Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
11/05/2008
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΞ, Μαντέλ
01.07.07
Eisagwgh_Kefalaiou.JPG
Συγγραφέας: Ερνέστ Μαντέλ
Χρονολογία έκδοσης: Ιούλιος 2007
Σελίδες: 364
Τιμή: 15 ευρώ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο χαρακτήρας και ταυτόχρονα η αξία της παρούσας έκδοσης συνίσταται στο ότι αποσκοπεί σε αναγνώστες που δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε μια ενδελεχή εξέταση του Κεφαλαίου, ίσως και σ’ αυτούς που ψάχνουν την ευκαιρία μιας πρώτης «γνωριμίας» με τη μαρξιστική οικονομική βιβλιογραφία (παρά το γεγονός ότι αρκετά από τα εδάφια στις ακόλουθες σελίδες απαιτούν την εμβάθυνση στο ίδιο το Κεφάλαιο ή αλλού, όπως για παράδειγμα οι αναφορές στα «σχήματα αναπαραγωγής»), ενώ αποτελεί ταυτόχρονα ένα χρήσιμο εργαλείο και για έναν έμπειρο μελετητή της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης. Επίσης χαρακτηρίζεται από μια αξιοσημείωτη πρωτοτυπία: πρόκειται ουσιαστικά για τρία, όχι άσχετα μεταξύ τους, εισαγωγικά κείμενα που συνέταξε ο Ερνέστ Μαντέλ για να δώσει μια πρόγευση, να κατευθύνει τον αναγνώστη/μελετητή των τριών τόμων του Κεφαλαίου (1), τα οποία παρουσιάζονται εδώ ως τρεις ενότητες ενός αυτόνομου έργου. Βέβαια, τα εν λόγω εισαγωγικά κείμενα ξεφεύγουν κατά πολύ από τα συνήθη πλαίσια των εισαγωγών, γεγονός που δικαιολογεί ακριβώς την επιλογή της παρούσας έκδοσης. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για φιλολογικές παραθέσεις ή για απαρίθμηση ιστορικών πληροφοριών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της εποχής κατά την οποία συντάχθηκε το Κεφάλαιο, αλλά πολύ περισσότερο για μια συνολική και συνδυασμένη αποτίμηση του επιστημονικού και του πολιτικού περιεχομένου του, συνοδευόμενη από μια ταυτόχρονα διενεργούμενη βιβλιογραφική επισκόπηση αναφορών μαρξιστών αλλά και κλασικών/νεοκλασικών συγγραφέων που είτε ασκούν κριτική, είτε θέλουν να προσαρμόσουν και να συμπληρώσουν την ανάλυση του Μαρξ. Ως εκ τούτου, η παρούσα έκδοση αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια αποτίμηση του Κεφαλαίου και των συζητήσεων που αυτό προκαλεί, την οποία συνέταξε ένας από τους πλέον σημαντικούς μαρξιστές οικονομολόγους του 20ου αιώνα.
Πέρα όμως από τη σκοπιά της βιβλιογραφικής επιμέλειας, ο σκοπός αυτής της έκδοσης σχετίζεται απόλυτα με τα χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε. Σε μια εποχή που πολλές λέξεις έχουν χάσει την αρχική τους σημασία, που οι έννοιες πρέπει να επαναπροσδιορίζονται με κάθε ευκαιρία, καθώς η σύγχρονη αστική ρητορική προβαίνει σε συνεχείς αλλοτριώσεις προοδευτικών αντιλήψεων, χρησιμοποιώντας αυτές μάλιστα ως μανδύα παραπλάνησης στη μεθόδευση επιβολής αντιδραστικών πολιτικών, κάθε προσπάθεια αποκατάστασης των δεδομένων ιδεολογικοπολιτικών και θεωρητικών διαφορών αποκτά μια ιδιαίτερη αξία. Με αυτήν την έννοια, τα ακόλουθα κείμενα παρέχουν ακόμη μια σημαντική «υπηρεσία» στον αναγνώστη: το ίδιο το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή τους μορφή και με τον ορθόδοξο τρόπο έννοιες που εισήγαγε ο Μαρξ, για παράδειγμα «τιμές παραγωγής» και «κόστος παραγωγής» ή «μεταβλητό» και «σταθερό κεφάλαιο», μπορεί να δυσκολεύουν την κατανόηση και να απαιτούν μια ιδιαίτερα προσεκτική μελέτη, αλλά επαναφέρουν τα βασικά εργαλεία της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης, αυτές τις ίδιες τις έννοιες, στην καθαρή και ορθόδοξη μορφή τους. Στις σελίδες που ακολουθούν, υπάρχουν πολλά εδάφια αποκαλυπτικών αποσαφηνίσεων όρων και επιχειρημάτων του Μαρξ που προκάλεσαν πολλές παρανοήσεις και ανεδαφικές κριτικές: για παράδειγμα η αποσαφήνιση των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων όρων της αξίας, της αξίας αγοράς, των τιμών παραγωγής και των τιμών αγοράς του Μαρξ, οι οποίες προκαλούν συχνά τη σύγχυση (2).
Εισαγωγικά, αξίζει επίσης να αναφερθούμε στα σύγχρονα χαρακτηριστικά της ακαδημαϊκής θεωρητικής ανάλυσης στο χώρο της πολιτικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο που επιδιώκεται, μανιωδώς, μια φαινομενική αντικειμενικοποίηση του λόγου των ακαδημαϊκών οικονομολόγων, λες και υπάρχει χώρος της ανθρώπινης διανόησης που να χαρακτηρίζεται από μια απόλυτη αντικειμενικότητα, ή λες και αυτή είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό του επιστημονικού λόγου. Αφετέρου, είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη μια τάση κατακερματισμού της ακαδημαϊκής αναζήτησης σε θεωρητικές αναλύσεις ολοένα και πιο περιορισμένων ερωτημάτων, σε εμπειρικές μελέτες με ερευνητικούς σκοπούς όλο και πιο περιορισμένης εμβέλειας, μια τάση αγνόησης ευρύτερων προβληματισμών και ανισομερούς επικέντρωσης σε ουδέτερα ζητούμενα που οδηγούν εξ’ ορισμού σε ουδέτερα συμπεράσματα. Η πραγματική επιδίωξη πίσω απ’ αυτήν την έντεχνη επιστημονικοφάνεια είναι απλά η προώθηση των κάθε άλλο παρά αντικειμενικών και περιορισμένων συμφερόντων της άρχουσας τάξης, της τάξης που εξουσιάζει την πολιτική και την κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα, προσπαθεί να τιθασεύσει την πολιτισμική έκφραση και θεωρεί, σωστά, επιτακτικό να καθορίζει την κατεύθυνση στην οποία εξελίσσονται οι ιδέες και η κοινωνική γνώση.
Προφανώς θα ήταν ανόητο να παραγνωρίσει κανείς τη σημασία και την χρηστικότητα των μαθηματικών υποδειγμάτων στην οικονομική ανάλυση. Άλλο τόσο παραπλανητικός είναι όμως ένας φετιχισμός των αριθμών, μια συναρτησιολαγνεία που παραβλέπει --άραγε άθελά της;-- την ίδια τη φύση της μαθηματικής ανάλυσης: «… τα μαθηματικά υποδείγματα δεν μπορούν από μόνα τους να λύσουν θεωρητικά προβλήματα. Μπορούν απλά να τυποποιήσουν συσχετίσεις που έχουν ήδη κατανοηθεί ως τέτοιες, των οποίων η φύση και οι επιπτώσεις πρέπει να αποδειχθούν προτού προβούμε σε μια έχουσα σημασία τυποποίηση … οι εξισώσεις τους οδηγούν σε συμπεράσματα τα οποία είναι, προφανώς, μαθηματικά συνεπή, αλλά μπορεί παρά ταύτα να είναι θεωρητικά εσφαλμένα: δηλαδή τα οποία δεν ανταποκρίνονται σε μια έχουσα σημασία αναπαράσταση του προβλήματος που υποτίθεται πως λύνουν». Άλλωστε, αυτή η όχι τυχαία εμμονή στην ποσοτικοποίηση καταλήγει πολλές φορές σε ανούσιες συναθροίσεις διαφορετικών πραγμάτων. Ο Μαντέλ δίνει έμφαση σ’ αυτήν την αδυναμία της κλασικής και νεοκλασικής παράδοσης υποστηρίζοντας για παράδειγμα ότι η παραδοσιακή ακαδημαϊκή οικονομική σκέψη (με την εξαίρεση κάποιων μελετών του εμπορικού κύκλου και της θεωρίας των κρίσεων) δεν έχει καν αναφερθεί στις δυσκολίες επίτευξης μιας ισορροπίας μεταξύ του συνόλου της παραγωγής εμπορευμάτων, διαρθρωμένο σε συγκεκριμένες διαφορετικές αξίες χρήσης, από τη μία και τη δομή ζήτησης του εθνικού εισοδήματος από την άλλη. Η τεχνική της συνάθροισης αδιαφοροποίητων ροών χρηματικών αξιών, χρησιμοποιούμενη ιδιαίτερα από τον Κέινς, συμβάλει για παράδειγμα σε αυτήν τη σύγχυση.
Απέναντι σ’ αυτήν την θετικιστική στενότητα και την ψευδεπίγραφη επιστημονικοφάνεια του επικρατούντος ακαδημαϊκού ρεύματος, ο Μαντέλ αντιπαραθέτει την ανωτερότητα της διαλεκτικής μεθόδου που εφάρμοσε παραδειγματικά ο Μαρξ στην ανάλυσή του: «… Χάρις σ’ αυτήν τη μέθοδο, το Κεφάλαιο του Μαρξ φαίνεται γιγάντιο μπροστά σε κάθε επόμενη ή σύγχρονη εργασία οικονομικής ανάλυσης. Ποτέ δεν αποσκοπούσε στη χρήση σαν ένα εγχειρίδιο για την υποστήριξη των κυβερνήσεων στη λύση τέτοιων προβλημάτων όπως τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, ούτε ως μια λόγια και σίγουρα ανιαρή εξήγηση όλων των συναρπαστικών συμβάντων στην αγορά, όταν ο κύριος Σμιθ δεν θα βρίσκει αγοραστή για τους τελευταίους από τους 1.000 τόνους σιδήρου που κατέχει. Το Κεφάλαιο είχε ως στόχο την εξήγηση τού τί θα συμβεί στην εργασία, στο μηχανολογικό εξοπλισμό, στην τεχνολογία, στο μέγεθος των επιχειρήσεων, στην κοινωνική δομή του πληθυσμού, στις ασυνέχειες της οικονομικής ανάπτυξης και στις σχέσεις μεταξύ απασχολούμενων και απασχόλησης, ενόσω ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ξεδιπλώνει την τρομακτική δυναμική του». Ακριβώς επειδή αναγνωρίζει το τι διακυβεύεται μέσα απ’ αυτήν την αντιπαράθεση, ο Μαντέλ προχωρά σε μια εξαντλητική σε πολλές περιπτώσεις ανάλυση μεθοδολογικών ζητημάτων, της πραγματικής υπόστασης της υλιστικής διαλεκτικής (ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες της Εισαγωγής στον 1ο τόμο), η οποία βέβαια αποδεικνύεται απαραίτητη αφού βοηθά το συγγραφέα, και ως εκ τούτου τον αναγνώστη, να αναιρέσει με απλό και κατανοητό τρόπο μια από τις βασικές κριτικές για το Κεφαλαίο: την αμφισβήτηση της επιστημονικότητάς του και τη συκοφαντία πως αποτελεί μια συλλογή ιστορικών προφητειών χωρίς την απαραίτητη επιστημονική δικαιολόγηση. Ο Μαντέλ ισχυρίζεται εύστοχα πως η εν λόγω κριτική συνίσταται απλώς σε μια παρανόηση της διαλεκτικής μεθόδου, η οποία εξ’ ορισμού απαιτεί συνεχείς εμπειρικές επιβεβαιώσεις και ανατροφοδότηση από πραγματικά στοιχεία και δεδομένα. Άλλωστε, η ίδια η επιβεβαίωση των «προφητειών» του Κεφαλαίου, μετά από περισσότερο από έναν αιώνα, μιλά από μόνη της για την επιστημονική εγκυρότητά του. Στο πλαίσιο τέλος αυτής της μεθοδολογικής ανασκόπησης ο συγγραφέας παίρνει την ευκαιρία να δώσει στον αναγνώστη, απλά και συνοπτικά, τη συνολική εικόνα του συγγραφικού έργου του Μαρξ και τη θέση των τριών τόμων του Κεφαλαίου σ’ αυτήν.
Συνεπώς η χρήση των επόμενων σελίδων ως ένα εργαλείο που διευκολύνει τους ερευνητές στο να κατανοήσουν καλύτερα το περιεχόμενο του ίδιου του Κεφαλαίου, καθώς δίνεται μια αρκετά αναλυτική και εις βάθος περιγραφή της μεθοδολογίας που ακολουθεί ο Μαρξ, αποτελεί έναν από τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση να συγκεντρώσουμε τις τρεις Εισαγωγές σε μια έκδοση. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας ο ίδιος ο Μαντέλ ορθά την υλιστική διαλεκτική, τοποθετεί τη διαδικασία της επιστημονικής σκέψης του Μαρξ στην ιστορική πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της: «…μόνο η ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας και οι αντιθέσεις της, και πάνω απ’ όλα ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, κατέστησε για τον Μαρξ δυνατό να αφομοιώσει, να συνδυάσει και να μεταλλάξει αυτές τις επιστήμες με το συγκεκριμένο τρόπο και στη συγκεκριμένη κατεύθυνση που έδωσε».
Πέρα όμως από την προαναφερόμενη μεθοδολογική χρηστικότητα --και εκτός του ότι οι ακόλουθες σελίδες αποτελούν μια εξαιρετική προσπάθεια--, της σχετικά σύντομης αποτίμησης του περιεχομένου του Κεφαλαίου, μια άλλη βασική επιδίωξη αυτής της έκδοσης είναι η ανάδειξη του ορθολογικού τρόπου με τον οποίο αναλύει ο Μαντέλ τις διάφορες παρανοήσεις και τις εναλλακτικές αντιλήψεις που ανέπτυξαν οπαδοί ή επικριτές του Μαρξ, στην προσπάθειά τους να σχολιάσουν θέσεις που αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο ή να συμπληρώσουν τυχόν κενά στην ανάλυση και στην επιχειρηματολογία. Και οι τρεις Εισαγωγές, και οι τρεις ενότητες της ακόλουθης διάρθρωσης αναφέρονται μ’ έναν συνεκτικό τρόπο, χωρίς αναίτιες επικαλύψεις και με τις απαραίτητες αλληλοσυμπληρώσεις, στο σύνολο των βασικών δημόσιων συζητήσεων και αμφισβητήσεων που έχουν αναπτυχθεί από τότε που πρωτοδημοσιεύθηκε ο 1ος τόμος του Κεφαλαίου.
Εδώ, βέβαια, χρειάζεται μια αποσαφήνιση. Ο Μαντέλ, όπως ακριβώς ο Μαρξ, προσδιορίζει την ιστορική θέση του καπιταλισμού, τοποθετεί ιστορικά το ίδιο το Κεφάλαιο και το συνδέει εύστοχα με τις προγενέστερες ιδεολογικές αναφορές, όπως και με τις επόμενες συζητήσεις αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το πόσο διαχρονική είναι η ισχύ των προβλέψεων και των επιχειρημάτων του. Μέσα απ’ αυτήν την προσέγγιση καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να παρουσιάσει ολοκληρωμένα το σύνολο της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, από τις πλέον αντιδραστικές νεοκλασικές ιδεοληψίες έως τις «αριστερής» προέλευσης, περισσότερο ή λιγότερο εύστοχες, κριτικές του Κεφαλαίου και τις πιο τραβηγμένες νεομαρξιστικές ερμηνείες πτυχών της μαρξιστικής ανάλυσης που, πράγματι, έχουν μείνει αναπάντητες. Σ’ αυτήν την προσπάθειά του δεν «χαρίζεται» σε κανέναν, ούτε στον ίδιο το Μαρξ, όταν διαπιστώνει τυχόν σημεία ανακολουθίας και ασυμφωνίες στην ανάλυσή του, ενώ δεν αποφεύγει να αναδείξει τις επιρροές που δέχθηκε, αλλά και τα κενά που υπάρχουν στο θεωρητικό του οικοδόμημα (3). Η ιδιαίτερη όμως αξία αυτής της αντιμετώπισης της οικονομικής σκέψης στο σύνολό της, γύρω από το επίκεντρο του Κεφαλαίου, είναι ότι παρά το σε πολλά σημεία γλαφυρό του ύφος, ο Μαντέλ ελάχιστα παρασύρεται από προσωπικές αντιπάθειες και δεν διολισθαίνει σε προκαταλήψεις, που είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχουν, αλλά αντιθέτως στηρίζει τις κρίσεις του και τη συγκριτική βιβλιογραφική επισκόπησή του αποκλειστικά σε αντικειμενικά ιστορικά-εμπειρικά κριτήρια και λογικά επιχειρήματα.
Οι παρανοήσεις, οι κριτικές και οι ερμηνείες που προκάλεσαν τις βασικές μεταγενέστερες συζητήσεις γύρω από το περιεχόμενο του Κεφαλαίου και οι οποίες αναπτύσσονται, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες σελίδες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: Αφενός έχουμε αυτές που αναφέρονται στη μεθοδολογία και στη δομή του Κεφαλαίου. Στις προηγούμενες παραγράφους αναφέρθηκαν κάποιοι ενδεικτικοί προβληματισμοί. Πέρα όμως από τις αναφορές στη φύση της υλιστικής διαλεκτικής μεθόδου και των πλεονεκτημάτων της απέναντι στην κατάχρηση των ποσοτικών μεθόδων από πλευράς της νεοκλασικής παράδοσης, ο Μαντέλ διαπιστώνει εύστοχα μια άλλη, προφανώς σχετική, χαρακτηριστική διαφορά: εκείνο που προκύπτει ξεκάθαρα μέσα από το Κεφάλαιο είναι ότι για τον Μαρξ δεν υπάρχει «καθαρή» οικονομική θεωρία που να εξαιρείται από μια συγκεκριμένη κοινωνική δομή και ιστορική πραγματικότητα. Στο Κεφάλαιο αποκαλύπτονται νόμοι κίνησης που καθορίζουν τη γέννηση, την εξέλιξη, την παρακμή και την εξαφάνιση μιας πολύ συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής οικονομικής οργάνωσης, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο συγγραφέας σπεύδει όμως να επισημάνει πως το Κεφάλαιο περιέχει παρά ταύτα μια επιστήμη της καπιταλιστικής οικονομίας, σε αντίθεση όσων υποστήριξαν αστοί επικριτές του, αλλά επίσης και κάποιοι μαρξιστές που βλέπουν σε αυτό απλά και μόνο ένα εργαλείο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού από το προλεταριάτο. Πρόκειται για μια παρανόηση που παραβλέπει μια βασική διάκριση που εισήγαγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς μεταξύ του ουτοπικού και του επιστημονικού σοσιαλισμού, οι οποίοι θεωρούσαν βασικό το να στηριχθεί ο σοσιαλισμός (κομμουνισμός) πάνω σε μια επιστημονική θεμελίωση.
Ταυτόχρονα, οι τρεις Εισαγωγές μάς βοηθούν στο να αντιληφθούμε μια ακόμη από τις βασικότερες διαφορές μεταξύ της μαρξιστικής ανάλυσης από τη μια και του συνόλου της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης από την άλλη: σε αντίθεση με την εμμονή σε κοινωνικοοικονομικούς μηχανισμούς και νόμους που εξασφαλίζονται αυτόματα, φυσικά και απρόσμενα, πέρα και έξω από τις προσωπικές επιλογές του καθενός, στον αντίποδα του ευφυολογήματος του «αόρατου χεριού» των δυνάμεων της αγοράς, ο Μαρξ επέμενε, ξανά και ξανά, πως τίποτε δεν είναι αυτόματο ή δεδομένο στην καπιταλιστική κοινωνία, εκτός της ίδιας της δομής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των τάσεων που αυτός γεννά και της αναπόφευκτα μη αρμονικής και ανισόρροπης πορείας εξέλιξης του συστήματος.
Αφετέρου, οι ακόλουθες σελίδες συζητούν μια σειρά από κριτικές και διαφοροποιημένες ερμηνείες που αφορούν σε βασικά συμπεράσματα της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης. Το πραγματικό περιεχόμενο της θεωρίας της αξίας-εργασίας του Μαρξ, όχι απλά ως μια περαιτέρω εξέλιξη και τελειοποίηση της θεωρίας της αξίας-εργασίας του Ρικάρντο, αλλά ως μια μετατροπή αυτής με πολλαπλές και βαρύνουσες διαφοροποιήσεις -- η ανακάλυψη της γενικής κατηγορίας της υπεραξίας, που περικλείει τα κέρδη, τις προσόδους και τα ενοίκια, καθώς και η εξήγηση του πραγματικού περιεχομένου της έννοιας του «κεφαλαίου», σε αντίθεση με την υπεραπλουστευτική κλασική αντίληψη ότι «κεφάλαιο» είναι απλά «οποιοδήποτε απόθεμα πλούτου» ή «οποιαδήποτε μέσο αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» --η αναγνώριση του κεντρικού ρόλου του ανταγωνισμού για την οικονομική ανάπτυξη στον καπιταλισμό-- η εμπορευματική θεωρία του χρήματος του Μαρξ και ο ακριβής, συνεπής τρόπος αντιμετώπισης της κυκλοφορίας των τραπεζικών χαρτονομισμάτων ή ακόμη και του πιστωτικού χρήματος --οι τεχνολογικές αλλαγές, οι διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ διαφορετικών εργοστασίων και εταιριών, οι αλλαγές στους πραγματικούς μισθούς και στη δομή των καταναλωτικών δαπανών, όλες αυτές οι σύνθετες κινήσεις, που μπορεί να καταστήσουν τον εμπορικό κύκλο και τις περιοδικές υφέσεις δυνατές και μάλιστα αναπόφευκτες σε συνθήκες γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής-- η ίδια η συνέπεια των επιμέρους μερών της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ με τη θεμελιακή αρχή της θεωρίας της αξίας-εργασίας είναι αυτό το οποίο καταφέρνει να αναδείξει στις επόμενες σελίδες ο Μαντέλ.
Ο Μαρξ εισήγαγε μια σειρά από αλλαγές στη θεωρία της αξίας-εργασίας της «κλασσικής» σχολής της πολιτικής οικονομίας. Ιδιαίτερα μία εξ αυτών ήταν αποφασιστικής σημασίας, όπως διαπιστώνει εύστοχα ο Μαντέλ: η χρήση της έννοιας της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας ως το θεμέλιο της αξίας. Έτσι, ο Μαρξ δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση νεορικαρντιανός: «Ποσότητες εργασίας ως η ουσία της αξίας» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από ποσότητες εργασίας ως μια κοινή βάση μέτρησης της αξίας όλων των εμπορευμάτων. Η διαφοροποίηση μεταξύ συγκεκριμένης εργασίας, που προσδίδει στα εμπορεύματα την αξία χρήσης τους, και αφηρημένης εργασίας, που προσδιορίζει την αξία τους, είναι ένα επαναστατικό βήμα στην θεωρητική ανάλυση. Ο ίδιος ο Μαρξ το θεωρούσε ως το κύριο επίτευγμά του, μαζί με την ανακάλυψη της γενικής κατηγορίας της υπεραξίας.
Συνεχίζοντας τη συζήτηση της θεωρία της αξίας, ο Μαντέλ προχωρά στην αποσαφήνιση μιας σχετικής παρανόησης: «ο τρόπος με τον οποίο η μαρξιστική θεωρία της αξίας-εργασίας αποκλείει με σαφήνεια την αξία χρήσης από κάθε άμεσο προσδιορισμό της αξίας και της ανταλλακτικής αξίας έχει γίνει συχνά αντιληπτή σαν μια απόρριψη της αξίας χρήσης από τον Μαρξ». Η ενασχόληση όμως στον 2ο τόμο με τα ζητήματα της αναπαραγωγής αναδεικνύει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας γεφυρώνεται στον καπιταλισμό ώστε να καθίσταται δυνατή η οικονομική ανάπτυξη. Ο Μαντέλ επισημαίνει ότι, «για τον Μαρξ, το εμπόρευμα γίνεται αντιληπτό ως να εμπεριέχει και τα δύο, μια ενότητα και μια αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας: ένα αγαθό χωρίς αξία χρήσης για κάθε πιθανό αγοραστή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την ανταλλακτική του αξία». Το αν θα αναγνωρισθεί ή όχι μια δεδομένη ποσότητα της εργασίας από την κοινωνία εμφανίζεται αποκλειστικά σε συνάρτηση με την κάλυψη της ενεργούς ζήτησης στην αγορά, δηλαδή είναι ανεξάρτητο από την αξία χρήσης ή την κοινωνική χρησιμότητα των ιδιαίτερων φυσικών χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος. Η κοινωνία αναγνωρίζει απλώς ποσότητες εργασίας που ξοδεύτηκαν στην δική της παραγωγή, τις ποσότητες της αφηρημένης κοινωνικά αναγκαίας εργασίας όπως τις προσδιορίζει ο Μαρξ. Με άλλα λόγια, η θεωρία της αξίας-εργασίας δεν έχει να κάνει σε τίποτε με κρίσεις για την χρησιμότητα των πραγμάτων ως προς την ανθρώπινη ευτυχία ή την κοινωνική ανάπτυξη. Ακόμη λιγότερο έχει να κάνει με τη θεμελίωση «συνθηκών δικαιοσύνης στην ανταλλαγή». Απλώς αναγνωρίζει το βαθύτερο νόημα των πραγματικών πράξεων ανταλλαγής και της παραγωγής εμπορευμάτων στον καπιταλισμό.
Απλά και ευδιάκριτα, ο συγγραφέας προχωρά σε αναίρεση πολλών από τις απλουστευτικές και παραπλανητικές επικρίσεις ή μυθεύματα γύρω από το περιεχόμενο της μαρξιστικής ανάλυσης. Σύμφωνα με το Μαρξ, ο καπιταλισμός δεν είναι μια κοινωνία «τέλειου ανταγωνισμού», ούτε μια κοινωνία «αυξανόμενης ένδειας», ή μια κοινωνία όπου «οι ιδιώτες επιχειρηματίες δεσπόζουν στα εργοστάσια», ούτε ακόμη μια κοινωνία στην οποία «το χρήμα είναι ο ένας και μοναδικός κύριος». Σε αντίθεση μ’ αυτές τις ασάφειες και ανακρίβειες που οδηγούν σε ατέρμονες συγχύσεις για τη σχέση του σημερινού οικονομικού συστήματος στη Δύση με το οικονομικό σύστημα που ανέλυσε ο Μαρξ, ο Μαντέλ προσδιορίζει πολύ συγκεκριμένα το πως ορίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στο Κεφάλαιο: μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης όπου η μάζα των παραγωγών δεν είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής αλλά πρέπει να πουλούν την εργατική τους δύναμη στους ιδιοκτήτες, οι οποίοι οργανώνονται σε διαφορετικές εταιρίες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα μερίδια των αγορών και είναι ως εκ τούτου αναγκασμένοι να εξάγουν τη μέγιστη υπεραξία από τους παραγωγούς, προκειμένου να συσσωρεύσουν όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Όπως διαπιστώνει μάλιστα ο συγγραφέας, σε αντίθεση με πολλούς από τους σύγχρονούς του επικριτές του καπιταλισμού, ο Μαρξ δεν θεωρούσε πως η συσσώρευση κεφαλαίου είχε μια απλή και αναμφίβολα επιζήμια επίπτωση στη θέση της μισθωτής εργασίας. Σημαίνει αυτό ότι ο Μαρξ δεν διατύπωσε καμιά θεωρία εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, ή ότι προέβη σε αισιόδοξες προβλέψεις για την γενικότερη τάση των συνθηκών της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό; Ο Μαντέλ ξεκαθαρίζει με πολύ συγκεκριμένο και αναλυτικό τρόπο τις πιθανές επιπτώσεις στην αξία της εργασίας και στους πραγματικούς μισθούς, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από την ανάλυση στο Κεφάλαιο και δείχνει το πραγματικό περιεχόμενο της τάσης προς μια σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό έτσι όπως την προσδιορίζει ο Μαρξ.
Ίσως το πλέον δημοφιλές θέμα για ανάπτυξη θεωρητικών φιλονικιών και κριτικών σε σχέση με τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση είναι αυτό της θεωρίας της κατάρρευσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Μαντέλ προβαίνει σε μια εκτενή συζήτηση της θεωρητικής δουλειάς που έκανε ο Μαρξ για να καταδείξει τη δυναμική και τις βραχυχρόνιες (οικονομικοί κύκλοι) / μακροχρόνιες εξελικτικές τάσεις του συστήματος, συγκρίνοντας ταυτόχρονα και αξιολογώντας, στο πλαίσιο της παράλληλης βιβλιογραφικής επισκόπησης, το σύνολο των εναλλακτικών θεωριών, των διαφόρων ερμηνειών και των κριτικών που διατυπώθηκαν. Συνδυάζοντας το περιεχόμενο των τριών τόμων καταλήγει στη διαπίστωση ότι το κεντρικό μήνυμα των δύο πρώτων τόμων, αναφέρεται σε μια τρομακτικά δυναμική διαδικασία: ο μεν 1ος τόμος αποδεικνύει γιατί το κεφάλαιο είναι εξ’ ορισμού αξία σε αέναη αναζήτηση επιπρόσθετης αξίας, ενώ ο 2ος ακολουθεί τα παραγόμενα εμπορεύματα στο ταξίδι τους έξω από το χώρο παραγωγής αποκαλύπτοντας την κινητήρια δύναμη των κυκλικών βραχυχρόνιων διακυμάνσεων. Πάνω σε αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα χτίζεται ο 3ος τόμος, ο οποίος αποσκοπεί ακριβώς, χωρίς δυστυχώς να ολοκληρώνει τον προορισμό του (4) στην εξήγηση της καπιταλιστικής οικονομίας στην ολότητά της, συνδυάζοντας τις ήδη διαπιστωμένες αντιφάσεις που αποτελούν και τους βασικούς νόμους κίνησης του συστήματος και οδηγούν σε εκρηκτικές κρίσεις και στην τελική του κατάρρευση. Στο πλαίσιο αυτών των εισαγωγικών του αναφορών ο Μαντέλ σκιαγραφεί τη συστηματοποίηση των εξελικτικών τάσεων του καπιταλιστικού συστήματος που ο ίδιος αναπτύσσει πιο συγκεκριμένα μέσα από το σχετικό του βιβλίο (5): πέρα από τους ευδιάκριτους βραχυχρόνιους οικονομικούς κύκλους και τη συνολική, ιστορική τάση κρίσης και κατάργησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας ενδιάμεσης χρονικής περιοδικότητας, αυτή των μακρών κυμάτων ή των μακροπρόθεσμων κύκλων της καπιταλιστικής εξέλιξης. Προφανώς, μια ολοκληρωμένη κατανόηση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων σε κάθε χρονική στιγμή περνάει απαραιτήτως μέσα από την αναγνώριση της φάσης στην οποία βρίσκεται τόσο ο βραχυπρόθεσμος όσο και ο μακροπρόθεσμος οικονομικός κύκλος.
Το μέρος όμως της συγκεκριμένης έκδοσης, όπου αποκαλύπτεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο η συμβολή των Εισαγωγών του Μαντέλ στην κατανόηση και στην ορθή αξιολόγηση των μεταγενέστερων κριτικών και των διαφορετικών ερμηνειών, είναι το τμήμα της εισαγωγής στον 3ο Τόμο, όπου αναλύεται ο νόμος της εξίσωσης του ποσοστού του κέρδους και τα τρία βασικά σχετικά ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση του με την θεωρία της αξίας-εργασίας γενικά; Ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί που επιτρέπουν να εμφανιστεί στην πραγματικότητα η εξίσωση του ποσοστού κέρδους; Ποια είναι η «τεχνική» λύση στο πρόβλημα της μεταμόρφωσης των αξιών σε τιμές παραγωγής; Στα δύο πρώτα ο Μαντέλ δίνει σύντομες, πειστικές και ταυτόχρονα ανέλπιστα ευνόητες απαντήσεις. Στο τρίτο, το οποίο αποτέλεσε και το βασικό πυρήνα μακροχρόνιας διαμάχης, προχωράει μεθοδικά και διαφοροποιεί δύο κύριες κατηγορίες επιχειρημάτων: την αμφισβήτηση της ανατροφοδότησης και τη νομισματική σύγχυση.
Τέλος, οι σελίδες που ακολουθούν αποτελούν ένα αξιοζήλευτο δείγμα ανάπτυξης μιας ανατρεπτικής πολιτικής άποψης και προώθησης ριζοσπαστικών πολιτικών προτάσεων, οι οποίες όμως στηρίζονται ταυτόχρονα σε μια απρόσμενα απλή και λογική ανάλυση. Ο συγγραφέας αναπτύσσει σε πολλά σημεία, με κάθε ευκαιρία, ολοκληρωμένες επιχειρηματολογίες οι οποίες οδηγούν σε κατάρρευση κοινοτυπίες που χρησιμοποιούνται από τους απολογητές της αστικής τάξης, όπως για παράδειγμα το ψευτοδίλημμα ανάμεσα σ’ έναν κρατικό παρεμβατισμό και σε μια «ελεύθερη» οικονομία ή, ακόμη χειρότερα, η σκοπίμως διατηρούμενη ψευδαίσθηση πως αριστερή πολιτική σημαίνει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων.
Σε άλλο σημείο πάλι, σχολιάζει με εύστοχο τρόπο, όχι μόνο τα τεκταινόμενα στο δυτικό, καπιταλιστικά αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά και αυτά στις χώρες του ιστορικού πειράματος του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», αναδεικνύοντας τις λανθασμένες ερμηνείες της μαρξιστικής θεώρησης πάνω στις οποίες βασίσθηκε η άσκηση μιας αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής. Το γεγονός ότι στις χώρες όπου ανατράπηκε ο καπιταλισμός χρησιμοποιήθηκαν τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ ως εργαλεία του «σοσιαλιστικού σχεδιασμού» είναι ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα, καθώς ένας τρόπος περιγραφής των τεκταινόμενων σε ένα σύστημα γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, χρησιμοποιούνταν αβίαστα σε μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής είναι αξίες χρήσης που διανέμονται από τις κρατικές εξουσίες σχεδιασμού και όχι εμπορεύματα. Αυτό βέβαια οδηγεί σε πλήθος άλλα θεωρητικά και πολιτικά παράδοξα. Στη βάση της ανεδαφικής υπόθεσης πως η βέλτιστη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σημαίνει μια συνεχή και απεριόριστη επέκταση της παραγωγής μέσων παραγωγής προκύπτει μια μόνιμη υποπροσφορά των κοινωνικών υπηρεσιών που αφορούν στην υγεία, στην παιδεία, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην «πρωτογενή» επιστημονική έρευνα, στη μέριμνα των παιδιών. Το τραγικό δε είναι, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Μαντέλ, ότι καμιά απ’ αυτές τις υποθέσεις δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να τεκμηριωθεί επιστημονικά, παρά λειτουργεί μάλλον ως «απολογητικό μέσο» για τις υφιστάμενες πρακτικές στην ΕΣΣΔ και στις «Λαϊκές Δημοκρατίες».
Αντιπαρατιθέμενος με την αστική τάξη και τους ιδεολόγους της που σε διάφορες στιγμές της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής πίστεψαν «…πως βρήκαν την “φιλοσοφική λίθο”… είχαν αισθανθεί ικανοί να ανακοινώσουν το τέλος των κρίσεων και των κοινωνικοοικονομικών αντιφάσεων στο καπιταλιστικό σύστημα…», ο Μαντέλ βοηθά στην αποκρυστάλλωση της θεωρίας των κρίσεων και της θεωρίας της κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος του Μαρξ. Βέβαια δεν παραλείπει να αφιερώσει όσο χώρο χρειάζεται στην κριτική συζήτηση μεταγενέστερων ερμηνειών, οι οποίες, πέρα του εσφαλμένου θεωρητικού περιεχομένου, οδήγησαν δυστυχώς σε πολιτικά συμπεράσματα, επικίνδυνα για την υπεράσπιση των δικαίων της εργατικής τάξης. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της μονόπλευρης εξήγησης των καπιταλιστικών κρίσεων ως αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της «ανεπαρκούς παραγωγής υπεραξίας» με τις γνωστές ρεφορμιστικές πολιτικές προεκτάσεις της. Στον αντίποδα ανάλογων παρανοήσεων ο συγγραφέας παραθέτει τη μαρξιστική θεώρηση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα στην ολότητά της: οι κρίσεις υπερπαραγωγής είναι ταυτόχρονα κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και κρίσεις υπερπαραγωγής εμπορευμάτων (όπως και εκδήλωση της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής), με άλλα λόγια η κρίση μπορεί να ξεπερασθεί μόνο αν εμφανισθούν ταυτόχρονα μια αύξηση του ποσοστού κέρδους και μια διεύρυνση της αγοραστικής δύναμης, ένα γεγονός το οποίο κάνει τα επιχειρήματα των εργοδοτών όσο και αυτά των ρεφορμιστών να φαίνονται ανεδαφικά.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χαρακτηρίζεται από μια σειρά από καίριες αντιφάσεις και εμφανίζει τελικά μια αυτοκαταστροφική μανία. Το ιδιαίτερο όμως στοιχείο στη συζήτηση που αναπτύσσει ο Μαντέλ στις επόμενες σελίδες είναι η ανάδειξη των υποκειμενικών --πέρα από τις αντικειμενικές-- αιτιών για την τάση του συστήματος προς την κατάρρευση, των αιτιών δηλαδή που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση της ίδιας της ανατροπής του στα μάτια της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Για παράδειγμα, λόγω της ανάπτυξης της ημιαυτοματοποίησης και της αυτοματοποίησης, προκύπτει αναπόφευκτα μια μαζική επαναφορά της πνευματικής εργασίας στη διαδικασία παραγωγής, παράλληλα με μια τουλάχιστον σχετική ελάττωση του ακραίου κατακερματισμού της εργασίας, χαρακτηριστικό του ταιϋλορισμού. Ως αποτέλεσμα, δεν αναπτύσσονται απλά οι συλλογικές ιδιότητες της εργασίας στο εσωτερικό του εργοστασίου, αλλά επιπλέον βαθαίνει η συνειδητοποίηση των εργαζομένων ότι είναι ικανοί να λειτουργήσουν τα εργοστάσια στη θέση των καπιταλιστών ή των διευθυντών που είναι στην υπηρεσία των καπιταλιστικών.
Βεβαίως, ο Μαντέλ όχι απλά αποφεύγει, αλλά αντιπαρατίθεται με κάθε τρόπο με την άποψη του «αυτόματου πιλότου». Όπως δηλώνει εύστοχα, ο Μαρξ «…επαναλάμβανε ξανά και ξανά πως οι άνθρωποι δημιούργησαν και πρέπει να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία, αλλά όχι με έναν αυθαίρετο τρόπο και ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν». Για παράδειγμα, η ίδια η διαδικασία της αυτοματοποίησης, η οποία συμβάλλει με τον προαναφερόμενο τρόπο στη δημιουργία των υποκειμενικών όρων ανατροπής, προκαλεί ταυτόχρονα και συνθήκες που συμβάλλουν στην υπεράσπιση του συστήματος: μια αύξηση της μαζικής ανεργίας και των πιέσεων που μπορούν να ασκηθούν προς όφελος της αστικής τάξης. Βέβαια, η συνεχόμενη ακολουθία αντιφατικών κοινωνικών προεκτάσεων συνιστά ένα σημαντικό και περιοδικά εκρηκτικό στοιχείο της εξελικτικής τάσης του καπιταλισμού, ένα στοιχείο που κι αυτό με τη σειρά του συμβάλλει στην τελική κατάρρευση. Όμως, το να θεωρήσει κανείς πως η κατάρρευση οδηγεί αυτομάτως σε μια υψηλότερης μορφής κοινωνική οργάνωση είναι μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση. «Ακριβώς ως μια λειτουργία του ίδιου του εκφυλισμού του καπιταλισμού, φαινόμενα πολιτισμικής παρακμής, οπισθοδρόμησης στο επίπεδο της ιδεολογίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολλαπλασιάζουν παράλληλα την αδιάκοπη συνέχεια πολύμορφων κρίσεων με τις οποίες μας αγγίζει αυτή παρακμή (μας έχει ήδη αγγίξει). Η βαρβαρότητα, ως μια δυνατή συνέπεια της κατάρρευσης του συστήματος, είναι μια πολύ πιο συγκεκριμένη και ακριβή προοπτική σήμερα απ’ ότι ήταν στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Ακόμη και η φρίκη του Άουσβιτς και της Χιροσίμα θα φαίνονται ήπιες σε σύγκριση με τη φρίκη με την οποία θα φέρει αντιμέτωπη την ανθρωπότητα μια συνεχή αποσύνθεση του συστήματος».
Από την πρώτη έως και την τελευταία φράση του παρόντος συγγράμματος προκύπτει αβίαστα ο ρόλος που ο ίδιος ο Μαντέλ προσδιορίζει για τον εαυτό του και το έργο του σχετικά με την δυναμική της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας: η διδαχή των πιο μαχητικών και των πιο ενεργητικών τμημάτων της εργατικής τάξης, η συμβολή με άλλα λόγια στη συνειδητοποίηση της τάξης που έχει το ιστορικό καθήκον της πρωτοπορίας για την επαναστατική ανατροπή του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος και την αποτροπή ταυτόχρονα της απόλυτης πολιτισμικής παρακμής και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Επιδιώκει να συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις στην επικράτηση και των υποκειμενικών συνθηκών-προϋποθέσεων για τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Γιατί όπως δηλώνει ξεκάθαρα, «…η πάλη για μια σοσιαλιστική διέξοδο παίρνει τη σημασία μιας πάλης για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού και του ανθρώπινου γένους».
Σημειώσεις
(1) Πρόκειται ουσιαστικά για τις εισαγωγές που συνέταξε ο Μαντέλ στην έκδοση των τριών τόμων του Κεφαλαίου, Pelican Marx Library, London, 1976.
(2) Βλέπε στην ενότητα 4 της Εισαγωγής στον 3ο Τόμο.
(3) «…Βέβαια γι’ αυτό το επίτευγμα, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε ολόκληρη την κοινωνική επιστήμη, ο Μαρξ δεν ήταν αναγκασμένος να ξεκινήσει από το μηδέν, αλλά μπόρεσε να βασισθεί, πέρα όλων των άλλων, στην πρωτοποριακή δουλειά του Κέσνεϊ, Tableau Economique. Ούτε επίσης θα έπρεπε να υποστηριχθεί ότι ο Μαρξ έλυσε όλα τα προβλήματα της αναπαραγωγής. Συγκεκριμένα, άφησε μόνο ένα ημιτελές σχέδιο της ενότητας για την διευρυνόμενη αναπαραγωγή και δεν είχε το χρόνο να εργασθεί πάνω στο επίμαχο ερώτημα, πως μπορεί να προκύψει περιστασιακή ισορροπία παράλληλα με τους περίφημους νόμους κίνησης του κεφαλαίου».
(4) «… Πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ δεν άφησε ένα τελειωμένο χειρόγραφο του τόμου με αποτέλεσμα να λείπουν σημαντικά μέρη του. Είναι σίγουρο πως το ημιτελές 7ο μέρος, το οποίο τελειώνει με το μόλις αρχινημένο 52ο κεφάλαιο για τις κοινωνικές τάξεις, θα αποτελούσε έναν κρίσιμο σύνδεσμο ανάμεσα στο οικονομικό περιεχόμενο της ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όπως αναπτύσσεται σε μάκρος στον 1ο τόμο, και στη συνολική οικονομική επίπτωση που σκιαγραφείται μερικώς στο 11ο και 15ο κεφάλαιο του 3ου τόμου. Επιπλέον, ο 3ος Τόμος φέρει τον υπότιτλο «Η Διαδικασία της Καπιταλιστικής Παραγωγής στην Ολότητά της». Όμως, όπως ήδη γνωρίζουμε από το 2ο τόμο, η ολότητα του καπιταλιστικού συστήματος συμπεριλαμβάνει παραγωγή αλλά και κυκλοφορία. Προκειμένου να ολοκληρωθεί μια εξέταση του καπιταλιστικού συστήματος στην ολότητά του, το Κεφάλαιο θα έπρεπε να εμπεριέχει συμπληρωματικούς τόμους που θα ασχολούνταν μεταξύ άλλων με την παγκόσμια αγορά, τον ανταγωνισμό, τον βιομηχανικό κύκλο και το κράτος».
(5) Τα Μακρά Κύματα της Καπιταλιστικής Εξέλιξης, Εκδόσεις Εργατική Πάλη, Αθήνα 2003.
Σ.τ.Μ.: Προς διευκόλυνση της χρήσης των επόμενων σελίδων διευκρινίζονται τα εξής:
-- Όπου υπάρχουν παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες του Κεφαλαίου, οι σελίδες που δίνονται είναι ακριβώς οι ίδιες με τις παραπεμπόμενες από τον ίδιο Μαντέλ και αναφέρονται σε σελίδες της έκδοσης των τριών τόμων του Κεφαλαίου, Pelican Marx Library (reprinted in Penguin Books), London, 1976. Δεν επιλέχθηκε η παράθεση των σελίδων των αντίστοιχων εδαφίων από ελληνικές εκδόσεις του Κεφαλαίου, προκειμένου να αποφευχθούν οι έστω λίγες διαφοροποιήσεις από την ελληνική μετάφραση.
-- Αναλόγως, έχουν διατηρηθεί αυτούσιες όλες οι παραπομπές που διατυπώνει ο ίδιος ο Μαντέλ στην συγκεκριμένη ξενόφωνη έκδοση των διαφόρων βιβλίων και άρθρων, χωρίς να επιδιωχθεί η αναζήτηση και η παράθεση της παραπομπής των αντίστοιχων, όταν υπάρχουν, εκδόσεων στην ελληνική γλώσσα.
-- Γι’ αυτόν τον λόγο, επιλέχθηκε σκοπίμως όπως να μην μεταφραστούν τα ονόματα των συγγραφέων, οι τίτλοι και τα τοπωνύμια που προσδιορίζουν την κάθε παραπεμπόμενη έκδοση. Τουναντίον, το σύνολο των ονομάτων που αναφέρονται μέσα στο πλαίσιο του κειμένου (βασικού ή επεξηγήσεων και υποσημειώσεων) διατυπώνονται με ελληνικούς χαρακτήρες. (Μάλιστα την πρώτη φορά που διατυπώνεται με ελληνικούς χαρακτήρες ένα όνομα, δίνεται σε παρένθεση με λατινικούς χαρακτήρες, προς αποφυγή συγχύσεων).
-- Πέρα από τις υποσημειώσεις και τις επεξηγήσεις του πρωτοτύπου, η μετάφραση της παρούσας έκδοσης ανέδειξε λίγες περιπτώσεις όπου απαιτήθηκαν επιπρόσθετες υποσημειώσεις και επεξηγήσεις. Σε αυτήν την περίπτωση προηγείται πάντα η ένδειξη Σ.τ.Μ.
-- Οι σημειώσεις παρατίθενται στο τέλος κάθε κεφαλαίου.
Ζαρωτιάδης Γρηγόρης
2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου