Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

11/05/2008

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΞ, Μαντέλ


01.07.07
Eisagwgh_Kefalaiou.JPG
Συγγραφέας: Ερνέστ Μαντέλ

Χρονολογία έκδοσης: Ιούλιος 2007

Σελίδες: 364

Τιμή: 15 ευρώ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο χα­ρα­κτή­ρας και ταυ­τό­χρονα η α­ξί­α της πα­ρού­σας έκ­δο­σης συ­νί­στα­ται στο ό­τι α­πο­σκο­πεί σε α­να­γνώ­στες που δεν έ­χουν προ­χω­ρή­σει α­κό­μη σε μια εν­δε­λε­χή ε­ξέ­τα­ση του Κε­φα­λαί­ου, ί­σως και σ’ αυ­τούς που ψά­χνουν την ευ­και­ρί­α μιας πρώ­της «γνω­ρι­μί­ας» με τη μαρ­ξι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή βι­βλιο­γρα­φί­α (πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι αρ­κε­τά α­πό τα ε­δά­φια στις α­κό­λου­θες σε­λί­δες α­παι­τούν την εμ­βά­θυν­ση στο ί­διο το Κε­φά­λαιο ή αλ­λού, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα οι α­να­φο­ρές στα «σχή­μα­τα α­να­πα­ραγω­γής»), ε­νώ α­πο­τε­λεί ταυ­τό­χρο­να έ­να χρή­σι­μο ερ­γα­λεί­ο και για έ­ναν έ­μπειρο με­λε­τη­τή της μαρ­ξι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής α­νά­λυ­σης. Ε­πί­σης χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό μια α­ξιο­ση­μεί­ω­τη πρω­το­τυ­πί­α: πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για τρί­α, ό­χι άσχε­τα με­τα­ξύ τους, ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να που συ­νέ­τα­ξε ο Ερ­νέ­στ Μα­ντέλ για να δώ­σει μια πρό­γευ­ση, να κα­τευ­θύ­νει τον α­να­γνώ­στη/με­λε­τη­τή των τριών τό­μων του Κε­φα­λαί­ου (1), τα ο­ποί­α πα­ρου­σιά­ζο­νται ε­δώ ως τρεις ε­νό­τητες ε­νός αυ­τό­νο­μου έρ­γου. Βέ­βαια, τα εν λό­γω ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να ξε­φεύ­γουν κα­τά πο­λύ α­πό τα συ­νή­θη πλαί­σια των ει­σα­γω­γών, γε­γο­νός που δι­καιο­λο­γεί α­κρι­βώς την ε­πι­λο­γή της πα­ρού­σας έκ­δο­σης. Δεν πρό­κει­ται α­πλά και μό­νο για φι­λο­λο­γι­κές πα­ρα­θέ­σεις ή για α­πα­ρίθ­μη­ση ι­στο­ρι­κών πλη­ρο­φο­ριών και κοι­νω­νι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της ε­πο­χής κα­τά την ο­ποί­α συ­ντά­χθη­κε το Κεφά­λαιο, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο για μια συ­νο­λι­κή και συν­δυα­σμέ­νη α­πο­τί­μηση του ε­πι­στη­μο­νι­κού και του πο­λι­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου του, συ­νο­δευό­με­νη από μια ταυ­τό­χρο­να διε­νερ­γού­με­νη βι­βλιο­γρα­φι­κή ε­πι­σκό­πη­ση α­να­φο­ρών μαρξι­στών αλ­λά και κλα­σι­κών/νε­ο­κλα­σι­κών συγ­γρα­φέ­ων που εί­τε α­σκούν κρι­τική, εί­τε θέ­λουν να προ­σαρ­μό­σουν και να συ­μπλη­ρώ­σουν την α­νά­λυ­ση του Μαρ­ξ. Ως εκ τού­του, η πα­ρού­σα έκ­δο­ση α­πο­κτά μια ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α, πό­σο μάλ­λον όταν πρό­κει­ται για μια α­πο­τί­μη­ση του Κε­φα­λαί­ου και των συ­ζη­τή­σε­ων που αυ­τό προ­κα­λεί, την ο­ποί­α συ­νέ­τα­ξε έ­νας α­πό τους πλέ­ον ση­μα­ντι­κούς μαρ­ξι­στές οι­κο­νο­μο­λό­γους του 20ου αιώ­να.

Πέ­ρα ό­μως α­πό τη σκο­πιά της βι­βλιο­γρα­φι­κής ε­πι­μέ­λειας, ο σκο­πός αυ­τής της έκ­δο­σης σχε­τί­ζε­ται α­πό­λυτα με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της πε­ριό­δου που δια­νύ­ου­με. Σε μια ε­πο­χή που πολ­λές λέ­ξεις έ­χουν χά­σει την αρ­χι­κή τους ση­μα­σί­α, που οι έν­νοιες πρέ­πει να ε­πανα­προσ­διο­ρί­ζο­νται με κά­θε ευ­και­ρί­α, κα­θώς η σύγ­χρο­νη α­στι­κή ρη­το­ρι­κή προ­βαί­νει σε συ­νε­χείς αλ­λο­τριώ­σεις προ­ο­δευ­τι­κών α­ντι­λή­ψε­ων, χρη­σι­μο­ποιώντας αυ­τές μά­λι­στα ως μαν­δύ­α πα­ρα­πλά­νη­σης στη με­θό­δευ­ση ε­πι­βο­λής α­ντιδρα­στι­κών πο­λι­τι­κών, κά­θε προ­σπά­θεια α­πο­κα­τά­στα­σης των δε­δο­μέ­νων ι­δε­ολο­γι­κο­πο­λι­τι­κών και θε­ω­ρη­τι­κών δια­φο­ρών α­πο­κτά μια ι­διαί­τε­ρη α­ξί­α. Με αυτήν την έν­νοια, τα α­κό­λου­θα κεί­με­να πα­ρέ­χουν α­κό­μη μια ση­μα­ντι­κή «υ­πη­ρεσί­α» στον α­να­γνώ­στη: το ί­διο το γε­γο­νός ό­τι χρη­σι­μο­ποιού­νται στην πα­ρα­δοσια­κή τους μορ­φή και με τον ορ­θό­δο­ξο τρό­πο έν­νοιες που ει­σή­γα­γε ο Μαρ­ξ, για πα­ρά­δειγ­μα «τι­μές πα­ρα­γω­γής» και «κό­στος πα­ρα­γω­γής» ή «με­τα­βλη­τό» και «στα­θε­ρό κε­φά­λαιο», μπο­ρεί να δυ­σκο­λεύ­ουν την κα­τα­νό­η­ση και να α­παι­τούν μια ι­διαί­τε­ρα προ­σε­κτι­κή με­λέ­τη, αλ­λά ε­πα­να­φέ­ρουν τα βα­σι­κά ερ­γα­λεί­α της μαρ­ξι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής α­νά­λυ­σης, αυ­τές τις ί­διες τις έν­νοιες, στην καθα­ρή και ορ­θό­δο­ξη μορ­φή τους. Στις σε­λί­δες που α­κο­λου­θούν, υ­πάρ­χουν πολ­λά ε­δά­φια α­πο­κα­λυ­πτι­κών α­πο­σα­φη­νί­σε­ων ό­ρων και ε­πι­χει­ρη­μά­των του Μαρ­ξ που προ­κά­λε­σαν πολ­λές πα­ρα­νο­ή­σεις και α­νε­δα­φι­κές κρι­τι­κές: για πα­ρά­δειγμα η α­πο­σα­φή­νι­ση των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ των δια­φό­ρων ό­ρων της α­ξί­ας, της α­ξί­ας α­γο­ράς, των τι­μών πα­ρα­γω­γής και των τι­μών α­γο­ράς του Μαρ­ξ, οι ο­ποί­ες προκα­λούν συ­χνά τη σύγ­χυ­ση (2).

Ει­σα­γω­γι­κά, α­ξί­ζει ε­πί­σης να α­να­φερ­θού­με στα σύγ­χρο­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της α­κα­δη­μα­ϊ­κής θε­ω­ρη­τι­κής α­νά­λυ­σης στο χώ­ρο της πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Δεν εί­ναι τυ­χαί­ο που ε­πι­διώκε­ται, μα­νιω­δώς, μια φαι­νο­με­νι­κή α­ντι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση του λό­γου των α­καδη­μα­ϊ­κών οι­κο­νο­μο­λό­γων, λες και υ­πάρ­χει χώ­ρος της αν­θρώ­πι­νης δια­νό­η­σης που να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό μια α­πό­λυ­τη α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα, ή λες και αυ­τή εί­ναι το μο­να­δι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ε­πι­στη­μο­νι­κού λό­γου. Α­φε­τέ­ρου, εί­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω α­πό ευ­διά­κρι­τη μια τά­ση κα­τα­κερ­μα­τι­σμού της α­κα­δη­μα­ϊ­κής α­να­ζή­τη­σης σε θε­ω­ρη­τι­κές α­να­λύ­σεις ο­λο­έ­να και πιο πε­ριο­ρι­σμέ­νων ε­ρωτη­μά­των, σε ε­μπει­ρι­κές με­λέ­τες με ε­ρευ­νη­τι­κούς σκο­πούς ό­λο και πιο πε­ριορι­σμέ­νης εμ­βέ­λειας, μια τά­ση α­γνό­η­σης ευ­ρύ­τε­ρων προ­βλη­μα­τι­σμών και α­νισο­με­ρούς ε­πι­κέ­ντρω­σης σε ου­δέ­τε­ρα ζη­τού­με­να που ο­δη­γούν εξ’ ο­ρι­σμού σε ου­δέ­τε­ρα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Η πραγ­μα­τι­κή ε­πι­δί­ω­ξη πί­σω απ’ αυ­τήν την έ­ντε­χνη ε­πι­στη­μο­νι­κο­φά­νεια εί­ναι α­πλά η προ­ώ­θη­ση των κά­θε άλ­λο πα­ρά α­ντι­κει­μενι­κών και πε­ριο­ρι­σμέ­νων συμ­φε­ρό­ντων της άρ­χου­σας τά­ξης, της τά­ξης που εξου­σιά­ζει την πο­λι­τι­κή και την κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, προσπα­θεί να τι­θα­σεύ­σει την πο­λι­τι­σμι­κή έκ­φρα­ση και θε­ω­ρεί, σω­στά, ε­πι­τα­κτικό να κα­θο­ρί­ζει την κα­τεύ­θυν­ση στην ο­ποί­α ε­ξε­λίσ­σο­νται οι ι­δέ­ες και η κοινω­νι­κή γνώ­ση.

Προ­φα­νώς θα ή­ταν α­νό­η­το να πα­ρα­γνω­ρί­σει κα­νείς τη ση­μα­σί­α και την χρη­στικό­τη­τα των μα­θη­μα­τι­κών υ­πο­δειγ­μά­των στην οι­κο­νο­μι­κή α­νά­λυ­ση. Άλ­λο τό­σο πα­ρα­πλα­νη­τι­κός εί­ναι ό­μως έ­νας φε­τι­χι­σμός των α­ριθ­μών, μια συ­ναρ­τη­σιολα­γνεί­α που πα­ρα­βλέ­πει --ά­ρα­γε ά­θε­λά της;-- την ί­δια τη φύ­ση της μα­θη­μα­τι­κής α­νά­λυ­σης: «… τα μα­θη­μα­τι­κά υ­πο­δείγ­μα­τα δεν μπο­ρούν α­πό μό­να τους να λύ­σουν θε­ω­ρη­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Μπο­ρούν α­πλά να τυ­πο­ποι­ή­σουν συ­σχε­τί­σεις που έ­χουν ή­δη κα­τα­νο­η­θεί ως τέ­τοιες, των ο­ποί­ων η φύ­ση και οι ε­πι­πτώ­σεις πρέ­πει να α­πο­δει­χθούν προ­τού προ­βού­με σε μια έ­χου­σα ση­μα­σί­α τυ­πο­ποί­ηση … οι ε­ξι­σώ­σεις τους ο­δη­γούν σε συ­μπε­ρά­σμα­τα τα ο­ποί­α εί­ναι, προ­φα­νώς, μαθη­μα­τι­κά συ­νε­πή, αλ­λά μπο­ρεί πα­ρά ταύ­τα να εί­ναι θε­ω­ρη­τι­κά ε­σφαλ­μέ­να: δηλα­δή τα ο­ποί­α δεν α­ντα­πο­κρί­νο­νται σε μια έ­χου­σα ση­μα­σί­α α­να­πα­ρά­στα­ση του προ­βλή­μα­τος που υ­πο­τί­θε­ται πως λύ­νουν». Άλ­λω­στε, αυ­τή η ό­χι τυ­χαί­α εμμο­νή στην πο­σο­τι­κο­ποί­η­ση κα­τα­λή­γει πολ­λές φο­ρές σε α­νού­σιες συ­να­θροίσεις δια­φο­ρε­τι­κών πραγ­μά­των. Ο Μα­ντέλ δί­νει έμ­φα­ση σ’ αυ­τήν την α­δυ­να­μί­α της κλα­σι­κής και νε­ο­κλα­σι­κής πα­ρά­δο­σης υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας για πα­ρά­δειγ­μα ό­τι η πα­ρα­δο­σια­κή α­κα­δη­μα­ϊ­κή οι­κο­νο­μι­κή σκέ­ψη (με την ε­ξαί­ρε­ση κά­ποιων με­λε­τών του ε­μπο­ρι­κού κύ­κλου και της θε­ω­ρί­ας των κρί­σε­ων) δεν έ­χει καν α­ναφερ­θεί στις δυ­σκο­λί­ες ε­πί­τευ­ξης μιας ι­σορ­ρο­πί­ας με­τα­ξύ του συ­νό­λου της πα­ρα­γω­γής ε­μπο­ρευ­μά­των, διαρ­θρω­μέ­νο σε συ­γκε­κρι­μέ­νες δια­φο­ρε­τι­κές α­ξίες χρή­σης, α­πό τη μί­α και τη δο­μή ζή­τη­σης του ε­θνι­κού ει­σο­δή­μα­τος α­πό την άλλη. Η τε­χνι­κή της συ­νά­θροι­σης α­δια­φο­ρο­ποί­η­των ρο­ών χρη­μα­τι­κών α­ξιών, χρη­σι­μο­ποιού­με­νη ι­διαί­τε­ρα α­πό τον Κέ­ιν­ς, συμ­βά­λει για πα­ρά­δειγ­μα σε αυ­τήν τη σύγ­χυ­ση.

Α­πέ­να­ντι σ’ αυ­τήν την θε­τι­κι­στι­κή στε­νό­τη­τα και την ψευ­δε­πί­γρα­φη ε­πιστη­μο­νι­κο­φά­νεια του ε­πι­κρα­τού­ντος α­κα­δη­μα­ϊ­κού ρεύ­μα­τος, ο Μα­ντέλ α­ντιπα­ρα­θέ­τει την α­νω­τε­ρό­τη­τα της δια­λε­κτι­κής με­θό­δου που ε­φάρ­μο­σε πα­ρα­δειγμα­τι­κά ο Μαρ­ξ στην α­νά­λυ­σή του: «… Χά­ρις σ’ αυ­τήν τη μέ­θο­δο, το Κε­φά­λαιο του Μαρ­ξ φαί­νε­ται γι­γά­ντιο μπρο­στά σε κά­θε ε­πό­με­νη ή σύγ­χρο­νη ερ­γα­σί­α οι­κο­νο­μι­κής α­νά­λυ­σης. Πο­τέ δεν α­πο­σκο­πού­σε στη χρή­ση σαν έ­να εγ­χει­ρί­διο για την υ­πο­στή­ρι­ξη των κυ­βερ­νή­σε­ων στη λύ­ση τέ­τοιων προ­βλη­μά­των ό­πως τα ελ­λείμ­μα­τα του ι­σο­ζυ­γί­ου πλη­ρω­μών, ού­τε ως μια λό­για και σί­γου­ρα α­νια­ρή ε­ξή­γη­ση ό­λων των συ­ναρ­πα­στι­κών συμ­βά­ντων στην α­γο­ρά, ό­ταν ο κύ­ριος Σμιθ δεν θα βρί­σκει α­γο­ρα­στή για τους τε­λευ­ταί­ους α­πό τους 1.000 τό­νους σι­δή­ρου που κα­τέ­χει. Το Κε­φά­λαιο εί­χε ως στό­χο την ε­ξή­γη­ση τού τί θα συμ­βεί στην ερ­γα­σί­α, στο μη­χα­νο­λο­γι­κό ε­ξο­πλι­σμό, στην τε­χνο­λο­γί­α, στο μέ­γε­θος των ε­πι­χει­ρή­σε­ων, στην κοι­νω­νι­κή δο­μή του πλη­θυ­σμού, στις α­συ­νέ­χειες της οι­κο­νο­μικής α­νά­πτυ­ξης και στις σχέ­σεις με­τα­ξύ α­πα­σχο­λού­με­νων και α­πα­σχό­λη­σης, ενό­σω ο κα­πι­τα­λι­στι­κός τρό­πος πα­ρα­γω­γής ξε­δι­πλώ­νει την τρο­μα­κτι­κή δυ­ναμι­κή του». Α­κρι­βώς ε­πει­δή α­να­γνω­ρί­ζει το τι δια­κυ­βεύ­ε­ται μέ­σα απ’ αυτήν την α­ντι­πα­ρά­θε­ση, ο Μα­ντέλ προ­χω­ρά σε μια ε­ξα­ντλη­τι­κή σε πολ­λές πε­ριπτώ­σεις α­νά­λυ­ση με­θο­δο­λο­γι­κών ζη­τη­μά­των, της πραγ­μα­τι­κής υ­πό­στα­σης της υ­λι­στι­κής δια­λε­κτι­κής (ι­διαί­τε­ρα στις πρώ­τες σε­λί­δες της Ει­σα­γω­γής στον 1ο τό­μο), η ο­ποί­α βέ­βαια α­πο­δει­κνύ­ε­ται α­πα­ραί­τη­τη α­φού βο­η­θά το συγ­γρα­φέα, και ως εκ τού­του τον α­να­γνώ­στη, να α­ναι­ρέ­σει με α­πλό και κα­τα­νο­η­τό τρό­πο μια α­πό τις βα­σι­κές κρι­τι­κές για το Κε­φα­λαί­ο: την αμ­φι­σβή­τη­ση της επι­στη­μο­νι­κό­τη­τάς του και τη συ­κο­φα­ντί­α πως α­πο­τε­λεί μια συλ­λο­γή ι­στο­ρικών προ­φη­τειών χω­ρίς την α­πα­ραί­τη­τη ε­πι­στη­μο­νι­κή δι­καιο­λό­γη­ση. Ο Μα­ντέλ ι­σχυ­ρί­ζε­ται εύ­στο­χα πως η εν λό­γω κρι­τι­κή συ­νί­στα­ται α­πλώς σε μια πα­ρα­νόη­ση της δια­λε­κτι­κής με­θό­δου, η ο­ποί­α εξ’ ο­ρι­σμού α­παι­τεί συ­νε­χείς ε­μπειρι­κές ε­πι­βε­βαιώ­σεις και α­να­τρο­φο­δό­τη­ση α­πό πραγ­μα­τι­κά στοι­χεί­α και δεδο­μέ­να. Άλ­λω­στε, η ί­δια η ε­πι­βε­βαί­ω­ση των «προ­φη­τειών» του Κε­φα­λαί­ου, με­τά α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό έ­ναν αιώ­να, μι­λά α­πό μό­νη της για την ε­πι­στη­μονι­κή ε­γκυ­ρό­τη­τά του. Στο πλαί­σιο τέ­λος αυ­τής της με­θο­δο­λο­γι­κής α­να­σκό­πησης ο συγ­γρα­φέ­ας παίρ­νει την ευ­και­ρί­α να δώ­σει στον α­να­γνώ­στη, α­πλά και συ­νο­πτι­κά, τη συ­νο­λι­κή ει­κό­να του συγ­γρα­φι­κού έρ­γου του Μαρ­ξ και τη θέ­ση των τριών τό­μων του Κε­φα­λαί­ου σ’ αυ­τήν.

Συ­νε­πώς η χρή­ση των ε­πό­με­νων σε­λί­δων ως έ­να ερ­γα­λεί­ο που διευ­κο­λύ­νει τους ε­ρευ­νη­τές στο να κα­τα­νο­ή­σουν κα­λύ­τε­ρα το πε­ριε­χό­με­νο του ί­διου του Κε­φα­λαί­ου, κα­θώς δί­νε­ται μια αρ­κε­τά α­να­λυ­τι­κή και εις βά­θος πε­ρι­γρα­φή της με­θο­δο­λο­γί­ας που α­κο­λου­θεί ο Μαρ­ξ, α­πο­τε­λεί έ­ναν α­πό τους λό­γους που ο­δή­γη­σαν στην α­πό­φα­ση να συ­γκε­ντρώ­σου­με τις τρεις Ει­σα­γω­γές σε μια έκ­δο­ση. Μά­λι­στα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ο ί­διος ο Μα­ντέλ ορ­θά την υ­λι­στι­κή διαλε­κτι­κή, το­πο­θε­τεί τη δια­δι­κα­σί­α της ε­πι­στη­μο­νι­κής σκέ­ψης του Μαρ­ξ στην ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της α­στι­κής κοι­νω­νί­ας και των α­ντι­θέ­σε­ών της: «…μό­νο η α­νά­πτυ­ξη της α­στι­κής κοι­νω­νί­ας και οι α­ντι­θέ­σεις της, και πά­νω απ’ ό­λα ο α­ντα­γω­νι­σμός με­τα­ξύ κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας, κα­τέ­στη­σε για τον Μαρ­ξ δυ­να­τό να α­φο­μοιώ­σει, να συν­δυά­σει και να με­ταλ­λά­ξει αυ­τές τις ε­πιστή­μες με το συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο και στη συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση που έ­δωσε».

Πέ­ρα ό­μως α­πό την προ­α­να­φε­ρό­με­νη με­θο­δο­λο­γι­κή χρη­στι­κό­τη­τα --και ε­κτός του ό­τι οι α­κό­λου­θες σε­λί­δες α­πο­τε­λούν μια ε­ξαι­ρε­τι­κή προ­σπά­θεια--, της σχε­τι­κά σύ­ντο­μης α­πο­τί­μη­σης του πε­ριε­χο­μέ­νου του Κε­φα­λαί­ου, μια άλ­λη βα­σι­κή ε­πι­δί­ω­ξη αυ­τής της έκ­δο­σης εί­ναι η α­νά­δει­ξη του ορ­θο­λο­γι­κού τρόπου με τον ο­ποί­ο α­να­λύ­ει ο Μα­ντέλ τις διά­φο­ρες πα­ρα­νο­ή­σεις και τις ε­ναλ­λακτι­κές α­ντι­λή­ψεις που α­νέ­πτυ­ξαν ο­πα­δοί ή ε­πι­κρι­τές του Μαρ­ξ, στην προ­σπάθειά τους να σχο­λιά­σουν θέ­σεις που α­να­πτύσ­σο­νται στο Κε­φά­λαιο ή να συ­μπλη­ρώ­σουν τυ­χόν κε­νά στην α­νά­λυ­ση και στην ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α. Και οι τρεις Ει­σα­γω­γές, και οι τρεις ε­νό­τη­τες της α­κό­λου­θης διάρ­θρω­σης ανα­φέ­ρο­νται μ’ έ­ναν συ­νε­κτι­κό τρό­πο, χω­ρίς α­ναί­τιες ε­πι­κα­λύ­ψεις και με τις α­πα­ραί­τη­τες αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­σεις, στο σύ­νο­λο των βα­σι­κών δη­μό­σιων συ­ζητή­σε­ων και αμ­φι­σβη­τή­σε­ων που έ­χουν α­να­πτυ­χθεί α­πό τό­τε που πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε ο 1ος τό­μος του Κε­φα­λαί­ου.

Ε­δώ, βέ­βαια, χρειά­ζε­ται μια α­πο­σα­φή­νι­ση. Ο Μα­ντέλ, ό­πως α­κρι­βώς ο Μαρ­ξ, προσδιο­ρί­ζει την ι­στο­ρι­κή θέ­ση του κα­πι­τα­λι­σμού, το­πο­θε­τεί ι­στο­ρι­κά το ί­διο το Κε­φά­λαιο και το συν­δέ­ει εύ­στο­χα με τις προ­γε­νέ­στε­ρες ι­δε­ο­λο­γικές α­να­φο­ρές, ό­πως και με τις ε­πό­με­νες συ­ζη­τή­σεις α­πο­δει­κνύ­ο­ντας ταυ­τόχρο­να το πό­σο δια­χρο­νι­κή εί­ναι η ι­σχύ των προ­βλέ­ψε­ων και των ε­πι­χει­ρη­μά­των του. Μέ­σα απ’ αυ­τήν την προ­σέγ­γι­ση κα­τα­φέρ­νει με θαυ­μα­στό τρό­πο να παρου­σιά­σει ο­λο­κλη­ρω­μέ­να το σύ­νο­λο της σύγ­χρο­νης οι­κο­νο­μι­κής σκέ­ψης, α­πό τις πλέ­ον α­ντι­δρα­στι­κές νε­ο­κλα­σι­κές ι­δε­ο­λη­ψί­ες έ­ως τις «α­ρι­στε­ρής» προέ­λευ­σης, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο εύ­στο­χες, κρι­τι­κές του Κε­φα­λαί­ου και τις πιο τρα­βηγ­μέ­νες νε­ο­μαρ­ξι­στι­κές ερ­μη­νεί­ες πτυ­χών της μαρ­ξι­στι­κής α­νά­λυ­σης που, πράγ­μα­τι, έ­χουν μεί­νει α­να­πά­ντη­τες. Σ’ αυ­τήν την προ­σπάθειά του δεν «χα­ρί­ζε­ται» σε κα­νέ­ναν, ού­τε στον ί­διο το Μαρ­ξ, ό­ταν δια­πι­στώνει τυ­χόν ση­μεί­α α­να­κο­λου­θί­ας και α­συμ­φω­νί­ες στην α­νά­λυ­σή του, ε­νώ δεν απο­φεύ­γει να α­να­δεί­ξει τις ε­πιρ­ρο­ές που δέ­χθη­κε, αλ­λά και τα κε­νά που υ­πάρ­χουν στο θε­ω­ρη­τι­κό του οι­κο­δό­μη­μα (3). Η ι­διαί­τε­ρη ό­μως α­ξί­α αυ­τής της α­ντι­με­τώ­πι­σης της οι­κο­νο­μι­κής σκέψης στο σύ­νο­λό της, γύ­ρω α­πό το ε­πί­κε­ντρο του Κε­φα­λαί­ου, εί­ναι ό­τι παρά το σε πολ­λά ση­μεί­α γλα­φυ­ρό του ύ­φος, ο Μα­ντέλ ε­λά­χι­στα πα­ρα­σύ­ρε­ται α­πό προ­σω­πι­κές α­ντι­πά­θειες και δεν διο­λι­σθαί­νει σε προ­κα­τα­λή­ψεις, που εί­ναι α­πό­λυ­τα φυ­σιο­λο­γι­κό να υ­πάρ­χουν, αλ­λά α­ντι­θέ­τως στη­ρί­ζει τις κρί­σεις του και τη συ­γκρι­τι­κή βι­βλιο­γρα­φι­κή ε­πι­σκό­πη­σή του α­πο­κλει­στι­κά σε α­ντικει­με­νι­κά ι­στο­ρι­κά-ε­μπει­ρι­κά κρι­τή­ρια και λο­γι­κά ε­πι­χει­ρή­μα­τα.

Οι πα­ρα­νο­ή­σεις, οι κρι­τι­κές και οι ερ­μη­νεί­ες που προ­κά­λε­σαν τις βα­σι­κές με­τα­γε­νέ­στε­ρες συ­ζη­τή­σεις γύ­ρω α­πό το πε­ριε­χό­με­νο του Κε­φα­λαί­ου και οι ο­ποί­ες α­να­πτύσ­σο­νται, με­τα­ξύ άλ­λων, στις α­κό­λου­θες σε­λί­δες μπο­ρούν να κα­τη­γο­ριο­ποι­η­θούν ως ε­ξής: Α­φε­νός έ­χου­με αυ­τές που α­να­φέ­ρο­νται στη με­θο­δο­λο­γί­α και στη δο­μή του Κε­φα­λαί­ου. Στις προ­η­γού­με­νες πα­ρα­γρά­φους α­να­φέρ­θη­καν κά­ποιοι εν­δει­κτι­κοί προ­βλη­μα­τι­σμοί. Πέ­ρα ό­μως α­πό τις ανα­φο­ρές στη φύ­ση της υ­λι­στι­κής δια­λε­κτι­κής με­θό­δου και των πλε­ο­νε­κτη­μάτων της α­πέ­να­ντι στην κα­τά­χρη­ση των πο­σο­τι­κών με­θό­δων α­πό πλευ­ράς της νε­οκλα­σι­κής πα­ρά­δο­σης, ο Μα­ντέλ δια­πι­στώ­νει εύ­στο­χα μια άλ­λη, προ­φα­νώς σχετι­κή, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δια­φο­ρά: ε­κεί­νο που προ­κύ­πτει ξε­κά­θα­ρα μέ­σα α­πό το Κε­φά­λαιο εί­ναι ό­τι για τον Μαρ­ξ δεν υ­πάρ­χει «κα­θα­ρή» οι­κο­νο­μι­κή θε­ωρί­α που να ε­ξαι­ρεί­ται α­πό μια συ­γκε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νι­κή δο­μή και ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στο Κε­φά­λαιο α­πο­κα­λύ­πτο­νται νό­μοι κί­νη­σης που κα­θορί­ζουν τη γέν­νη­ση, την ε­ξέ­λι­ξη, την πα­ρακ­μή και την ε­ξα­φά­νι­ση μιας πο­λύ συγκε­κρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κής μορ­φής οι­κο­νο­μι­κής ορ­γά­νω­σης, του κα­πι­τα­λι­στικού τρό­που πα­ρα­γω­γής. Ο συγ­γρα­φέ­ας σπεύ­δει ό­μως να ε­πι­ση­μά­νει πως το Κεφά­λαιο πε­ριέ­χει πα­ρά ταύ­τα μια ε­πι­στή­μη της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μίας, σε α­ντί­θε­ση ό­σων υ­πο­στή­ρι­ξαν α­στοί ε­πι­κρι­τές του, αλ­λά ε­πί­σης και κάποιοι μαρ­ξι­στές που βλέ­πουν σε αυ­τό α­πλά και μό­νο έ­να ερ­γα­λεί­ο για την ε­πανα­στα­τι­κή α­να­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­σμού α­πό το προ­λε­τα­ριά­το. Πρό­κει­ται για μια πα­ρα­νό­η­ση που πα­ρα­βλέ­πει μια βα­σι­κή διά­κρι­ση που ει­σή­γα­γαν ο Μαρ­ξ και ο Έν­γκελ­ς με­τα­ξύ του ου­το­πι­κού και του ε­πι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού, οι οποί­οι θε­ω­ρού­σαν βα­σι­κό το να στη­ρι­χθεί ο σο­σια­λι­σμός (κομ­μου­νι­σμός) πά­νω σε μια ε­πι­στη­μο­νι­κή θε­με­λί­ω­ση.

Ταυ­τό­χρο­να, οι τρεις Ει­σα­γω­γές μάς βο­η­θούν στο να α­ντι­λη­φθού­με μια α­κό­μη α­πό τις βα­σι­κό­τε­ρες δια­φο­ρές με­τα­ξύ της μαρ­ξι­στι­κής α­νά­λυ­σης α­πό τη μια και του συ­νό­λου της νε­ο­κλα­σι­κής οι­κο­νο­μι­κής σκέ­ψης α­πό την άλ­λη: σε α­ντί­θε­ση με την εμ­μο­νή σε κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κούς μη­χα­νι­σμούς και νό­μους που ε­ξα­σφα­λί­ζο­νται αυ­τό­μα­τα, φυ­σι­κά και α­πρό­σμε­να, πέ­ρα και έ­ξω α­πό τις προ­σω­πι­κές ε­πι­λο­γές του κα­θε­νός, στον α­ντί­πο­δα του ευ­φυο­λο­γή­μα­τος του «α­ό­ρα­του χε­ριού» των δυ­νά­με­ων της α­γο­ράς, ο Μαρ­ξ ε­πέ­με­νε, ξα­νά και ξα­νά, πως τί­πο­τε δεν εί­ναι αυ­τό­μα­το ή δε­δο­μέ­νο στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α, ε­κτός της ί­διας της δο­μής του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής, των τά­σε­ων που αυ­τός γεν­νά και της α­να­πό­φευ­κτα μη αρ­μο­νι­κής και α­νι­σόρ­ρο­πης πο­ρεί­ας εξέ­λι­ξης του συ­στή­μα­τος.

Α­φε­τέ­ρου, οι α­κό­λου­θες σε­λί­δες συ­ζη­τούν μια σει­ρά α­πό κρι­τι­κές και δια­φορο­ποι­η­μέ­νες ερ­μη­νεί­ες που α­φο­ρούν σε βα­σι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα της μαρ­ξι­στικής οι­κο­νο­μι­κής α­νά­λυ­σης. Το πραγ­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο της θε­ω­ρί­ας της α­ξίας-ερ­γα­σί­ας του Μαρ­ξ, ό­χι α­πλά ως μια πε­ραι­τέ­ρω ε­ξέ­λι­ξη και τε­λειο­ποί­η­ση της θε­ω­ρί­ας της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας του Ρι­κάρ­ντο, αλ­λά ως μια με­τα­τρο­πή αυ­τής με πολ­λα­πλές και βα­ρύ­νου­σες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις -- η α­να­κά­λυ­ψη της γε­νι­κής κα­τη­γο­ρί­ας της υ­πε­ρα­ξί­ας, που πε­ρι­κλεί­ει τα κέρ­δη, τις προ­σό­δους και τα ενοί­κια, κα­θώς και η ε­ξή­γη­ση του πραγ­μα­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου της έν­νοιας του «κε­φα­λαί­ου», σε α­ντί­θε­ση με την υ­πε­ρα­πλου­στευ­τι­κή κλα­σι­κή α­ντί­λη­ψη ό­τι «κε­φά­λαιο» εί­ναι α­πλά «ο­ποιο­δή­πο­τε α­πό­θε­μα πλού­του» ή «ο­ποια­δή­πο­τε μέσο αύ­ξη­σης της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας» --η α­να­γνώ­ρι­ση του κε­ντρι­κού ρό­λου του α­ντα­γω­νι­σμού για την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη στον κα­πι­τα­λι­σμό-- η ε­μπο­ρευ­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α του χρή­μα­τος του Μαρ­ξ και ο α­κρι­βής, συ­νε­πής τρόπος α­ντι­με­τώ­πι­σης της κυ­κλο­φο­ρί­ας των τρα­πε­ζι­κών χαρ­το­νο­μι­σμά­των ή α­κόμη και του πι­στω­τι­κού χρή­μα­τος --οι τε­χνο­λο­γι­κές αλ­λα­γές, οι δια­φο­ρές στην πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών ερ­γο­στα­σί­ων και ε­ται­ριών, οι αλ­λαγές στους πραγ­μα­τι­κούς μι­σθούς και στη δο­μή των κα­τα­να­λω­τι­κών δα­πα­νών, όλες αυ­τές οι σύν­θε­τες κι­νή­σεις, που μπο­ρεί να κα­τα­στή­σουν τον ε­μπο­ρι­κό κύ­κλο και τις πε­ριο­δι­κές υ­φέ­σεις δυ­να­τές και μά­λι­στα α­να­πό­φευ­κτες σε συνθή­κες γε­νι­κευ­μέ­νης ε­μπο­ρευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής-- η ί­δια η συ­νέ­πεια των ε­πιμέ­ρους με­ρών της οι­κο­νο­μι­κής θε­ω­ρί­ας του Μαρ­ξ με τη θε­με­λια­κή αρ­χή της θεω­ρί­ας της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας εί­ναι αυ­τό το ο­ποί­ο κα­τα­φέρ­νει να α­να­δεί­ξει στις ε­πό­με­νες σε­λί­δες ο Μα­ντέλ.

Ο Μαρ­ξ ει­σή­γα­γε μια σει­ρά α­πό αλ­λα­γές στη θε­ω­ρί­α της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας της «κλασ­σι­κής» σχο­λής της πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Ι­διαί­τε­ρα μί­α εξ αυ­τών ή­ταν α­πο­φα­σι­στι­κής ση­μα­σί­ας, ό­πως δια­πι­στώ­νει εύ­στο­χα ο Μα­ντέλ: η χρή­ση της έννοιας της α­φη­ρη­μέ­νης κοι­νω­νι­κής ερ­γα­σί­ας ως το θε­μέ­λιο της α­ξί­ας. Έ­τσι, ο Μαρ­ξ δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση νε­ο­ρι­καρ­ντια­νός: «Πο­σό­τη­τες ερ­γα­σί­ας ως η ου­σί­α της α­ξί­ας» εί­ναι κά­τι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό α­πό πο­σό­τη­τες ερ­γα­σί­ας ως μια κοι­νή βά­ση μέ­τρη­σης της α­ξί­ας ό­λων των ε­μπο­ρευ­μά­των. Η δια­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ συ­γκε­κρι­μέ­νης ερ­γα­σί­ας, που προσ­δί­δει στα ε­μπο­ρεύ­μα­τα την α­ξί­α χρή­σης τους, και α­φη­ρη­μέ­νης ερ­γα­σί­ας, που προσδιο­ρί­ζει την α­ξί­α τους, εί­ναι έ­να ε­πα­να­στα­τι­κό βή­μα στην θε­ω­ρη­τι­κή α­νά­λυση. Ο ί­διος ο Μαρ­ξ το θε­ω­ρού­σε ως το κύ­ριο ε­πί­τευγ­μά του, μα­ζί με την α­να­κάλυ­ψη της γε­νι­κής κα­τη­γο­ρί­ας της υ­πε­ρα­ξί­ας.

Συ­νε­χί­ζο­ντας τη συ­ζή­τη­ση της θε­ω­ρί­α της α­ξί­ας, ο Μα­ντέλ προ­χω­ρά στην α­ποσα­φή­νι­ση μιας σχε­τι­κής πα­ρα­νό­η­σης: «ο τρό­πος με τον ο­ποί­ο η μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρί­α της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας α­πο­κλεί­ει με σα­φή­νεια την α­ξί­α χρή­σης α­πό κά­θε ά­με­σο προσ­διο­ρι­σμό της α­ξί­ας και της α­νταλ­λα­κτι­κής α­ξί­ας έ­χει γί­νει συχνά α­ντι­λη­πτή σαν μια α­πόρ­ρι­ψη της α­ξί­ας χρή­σης α­πό τον Μαρ­ξ». Η ε­να­σχό­ληση ό­μως στον 2ο τό­μο με τα ζη­τή­μα­τα της α­να­πα­ρα­γω­γής α­να­δει­κνύ­ει τον ι­διαίτε­ρο τρό­πο με τον ο­ποί­ο η α­ντί­φα­ση με­τα­ξύ α­ξί­ας χρή­σης και α­νταλ­λα­κτι­κής α­ξί­ας γε­φυ­ρώ­νε­ται στον κα­πι­τα­λι­σμό ώ­στε να κα­θί­στα­ται δυ­να­τή η οι­κο­νομι­κή α­νά­πτυ­ξη. Ο Μα­ντέλ ε­πι­ση­μαί­νει ό­τι, «για τον Μαρ­ξ, το ε­μπό­ρευ­μα γί­νε­ται α­ντι­λη­πτό ως να ε­μπε­ριέ­χει και τα δύ­ο, μια ε­νό­τη­τα και μια α­ντί­φα­ση με­τα­ξύ α­ξί­ας χρή­σης και α­νταλ­λα­κτι­κής α­ξί­ας: έ­να α­γα­θό χω­ρίς α­ξί­α χρή­σης για κά­θε πι­θα­νό α­γο­ρα­στή δεν θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την α­νταλ­λα­κτι­κή του α­ξί­α». Το αν θα α­να­γνω­ρι­σθεί ή ό­χι μια δε­δο­μέ­νη πο­σό­τη­τα της εργα­σί­ας α­πό την κοι­νω­νί­α εμ­φα­νί­ζε­ται α­πο­κλει­στι­κά σε συ­νάρ­τη­ση με την κάλυ­ψη της ε­νερ­γούς ζή­τη­σης στην α­γο­ρά, δη­λα­δή εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­το α­πό την αξί­α χρή­σης ή την κοι­νω­νι­κή χρη­σι­μό­τη­τα των ι­διαί­τε­ρων φυ­σι­κών χα­ρα­κτη­ριστι­κών ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου ε­μπο­ρεύ­μα­τος. Η κοι­νω­νί­α α­να­γνω­ρί­ζει α­πλώς πο­σό­τη­τες ερ­γα­σί­ας που ξο­δεύ­τη­καν στην δι­κή της πα­ρα­γω­γή, τις πο­σό­τη­τες της α­φη­ρη­μέ­νης κοι­νω­νι­κά α­να­γκαί­ας ερ­γα­σί­ας ό­πως τις προσ­διο­ρί­ζει ο Μαρξ. Με άλ­λα λό­για, η θε­ω­ρί­α της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας δεν έ­χει να κά­νει σε τί­πο­τε με κρί­σεις για την χρη­σι­μό­τη­τα των πραγ­μά­των ως προς την αν­θρώ­πι­νη ευ­τυ­χί­α ή την κοι­νω­νι­κή α­νά­πτυ­ξη. Α­κό­μη λι­γό­τε­ρο έ­χει να κά­νει με τη θε­με­λί­ω­ση «συν­θη­κών δι­καιο­σύ­νης στην α­νταλ­λα­γή». Α­πλώς α­να­γνω­ρί­ζει το βα­θύ­τε­ρο νό­ημα των πραγ­μα­τι­κών πρά­ξε­ων α­νταλ­λα­γής και της πα­ρα­γω­γής ε­μπο­ρευ­μά­των στον κα­πι­τα­λι­σμό.

Α­πλά και ευ­διά­κρι­τα, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­χω­ρά σε α­ναί­ρε­ση πολ­λών α­πό τις α­πλου­στευ­τι­κές και πα­ρα­πλα­νη­τι­κές ε­πι­κρί­σεις ή μυ­θεύ­μα­τα γύ­ρω α­πό το πε­ριε­χό­με­νο της μαρ­ξι­στι­κής α­νά­λυ­σης. Σύμ­φω­να με το Μαρ­ξ, ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν εί­ναι μια κοι­νω­νί­α «τέ­λειου α­ντα­γω­νι­σμού», ού­τε μια κοι­νω­νί­α «αυ­ξα­νό­μενης έν­δειας», ή μια κοι­νω­νί­α ό­που «οι ι­διώ­τες ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ες δε­σπό­ζουν στα ερ­γο­στά­σια», ού­τε α­κό­μη μια κοι­νω­νί­α στην ο­ποί­α «το χρή­μα εί­ναι ο έ­νας και μο­να­δι­κός κύ­ριος». Σε α­ντί­θε­ση μ’ αυ­τές τις α­σά­φειες και α­να­κρί­βειες που ο­δη­γούν σε α­τέρ­μο­νες συγ­χύ­σεις για τη σχέ­ση του ση­με­ρι­νού οι­κο­νο­μικού συ­στή­μα­τος στη Δύ­ση με το οι­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα που α­νέ­λυ­σε ο Μαρ­ξ, ο Μαντέλ προσ­διο­ρί­ζει πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­να το πως ο­ρί­ζε­ται ο κα­πι­τα­λι­στι­κός τρό­πος πα­ρα­γω­γής στο Κε­φά­λαιο: μια μορ­φή κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης ό­που η μά­ζα των πα­ρα­γω­γών δεν εί­ναι κά­το­χοι των μέ­σων πα­ρα­γω­γής αλ­λά πρέ­πει να που­λούν την ερ­γα­τι­κή τους δύ­να­μη στους ι­διο­κτή­τες, οι ο­ποί­οι ορ­γα­νώ­νο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κές ε­ται­ρί­ες που α­ντα­γω­νί­ζο­νται με­τα­ξύ τους για τα με­ρίδια των α­γο­ρών και εί­ναι ως εκ τού­του α­να­γκα­σμέ­νοι να ε­ξά­γουν τη μέ­γι­στη υπε­ρα­ξί­α α­πό τους πα­ρα­γω­γούς, προ­κει­μέ­νου να συσ­σω­ρεύ­σουν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο κε­φά­λαιο. Ό­πως δια­πι­στώ­νει μά­λι­στα ο συγ­γρα­φέ­ας, σε α­ντί­θε­ση με πολλούς α­πό τους σύγ­χρο­νούς του ε­πι­κρι­τές του κα­πι­τα­λι­σμού, ο Μαρ­ξ δεν θε­ωρού­σε πως η συσ­σώ­ρευ­ση κε­φα­λαί­ου εί­χε μια α­πλή και α­ναμ­φί­βο­λα ε­πι­ζή­μια επί­πτω­ση στη θέ­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. Ση­μαί­νει αυ­τό ό­τι ο Μαρ­ξ δεν διατύ­πω­σε κα­μιά θε­ω­ρί­α ε­ξα­θλί­ω­σης της ερ­γα­τι­κής τά­ξης, ή ό­τι προ­έ­βη σε αι­σιόδο­ξες προ­βλέ­ψεις για την γε­νι­κό­τε­ρη τά­ση των συν­θη­κών της ερ­γα­τι­κής τάξης στον κα­πι­τα­λι­σμό; Ο Μα­ντέλ ξε­κα­θα­ρί­ζει με πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νο και α­να­λυτι­κό τρό­πο τις πι­θα­νές ε­πι­πτώ­σεις στην α­ξί­α της ερ­γα­σί­ας και στους πραγ­μα­τι­κούς μι­σθούς, έ­τσι ό­πως αυ­τές προ­κύ­πτουν α­πό την α­νά­λυ­ση στο Κε­φάλαιο και δεί­χνει το πραγ­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο της τά­σης προς μια σχε­τι­κή εξα­θλί­ω­ση της ερ­γα­τι­κής τά­ξης στον κα­πι­τα­λι­σμό έ­τσι ό­πως την προσ­διο­ρίζει ο Μαρ­ξ.

Ί­σως το πλέ­ον δη­μο­φι­λές θέμα για α­νά­πτυ­ξη θε­ω­ρη­τι­κών φι­λο­νι­κιών και κρι­τι­κών σε σχέ­ση με τη μαρ­ξι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή α­νά­λυ­ση εί­ναι αυ­τό της θε­ω­ρί­ας της κα­τάρ­ρευ­σης του κα­πιτα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής. Ο Μα­ντέλ προ­βαί­νει σε μια ε­κτε­νή συ­ζή­τη­ση της θε­ω­ρη­τι­κής δου­λειάς που έ­κα­νε ο Μαρ­ξ για να κα­τα­δεί­ξει τη δυ­να­μι­κή και τις βρα­χυ­χρό­νιες (οι­κο­νο­μι­κοί κύ­κλοι) / μα­κρο­χρό­νιες ε­ξε­λι­κτι­κές τά­σεις του συ­στή­μα­τος, συ­γκρί­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να και α­ξιο­λο­γώ­ντας, στο πλαί­σιο της πα­ράλ­λη­λης βι­βλιο­γρα­φι­κής ε­πι­σκό­πη­σης, το σύ­νο­λο των ε­ναλ­λα­κτι­κών θε­ω­ριών, των δια­φό­ρων ερ­μη­νειών και των κρι­τι­κών που δια­τυ­πώ­θη­καν. Συν­δυάζο­ντας το πε­ριε­χό­με­νο των τριών τό­μων κα­τα­λή­γει στη δια­πί­στω­ση ό­τι το κεντρι­κό μή­νυ­μα των δύ­ο πρώ­των τό­μων, α­να­φέ­ρε­ται σε μια τρο­μα­κτι­κά δυ­να­μική δια­δι­κα­σί­α: ο μεν 1ος τό­μος α­πο­δει­κνύ­ει για­τί το κε­φά­λαιο εί­ναι εξ’ ο­ρισμού α­ξί­α σε α­έ­να­η α­να­ζή­τη­ση ε­πι­πρό­σθε­της α­ξί­ας, ε­νώ ο 2ος α­κο­λου­θεί τα παρα­γό­με­να ε­μπο­ρεύ­μα­τα στο τα­ξί­δι τους έ­ξω α­πό το χώ­ρο πα­ρα­γω­γής α­πο­κα­λύπτο­ντας την κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη των κυ­κλι­κών βρα­χυ­χρό­νιων δια­κυ­μάν­σε­ων. Πάνω σε αυ­τό το θε­ω­ρη­τι­κό οι­κο­δό­μη­μα χτί­ζε­ται ο 3ος τό­μος, ο ο­ποί­ος α­πο­σκο­πεί α­κρι­βώς, χω­ρίς δυ­στυ­χώς να ο­λο­κλη­ρώ­νει τον προ­ο­ρι­σμό του (4) στην ε­ξή­γη­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας στην ο­λότη­τά της, συν­δυά­ζο­ντας τις ή­δη δια­πι­στω­μέ­νες α­ντι­φά­σεις που α­πο­τε­λούν και τους βα­σι­κούς νό­μους κί­νη­σης του συ­στή­μα­τος και ο­δη­γούν σε ε­κρη­κτι­κές κρί­σεις και στην τε­λι­κή του κα­τάρ­ρευ­ση. Στο πλαί­σιο αυ­τών των ει­σα­γω­γικών του α­να­φο­ρών ο Μα­ντέλ σκια­γρα­φεί τη συ­στη­μα­το­ποί­η­ση των ε­ξε­λι­κτι­κών τά­σε­ων του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος που ο ί­διος α­να­πτύσ­σει πιο συ­γκεκρι­μέ­να μέ­σα α­πό το σχε­τι­κό του βι­βλί­ο (5): πέ­ρα α­πό τους ευ­διά­κρι­τους βρα­χυ­χρό­νιους οι­κο­νο­μι­κούς κύ­κλους και τη συ­νο­λι­κή, ι­στο­ρι­κή τά­ση κρί­σης και κα­τάρ­γη­σης του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής, α­να­δεικνύ­ε­ται η ύ­παρ­ξη μιας εν­διά­με­σης χρο­νι­κής πε­ριο­δι­κό­τη­τας, αυ­τή των μα­κρών κυ­μά­των ή των μα­κρο­πρό­θε­σμων κύ­κλων της κα­πι­τα­λι­στι­κής ε­ξέ­λι­ξης. Προφα­νώς, μια ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη κα­τα­νό­η­ση των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών ε­ξε­λί­ξε­ων σε κά­θε χρο­νι­κή στιγ­μή περ­νά­ει α­πα­ραι­τή­τως μέ­σα α­πό την α­να­γνώ­ρι­ση της φά­σης στην ο­ποί­α βρί­σκε­ται τό­σο ο βρα­χυ­πρό­θε­σμος ό­σο και ο μα­κρο­πρό­θε­σμος οι­κο­νο­μι­κός κύ­κλος.

Το μέ­ρος ό­μως της συ­γκε­κρι­μέ­νης έκ­δο­σης, ό­που α­πο­κα­λύ­πτε­ται με τον πλέ­ον ξε­κά­θα­ρο τρό­πο η συμ­βο­λή των Ει­σα­γω­γών του Μα­ντέλ στην κα­τα­νό­η­ση και στην ορ­θή α­ξιο­λό­γη­ση των με­τα­γε­νέ­στε­ρων κρι­τι­κών και των δια­φο­ρε­τι­κών ερμη­νειών, εί­ναι το τμή­μα της ει­σα­γω­γής στον 3ο Τό­μο, ό­που α­να­λύ­ε­ται ο νό­μος της ε­ξί­σω­σης του πο­σο­στού του κέρ­δους και τα τρί­α βα­σι­κά σχε­τι­κά ε­ρωτή­μα­τα: Ποια εί­ναι η σχέ­ση του με την θε­ω­ρί­α της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας γε­νι­κά; Ποιοι εί­ναι οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι μη­χα­νι­σμοί που ε­πι­τρέ­πουν να εμ­φα­νι­στεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η ε­ξί­σω­ση του πο­σο­στού κέρ­δους; Ποια εί­ναι η «τε­χνι­κή» λύση στο πρό­βλη­μα της με­τα­μόρ­φω­σης των α­ξιών σε τι­μές πα­ρα­γω­γής; Στα δύ­ο πρώ­τα ο Μα­ντέλ δί­νει σύ­ντο­μες, πει­στι­κές και ταυ­τό­χρο­να α­νέλ­πι­στα ευ­νό­η­τες α­πα­ντή­σεις. Στο τρί­το, το ο­ποί­ο α­πο­τέ­λε­σε και το βα­σι­κό πυ­ρή­να μα­κρο­χρόνιας δια­μά­χης, προ­χω­ρά­ει με­θο­δι­κά και δια­φο­ρο­ποιεί δύ­ο κύ­ριες κα­τη­γο­ρίες ε­πι­χει­ρη­μά­των: την αμ­φι­σβή­τη­ση της α­να­τρο­φο­δό­τη­σης και τη νο­μι­σμα­τική σύγ­χυ­ση.

Τέ­λος, οι σε­λί­δες που α­κο­λου­θούν α­πο­τε­λούν έ­να α­ξιο­ζή­λευ­το δείγ­μα α­νά­πτυ­ξης μιας α­να­τρε­πτι­κής πολι­τι­κής ά­πο­ψης και προ­ώ­θη­σης ρι­ζο­σπα­στι­κών πο­λι­τι­κών προ­τά­σε­ων, οι ο­ποί­ες ό­μως στη­ρί­ζο­νται ταυ­τό­χρο­να σε μια α­πρό­σμε­να α­πλή και λο­γι­κή α­νά­λυση. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­πτύσ­σει σε πολ­λά ση­μεί­α, με κά­θε ευ­και­ρί­α, ο­λο­κλη­ρω­μένες ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες οι ο­ποί­ες ο­δη­γούν σε κα­τάρ­ρευ­ση κοι­νο­τυ­πί­ες που χρη­σι­μο­ποιού­νται α­πό τους α­πο­λο­γη­τές της α­στι­κής τά­ξης, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα το ψευ­το­δί­λημ­μα α­νά­με­σα σ’ έ­ναν κρα­τι­κό πα­ρεμ­βα­τι­σμό και σε μια «ελεύ­θε­ρη» οι­κο­νο­μί­α ή, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, η σκο­πί­μως δια­τη­ρού­με­νη ψευ­δαί­σθη­ση πως α­ρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή ση­μαί­νει ε­πε­κτα­τι­κή δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή και αύ­ξη­ση των κρα­τι­κών ελ­λειμ­μά­των.

Σε άλ­λο ση­μεί­ο πά­λι, σχο­λιά­ζει με εύ­στο­χο τρό­πο, ό­χι μό­νο τα τε­κται­νό­με­να στο δυ­τι­κό, κα­πι­τα­λι­στι­κά α­να­πτυσ­σό­με­νο κό­σμο, αλ­λά και αυ­τά στις χώ­ρες του ι­στο­ρι­κού πει­ρά­μα­τος του α­πο­κα­λού­με­νου «υ­παρ­κτού σο­σια­λι­σμού», ανα­δει­κνύ­ο­ντας τις λαν­θα­σμέ­νες ερ­μη­νεί­ες της μαρ­ξι­στι­κής θε­ώ­ρη­σης πά­νω στις ο­ποί­ες βα­σί­σθη­κε η ά­σκη­ση μιας α­διέ­ξο­δης οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής. Το γε­γο­νός ό­τι στις χώ­ρες ό­που α­να­τρά­πη­κε ο κα­πι­τα­λι­σμός χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν τα σχή­μα­τα α­να­πα­ρα­γω­γής του Μαρ­ξ ως ερ­γα­λεί­α του «σο­σια­λι­στι­κού σχε­δια­σμού» εί­ναι έ­να πο­λύ πε­τυ­χη­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα, κα­θώς έ­νας τρό­πος πε­ρι­γραφής των τε­κται­νό­με­νων σε έ­να σύ­στη­μα γε­νι­κευ­μέ­νης ε­μπο­ρευ­μα­τι­κής πα­ραγω­γής, χρη­σι­μο­ποιού­νταν α­βί­α­στα σε μια κοι­νω­νί­α ό­που τα μέ­σα πα­ρα­γω­γής είναι α­ξί­ες χρή­σης που δια­νέ­μο­νται α­πό τις κρα­τι­κές ε­ξου­σί­ες σχε­δια­σμού και ό­χι ε­μπο­ρεύ­μα­τα. Αυ­τό βέ­βαια ο­δη­γεί σε πλή­θος άλ­λα θε­ω­ρη­τι­κά και πο­λιτι­κά πα­ρά­δο­ξα. Στη βά­ση της α­νε­δα­φι­κής υ­πό­θε­σης πως η βέλ­τι­στη ι­κα­νο­ποί­ηση των κοι­νω­νι­κών α­να­γκών ση­μαί­νει μια συ­νε­χή και α­πε­ριό­ρι­στη ε­πέ­κτα­ση της πα­ρα­γω­γής μέ­σων πα­ρα­γω­γής προ­κύ­πτει μια μό­νι­μη υ­πο­προ­σφο­ρά των κοινω­νι­κών υ­πη­ρε­σιών που α­φο­ρούν στην υ­γεί­α, στην παι­δεί­α, στην καλ­λι­τε­χνική δη­μιουρ­γί­α, στην «πρω­το­γε­νή» ε­πι­στη­μο­νι­κή έ­ρευ­να, στη μέ­ρι­μνα των παιδιών. Το τρα­γι­κό δε εί­ναι, ό­πως δια­πι­στώ­νει ο ί­διος ο Μα­ντέλ, ό­τι κα­μιά απ’ αυ­τές τις υ­πο­θέ­σεις δεν μπο­ρεί να α­πο­δει­χθεί ή να τεκ­μη­ριω­θεί ε­πι­στη­μονι­κά, πα­ρά λει­τουρ­γεί μάλ­λον ως «α­πο­λο­γη­τι­κό μέ­σο» για τις υ­φι­στά­με­νες πρα­κτι­κές στην ΕΣ­ΣΔ και στις «Λα­ϊ­κές Δη­μο­κρα­τί­ες».

Α­ντι­πα­ρα­τι­θέ­με­νος με την α­στι­κή τά­ξη και τους ι­δε­ο­λό­γους της που σε διάφο­ρες στιγ­μές της ι­στο­ρί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής πί­στε­ψαν «…πως βρή­καν την “φι­λο­σο­φι­κή λί­θο”… εί­χαν αι­σθαν­θεί ι­κα­νοί να α­νακοι­νώ­σουν το τέ­λος των κρί­σε­ων και των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών α­ντι­φά­σε­ων στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα…», ο Μα­ντέλ βο­η­θά στην α­πο­κρυ­στάλ­λω­ση της θε­ω­ρί­ας των κρί­σε­ων και της θε­ω­ρί­ας της κα­τάρ­ρευ­σης του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος του Μαρ­ξ. Βέ­βαια δεν πα­ρα­λεί­πει να α­φιε­ρώ­σει ό­σο χώ­ρο χρειά­ζεται στην κρι­τι­κή συ­ζή­τη­ση με­τα­γε­νέ­στε­ρων ερ­μη­νειών, οι ο­ποί­ες, πέ­ρα του εσφαλ­μέ­νου θε­ω­ρη­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, ο­δή­γη­σαν δυ­στυ­χώς σε πο­λι­τι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, ε­πι­κίν­δυ­να για την υ­πε­ρά­σπι­ση των δι­καί­ων της ερ­γα­τι­κής τά­ξης. Μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση εί­ναι αυ­τή της μο­νό­πλευ­ρης ε­ξή­γη­σης των κα­πι­τα­λιστι­κών κρί­σε­ων ως α­πο­τέ­λε­σμα α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο της «α­νε­παρ­κούς πα­ραγω­γής υ­πε­ρα­ξί­ας» με τις γνω­στές ρε­φορ­μι­στι­κές πο­λι­τι­κές προ­ε­κτά­σεις της. Στον α­ντί­πο­δα α­νά­λο­γων πα­ρα­νο­ή­σε­ων ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­θέ­τει τη μαρ­ξιστι­κή θε­ώ­ρη­ση σε σχέ­ση με το συ­γκε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα στην ο­λό­τη­τά της: οι κρίσεις υ­περ­πα­ρα­γω­γής εί­ναι ταυ­τό­χρο­να κρί­σεις υ­περ­συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου και κρί­σεις υ­περ­πα­ρα­γω­γής ε­μπο­ρευ­μά­των (ό­πως και εκ­δή­λω­ση της α­ναρ­χί­ας της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής), με άλ­λα λό­για η κρί­ση μπο­ρεί να ξε­πε­ρα­σθεί μό­νο αν εμ­φα­νι­σθούν ταυ­τό­χρο­να μια αύ­ξη­ση του πο­σο­στού κέρ­δους και μια διεύ­ρυν­ση της α­γο­ρα­στι­κής δύ­να­μης, έ­να γε­γο­νός το ο­ποί­ο κά­νει τα ε­πι­χειρή­μα­τα των ερ­γο­δο­τών ό­σο και αυ­τά των ρε­φορ­μι­στών να φαί­νο­νται α­νε­δα­φικά.

Ο κα­πι­τα­λι­στι­κός τρό­πος παρα­γω­γής, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό μια σει­ρά α­πό καί­ριες α­ντι­φά­σεις και εμ­φα­νίζει τε­λι­κά μια αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή μα­νί­α. Το ι­διαί­τε­ρο ό­μως στοι­χεί­ο στη συζή­τη­ση που α­να­πτύσ­σει ο Μα­ντέλ στις ε­πό­με­νες σε­λί­δες εί­ναι η α­νά­δει­ξη των υ­πο­κει­με­νι­κών --πέ­ρα α­πό τις α­ντι­κει­με­νι­κές-- αι­τιών για την τά­ση του συστή­μα­τος προς την κα­τάρ­ρευ­ση, των αι­τιών δη­λα­δή που σχε­τί­ζο­νται με τη νομι­μο­ποί­η­ση της ί­διας της α­να­τρο­πής του στα μά­τια της ερ­γα­τι­κής τά­ξης και των ευ­ρύ­τε­ρων λα­ϊ­κών στρω­μά­των. Για πα­ρά­δειγ­μα, λό­γω της α­νά­πτυ­ξης της ημιαυ­το­μα­το­ποί­η­σης και της αυ­το­μα­το­ποί­η­σης, προ­κύ­πτει α­να­πό­φευ­κτα μια μα­ζι­κή ε­πα­να­φο­ρά της πνευ­μα­τι­κής ερ­γα­σί­ας στη δια­δι­κα­σί­α πα­ρα­γω­γής, παράλ­λη­λα με μια του­λά­χι­στον σχε­τι­κή ε­λάτ­τω­ση του α­κραί­ου κα­τα­κερ­μα­τι­σμού της ερ­γα­σί­ας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ται­ϋ­λο­ρι­σμού. Ως α­πο­τέ­λε­σμα, δεν α­ναπτύσ­σο­νται α­πλά οι συλ­λο­γι­κές ι­διό­τη­τες της ερ­γα­σί­ας στο ε­σω­τε­ρι­κό του ερ­γο­στα­σί­ου, αλ­λά ε­πι­πλέ­ον βα­θαί­νει η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων ό­τι εί­ναι ι­κα­νοί να λει­τουρ­γή­σουν τα ερ­γο­στά­σια στη θέ­ση των κα­πι­τα­λι­στών ή των διευ­θυ­ντών που εί­ναι στην υ­πη­ρε­σί­α των κα­πι­τα­λι­στι­κών.

Βε­βαί­ως, ο Μα­ντέλ ό­χι α­πλά α­πο­φεύ­γει, αλ­λά α­ντι­πα­ρα­τί­θε­ται με κά­θε τρό­πο με την ά­πο­ψη του «αυ­τό­μα­του πι­λό­του». Ό­πως δη­λώ­νει εύ­στο­χα, ο Μαρ­ξ «…επα­να­λάμ­βα­νε ξα­νά και ξα­νά πως οι άν­θρω­ποι δη­μιούρ­γη­σαν και πρέ­πει να δη­μιουρ­γή­σουν τη δι­κή τους ι­στο­ρί­α, αλ­λά ό­χι με έ­ναν αυ­θαί­ρε­το τρό­πο και α­νεξάρ­τη­τα α­πό τις υ­λι­κές συν­θή­κες στις ο­ποί­ες βρέ­θη­καν». Για πα­ρά­δειγ­μα, η ί­δια η δια­δι­κα­σί­α της αυ­το­μα­το­ποί­η­σης, η ο­ποί­α συμ­βάλ­λει με τον προ­α­ναφε­ρό­με­νο τρό­πο στη δη­μιουρ­γί­α των υ­πο­κει­με­νι­κών ό­ρων α­να­τρο­πής, προ­καλεί ταυ­τό­χρο­να και συν­θή­κες που συμ­βάλ­λουν στην υ­πε­ρά­σπι­ση του συ­στή­ματος: μια αύ­ξη­ση της μα­ζι­κής α­νερ­γί­ας και των πιέ­σε­ων που μπο­ρούν να α­σκη­θούν προς ό­φε­λος της α­στι­κής τά­ξης. Βέ­βαια, η συ­νε­χό­με­νη α­κο­λου­θί­α α­ντι­φατι­κών κοι­νω­νι­κών προ­ε­κτά­σε­ων συ­νι­στά έ­να ση­μα­ντι­κό και πε­ριο­δι­κά ε­κρηκτι­κό στοι­χεί­ο της ε­ξε­λι­κτι­κής τά­σης του κα­πι­τα­λι­σμού, έ­να στοι­χεί­ο που κι αυ­τό με τη σει­ρά του συμ­βάλ­λει στην τε­λι­κή κα­τάρ­ρευ­ση. Ό­μως, το να θε­ω­ρήσει κα­νείς πως η κα­τάρ­ρευ­ση ο­δη­γεί αυ­το­μά­τως σε μια υ­ψη­λό­τε­ρης μορ­φής κοινω­νι­κή ορ­γά­νω­ση εί­ναι μια ε­πι­κίν­δυ­νη υ­πε­ρα­πλού­στευ­ση. «Α­κρι­βώς ως μια λει­τουρ­γί­α του ί­διου του εκ­φυ­λι­σμού του κα­πι­τα­λι­σμού, φαι­νό­με­να πο­λιτι­σμι­κής πα­ρακ­μής, ο­πι­σθο­δρό­μη­σης στο ε­πί­πε­δο της ι­δε­ο­λο­γί­ας και του σεβα­σμού των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, πολ­λα­πλα­σιά­ζουν πα­ράλ­λη­λα την α­διάκο­πη συ­νέ­χεια πο­λύ­μορ­φων κρί­σε­ων με τις ο­ποί­ες μας αγ­γί­ζει αυ­τή πα­ρακ­μή (μας έ­χει ή­δη αγ­γί­ξει). Η βαρ­βα­ρό­τη­τα, ως μια δυ­να­τή συ­νέ­πεια της κα­τάρ­ρευσης του συ­στή­μα­τος, εί­ναι μια πο­λύ πιο συ­γκε­κρι­μέ­νη και α­κρι­βή προ­ο­πτι­κή σή­με­ρα απ’ ό­τι ή­ταν στις δε­κα­ε­τί­ες του 1920 και 1930. Α­κό­μη και η φρί­κη του Ά­ουσβιτ­ς και της Χι­ρο­σί­μα θα φαί­νο­νται ή­πιες σε σύ­γκρι­ση με τη φρί­κη με την οποί­α θα φέ­ρει α­ντι­μέ­τω­πη την αν­θρω­πό­τη­τα μια συ­νε­χή α­πο­σύν­θε­ση του συ­στήμα­τος».

Α­πό την πρώ­τη έ­ως και την τε­λευ­ταί­α φρά­ση του πα­ρό­ντος συγ­γράμ­μα­τος προκύ­πτει α­βί­α­στα ο ρό­λος που ο ί­διος ο Μα­ντέλ προσ­διο­ρί­ζει για τον ε­αυ­τό του και το έρ­γο του σχε­τι­κά με την δυ­να­μι­κή της ε­ξέ­λι­ξης της αν­θρώ­πι­νης κοινω­νί­ας: η δι­δα­χή των πιο μα­χη­τι­κών και των πιο ε­νερ­γη­τι­κών τμη­μά­των της εργα­τι­κής τά­ξης, η συμ­βο­λή με άλ­λα λό­για στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της τά­ξης που έ­χει το ι­στο­ρι­κό κα­θή­κον της πρω­το­πο­ρί­ας για την ε­πα­να­στα­τι­κή α­να­τρο­πή του υ­φι­στά­με­νου κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος και την α­πο­τρο­πή ταυ­τό­χρο­να της α­πό­λυ­της πο­λι­τι­σμι­κής πα­ρακ­μής και της κοι­νω­νι­κής ο­πι­σθο­δρό­μη­σης. Ε­πιδιώ­κει να συμ­βάλ­λει με ό­λες του τις δυ­νά­μεις στην ε­πι­κρά­τη­ση και των υ­ποκει­με­νι­κών συν­θη­κών-προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για τη νί­κη του πα­γκό­σμιου σο­σια­λι­σμού. Για­τί ό­πως δη­λώ­νει ξε­κά­θα­ρα, «…η πά­λη για μια σο­σια­λι­στι­κή διέ­ξο­δο παίρ­νει τη ση­μα­σί­α μιας πά­λης για την ί­δια την ε­πι­βί­ω­ση του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού και του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους».





Σημειώσεις

(1) Πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για τις ει­σα­γω­γές που συ­νέ­τα­ξε ο Μα­ντέλ στην έκ­δο­ση των τριών τό­μων του Κε­φα­λαί­ου, Pelican Marx Library, London, 1976.

(2) Βλέ­πε στην ε­νό­τη­τα 4 της Ει­σα­γω­γής στον 3ο Τό­μο.

(3) «…Βέ­βαια γι’ αυ­τό το ε­πί­τευγ­μα, το ο­ποί­ο εί­ναι ένα α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα σε ο­λό­κλη­ρη την κοι­νω­νι­κή ε­πι­στή­μη, ο Μαρ­ξ δεν ή­ταν ανα­γκα­σμέ­νος να ξε­κι­νή­σει α­πό το μη­δέν, αλ­λά μπό­ρε­σε να βα­σι­σθεί, πέ­ρα ό­λων των άλ­λων, στην πρω­το­πο­ρια­κή δου­λειά του Κέ­σνε­ϊ, Tableau Economique. Ού­τε ε­πί­σης θα έ­πρε­πε να υ­πο­στη­ρι­χθεί ό­τι ο Μαρ­ξ έ­λυ­σε ό­λα τα προ­βλή­μα­τα της α­να­πα­ρα­γω­γής. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ά­φη­σε μό­νο έ­να η­μι­τε­λές σχέ­διο της ε­νό­τη­τας για την διευ­ρυ­νό­με­νη α­να­πα­ρα­γω­γή και δεν εί­χε το χρό­νο να ερ­γα­σθεί πά­νω στο ε­πί­μα­χο ε­ρώ­τη­μα, πως μπο­ρεί να προ­κύ­ψει πε­ρι­στα­σιακή ι­σορ­ρο­πί­α πα­ράλ­λη­λα με τους πε­ρί­φη­μους νό­μους κί­νη­σης του κε­φα­λαί­ου».

(4) «… Πρώ­τα απ’ ό­λα, ο Μαρ­ξ δεν ά­φη­σε έ­να τε­λειω­μέ­νο χει­ρό­γρα­φο του τό­μου με α­πο­τέ­λε­σμα να λεί­πουν σημα­ντι­κά μέ­ρη του. Εί­ναι σί­γου­ρο πως το η­μι­τε­λές 7ο μέ­ρος, το ο­ποί­ο τε­λειώ­νει με το μό­λις αρ­χι­νη­μέ­νο 52ο κε­φά­λαιο για τις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις, θα α­πο­τε­λούσε έ­ναν κρί­σι­μο σύν­δε­σμο α­νά­με­σα στο οι­κο­νο­μι­κό πε­ριε­χό­με­νο της τα­ξι­κής πά­λης με­τα­ξύ κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας, ό­πως α­να­πτύσ­σε­ται σε μά­κρος στον 1ο τό­μο, και στη συ­νο­λι­κή οι­κο­νο­μι­κή ε­πί­πτω­ση που σκια­γρα­φεί­ται με­ρι­κώς στο 11ο και 15ο κε­φά­λαιο του 3ου τό­μου. Ε­πι­πλέ­ον, ο 3ος Τό­μος φέ­ρει τον υ­πό­τι­τλο «Η Δια­δι­κα­σί­α της Κα­πι­τα­λι­στι­κής Πα­ρα­γω­γής στην Ο­λό­τη­τά της». Ό­μως, ό­πως ή­δη γνω­ρί­ζου­με α­πό το 2ο τό­μο, η ο­λό­τη­τα του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος συμπε­ρι­λαμ­βά­νει πα­ρα­γω­γή αλ­λά και κυ­κλο­φο­ρί­α. Προ­κει­μέ­νου να ο­λο­κλη­ρω­θεί μια ε­ξέ­τα­ση του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος στην ο­λό­τη­τά του, το Κε­φά­λαιο θα έ­πρε­πε να ε­μπε­ριέ­χει συ­μπλη­ρω­μα­τι­κούς τό­μους που θα α­σχο­λού­νταν μετα­ξύ άλ­λων με την πα­γκό­σμια α­γο­ρά, τον α­ντα­γω­νι­σμό, τον βιο­μη­χα­νι­κό κύ­κλο και το κρά­τος».

(5) Τα Μα­κρά Κύ­μα­τα της Κα­πι­ταλι­στι­κής Ε­ξέ­λι­ξης, Εκ­δό­σεις Ερ­γα­τι­κή Πά­λη, Α­θή­να 2003.



Σ.τ.Μ.: Προς διευ­κό­λυν­ση της χρή­σης των ε­πό­με­νων σε­λί­δων διευ­κρι­νί­ζο­νται τα ε­ξής:

-- Ό­που υ­πάρ­χουν πα­ρα­πο­μπές σε συ­γκε­κρι­μέ­νες σε­λί­δες του Κε­φα­λαί­ου, οι σε­λί­δες που δί­νο­νται εί­ναι α­κρι­βώς οι ί­διες με τις πα­ρα­πε­μπό­με­νες α­πό τον ί­διο Μα­ντέλ και α­να­φέ­ρο­νται σε σε­λί­δες της έκ­δο­σης των τριών τό­μων του Κε­φα­λαί­ου, Pelican Marx Library (reprinted in Penguin Books), London, 1976. Δεν ε­πι­λέ­χθη­κε η πα­ρά­θε­ση των σε­λί­δων των α­ντί­στοι­χων ε­δα­φί­ων α­πό ελ­λη­νι­κές εκ­δό­σεις του Κε­φα­λαί­ου, προ­κει­μέ­νου να α­πο­φευ­χθούν οι έστω λί­γες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις α­πό την ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.

-- Α­να­λό­γως, έ­χουν δια­τη­ρη­θεί αυ­τού­σιες ό­λες οι πα­ρα­πο­μπές που δια­τυ­πώ­νει ο ί­διος ο Μα­ντέλ στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ξε­νό­φω­νη έκ­δο­ση των δια­φό­ρων βι­βλί­ων και άρ­θρων, χω­ρίς να ε­πι­διω­χθεί η α­να­ζή­τη­ση και η πα­ρά­θε­ση της πα­ρα­πο­μπής των α­ντί­στοι­χων, ό­ταν υ­πάρ­χουν, εκ­δό­σε­ων στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα.

-- Γι’ αυ­τόν τον λό­γο, ε­πι­λέ­χθη­κε σκο­πί­μως ό­πως να μην με­τα­φρα­στούν τα ο­νόμα­τα των συγ­γρα­φέ­ων, οι τί­τλοι και τα το­πω­νύ­μια που προσ­διο­ρί­ζουν την κάθε πα­ρα­πε­μπό­με­νη έκ­δο­ση. Του­να­ντί­ον, το σύ­νο­λο των ο­νο­μά­των που α­να­φέ­ρονται μέ­σα στο πλαί­σιο του κει­μέ­νου (βα­σι­κού ή ε­πε­ξη­γή­σε­ων και υ­πο­ση­μειώ­σεων) δια­τυ­πώ­νο­νται με ελ­λη­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες. (Μά­λι­στα την πρώ­τη φο­ρά που δια­τυ­πώ­νε­ται με ελ­λη­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες έ­να ό­νο­μα, δί­νε­ται σε πα­ρέν­θε­ση με λα­τι­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες, προς α­πο­φυ­γή συγ­χύ­σε­ων).

-- Πέ­ρα α­πό τις υ­πο­ση­μειώ­σεις και τις ε­πε­ξη­γή­σεις του πρω­το­τύ­που, η με­τά­φρα­ση της πα­ρού­σας έκ­δο­σης α­νέ­δει­ξε λί­γες πε­ριπτώ­σεις ό­που α­παι­τή­θη­καν ε­πι­πρό­σθε­τες υ­πο­ση­μειώ­σεις και ε­πε­ξη­γή­σεις. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση προ­η­γεί­ται πά­ντα η έν­δει­ξη Σ.τ.Μ.
-- Οι ση­μειώ­σεις πα­ρα­τί­θε­νται στο τέ­λος κά­θε κεφα­λαί­ου.



Ζαρωτιάδης Γρηγόρης

2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: