Συμβουλεύω για μια πληρέστερη οπτική να διαβαστεί το κείμενο “Παρτιζάνικος Πόλεμος” του Λένιν του 1906 :
“Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λετονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κηρύσσονται «εχθροί της επανάστασης» και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. “
“Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι απ’ αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε;”
“Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι’ αυτή την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποίεται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις, για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νοιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία.”
http://www.theseis.com/76-/theseis/t81/t81f/partiz.htm
και επειδή για να το μιλήσεις για τη βία aπαιτείται στοιχειώδη γνώση πραγμάτων και καταστάσεων και όχι να παίρνεις ένα απόσπασμα του Λένιν και του Τσε δια πάσα νόσον και πάσα μαλακία.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο “Με τη μάχη στο αίμα τους, λαϊκή βία στην προεπαναστατική Ρωσία (1905-1917)” για να κατάλαβουν μερικοί ότι οι μπολσεβίκοι δεν ήταν απλώς κάτι τύποι που κατέλαβαν την εξουσία με γυμνά χέρια - αλυσίδες “χωρίς να σπάσει ούτε ένα τζάμι” .Μάλλον μερικοί έχουν μπερδέψει το 1917 με την “Αλλαγή” και τη “Πραγματική Αλλαγή” του 1981. Προτού λοιπόν πιάνουν στο στόμα τους διαφόρους καλύτερα να σκέφτονται τι λένε .
Όχι στην ηρωοποίηση (βλ.Τσε) , όχι στις ανιστόρητες αναλογίες (βλ. αποσπάσματα Τσε-Λένιν που ανάθεμα αν ξέρουν και τι παραθέτουν οι βλάκες) , όχι στη φετιχοποιηση της βίας ΑΛΛΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ΟΛΑ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ ως δικαιολογία της στήριξης μιας αστικής κυβέρνησης και της αστικής νομιμότητας:
———————
ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ: Ο ΤΕΡΡΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Για τον Λένιν, ηγέτη της μπολσεβίκικης φράξιας των σοσιαλδημοκρατών, η «σωστή θέση» πάνω στο θέμα του τερρορισμού δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να διευθετηθεί άπαξ και δια παντός. Η θέση του διέφερε αναλόγως των αλλαγών στους πολιτικούς του στόχους και προτεραιότητες. Ως εκ τούτου, το 1902 κατακεραύνωνε τους εσέρους που υπερασπίζονταν τον τερρορισμό «…η αχρηστία του οποίου,τόσο καθαρά αποδεικνύεται από την εμπειρία του ρώσικου επαναστατικού κινήματος». Τον προηγούμενο μόλις χρόνο δήλωνε πως το κόμμα του «…ποτέ δεν
απέρριψε τον τερρορισμό ως αξία, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο». Πριν το ξέσπασμα του 1905, ο Λένιν επέμενε στις παλαιότερες θεωρητικές απόψεις του και χαρακτήριζε κάθε τερροριστική δράση ως «…ασύμφορο μέσο αγώνα», απορρίπτοντας την αναλόγως των συγκυριών,«…αναμένοντας μια αλλαγή των συνθηκών».
Μια σειρά δεδομένων, ανάγκασε τον Λένιν να λάβει μια τελική στάση. Πρώτον, δε μπορούσε παρά να αναγνωρίσει το γεγονός, πως οι εσέρικες και οι αναρχικές τερροριστικές τακτικές ήταν σαφώς αποτελεσματικότερες στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος, σπέρνοντας το φόβο και τη σύγχυση στις αρχές. Ο Λένιν θα έπρεπε επίσης να παραδεχτεί τη βασιμότητα της εσέρικης άποψης, πως η τερροριστική δράση μπορούσε να αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στη ριζοσπαστικοποίηση της αγροτιάς και του προλεταριάτου. Επιπλέον, υπό τις συνθήκες
που επικρατούσαν το 1905, με το χάος να απλώνεται -εκτός ελέγχου τόσο από την εξουσία, όσο όμως και από τους επαναστάτες ηγέτες-, ο Λένιν αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα του να στρέψει το «αναπόφευκτο αντάρτικο» προς όφελος του κόμματος του και της επανάστασης -έτσι όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβανόταν-. Ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, η τερροριστική δράση φαινόταν περισσότερο δικαιολογημένη σε μια στιγμή που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις και αφορούσε κυριολεκτικά κάθε κοινωνικό στρώμα. Δεν μπορούσε πλέον να
αντιμετωπίζεται ως μέσο ατομικής διαμαρτυρίας, αλλά ως στοιχείο της μαζικής εξέγερσης κατά ολόκληρης της κοινωνικοπολιτικής τάξης. Για τον Λένιν ήταν επίσης πολύ σημαντικό πως «…ο παραδοσιακός ρώσικος τερρο-ρισμός ήταν δουλειά συνωμοτούντων διανοούμενων, ενώ μετά το 1905 οι εργάτες έγιναν οι βασικοί του θιασώτες».
Με αυτές τις θεωρήσεις κατά νου, ο Λένιν επιτέλους σύνθεσε τις απόψεις του. Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ο τερρορρισμός ήταν κατάλληλος για τους επαναστατικούς σκοπούς, στο βαθμό «…που ήταν λαϊκή βία στην προεπαναστατική Ρωσία (1900-1917) -
ικανός να διαχέεται μέσα στο μαζικό κίνημα». Αυτή η θέση ουσιαστικά δε διέφερε από την αντίστοιχη των εσέρων που διακήρυσσε:«…καλούμε σε τερρορισμό, όχι αντί της δουλειάς στις μάζες, αλλά προς όφελος αυτής και παράλληλα της». Τώρα που ο καιρός ήταν πια ώριμος, ο Λένιν κάλεσε «…στα πλέον ριζοσπαστικά μέσα,ως τα μοναδικά επαρκή».Δεν απέκλειε την αποκεντρωμένη τερροριστική δράση, συνηγορώντας στο σχηματισμό ένοπλων ομάδων που «…θα διαφέρουν σε μέγεθος, ξεκινώντας ακόμα και από 2-3 άτομα, αυτο-οπλισμένων με κάθε μέσο που τους
είναι διαθέσιμο». Αυτές οι ομάδες «…πρέπει άμεσα να πάρουν εκπαίδευση μάχης και να αναλάβουν επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με μια από τις πιο στενές συνεργάτιδες του, την Έλενα Στάσοβα, ο Λένιν μετατράπηκε σε «… εξτρεμιστή παρτιζάνο του τερρορισμού». Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ανοιχτά καλούσε τους οπαδούς του κόμματος να εκτελούν χαφιέδες, αστυνομικούς, κοζάκους και μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, να ανατινάζουν τις εγκαταστάσεις τους και τα αστυνομικά τμήματα, να ρίχνουν οξέα στους αστυνομικούς. Παρέμενε όμως ανικανοποίητος και σε επιστολή του στην κομματική επιτροπή της Πετρούπολης τους επέπληττε: «Με φρίκη, με πραγματική φρίκη,
βλέπω πως εδώ και μισό χρόνο μιλάμε για βόμβες, χωρίς να έχετε βάλει ούτε μία».
Ανυπόμονος για άμεση δράση, ο Λένιν έπαιρνε αναρχίζουσες θέσεις για να αντικρούσει τους συντρόφρυς του:«…όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με περηφάνια “δεν είμαστε αναρχικοί, ούτε κλέφτες και ληστές, είμαστε υπεράνω, απορρίπτουμε την αντάρτικη δράση”, ρωτώ τον εαυτό μου: “αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι τους γίνεται;”». Τελικά, τον Αύγουστο του 1906, η επίσημη θέση των μπολσεβίκων εκφράστηκε μέσω του έντυπου οργάνου τους, του «Προλετάριου». Συμβούλευαν τις ομάδες μάχης «…να τερματίσουν την απραξία τους και να αναλάβουν μια σειρά αντάρτικων ενεργειών με στόχο τη μίνιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών και τη μάξιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των χαφιέδων, των ενεργών μελών των Μαύρων Εκατονταρχιών, των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας, του στρατού, του ναυτικού και ούτω καθ’ εξής».
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η ανησυχία του Λένιν περί μπολσεβίκικης τερροριστικής απραξίας, ήταν αβάσιμη. Οι οπαδοί του σε όλη τη χώρα ήταν αναμεμειγμένοι σε αναρίθμητα περιστατικά βίας. Αυτά τα τερροριστικά ξεσπάσματα ήταν κατά βάση ανεξέλεγκτα από την κομματική ηγεσία, η οποία ήταν αποκομμένη από την πραγματική δράση, κι έτσι αυτές οι ενέργειες είχαν ελάχιστη σύνδεση με τους ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς του κόμματος ή την άμεση στρατηγική του. Επιπλέον, αυτές οι ενέργειες σπάνια αναφέρονταν στα κομματικά επιτελεία, κεντρικά ή περιφερειακά. Στην πραγματικότητα, καθώς οι μπολσεβίκοι δε διέθεταν κάποιο επίσημο όργανο επιφορτισμένο αποκλειστικά με τον τερρορισμό, -κατά το πρότυπο της εσέρικης Οργάνωσης Μάχης- η τερροριστική δραστηριότητα τους λάμβανε έναν αναρχίζοντα χαρακτήρα. Ο μπολσεβίκικος τερρορισμός χτυπούσε μια ποικιλία στόχων, αλλά οι πιο κοινοί ήταν οι ύποπτοι για χαφιεδισμό και προδοσία.
Ενώ η φυσική εξάλειψη χαφιέδων θεωρούνταν απαραίτητη για την εκκαθάριση των επαναστατικών γραμμών από άτομα που έθεταν σε κίνδυνο την ομάδα, άλλες τερροριστικές ενέργειες είχαν την εκδίκηση ως κεντρικό κίνητρο. Αυτό π.χ. συνέβαινε με την εκτέλεση δήμιων φυλακών, υπεύθυνων για την επιβολή της θανατικής ποινής σε επαναστάτες κρατούμενους. Οι μπολσεβίκοι εκτελεστές μιας τέτοιας ενέργειας δε θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν πως έτσι θα απέτρεπαν μελλοντικές εκτελέσεις συντρόφων τους. Οι μπολσεβίκοι ήταν υπεύθυνοι για πολλές παρόμοιες πράξεις εκδίκησης με στόχο αστυνομικούς και κοζάκους, που είχαν έρθει σε αιματηρή αντιπαράθεση με επαναστάτες. Η εκδίκηση και η προσπάθεια εξουδετέρωσης των αντιπάλων τους έστρεψε τη βία των μπολσεβίκων και κατά διαφόρων συντηρητικών στοιχείων του πληθυσμού. Αυτό ήταν το κίνητρο στις 27 Γενάρη 1906, όταν, κατ απόφαση της Επιτροπής Πετρούπολης, μια ομάδα μάχης των μπολσεβίκων επιτέθηκε στην ταβέρνα Τβερ, στέκι των εργατών ναυπηγείων, που ήταν μέλη της μοναρχικής Ένωσης του Ρώσικου Λαού. Τριάντα περίπου
θαμώνες δέχτηκαν τρεις βόμβες από τους τερροριστές, κι όταν προσπάθησαν να βγουν από την ταβέρνα, δέχτηκαν τα πυρά των όπλων των μπολσεβίκων. Δύο πέθαναν, είκοσι τραυματίστηκαν και οι δράστες διέφυγαν. Αρκετοί από τους διασωθέντες θα εκτελεστούν αργότερα. Παρομοίως, στην πόλη Εκατερίνμπουργκ των Ουραλίων, μέλη της μπολσεβίκικης ομάδας μάχης, που καθοδηγούνταν από τον Ιακώβ Σβέρλντοφ, επίμονα τρομοκρατούσαν τα μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, σκοτώνοντας όσους περισσότερους τσαρικούς μπορούσαν.
Παράλληλα με τις εκτελέσεις ως μέσο εξολόθρευσης των υποστηρικτών του τσαρικού καθεστώτος, οι μπολσεβίκοι επιδίωκαν επίσης να ενσπείρουν τη σύγχυση και τον πανικό στις αρχές, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητα τους να αμυνθούν στην εξαπλούμενη βία. Οι εξτρεμιστές αντιμετώπιζαν ανηλεώς τους στόχους τους, από επιθεωρητές εργοστασίων, μέχρι αστυνομικούς διαφόρων βαθμών. Σχολιάζοντας αυτές τις τερροριστικές επιθέσεις, κάποιοι μπολσεβίκοι δε μπορούσαν παρά να επισημάνουν την «καταστροφική φύση της βίας για τη βία»: «…το φθινόπωρο του 1907, μάχιμοι νέοι έχασαν τον έλεγχο και άρχισαν να ολισθαίνουν προς τον αναρχισμό, σκοτώνοντας φύλακες, αστυνομικούς και χωροφύλακες. Σε πυρετώδη κατάσταση, πίστευαν πως ήταν αναγκαίο το να δράσουν». Δύο μπολσεβίκοι τερροριστές «…παρακολουθούσαν τους κοζάκους, απλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να διασκεδάσουν με τις βόμβες τους. Οι κοζάκοι ωστόσο πορεύονταν σε φάλαγγα κατά άντρα, κάνοντας έτσι τις γραμμές τους λιγότερο ευάλωτες σε επιθέσεις. Έτσι οι δύο μαχητές έριξαν τις βόμβες τους σε στρατώνα της αστυνομίας, διασκεδάζοντας με το θέαμα που ακολούθησε: όταν τα αναμμένα φυτίλια σφύριζαν, οι αστυνομικοί πηδούσαν από τα παράθυρα».
Η απόφαση για μια εκτέλεση συχνά προέκυπτε αυθόρμητα από κάποιο κομματικό μέλος, χωρίς τη συγκατάθεση της τοπικής ή κεντρικής ηγεσίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση της εκτέλεσης του υπαστυνόμου Νικήτα Περλόφ, στις 21 Φεβρουαρίου 1907, στο Ντμιτριέβκι. Εκτελέστηκε από δύο μπολσεβίκους, τον Πάβελ Γκούσεφ και τον Μιχαήλ Φρούν-ζε: «…η εκτέλεση του Περλόφ δεν ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο, μια προειλημμένη απόφαση της κομματικής οργάνωσης, αλλά μια στιγμιαία παρόρμηση του Φρούνζε. Κατά τη διάρκεια μιας προπαγανδιστικής συνάντησης, κάποιος είδε από το παράθυρο τον Πέρλοφ να περνά. Ο Φρούνζε πήδηξε πάνω και κάλεσε τον Γκούσεφ να τον ακολουθήσει. Παρά τις διαμαρτυρίες των παριστάμενων, έτρεξαν έξω. Σε λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί».
Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάμειξη του κόμματος στον τερρορισμό λίγο είχε να κάνει με το μαζικό κίνημα, εντούτοις υπήρχαν στιγμές που δικαιολογούσαν τη θεωρητική θέση του κόμματος πάνω στο ζήτημα. Σύμφωνα με τον εξέχοντα μπολσεβίκο Βλαντιμίρ Μπόντς-Μπρούεβιτς, όταν το σύνταγμα Σεμενόφσκι μπήκε στη Μόσχα για να καταστείλει την εξέγερση του Δεκέμβρη, μελετήθηκε από την κομματική επιτροπή Πετρούπολης το σενάριο «…να απαχθούν δύο δούκες και να τεθούν υπό σαφή απειλή άμεσης εκτέλεσης σε περίπτωση που χυνόταν έστω και μια σταγόνα προλεταριακού αίματος στους δρόμους της Μόσχας». Νωρίτερα, η μπολσεβίκικη ομάδα μάχης της Πετρούπολης είχε πραγματοποιήσει απόπειρα ανατίναξης τρένων, που μετέφεραν κυβερνητικά στρατεύματα στη Μόσχα. Τέλος, απαλλοτρίωσαν ένα κανόνι από ναυτικό φυλάκιο, προκειμένου να κανονιοβολήσουν τα χειμερινά ανάκτορα, σε περίπτωση όξυνσης της σύγκρουσης. Συγκεκριμένες άλλες πλευρές της μπολσεβίκικης τερροριστικής δρα στηριότητας, μπορούν επίσης να εκληφθούν ως κομμάτι της οικονομικής πάλης των μαζών, κυρίως με τη μορφή των απεργιών. Οι επαναστάτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις όχι μόνο ενάντια σε βιομηχάνους, διευθυντές εργοστασίων, αστυνομικούς που τους υπερασπίζονταν, αλλά και κατά εργατών που δεν υποστήριζαν τις προλεταριακές κινητοποιήσεις Οι ξυλοδαρμοί απεργοσπαστών ήταν συνήθεις, όπως και οι εκτελέσεις των πρωτεργατών τους.
Επίσης χρησιμοποίησαν βία ενάντια στην εκλογική διαδικασία για την πρώτη Δούμα, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αποφασίσει να μποϋκοτάρουν. Παράλληλα με την αντιεκλογική τους αγκιτάτσια, οργάνωσαν επιθέσεις σε εκλογικά κέντρα, κατάσχοντας και καταστρέφοντας τα επίσημα πρακτικά των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επίσης, σημειώθηκαν ένοπλες καταλήψεις τυπογραφείων προκειμένου να τυπωθεί έντυπο υλικό.
Αναπτύχθηκε δίκτυο παράνομης εισαγωγής όπλων και εκρηκτικών, θεωρητικά με αποκλειστικό σκοπό τον εξοπλισμό μελλοντικών μαζικών εξεγέρσεων, στην πραγματικότητα όμως προς χρήση αντάρτικων επιθέσεων. Υπεύθυνος για την εισαγωγή των όπλων ήταν ο Μαξίμ Λίτβινοφ, ένα από τα πιο ενεργά στελέχη της λενινιστικής φράξιας. Ο Λεονίντ Κρασίν, μέλος της κεντρικής επιτροπής και επικεφαλής του ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΧΗΣ, βασικός οργανωτής όλων των μπολσεβίκικων μάχιμων υποθέσεων κατ’ αυτήν την περίοδο και ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν, προσωπικά συμμετείχε στη συναρμολόγηση των βομβών:«…Ο Κρασίν και όχι οΛένιν έθεσε σε κίνηση τα μπολσεβί-κικα σχέδια για ένοπλες ομάδες, ικανές να χτυπήσουν την κυβέρνηση το 1905. Το Γενάρη ίδρυσε -υπό την κεντρική επιτροπή- το Τεχνικό Γραφείο Μάχης για να εποπτεύει όλες τις παράνομες δραστηριότητες του κόμματος. Ο ίδιος ο Κρασίν σχεδίαζε τις βόμβες, αν και η πιο πολύ δουλειά γινόταν από δύο χημικούς με κωδικά ονόματα Α και Ω. Το όνειρο του ήταν να κατασκευάσει μια βόμβα σε μέγεθος καρυδιού».
Λειτούργησαν ειδικές σχολές για εκπαίδευση μάχης των τερροριστών (π.χ. στο Κίεβο) ή ακόμα ειδικότερα για την τεχνική τους κατάρτιση στην κατασκευή βομβών (π.χ. στο Λβοβ). Αντίστοιχη σχολή λειτούργησε στο φινλανδικό χωριό Κουοκάλα, καθώς και στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1910, χρηματοδοτούμενα από απαλλοτριώσεις που είχαν γίνει στη Ρωσία.
Για τους μπολσεβίκους ο τερρορισμός έγινε ένα αποτελεσματικό και συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο.Ενα εργαλείο όμως που λίγο είχε να κάνει, με τις διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές τους. Παρέμενε ωστόσο αποτελεσματικό όπλο στο οπλοστάσιο ριζοσπαστικών ομάδων και ατόμων, καθώς «…στον επαναστατικό αγώνα όλα τα μέσα είναι δόκιμα»·
ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ
Παράλληλα με τις εκτελέσεις, πολλοί σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν στις απαλλοτριώσεις κρατικών και ιδιωτικών κεφαλαίων. Η αντιφατικότητα που επιδείχθηκε από πολλούς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έναντι των εκτελέσεων (με το να τις αρνούνται στη θεωρία και να τις προωθούν στην πράξη), ίσχυσε και στην περίπτωση των απαλλοτριώσεων. Στο συνέδριο του 1906 στη Στοκχόλμη, οι σύνεδροι απέρριψαν «…την απαλλοτρίωση χρημάτων από ιδιωτικές τράπεζες και κάθε μορφή καταναγκαστικής συνεισφοράς για επαναστατικούς σκοπούς». Ταυτόχρονα
όμως, οι σοσιαλδημοκράτες μαχητές καλούνταν να απαλλοτριώσουν όπλα και εκρηκτικά, καθώς και κρατικά κεφάλαια, πάντα όμως υπό την εντολή των τοπικών κομματικών οργάνων και την προϋπόθεση απόλυτου οικονομικού ελέγχου.
Τυπική έγκριση ωστόσο ουδέποτε ανακοινώθηκε ανοιχτά και ο μόνος ηγέτης που απερίφραστα χαρακτήρισε τη ληστεία ως αποδεκτό μέσο επαναστατικού αγώνα, ήταν ο Λένιν. Αν και άλλοι εκπρόσωποι τάσεων του κόμματος κατέφυγαν στις απαλλοτριώσεις χωρίς επίσημη έγκριση της ηγεσίας, οι μπολσεβίκοι ήταν η μόνη φράξια που επιδόθηκε συστηματικά και προγραμματισμένα σε ενέργειες αυτοχρηματοδότησης.
Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ο Λένιν διακήρυξε την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης πόρων και προσωπικά ασχολήθηκε με αυτό το θέμα. Μαζί με δύο από τους στενότερους συνεργάτες του εκείνης της περιόδου, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ (Μαλινόφσκι), οργάνωσε μια ομάδα μέσα στην κεντρική επιτροπή, που έγινε γνωστή ως ΜΠΟΛΣΕ-ΒΙΚΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, με πρωταρχικό στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων. Η ύπαρξη αυτού του Κέντρου κρατήθηκε μυστική από το υπόλοιπο κόμμα. Αυτό το «γραφείο των 3» διηύθυνε τις επιχειρήσεις απαλλοτριώσεων που
πραγματοποιούσαν άτομα «…από την “απαίδευτη”, αλλά γεμάτη ζήλο επαναστατική νεολαία, που είναι έτοιμη για όλα».Λόγω της τοπικής ιδιαιτερότητας, ο Καύκασος αποδείχθηκε ο πλέον κατάλληλος για τέτοιες ενέργειες.
Το Μπολσεβίκικο Κέντρο δεχόταν από τον Καύκασο μια σταθερή ροή απεγνωσμένα αναγκαίων κεφαλαίων, χάρη σ’ έναν από τους πιο πιστούς οπαδούς του Λένιν, τον Σεμέν Τερ Πετροσιάν, γνωστό ως Κάμο. Ξεκινώντας από το 1906 και με την υποστήριξη του Κρασίν (ο οποίος παρείχε γενική επίβλεψη και βόμβες που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του στην Πετρούπολη), ο Κάμο πραγματοποίησε μια σειρά απαλλοτριώσεων στο Μπακού, στο Κουτάις και την Τιφλίδα. Η πρώτη ληστεία της ομάδας έγινε στην Τιφλίδα το Φλεβάρη. Τό Μάρτη, η ομάδα του Κάμο επιτέθηκε
σε τραπεζική χρηματαποστολή σε έναν πολυσύχναστο δρόμο του Κουτάις, σκοτώνοντας τον οδηγό και τραυματίζοντας τον ταμία. Το Νοέμβριο λήστεψαν μια ταχυδρομική αμαξοστοιχία στο Τσιατούρι. Η πλέον «διάσημη» ληστεία όμως έγινε στην Τιφλίδα, τον Ιούνη του 1907. Σε κεντρική πλατεία της γεωργιανής πρωτεύουσας, οι μπολσεβίκοι έριξαν βόμβες σε δύο οχήματα χρηματαποστολών της Κρατικής Τράπεζας. Αφήνοντας πίσω τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, ο Κάμο και οι σύντροφοι του διέφυγαν πυροβολώντας και με λεία 250.000 ρουβλιών που
αποδόθηκαν στο Μπολσεβίκικο Κέντρο. Η ομάδα είχε επίσης επιδοθεί σε εκβιασμούς βιομηχάνων, αποστέλλοντας τους ειδικά τυπωμένα έντυπα που καθόριζαν το ποσό που όφειλαν να συνεισφέρουν στην μπολσεβίκικη επιτροπή του Μπακού.
Αν και ο Κάμο ήταν η «καρδιά» της ομάδας μάχης του Καυκάσου, ο Στάλιν ήταν ο πραγματικός αρχηγός. Τίποτα δε γινόταν χωρίς τη γνώση και την έγκριση του. Λόγω του θορύβου που προκάλεσε η ληστεία της Τιφλίδας -και της ανάμειξης του Στάλιν σε αυτή-, αποφασίστηκε η διαγραφή του από το κόμμα, μετά από απόφαση του Περιφερειακού Συνεδρίου Υπερ-Καυκασίας των Σοσιαλδημοκρατικών Οργανώσεων. Η απόφαση ανακλήθηκε μετά από έντονες πιέσεις προς την κεντρική επιτροπή, από κομματικούς ηγέτες που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Ο Κάμο ήταν πάντα ο
σύνδεσμος μεταξύ ηγεσίας και των μαχητών, που αν και παρέμεναν μέλη του κόμματος, αναγνωριζόμενοι από τους συντρόφους τους ως τέτοιοι, αναγκάστηκαν τυπικά να παραιτηθούν από τις τοπικές τους οργανώσεις, ώστε να μην εκθέτουν το κόμμα με τις -εκτός επίσημης γραμμής- πρακτικές τους. Αυτό οφειλόταν σε προσωπική παρέμβαση του Λένιν προς τον Στάλιν, καθώς θεωρούσε πως αν κάτι πήγαινε στραβά «…οι μενσεβίκοι θα μας “φάνε”».
Αυτοί οι μαχητές -περιλαμβανομένου και του Κάμο-, ελάχιστη γνώση είχαν της σοσιαλιστικής θεωρίας και ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσίαζαν για τις προγραμματικές διαφωνίες μέσα στο κόμμα. Κάποτε, όταν ο Κάμο παρευρέθηκε σε μια συνεδρίαση για το αγροτικό ζήτημα όπου υπήρχε όξυνση μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων, είπε με ηρεμία σε παριστάμενο μπολσεβίκο φίλο του: «…τι κάθεσαι και διαφωνείς μαζί του; Άσε με να του κόψω το λαιμό!». Ταυτόχρονα με την αδιαφορία για θεωρητικά ζητήματα, ο Κάμο και οι σύντροφοι του κυριολεκτικά
λάτρευαν τον Λένιν, που τον θεωρούσαν ενσάρκωση του κόμματος. Φημίζονταν για την επαναστατική τους εντιμότητα και παρά τα τεράστια ποσά που περνούσαν από τα χέρια τους, ζούσαν με μισό ρούβλι την ημέρα. Ο Κάμο θα συλληφθεί στη Γερμανία στις αρχές του 1908, μετά από πληροφορίες που παρείχε ένας πράκτορας της Οχράνα. Είχε πάει στην Ευρώπη με σκοπό να «σπρώξει» μια παρτίδα χαρτονομισμάτων των 500 ρουβλίων, που προέρχονταν από τη ληστεία της Τιφλίδας και ήταν πολύ δύσκολο να διατεθούν στην ίδια τη Ρωσία. Πριν τη σύλληψη του είχε
«στα σκαριά» μια τεράστια ληστεία ενός κρατικού θησαυροφυλακίου, όπου φυλάσσονταν 15.000.000 σε χαρτονομίσματα και χρυσό. Είχαν υπολογίσει ότι θα μπορούσαν να μεταφέρουν μόνο μέχρι και 4.000.000 και σκόπευαν να ανατινάξουν τα υπόλοιπα.
Η ομάδα του Κάμο δεν ήταν η μόνη που πραγματοποιούσε απαλλοτριώσεις για λογαριασμό του Μπολσεβίκικου Κέντρου. Ο Μπογκντάνοφ είχε πραγματοποιήσει επαφές με αρκετά μάχιμα αποσπάσματα στα Ουράλια, όπου και πραγματοποιήθηκε συνάντηση μαχητών στην πόλη Ούφα, το Φλεβάρη του 1906, για να προγραμματιστούν μελλοντικές απαλλοτριώσεις. Αν και εκτός γραμμής, αυτή η απόφαση επικυρώθηκε από την περιφερειακή μπολσεβίκικη επιτροπή των Ουραλίων. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά πάνω από εκατό απαλλοτριώσεις, υπό την καθοδήγηση του Ιβάν
Καντόντσεφ και των αδερφών του, Εράζμ και Μιχαήλ. Σύμφωνα με ένα σύντροφο του τελευταίου, «…ο Μιχαήλ θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή. Στις προτιμήσεις του όμως σε ζητήματα τακτικής παρέμενε ριζοσπάστης εσέρος των παλιών ηρωικών εποχών, ένας μαξιμαλιστής, ακόμα και αναρχικός, σίγουρα όμως δεν έμοιαζε με σοσιαλδημοκράτη».
Λεία τους ήταν όπλα, εκρηκτικά, τυπογραφικό υλικό, αλλά και ολόκληρες τυπογραφικές μηχανές. Επίσης απαλλοτρίωσαν κρατικά και ιδιωτικά κεφάλαια, επιτιθέμενοι κυρίως σε ταχυδρομεία και λογιστήρια εργοστασίων. Σημαντικά οφέλη αποκόμισαν και από ληστείες ταχυδρομικών αμαξοστοιχιών, όπως αυτές που διέπραξαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1906, σε δύο σταθμούς της σιδηροδρομικής γραμμής Σαμάρα-Ζλάτουστ. Η πλέον «διαβόητη» ληστεία τους όμως, έγινε τον Αύγουστο του 1909, όταν επιτέθηκαν σε τρένο στο σταθμό του Μιάς.
Εκτέλεσαν τους εφτά φύλακες και αστυνομικούς και από το χρηματοκιβώτιο του τρένου αφαίρεσαν 60.000 ρούβλια και 24 κιλά χρυσού. Στον ίδιο ακριβώς σταθμό είχαν απαλλοτριώσει 86.000 ρούβλια το 1908.
Οι απαλλοτριωτικές …επιδόσεις των μπολσεβίκων είχαν προκαλέσει έντονη διαμάχη μέσα στο κόμμα, κυρίως με τους μενσεβίκους. Ο Μαρτόφ ανοιχτά είχε προτείνει την αποβολή των μπολσεβίκων από το κόμμα, λόγω του ζητήματος. Ο Πλεχάνοφ υπερτόνιζε την ανάγκη να καταπολεμηθεί ο «μπολσεβικο-μπακουνινισμός». Ο Φέντορ Νταν αποκαλούσε τους μπολσεβίκους, μέλη της κεντρικής επιτροπής, «…συμμορία κοινών κακοποιών». Το πρόβλημα των μενσεβίκων ωστόσο δεν ήταν απλά θεωρητικό. Οι μπολσεβίκοι δεν έθεταν τα χρήματα στη διάθεση του
κόμματος, αλλά τα χρησιμοποιούσαν προς όφελος της φράξιας τους: για την έκδοση των εντύπων τους και για τη χρηματοδότηση των τοπικών οργανώσεων που αυτοί έλεγχαν.
Το 5ο συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, την άνοιξη του 1907, ήταν η ευκαιρία για τους μενσεβίκους να επιτεθούν στους μπολσεβίκους για τις «ληστρικές πρακτικές» τους. Αναγνωρίζοντας πως η επανάσταση είχε πια χαθεί, τέθηκε το θεμελιώδες τακτικό ζήτημα του αν θα έπρεπε να λήξουν οι παράνομες επιχειρήσεις του κόμματος, ή αν έπρεπε να διατηρηθούν οι παράνομες δομές σε κατάσταση μόνιμης επαγρύπνησης. Οι μενσεβίκοι πρέσβευαν πως «…την υπάρχουσα στιγμή υποχώρησης, οι αντάρτικες επιθέσεις εκφυλίζονται σε
αναρχικές μορφές αγώνα που απο-ηθικοποιούν το κόμμα». Στις 19 Μάη 1907 το συνέδριο υπερψήφισε τη μενσεβίκικη άποψη πως «…οι κομματικές οργανώσεις όφειλαν να διεξάγουν ενεργητικό αγώνα ενάντια στις αντάρτικες δραστηριότητες και απαλλοτριώσεις, ενώ οι εξειδικευμένες μάχιμες ομάδες έπρεπε να διαλυθούν». Θεωρητικά αυτή η απόφαση θα τερμάτιζε κάθε ανάμειξη του κόμματος σε αυτές τις πρακτικές. Στην πραγματικότητα όμως, κανένα αποτέλεσμα δεν είχε σε ότι αφορά τους μπολσεβίκους. Οι απαλλοτριώσεις στην Τιφλίδα, στο Μιάς και
πολλές άλλες μικρότερης εμβέλειας, είναι μεταγενέστερες της απόφασης «κατάπαυσης πυρός». Ο Λένιν ζήτησε από τους μπολσεβίκους μαχητές, απλώς να παραιτηθούν από το κόμμα και να … συνεχίσουν τη δράση τους.
Και οι μενσεβίκοι παρόλα αυτά δεν ήταν εντελώς άμοιροι ευθυνών στο θέμα των απαλλοτριώσεων. Αν και λιγότερο συχνά, οργανωμένα και αποτελεσματικά σε σχέση με τους μπολσεβίκους, διέπρατταν κι αυτοί ληστείες. Σε μια αναφορά της Οχράνα το 1907, καταγράφεται πως στη διάθεση των μενσεβίκων βρίσκονται 50.000 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτρίωση στην Τιφλίδα, κατά την οποία μάλιστα είχε σκοτωθεί ένας μενσεβίκος. Αναφέρεται ακόμα ληστεία που διέπραξαν μενσεβίκοι σε ταχυδρομείο του Κιέβου, το Φεβρουάριο του 1906. Μενσεβίκοι επίσης
είχαν πραγματοποιήσει αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψουν 100.000 ρούβλια από την αμαξοστοιχία Μόσχας-Βαρσοβίας. Τέλος, ο εξέχων μενσεβίκος Άλμπιν, γνωστός στους άλλους μαχητές για τους πειραματισμούς του με τα εκρηκτικά, είχε ληστέψει ταχυδρομική αμαξοστοιχία από τη Σεβαστούπολη.
Μεγάλη ληστεία είχαν πραγματοποιήσει λετονοί σοσιαλδημοκράτες περιλαμβανομένου και του μενσεβίκου μέλους της κεντρικής επιτροπής, Μπούσεβιτς, σε υποκατάστημα της Κρατικής Τράπεζας στο Ελσίνκι. Στις 13 Φεβρουαρίου 1906, εκτέλεσαν το φύλακα, κλείδωσαν υπαλλήλους και πελάτες σε ένα δωμάτιο και διέφυγαν με 162.000 ρούβλια.
Καταλήγοντας, θα ήταν βέβαια λάθος να αποδώσουμε ίση ευθύνη για τερροριστικές δραστηριότητες στις διάφορες τάσεις και ομάδες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι ρώσοι μενσεβίκοι, οι μπουντιστές, οι πολωνοί σοσιαλδημοκράτες, κατέφευγαν σε μάχιμες επιχειρήσεις με πολύ μικρότερο ενθουσιασμό συγκριτικά με τους μπολσεβίκους ή τους συντρόφους τους στον Καύκασο. Συνολικά στο ρώσικο επαναστατικό κίνημα, ο τερρορισμός έπαιξε πολύ μικρότερο ρόλο στη στρατηγική των σοσιαλδημοκρατών, σε σχέση με τους εσέρους και τους αναρχικούς.
Οι πολιτικές εκτελέσεις και οι επαναστατικές απαλλοτριώσεις χρησίμευσαν ως δευτερεύον όπλο στο οπλοστάσιο των σοσιαλδημοκρατών εξτρεμιστών. Ενώ οι εσέροι θεωρούσαν τον τερρορισμό ως μέσο για την επίτευξη γενικών και μακροχρόνιων επαναστατικών σκοπών, οι σοσιαλδημοκράτες μαχητές χρησιμοποιούσαν την ατομική βία ως μέσο για την επίτευξη άμεσων στόχων.