μιάς και
πολλές άλλες μικρότερης εμβέλειας, είναι μεταγενέστερες της απόφασης «κατάπαυσης πυρός». Ο Λένιν ζήτησε από τους μπολσεβίκους μαχητές, απλώς να παραιτηθούν από το κόμμα και να … συνεχίσουν τη δράση τους.
Και οι μενσεβίκοι παρόλα αυτά δεν ήταν εντελώς άμοιροι ευθυνών στο θέμα των απαλλοτριώσεων. Αν και λιγότερο συχνά, οργανωμένα και αποτελεσματικά σε σχέση με τους μπολσεβίκους, διέπρατταν κι αυτοί ληστείες. Σε μια αναφορά της Οχράνα το 1907, καταγράφεται πως στη διάθεση των μενσεβίκων βρίσκονται 50.000 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτρίωση στην Τιφλίδα, κατά την οποία μάλιστα είχε σκοτωθεί ένας μενσεβίκος. Αναφέρεται ακόμα ληστεία που διέπραξαν μενσεβί­κοι σε ταχυδρομείο του Κιέβου, το Φεβρουάριο του 1906. Μενσεβίκοι επίσης
είχαν πραγματοποιήσει αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψουν 100.000 ρούβλια από την αμαξοστοιχία Μόσχας-Βαρσοβίας. Τέλος, ο εξέχων μενσεβίκος Άλμπιν, γνωστός στους άλλους μαχητές για τους πειραματισμούς του με τα εκρηκτικά, είχε ληστέψει ταχυδρομική αμα­ξοστοιχία από τη Σεβαστούπολη.
Μεγάλη ληστεία είχαν πραγματοποιήσει λετονοί σοσιαλδημοκράτες περιλαμβανομένου και του μενσεβίκου μέλους της κεντρικής επιτροπής, Μπούσεβιτς, σε υποκατάστημα της Κρατικής Τράπεζας στο Ελσίνκι. Στις 13 Φεβρουαρίου 1906, εκτέλεσαν το φύλακα, κλείδωσαν υπαλλήλους και πελάτες σε ένα δωμάτιο και διέφυγαν με 162.000 ρούβλια.
Καταλήγοντας, θα ήταν βέβαια λάθος να αποδώσουμε ίση ευθύνη για τερροριστικές δραστηριότητες στις διάφορες τάσεις και ομάδες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι ρώσοι μενσεβίκοι, οι μπουντιστές, οι πολωνοί σοσιαλδημοκράτες, κατέφευγαν σε μάχιμες επιχειρήσεις με πολύ μικρότερο ενθουσιασμό συγκριτικά με τους μπολσεβίκους ή τους συντρόφους τους στον Καύκασο. Συνολικά στο ρώσικο επαναστατικό κίνημα, ο τερρορισμός έπαιξε πολύ μικρότερο ρόλο στη στρατηγική των σοσιαλδημοκρατών, σε σχέση με τους εσέρους και τους αναρχικούς.
Οι πολιτικές εκτελέσεις και οι επαναστατικές απαλλοτριώσεις χρησί­μευσαν ως δευτερεύον όπλο στο οπλοστάσιο των σοσιαλδημοκρατών εξτρεμιστών. Ενώ οι εσέροι θεωρούσαν τον τερρορισμό ως μέσο για την επίτευξη γενικών και μακροχρόνιων επαναστατικών σκοπών, οι σο­σιαλδημοκράτες μαχητές χρησιμοποιούσαν την ατομική βία ως μέσο για την επίτευξη άμεσων στόχων.

Όλες τις σφαίρες το κράτος τις πληρώνει

Αποσπάσματα από το Περί της Τρομοκρατίας και του κράτους του Τζαφράνκο Σανγκουϊνέττι.

Οποιαδήποτε μυστική υπηρεσία μπορεί να σκαρώσει μιαν "επαναστατική" ονομασία και να διαπράξει ορισμένες απόπειρες, που θα καλοδιαφημιστούν από τον τύπο, ξεκινώντας από αυτές, θα της είναι εύκολο να συμπήξει μία μικρή ομάδα από αφελείς αγωνιστές και να τη διευθύνει με τη μεγαλύτερη ασυδοσία. Μα στην περίπτωση μιας τρομοκρατικής ομαδούλας που έχει ξεπηδήσει αυθόρμητα, τίποτα στον κόσμο δεν είναι πιο εύκολο για τα ειδικά σώματα του Κράτους από το να παρεισφρύσουν σε αυτήν, και χάρη στα μέσα που που διαθέτουν και στην άκρα ελευθερία ελιγμών που έχουν, να φτάσουν σ' απόσταση βολής από την αρχική ηγεσία και να πάρουν τη θέση της, είτε με συγκεκριμένες συλλήψεις την κατάλληλη στιγμή, είτε με το σκότωμα των αρχηγών.

Από την πλατεία Φοντάνα ως την απαγωγή του Μόρο, αυτό που άλλαξε ήταν μόνο οι στόχοι που χτύπησε κάθε φορά η αμυντική τρομοκρατία, αλλά εκείνο που δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ στην άμυνα είναι ο σκοπός. Και ο σκοπός από τις 12 Δεκέμβρη του 1969 ως τις 16 Μαρτίου του 1978 και ακόμα σήμερα, έχει πράγματι μείνει ο ίδιος: δηλαδή να πιστέψει όλος ο πληθυσμός, που πια δεν ανέχεται ή πολεμάει αυτό το κράτος, πως έχει τουλάχιστον έναν εχθρό από κοινού με αυτό, από τον οποίο το Κράτος τον προστατεύει, φτάνει να μην αμφισβητείται από κανέναν.

Η αλήθεια είναι πως, επειδή το 1977 άρχισε πάλι να τρέμει η πολυθρόνα κάτω από τον κώλο σας, κύριοι της κυβέρνηση, καθώς και η γη κάτω από τα πόδια σας, εσείς, ναι ναι, εσείς ακριβώς περάσατε στην αντεπίθεση, σκοτώνοντας αυτή τη φορά έναν δικό σας, (...).

Ταυτόχρονα, αφού η τεχνητή τρομοκρατία θέλει να' ναι το μόνο πραγματικό φαινόμενο, γι' αυτή την "αστυνομική αντίληψη της ιστορίας" όλες οι αυθόρμητες εξεγέρσεις, όπως της Ρώμης και της Μπολώνιας το '77, γίνονται συνωμοσίες, που εξυφαίνονται τεχνητά και διευθύνονται από "σκοτεινές" αλλά "εύκολα εντοπίσιμες δυνάμεις" όπως και σήμερα ακόμα υποστηρίζουν οι σταλινικοί. Ώστε ό,τι η εξουσία δεν προβλέπει, γιατί δεν το οργανώνει η ίδια, είναι μία συνωμοσία εναντίον της. Αντίθετα η τεχνητή τρομοκρατία, μια και οργανώνεται και κατευθύνεται από τα αφεντικά του θεάματος, είναι ένα πραγματικό αυθόρμητο φαινόμενο, που συνεχώς κάνουν ότι το πολεμούν, για τον απλό λόγο πως είναι πιο εύκολα να αμύνεσαι εναντίον ενός φτιαχτού εχθρού, παρά εναντίον του πραγματικού εχθρού.

Ένα μόνο σας λέω, σεβαστοί φενακιστές: αντίθετα με σας, έχω γνωρίσει καλά τα τελευταία 13 χρόνια, πολλούς επαναστάτες της Ευρώπης - που είναι επίσης γνωστοί σε όλερς τις αστυνομίες- από αυτούς που συνέβαλαν περισσότερο θεωρητικά και πρακτικά, στο να φτάσει η καιφαλαιοκρατία στην τωρινή της κατάσταση: ε λοιπόν, κανένας τους, χωρις καμία εξαίρεση, δεν έχει ποτέ ασκήσει ούτε και έχει επικροτήσει τη σύγχρονη θεαματική τρομοκρατία - πράγμα που μου φαίνεται αυτονόητο. Η επανάσταση δεν έχει μυστικά: σήμερα, ότι είναι μυστικό ανήκει στην εξουσία, δηλ. στην αντεπανάσταση και αυτό το ξέρουν πάρα πολύ καλά όλες οι αστυνομίες.

Όλα τα κράτη υπήρξαν πάντοτε τρομοκράτες, πιο έντονα όμως στη γέννηση τους και στο πλησίασμα του θανάτου τους. Και όσοι, είτε από απελπισία είτε επειδή πέφτουν θύματα του καθεστώτος, που προπαγανδίζει την τρομοκρατία ως το άκρον άωτον της ανατροπής, προσβλέπουν με άκριτο θαυμασμό στην τεχνητή τρομοκρατία, προσπαθώντας μερικές φορές ακόμα και να την ασκήσουν, αυτοί δεν ξέρουν πως ανταγωνίζονται στο δικό του έδαφος, και δεν ξέρουν πως στο δικό του έδαφος, το κράτος όχι μόνο είναι το πιο δυνατό, παρά θα'χει πάντα και τον τελευταίο λόγο. Και ότι δε σκότώνει το θέαμα, το δυναμώνει: το πρωτάκουστο δυνάμωμα όλων των κρατικών εξουσίων ελέγχου, που έχει πειτελεστεί τούτα τα τελυταία χρόνια με την πρόφαση της θεαματικής τρομοκρατίας, αυτό το δυνάμωμα των εξουσιών, χρησιμοποιείται κιόλας εναντίον όλου του προλεταριακού κινήματος της Ιταλίας, που σήμερα είναι το πιο προχωρημένο και ριζοσπαστικό στην Ευρώπη.

Το να υποχρεώνονται όλοι να πέρνουν συνεχώς θέση υπέρ ή κατά γεγοννότων μυστήριων και σκοτεινών, που στην πραγματικότητα είναι προκατασκευασμένα για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, αυτή είναι η αληθινή τρομοκρατία: το να εξαναγκάζουν αιωνίως όλη την εργατική τάξη να εκφράζεται εναντίον αυτής ή εκείνης της απόπειρας, προς την οποία όλοι, εκτός από τις παράλληλες υπηρεσίες, είναι ξένοι, να τι επιτρέπει στην εξουσία να διατηρεί την γενική παθητικότητα και την παθητική ενατένιση αυτού του ανήθικου θεάματος, να τι επιτρέπει στους συνδικαλιστές γραφειοκράτες να συνενώνουν κάτω από τις αντεργατικές τους ντιρεκτίβες τους εργαζόμενους κάθε εργοστασίου που παλεύει, όπου, κάθε τόσο, ένα στέλεχος πληγώνεται στα πόδια.

Όταν θα έρθει η σειρά μας τα όπλα δε θα μας λείψουν, ούτε και οι αντρειωμένοι μαχητες: δεν είμαστε σκλάβοι του εμπορευματικού φετίχ των όπλων, μα θα τα προμηθευτούμε μόλις θα είναι αναγκαία και με τον πιο απλό τρόπο: πέρνωντας τα από σας στρατηγοί, αστυνομικοί, αστοί, γιατί εσείς έχετε κιόλας αρκετά για όλους της εργατες της Ιταλίας. "Εμείς δεν έχουμε ενδοιασμούς: δεν περιμένουμε ούτε από σας. Όταν θα έρθει η σειρά μας, δε θα ωραιοποιήσουμε τη βία." (Μαρξ)
Χίλες οδοί Φάνι και χίλιες πλατείες Φοντάνα δεν ωφελούν την κεφαλαιοκρατία, όσο τη βλάφτει μία μονάχα αντιαστική και αντισταλινική άγρια απεργία ή ένα απλό σαμποτάζ της παραγωγής βίαιο και πετυχημένο. Εκατομμύρια καταπιεσμένες συνειδήσεις ξυπνούν και ξεσηκώνονται κάθε μέρα εναντίον της εκμετάλλευσης: και οι άγριοι εργάτες ξέρουν πάρα πολύ καλά πως η κοινωνική επανάσταση δεν ανοίγει το δρόμο της στοιβάζωντας πτώματα στην πορεία της - αυτό είναι ένα προνόμιο της σταλινοαστικής αντεπανάστασης, προνόμιο που κανένας επαναστάσης δεν της το αμφισβήτησε ποτέ.

Όποιος τώρα στην Ιταλία δεν χρησιμοποιεί όλη την εξυπνάδα που διαθέτει για να καταλαβαίνει γρήγορα ποια αλήθεια βρίσκεται από κάθε ψέμα του κράτους, όποιος δεν το κάνει αυτό είναι σύμμαχος των εχθρών του προλεταριάτου. Και όποιος επιμένει να θέλει να πολεμήσει την αλλοτρίωση με αλλοτριωμένο τρόπο, με το μιλιταντισμό και την ιδεολογία, θα αντιληφθεί γρήγορα πως έχει παραιτηθεί από κάθε πραγματικό αγώνα. Την κοινωνική επανάσταση δε θα την κάνουν βέβαια οι μιλιτάντηδες ούτε και θα την εμποδίσουν οι μυστικές υπηρεσίες και οι σταλινική αστυνομία!

Για τους φίλους μας τους ΚΚΕέδες ένα μικρό απόσπασμα - σαν μέρος του εγκλήματος κατά των εκμεταλλευομένων που εδώ και αιώνες συμβαίνει και του οποίου είναι αναπόσπαστο κομμάτι:

Κι αν ακόμη ήταν όλοι τους Λένιν, όπως νομίζουν, μένει να θυμίσουμε πως οι μπολσεβίκοι διαβρώθηκαν πολύ και πολλές φορές: ο εργάτης και πράχτορας της Οχράνα, Ρομάν Μαλινόφσκι, που ήταν μέλος της ΚΕ των μπολσεβίκων, είχε κερδίσει την πιο τυφλή εμπιστοσύνη του Λένιν, και είχε στείλει στη Σιβηρία εκατοντάδες αγωνιστές και ηγετικά στελέχη - και μια φορά που ο Μπουχάριν εξέφρασε μιαν υποψία, Ο λένιν απάντησε πως αυτό "ήταν ανάξιο για ένα συνειδητό αγωνιστή: αν συνεχίσεις θα καταγγελθείς εσύ σαν προδότης, σύμφωνα με αυτά που λέει η γυναίκα του Λένιν, Ναντιέζντα Κρούπσκαγια. Αλλά η περίπτωση του Μαλινόφσκι δεν είναι μεμωνομένη: ανοίγοντας το 1917 τα μυστικά αρχεία της Οχράνα, ο Λένιν αποσβολώθηκε με το δίκιο του, βλέπωντας πως από τους 55 επαγγελματίες προβοκάτορες που ήταν επίσημα εν ενεργεία και πληρώνονταν τακτικά, οι 17 δούλευαν στους Σοσιαλεπαναστάτες, αλλά 20 ολόκληροι μοιράζονταν τον έλεγχο των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων και όχι βέβαια στα ανάμεσα στα μέλη της βάσης! Και ο Λένιν είχε την πικρή έκπληξη να διαπιστώσει πως οι προβοκάτορες ήταν πάντα εκείνοι οι "σύντροφοι" που ο ίδιος, τόσο επιφυλαχτικός και έμπειρος σε ζητήματα παρανομίας, εχτιμούσε και εμπιστευόταβ περισσότερο, για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει και για την τόλμη που είχαν δείξει σε πολλές περιπτώσεις.

Η διάβρωση είναι πραχτικά αδύνατη ή ξεσκεπάζεται αμέσως σε εκείνες τις επαναστατικές ομάδες που κάνους χωρίς απλά μέλη και ηγέτες, αλλά βασίζονται στο ποιοτικό: "ο μοναδικός περιορισμός για τη συμμετοχή στην καθολική δημοκρατία της επαναστατικής οργάνωσης είναι η αναγνώριση και ο ουσιαστικός ενστερνισμός, από όλα τα μέλη της, της συνοχής της κριτικής της, συνοχής που πρέπει να αποδείχνεται τόσο στην καθαυτό κριτική θεωρία όσο και στην σχέση ρετούτης με την πραχτική δραστηριότητα." (Ντεμπόρ)

ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

1/03/2009

Το έγκλημα σιωνιστών/υπερεθνικής ελίτ και η Αριστερά

(...) σήμερα όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η συστημική βία ενάντια στον παλαιστινιακό λαό δεν είναι παρά τμήμα της συστημικής βίας που ασκεί η ίδια υπερεθνική ελίτ, με τη συμπαράσταση των τοπικών ελίτ, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Του ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ενώ το νέο έγκλημα των σιωνιστών, με την αμέριστη συμπαράσταση της εξίσου εγκληματικής υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Ε.Ε. κ.λπ.) και των σατραπικών αραβικών προτεκτοράτων της (Αίγυπτος, Ιορδανία, Σεϊχάτα του Κόλπου κ.λπ.), συνεχίζεται σε βάρος ενός ανυπεράσπιστου λαού, που προηγούμενα είχε στραγγαλιστεί οικονομικά, η αντίσταση των λαών εναντίον τους, που με κάθε τρόπο αποπροσανατολίζονται από τα διεθνή ΜΜΕ τα οποία ελέγχουν οι ελίτ αυτές, μόλις αρχίζει. Και αυτό, διότι σήμερα όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η συστημική βία ενάντια στον παλαιστινιακό λαό δεν είναι παρά τμήμα της συστημικής βίας που ασκεί η ίδια υπερεθνική ελίτ, με τη συμπαράσταση των τοπικών ελίτ, σε ολόκληρο τον κόσμο. Είτε πρόκειται για την παγκόσμια κρίση, που σήμερα καταδικάζει όλο και περισσότερα εκατομμύρια στην ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, απλώς για να μπορέσουν οι ελίτ και κάποια προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στην υπηρεσία τους να αυξήσουν τον μυθικό πλούτο τους και ένα τρόπο ζωής που έχει φέρει τον πλανήτη στα όρια της οικολογικής καταστροφής. Είτε, αντίστοιχα, πρόκειται για την ωμή φυσική βία στην οποία καταφεύγουν οι ίδιες ελίτ για να συντρίψουν την αντίσταση κάθε εξεγερμένου, χθες στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, αύριο στις ίδιες τις χώρες της υπερεθνικής ελίτ και τις εξαρτώμενες από αυτήν χώρες - η κοινωνική έκρηξη στη χώρα μας δεν είναι πάρα ο προπομπός. Και όλα βέβαια αυτά κάτω από τον μανδύα μιας ψευδεπίγραφης «δημοκρατίας», που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική δημοκρατία ως την άμεση άσκηση κάθε εξουσίας από τον ίδιο τον λαό, και όχι από τις πολιτικές ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών και τις οικονομικές ελίτ που ελέγχουν τη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

Το «έγκλημα» του σφαγιαζόμενου σήμερα λαού της Γάζας είναι ότι ψήφισε, με όλες τις «δημοκρατικές» διαδικασίες που επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ, ένα καθεστώς που ήταν δεσμευμένο στη μη αναγνώριση του σιωνιστικού καθεστώτος που εδώ και 60 χρόνια κατέλαβε με τη βία ή την απειλή βίας (όπως ακόμη και προοδευτικοί Εβραίοι ιστορικοί παραδέχονται) όχι μόνο τα εδάφη που του παραχώρησε ο ΟΗΕ το 1948 (χωρίς βέβαια να σκεφτεί κανένας να ρωτήσει τους ίδιους τους γηγενείς Παλαιστίνιους, που ήταν η συντριπτική πλειονότητα για εκατοντάδες χρόνια!) αλλά και την υπόλοιπη Παλαιστίνη, χάρη στις εκστρατείες του σιωνιστικού στρατού, δηλαδή του χωροφύλακα της Δύσης, που με τα δισεκατομμύρια δολάρια που εισέρρευσαν από τη Δύση είναι σήμερα ένας από τους τέσσερις ισχυρότερους στρατούς στον κόσμο. Αποτέλεσμα: 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες συνωστίζονται σήμερα υπό άθλιες συνθήκες στην ακτή της Γάζας, μια έκταση όση περίπου και η Θάσος. Ανεξάρτητα από τον ισλαμικό χαρακτήρα του καθεστώτος αυτού (που δεν αποτελεί βέβαια λόγο για να μην το υποστηρίζει κάθε αντιστεκόμενος ενάντια στη συστημική βία - όπως ισχυρίζονται οι κρυπτο-σιωνιστές σε όλα τα μήκη και πλάτη, έστω και αν παριστάνουν τους «αναρχικούς»), η μη αναγνώριση ενός ρατσιστικού καθεστώτος που επεκτείνεται συνεχώς με τη βία, και η αντίσταση εναντίον της στρατιωτικής κατοχής με κάθε διαθέσιμο μέσο λαϊκής αντιβίας αποτελεί στοιχειώδες καθήκον αναγνωριζόμενο και από το διεθνές δίκαιο! Ομως, οι πρόσφυγες της Γάζας έπρεπε να συντριβούν γιατί δεν έσκυψαν το κεφάλι, όπως τα αστικά κυρίως στρώματα στη Δυτική Οχθη, τα οποία υποστηρίζουν το προστατευόμενο (από τους σιωνιστές, την υπερεθνική ελίτ και τα προτεκτοράτα της στον αραβικό κόσμο) καθεστώς Αμπάς, που είναι πρόθυμο να δεχτεί ένα ρόλο προτεκτοράτου σε μερικά τμήματα της γης τους.

Ετσι, αμέσως μετά την εκλογή του καθεστώτος Χαμάς άρχισε μια εκστρατεία από την υπερεθνική ελίτ και τα αραβικά προτεκτοράτα για την «αλλαγή καθεστώτος» - ακριβώς όπως έγινε επιτυχημένα και στο Ιράκ. Η εκστρατεία αυτή ξεκίνησε με έναν εξοντωτικό οικονομικό πόλεμο, εφόσον η δήθεν αποχώρηση των σιωνιστικών κατοχικών δυνάμεων το 2005 σήμαινε τον στρατιωτικό αποκλεισμό της Γάζας από γη, αέρα και θάλασσα, δημιουργώντας το μεγαλύτερο ίσως γκέτο στην Ιστορία, και εφαρμόζοντας πιστά τις ναζιστικές μεθόδους των συλλογικών αντίποινων. Η ιδεολογία που συγκάλυψε το μαζικό αυτό έγκλημα εναντίον του παλαιστινιακού λαού είναι η σιωνιστική «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος», την οποία κατήγγειλε ένα φωτεινό εβραϊκό μυαλό [i], του οποίου η ίδια η οικογένεια ήταν θύμα του -πράγμα που δεν εμπόδισε τους σιωνιστές και κρυπτο-σιωνιστές απατεώνες σε όλο τον κόσμο να κατηγορούν ως αντισημίτες τον ίδιο αλλά και κάθε άλλη φωνή τίμιου Εβραίου, ή μέλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που τολμούσε να καταγγέλλει το συνεχές σιωνιστικό έγκλημα. Ετσι, οι ασύστολα ψευδόμενες σιωνιστικές τρομοκρατικές ελίτ, με τη βοήθεια των ελεγχόμενων από την υπερεθνική ελίτ διεθνών ΜΜΕ, που ουσιαστικά παρουσιάζουν μόνο τη δική τους «αλήθεια», κατέταξαν το αντιστεκόμενο καθεστώς Χαμάς στα «τρομοκρατικά» καθεστώτα-παρίες, και μιλούν για αποχώρησή τους από τη Γάζα. Αποτέλεσμα της «απελευθέρωσης» αυτής είναι ότι ο αποκλεισμός που άρχισε με τη νίκη της Χαμάς έχει οδηγήσει, σύμφωνα με την τελευταία Εκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού [ii], το 70% του λαού της Γάζας σε υποσιτισμό και περίπου το 40% του πληθυσμού να καταδικάζεται στην απόλυτη φτώχεια, με εισόδημα 90 ευρώ τον μήνα για να θρέψουν οικογένειες 7-9 ατόμων.

Η διαδικασία για την «αλλαγή καθεστώτος», την οποία ομολογούν στελέχη της σιωνιστικής κυβέρνησης, συνεχίζεται με το σημερινό έγκλημα, πάλι χρησιμοποιώντας για συγκάλυψη μια άθλια ψευδολογία. Αν στο Ιράκ η συγκάλυψη βασιζόταν στα ουδέποτε ευρεθέντα «όπλα μαζικής καταστροφής», σήμερα βασίζεται στους πυραύλους της Χαμάς, δηλαδή, βασικά, τα χειροποίητα... βαρελότα [iii], που αποτελούν την αντίστασή τους, τα οποία μέχρι σήμερα στοίχισαν τη ζωή τεσσάρων (4) Ισραηλινών έναντι 400 Παλαιστινίων (αναλογία 1 προς 100 - εδώ οι σιωνιστές ξεπέρασαν και τους ναζί δασκάλους τους, που επέβαλλαν συλλογικά αντίποινα 50 Ελληνες για κάθε Γερμανό!). Στα επτά μάλιστα χρόνια που οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποιούν το «πυρ» αυτού του είδους, το αποτέλεσμα ήταν 14 Ισραηλινοί νεκροί έναντι 5.000 νεκρών Παλαιστινίων από τα F16 και τα Απάτσι των σιωνιστών (δηλαδή 357 Παλαιστίνιοι για κάθε Ισραηλινό)! [iv]

Εντούτοις, αυτά δεν εμποδίζουν την κεντρο-αριστερά (ΠΑΣΟΚ) και Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) να καταδικάζουν τη βία «από όπου και αν προέρχεται», εξισώνοντας θύτες και θύματα, ενώ το ΚΚΕ ετοιμάζεται να επισκεφτεί την προδοτική ηγεσία των Παλαιστινίων στη Ραμάλα. Παράλληλα, η σιωνιστική «Αριστερά» (Crossman, Amos Oz κ.ά.) ζητά το ίδιο, επίσης αρνούμενη το δικαίωμα αντίστασης στον παλαιστινιακό λαό, διότι δήθεν η «τρομοκρατία» τους σκοτώνει «αθώους» πολίτες (έστω και αν η συντριπτική πλειονότητά τους συναινεί στα σιωνιστικά εγκλήματα!), ενώ βέβαια οι πολλαπλάσιοι Παλαιστίνιοι που πέφτουν θύματα της σιωνιστικής κρατικής τρομοκρατίας είναι απλώς «παράπλευρες απώλειες». Και όλο αυτό το λουτρό αίματος γιατί; Διότι οι σιωνιστές, με την αγαστή σύμπνοια της υπερεθνικής ελίτ, δεν δέχονται ούτε να συζητήσουν τη λύση ενός ενιαίου πολυπολιτισμικού κράτους για τους λαούς της Παλαιστίνης αλλά με κάθε τρόπο πολέμησαν κάθε λύση που θα υπέσκαπτε το «καθαρό» (και επεκτατικό) σιωνιστικό κράτος τους...

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

“Εγκώμιο του εγκλήματος” ,

Καρλ Μαρξ

“Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στην αγορά τις παραδόσεις του εν είδει “εμπορεύματος”. Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος, για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράματος στο δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher. [1]

Πέραν τούτο, ο εγκληματίας παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική οικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά· όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρωνάκτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων.

Ο εγκληματίας παράγει μια εντυπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια “υπηρεσία” στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο η Ενοχή του Müllner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά επίσης ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare). Ο εγκληματίας σπάζει την μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από ένα ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκληματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές “εξισορροπήσεις” που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική “ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης”.

Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage [3]), αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψης της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών - όπως ακριβώς και οι απεργίες.Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα;

Στο Μύθο των Μελισσών (1705), ο Mandeville [4] έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:

“Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγάλη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως· και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει το Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.”

Μόνο που, βέβαια, ο Mandeville ήταν απείρως πιο τολμηρός και έντιμος από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.”

Σημειώσεις:

[1] Roscher, Wilhelm Georg Friedrich (1817-1894). Ιδρυτής της παλαιότερης ιστορικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στη Γερμανία.

[2] Müllner, Amandus Gottfried Adolf (1774-1829). Κριτικός και ποιητής.

[3] Babage, Charles (1792-1871). Άγγλος μαθηματικός, μηχανικός και οικονομολόγος.

[4] Mandeville, Bernard de (1670-1733). Άγγλος σατιρικός συγγραφέας, γιατρός και οικονομολόγος.

1/02/2009

Αποσπάσματα από την ‘Κριτική της Βίας’ του Walter Benjamin

Νομίζω ότι είναι τρομερά επίκαιρο να ξαναδιαβάσουμε τι έχει πει ο Walter Benjamin για τη βία. Έτσι, μετέφρασα κάποια αποσπάσματα από το κεφάλαιο 'Κριτική της Βίας' του βιβλίου Walter Benjamin, Selected Writings, Vol. 1, 1913-1926 (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1996, σελ. 249-51). Διαβάζοντάς τα θα δείτε πως απέναντι στη βία του κατεστημένου νόμου, στη βία των νομικών περιορισμών και της κρατικής καταστολής για την επιβολή της έννομης τάξης, αυτό που ονομάζει 'μυθική βία,' αντιπαραθέτει ο Μπένγιαμιν τη 'θεϊκή βία,' τη βία της καταστροφής, που εξιλεώνει τον άνθρωπο από τις ενοχές των απαγορεύσεων, δημιουργώντας όμως το ανεξέλεγκτο (για την καθεστηκυία τάξη) φόβητρο, αυτό που οι σημερινοί υποκριτές απολογητές της κρατικής αυθαιρεσίας κι ασυδοσίας καταδικάζουν χωρίς να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να το κατανοήσουν κι αρέσκονται να το ονομάζουν 'τυφλή βία' του δήθεν παράλογου όχλου. Κι όμως, ο Μπένγιαμιν ξεκαθαρίζει με μεγάλη σαφήνεια ότι η κρίση για το αποτέλεσμα μιας βίαιης πράξης δεν μπορεί να βασίζεται πάνω σ' οποιαδήποτε προηγούμενη απαγορευτική εντολή, νομικού ή ηθικού χαρακτήρα, αλλά είναι η επακόλουθη πάλη αφενός του ίδιου του ανθρώπου με τη συνείδησή του κι αφετέρου της ίδιας της συλλογικής δράσης που αναλαμβάνουν οι άνθρωποι για να αποφασίσουν, στη βάση της γυμνής ζωής τους, αν θα την υπακούσουν ή αν θα την παραβούν. Επομένως, όταν μας ζητούν να τοποθετηθούμε απέναντι στη θεϊκή βία, γιατί δήθεν αν δεν την καταδικάσουμε θα μας καταλογίζουν την ενοχή της συνυπευθυνότητας, πρέπει να τους θυμίζουμε ότι η ίδια η ζωή, στη στοιχειώδη μορφή της, η γυμνή ζωή, είναι το όριο της επιβολής του οποιουδήποτε νόμου. Κι αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο της βιοπολιτικής ελευθερίας κι αυτονομίας. Ακολουθούν τα αποσπάσματα του Μπένγιαμιν.


Αποσπάσματα από την ‘Κριτική της Βίας’

του Walter Benjamin

Walter Benjamin, ‘Critique of Violence,’ στα Selected Writings, Vol. 1, 1913-1926, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1996, σελ. 249-51.

Όπως σ’ όλες τις σφαίρες ο Θεός αντιτάσσεται στο μύθο, η μυθική βία έρχεται αντιμέτωπη προς την θεϊκή βία. Κι η δεύτερη αποτελεί το αντίθετο της πρώτης από κάθε άποψη. Αν η μυθική βία είναι η θέσπιση του νόμου, η θεϊκή βία είναι η καταστροφή του νόμου. Αν η πρώτη θέτει όρια, η δεύτερη τα καταστρέφει απεριόριστα. Αν η μυθική βία φέρνει ταυτόχρονα την ενοχή και την ανταπόδοση, η θεϊκή βία μόνο εξιλεώνει. Αν η πρώτη απειλεί, η δεύτερη χτυπά. Αν η πρώτη είναι αιματηρή, η δεύτερη είναι φονική ακόμη κι όταν δεν χύνει αίμα. [...] Γιατί το αίμα είναι το σύμβολο της ίδιας της ζωής. Η διάλυση της βίας του νόμου πηγάζει [...] από την ενοχή της ίδιας της φυσικής ζωής, όταν εμπιστεύεται το ζωντανό, το αθώο και το δύστυχο σε μια ανταπόδοση, που ‘εξιλεώνει’ την ενοχή της ίδιας της ζωής – κι αναμφίβολα επίσης εξαγνίζει τον ένοχο, όχι όμως από την ενοχή, αλλά από το νόμο. Γιατί με την ίδια τη ζωή, η ισχύς του νόμου πάνω στο ζωντανό τερματίζεται. Η μυθική βία είναι μια ματωμένη δύναμη πάνω στην ίδια τη ζωή για χάρη του εαυτού της (της ίδιας της μυθικής βίας), η θεϊκή βία είναι μια καθαρή δύναμη πάνω σ’ όλη τη ζωή για χάρη του ζωντανού. Η πρώτη απαιτεί τη θυσία, η δεύτερη την αποδέχεται.

[...] το ερώτημα ‘Μπορώ να σκοτώσω;’ δέχεται μια πλήρη απάντηση από την εντολή ‘Ου φονεύσεις.’ Η εντολή αυτή προηγείται της πράξης, όπως ο Θεός θα μπορούσε να ‘αποτρέψει’ την πράξη. Επειδή όμως μπορεί να μην είναι ο φόβος της τιμωρίας που επιβάλλει την υπακοή, το πρόσταγμα γίνεται ανεφάρμοστο, ασύμβατο, όταν η πράξη υλοποιηθεί. Καμιά κρίση της πράξης δεν μπορεί να εξαχθεί από την εντολή. Κι, επομένως, ούτε η θεϊκή κρίση ούτε η αιτιολόγηση αυτής της κρίσης μπορεί να είναι γνωστές εκ των προτέρων. Εκείνοι που στηρίζουν την καταδίκη κάθε βίαιου φόνου ενός ατόμου από ένα άλλο πάνω στην εντολή κάνουν, επομένως, λάθος. Η εντολή αυτή υπάρχει όχι σαν κριτήριο κρίσης, αλλά σαν κατευθυντήρια οδηγία για τις πράξεις των ατόμων ή των κοινότητων, τα οποία πρέπει να παλεύουν μαζί της μέσα στη μοναξιά τους και, σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις, να παίρνουν πάνω τους την ευθύνη της αγνόησής της.

[...] Όμως, λιγότερο δυνατές κι επίσης λιγότερο επιβεβλημένες για την ανθρωπότητα είναι όταν κρίνονται οι ιδιαίτερες περιπτώσεις, στις οποίες ασκείται μια πράξη καθαρής βίας. Γιατί, σ’ αυτές, μόνο η μυθική βία, όχι η θεϊκή, μπορεί να αναγνωρισθεί σαν τέτοια με βεβαιότητα, εκτός αν πρόκειται για ιδιόμορφες ενέργειες, επειδή η εξιλαστήρια δύναμη της βίας είναι αόρατη στους άνθρωπους. [...] Η θεϊκή βία μπορεί να εκδηλωθεί μέσα σ’ ένα αληθινό πόλεμο, όπως και μέσα στη θεϊκή κρίση του όχλου για έναν εγκληματία. [...] Η θεϊκή βία, η οποία αποτελεί το σημάδι και τη σφραγίδα, αλλά ποτέ το μέσο, της θεϊκής αποστολής, μπορεί επίσης να ονομασθεί και ‘υπέρτατη βία.’

Εξουσία, βία και Αριστερά

“Η λέξη [μεταμοντερνισμός] ... είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πλέον καταχρηστικά, για να μην πω, όλως ευθέως, υβριστικά, για να αποπέμψει, χωρίς καν δεύτερη κουβέντα, κάθε σκέψη που επιχειρεί να αμφισβητήσει τη βασιλική ιερότητα των δεδομένων. ... [Έ]χουν κολλήσει πάνω [της] ένα σωρό ανακριβείς και ανόητες γενικεύσεις, όπως, ... στην Ελλάδα τουλάχιστον, την απαξίωση και της πολιτικής, συγκεκριμένα δε (καθότι εξ «αριστερών» τα βέλη) της πολιτικής της Αριστεράς.”
Στάθης Γουργουρής, Στοχάζεται η Λογοτεχνία; (Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2006), σελ. 15-6.

Λίγο-πολύ, αυτό που καταγγέλλει ο Στάθης Γουργουρής, γράφηκε σε ένα άρθρο στα Ενθέματα της Αυγής της 14/12/2008, όπου, με αφορμή τις εκρήξεις βίας των τελευταίων εβδομάδων, ο Κώστας Σταμάτης καλούσε την Αριστερά να αντιπαρατεθεί στο “μπάχαλο” της “ανορθολογικής, μεταμοντέρνας μεταφυσικής περί της Εξουσίας.” Κι ο λόγος; Η αντίληψη για την εξουσία, που “εκκρίνεται από κάθε πόρο του κοινωνικού σώματος” και διαποτίζει τα πάντα αδιαχωρίστως. Γι’ αυτό, αφού τη βλέπουν πανταχού παρούσα, οι αντι-εξουσιαστές (με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή, όσοι αντιτίθενται στην εξουσία) αντιστέκονται με τη “σωματικότητά τους,” σπάζουν και καταστρέφουν αδιακρίτως τα πάντα, από “τράπεζες και καταστήματα [ως] σχολεία, πανεπιστήμια και κοινόχρηστα πράγματα.” Σαν υπόθεση εμπειρικής έρευνας, το σενάριο αυτό δεν είναι άσχημο. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού – να, για παράδειγμα, τρία ερωτήματα που αξίζει να μας προβληματίσουν:
  1. Είναι αυτή άποψη της “μεταμοντέρνας μεταφυσικής”;
  2. Τίνων ακριβώς άποψη είναι (εννοείται, πέρα του συγγραφέα του εν λόγω άρθρου);
  3. Στο όνομα ποιας ορθολογικότητας ή ποιας μεταφυσικής μπορεί η Αριστερά να αγωνίζεται ή να οραματίζεται;
Απαντώ κατηγορηματικά στο πρώτο ερώτημα: όχι, αυτός δεν είναι μεταμοντερνισμός, αν το τελευταίο σημαίνει κάτι. Και στη βάση τόσο γενικόλογων αφορισμών –χωρίς συγκεκριμένες παραπομπές– τι να πω για το δεύτερο; Επειδή όμως, κάποτε, παρόμοιες αντιλήψεις φαίνεται να αποδίδονται αβίαστα στον γάλλο φιλόσοφο Μισέλ Φουκώ –που ωστόσο μόνο καταχρηστικά θα μπορούσε να ονομασθεί μεταμοντέρνος με οποιαδήποτε έννοια– θα περιγράψω, εντελώς τηλεγραφικά, τις πραγματικές απόψεις του για την εξουσία, σαν ελάχιστη συμβολή στο διάλογο που ανοίγεται με το άρθρο του Σταμάτη.

Σ’ ένα από τα τελευταία κείμενά του, “Το Υποκείμενο και η Εξουσία” (1982), ο Φουκώ διασαφηνίζει ότι η εξουσία δεν αποτελεί κάποια ουσία ή πράγμα, αλλά είναι μια σχέση. Οπωσδήποτε, όχι ασύμμετρη ή ιεραρχική (από πάνω προς τα κάτω), αλλά σχέση που αναγνωρίζει την ατομικότητα του άλλου και του αφήνει ανοιχτές ευκαιρίες για αντίσταση. Σχέση που καθορίζεται στο επίπεδο των ατομικών δράσεων-αντιδράσεων: η εξουσία είναι η δράση που αποσκοπεί να επηρεάσει και να αλλάξει τις αντιδράσεις των άλλων, ωστόσο επιτρέποντάς τους να μπορούν οι ίδιοι να τις επιλέξουν αυτόνομα. Σχέση που προϋποθέτει ότι οι σχετιζόμενοι έχουν προθέσεις και στόχους, ανάλογα με τους οποίους υπολογίζουν τις δράσεις και τις αντιδράσεις τους, αλλά στο τελικό αποτέλεσμα μετρούν οι συνολικές συνέπειες που έχουν οι δράσεις στις αντιδράσεις.

Με την έννοια αυτή, η εξουσία υποτάσσει την ατομική ελευθερία και βούληση μέσα σε μια εξω-ατομική, συλλογική –ή, καλύτερα, συναθροιστική– δυναμική. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της εξουσίας, προφανώς, δεν είναι κανένας δημοκρατικός καταμερισμός, ο οποίος υπόκειται στη λογική κάποιων αρχών ή αξιών ανεξάρτητων από τη βούληση ή τις προδιαθέσεις των σχετιζόμενων. Όμως, η ελευθερία πρέπει να προϋπάρχει, για να μπορεί να ασκηθεί η εξουσία, γιατί, όπως έλεγε ο Φουκώ, χωρίς την ανυπακοή, η εξουσία αναγάγεται σ’ έναν αιτιοκρατικό, φυσικό προσδιορισμό. Από την άλλη μεριά, η εξουσία δεν είναι σχέση κάθετου ή αμετάκλητου ανταγωνισμού, αλλά ζήτημα κυβερνητικότητας (governmentality) των δράσεων που ενώνουν ή διαχωρίζουν τους σχετιζόμενους.

Παρόμοια, κι η πραγματική βία είναι μια σχέση εξουσίας –ή, καλύτερα, σχέση εξάσκησης δύναμης– με τη διαφορά όμως ότι τώρα η δράση της δύναμης στοχεύει στο σώμα ή στα περιβάλλοντα πράγματα, έχοντας αποκλειστικό σκοπό την εξάντληση κάθε δυνατότητας για ενεργητική αντίδραση. Επομένως, για τον Φουκώ, η εξουσία δεν είναι κάτι που εκκρίνεται ή διαχέεται, αλλά μια σχέση στην οποία όλοι (ή όλα, διαμεσολαβητικά) μπορούν να μπουν, στο βαθμό που είναι αλληλο-συνδεδεμένες οι δράσεις κι αντιδράσεις τους. Κι η βία, δεν μετριέται από τις φαινομενικές καταστροφές, αλλά από την αποτελεσματικότητα της επιβολής της παθητικότητας: γι’ αυτό, δεν έχει νόημα, η εξίσωση της βίας των αναρχικών με τη βία της κρατικής καταστολής.

Επιπλέον, αν είναι έτσι –για να απαντήσω το τρίτο ερώτημα– η Αριστερά (σε όλα τα επίπεδα) σαν πολιτικός συνασπισμός που σχετίζεται με άλλα υποκείμενα, είτε συνεργατικά ή ανταγωνιστικά, δεν μπορεί παρά να σέβεται την αυτονομία των συμμάχων και να τολμά τη σύγκρουση με τους αντίπαλους. Κι αυτό δεν αποτελεί καμιά μορφή σχετικισμού –είναι καιρός κάποιοι να καταλάβουν τη διαφορά σχέσης-σχετικού. Αλλά είναι η στρατηγική της αξιοποίησης των δυνατοτήτων με ο,τιδήποτε τη συνδέει και της ηγεμονικής υπέρβασης των ορίων με ο,τιδήποτε την περιορίζει.

Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση, θα ήταν σφάλμα η Αριστερά να αποσυνδεθεί από την πολλαπλότητα, την ποικιλότητα, την πολυσημία του “πλήθους,” των αγώνων των αυθόρμητων κινητοποιήσεων και των κοινωνικών κινημάτων. Ηθική είναι η στάση της δέσμευσης και της πιστότητας στην αλήθεια των συμβάντων (Μπαντιού) μέσα σε σχέσεις, στις οποίες εμπλέκονται μια σειρά από ενδεχομενικούς, απρόβλεπτους, ανεξέλεγκτους κι απρογραμμάτιστους παράγοντες κι αποτυπώνονται οι πηγαίες συλλογικές δράσεις. Κι είναι η ίδια η ευρηματικότητα του γενικού νου (με τη Μαρξιστική έννοια) που κάνει το “ξεδιάλεγμα” της σχεσιακής πολυμορφίας. Ούτε η καρικατούρα της πεφωτισμένης ορθολογικής ουσιοκρατίας, ούτε το αποδιοπομπαίο σκιάχτρο του πλασματικού μεταμοντερνισμού.

To μέλλον του αναρχοσυνδικαλισμού

Το παρακάτω κείμενο είναι από το βιβλιαράκι "Εξουσία και άρνηση" των εκδόσεων για μια ελευθεριακή κουλτούρα, και αποτελεί μια σύντομη περίληψη εισηγήσηs που έγινε σε διεθνή αναρχική συνδιάσκεψη στη βενετία το 1984.



Tα τελευταία 50 χρόνια ο αναρχοσυνδικαλισμόs αποτελεί πεδίο ιδεολογικών αναφορών για ένα ευρύ φάσμα του ελευθεριακού κινήματοs. Σαν μια πρωτοποριακή ιδέα που κατευθύνει και εκμεταλλεύεται την ενεργητικότητα χιλιάδων αγωνιστών (οι οποίοι παλεύουν είτε γι αυτόν, είτε στο όνομα του), ο αναρχοσυνδικαλισμόs βρίσκεται στην επώδυνη θέση, ναι μεν να συνδέεται με ευρύτερα κοινωνικά κινήματα με αυθόρμητο "αναρχοσυνδικαλιστικό" χαρακτήρα αλλα από την άλλη να μην μπορεί σαν πρόγραμμα και ιδεολογική αναφορά, να ασκήσει μια ουσιαστική πίεση στουs σημερινούs κοινωνικούs αγώνεs, να αναβιώσει δηλαδή κινήματα ανάλογα με εκείνα που τον δημιούργησαν.

Μια προσεκτική μελέτη για την αναγκαιότητα του αναρχοσυνδικαλισμού στην αναθεώρηση του κριτικού αναρχισμού, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των λόγων τηs ανικανότηταs εκείνων που υποστηρίζουν ότι είναι αναρχοσυνδικαλιστέs, και πιθανά να τουs βοηθήσει να διορθώσουν τα λάθη τουs. Aντίθετα με όσουs στουs μικρούs κύκλουs των ακτιβιστών, θέλουν μόνο να κρατήσουν τη σημαία, ο αναρχοσυνδικαλισμόs αρχικά δεν ήταν ένα ιδεολογικό σχέδιο, ένα πρόγραμμα, ή ακόμα και ένα όραμα, μια θεωρία ικανή να καθοδηγήσει τουs κοινωνικούs αγώνεs. Πέρα από αυτήν την ιδεαλιστική εικόνα-αναμφίβολα αναγκαία σε αυτούs τουs αγωνιστέs που υπάρχουν μόνο για την "ιδέα"- ο αναρχοσυνδικαλισμόs μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα κάτω από μια ματεριαλιστική οπτική, σαν ένα πρακτικό και πολυσύνθετο κίνημα κοινωνικών δυνάμεων με πολύ διαφορετικά ενδιαφέροντα και τρόπο ζωήs, που αναπτύσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε να γεννηθεί μια κοινωνική λογική μη εξουσίαs, αντιεξουσίαs, πραγματική και συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση απέναντι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

Η γέννηση και η ανάπτυξη αυτού του ουσιαστικού κινήματοs τηs εργατικήs τάξηs, δεν επιτρέπει να καθοριστεί η παρούσα και η μελλοντική εξέλιξη του. Σε αυτή τη δυναμική, οι μαχητικέs ομάδεs που υσχυρίζονται ότι ανήκουν σε αυτό το κίνημα, έχουν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο, καθώs αποτελούν μέροs τηs κληρονομιάs μιαs παλιότερηs εμπειρίαs, που η εξουσιαστική τάξη προσπαθεί συστηματικά να σβήσει από τη συλλογική μνήμη. Μέσα από τη θεωρητική επεξεργασία, όπωs επίσηs και μέσα από την ατομική και συλλογική εμπειρία εκέινων που έκαναν πράξη όλα αυτά, ο αναρχοσυνδικαλισμόs δίνει την δυνατότητα επανακάλυψηs αυτήs τηs θεωρίαs και πρακτικήs για την οποία μιλούσε ο Προυντόν, χωρίs να έχει την πείρα 150 χρόνων αντιαυταρχικών αγώνων. Ταυτόχρονα θα μαs βοηθήσει να μην αποτύχουμε να παίξουμε το ρόλο μαs στουs τωρινούs και μελλοντικούs αγώνεs.

Eπίσηs είναι απαραίτητο αυτή η συσσώρευση και συντήρηση των κινημάτων του παρελθόντοs, να μην μεταμορφωθεί σε μια απατηλή και άκαμπτη ιδεολογία, σε μια ορθοδοξία που είναι πιο αιρετική από όσο επιθυμεί, αλλά να συνδεθεί με τουs αγώνεs και την πραγματικότητα των κοινωνικών αντιθέσεων.

Daniel Colson (Λυών, Γαλλία) κοινωνιολόγοs