Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

11/11/2008

Ο μαρξισμός ως επιστημονική θεωρία

Η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα κριτικής θεώρησης

και ανάπτυξης του μαρξισμού

Στις μέρες μας υπάρχει μια γενικευμένη κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της ανοικτής κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης στις περισσότερες χώρες που είχαν επικρατήσει οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ανθρώπινες δυνάμεις, η ανεργία, η φτώχεια, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος κυριαρχούν, οι πλούσιες χώρες γίνονται πλουσιότερες και οι φτωχές φτωχότερες.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας προβάλει τόσο επιτακτική η απάντηση στο δίλημμα μετάβαση στον κομμουνισμό ή θάνατος.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι επιτακτική η ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος που θα αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής μας. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τη στροφή προς τη θεωρία για τη θεωρητική πρόγνωση και επιστημονική διάγνωση του μέλλοντος. Αναγκαία είναι μια δημιουργική στροφή προς το μαρξισμό με κριτική και μεθοδολογική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου του και όχι μια δογματική ή αναθεωρητική προσέγγισή του όπως αυτές θα περιγραφούν παρακάτω.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε άλλωστε ότι ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο σύστημα φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών αντιλήψεων βασικό περιεχόμενο του οποίου είναι η θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό.

Ο μαρξισμός συνιστά την επιστημονική ιδεολογία της εργατικής τάξης, του υποκειμένου της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό.

Η δογματική και η αναθεωρητική τάση απέναντι στο κεκτημένο της μαρξιστικής θεωρίας

Στην εποχή μας στο χώρο της θεωρίας και ιδεολογίας της Αριστεράς γενικότερα κυριαρχεί η σύγχυση η αμηχανία και η απογοήτευση. Αυτή η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας με τέτοιο τρόπο ώστε να ερμηνεύεται το παρελθόν και το παρόν αλλά κυρίως να χαράζει μέσα από την επιστημονική πρόβλεψη το μέλλον, δηλαδή τη στρατηγική και την τακτική του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.

Αυτή η ανάγκη για ανάπτυξη του μαρξισμού προϋποθέτει τον προσδιορισμό της σχέσης μας με το μαρξισμό. Πριν λοιπόν μιλήσουμε για τη σχέση που πρέπει να έχει ο κομμουνιστής με τη θεωρία θα αναφερθούμε στις δύο κυρίαρχες τάσεις, το δογματισμό και τον αναθεωρητισμό.

Δογματισμός: Ο δογματισμός αντιμετωπίζει το μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, κλειστό και αυτάρκες σύστημα το οποίο είναι έτοιμο άπαξ και δια παντός για κάθε «χρήση». Έτσι υιοθετούνται μόνο τα ώριμα, στοιχεία της θεωρίας και απορρίπτονται τα «πρώιμα» τα πιο αντιφατικά. Τίποτε όμως δεν αναπτύσσεται χωρίς να διαθέτει μια πηγή ανάπτυξης, χωρίς εσωτερική αντιφατικότητα. Έτσι αυτός ο «μαρξισμός» προβάλει ως έξω-ιστορικό φαινόμενο και συνεπώς δεν υπάρχει για τους δογματικούς κρίση στη θεωρία καθώς ο μαρξισμός είναι μια «απόλυτη αλήθεια» που μπορεί να εφαρμοστεί και να εφαρμόζεται για πάντα, σε όλα τα προβλήματα, ανεξαρτήτου εποχής. Και αν δεν δίνεται λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα αυτό οφείλεται σε λάθος ερμηνεία του μαρξισμού από ένα υποκείμενο.

Αναθεωρητισμός: Ο αναθεωρητισμός από την άλλη πλευρά, επικαλούμενος τις νέες συνθήκες και γεγονότα οδηγείται στο αντίθετο άκρο απορρίπτοντας από το μαρξισμό και ό,τι διατηρεί τη σημασία του και στις νέες συνθήκες. Αυτό καταδικάζει τη θεωρία να μη μπορεί να δώσει μια πλήρη και έγκυρη ερμηνεία της πραγματικότητας και του μέλλοντος. Ο μαρξισμός ανάγεται σε ένα ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο, αναθεωρήσιμο και αναθεωρούμενο διαρκώς και κατά το δοκούν. Καταλήγει λοιπόν ο αναθεωρητικός να ανάγει τα πιο ώριμα και αναπτυγμένα στοιχεία του μαρξισμού στα προγενέστερα και ανωριμότερα, καθιστώντας έτσι ασαφή τα όρια μαρξισμού και προγενέστερων θεωρήσεων.

Κοινός παρονομαστής αναθεωρητισμού και δογματισμού είναι η αντί-διαλεκτική και μεταφυσική σκέψη. Ο δογματικός αποκόπτει από την ενιαία διαδικασία της γνώσης και απλοποιεί τη στιγμή της αλήθειας, ενώ ο αναθεωρητικός υιοθετεί το άλλο άκρο, δηλαδή απολυτοποιεί τη στιγμή της σχετικότητας κάθε γνώσης. Ακόμα ο αναθεωρητής φετιχοποιεί το «εδώ και τώρα» ενώ ο δογματικός φετιχοποιεί το απώτερο μέλλον μέσα από ένα τελεολογικό εσχατολογικό ιδεώδες.

Οι πραγματικοί ερευνητές όμως του μαρξισμού επιδιώκουν τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας στη βάση των εσωτερικών της νομοτελειών και των αναγκών της πρακτικής. Αυτόν βέβαια το δημιουργικό μαρξιστή ο δογματικός τον θεωρεί αναθεωρητή και ο αναθεωρητής δογματικό. Όμως όπως έδειξε ο Λένιν, όταν μας διαφεύγει το γεγονός ότι «ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση» (Ένγκελς), κάνουμε το μαρξισμό «μονόπλευρο, τερατώδη, νεκρό, του αφαιρούμε τη ζωντανή ψυχή του, υπονομεύουμε τα βασικά θεωρητικά του θεμέλια, τη διαλεκτική, τη διδασκαλία για την ολόπλευρη αι πλήρη αντιφάσεων ιστορική ανάπτυξη, υπονομεύουμε τη συνάφειά του με τα συγκεκριμένα πρακτικά καθήκοντα της εποχής».

Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού

Ο μαρξισμός επικέντρωσε την προσοχή του στην έρευνα τριών εσωτερικά αλληλένδετων αλλά σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμένων:

1) Της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της

2)Των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού

3)Των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας

Βάση αυτών συγκροτούνται τρία επιστημονικά ερευνητικά πεδία- επιστήμες

Α) Ο ιστορικός υλισμός (υλιστική αντίληψη της ιστορίας)

Β) Η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας

Γ) Επιστημονικός σοσιαλισμός-κομμουνισμός

Θα αναφερθούμε σύντομα στο καθένα από αυτά

Α) Ο ιστορικός υλισμός: Η φιλοσοφία του μαρξισμού είναι ο υλισμός πηγή του είναι η γερμανική φιλοσοφία του 19ου αιώνα. Ο Μαρξ εμπλούτισε τον υλισμό με τις κατακτήσεις του Χέγκελ και τον υλισμό του Φόιερμπαχ και τις εξέλιξε ακόμα περισσότερο. Η κυριότερη κατάκτησή του είναι η διαλεκτική δηλαδή η διδασκαλία της εξέλιξης στην πιο πλήρη βαθιά και απαλλαγμένη από κάθε μονομέρεια μορφή της, η διδασκαλία της σχετικότητας της ανθρώπινης γνώσης που μας δίνει μια αντανάκλαση της αιώνια εξελισσόμενης ύλης. Βαθαίνοντας και αναπτύσσοντας τον υλισμό ο Μαρξ τον επέκτεινε από τη γνώση της φύσης στη γνώση της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι προέκυψε ο ιστορικός υλισμός και η ανακάλυψη ότι το οικονομικό καθεστώς είναι η βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό εποικοδόμημα.

Β)Η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας: Ο Μαρξ αφού αναγνώρισε ότι το οικονομικό καθεστώς είναι η βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό εποικοδόμημα, έστρεψε την προσοχή του στη μελέτη αυτού του οικονομικού καθεστώτος. Πηγή ήταν η αγγλική πολιτική οικονομία. Βασικό έργο του Μαρξ εδώ ήταν το Κεφάλαιο, στο οποίο παρακολούθησε την εξέλιξη του καπιταλισμού από τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής οικονομίας, από την απλή ανταλλαγή έως τη μεγάλη παραγωγή. Ο Μαρξ εξέλιξε την εργασιακή θεωρία της αξίας. Έδειξε ότι η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του εμπορεύματος. Ακόμη πρώτος είδε σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, και όχι μεταξύ πραγμάτων όπως οι άγγλοι οικονομολόγοι, στην παραγωγή (ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα). Εξαιτίας του χρήματος δηλαδή η εργατική δύναμη του ανθρώπου γίνεται εμπόρευμα. Η διδασκαλία της υπεραξίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ.

Γ)Επιστημονικός σοσιαλισμός-κομμουνισμός: Πηγή εδώ ήταν ο ουτοπικός σοσιαλισμός ιδιαίτερα ο γαλλικός, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να υποδείξει μια πραγματική διέξοδο από την καπιταλιστική κοινωνία. Δε μπορούσε δηλαδή να βρει την κοινωνική εκείνη δύναμη που να είναι ικανή να γίνει ο δημιουργός της νέας κοινωνίας. Σε αυτό έδωσε απάντηση ο Μαρξ, και η απάντηση βρίσκεται στην πάλη των τάξεων που είναι η βάση όλης της εξέλιξης και κινητήρια δύναμή της ιστορίας. Μόνο η οικονομική και φιλοσοφική θεώρηση του Μαρξ εξήγησε την πραγματική θέση του προλεταριάτου στο γενικό σύστημα του καπιταλισμού και του έδωσε τα εφόδια για αγώνα.

Η κοινωνική θεωρία του μαρξισμού (υλιστική αντίληψη της ιστορίας)

Καταρχήν, αναγνωρίζεται μια μοναδική επιστήμη, η επιστήμη, η επιστήμη της ιστορίας. Η ιστορία μπορεί να διαιρεθεί στην ιστορία της φύσης( φυσική επιστήμη) και την ιστορία των ανθρώπων. Και οι δυο πλευρές όμως είναι αξεχώριστες. Εδώ θα εξεταστεί μόνο η ιστορία των ανθρώπων.

Οι προϋποθέσεις από τις οποίες ξεκινάμε στην ιστορία είναι τα πραγματικά άτομα, η δραστηριότητά τους και οι υλικοί όροι της ζωής τους, τόσο αυτοί που τους βρήκαν να υπάρχουν, όσο κι εκείνοι που τους δημιούργησαν με την δική τους δραστηριότητα. Αυτές οι προϋποθέσεις επομένως μπορούν να επαληθευτούν με καθαρά εμπειρικό τρόπο.

Η 1η κάθε ανθρώπινης ιστορίας είναι ασφαλώς η ύπαρξη ζωντανών ανθρώπινων ατόμων. Έτσι αυτό που πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί είναι η σωματική οργάνωση αυτών των ατόμων και η σχέση που αυτή τους δημιουργεί με την υπόλοιπη φύση. Έτσι η ιστορία αρχίζει να γράφει πάντα πρώτα τις φυσικές βάσεις και αλλαγές τους στην πορεία της ιστορίας μέσω της δράσης των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι αρχίζουν οι ίδιοι να διακρίνουν τον εαυτό τους από τα ζώα μόλις αρχίζουν να παράγουν τα μέσα συντήρησης τους. Παράγοντάς τα παράγουν έμμεσα την πραγματική τους υλική ζωή. Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν την ζωή τους αντανακλά αυτό που ακριβώς είναι. Αυτό που αυτά είναι συμπίπτει επομένως με την παραγωγή τους, και με το τι παράγουν και με το πώς το παράγουν. Αυτό που είναι τα άτομα εξαρτάται έτσι από τους υλικούς όρους που καθορίζουν την παραγωγή τους.

Η παραγωγή αυτή εμφανίζεται με την αύξηση του πληθυσμού. Με την σειρά της προϋποθέτει την επικοινωνία των ατόμων ανάμεσά τους. Η μορφή αυτής της επικοινωνίας καθορίζεται πάλι από την παραγωγή.

Οι σχέσεις των διάφορων εθνών αλλά και η εσωτερική δομή του έθνους εξαρτάται από το πόσο έχει το καθένα αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις του, τον καταμερισμό εργασίας και την εσωτερική του επικοινωνία.

Είναι γεγονός πως καθορισμένα άτομα που είναι παραγωγικά δραστήρια κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, έρχονται σε καθορισμένες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Και η εμπειρική παρατήρηση έχει δείξει εμπειρικά τη σύνδεση κοινωνικής και πολιτικής ζωής με την παραγωγή. Έτσι λοιπόν στην παραγωγή ιδεών (και ιδεολογία) ξεκινάμε από τους πραγματικούς δραστήριους ανθρώπους και πάνω στη βάση της πραγματικής διαδικασίας της ζωής τους δείχνουμε την ανάπτυξη των ιδεολογικών αντανακλάσεων και απηχήσεων αυτής της διαδικασίας της ζωής. Παραπέρα λοιπόν, δεν καθορίζει η συνείδηση ( η σχέση μου προς το περιβάλλον μου) τη ζωή ,αλλά η πραγματική ζωή την συνείδηση.

Ειδικά τώρα ,υπάρχουν 3 στιγμές κοινωνικής δραστηριότητας που έχουν υπάρξει ταυτόχρονα από την αρχή της ιστορίας και από την εποχή των πρώτων ανθρώπων και που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τους στην ιστορία ακόμη και σήμερα. Αυτές είναι οι εξής: Η 1η είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν για να μπορούν να «κάνουν ιστορία». Η πρώτη ιστορική πράξη είναι έτσι η παραγωγή μέσων για την ικανοποίηση αναγκών( φαΐ ,ποτό, κατοικία κτλ), η παραγωγή της ίδιας της υλικής ζωής. Η 2η είναι ότι η ίδια η πρώτη ανάγκη που ικανοποιήθηκε, η πράξη της ικανοποίησής της και το όργανο που αποκτήθηκε από αυτή, οδηγεί σε καινούριες ανάγκες. Η 3η είναι ότι οι άνθρωποι που καθημερινά ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους αρχίζουν να φτιάχνουν άλλους ανθρώπους, να αναπαράγουν το είδος τους. Πρόκειται για τη σχέση άνδρα-γυναίκας, γονιών-παιδιών, για την οικογένεια.

Η παραγωγή ζωής, τόσο του καθενός μέσα στην εργασία όσο και καινούργιας ζωής μέσω της γέννησης απογόνων, εμφανίζεται σε μια διπλή σχέση: από τη μια σαν φυσική και από την άλλη σαν κοινωνική σχέση. Δηλαδή, εμπλέκεται η συνεργασία πολλών ατόμων, άσχετο κάτω από ποιες συνθήκες, με ποιο τρόπο και ποιο σκοπό. Φαίνεται έτσι ότι υπάρχει μια υλιστική σύνδεση των ατόμων ανάμεσά τους ευθύς εξαρχής, που καθορίζεται από τις ανάγκες τους, και τον τρόπο παραγωγής τους, και που είναι εξίσου παλιά όσο και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και αυτή η σύνδεση παίρνει διάφορες μορφές στην ιστορία.

Μόνο αφού εξετάσαμε αυτές τις στιγμές των αρχικών ιστορικών σχέσεων μπορούμε να περάσουμε στο ότι ο άνθρωπος διαθέτει συνείδηση (σχέση μου προς το περιβάλλον μου είναι η συνείδησή μου). Και αυτήν είναι εξ’ αρχής ένα κοινωνικό προϊόν, που δεν έχει το ζώο. Η συνείδηση περνά διάφορα στάδια (άμεσου αισθητού περιβάλλοντος ® βαθμιαία αυτοσυνείδηση) τα οποία δε θα δούμε εδώ. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι παραγωγικές δυνάμεις, η κοινωνική κατάσταση και η συνείδηση μπορούν και πρέπει να έρθουν σε αντίθεση ανάμεσά τους, επειδή ο καταμερισμός της παραγωγής συνεπάγεται τη δυνατότητα ή μάλλον το γεγονός ότι η πνευματική και υλική δραστηριότητα, απολαβή και εργασία, παραγωγή και κατανάλωση- μοιράζονται σε διαφορετικά άτομα, και ότι η μόνη δυνατότητα να μην έρθουν σε αντίφαση βρίσκεται με τη σειρά της στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας. Καταμερισμός της εργασίας και ατομική ιδιοκτησία είναι ταυτόσημες εκφράσεις. Στη μια το πράγμα βεβαιώνεται με τη δραστηριότητα ενώ στην άλλη βεβαιώνεται σε σχέση με το προϊόν αυτής της δραστηριότητας.

Τελικά, ο καταμερισμός της εργασίας δείχνει ότι όσο παραμένει ο άνθρωπος σε φυσική κοινωνία, δηλαδή υπάρχει σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό- κοινό συμφέρον, όσο λοιπόν η δραστηριότητά του δεν καταμερίζεται εθελοντικά αλλά φυσικά, η πράξη του ανθρώπου γίνεται μια ξένη δύναμη που του αντιπαρατίθεται, τον υποδουλώνει, αντί να ελέγχεται από αυτόν. Αυτή η «αλλοτρίωση» μπορεί να καταργηθεί μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: 1) για να γίνει μια «αφόρητη δύναμη», ενάντια στην οποία θα επαναστατήσουν οι άνθρωποι πρέπει να έχει κάνει τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας «χωρίς ιδιοκτησία» και 2) να βρίσκεται αυτή η μεγάλη μάζα (παγκόσμια) σε αντίθεση με έναν κόσμο πλούτου και πολιτισμού που υπάρχει πραγματικά.

Έτσι ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδεώδες στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Είναι η πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή τάξη πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν. Επιπλέον η μάζα των εργατών που είναι μόνο εργάτες, αποκομμένοι από το κεφάλαιο και από κάθε είδος ικανοποίησης έστω και περιορισμένης προϋποθέτει την παγκόσμια αγορά όπως επίσης την προϋποθέτει και η απώλεια, όχι πρόσκαιρη, αυτής της εργασίας, σα σίγουρης πηγής ζωής, απώλεια που προκύπτει από το συναγωνισμό. Το προλεταριάτο μπορεί έτσι να υπάρξει μόνο παγκόσμια- ιστορικά, όπως και ο κομμουνισμός, η δραστηριότητα του προλεταριάτου, μπορεί να έχει μόνο μια «παγκόσμια-ιστορική» ύπαρξη. Πρόκειται για παγκόσμια ιστορική ύπαρξη ατόμων δηλαδή ύπαρξη ατόμων που συνδέεται άμεσα με την παγκόσμια ιστορία.

Ο κομμουνισμός διαφέρει από όλα τα προηγούμενα κινήματα κατά το ότι ανατρέπει τη βάση όλων των προηγούμενων σχέσεων παραγωγής και επικοινωνίας, και για πρώτη φορά χειρίζεται συνειδητά τις φυσικές προϋποθέσεις κ δημιουργήματα των ανθρώπων που έχουν υπάρξει ως τώρα, απογυμνώνει τις σχέσεις αυτές από το φυσικό τους χαρακτήρα και τις υποτάσσει στην εξουσία των ενωμένων ατόμων. Η οργάνωση του είναι επομένως, ουσιαστικά οικονομική, είναι υλική δημιουργία των όρων αυτής της συνένωσης. Μετατρέπει τους υπάρχοντες όρους σε όρους συνένωσης. Κι αυτό εφόσον έχει καταργηθεί η υποταγή των ατόμων σε καθορισμένες τάξεις, εφόσον έχει δημιουργηθεί μια τάξη που δεν έχει πια να προβάλει οποιαδήποτε ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα απέναντι στην κυρίαρχη τάξη.

Τέλος ,στη μεγάλη βιομηχανία και το συναγωνισμό το σύνολο των όρων ύπαρξης, οι προσδιορισμοί και περιορισμοί των ατόμων συγχωνεύονται σε δυο απλούστατες μορφές: ατομική ιδιοκτησία και εργασία. Με το χρήμα κάθε μορφή επικοινωνίας, η ίδια η επικοινωνία ,θεωρείται τυχαία για τα άτομα. Έτσι το χρήμα προϋποθέτει ότι όλη η προηγούμενη επικοινωνία ήταν μονάχα επικοινωνία ατόμων κάτω από ιδιαίτερους όρους, όχι ατόμων ως ατόμων. Αυτοί οι όροι ανάγονται σε δυο: συσσωρευμένη εργασία= ατομική εργασία και ζωντανή εργασία. Όταν ένας απ’ αυτούς τους όρους ή και οι δυο παύουν να υπάρχουν, τότε η επικοινωνία ακινητοποιείται. Από την άλλη, τα ίδια τα άτομα υποτάσσονται ολοκληρωτικά στον καταμερισμό εργασίας και καταλήγουν έτσι στην πιο πλήρη εξάρτησή τους το ένα από το άλλο.

Έτσι ,οι παραγωγικές δυνάμεις εμφανίζονται σαν ένας ξεχωριστός κόσμος προς τα άτομα γιατί τα άτομα, τα οποία αποτελούν δυνάμεις των παραγωγικών δυνάμεων, υπάρχουν αποσπασμένα και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ενώ από τη άλλη αυτές οι δυνάμεις είναι πραγματικές δυνάμεις μόνο κατά την επικοινωνία και την συνένωση αυτών των ατόμων. Η μόνη σχέση που ακόμη τα συνδέει με τις παραγωγικές δυνάμεις και με την ίδια τους την ύπαρξη-η εργασία- έχει χάσει κάθε εξωτερική εμφάνιση αυτόνομης δραστηριότητας και απλώς διατηρεί τη ζωή τους μαραίνοντάς την. Η υλική ζωή εμφανίζεται αποκλειστικά σα σκοπός , και αυτό που παράγει αυτή την υλική ζωή, η εργασία (που είναι τώρα η μόνη δυνατή αλλά, όπως βλέπουμε, αρνητική μορφή αυτόνομης δραστηριότητας) σαν μέσο.

Τα πράγματα δηλαδή έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε τα άτομα πρέπει να ιδιοποιηθούν την υπάρχουσα ολότητα των παραγωγικών δυνάμεων ,όχι μόνο για να πετύχουν την αυτόνομη δραστηριότητα, αλλά επίσης για να εξασφαλίσουν απλώς την ίδια τους την ύπαρξη.

Η μετατροπή της εργασίας σε αυτόνομη δραστηριότητα αντιστοιχεί στη μετατροπή της προηγούμενα προσδιοριζόμενης επικοινωνίας σε επικοινωνία ατόμων σαν ατόμων. Με την ιδιοποίηση της ολότητας των παραγωγικών δυνάμεων από τους ενωμένους ανθρώπους, η ατομική ιδιοκτησία τερματίζεται. Ενώ προηγούμενα στην ιστορία ένας ιδιαίτερος όρος εμφανιζόταν σαν τυχαίος, τώρα η απομόνωση και το ιδιαίτερο ιδιωτικό κέρδος κάθε ανθρώπου είναι αυτά που έχουν γίνει τυχαία.

Η δομή της κοινωνίας στον ιστορικό υλισμό

Εξαιτίας του καταμερισμού της εργασίας οι άνθρωποι ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις. Η κάθε τάξη έχει διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα, αντικρουόμενα με τις υπόλοιπες τάξεις, λόγω της διαφοράς της θέσης και των όρων ζωής των τάξεων στις οποίες διασπάται κάθε κοινωνία. Η εποχή του Μαρξ χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι απλοποιήθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις. Έτσι η κοινωνία χωρίζεται σε δύο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα που είναι το ένα αντιμέτωπο με το άλλο στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Γενικά δηλαδή υπάρχουν η αστική τάξη και το προλεταριάτο και οι μεσαίες τάξεις (μικροβιομήχανος, μικρέμπορος, χειροτέχνης, αγρότης) οι οποίες όμως διαρκώς ταλαντεύονται ανάμεσα στις δύο προηγούμενες τάξεις με ορατό τον κίνδυνο να εκπέσουν στις γραμμές του προλεταριάτου εξαιτίας του ανταγωνισμού που προκύπτει από την αναρχία της παραγωγής. Μόνο όμως το προλεταριάτο είναι επαναστατική τάξη. Οι υπόλοιπες είναι όχι μόνο συντηρητικές αλλά αντιδραστικές καθώς προσπαθούν να «γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας».

Η μαρξιστική θεωρία για την κινητήριο δύναμη της ιστορικής εξέλιξης

Η κινητήριος δύναμη της ιστορικής εξέλιξης, στην μαρξιστική θεωρία, είναι η θεωρία της ταξικής πάλης. Όλες οι συγκρούσεις μέσα στην ιστορία δηλαδή έχουν ως πηγή την αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τη μορφή επικοινωνίας. Και για να οδηγήσει σε συγκρούσεις σε μία χώρα, δεν είναι αναγκαίο η αντίφαση να έχει φτάσει στο έσχατο όριο σε αυτή τη χώρα. Κι αυτό λόγω του συναγωνισμού με πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες που τον έχει προκαλέσει η επέκταση της διεθνούς επικοινωνίας. Ωστόσο, ο συναγωνισμός απομονώνει τα άτομα το ένα από το άλλο, όχι μόνο τους αστούς αλλά και ακόμη περισσότερο τους εργάτες, παρά το ότι τους συνενώνει. Χρειάζεται λοιπόν πάρα πολύς καιρός ώστε να μπορέσουν τα άτομα να ενωθούν πέραν του ότι προϋπόθεση είναι να δημιουργηθούν πρώτα από τη μεγάλη βιομηχανία τα αναγκαία μέσα, οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και οι φθηνές και γρήγορες συγκοινωνίες. Επομένως, κάθε οργανωμένη δύναμη που στέκεται αντιμέτωπη σ’ αυτά τα απομονωμένα άτομα, τα οποία ζουν σε σχέσεις που καθημερινά αναπαράγουν την απόγνωση, μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με μακροχρόνιους αγώνες.

Η θεωρία των κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών

Η θεωρία των κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών βασίζεται στο ότι το στάδιο του καταμερισμού της εργασίας καθορίζει και τις σχέσεις των ατόμων ανάμεσά τους αναφορικά με το υλικό, το όργανο και το προϊόν της εργασίας. Καθορίζεται έτσι και η διαφορετική μορφή ιδιοκτησίας.

Συγκεκριμένα, η πρώτη μορφή αυτής είναι η φυλετική. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι ακόμα πολύ στοιχειώδης και περιορίζεται σε μια παραπέρα επέκταση του φυσικού καταμερισμού της εργασίας που υπάρχει στην οικογένεια. Η κοινωνική δομή περιορίζεται επομένως σε μια επέκταση της οικογένειας: οι αρχηγοί της πατριαρχικής φυλής, κάτω από αυτούς τα μέλη της φυλής και τέλος οι δούλοι.

Η δεύτερη μορφή ιδιοκτησίας είναι η αρχαία κοινοτική και κρατική που προέρχεται από τη συνένωση πολλών φυλών σε μια πόλη με συμφωνία ή με κατάκτηση και που εξακολουθεί να συνοδεύεται από τη δουλεία. Υπάρχει η κοινοτική ιδιοκτησία και αρχίζει να αναπτύσσεται κινητή και αργότερα ακίνητη ατομική ιδιοκτησία υποταγμένη όμως στην κοινοτική ιδιοκτησία. Ο καταμερισμός της εργασίας έχει αναπτυχθεί περισσότερο και υπάρχει πια ο ανταγωνισμός της πόλης και του χωριού. Έπειτα και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη εκείνα που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των πόλεων και εκείνα που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα του χωριού. Η ταξική σχέση ανάμεσα σε πολίτες και δούλους αναπτύσσεται τώρα στο έπακρο.

Η τρίτη μορφή ιδιοκτησίας είναι η φεουδαρχική ή ιδιοκτησία των κλειστών τάξεων. Εδώ πλάι στη γαιοκτησία μαζί με την εργασία των δουλοπάροικων, υπάρχει και η εργασία ατόμων με μικρό κεφάλαιο που εξουσίαζε την εργασία των συντεχνιτών. Έτσι από την κοινοτική ιδιοκτησία περνάμε στη δουλοκτησία, τη φεουδαρχική και τη σύγχρονη ιδιοκτησία, δηλαδή την ιδιοκτησία των κλειστών τάξεων, τη μανιφακτουρική ιδιοκτησία και το βιομηχανικό κεφάλαιο.

Συμπερασματικά, η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας, βάση των κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών είναι: πρωτόγονος κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός. Τέλος, κομμουνιστικός σχηματισμός με κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και άρση της ατομικής ιδιοκτησίας στην ουσία της.

Οι επιτεύξεις και οι περιορισμοί της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας

Καταρχήν, ο ιστορικός υλισμός είναι ένα σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα από την άποψη ότι απαντά στο ζήτημα υλισμού- ιδεαλισμού στη θεωρία, ποιο είναι δηλαδή το πρωτεύον η ύλη ή το πνεύμα. Καθιερώνει έτσι μια συγκεκριμένη αντίληψη σε σχέση με την αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας που οξύνεται στο έπακρο στην κεφαλαιοκρατία.

Ακόμη, η θεωρία των κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών παρέχει τη δυνατότητα ενός σχετικά σφαιρικού χαρακτηρισμού των κύριων βαθμίδων ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, και επέτρεψε έτσι ο μαρξισμός μια ορισμένη θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (βάση συγκεκριμένης αντίληψης για τη δομή της κοινωνίας).

Επιπλέον ο μαρξισμός αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και παρέχοντας παράλληλα δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον ένα σχηματισμό στον άλλο.

Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσφορά του ιστορικού υλισμού στη θεωρία και την επιστήμη πρέπει μόνο να σταθούμε σε ένα σημείο. Στον ιστορικό υλισμό, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής μελετάται ως εξής: Η μια εκ των δύο εκλαμβάνεται ως δεδομένη γεγονός που εμποδίζει την περαιτέρω διερεύνηση και συνειδητοποίηση της νομοτελειακής πορείας του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Έτσι με βάση τη γνωσιακή συγκυρία, έχουμε περιορισμό του χαρακτήρα της περιοδολόγησης της ιστορίας βάση των σχηματισμών που επισημαίνονται ο ένας πλάι στον άλλο, χωρίς να διακριβώνεται ο μηχανισμός της εσωτερικής αυτό-ανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά με την επισήμανση της μιας ιστορικής μορφής δίπλα στην άλλη ως εποχές του κοινωνικό- οικονομικού σχηματισμού.

Η προοπτική άρσης της αντιπαλότητας υλισμού- ιδεαλισμού μέσω της άρσης του ιστορικού υλισμού ξεκινά από το εγχείρημα της Λογικής της Ιστορίας. Η τροπή των πραγμάτων δεν εξαρτάται από τις προθέσεις των υποκειμένων αλλά από τις αντικειμενικές νομοτέλειες. Στην Λογική της Ιστορίας η ιστορία εξετάζεται υπό το πρίσμα της ώριμης αταξικής κοινωνίας, ως βαθμιαίος μετασχηματισμός της κοινωνίας, ως οργανικού όλου. Κι έτσι από την ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας περνάμε στην σπειροειδή.

Βιβλιογραφία

1) «Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε;» Δ.Πατέλης, Π.Παυλίδης, Μ.Δαφέρμος www.ilhs.tuc.gr

2) «Η ανάπτυξη του Μαρξισμού και η Λογική της Ιστορίας» Δ.Πατέλης www.ilhs.tuc.gr

3) «Συνδιάσκεψη της Λογικής της Ιστορίας» Νέα προοπτική φ. 67 5/12/92 www.ilhs.tuc.gr

4) «Για το Μαρξ και το Μαρξισμό» Β.Ι.Λένιν εκδ. Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 2002

5) «Η Γερμανική Ιδεολογία» Κ.Μαρξ, Φρ. Ένγκελς εκδ Gutenberg Αθήνα 1997

6) «Η Λογική της Ιστορίας Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας» Β.Α.Βαζιούλιν εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 2004

7) «Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας από τη σκοπιά της Λογικής της Ιστορίας» Εισήγηση Ομίλου Μελέτης για την Επαναστατική Θεωρία Μ.Μ


Κώστας Μπατής

http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/39


Δεν υπάρχουν σχόλια: