Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

11/25/2008

Η συζήτηση του Ν.Μάχνο με τον Λένιν


Νέστωρ Μάχνο

Στις μια η ώρα, παρουσιάστηκα στο Κρεμλίνο όπου βρήκα το σύντροφο Sverdlov . Με οδήγησε αμέσως στο Λένιν ο οποίος με καλωσόρισε εγκάρδια. Έσφιξε το χέρι μου και χτυπώντας μου φιλικά την πλάτη με οδήγησε σε μια πολυθρόνα. Μετά και αφού ζήτησε από τον Sverdlov να καθίσει σε μια άλλη καρέκλα, πήγε στη γραμματέα του και της είπε, "παρακαλώ μην μας ενοχλήσετε μέχρι τις δύο η ώρα." Κατόπιν κάθισε απέναντί μου και άρχισε να υποβάλλει τις ερωτήσεις.

Η πρώτη ερώτησή του ήταν: "Από ποια περιοχή είστε;" Κατόπιν: "Πώς οι αγρότες της περιοχής σας κατάλαβαν το σύνθημα ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ (σ.μ. εργατικά/αγροτικά συμβούλια) ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ και ποια ήταν η αντίδραση των εχθρών αυτού του συνθήματος - της κεντρικής Rada (2) ειδικότερα;" Τελικά: "Οι αγρότες της περιοχής σας επαναστάτησαν ενάντια στους Α u στριακούς και Γερμανούς εισβολείς;(3) Σε αυτή την περίπτωση, τι θέλουν οι επαναστατημένοι αγρότες για να μετασχηματιστεί η εξέγερση σε μια γενικευμένη επανάσταση σε συντονισμό με τη δράση των μονάδων της Κόκκινης πολιτοφυλακής (1), η οποία έχει υπερασπίσει τις επαναστατικές κατακτήσεις μας τόσο θαρραλέα;"

Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις έδωσα συνοπτικές απαντήσεις. Με το ιδιαίτερο ταλέντο του, ο Λένιν προσπάθησε να θέσει τις ερωτήσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορώ να απαντήσω σημείο προς σημείο. Παραδείγματος χάρη, την ερώτηση: " Πώς οι αγρότες της περιοχής σας κατάλαβαν το σύνθημα ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ;" ο Λένιν την επανέλαβε τρεις φορές. Έμεινε έκπληκτος από την απάντησή μου:

"Οι αγρότες κατάλαβαν αυτό το σύνθημα με τον τρόπο τους. Σύμφωνα με την ερμηνεία τους, όλη η εξουσία, σε όλους τους τομείς της ζωής, πρέπει να καθορίζεται από τη συνείδηση και θέληση των εργαζόμενων ανθρώπων. Οι αγρότες καταλαβαίνουν ότι τα εργατικά/αγροτικά συμβούλια (σοβιέτ) του χωριού, της περιοχής και της χώρας ολόκληρης είναι πάνω-κάτω τα κέντρα της επαναστατικής οργάνωσης και η οικονομική αυτοδιαχείριση των εργαζομένων ανθρώπων στην προσπάθεια ενάντια στην αστική τάξη και τους υπηρέτες της, τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες και την κυβέρνηση συνασπισμού τους." (5)

-"Σκέφτεστε ότι το σύνθημά μας διατυπώνεται σωστά;" ρώτησε ο Λένιν.

-"Ναι," απάντησα.

-"Ναί, αλλά οι αγρότες της περιοχής σας είναι εμποτισμένοι (σ.μ. κατά λέξη μολυσμένοι) με τη θεωρία του αναρχισμού!"(4).

-"Είναι τόσο κακό αυτό;"

-"Δεν εννοούσα αυτό. Αντίθετα, είμαστε ευχαριστημένοι επειδή αυτό σημαίνει τη νίκη του κομμουνισμού επί της κεφαλαιοκρατίας," απάντησε ο Λένιν προσθέτοντας: "αλλά αμφιβάλλω εάν αυτό το φαινόμενο είναι αυθόρμητο. Είναι αποτέλεσμα αναρχικής προπαγάνδας και δεν θα διαρκέσει για πολύ. Τείνω ακόμα να πιστέψω ότι αυτός ο επαναστατικός ενθουσιασμός θα συντριβεί από την αντεπανάσταση προτού να του δοθεί η ευκαιρία να οδηγήσει σε μια οργανωμένη κοινωνία. Είναι σαν να έχει συντριβεί ήδη."

Επισήμανα στο Λένιν ότι ένας πολιτικός ηγέτης δεν πρέπει να είναι πεσιμιστής ή σκεπτικιστής.

-"Επομένως σύμφωνα με σας,"διέκοψε ο Sverdlov , "πρέπει να ενθαρρύνουμε αυτές τις αναρχικές τάσεις στη ζωή των αγροτικών μαζών; "

-"Το κόμμα σας δεν θα τις ενθαρρύνει πάντως." απάντησα.

Λένιν επωφελήθηκε από την ευκαιρία.

-"Και γιατί θα έπρεπε να τους ενθαρρύνουμε; Για να διαιρέσουμε τις επαναστατικές δυνάμεις του προλεταριάτου, προετοιμάζοντας το έδαφος για την αντεπανάσταση και στο τέλος να καταστραφούμε μαζί με το προλεταριάτο;"

Δεν μπόρεσα να κρύψω την αγανάκτησή μου. Επισήμανα στο Λένιν ότι ο αναρχισμός και οι αναρχικοί δεν είχαν τίποτα κοινό με την αντεπανάσταση και σε καμιά περίπτωση δεν καθοδηγούσαν το προλεταριάτο σε αντεπαναστατική κατεύθυνση.

"Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο" είπε ο Λένιν και πρόσθεσε "εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι οι αναρχικοί, που δεν έχουν μαζικές οργανώσεις, δεν είναι σε θέση να οργανώσουν το προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες. Συνεπώς δεν είναι σε θέση να τους αφυπνίσουν για να περιφρουρήσουν, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, αυτό που έχουμε κατακτήσει και έχουμε αγαπήσει.".

Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις άλλες ερωτήσεις που τέθηκαν από το Λένιν. Σε κάποια απ'αυτές, στο θέμα "των μονάδων Κόκκινης πολιτοφυλακής και το επαναστατικό θάρρος με το οποίο έχουν υπερασπίσει τις κατακτήσεις μας," ο Λένιν με ανάγκασε να απαντήσω με όσο το δυνατό μεγαλύτερη σαφήνεια. Προφανώς τον απασχολούσε το θέμα ή του υπενθύμιζε ότι η Κόκκινη πολιτοφυλακή που είχε σταλεί από την Πετρούπολη κι άλλες μακρινές Ρωσικές πόλεις δεν είχε ολοκληρώσει επιτυχώς το στόχο που της είχε ανατεθεί από το Λένιν και το κόμμα του πρόσφατα στην Ουκρανία, παρά μόνο υποθετικά.

Θυμάμαι τη συγκίνηση του Λένιν, τη συγκίνηση ενός ανθρώπου που αγωνιζόταν με πάθος ενάντια στην κοινωνική τάξη που μίσησε και θέλησε να καταστρέψει, όταν του είπα:

-"Δεδομένου ότι συμμετείχα στον αφοπλισμό πολλών Κοζάκων που υποχώρησαν από το γερμανικό μέτωπο στο τέλος τον Δεκεμβρίου του 1917 - αρχές του 1918, γνωρίζω πολύ καλά το επαναστατικό θάρρος του Κόκκινου στρατού και ειδικότερα των ηγετών του. (6) Αλλά μου φαίνεται σύντροφε Λένιν, ότι βασιζόμενος σε πληροφορίες από δεύτερο ή τρίτο χέρι, υπερβάλλετε όσον αφορά την απόδοσή τους."

-"Πώς; Διαφωνείτε;"

-"Η K όκκινη πολιτοφυλακή έχει επιδείξει επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, αλλά όχι με τον τρόπο που περιγράφετε. Ο αγώνας της Κόκκινης πολιτοφυλακής και των ηγετών της ενάντια στην εθνικιστική οργάνωση Haidamak (7) της κεντρικής Rada και ιδιαίτερα ενάντια στις γερμανικές δυνάμεις, άλλοτε επέδειξε επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, κι άλλοτε αποκαλύφθηκαν αρκετές αδυναμίες της. Βεβαίως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι μονάδες της Κόκκινης πολιτοφυλακής έχουν διαμορφωθεί βιαστικά και έχουν χρησιμοποιηθεί ενάντια στον εχθρό με έναν τρόπο αρκετά διαφορετικό από τα αντιστασιακά στρατεύματα και τις τακτικές μονάδες.

Πρέπει να ξέρετε ότι οι μονάδες Κόκκινης πολιτοφυλακής, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, συνέχισαν την επίθεση ενάντια στον εχθρό κινούμενοι κατά μήκος των σιδηροδρόμων. Αλλά το έδαφος σε απόσταση δέκα ή δεκαπέντε μίλια από τις γραμμές σιδηροδρόμων δεν ήταν κατειλημμένο και οι υπερασπιστές της επανάστασης ή της αντεπανάστασης θα μπορούσαν να πηγαινοέρχονται εκεί ελεύθερα. Για αυτόν τον λόγο, οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις πέτυχαν σχεδόν αναπόφευκτα. Μόνο στις πόλεις και στις κωμοπόλεις που βρίσκονταν κοντά στο σιδηρόδρομο οργανώθηκε ένα μέτωπο από το οποίο προωθούσε τις επιχειρήσεις της η Κόκκινη πολιτοφυλακή. Αλλά τα μετόπισθεν όπως και οι περιοχές κοντά στους σιδηροδρόμους παρέμειναν χωρίς άμυνα. Οι επιχειρήσεις που προωθούσαν οι επαναστάτες κατέρρευσαν αντιμετωπίζοντας το χτύπημα της αντεπανάστασης. Σε κάποια περιοχή μάλιστα, οι μονάδες Κόκκινης πολιτοφυλακής αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα θωρακισμένα τραίνα τους αφού δέχτηκαν επίθεση από δυνάμεις της αντεπανάστασης τη στιγμή που μόλις και μετά βίας είχαν ολοκληρώσει τις προκηρύξεις τους. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι στα χωριά (της Ουκρανίας) δεν είδαν ακόμη την Κόκκινη πολιτοφυλακή και επομένως δεν θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν."

-"Τι κάνουν οι προπαγανδιστές της επανάστασης στα χωριά;" ρώτησε ο Λένιν.

"Δεν προετοιμάζουν το αγροτικό προλεταριάτο για να παρέχει ανθρώπινο δυναμικό για τις μονάδες Κόκκινης πολιτοφυλακής που περνούν κοντά στις γειτονιές τους, ή για να διαμορφώσουν εξ ολοκλήρου νέα σώματα για να υποστηρίξουν την δυσάρεστη θέση της Κόκκινης πολιτοφυλακής ενάντια στην αντεπανάσταση;"

"Μην έχετε αυταπάτες. Οι προπαγανδιστές της επανάστασης στα χωριά είναι πολύ λίγοι και δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Αντιθέτως, καθημερινά εμφανίζονται εκατοντάδες προπαγανδιστών και μυστικών υποστηρικτών της αντεπανάστασης στα χωριά. Σε πολλές περιοχές, είναι πάρα πολλοί για να περιμένουμε από τους προπαγανδιστές της επανάστασης να δημιουργήσουν νέες δυνάμεις και να τις οργανώσουν ενάντια στην αντεπανάσταση. Αυτές οι ώρες απαιτούν αποφασιστικές ενέργειες από όλους τους επαναστάτες σε όλους τους τομείς της ζωής και του αγώνα των εργαζομένων. Αν δεν το λάβουμε αυτό υπόψη μας, ειδικά στην Ουκρανία, θα επιτρέψουμε στους αντεπαναστάτες υπό τον Hetman να αναπτύξουν και να παγιώσουν τις δυνάμεις τους."

Ο Sverdlov με κοίταξε για λίγο και μετά κοίταξε τον Λένιν. Τελικά, έγειρε το κεφάλι του πάνω στα χέρια του και χάθηκε σε σκέψεις. Κατόπιν το σήκωσε πάλι και είπε: "Αυτά που μόλις μας είπατε είναι αρκετά θλιβερά."

Στρέφοντας προς το Sverdlov ο Λένιν είπε: "Η σωστή πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε για τη νίκη του προλεταριάτου επί της αστικής τάξης, είναι η αναδιοργάνωση της πολιτοφυλακής του Κόκκινου στρατού."

"Ναι, ναι," απάντησε ο Sverdlov ενθουσιασμένος.

Μετά με ρώτησε ο Λένιν: "Πότε σκοπεύετε να ολοκληρώσετε τη δουλειά σας στη Μόσχα;"

Απάντησα ότι δεν θα έμενα για πολύ. Σύμφωνα με την απόφαση της διάσκεψης των αντάρτικων ομάδων που διοργανώνεται στο Ταγκανρόγκ, θα επέστρεφα στην Ουκρανία νωρίς τον Ιούλιο.

-"Παράνομα;" ρώτησε ο Λένιν.

-"Ναι," απάντησα.

Εξετάζοντας τον Sverdlov , ο Λένιν σχολίασε: "Οι αναρχικοί είναι πάντα οπαδοί της αυταπάρνησης, έτοιμοι για οποιαδήποτε αυτοθυσία. Αλλά είναι τυφλοί φανατικοί, αγνοούν το παρόν και σκέφτονται μόνο το απώτερο μέλλον." Δείχνοντας ότι αυτό δεν απευθυνόταν σε μένα, πρόσθεσε: "Σύντροφε, σκέφτομαι ότι έχετε μια ρεαλιστική στάση απέναντι στα προβλήματα των καιρών μας. Εάν έστω το ένα τρίτο των αναρχικών στη Ρωσία ήταν όπως εσείς, εμείς οι κομμουνιστές θα ήμασταν έτοιμοι για υπό όρους συνεργασία με σκοπό την ελεύθερη οργάνωση της παραγωγής."

Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα «ανεβασμένος» μαζί με ένα βαθύ συναίσθημα σεβασμού προς το Λένιν, παρά την πρόσφατη πεποίθησή μου ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τη διάλυση της οργάνωσης των αναρχικών στη Μόσχα, η οποία σηματοδότησε την καταστροφή των παρόμοιων οργανώσεων σε πολλές άλλες πόλεις. Και κάπου στη συνείδησή μου ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Ψάχνοντας για την απάντηση που έπρεπε να δώσω στο Λένιν, του είπα σε ανύποπτο χρόνο:

-"Η επανάσταση και οι κατακτήσεις της είναι ανεκτίμητες για τους αναρχοκομμουνιστές, από αυτή την άποψη είναι πραγματικοί επαναστάτες όπως όλοι οι άλλοι."

-"Ω, μην το λέτε σε μας αυτό," ανταπάντησε ο Λένιν γελώντας. "Ξέρουμε τους αναρχικούς όσο τους ξέρετε κι εσείς. Ως επί το πλείστον δεν έχουν καμία αίσθηση του παρόντος, ή τουλάχιστον ασχολούνται πολύ λίγο μ'αυτό. Αλλά το παρόν είναι τόσο σημαντικό, που αν δεν το σκέφτονται ή δεν έχουν μια θετική πρόταση να υποστηρίξουν γι αυτό, είναι κάτι παραπάνω από ατιμωτικό για τους επαναστάτες. Οι περισσότεροι αναρχικοί σκέφτονται και γράφουν για το μέλλον χωρίς κατανόηση του παρόντος. Αυτό είναι που διαχωρίζει εμάς τους κομμουνιστές από σας τους αναρχικούς."

Με αυτές τις λέξεις ο Λένιν σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να βαδίζει πέρα δώθε.

-"Ναι, ναι, οι αναρχικοί έχουν δυνατές ιδέες για το μέλλον - στο παρόν όμως, δεν πατάνε στο έδαφος. Η στάση τους είναι απαράδεκτη και επειδή η προσήλωση τους στερείται περιεχομένου, δεν συνδέονται στην πραγματικότητα με αυτό το μέλλον που ονειρεύονται."

Ο Sverdlov έσκασε ένα κακόβουλο χαμόγελο και στρέφοντας σε μένα, είπε: "Δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε ότι τα σχόλια του Βλαντιμίρ Ιλιτς είναι εύστοχα."

Ο Λένιν βιάστηκε να προσθέσει: "Αναγνώρισαν ποτέ οι αναρχικοί την έλλειψη ρεαλισμού τους για το παρόν; Αφού, ούτε καν το σκέφτονται."

Αποκρινόμενος σ' αυτό, είπα στο Λένιν και στο Sverdlov ότι ήμουν ένας ημιαναλφάβητος αγρότης και δεν θα μπορούσα να αμφισβητήσω κατάλληλα τη άποψη που ο μορφωμένος Λένιν είχε εκφράσει για τους αναρχικούς.

-"Αλλά πρέπει να σας πω, σύντροφε Λένιν, πως ο ισχυρισμός σας ότι οι αναρχικοί δεν αντιλαμβάνονται το παρόν ρεαλιστικά, ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και ούτω καθ'εξής, είναι εντελώς λανθασμένη. Οι αναρχοκομμουνιστές στην Ουκρανία (ή στη Νότια Ρωσία όπως την αποκαλούν οι Μπολσεβίκοι που προσπαθούν να αποφύγουν τη λέξη Ουκρανία), έχουν δώσει ήδη πολλές αποδείξεις ότι πατούν σταθερά στο παρόν. Ολόκληρη η προσπάθεια της επαναστατικής ουκρανικής επαρχίας ενάντια στην κεντρική Rada έχει πραγματοποιηθεί κάτω από την ιδεολογική καθοδήγηση των αναρχοκομμουνιστών και εν μέρει από τους σοσιαλιστές επαναστάτες (που, φυσικά, έχουν εξ ολοκλήρου διαφορετικό στόχο από τους αναρχοκομμουνιστές στον αγώνα τους ενάντια στην κεντρική Rada ). Οι Μπολσεβίκοι σας έχουν μόλις και μετά βίας κάποια παρουσία στα χωριά μας. Όπου έχουν παρέμβει, η επιρροή τους είναι ελάχιστη. Σχεδόν όλες οι κοινότητες ή οι ενώσεις αγροτών στην Ουκρανία διαμορφώθηκαν με την υποκίνηση των αναρχοκομμουνιστών. Ο ένοπλος αγώνας των εργαζόμενων ανθρώπων ενάντια στην αντεπανάσταση γενικά και την α u στρο-γερμανική εισβολή ειδικότερα έχει πραγματοποιηθεί με την ιδεολογική και οργανική καθοδήγηση αποκλειστικά των αναρχοκομμουνιστών.

Βεβαίως δεν συμφέρει το κόμμα σας να το αποδεχτείτε, αλλά αυτά είναι τα γεγονότα και δεν μπορείτε να τα αμφισβητήσετε. Ξέρετε πολύ καλά, υποθέτω, την αποτελεσματικότητα και την μαχητική ικανότητα των ελεύθερων επαναστατικών δυνάμεων της Ουκρανίας. Δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμήσω το θάρρος με το οποίο έχουν υπερασπίσει ηρωικά τις κοινές επαναστατικές κατακτήσεις. Από αυτούς, τουλάχιστον οι μισοί έχουν πολεμήσει υπό τις αναρχικές σημαίες των Mokrousov, Maria Nikiforova (8), Tchederedniak, Garin , Lounev και πολλών άλλων Καπεταναίων πιστών στην επανάσταση που θα έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο για να αναφερθούν – όλοι αυτοί είναι αναρχοκομμουνιστές. Θα μπορούσα να μιλήσω για την ομάδα στην οποία ανήκω ο ίδιος και όλες τις άλλες ομάδες και «τάγματα εθελοντών» για την υπεράσπιση της επανάστασης που διαμορφώθηκαν από εμάς και που τέθηκαν αναμφισβήτητα υπό τις διαταγές της Κόκκινης πολιτοφυλακής.

Όλα αυτά αποδεικνύουν πόσο μπερδεμένος είστε, σύντροφε Λένιν, όταν ισχυρίζεστε ότι οι αναρχοκομμουνιστές δεν έχουμε τα πόδια μας στο έδαφος, ότι η στάση μας απέναντι στο παρόν είναι επιπόλαια και ότι μας αρέσει μόνο να ονειρευόμαστε το μέλλον. Όσα σας είπα κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί επειδή είναι η αλήθεια. Ο απολογισμός που σας παρουσίασα έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα που μας εκφράσατε πριν. Ο καθένας μπορεί να δει ότι είμαστε σταθερά ριζωμένοι το παρόν , στο οποίο δουλεύουμε και αναζητούμε τα μέσα να πραγματοποιήσουμε το μέλλον που επιθυμούμε, και ότι μας απασχολεί στην πραγματικότητα πολύ σοβαρά αυτό το πρόβλημα."

Εκείνη τη στιγμή παρατήρησα το Sverdlov . Είχε κοκκινίσει αλλά συνέχισε να χαμογελά. Όσον αφορά το Λένιν, άπλωσε τα χέρια του και είπε: "Ίσως είμαι μπερδεμένος."

-"Ναι, ναι, σε αυτήν την περίπτωση, σύντροφε Λένιν, φανήκατε πάρα πολύ σκληρός απέναντι σε μας τους αναρχοκομμουνιστές. Πιστεύω απλά ότι έχετε κακή πληροφόρηση για την πραγματική κατάσταση στην Ουκρανία και το ρόλο που παίζουμε εκεί."

-"Ίσως, δεν το αμφισβητώ. Αλλά οπωσδήποτε τα λάθη είναι αναπόφευκτα, ειδικά στην τρέχουσα κατάσταση, "απάντησε ο Λένιν.

Αισθάνθηκα ότι είχα ιδρώσει, έκανε ότι μπορούσε για να με κατευνάσει με έναν πατρικό τρόπο, εκτρέποντας έντεχνα τη συζήτηση σε άλλο θέμα. Αλλά ο κακός χαρακτήρας μου, αν μπορώ να τον πω έτσι, δεν μου επέτρεψε να ενδιαφερθώ για περαιτέρω συζήτηση, παρόλο το σεβασμό που μου ενέπνεε ο Λένιν. Αισθάνθηκα προσβεβλημένος. Αν και ήξερα ότι μπροστά μου ήταν ένα άτομο με το οποίο υπήρχαν πολλά άλλα θέματα να συζητήσουμε και από το οποίο είχα να μάθω πολλά, η διάθεσή μου είχε αλλάξει. Οι απαντήσεις μου δεν ήταν πλέον τόσο λεπτομερείς, σπάστηκα απότομα και ένοιωσα ένα αίσθημα αποστροφής.

Ο Λένιν προσπάθησε σκληρά να τα αντιμετωπίσει αυτήν την αλλαγή στην στάση μου. Προσπάθησε να εξουδετερώσει το θυμό μου μιλώντας για άλλα πράγματα. Όταν παρατήρησε ότι ανακτούσα την προηγούμενη διάθεσή μου ως αποτέλεσμα της ευγλωττίας του, με ρώτησε ξαφνικά:

-"Ώστε σκοπεύετε να επιστρέψετε στην Ουκρανία παράνομα;"

-"Ναι," απάντησα.

-"Μπορώ να σας προσφέρω τη βοήθειά μου;"

-"Ευχαρίστως," είπα.

Γυρίζοντας προς τον Sverdlov , ο Λένιν ρώτησε, "ποιος είναι αυτήν την περίοδο υπεύθυνος για την αποστολή των πρακτόρων μας στο νότο;"

"Ο σύντροφος Karpenko ή ο σύντροφος Zatonski ," απάντησε ο Sverdlov . "Θα πρέπει να το ελέγξω."

Ενώ ο Sverdlov τηλεφωνούσε για να μάθει ποιος ήταν υπεύθυνος για την αποστολή των μυστικών πρακτόρων στην Ουκρανία, ο Λένιν προσπάθησε να με πείσει ότι η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εκτίμηση των αναρχικών δεν ήταν τόσο εχθρική όσο μου φάνηκε.

"Εάν υποχρεωθήκαμε," είπε ο Λένιν, " να λάβουμε μέτρα για να απομακρύνουμε τους αναρχικούς από το συγκεκριμένο κτήριο που είχαν κάνει κατάληψη στην Malaia Dimitrovska , στο οποίο κρύβονταν ληστές από εδώ ή άλλα μέρη, η ευθύνη δεν βαραίνει εμάς αλλά τους αναρχικούς που διέμεναν εκεί. Σας πληροφορώ ότι τους επετράπη να καταλάβουν ένα άλλο κτήριο όχι μακριά από τη Malaia Dimitrovska και είναι ελεύθεροι να συνεχίσουν την δουλειά τους με τον τρόπο που επιθυμούν."

"Έχετε οποιαδήποτε στοιχεία," ρώτησα το Λένιν, "έχετε να παρουσιάσετε αποδείξεις ότι οι αναρχικοί του Malaia Dmitrovska φιλοξενούσαν ληστές;"

"Ναι, συστάθηκε η έκτακτη επιτροπή (9) και το εξέτασε. Διαφορετικά το κόμμα μας δεν θα είχε εγκρίνει τα μέτρα που πήραμε." απάντησε ο Λένιν.

Εν τω μεταξύ ο Sverdlov είχε καθίσει πάλι κοντά μας και είχε αναγγείλει ότι ο σύντροφος Karpenko ήταν υπεύθυνος για τη διάβαση των μυστικών πρακτόρων, αλλά ότι ο σύντροφος Zatonski ήταν επίσης καλά πληροφορημένος σε αυτό το θέμα.

Ο Λένιν αναφώνησε αμέσως: "Έτσι, ο σύντροφος, πηγαίνει αύριο απόγευμα ή όποτε θέλει στο σύντροφο Karpenko και τον ρωτά για οτιδήποτε χρειάζεται για να επιστρέψει στην Ουκρανία παράνομα. Θα σας δώσει μια διαδρομή που ακολουθεί για να διασχίσει τα σύνορα."

-"Ποια σύνορα;" Ρώτησα.

-"Δεν είστε ενημερωμένοι; Έχουν θεσπιστεί σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. (10) Υπάρχουν γερμανικά στρατεύματα που τα φυλάνε, " είπε ο Λένιν φανερά εκνευρισμένος.

-"Ακόμα θεωρείτε την Ουκρανία «νότο της Ρωσίας»..." είπα.

-"Αλλο πράγμα είναι να θεωρείς κάτι κι άλλο να το βλέπεις όπως πραγματικά είναι, σύντροφε" ανταπάντησε ο Λένιν.

Προτού μου δώσει το χρόνο να του απαντήσω, πρόσθεσε: "Να πείτε στο σύντροφο Karpenko ότι σας έστειλα εγώ. Εάν δεν το πιστέψει, να μου τηλεφωνήσει προσωπικά. Εδώ είναι η διεύθυνση όπου μπορείτε να τον βρείτε."

Κατόπιν σηκωθήκαμε όλοι, δώσαμε τα χέρια, και αφού ανταλλάξαμε ευχαριστίες, προφανώς εγκάρδιες, έφυγα από το γραφείο του Λένιν, ξεχνώντας να υπενθυμίσω στον Sverdlov να δώσει εντολή στο γραμματέα του να κάνει την απαραίτητη σημείωση στα έγγραφά μου που θα με εξουσιοδοτούσαν να πιάσω ένα ελεύθερο δωμάτιο στη σοβιετική Μόσχα.

Βρέθηκα γρήγορα στην πύλη του Κρεμλίνου και ξεκίνησα αμέσως να βρω το σύντροφο Burtsev.


Χάρη στη βοήθεια του Λένιν, ο Μάχνο επέστρεψε στην Ουκρανία μετά από ένα μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι. Οι Μπολσεβίκοι τον προμήθευσαν με το διαβατήριο ενός δασκάλου και προσπάθησαν να τον στρατολογήσουν σαν πράκτορά τους στην Ουκρανία, αλλά ο Μάχνο αρνήθηκε.

Φτάνοντας στη γενέτειρά του το Gulai - Polye ο Μάχνο πληροφορήθηκε το λυπηρό γεγονός της πυρπόλησης του σπιτιού της μητέρας του και τη δολοφονία του άμαχου μεγαλύτερου αδερφού του από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Υπάρχουν λίγα στοιχεία ότι η συνάντηση του Μάχνο με τον Sverdlov και τον Λένιν ήταν οποιασδήποτε ιστορικής σημασίας. Οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν να ακολουθούν μια πολιτική άγνοιας έναντι της Ουκρανίας. Εκτιμώντας εσφαλμένα τη δύναμή τους στην επαρχία, απαίτησαν μια μαζική έγερση στις 7 Αυγούστου του 1918, η οποία οδήγησε σε φιάσκο. (11) Και όταν εισέβαλαν στην Ουκρανία για δεύτερη φορά στο τέλος του 1918 επανέλαβαν τα ίδια λάθη στις συναλλαγές τους με τους αγρότες εισπράττοντας τα ίδια αποτελέσματα. (12) Η ειρωνεία ήταν ότι τις ιδέες του Μάχνο σχετικά με τον αγώνα των ανθρώπων της επαρχίας επρόκειτο τελικά να μιμηθούν (ασυναίσθητα) κάποιοι μετέπειτα μαρξιστές-λενινιστές ηγέτες στον τρίτο κόσμο – με πολύ διαφορετική κατάληξη.

Ο Μάχνο αγωνίστηκε για την οργάνωση του κινήματος που φέρει την επωνυμία του, το Μαχνοβίτικο Κίνημα ( Makhnovschina), το οποίο αγωνίστηκε για τρία έτη να καθιερώσει μια αναρχική κοινωνία στη νοτιοανατολική Ουκρανία. Από καθαρά στρατιωτική άποψη, ο αντιστασιακός στρατός του Μάχνο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση του εμφύλιου πολέμου: πολλοί από τους αναρχικούς μαχητές έδωσαν τις ζωές τους σε μια απελπισμένη μάχη με τους στρατούς του Λευκορώσου στρατηγού Deniken και πέτυχαν στην αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού του ακριβώς όταν οι δυνάμεις του περικύκλωναν τη Μόσχα.

Ο Λένιν και ο Τρότσκυ παρακολούθησαν τις δραστηριότητες του Μάχνο με μεγάλο ενδιαφέρον. (13) Κάποτε παραχώρησαν ακόμη και μέρος της Ουκρανίας στους αναρχικούς για να πραγματοποιηθεί το κοινωνικό πείραμά τους. (14) Αλλά στο τέλος το Μαχνοβίτικο κίνημα πνίγηκε στο αίμα χιλιάδων εκτελεσμένων αγροτών. (15).

Όταν η Εμμα Γκόλντμαν και ο Αλέξανδρος Μπέρκμαν επισκέφτηκαν τον Λένιν το 1920 να διαπραγματευτούν την περίπτωση απελευθέρωσης των αναρχικών που κρατούνταν στις ρωσικές φυλακές, ο Λένιν τους είπε: "Αναρχικοί; Σαχλαμάρες! Στις φυλακές έχουμε ληστές και Μαχνοβίτες αλλά κανέναν ιδεολόγο αναρχικό." (16)


1. Η Κόκκινη πολιτοφυλακή ήταν η πρώτη στρατιωτική δύναμη του μπολσεβίκικου καθεστώτος. Καταργήθηκε σταδιακά και αντικαταστάθηκε από τον Κόκκινο στρατό την άνοιξη του 1918. Η Κόκκινη πολιτοφυλακή επανδρώθηκε από εθελοντές και εξέλεγε τα στελέχη της. Ο κόκκινος στρατός βασίστηκε στη στρατολογία και τον έλεγχο από τα πάνω. Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τη ρωσική εργατική τάξη εισήχθη στις 29 Μαΐου 1918 και τα πρώτα τμήματα Κόκκινου στρατού συστάθηκαν το χρόνο της επίσκεψης του Μάχνο. John Erickson “The Origins of the Red Army”.

2. Αντεπαναστατικό σχήμα, το οποίο επανδρώθηκε από μέλη διάφορων ουκρανικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

3. Η Ρωσία των Μπολσεβίκων είχε επίσημα ειρήνη με τη Γερμανία και την Αυστρο-Ουγγαρία. Μια εισβολή των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία θα ήταν πολύ πιθανό να προκαλέσει την επέμβαση από τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.

4. Οι αναρχικοί στη Ρωσία ήταν χωρισμένοι σε διάφορες ομάδες, οι κύριοι σχηματισμοί που προέκυψαν ήταν οι αναρχοσυνδικαλιστές και οι αναρχοκομμουνιστές. Και οι δύο τάσεις εμπνεύστηκαν από τα γραπτά του Μπακούνιν και του Κροπότκιν. Avrich , “The Russian Anarchists”.

5. Ο Μάχνο αναφέρεται στην κεντρική Rada.

6. Ο Μάχνο αναφέρεται στο γεγονός όπου όταν επέτρεψε η κεντρική Rada σε διάφορα τραίνα στρατευμάτων Κοζάκων να περάσουν μέσα από την Ουκρανία στο δρόμο τους από το γερμανικό μέτωπο στο σπίτι τους στη λεκάνη του Don , όπου μια αντεπαναστατική έγερση ήταν υπό εξέλιξη. Οι αναρχικοί αντάρτες του Μάχνο συνεργάστηκαν με ντόπιους Μπολσεβίκους στην κατάληψη μιας γέφυρας σιδηροδρόμων πέρα από το Dneipr και τον αφοπλισμό των Κοζάκων. Palij , “ Anarchism of Nestor Makhno ” σελ.83-84.

7. Αρχικά οι Haidamaks ήταν ουκρανικοί επαναστάτες του 18 ου αιώνα που ξεσηκώθηκαν ενάντια στον Τσάρο και τον Πολωνό βασιλιά. Το όνομα αναβίωσαν οι εθνικιστές της κεντρικής Rada.

8. Η μαρία Nikiforova ήταν αναρχικιά Καπετάνισσα της οποίας η δράση μοιάζει πολύ με του Μάχνο μέχρι το σημείο της σύλληψης και της εκτέλεσής της από τους Λευκορώσους το φθινόπωρο του 1919. Τον Απρίλιο του 1918 έλαβε έναν έπαινο από το μπολσεβίκο στρατηγό Antonov για τις επαναστατικές δραστηριότητές της. Palij , “ Anarchism of Nestor Makhno ” , σελ. 87-88.

9. Η επιτροπή αυτή ήταν γνωστή ως Cheka . Σύμφωνα με τον επικεφαλή αυτού του οργάνου, τον Felix Dzerzhinsky , "αμέσως μετά τον αφοπλισμό των αναρχικών, το έγκλημα στη Μόσχα μειώθηκε κατά 80%." Palij , “ Anarchism of Nestor Makhno ” σελ.63.

10. Στις 12 Ιουνίου 1919 οι Μπολσεβίκοι υπέγραψαν μια ανακωχή με την κυβέρνηση του Hetman , η οποία ασχολήθηκε με την αναγνώριση του Ουκρανικού κράτους. “ Anarchism of Nestor Makhno ” σελ.37.

11. Adams , "The Great Ukrainian Jacquerie", in Hunczak, mentioned before, σελ .254.

12. Arthur E. Adams, "Bolsheviks in the Ukraine : The Second Campaign 1918-1919" (New Haven, 1963).

13. Μ . Malet, "Makhno and his Enemies" , META Vol.1, σελ .14.

14. Victor Serge, "Memoirs of a Revolutionary" ( Λονδίνο 1963) σελ .119.

15. G.P. Maximoff, "The Guillotine at Work" ( Σικάγο 1940), κεφ .7.

16. Εμμα Γκόλντμαν , "Living My Life" (Garden City NY 1931) σελ .765.


Source: athens.indymedia.org

Η συζήτηση του κορυφαίου θεωρητικού και επαναστάτη των Μπολσεβίκων με τον σημαντικότερο αναρχικό Καπετάνιο της επανάστασης το 1918 στο Κρεμλίνο.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τους αναρχικούς και για τους λενινιστές όσο και για όσους μελετούν την ιστορία της Οκτωβριανής επανάστασης.
Με τις ευχαριστίες μας σε όσους συντρόφους συγκέντρωσαν το υλικό, βοήθησαν στη μετάφραση και την τεχνική ολοκλήρωση της παρουσίασης στα ελληνικά.
Το απόσπασμα είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF και βέβαια είναι ελεύθερος όποιος θέλει να το αναδημοσιεύσει, με τη θερμή μας παράκληση - όρο να μην αλλοιωθεί το περιεχόμενο και να αναφέρεται παραπομπή στο συνολικό κείμενο όταν παρουσιάζονται τμηματικά κάποια αποσπάσματά του (για να αποφευχθεί τυχόν σύγχιση).

Return to The Nestor Makhno Archive

Other pages connected to this site:

Anarchist Groups & Organizations

An Anarchist Reader

L@ Pagin@ di nestor mcnab


http://www.nestormakhno.info/greek/index.htm




11/23/2008

H αλήθεια για τους Μπολσεβίκους (Έμμα Γκόλντμαν)

Η Οκτωβριανή Επανάσταση ξεσήκωσε εναντίον της τα πυρά της παγκόσμιας μπουρζουαζίας. Ομως, κέρδισε την υποστήριξη της εργατικής τάξης και των λαών όλου του κόσμου. Ακόμη και τα πιο φωτεινά μυαλά του αναρχισμού υποστήριξαν τη μπολσεβίκικη επανάσταση.Παρακάτω δημοσιεύω μια μικρή μπροσούρα που έγραψε η Έμμα Γκόλντμαν, η «μητέρα» του αναρχισμού υπερασπιζόμενη τους Μπολσεβίκους, τον Λένιν, τον Τρότσκι και τη Ρωσική Επανάσταση, ακόμα και ενάντια σε αναρχικούς, όπως ο Κροπότκιν που είχε κρατήσει πατριωτική θέση στον πόλεμο.



H Έμμα Γκόλντμαν θεωρεί ότι οι Μπολσεβίκοι, αν και Μαρξιστές είναι "αναρχικοί στην πράξη" και συμφωνεί με κάθε ενέργεια που είχαν πάρει ως και το 1918 που γράφτηκε το κείμενο αυτό. Ήταν η εποχή που ένα σημαντικό κομμάτι των αναρχικών υπεράσπιζε τους Μπολσεβίκους σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η στάση τους άλλαξε μετά τα τραγικά γεγονότα της Κρονστάνδης, όπου η πλειοψηφία των αναρχικών έγιναν αντιμπολσεβίκοι με μια ηρωική μειοψηφία να γίνονται κομμουνιστές ή «σοβιετικοί αναρχικοί», όπως τους αποκαλούσαν περιφρονητικά οι υπόλοιποι αναρχικοί. Μερικοί από τους σημαντικότερους «σοβιετικούς αναρχικούς» ήταν οι Σερζ, Σαμπλίν, Νιν, Μαουρίν, Ροσμέρ, Μονάτ κ.λ.π. Κριτική στην μετέπειτα στάση της Γκόλντμαν άσκησε ο συνδικαλιστής Χέϊγουντ, ένα κείμενο, που ελπίζουμε να παρουσιάσουμε αργότερα.

ΕΜΜΑ ΓΚΟΛΝΤΜΑΝ

Αφιερώνεται, ως η τελευταία συνεισφορά μου προτού μεταβώ στη φυλακή της πόλης Τζέφερσον για δυο χρόνια, στους Μπολσεβίκους της Ρωσίας ως εκτίμηση του λαμπρού τους έργου και της έμπνευσής τους στην αφύπνιση του Μπολσεβικισμού στην Αμερική.

Και όμως είναι μεγίστης σημασίας ο λαός της Αμερικής να κατανοήσει την αληθινή σημασία των Μπολσεβίκων, της καταγωγής τους και του ιστορικού παρασκηνίου, που καθιστά τη θέση τους και την πρόκληση τους στον κόσμο τόσο σημαντική για τις μάζες.

Μπολσεβίκοι, είναι ο όρος στο πληθυντικό εκείνων των επαναστατών που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων και που επιμένουν στα μάξιμουμ κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα γι’ αυτές τις ομάδες.

Σ’ ένα Σοσιαλδημοκρατικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1903, οι ακραίοι επαναστάτες, ανυπόμονοι από την ολοένα και μεγαλύτερη τάση συμβιβασμού και μεταρρύθμισης μέσα στο κόμμα, οργάνωσαν την Μπολσεβίκικη πτέρυγα εναντίον αυτών που είναι γνωστοί ως Μενσεβίκοι ή της ομάδας που είναι ικανοποιημένη να κινείται αργά, να κερδίζει μεταρρυθμίσεις βήμα βήμα. Ο Νικολάϊ Λένιν και αργότερο ο Τρότσκι αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες στον διαχωρισμό και από τότε έχουν εργαστεί ακατάπαυστα για την οικοδόμηση του Μπολσεβίκικου κόμματος πάνω σε καθαρά επαναστατικές γραμμές διατηρώντας όμως ταυτόχρονα τη Μαρξιστική θεωρητική λογική τους.

Στη συνέχεια ήρθε το θαύμα των θαυμάτων, η Ρωσική Επανάσταση του 1917 που για τους πολιτικούς μέσα και έξω από τις διάφορες Σοσιαλιστικές ομάδες σήμαινε την ανατροπή του Τσάρου και τη δημιουργία μιας φιλελεύθερης ή ημισοσιαλιστικής κυβέρνησης. Ο Λένιν και ο Τρότσκι με τους συντρόφους τους, είδαν βαθύτερα στη φύση της επανάστασης και βλέποντας, είχαν τη σοφία να απαντήσουν –όχι τόσο στις δικές τους θεωρητικές τάσεις όσο στις επιτακτικές ανάγκες του ίδιου του αφυπνιζόμενου Ρωσικού λαού.

Έτσι, η Ρωσική Επανάσταση είναι ένα θαύμα από πολλές απόψεις. Μεταξύ των άλλων εκπληκτικών παράδοξων, έχουμε και το φαινόμενο Μαρξιστές Σοσιαλδημοκράτες, ο Λένιν και ο Τρότσκι, να υιοθετούν Αναρχικές Επαναστατικές Τακτικές ενώ οι Αναρχικοί Κροπότκιν, Τσερκέσοφ, Τσαϊκόφσκι να απαρνούνται αυτές τις τακτικές και να πέφτουν στη Μαρξική λογική, που όλη τους τη ζωή είχαν αποποιηθεί ως «Γερμανική μεταφυσική».

Η Ρωσική Επανάσταση είναι πράγματι ένα θαύμα. Αποδεικνύει κάθε μέρα πόσο ασήμαντες είναι όλες οι θεωρίες σε σύγκριση με την πραγματικότητα της επαναστατικής αφύπνισης του λαού.

Οι Μπολσεβίκοι του 1903, αν και επαναστάτες, υποστήριζαν τη Μαρξιστική θεωρία αναφορικά με τη βιομηχανοποίηση της Ρωσίας και την ιστορική αποστολή της μπουρζουαζίας ως μια αναγκαία εξελικτική διαδικασία προτού οι Ρωσικές μάζες μπορέσουν να βγουν στο προσκήνιο από μόνες τους. Οι Μπολσεβίκοι του 1918 δεν πιστεύουν πια στoν προκαθορισμένo ρόλο της μπουρζουαζίας. Έχουν προχωρήσει πάρα πολύ από τα κύματα της Επανάστασης έως το σημείο που υποστήριζαν οι Αναρχικοί από την εποχή του Μπακούνιν, δηλαδή ότι μόλις οι μάζες συνειδητοποιήσουν την οικονομική τους δύναμη, φτιάχνουν την ιστορία τους και δεν χρειάζεται να είναι δεμένες από τις παραδόσεις και τις διαδικασίες ενός νεκρού παρελθόντος, που –όπως και οι μυστικές συνθήκες- δημιουργούνται γύρω από στρογγυλά τραπέζια και δεν υπαγορεύονται από την ίδια τη ζωή.

Με άλλα λόγια, οι Μπολσεβίκοι σήμερα εκπροσωπούν όχι απλά μια περιορισμένη ομάδα θεωρητικών αλλά μια Ρωσία αναγεννημένη και ηρωική. Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν θα αποκτούσαν ποτέ τη σημερινή σπουδαιότητά τους αν απλά εξέφραζαν ξηρές και άκαμπτες φόρμουλες. Άκουγαν από κοντά την καρδιά του Ρωσικού λαού, που αν και στερούμενος ευχέρειας λόγου, γνωρίζει πως να παρουσιάζει τα αιτήματά του πολύ πιο αποτελεσματικά μέσω της πράξης. Το γεγονός αυτό όμως, δεν μειώνει τη σπουδαιότητα του Λένιν και του Τρότσκι και των άλλων ηρωικών μορφών που εμπνέουν δέος στον κόσμο με την προσωπικότητα τους, το προφητικό τους όραμα και το έντονο επαναστατικό τους πνεύμα.

Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε που ο Τρότσκι και ο Λένιν κατηγορήθηκαν ως Γερμανοί πράκτορες, που εργάζονται για τον Κάιζερ. Μόνο αυτοί που επηρεάζονται ακόμα από τα ψέματα των εφημερίδων, που δεν γνωρίζουν τίποτα για τους δυο ανθρώπους, πιστεύουν τέτοιες κατηγορίες. Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να έχουμε καλά στο μυαλό μας ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο άθλιο ή φθηνό από το να αποκαλείς κάποιον «Γερμανό πράκτορα» επειδή αρνείται να πιστέψει στην ηχηρή φράση «να κάνουμε τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία», με τη Δημοκρατία μαστιγωμένη στην Τάλσα, λιντσαρισμένη στην Μπουτ, κλεισμένη στη φυλακή και εξοργισμένη και εξορισμένη από τις ακτές μας.

Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν χρειάζονται υπεράσπιση. Ναι είναι καλό να επιστήσουμε την προσοχή των εύπιστων, των οποίων οι καθημερινές εφημερίδες «δεν μπορούν να πουν ένα ψέμα», ότι όταν ο Τρότσκι ήταν στην Αμερική, ζούσε σ’ ένα φτηνό διαμέρισμα και ήταν τόσο φτωχός που δεν είχε αρκετά για να ζήσει. Βέβαια, του πρόσφεραν μια άνετη θέση σε μια από τις επιτυχημένες εβραϊκές καθημερινές εφημερίδες, με την προϋπόθεση ότι θα μάθει να συμβιβάζεται και να χαλιναγωγήσει τον επαναστατικό του ζήλο. Ο Τρότσκι προτίμησε τη φτώχεια και το δικαίωμα να κρατήσει τον αυτοσεβασμό του. Όταν αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρωσία, στην αρχή της επανάστασης, οι φίλοι του συνεισέφεραν για να καλυφθούν τα ναύλα του – τόσα πολλά κέρδιζε ο Τρότσκι ως «Γερμανός πράκτορας».

Αναφορικά με τον Λένιν, ολόκληρη η ζωή του ήταν μια μακρά, ακατάπαυστη πάλη για τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, φθάνει στα επαναστατικά ιδανικά του μέσω κληρονομιάς. Ο αδερφός του εκτελέστηκε με διαταγή του Τσάρου. Έτσι ο Λένιν έχει ένα προσωπικό καθώς και καθολικό λόγο να μισεί την απολυταρχία και να αφιερώσει τη ζωή του στην απελευθέρωση της Ρωσίας. Τι παραλογισμός να κατηγορείς έναν άνθρωπο σαν αυτόν για συμπάθεια με το γερμανικό ιμπεριαλισμό! Ακόμα όμως και οι φαφλατάδες κατήγοροι του Λένιν και του Τρότσκι έχουν σιωπήσει από τις πανίσχυρες προσωπικότητες και την αδιάφθορη ηθική ακεραιότητα αυτών των μεγάλων μορφών της Επανάστασης.

Από μια άποψη δεν μας προκαλεί έκπληξη ότι στην Αμερική δεν κατανοούν τους Μπολσεβίκους. Η Ρωσική Επανάσταση παραμένει ακόμα ένα αίνιγμα για το αμερικάνικο μυαλό. Χωρίς ίχνος κατανόησης των δικών του επαναστατικών παραδόσεων και πάντα καταβεβλημένος μπροστά στην μεγαλοπρέπεια του Κράτους, ο μέσος Αμερικάνος έχει εκπαιδευτεί να πιστεύει ότι η Επανάσταση δεν δικαιολογείται στη χώρα του και στην «σκοτεινότατη Ρωσία» πραγματοποιήθηκε με μοναδικό σκοπό να ξεφορτωθούμε το Τσάρο, με την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιούνταν με ευπρεπές τρόπο και με ευλαβικές συγγνώμες προς τον απόλυτο εξουσιαστή. Και φυσικά τη στιγμή που θα δημιουργηθεί μια σταθερή κυβέρνηση, όπως η δική μας, ο Ρωσικός λαός οφείλει να «συμπαραταχθεί πίσω από τον Πρόεδρο».

Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη όταν ο Ρωσικός λαός, αφού εκδίωξε τον Τσάρο, κατέστρεψε τον ίδιο το θρόνο και έστειλε τους φιλελεύθερους Μιλιούκοφ και Λβοφ και ακόμα και το Σοσιαλιστή Κερένσκι, στην κατεύθυνση που είχε πάρει ο Τσάρος. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τους Μπολσεβίκους, που διακήρυξαν ότι είναι εναντίον βασιλιάδων και αφεντάδων. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για το δημοκρατικό μυαλό των Αμερικάνων.

Ευτυχώς για τη Ρωσία, οι άνθρωποί της ποτέ δεν απόλαυσαν τις ευλογίες της Δημοκρατίας με τις θεσμοποιημένες, νομιμοποιημένες, κατηγοριοποιημένες αξίες της εκπαίδευσης, οι οποίες όλες είναι «προκατασκευασμένες και περιπλέκονται μόλις κάποιος ξεκινήσει με τον πρώτο κόμπο».

Οι Ρώσοι είναι ένας εκφραστικός λαός με αδιάφθορο μυαλό. Η επανάσταση γι’ αυτούς ποτέ δεν σήμαινε απλά μετατόπιση της πολιτικής σκηνής, την ανατροπή ενός απολυτάρχη μ’ έναν άλλο. Ο Ρωσικός λαός έχει διδαχθεί για περίπου εκατό χρόνια –όχι στα αποπνιχτικά σχολεία από στείρους δασκάλους και ξεπερασμένα εγχειρίδια αλλά από τους μεγάλους τους επαναστάτες μάρτυρες, τα πιο ευγενικά πνεύματα που έχει γνωρίσει ο κόσμος– ότι Επανάσταση σημαίνει ουσιαστική κοινωνική και οικονομική αλλαγή, κάτι που έχει τις ρίζες του στις ανάγκες και τις ελπίδες του λαού και που δεν θα τερματιστεί παρά μόνο όταν οι απόκληροι της γης βρουν τον εαυτό τους. Με μια λέξη, ο Ρωσικός λαός είδε στην ανατροπή της απολυταρχίας την αρχή και όχι το τέλος της Επανάστασης.

Περισσότερο από την τυραννία του Τσάρου, ο μουζίκος μισούσε την τυραννία του φοροεισπράκτορα που έστελνε ο γαιοκτήμονας για να του κλέψει την τελευταία του αγελάδα ή το άλογο και τέλος την ίδια τη γη ή για να τον μαστιγώσει και να τον σύρει στη φυλακή, όταν δεν μπορούσε να πληρώσει τους φόρους του. Τι σήμαινε για τον μουζίκο η εκδίωξη του Τσάρου από το θρόνο, αν ο άμεσος εχθρός του, ο Μπαρίν (αφέντης) συνέχιζε ακόμα να κατέχει το κλειδί στη ζωή – τη γη; Η Ματούσκα Ζέμλια (Μητέρα Γη) είναι το χαϊδευτικό όνομα που μόνο η ρωσική γλώσσα έχει για τη γη. Για το ρώσο η γη είναι το παν, αυτή που χαρίζει ζωή και χαρά, η καλλιεργήτρια, η αγαπημένα Ματούσκα (Μητερούλα).

Η Ρωσική Επανάσταση δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα γι’ αυτόν παρά μόνο αν ελευθερώσει τη γη και δίπλα στον εκθρονισμένο Τσάρο βρεθεί και ο «σύντροφος» του, ο εκθρονισμένος γαιοκτήμονας, ο καπιταλιστής. Αυτό εξηγεί το ιστορικό παρασκήνιο των Μπολσεβίκων, την οικονομική και κοινωνική δικαιολόγησή τους. Είναι πανίσχυροι μόνο επειδή εκπροσωπούν το λαό. Τη στιγμή που θα σταματήσουν να το κάνουν, θα χαθούν, όπως αναγκαστικά χάθηκε και η Προσωρινή Κυβέρνηση και ο Κερένσκι. Άλλωστε ο Ρωσικός λαός δεν θα είναι ικανοποιημένος, ούτε και ο Μπολσεβικισμός θα παύσει, έως ότου η γη και τα μέσα ζωής γίνουν η κληρονομιά των παιδιών της Ρωσίας. Έχουν αποφασίσει για πρώτη φορά εδώ και αιώνες ότι θα ακουστούν και ότι οι φωνές τους θα φθάσουν στην καρδιά όχι των κυρίαρχων τάξεων –γνωρίζουν ότι αυτές δεν έχουν καρδιά – αλλά στην καρδιά των λαών όλου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η βαθιά σημασία και σπουδαιότητα της Ρωσικής Επανάστασης, όπως συμβολίζεται από τους Μπολσεβίκους.

Ξεκινώντας από την ιστορική προϋπόθεση πως όλοι οι πόλεμοι είναι καπιταλιστικοί και ότι οι μάζες δεν έχουν κανένα συμφέρον στην ενίσχυση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των εκμεταλλευτών τους, είναι απολύτως συνεπές για τους Μπολσεβίκους να επιμείνουν πάνω στο ζήτημα της ειρήνης και να απαιτήσουν ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν αποζημιώσεις και προσαρτήσεις σ’ αυτή την ειρήνη.

Πρώτα απ’ όλα, η Ρωσία έχει αιμορραγήσει από ένα πόλεμο, τον οποίο διέταξε ο αιμοδιψής Τσάρος. Γιατί θα πρέπει να συνεχίζουν να θυσιάζουν τον ισχυρό ανδρικό πληθυσμό τους, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για καλύτερους σκοπούς, για την ανοικοδόμηση της Ρωσίας; Για να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία; Τι φάρσα! Μα οι λεγόμενες Δημοκρατίες δεν έχασαν τη συμπάθεια του Ρωσικού λαού όταν συνέδεσαν την τύχη τους με το μαστίγιο της Ρωσικής απολυταρχίας; Πως τολμούν να παραπονιούνται ότι η Ρωσία ποθεί την ειρήνη τώρα που έχει πετάξει από την πλάτη της με επιτυχία το βάρος αιώνων καταπίεσης!

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΥΣ

Β' ΜΕΡΟΣ

Οι σύμμαχοι είναι πραγματικά ειλικρινείς όταν καυχιούνται για τη Δημοκρατία; Γιατί λοιπόν δεν αναγνώρισαν τη Ρωσική Επανάσταση ακόμα και προτού οι «τρομεροί Μπολσεβίκοι» αναλάβουν την καθοδήγησή της; Η Αγγλία, ο περιβόητος απελευθερωτής των μικρών εθνών, με την Ινδία και την Ιρλανδία στα νύχια της δεν θα βοηθούσε την Επανάσταση. Η Γαλλία, το πιθανό λίκνο της ελευθερίας αποκήρυξε τη Ρωσική Αντιπροσωπία στη Συνδιάσκεψή της. Βέβαια, η Αμερική αναγνώρισε την Επαναστατική Ρωσία αλλά μονάχα επειδή πίστευε αφελώς ότι ο Μιλιούκοφ ή ο Κερένσκι θα παρέμεναν στην εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες γιατί η Ρωσία θα βοηθούσε στη συνέχιση του πολέμου;

Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που οι Μπολσεβίκοι επιμένουν πάνω στο ζήτημα της ειρήνης. Ο λόγος είναι ότι τίποτα το ζωτικό ή το εποικοδομητικό δεν μπορεί να χτιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και ο Ρωσικός λαός επιθυμεί να οικοδομήσει, να δημιουργήσει, να ιδρύσει μια νέα, ελεύθερη και πλούσια Ρωσία. Γι’ αυτό χρειάζονται την ειρήνη και πάνω από οποιεσδήποτε άλλες σκέψεις, οι Μπολσεβίκοι επιθυμούν να βοηθήσουν τους άλλους λαούς της γης προς την ειρήνη – τους λαούς που, όπως και αυτοί, ποτέ δεν επιθυμούσαν τον πόλεμο.

Ήδη οι Μπολσεβίκοι έχουν διδάξει στον κόσμο το μάθημα ότι οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη πρέπει να ξεκινήσουν από τους ίδιους τους λαούς. Η ειρήνη δεν μπορεί να έρθει στο όνομα αυτών που κάνουν τους πολέμους και κερδίζουν απ’ αυτούς. Αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές των Μπολσεβίκων στην παγκόσμια πρόοδο. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη πρέπει να διεξαχθούν ανοιχτά, ειλικρινά και με την πλήρη συναίνεση των λαών που εκπροσωπούνται. Δεν θα έχουν μυστικές διπλωματικές ίντριγκες που προδίδουν τους λαούς, οδηγώντας σε ανεπανόρθωτες καταστροφές.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση οι Μπολσεβίκοι προσκάλεσαν τις άλλες δυνάμεις να συμμετάσχουν στη Γενική Συνδιάσκεψη ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στο Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η πρότασή τους αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση. Ο δημοκρατικός κομπασμός των Συμμάχων, όταν δοκιμάστηκε, βρέθηκε δυστυχώς ελλιπής. Η προδοσία των Συμμάχων ως προς την εγκατάλειψη του ίδιου του Ρωσικού λαού δικαιολογεί τους Μπολσεβίκους ως προς τη σύναψη ξεχωριστής ειρήνης. Είναι αθώοι όταν μιλάνε για ξεχωριστή ειρήνη μετά την αποκήρυξή τους από τους Συμμάχους.

Αν και εγκαταλειμμένοι, οι Μπολσεβίκοι είναι το ίδιο δυνατοί. Ο ίδιος ο Τρότσκι εξέφρασε την ηθική επιρροή των Μπολσεβίκων στο φαινομενικό παράδοξο: «Η αδυναμία μας θα είναι η δύναμή μας». Αδύναμοι στα εργαλεία μιας απολυταρχίας, οι Μπολσεβίκοι δυναμώνουν από ένα κοινό Επαναστατικό σκοπό. Η ηθική αντίληψη του κόσμου θα επηρεαστεί πιο βαθιά από την απλή επιθυμία της Ρωσίας να δράσει έντιμα στα τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη παρά από τη σύμπραξη, τις υπεκφυγές και την υποκρισία των ιδιαίτερα μορφωμένων διπλωματών.
Οι μπολσεβίκοι απαιτούν οι υποχρεώσεις και αποζημιώσεις που έχουν επιβληθεί από άλλες κυβερνητικές τάξεις να αποκηρυχθούν. Γιατί θα πρέπει να τηρήσουν τις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του Τσάρου; Ο λαός δεν έχει τηρήσει αυτές τις υποχρεώσεις, δεν έχει δεσμευτεί σε άλλες εμπόλεμες χώρες, δεν τους ζήτησε κανείς τη γνώμη για το αν θα έπρεπε να σφαχτούν, όπως άλλωστε κανένας δεν ζήτησε την άποψη του λαού της Αμερικής. Γιατί θα πρέπει να τιμωρηθούν για τα εγκλήματα ενός απολυτάρχη; Γιατί θα πρέπει να φορτώσουν στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους πολεμικά δάνεια και αποζημιώσεις; Λένε ότι οι συμφωνίες ή συμβόλαια που συνάφθηκαν από τους εχθρούς του λαού θα πρέπει να τηρηθούν από τους εχθρούς του λαού και όχι από τον ίδιο το λαό. Αν ο Τσάρος δεσμεύτηκε σε άλλες χώρες, οι άλλες χώρες θα πρέπει να τον πάρουν και να τον καταστήσουν υπεύθυνο γι’ αυτά που δεσμεύτηκε. Ο λαός όμως, που δεν του ζητήθηκε αρχικά η άποψή του, που πολέμησε, μάτωσε και θυσίασε τη ζωή του επί τρεισήμισι χρόνια –λέει ότι θα πληρώσει μονάχα τα χρέη με τα οποία ο ίδιος επιβαρύνεται, γνωρίζει, κατανοεί και που συνάφθηκαν για σκοπούς που ο ίδιος ο λαός εγκρίνει. Αυτά είναι τα μόνα πολεμικά χρέη, πολεμικά δάνεια και πολεμικές αποζημιώσεις που σκοπεύουν να πληρώσουν.

Οι Μπολσεβίκοι δεν έχουν ιμπεριαλιστικά σχέδια. Έχουν ελευθεριακά σχέδια και αυτοί που κατανοούν τις αρχές της ελευθερίας δεν επιθυμούν να προσαρτήσουν άλλους λαούς και χώρες. Πράγματι, ο πραγματικός ελευθεριακός δεν θέλει να προσαρτήσει ούτε καν άλλα άτομα καθώς γνωρίζει ότι όσο ένα έθνος, λαός ή άτομο είναι υποδουλωμένο, τότε και αυτός είναι σε κίνδυνο.

Γι’ αυτό ακριβώς οι Μπολσεβίκοι απαιτούν ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Δεν νιώθουν από ηθική άποψη ότι θα πρέπει να τηρήσουν τις υποχρεώσεις του Τσάρου, του Κάιζερ ή οποιουδήποτε άλλου ιμπεριαλιστή κυρίου.

Οι Μπολσεβίκοι κατηγορούνται ότι πρόδωσαν τους Συμμάχους. Ρωτήθηκε ο Ρωσικός λαός αν ήθελε να πάει με τους Συμμάχους; Οι Μπολσεβίκοι, ως Κομμουνιστές, ως άνθρωποι που υποστηρίζουν με όλο το πάθος τους και όλη την ένταση της ύπαρξής τους την αρχή του διεθνισμού, διακηρύσσουν: «Οι σύμμαχοί μας δεν είναι οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας ή Αμερικής. Οι σύμμαχοί μας είναι ο Αγγλικός, Γαλλικός, Ιταλικός, Αμερικάνικος και Γερμανικός λαός. Είναι οι μόνοι σύμμαχοί μας και αυτούς τους συμμάχους μας δεν θα τους προδώσουμε ποτέ, αυτούς τους συμμάχους μας δεν θα τους εξαπατήσουμε ποτέ. Θέλουμε να βοηθήσουμε τους συμμάχους μας αλλά οι σύμμαχοί μας είναι οι λαοί της υφηλίου και όχι οι κυβερνητικές τάξεις, όχι οι διπλωμάτες, όχι οι πρωθυπουργοί, όχι οι κύριοι που κάνουν πόλεμο». Αυτή είναι η θέση των Μπολσεβίκων έως σήμερα. Το έχουν αποδείξει τις τελευταίες βδομάδες, όταν είδαν ότι οι Γερμανικοί όροι ειρήνης σήμαιναν την υποδούλωση και την εξάρτηση άλλων λαών. Είπαν, «Επιθυμούμε την ειρήνη αλλά ζητώντας την ειρήνη για μας, το κάνουμε επειδή νιώθουμε βέβαιοι ότι η ειρήνη μας θα υποκινήσει και άλλους λαούς να απαιτήσουν και να συνάψουν ειρήνη, είτε το θέλουν οι κυβερνητικές τάξεις είτε όχι».

Ο Τρότσκι, σ’ ένα γράμμα προς τον «Πολίτη Πρεσβευτή» της Περσίας έλεγε «Η αγγλο-αμερικάνικη συμφωνία του 1907 στρεφόταν εναντίον της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του Περσικού λαού και επομένως είναι άκυρη και κενή. Επιπλέον, καταγγέλλουμε κάθε συμφωνία που προηγήθηκε και ακολούθησε την εν λόγω συμφωνία που μπορεί να περιορίζει τα δικαιώματα του Περσικού λαού να υπάρχει ελεύθερα και ανεξάρτητα».

Οι Μπολσεβίκοι κατηγορούνται ότι κατέλαβαν τη γη. Πρόκειται για μια τρομερή κατηγορία, αν πιστεύετε στην ατομική ιδιοκτησία. Θεωρείται το σημαντικότερο απ’ όλα τα εγκλήματα να θίγουμε την ιδιωτική περιουσία. Η ανθρώπινη σφαγή μπορεί να δικαιολογηθεί αλλά η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι απαραβίαστη. Ευτυχώς οι Μπολσεβίκοι έχουν διδαχθεί από το παρελθόν. Γνωρίζουν ότι οι προηγούμενες επαναστάσεις απέτυχαν επειδή οι μάζες δεν κατέλαβαν τα μέσα επιβίωσης.

Οι Μπολσεβίκοι έκαναν ένα άλλο τρομερό πράγμα –κατέλαβαν τις τράπεζες. Οι Μπολσεβίκοι θυμήθηκαν ότι κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, όταν οι γυναίκες και τα παιδιά πεινούσαν στους δρόμους, οι Κομμουνάροι λαθεμένα έστειλαν τους συντρόφους τους να προστατεύσουν την Τράπεζα της Γαλλίας και στη συνέχεια, η Γαλλική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τους πόρους της τράπεζας για να πληρώσει τον Βίσμαρκ ως ανταπόδοση για τους 500.000 Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι βάδισαν στο Παρίσι και έπνιξαν την Κομμούνα στο αίμα 30.000 Γάλλων εργατών.

Εκείνη την εποχή, το 1871, η Γαλλική μπουρζουαζία δεν είχε καμία αντίρρηση στη χρήση των Γερμανικών όπλων για τη σφαγή του Γαλλικού λαού. Ο «σκοπός δικαιολογεί τα μέσα», τα οποία η μπουρζουαζία δεν θα δίσταζε –σήμερα και τότε- να χρησιμοποιήσει για να διατηρήσει την κυριαρχία της.

Οι Μπολσεβίκοι είναι ένθερμοι μαθητές της ιστορίας. Γνωρίζουν ότι οι κυρίαρχες τάξεις θα προτιμούσαν ακόμα και τον Τσάρο ή τον Κάιζερ από την επανάσταση. Γνωρίζουν πως αν η μπουρζουαζία μπορούσε να διατηρήσει τον κλεμμένο πλούτο από το λαό με τη μορφή χρημάτων και γης, θα δωροδοκούσαν και τον ίδιο τον διάβολο να τους σώσει από την Επανάσταση και ο λαός πεινασμένος και πάμπτωχος μπορεί να υπέκυπτε σ’ αυτό το σκληρό παζάρι.

Γι’ αυτό οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τις τράπεζες και υποκινούν τους αγρότες να καταλάβουν τη γη. Δεν επιθυμούν να επιστρέψουν τις τράπεζες και τη γη, τις πρώτες ύλες και τα προϊόντα της εργασίας στο κράτος. Επιθυμούν να τοποθετήσουν τους φυσικούς πόρους και τον πλούτο της χώρας στα χέρια του λαού ως κοινή περιουσία και για κοινή χρήση καθώς ο Ρωσικός λαός ενστικτωδώς και λόγω παράδοσης είναι κομμουνιστές και δεν χρειάζονται και δεν επιθυμούν το ανταγωνιστικό σύστημα.
Οι Μπολσεβίκοι μεταφράζουν σε πραγματικότητα αυτά που πολλοί άνθρωποι ονειρεύτηκαν, ήλπιζαν, σχεδίαζαν και συζητούσαν ιδιωτικά και δημόσια. Οικοδομούν μια νέα κοινωνική τάξη που θα βγει μέσα από το χάος και τις συγκρούσεις με τις οποίες είναι σήμερα αντιμέτωποι.
Γιατί τόσοι πολλοί Ρώσοι επαναστάτες είναι εναντίον των Μπολσεβίκων; Κάποιοι από τους καλύτερες άνδρες και γυναίκες της Ρωσίας, όπως η πολυαγαπημένη μας Μπαμπούσκα Μπρεσόβσκαγια, ο Πέτρος Κροπότκιν και άλλοι είναι ανταγωνιστικοί προς τους Μπολσεβίκους. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δελεαστεί από τη λάμψη του πολιτικού φιλελευθερισμού, όπως αντιπροσωπεύεται από τη Δημοκρατική Γαλλία, τη Συνταγματική Αγγλία και τη Δημοκρατική Αμερική. Δυστυχώς, δεν έχουν ακόμα καταλάβει ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φιλελευθερισμού και της απολυταρχίας είναι καθαρά φανταστική, με τη μόνη διαφορά να είναι ότι οι άνθρωποι υπό την απολυταρχία ξέρουν ότι είναι υποδουλωμένοι και αγαπούν την ελευθερία σε τέτοια έκταση ώστε να είναι έτοιμοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν γι’ αυτή, ενώ οι άνθρωποι σε μια δημοκρατία φαντάζονται ότι είναι ελεύθεροι και είναι ευχαριστημένοι με τα δεσμά τους. Οι Ρώσοι επαναστάτες που αντιτίθενται στους Μπολσεβίκους θα καταλάβουν πολύ σύντομα ότι οι Μπολσεβίκοι αντιπροσωπεύουν τις πιο σημαντικές και ουσιώδεις αρχές της ανθρώπινης απελευθέρωσης και οικονομικής ευημερίας.

Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει, τι θα έκαναν οι Μπολσεβίκοι αν όλες οι υπόλοιπες κυβερνήσεις ήταν εναντίον τους; Δεν είναι καθόλου απίθανο αν οι Μπολσεβίκοι αποκτήσουν την ολοκληρωτική οικονομική και κοινωνική εξουσία στη Ρωσία, όλες οι υπόλοιπες κυβερνήσεις να συμμαχήσουν με τον Γερμανικό ιμπεριαλισμό για να συντρίψουν τους Μπολσεβίκους. Μπορούμε με σιγουριά να προβλέψουμε ότι τα ιμπεριαλιστικά στοιχεία θα ενωθούν με την μπουρζουαζία για να νικήσουν τη Ρωσική Επανάσταση.

Οι Μπολσεβίκοι γνωρίζουν αυτούς τους κινδύνους και χρησιμοποιούν τα πιο αποτελεσματικά μέτρα για να τους καταπολεμήσουν. Η επιρροή τους στο προλεταριάτο της Γερμανίας και της Αυστρίας είναι ασύγκριτη. Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου που επιστρέφουν, μεταφέρουν το μήνυμα του Μπολσεβικισμού στα χαρακώματα και στους στρατώνες, στους αγρούς και τα εργοστάσια, αφυπνίζοντας το Γερμανικό λαό τη μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει την απολυταρχία. Η εκπαιδευτική δουλειά των Μπολσεβίκων μέσα στο Γερμανικό λαό αρχίζει να επιδρά. Σίγουρα έχει πετύχει πολλά περισσότερα από όλες τις φλυαρίες των Συμμάχων για την αναγκαιότητα της επέκτασης της εξέγερσης στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες.
Ακόμα και αν οι Μπολσεβίκοι αποτύχουν να πραγματοποιήσουν το υπέροχο όνειρό τους, η αντίληψή τους και η καθολική ειρήνη, η προσπάθειά τους να συμμαχήσουν με όλους τους καταπιεσμένους της υφηλίου, το αίτημά τους ότι η γη θα πρέπει να δοθεί στους αγρότες και ότι οι εργάτες που παράγουν όλο το πλούτο θα πρέπει να απολαμβάνουν να πράγματα που παράγουν –το γεγονός ότι υπάρχουν και απαιτούν πρέπει να ασκήσει τέτοια επιρροή πάνω στον υπόλοιπο κόσμο ώστε οι άνθρωποι να μην είναι τόσο «συνηθισμένοι», τόσο ικανοποιημένοι και τόσο πεζοί όπως ήταν πριν από την εμφάνιση των Μπολσεβίκων στον ορίζοντα της ανθρώπινης ζωής.
Αυτός είναι και ο ρόλος που παίζουν οι Μπολσεβίκοι στις ζωές μας, στις ζωές των Γερμανών, Γάλλων και όλων των υπόλοιπων λαών της γης. Δεν μπορούμε πια να είμαστε ίδιοι καθώς σε στιγμές απελπισίας, σε στιγμές απαισιοδοξίας, σε στιγμές όπου πιστεύουμε ότι όλα έχουν συντριφτεί, θα στρέφουμε τα μάτια μας προς τη Ρωσία και να τη η Μεγάλη Ελπίδα που ανατέλλει, προσωποποιημένη, που διαλύει την μαυρίλα που έχει γεμίσει τις καρδιές μας με το μίσος των αδερφών μας, που έχει παραλύσει το μυαλό μας, αλυσοδέσει τα άκρα μας, γονατίσει το κορμί μας και εξασθενίσει τη θέληση μας.

Οι Μπολσεβίκοι ήρθαν να προκαλέσουν τον κόσμο. Δεν μπορεί πια να στηρίζεται στην παλιά ρυπαρή αυθάδειά του. Πρέπει να αποδεχθεί την πρόκληση. Την έχει ήδη αποδεχθεί στη Γερμανία, Αυστρία, Ρουμανία, Γαλλία, Ιταλία, ακόμα και στην Αμερική. Ως ξαφνικό ηλιόφως επεκτείνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, φωτίζοντας το Μεγάλο Όραμα και ζεσταίνοντάς το –τη Νέα Ζωή της ανθρώπινης αδερφοσύνης και της κοινωνικής ευημερίας.

http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4526&mode=thread&order=0&thold=0

11/18/2008

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ

Αμαντέο Μπορντίγκα

Κοινή γνώμη: εύπλαστη ύλη

Οι γιγάντιοι μηχανισμοί της παγκόσμιας «ενημέρωσης», έτοιμοι ν’ αδράξουν κάθε ευκαιρία και να εκμεταλλευτούν σοφά την είδηση που σκηνογραφείται και σκηνοθετείται για να πουλήσει καλύτερα, τέθηκαν σε πλήρη ισχύ με την αναγγελία του θανάτου του μεγάλου επιστήμονα. Ο Αϊνστάιν, θύμα ενός σοβαρού ιατρικού διαγνωστικού λάθους, έφυγε ίσως πριν την ώρα του.
Το υλικό ήταν πρώτης τάξεως και πολλών δυνατοτήτων. Τροφοδοτείται απ’ όλες τις πηγές με τους προβλεπόμενους τόνους και χρησιμοποιώντας τους κοινούς τόπους με τους οποίους αρέσει στο πλατύ σύγχρονο κοινό να γαλουχείται επ’ άπειρον. Η καημένη η κοινή γνώμη πιστεύει ότι είναι βασίλισσα του σύγχρονου κόσμου, αφού νομίζει ότι όποιος την ακολουθεί «σώζεται». Μ’ αυτήν την υπαρξιακή αφέλεια, το κοινό όλων των χωρών –που διαβάζει, ακούει και βλέπει- καταπίνει την είδηση και την «κουλτούρα» όπως καταπίνει και ό,τι προωθείται απ’ την πανίσχυρη διαφήμιση. Όχι για να ξεδιψάει, αλλά να υποδουλωθεί ακόμα περισσότερο στη δίψα του.

Δεν είχε προλάβει ακόμα ν’ αποτεφρωθεί το σώμα του Αϊνστάιν κι αυτές οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να παίζουν με διαβολικό κρεσέντο τα πιο δόλια απ’ τα κοινότοπα θέματά τους: η πιο μεγάλη ευφυΐα του σύγχρονου κόσμου είχε κάνει στην απελπισμένη ανθρωπότητα το πιο τρομερό δώρο, την ατομική βόμβα, αιτία του βέβαιου αφανισμού της. Φορτωμένος αυτή την τεράστια ευθύνη, αναλύθηκε έπειτα σε φιλανθρωπικούς θρήνους. Στην «πνευματική» του διαθήκη (η ευρεσιτεχνία βρίσκεται πράγματι στη βάση του σημερινού δημοσιογραφικού στιλ) θέλησε λοιπόν να εξορκίσει την καταστροφή με ηθικολογικές πανάκειες και μια ευσεβιστική στάση απέναντι στη δημοκρατία.

Από τη μια πλευρά, η εκλαϊκευτική εκδοχή της επιστημονικής επανάστασης, της οποίας ήταν ο αρχιτέκτονας, παρουσιάζει αυτή την επανάσταση ως «κατάρρευση της επιστήμης», «τέλος της αιτιοκρατίας». Δι’ αυτών μάλιστα αναιρείται ο μαρξιστικός κι επαναστατικός ιστορικός υλισμός. Μέσα στο παγκόσμιο ιδεολογικό και θεωρητικό τέλμα, μπορούν όμως να τον χρησιμοποιήσουν κι απ’ την άλλη πλευρά. Να τον παρουσιάσουν ως δυνητικό φίλο για το άλλο «μαρξιστικό» μισό του κόσμου.

Ως συνάδοντα μαζί με τους κομμουνιστές φίλους των περιστεριών το γλυκερό ύμνο της ειρήνης. Της πιο άθλιας και αδύνατης ειρήνης που υπάρχει: βασισμένης στον ατομισμό –στην αγιοσύνη του ανθρώπινου προσώπου.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «κόκκινο» στρατόπεδο αυτής της διαμάχης, που γίνεται για την καλύτερη χρήση της εξαπάτησης, θέτει την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας. Σήμερα, ο εκλεκτικισμός τους, όσον αφορά τις αρχές στις οποίες ακόμα υποκρίνονται ότι πιστεύουν (ιδιαίτερα τις αρχές της σύνδεσης ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη, την επιστήμη και την πολιτική), επιδιώκει συναινέσεις απ’ όλες τις τάξεις, συμπεριλαμβανομένης και της συναίνεσης του καθολικού Πάπα.

Εκείνος που η αμερικάνικη ανοησία με τα τεστ νοημοσύνης για τα χωριάτικα πανηγύρια είχε αναδείξειως τον ευφυέστερο εγκέφαλο του αιώνα, εκείνος που ένας φυλετισμός (υποδαυλισμένος από το χιτλερικό ρατσισμό της αρίας φυλής) είχε κάνει σημαία του εκλεκτού λαού που έδωσε στην ανθρωπότητα πνευματικούς δασκάλους της εμβέλειας του Μωυσή, του Χριστού, του Μαρξ, του Αϊνστάιν, αυτός ο ίδιος τελείωσε τα χρόνια του δίνοντας δεκάρικες ιδέες στα κοινωνικά ζητήματα.

Αυτά αρέσουν στην κοινή γνώμη. Ενώ θέλουν να την παρουσιάσουν απ’ όλες τις πλευρές ως κινητήρια μηχανή του κόσμου, ως οδηγητική δύναμη για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στη φυσική πραγματικότητα, αποδεικνύεται εύπλαστη και εύκαμπτη. Και παραμένει τέτοια με τη διαρκή κι επιτήδεια πλύση εγκεφάλου. Τίποτε δε χειραγωγείται και διαπλάθεται ευκολότερα από τη γνώμη και στον υποκρινόμενο τον ελεύθερο δυτικό κόσμο και στην υποκρινόμενη ως λαϊκή στη βάση της δημοκρατίας της ανατολής.

Μπορεί πολύ καλά να τοποθετηθεί ανάμεσα στις πρώτες ύλες της σύγχρονης παραγωγής, υποδουλωμένης στο κεφάλαιο. Δεν έχει σθένος, σκελετό, σπονδυλική στήλη, όπως τα κλασικά δομικά υλικά.

Μπορεί να παγιωθεί ή να λυγίσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είναι «ισότροπη»· δεκτική και παθητική σε όλες τις θερμοκρασίες και σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Η προσαρμοστικότητά της, η αγελαία νωθρότητά της έχουν ξεπεράσει τα μέγιστα όρια που θα μπορούσε να συλλάβει, επισκιάζοντας τα παραμύθια περί γενικευμένης άγνοιας και σκοταδισμού παλαιότερων εποχών.
Η πολιτική άποψη του γέρου Αϊνστάιν δε θα μπορούσε να μας πτοήσει. Αλλά, ως εξέχων εκπρόσωπος μιας ιστορικής φάσης των επιστημονικών γνώσεων, είναι πράγματι ένας εχθρός;

Η «κρίση» της επιστήμης

Η σύγχρονη εποχή, που ο Λένιν σε ιστορική κλίμακα απεκάλεσε ιμπεριαλισμό – νέα φάση του καπιταλισμού, δηλαδή η έλευση μιας μαζικής υπερσυγκεντρωτικής και τελείως αντικοινωνικής μορφής που ορίστηκε από τη μαρξιστική διδασκαλία ως τελική φάση πριν από την κατάρρευση του συστήματος, χαρακτηρίζεται από ένα κύμα διαβρωτικής αυτοκριτικής της επίσημης επιστήμης, που αποτελεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Πρόκειται εμφανώς για την αντίθεση ανάμεσα στη βεβαιότητα, την υπερηφάνεια, το θριαμβευτικό βήμα της λαϊκής επιστήμης κατά τη μετεπαναστατική περίοδο της αστικής τάξης βασισμένης στη φιλοσοφική αποδιάρθρωση της μεσαιωνικής, εκκλησιαστικής, αυταρχικής σκέψης που έγινε από διαφωτιστές, αισθησιοκράτες, κριτικιστές σε όλα τα προχωρημένα έθνη της Ευρώπης πριν τις αστικές επαναστάσεις και, από την άλλη πλευρά, την πρόσφατη διστακτικότητα, την
αμφιβολία, τη μανία αναθεωρήσεων που αναλίσκεται στην προσπάθεια να ξαναστήσει τα γκρεμι
σμένα είδωλα των «στοχαστών» στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Για τους μαρξιστές, η έλευση του φιλελευθερισμού ως γεγονός της σκέψης στο φιλοσοφικό, νομικό και πολιτικό πεδίο συνδέεται με τις μεγάλες επαναστάσεις που άνοιξαν το δρόμο για τον αστικό τρόπο παραγωγής. Κατά τη γέννησή του, το ταξικό συμφέρον συμβαδίζει με το γενικότερο κοινωνικό. Σε σχέση με τον παλαιότερο τρόπο, εγγυάται περισσότερες απολαβές για λιγότερο μόχθο, αυξάνει την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, ανεβάζει κατά πολύ το επίπεδο των δραστηριοτήτων και των ικανοποιήσεων. Εξαντλώντας όμως τον κύκλο της γόνιμης αυτής περιόδου εισέρχεται πλέον σε παρασιτική φάση.

Αναδύεται η πλευρά της ταξικής διαμάχης, η άμυνα κατά της επανάστασης, η αντίσταση στη θεωρία του νέου πρωταγωνιστή της ιστορίας: της εργατικής τάξης. Φαίνεται τώρα στην αστική τάξη σαν να έδωσε τα όπλα στην εχθρά της. Και είναι αλήθεια γιατί κατά έναν τρόπο η νέα θεωρία βασίστηκε στις πιο τολμηρές ιδέες της πρώιμης αστικής σκέψης. Οι επαναστάτες της εργατικής τάξης εδώ κι έναν αιώνα διεκδικούν την αιτιοκρατία στην ιστορία, επί της οποίας θεμελιώνονται οι νόμοι της παρακμής ενός συστήματος που η αστική τάξη θέλει αιώνιο. Κι όπως εκείνη γιόρτασε χορεύοντας και τραγουδώντας πάνω απ΄ τα ερείπια των θρόνων και των βωμών, το ίδιο και ‘μεις χαρούμενα προσβλέπουμε στην ταφή της.

Έναν αιώνα μετά τον Ναπολέοντα τον 1 η αστική τάξη απαρνείται την απερίσκεπτη βλασφημία του Πασκάλ, που διατύπωσε το βασικό θεώρημα της αιτιοκρατίας στο πεδίο της φύσης: Εάν δοθούν θέσεις και κινήσεις των σωματιδίων της ύλης μια δεδομένη στιγμή, μπορούμε να υπολογίσουμε μαθηματικά τις θέσεις και τις κινήσεις τους σε οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή του κόσμου.

Η νέα κυρίαρχη τάξη αντιμετωπίζει με φόβο την παράφραση αυτής της κοσμικής προφητείας στην κοινωνική πρόβλεψη του Μαρξ. Με δεδομένες τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των τάξεων και τις αντιθέσεις τους, καθώς και τις επαναστάσεις που ανέτρεψαν τις φεουδαρχικές σχέσεις για να εγκαθιδρύσουν τις καπιταλιστικές, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε τους νόμους της μελλοντικής μετάβασης απ’ την αστική στην εργατική εξουσία και της καταστροφής του οικονομικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Η σημερινή σκέψη τροφοδοτείται από τα κοινωνικά προνόμια. Έχοντας χάσει την ορμή προς την κατάκτηση του μέλλοντος, νομίζοντας ότι ήδη έχει, ως μη όφειλε, καταστρέψει πάρα πολλά, κάνει πλέον ό,τι μπορεί για ν’ αποφύγει τον εφιάλτη μιας νέας παλιγγενεσίας.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός μειώνει βαθμιαία τη σημασία του υλισμού και του θετικισμού του 18ου αιώνα στο φιλοσοφικό πεδίο. Μα εκφράζεται κυρίως στο πεδίο της φυσικής επιστήμης με μια κριτική (που δε στερείται οξυδέρκειας), η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την πειραματική μέθοδο και την εγκυρότητα της επιστημονικής έρευνας. Επανεισάγει με εκσυγχρονισμένες μορφές την παλιά αμφιβολία για τις σχέσεις υποκειμένου και αντικειμένου, πραγματικότητας και εμπειρίας, φύσης και ανθρώπινης γνώσης.

Αυτό το μεγάλο ρεύμα, που εκφράζεται από πολλές σχολές, από τον Μαχ στον Μπερξόν, από τον
Τζέιμς στον Πουανκαρέ, από τον Αβενάριο στον Λε Ρόι, αναγνωρίζει τον Αϊνστάιν ως δάσκαλο; τον συγκαταλέγει στους μαθητές και οπαδούς του; βρίσκει ερείσματα στη φυσικο-μαθηματική του σύλληψη;

Όχι, τίποτε απ’ αυτά. Ούτε χρονολογικά, ούτε θεωρητικά. Δεν είναι ο Αϊνστάιν εκπρόσωπος του αντιντετερμινισμού, εχθρός της αιτιοκρατίας, οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της αβεβαιότητας που καταλήγει στο αδύνατον της επιστημονικής γνώσης. Ούτε καν της μεθόδου των πιθανοτήτων που ήταν άλλωστε γνωστή στους κλασικούς και μελετήθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Λαπλάς, ο οποίος εάν είχε προσεγγίσει την πολιτική δε θ΄ αρκούνταν στις πιθανότητες.

Δε θα έλεγε απλώς ότι είναι πολύ πιθανό η αστική τάξη και η ιδεολογία της να πάνε στο διάβολο. Το έργο που επιτέλεσε στη φυσική ο Αϊνστάιν είναι σύνθετο. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα στην περίπτωσή του ήταν να μην περιοριστεί σ’ ένα ιδιαίτερο μόνο πεδίο, αλλά να εργαστεί σ’ όλα τα πεδία συνολικά και με μεγάλη διανοητική δύναμη. Και στη γεροντική του ακόμα ηλικία δεν αρκέστηκε ποτέ ν’ αναμηρυκάζει σ’ ένα τμήμα περιορισμένο της επιστήμης, δε χάθηκε στις λεπτομέρειες, δεν έκανε επίδειξη της πολυμάθειάς του ούτε δημοσίεψε μνημειώδες έργο. Νέος ακόμα, πραγματεύεται διάφορα πεδία της φυσικής, εστιάζεται με μια εξαίρετη επιλεκτική ικανότητα στα ουσιώδη συμπεράσματα, διασκορπισμένα μέσα στην αρρωστημένη πανεπιστημιακή φιλολογία (πάντως πιο αξιοσέβαστη τότε παρότι στα μέσα του αιώνα), καταλήγοντας σε σύντομες εκθέσεις όπου το πρόβλημα ανάγεται στο ουσιώδες και η λύση του φαίνεται αποφασιστική και πάντοτε νέα. Κρατήθηκε μακριά από την πλατιά διάδοση, τη μετάφραση σε φιλοσοφική γλώσσα ή ακόμα χειρότερα στο εκλαϊκευτικό ιδίωμα της ημιμάθειας. Μόλις και μετά βίας ανεχόταν ορισμένα απ’ αυτά τα πλήρη παρεκβάσεων βιβλία που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια νιώθοντας φρίκη για κάθε «εκτός πεδίου μεταφορά» (extrapolazione –αυτό που κάθε άνθρωπος της επιστήμης που δεν είναι αγύρτης μισεί περισσότερο κι αυτό που οι καθηγητές της δεκαετίας του ’50 αγαπούν περισσότερο) με φόντο φιλολογικό, ρητορικό, «κίτρινο» ή το φόντο της «επιστημονικής» φαντασίας.

Η σημαντική και έξοχη κατασκευή της ειδικής σχετικότητας στο πεδίο της μηχανικής τον τοποθετεί στη μεγάλη κλασική σειρά του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου και του Νεύτωνα, των οποίων ακολουθεί τις μεθόδους και τις βαθιές συλλήψεις. Την ίδια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης έχει και η θεωρία της γενικής σχετικότητας, αν και εδώ τα παραδοσιακά προβλήματα τίθενται με ακόμα πιο ριζικό τρόπο. Βέβαια, λόγω της μαθηματικής άρθρωσης παρουσιάζεται πιο δύσκολη και προσφέρεται λιγότερο σε φλύαρες παραφράσεις.

Δείχνεται λοιπόν σχετικιστής, αλλά με τον τρόπο που είναι και η σύγχρονη κλασική και αντιθεολογική σκέψη: Πρέπει να τελειώνουμε με τα παλαιά σεβάσμια απόλυτα για να δημιουργήσουμε νέα απόλυτα, πιο έγκυρα και αληθινά. Μα δεν είναι εκ των προτέρων απόλυτα, πρότερα των επιστημονικών κατακτήσεων. Είναι απόλυτα που κερδίζονται, στα οποία μόνο τελικά φτάνεις, από τα οποία περνάς.

Αυτός ήταν ο δρόμος που πήρε ο Αϊνστάιν χωρίς ν’ ακολουθήσει, όσο του ήταν δυνατόν, τη γραμμή του αντιδραστικού σκεπτικισμού των σημερινών «στοχαστών». Δεν πήγε από το απόλυτο στο σχετικό, αλλά από το ειδικό στο γενικό. Πριν πραγματευθούμε αυτά τα ζητήματα, πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στο βιογραφικό χρονικό που στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της ιστορίας της επιστήμης.

Πριν ακόμα θεμελιώσει τη γεωμετρική-μηχανική του κατασκευή, ο Αϊνστάιν εισέρχεται στο πεδίο της οπτικής. Εκεί κυριαρχούσε μια θεωρητική δυαρχία που αρχίζει απ΄ τους αρχαίους ατομικούς φιλοσόφους και πάει ως τον Νεύτωνα. Ο Αϊνστάιν διατύπωσε πρώτος τη μαθηματική έκφραση της νέας σύλληψης των φωτονίων, στοιχειωδών ποσών ακτινοβολίας. Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε έπειτα από άλλους φυσικούς, όπως ο Πλανκ και ο Μπορ, που εφάρμοσαν αυτή τη θεωρητική σύλληψη σε όλες τις μορφές ενέργειας. Οι ίδιοι φυσικοί θέλησαν να υμνήσουν αυτό το θρίαμβο του «ασυνεχούς» σ’ όλα τα πεδία της φυσικής, ως φιλοσοφική απόδειξη ότι το αληθές είναι ανέφικτο. Παρά την παθιασμένη συζή τηση «υψηλού επιπέδου» που γινόταν πάνω σ’ αυτό εκείνο τον καιρό, ο Αϊνστάιν ακολούθησε τη δική του πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Αυτή η δυιστική διαμάχη στην οπτική συνεχίστηκε· θα μπορούσαμε να πούμε, για χάρη του και για λογαριασμό του –ανάμεσα σε μια σωματιδιακή και μια κυματική άποψη περί ακτινοβολίας. Για κάποιο διάστημα η πρώτη φάνηκε να θριαμβεύει, μα ο μεγάλος φυσικός ντε Μπρολί τις συστηματοποίησε σε μια οργανική σύλληψη, ενώ άλλοι φυσικοί όπως ο Σρέντιγκερ και κυρίως ο Χάιζενμπεργκ ωθούσαν τα πράγματα προς μια αντιντετερμινιστική κατεύθυνση.

Θα περιοριστούμε στο να σημειώσουμε ότι ο Αϊνστάιν έμεινε εκτός αυτής της διαμάχης. Αφιέρωσε τα τελευταία του χρόνια εργασίας για να πραγματοποιήσει μια σύνθεση φαινομένων, νόμων και εξισώσεων διαφορετικής τάξεως που φαίνονταν μεταξύ τους ασυμφιλίωτα: της οπτικής και του ηλεκτρομαγνητισμού, των ατομικών και πυρηνικών μορφών και της γενικής του μηχανικής.

Ανήγγειλε τέλος ότι ο στόχος επιτεύχθηκε και συνόψισε τα συμπεράσματά του σ’ ένα σύντομο κατάλογο εξισώσεων. Ανήκει σε επιστήμονες όπως ο ντε Μπρολί και σε όχι σε μας να πραγματευτούν αυτές τις διατυπώσεις. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι δεν τις έγραψε στο αντιντετερμινιστικό ιδίωμα του «concretum» αλλά στο κλασικό ιδίωμα του «continum». Αν λοιπόν ο απειροστικός λογισμός, θεμελιωμένος από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς, μαζί με τα μαθηματικά της φυσικής τριών αιώνων καταργούνται διότι μερικοί θέλουν να επιστρέψουν στην απλή αριθμητική του μυστικού Πυθαγόρα, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να χρεωθεί στον Αλβέρτο Αϊνστάιν.

Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς να διατεινόμαστε ότι θα κάνουμε μια νέα έκθεση της θεωρίας της σχετικότητας σ’ εκλαϊκευτική πρόζα, μπορούμε να θίξουμε το ζήτημα της αιτιοκρατίας ελπίζοντας να εξηγηθούμε επ’ αυτού όσο γίνεται καλύτερα.

Φιλοσοφίες και κόμματα

Στο πλαίσιο του μαρξιστικού κινήματος η μάχη για τη «δική μας» φιλοσοφία αναγνωρίστηκε πάντοτε ως ζωτική. Ως φιλοσοφία, ο μαρξισμός δε συνιστά μόνο μια αντίληψη για την κοινωνική οικονομία και την ιστορία. Είναι και μια αντίληψη της κοινωνικής ζωής και του κόσμου με την πλατιά έννοια. Οι βασικές συνεισφορές έγιναν από τον Μαρξ, που τοποθέτησε κριτικά τα μεγάλα αστικά ρεύματα της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας (στην Ιταλία, το «κομματικό πνεύμα» αποδίδεται συνήθως στη χριστιανική φιλοσοφία, στον Ιγνάτιο Λογιόλα και το Θωμά τον Ακινάτη. Ωστόσο μένει να γινει μια βαθιά μελέτη για το «κομματικό πνεύμα» του Βίκο, του Μπρούνο, του Τελέσιου και του Καμπανέλα). Ο Ένγκελς με το περίφημο έργο του εναντίον του Ντίριγκ, έδωσε ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς βουλώνονται χυδαία και ασυνάρτητα στόματα στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας και της φιλοσοφίας.

Ο Πλεχάνοφ στη Ρωσία εισήγαγε τη μαρξιστική οικονομία και τη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, αλλά αφιέρωσε επίσης ένα σημαντικό έργο στην υπεράσπιση της μονιστικής φιλοσοφίας (υλιστικής στο βαθμό που ανάγει τη δυαρχία πνεύματος και ύλης σ’ ένα μόνο στοιχείο –την ύλη). Αυτό το έργο, που επηρέασε και τον Λένιν, ήταν ένα αναγκαίο ανάχωμα κατά των αστικών και μικροαστικών απόψεων μέσα στο αντιτσαρικό στρατόπεδο.

Αργότερα, όπως είναι γνωστό, αρκετοί Ρώσοι μαρξιστές, και μάλιστα της αριστεράς, ολίσθησαν στον ιδεαλισμό και το βολονταρισμό (που είναι αντι-ντετερμινισμός) στηριζόμενοι στη «νέα» εμπειριο-κριτική φιλοσοφία, που έδινε το προβάδισμα στην υποκειμενική θεώρηση έναντι της υλικής εμπειρίας.

Αναλαμβάνοντας αυτή την πρόκληση, ο Λένιν έδωσε το έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός». Μπορούν οι τοποθετήσεις αυτού του έργου να θεωρηθούν οριστικές; Το πράγμα είναι βέβαιο αν πιστέψεικανείς την επίσημη ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος καθώς και τόσες άλλες επίσημες δηλώσεις του Στάλιν περί ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού. Αφού όμως στα οικονομικά, πολιτικά και ιστορικά ζητήματα δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν που να μην έχει πεταχτεί στ’ αποχωρητήρια, μια τέτοια ορθοδοξία στον «περιφραγμένο κήπο» του φιλοσοφικού αγώνα δεν μπορεί παρά να προξενεί γέλιο.

Δε θα ήταν παρά μια ηλιθιότητα ο διαλεκτικός μας υλισμός εάν, ιερός και απαραβίαστος στη φιλοσοφία, αποδεχόταν τα πιο απροσδιόριστα και μη προσδιορίσιμα συμπεράσματα στο οικονομικό, νομικό, πολιτικό και τακτικό πεδίο. Αν ανεχόταν αναφορές στις πιο άθλιες αστικές ιδεολογίες. Και δεν πρόκειται εδώ για τον Μαχ ή τον Μπέρκλεϊ. Θα ήταν σαν να «φιλοσοφούσαμε» με τρόπο ακόμα χυδαιότερο απ’ τους προσκυνητές του Σαν Τζενάρο ή τους φραγκισκανούς μοναχούς επαίτες!

Το ερώτημα εάν ο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» θα μπορούσε ν’ απαντήσει στον Αϊνστάιν δε θα μας απασχολήσει πολύ εδώ. Το ερώτημα που πράγματι τίθεται είναι αν μπόρεσε ν’ απαντήσει σε άλλες φυσικές και κοσμολογικές θεωρίες, στις οποίες το πνεύμα και η υπερβατολογική προσέγγιση επανέρχονται ανοιχτά και οι οποίες καταδικάζουν αμετάκλητα τη φυσική και, πράγμα κατά πολύ σοβαρότερο, την κοινωνική επιστήμη στον περιορισμό και στο λάθος. Αυτό το πραγματικό ζήτημα δε λύνεται με μια εγκύκλιο προς τους κομματικούς ακτιβιστές. Και βέβαια το κίνημα θα πρέπει επ’ αυτού ν’ αφιερώσει μια άλλης τάξεως εργασία απ’ αυτές τις συγκυριακές παρατηρήσεις.

Οι αντιματεριαλιστές δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και στ’ άλλα ευρωπαϊκά κόμματα. Ολόκληρος ο Μπερστάιν, ο πατέρας του αναθεωρητισμού, δεν είναι παρά βολονταρισμός και πραγματισμός. Στη Γαλλία, ο Λαφάργκ έπρεπε ν’ αναμετρηθεί με τον ιστορικό ιδεαλισμό του Ζορές. Για τους Εγγλέζους Γουέμπ ας μην μιλήσουμε καλύτερα. Και στην Ιταλία, ενώ μένει πάντοτε να ξαναδούμε τα φιλοσοφικά σφάλματα του Αντόνιο Λαμπριόλα, κινδυνέψαμε να έχουμε ως δάσκαλο του μαρξισμού –αν είναι δυνατόν- τον ντον Μπενεντέτο Κρότσε. Η σχολή του επηρέασε κατά πολύ λόγω του κοινού πάθους για την ενότητα της πατρίδας τον ιταλικό ορντινοβισμό.

Καθώς δεν διαθέτουμε τα φτερά που θα μας επέτρεπαν μεγάλες κοσμικές πτήσεις, ούτε καταφέρνουμε να ζηλέψουμε εκείνους που με μεγάλη σοβαροφάνεια θέλουν να πετάξουν με τα φτερά χήνας, θα περιοριστούμε με το ταπεινό κριτήριο των στρατευμένων ανθρώπων να διατυπώσουμε ότι η μαρξιστική αντίληψη διόλου δεν ανατρέπεται απ’ τα συμπεράσματα της θεωρίας του Αϊνστάιν, για όποιον βέβαια κατορθώνει να διαβάσει λίγο παρακάτω από τα εξώφυλλα του βιβλίου.

Ο χώρος και ο χρόνος

Ο Καντ πιστεύεται ότι είναι, και είναι, ο θεμελιωτής της σύγχρονης σκέψης. Γιατί ανάμεσα στον Αριστοτέλη και σ’ αυτόν έριξαν στους ώμους κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου το βαρύ πανωφόρι της θείας αποκάλυψης. Εκείνος θέλησε να το ξεφορτωθεί για να περάσει από την κριτική όλα τ’ αυθαίρετα δεδομένα, να ξαναβρεί από την αρχή και να ξαναγράψει τα πάντα. Δέχεται τα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά προσθέτει και την εργασία της κεφαλής –πολυδύναμης μηχανής- επιδιώκοντας να εξαλείψει οτιδήποτε ανάγεται σ’ ένα προηγούμενο γεγονός. Αφού δεν είναι πια η χάρη του Θεού που εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης γνώσης (και την οποία θα χρησιμοποιήσουμε για να διευρύνει τη δική του άπειρη γνώση!), ο Καντ συμπεραίνει ότι υπάρχει κάτι στην εξωτερική πραγματικότητα που βρίσκεται εκ των προτέρων εκεί. Ο καλός Θεός δεν είναι πια δωρητής του είναι.

Υπάρχουν όμως δύο δεδομένα κάθε γνώσης, κάθε εμπειρίας εξωτερικής είτε εσωτερικής που βρίσκονται στο ανθρώπινο κεφάλι, γι’ αυτό και αποκαλούνται εμμενείς κα όχι υπερβατικές: οι κατηγορίες του χώρου και του χρόνου. Με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας ο Αϊνστάιν ανήγαγε τις δύο μορφές σε μια μόνο. Χρειάζεται στο εξής ένα νέο και διαφορετικό ιδίωμα πρώτα στις μαθηματικές διατυπώσεις κι έπειτα –πράγμα που δεν είναι και τόσο απλό- στη συνηθισμένη ομιλούμενη γλώσσα. Θα πρέπει ωστόσο να εννοήσουμε ότι ο Αϊνστάιν δεν οδηγήθηκε εκεί μέσα από τη γνωσιολογία, τη μελέτη του τρόπου της ανθρώπινης γνώσης, αλλά από έρευνα στη φυσική, από την ανάγκη να δοθεί ικανοποιητική μορφή σε συμπεράσματα από πραγματικά φαινόμενα, τα οποία προηγούμενες θεωρήσεις, διατυπώσεις κι εξισώσεις δεν κατόρθωναν να συμφιλιώσουν μεταξύ τους.

Δίνουμε απλώς μια ιδέα για τη δυσκολία η οποία ετίθετο. Αλλ’ αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι αυτή η δυσκολία κι ορισμένες άλλες τίθενται στο πεδίο της πειραματικής μεθόδου και του ορισμού αιτιακών νόμων, νόμων δηλαδή που όταν βρεθούν επιτρέπουν την πρόβλεψε μελλοντικών δεδομένων και γεγονότων. Έτσι, στον καιρό του Λαπλάς ρυθμίζονται γεγονότα με την ουράνια μηχανική, μια επιστήμη που μελετά τις κινήσεις των άστρων που βασίστηκε στο νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα.

Μηχανική και οπτική

Παρότι η βαρύτητα, ως μορφή ενέργειας, ήταν η πρώτη που αναπτύχθηκε σε φυσικούς νόμους, δεν έχασε τελείως το «μυστήριό» της. Διαμέσου τίνος επικοινωνεί η αμοιβαία έλξη ανάμεσα σε σώματα απείρως απομεμακρυσμένα μεταξύ τους. Ανταλλάσσονται μηνύματα; Υπάρχουν κύματα που ταξιδεύουν απ’ το ένα στο άλλο; Θα μπορούσαμε με απλουστευμένα λόγια να πούμε ότι αυτή η δράση από απόσταση βασίζεται σε μόνη την παρουσία και δεν απαιτεί κάποιο χρόνο για να εξασκηθεί.

Μα στη σύγχρονη εποχή ανακαλύφθηκαν κι άλλες μορφές ενέργειας, η ηλεκτρική και η μαγνητική και το όνειρο της φυσικής ήταν ν’ ανοίξει αυτές τις μορφές μαζί με την έλξη σ’ έναν ενιαίο κανόνα. Το όνειρο φάνηκε να πραγματοποιείται όταν ο Κουλόμπ ανακάλυψε ότι τα φορτία των αντίθετων πόλων έλκονται, ένα νόμο δηλαδή που ταυτίζεται με το νευτώνειο νόμο.

Τα πράγματα όμως γίνονται πιο πολύπλοκα όταν ο Χερτζ και άλλοι θα βρουν ότι αυτές οι ενέργειες μεταδίδονται στο χώρο υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (πράγμα που θα χρησιμοποιήσει ο Μαρκόνι στην ασύρματη τηλεγραφία του). Αυτή η ανακάλυψη επέτρεπε να συμπεριληφθεί το φως σ’ αυτή την ομάδα φαινομένων, αφού αποδείχτηκε πως η ακτινοβολία όπως και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα έχουν την ίδια ταχύτητα στο κενό, 300.000 Km/sec.
Η λέξη κύμα, στη συνήθη σύλληψή της, απαιτεί ένα μέσο στο οποίο απλώνεται, όπως το νερό της
θάλασσας ή τον αέρα όπου μεταδίδονται ήχοι. το μέσο δε μετακινείται αλλά πάλλεται, ταλαντεύεται και το κύμα μεταδίδεται απ’ το ένα σημείο στο άλλο. Όμως το φως και ο ηλεκτρομαγνητισμός μεταδίδονται μέσα στο κενό. Οι φυσικοί αποκάλεσαν «αιθέρα» το μέσο εντός του οποίου βρίσκονται τα σώμα-τα και το οποίο μένει ακίνητο σε σχέση με τα σταθερά άστρα.

Αυτό φαινόταν να δικαιώνει τον Φρενέλ και την κυματική θεωρία και την κυματική θεωρία του φωτός κι όχι αυτούς που από τον Δημόκριτο μέχρι τον Νεύτωνα θεώρησαν την ακτινοβολία ως σειρά μικροσκοπικών σωματιδίων που έρχονται να ερεθίσουν το ανθρώπινο μάτι (θεωρία της εκπομπής).

Αυτός ο ακίνητος αιθέρας αντιπροσώπευε μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τη γιγάντια σκέψη του Γαλιλαίου. Του αντέτειναν, με την κοινή λογική του καιρού: Μα εμείς αισθανόμαστε ότι η γη μένει σταθερή, τι είδους πειραματιστής είσαι λοιπόν εσύ που θες να μας πείσεις ότι κινείται με απίστευτη ταχύτητα;

Αυτό ήταν το εμπόδιο που ο σοφός απ΄ την Πίζα έπρεπε να υπερνικήσει και το έκανε με την αρχή της σχετικότητας, μιας αρχής που κρατά την αλήθεια της στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν επεκτεινόμενη περαιτέρω προς απέραντα πεδία.

Λιγότερες δυσκολίες παρουσίασε η αντίρρηση της επίσημης σχολαστικής, κατά την οποία, αφού ο Ιησούς του Ναυή είχε σταματήσει τον ήλιο, αποδεικνύει «κατά τας γραφάς» ότι ο ήλιος κινείται. Η Εκκλησία εγκατέλειψε από μόνη της αυτό το επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, ο Γαλιλαίος δεν έθετε ότι ο ήλιος μένει ακίνητος. Αντίθετα, θεμελίωσε τη θέση (στην οποία βασίστηκε ο Ένγκελς σε μια φιλοσοφική υλιστική προοπτική) ότι η ακινησία είναι μια λέξη δίχως νόημα, ότι μόνο η κίνηση υπάρχει. Η κρυστάλλινη διατύπωση με την οποία απαντά ο Ένγκελς στα φληναφήματα του Ντίρινγκ συνδέεται με τη σχετικότητα του Γαλιλαίου –κι αν δείξετε κάποια υπομονή για τα παρακάτω- και με τη γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν: η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης.

Η αρχή της σχετικότητας είναι απλή. Ας τη σκιαγραφήσουμε χωρίς να καταφύγουμε γι’ αποδείξεις στα κλασικά έργα του Γαλιλαίου, περπατώντας στη γέφυρα ενός πλοίου που κινείται κατά μήκος μιας όχθης ή πετώντας το καπέλο μας στον ποταμό: «Αυτός, που μαζί με όλο αυτό που τον περιβάλλει κινείται, δεν καταλαβαίνει την κίνηση, γιατί δεν μπορεί να κάνει καμία εμπειρία που να του αποκαλύπτει την κίνηση».
Ακινησία και κίνηση δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές έννοιες. Απόλυτη ακινησία δεν υπάρχει.

Η απόλυτη κίνηση είναι μη ορίσιμη. Με αυτή την έννοια, που στη συνέχεια κανείς δε θ’ αμφισβητήσει, η υπόθεση της δημιουργίας εκ του μηδενός δέχεται ένα θανάσιμο κτύπημα. Η παρακαταθήκη της ύλης εν ακινησία σ’ ένα πρωταρχικό χάος είναι πράγματι αδιανόητη. Δεν υπάρχει κανένας μοχλός που να έθεσε σε κίνηση τον κόσμο, γιατί ο κόσμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από κίνηση.

Μα ο Γαλιλαίος θέτει και αποδεικνύει αυτή την αρχή με μια περιορισμένη συνθήκη. Το μη-ορίσιμο της
διεύθυνσης και της ταχύτητας ισχύει μόνο για κινήσεις ευθύγραμμες κι ομοιόμορφες. Κοιμάμαι ήσυχα
στο λεωφορείο που πηγαίνει στην ευθεία, αλλά σ’ ένα φρενάρισμα ή μια απότομη στροφή πετάγομαι
απ’ τη θέση μου και ξυπνάω. Είναι κι αυτό δεδομένο της κοινής λογικής, όπως το ν’ ακουμπάω το πόδι
μου στη γη και να βεβαιώνομαι ότι είναι σταθερή. (Λέγεται ότι όταν ο Γαλιλαίος βγήκε μετά την απάρ-
νηση των θέσεών του, την οποία του επέβαλλαν, χτύπησε το πόδι του στη γη ανακράζοντας: ηλίθιοι,
κινείται). Ο Αϊνστάιν άνοιξε τα μάτια εκείνου που κοιμόταν στο λεωφορείο: η σχετικότητα ισχύει για
κάθε κίνηση.

Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αποδειχτεί ότι ο αναγνώστης, η εφημερίδα του και το δωμάτιο
όπου ήσυχα τη διαβάζει βρίσκονται σε κίνηση με εμπειρίες μηχανικές εσωτερικές σ’ αυτό το πλαίσιο.
Ούτε μπορεί να ξέρει με ποια ταχύτητα κινείται, δεδομένου ότι οι ταχύτητες είναι σχετικές μ’ ένα άλλο
συγκεκριμένο σώμα και το οποίο βλέπουμε να κινείται σε σχέση με μας (σύστημα αναφοράς).

Ο αποκαλυπτικός (;) αιθέρας
Ας υποθέσουμε όμως ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη του αιθέρα. Τότε θα μπορούσαμε να πούμε: Εάν ο αι-
θέρας είναι ακίνητος, μπορούμε να βρούμε με εμπειρίες όχι πια μηχανικές αλλά ηλεκτρομαγνητικές
και οπτικές την ταχύτητα του δικού μας συστήματος (δωμάτιο, γη) σε σχέση προς τον αιθέρα. Εάν η τα-
χύτητα του φωτός μέσα στον αιθέρα είναι δεδομένη, εάν ο αιθέρας είναι ακίνητος, εάν η γη γυρίζει από
το Τορίνο προς το Μιλάνο, τότε ένα οπτικό σήμα ή ραδιοσήμα θα κάνει περισσότερο χρόνο για να
φτάσει από το Μιλάνο στο Τορίνο απ’ ό,τι αντίστροφα. Ξέροντας τη διαφορά των δύο χρόνων, μπορώ
να υπολογίσω την ταχύτητα της γης. Όμως όλο αυτό πέφτει στο κενό. Όταν έγινε το πείραμα απ΄ το Μάικελσον, όχι βέβαια από το Μιλάνο στο Τορίνο, αλλά με μια διάταξη κατόπτρων και χρησιμοποιώντας φωτεινές ακτίνες, είδαμε ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντα η ίδια και άρα δεν μπορούμε απ’ αυτό να προσδιορίσουμε την κίνηση του συστήματος εντός του οποίου πειραματιζόμαστε. Είχε δίκιο λοιπόν ο Γαλιλαίος, ο πατέρας της σχετικότητας.

Ο Μάξγουελ στο μεταξύ είχε μελετήσει σε βάθος τη θεωρία της ακτινοβολίας. Και ο Λόρεντζ έλυσε μ’
αυτό που φαίνεται να είναι ένα τέχνημα στον υπολογισμό το πρόβλημα στο οποίο σταματούσε ο Μάξ-
γουελ: οι νόμοι του δεν έμεναν ίδιοι αν, αντί ν’ αρκεστεί σ’ ένα μοναδικό σύστημα, δηλαδή σταθερό ως
προς τον παρατηρητή, έκανε μετρήσεις σ’ ένα άλλο (από ένα άλλο σύστημα σε κίνηση σε σχέση με το
πρώτο). Ο Λόρεντζ κατέληξε ότι μπορεί να βρεθεί λογαριασμός αν περιέπλεκε λίγο τους «μετασχηματισμούς» του Γαλιλαίου.

Ο Γαλιλαίος περνούσε από το ένα σύστημα στο άλλο υποθέτοντας ομοιόμορφη την κίνηση του ενός σε
σχέση με το άλλο, προσθαφαιρώντας το ίδιο μέγεθος χρόνου ή σχετικής ταχύτητας. Δεν πρόκειται για
κάποιο δύσκολο αίνιγμα. Ο επιβάτης κάνει είκοσι μέτρα πάνω στο κατάστρωμα, ενώ το πλοίο κάνει σαράντα σε σχέση με την όχθη. Τότε θα έχει κάνει εξήντα μέτρα από ένα δέντρο φυτεμένο στην όχθη με μια τριπλή ταχύτητα. Ο Λόρεντζ προσαρμόζει τον υπολογισμό ελαττώνοντας λίγο την απόσταση που εγώ κάτω από τη σκιά του δέντρου αποδίδω στο πέρασμα του ταξιδιώτη και κάτι ακόμα που είναι πιο παράξενο: την ώρα που διαβάζω στο ρολόι μου.

Αυτοί οι «μετασχηματισμοί» υπερνικούν ένα από τα εμπόδια που υπήρχαν για την ενοποίηση στις διάφορες «φυσικές»· απ’ την άλλη πλευρά έθετε σε μια διάνοια όπως αυτή του Αϊνστάιν ένα βαθύτερο προβληματισμό. Δοθέντος ότι πλέον υπολογίζω όχι πια με τις εξισώσεις του Γαλιλαίου αλλά μ’ εκείνες του Λόρεντζ, που στις περισσότερες περιπτώσεις δίνουν αριθμούς που διαφέρουν ελαχιστότατα, διαφέρουν όμως, δε θα πρέπει λοιπόν ν’ αρχίσω ίσως να γράφω διαφορετικά τις μαθηματικές διατυπώσεις, μα επίσης και να εκφράζομαι διαφορετικά στην καθημερινή γλώσσα; Δε θα πρέπει ν’ αρχίσω να σκέπτομαι με διαφορετικό τρόπο, εγκαταλείποντας ορισμένους κανόνες μέχρι σήμερα αποδεκτούς, ορισμένους νόμους κι ορισμένες απ’ τις περίφημες κατηγορίες. Ο Αϊνστάιν, θέτοντας αυτό το πρόβλημα, το αντιμετωπίζει διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά (αφού η μεταφυσική θέτει τις κατηγορίες αιώνιες και αμετάβλητες). Το πραγματεύεται υλιστικά και όχι ιδεαλιστικά (εν αρχή ην η σκέψη του Θεού, ήταν η υποκειμενική μου ιδέα).

Πάνω απ’ όλα όμως προχωρεί δια του φυσικού πειραματισμού. Ακόμη και αν το πείραμα του Μάικελ-
σον έδινε διαφορετικά αποτελέσματα, δε θα τον σταματούσε να φαντάζεται. Και φανταζόταν, έχοντας
την πεποίθηση ότι θα βρει νόμους αιτιακούς και καθολικούς που θα διατυπώνονται μεν κάπως διαφο-
ρετικά από τον τρόπο που τους έγραφε ο Γαλιλαίος, αλλά που θα ήταν όπως και οι νόμοι του Γαλιλαίου, βασισμένοι σε συμμεταβλητές. Με τις συμμεταβλητές θα έχουν οι νόμοι την ίδια μορφή, την ίδια δομή για διαφορετικούς παρατηρητές (ή ακόμα καλύτερα, για διαφορετικούς παρατηρητές που βρίσκονται σε διαφορετικές μεταξύ τους κινήσεις). Προχωρώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι έφθασε τελικά στον προορισμό του –στην ενιαία διατύπωση που περιλαμβάνει και τη μηχανική και την οπτική αιτιότητα. Θα μπορούσε κανείς ν’ αμφισβητήσει το έργο του. Δεν θα μπορούσε όμως ν’ αμφισβητήσει ότι βασίζεται σε διατυπώσεις αντι-υποκειμενικές και αυστηρά αιτιοκρατικές.

Στον Γαλιλαίο ο μετασχηματισμός του χρόνου είναι απλούστατος. Τα ρολόγια δείχνουν τους ίδιους χρόνους ανάμεσα σε δύο γεγονότα ή περάσματα, είτε πρόκειται για το ρολόι του πηδαλιούχου στην πρύμνη, είτε του επιβάτη που περπάτά στο κατάστρωμα, είτε του αν θρώπου που κάθεται στο δέντρο της όχθης. Αυτό όμως κατά τους Λόρεντζ και Αϊνστάιν μπορεί να συμβεί μόνο αν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο και ο επιβάτης αναπαύεται στην πολυθρόνα. Από τον Γαλιλαίο ο Καντ συνήγαγε την a priori κατηγορία του χρόνου: την ταυτοχρονία των γεγονότων σε όλο το σύμπαν, είτε διότι όλα συγχρονίζονται απ’ το ρολόι που έχει στην τσέπη του ο καλός Θεός είτε διότι αποδέχεται κανείς εξ ορισμού αυτήν την ταυτοχρονία χωρίς να το συζητάει.
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν θέλησε να το συζητήσει. Και κάνοντάς το όχι μόνο δεν υπήρξε οπισθοδρομικός
στο πλαίσιο της σύγχρονης κριτικής επιστημονικής γνώσης, αλλ’ υπήρξε πιο επαναστάτης του Γαλιλαίου (καθόσον σχετικιστής) και πιο επαναστάτης του Καντ (με τον προωθημένο κριτικισμό του).

Αν εγκαταλείψουμε τον απόλυτο χρόνο, καταστρέφουμε κάτι στο οποίο πάντοτε η ανθρωπότητα πί-
στεψε και ορκίστηκε: αυτόν το μυστηριώδη ήχο που χτυπάει πάντα το παρόν υψώνοντας ένα διαχωρι-
στικό φράγμα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Μ’ αυτή την αξιοσημείωτη παρέμβαση ο Αϊνστάιν απωθεί δύο σύγχρονες εκφυλιστικές τάσεις της αστικής σκέψης που παραλύουν τη θεωρία της φύσης και τη θεωρία της κοινωνίας: το θετικισμό που στην πιο άθλια εκδοχή του κατά την οποία πρέπει η επιστήμη να καταγράφει ό,τι συνέβη στο παρελθόν και να μην αναλαμβάνει άλλες υπευθυνότητες, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόβλεψη και τη δόμηση του μέλλοντος. Η δεύτερη είναι ο κοινότοπος και άπρεπος υπαρξισμός, προϊόν μιας σηπόμενης κοινωνίας ήδη από καιρό ώριμης για την καθαρ-πορεία και την ταχύτητά του.

Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη των διαφόρων «μεγεθών» μάζας, ταχύτητας, ποσότητας, κίνησης ή
ενέργειας ενσωματώνεται στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν και κατά συνέπεια η ανατροπή
που σημάδεψε το τέλος του Μεσαίωνα και την ανάδυση της νεότερης εποχής.

Αυτό που για τη φυσική είναι η «ενέργεια» είναι για την κοινωνιολογία η «ανθρώπινη εργασία». Οι παλιές στατικές κοινωνίες θεωρούσαν την εργασία ως αταβιστική καταδίκη αναπόφευκτη για να διατηρηθεί σταθερή η ταχύτητα της ιστορικής κίνησης, η τονικότητα και δυναμικότητα της κοινωνικής πορείας.

Με τη μαρξιστική διδασκαλία περί κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εφαρμόζεται στην περιοχή της εργα-
σίας η ενεργειακή αρχή. Αποκαλύπτεται ως πηγή πλούτου και συσσώρευσης των αποθεμάτων της αν-
θρώπινης ενέργειας και συνάγονται τα επαναστατικά συμπεράσματα.

Ύλη και ενέργεια

Με την πένα (ίσως και απ’ τη διάνοια) του Αϊνστάιν, που ξαναγράφει στη θεωρία της ειδικής σχετικότητας την κλασική μηχανική με τους κανόνες της περί ωθήσεως και ενέργειας, αναδύεται μια καινούργια σχέση, μια νέα αλήθεια. Όπως το διάστημα που διανύει ένα κινητό και ο χρόνος καθώς καταγράφεται από διάφορα συστήματα δεν είναι πια σταθερά, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι πια σταθερή στα διάφορα συστήματα «ανάγνωσης» η μάζα και η ενέργειά του.

Είναι μήπως οι δύο κλασικές αρχές της αιτιοκρατικής επιστήμης που αφορούν τη διατήρηση της μάζας
και της ενέργειας που καταρρέουν; Αυτή είναι μια παλιά ιστορία. Πρόκειται αντίθετα για τη θεωρητική
αποσαφήνιση αινιγμάτων που ανέκυψαν από την ανακάλυψη των ραδιενεργών σωμάτων με πρώτο το
ράδιο απ’ το ζεύγος Κιουρί στις αρχές του αιώνα. Αυτά τα σώματα διαχέουν ενέργεια υπό μορφή ηλε-
κτρισμού ή θερμότητας. Χωρίς άλλο «κόστος» απ’ την ελάττωση του βάρους τους. Χάνουν αργά ύλη. Εί-
ναι τούτο συμβατό με την ιδέα ότι οι ακτινοβολίες που προέρχονται απ’ αυτά είναι εκβολές μικρότατων σωματιδίων απ’ τη δομή του ατόμου που, ενώ πρώτα εθεωρείτο ομογενής, με την ολοένα και καλύτερη διερεύνησή του αποκαλύπτεται περίπλοκη. Η σχέση «δαπανούμενης» ύλης και εκλυόμενης ενέργειας δίδεται απ’ τις «μαγικές» εξισώσεις της ειδικής σχετικότητας που προέρχονται από στοιχειακά δεδομένα: Υπάρχει τόση ενέργεια λανθάνουσα σ’ ένα σώμα όσο είναι και το γινόμενο της μάζας του επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός.

Βγάζοντας μ’ αυτή την ψυχρή μαθηματική γραφή αυτό το αποτέλεσμα, ο Αϊνστάιν, αν θέλουμε να εκφραστούμε με φιλοσοφικούς όρους, συνεισέφερε στο οικοδόμημα του μονισμού.
Είτε θ’ αφήσουμε τον επιστήμονα στη δύσκολη «τεχνική» επεξεργασία των δεδομένων του, στην εργαστηριακή έρευνα, στον υπομονετικό μαθηματικό υπολογισμό, είτε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σημασία καθολική στις νέες μορφές που έδωσε στους φυσικούς νόμους. Αν ένα κομμάτι της πιο ψυχρής αδρανούς ύλης αδιάφορης στους μετασχηματισμούς εμπεριέχει τέτοιους χείμαρρους ενέργειας, καταργείται η δυαρχία ενεργητικού και παθητικού δρώντος και υφιστάμενου δράση. Αυτή η δυαρχία είχε κλονιστεί από τότε που ο Γαλιλαίος έγραψε μια ισότητα δράσης και αντίδρασης. Αν όμως ξεπεραστεί ο δυϊσμός ύλης και ενέργειας, θανάτου και ζωής, ποιος θα μπορέσει να σώσει το δυϊσμό ύλης και πνεύματος, ποιος θα μπορέσει να εμποδίσει την έρευνα μιας απρόσωπης επιστήμης απελευθερωμένης από παλιές προκαταλήψεις στο μυστήριο των κυττάρων, των νευρικών συνάψεων, των ατόμων που το αποτελούν, την έρευνα δηλαδή πάνω στην ενέργεια-σκέψη;

Γενικευμένη σχετικότητα

Δεν μπορούμε φυσικά ν’ ακολουθήσουμε το δύσκολο πέρασμα απ’ την ειδική στη γενική σχετικότητα. Συνεχίζοντας πάνω στο προηγούμενο θέμα, θα περιοριστούμε να τονίσουμε ότι η γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν συνεχίζει την αντικειμενιστική κατεύθυνση της σχετικότητας του Γαλιλαίου. Οι φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν το σύστημα του Αϊνστάιν για να συνάγουν την άρνηση του εξωτερικού κόσμου, το «σχετικισμό» από το αντιλαμβανόμενο και σκεπτόμενο υποκείμενο και κάθε θεώρησης του κόσμου, το αυθαίρετο κάθε περιγραφής της φύσης, έπεσαν σε πλάνη μεγάλη.

Είχε προτείνει ο Γαλιλαίος: Εάν οι νόμοι της νέας μηχανικής, στην οποία «δεν είναι η κίνηση μα η επιτάχυνση που είναι ζωτική και θεμελιακή, επαληθεύονται σε όλα τα συστήματα, να βρούμε ένα «μετασχηματισμό» τέτοιο, που από σύστημα σε σύστημα ο νόμος να προσδιορίζεται αφ’ εαυτού. Για τη μηχανική επιστήμη γίνεται του λοιπού αδιάφορο αν τοποθετηθείς στο ένα ή στο άλλο σύστημα, στο ένα ή στο άλλο σημείο παρατήρησης.

Για να κατορθώσει να επεκτείνει την καθολικότητα αυτού του νόμου που συνδέει μάζα, επιτάχυνση και ενέργεια, συμπεριλαμβάνοντας το οπτικό φαινόμενο και καθιστώντας την τοποθέτηση σε διάφορα συστήματα κινούμενα καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδιάφορη, ο Αϊνστάιν διατύπωσε νέους κανόνες μετασχηματισμού.

Κρατώντας την υπόθεση του Γαλιλαίου και του Λάιμπνιτς, μετρά με μεγέθη βαθμιαίως μεταβαλλόμενα και άρα συνεχή, εφαρμόζοντας τον απειροστικό λογισμό και τα συστήματα συντεταγμένων. Αναζητά μολοντούτο νέους μαθηματικούς μηχανισμούς πιο γενικούς απ’ τους ευκλείδειους: τις γεωμετρίες του Γκάους και του Ρίμαν στις οποίες δεν ισχύει πια το πυθαγόρειο θεώρημα, αλλά ένα μορφολογικά παρόμοιο που δίνουν λίγο διαφορετικά αποτελέσματα στο αισθητό πεδίο καθώς και τον «απόλυτο» απειροστικό λογισμό του Ιταλού Ρίτσι.

Αφού εδώ δε μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε αν πλανήθηκε ή όχι ο Αϊνστάιν, αλλά το μέχρι που κατόρθωσε να φθάσει και σε ποια πλευρά βρίσκεται, θα πάμε κατευθείαν στα συμπεράσματά του. Βρήκε τις γενικές διατυπώσεις της μηχανικής του Σύμπαντος που ισχύει για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει. Έπρεπε όμως να τις εκφράσει μ’ ένα σύστημα τεσσάρων συντεταγμένων.

Επαναστατικοποίησε λοιπόν τον χωρόχρονο. Δεν αρκέστηκε στις τρεις εγγενείς στο χώρο διαστάσεις της συνηθισμένης αντίληψης, αλλά προσέθεσε και τη μεταβλητή του χρόνου. Ο χρόνος ήταν σταθερός, τώρα όμως από σημείο σε σημείο γίνεται μεταβλητός, όπως είναι μεταβλητή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα πλοίο που απομακρύνεται (κι εμένα που το βλέπω). Έπειτα τον συνένωσε με τις άλλες τρεις διαστάσεις, γράφοντας και υπολογίζοντας μ’ αυτό που οι μαθηματικοί αποκαλούν τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Ας μην πτοηθούμε κι ας δείξουμε πως δεν είναι τόσο περίπλοκο να συλλάβει κανείς μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο μετεωρολογικό σταθμό που παρακολουθεί τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σ’ όλη τη γη. Σε κάθε παρατήρηση αναφέρονται οι συντεταγμένες πλάτος, μήκος, ύψος και η θερμοκρασία. Έπειτα καταστρώνουμε ένα διάγραμμα και υπολογίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα αυτά μεγέθη. (Δεν αποκλείεται βέβαια να κάνουμε τη φανταστική υπόθεση ενός πλανήτη στον οποίο η θερμοκρασία δεν αλλάζει ποτέ). Έπειτα μπορούμε φερ’ ειπείν να αναρωτηθούμε: εάν στο τάδε μήκος και πλάτος έχουμε μια δεδομένη θερμοκρασία, σε πόσα μέτρα ύψος από το έδαφος ισχύει; Αυτός που μπορεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα χειρίζεται μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Είναι μια μεγάλη αλήθεια αυτή που σημειώνει ο ντε Μπρολί: «Δε μειώνει κανείς την αξία των μεγάλων ανανεωτών λέγοντας ότι οι ανακαλύψεις τους έρχονται την κατάλληλη ώρα, αφού έχουν προετοιμαστεί από ένα σύνολο προηγούμενων εργασιών. Ο καρπός ήταν ώριμος, αλλά κανείς πριν απ’ αυτούς δεν ήξερε να τον δρέψει». Κι αν θέλουμε να το θέσουμε ακόμα πιο αιτιοκρατικά, θα λέγαμε πως όποιος έδρεψε τον ώριμο καρπό έπρεπε κι εκείνος να ωριμάσει.

Ο Μινκόφσκι είχε ήδη περιγράψει το νέο «σύμπαν» με τέσσερις διαστάσεις, το χωροχρόνο. Αυτό που για το σύνηθες χωρικό σύμπαν ήταν το σημείο, στο νέο σύμπαν είναι το συμβάν. Το σημείο ορίζεται στο χώρο από τρεις συντεταγμένες, πλάτος, μήκος, ύψος. Σ’ ένα ορισμένο σημείο σήμερα βρέχει, αύριο κάνει καταιγίδα κι αργότερα θα ‘ναι σκοτάδι. Το τέταρτο δεδομένο που προσδιορίζει το συμβάν είναι ο χρόνος. «Έπεσε κεραυνός». Μα η είδηση δεν είναι πλήρης. Χρειάζονται οι συντεταγμένες του χώρου, η μέρα, η ώρα και το λεπτό. Έτσι επακριβώνεται ένα συμβάν στον άπειρο χωρόχρονο.

Χώρος και ύλη

Όμως η περιοχή αυτή είναι δύσβατη. Στη μηχανική της γενικής σχετικότητας, οι εξισώσεις γράφονται σε ευκλείδειο χωρόχρονο. Το δικτύωμα των διαφόρων συντεταγμένων όπου γίνονται οι μετρήσεις παραμορφώνεται από το βαρυτικό πεδίο.

Όπως ξεπεράστηκε ο δυϊσμός χώρου και χρόνου, υπερβαίνονται κι άλλοι: ιδιαίτερα ο δυϊσμός γεωμετρίας-φυσικής. Η γεωμετρία ως «ιδιότητα του χώρου» συναρτάται με την παρουσία της ύλης κι όχι από ιδιότητες που παραπέμπουν στη σκέψη. Μια μαθηματική δραστηριότητα που θέλει να ‘ναι ορθολογική αναπτύσσεται με το φυσικό πειραματισμό. Στην πραγματικότητα όλη η γνώση που κατέχει το ανθρώπινο είδος αναπτύχθηκε σε επαφή με την ύλη και τη φύση, ποτέ με αυτόνομη εργασία της σκέψης. Έτσι τίθεται το ζήτημα στο μαρξισμό. Όσον αφορά το χωρόχρονο του Μινκόφσκι, η αυθεντία του ντε Μπρολί μας συμπαραστέκεται για ν’ αρνηθούμε πως εκεί ισχύει ο ιντετερμινισμός: «στο χωρόχρονο, αυτό που συνιστά παρελθόν, παρόν και μέλλον για τον καθένα μας δίδεται συνολικά, και το σύνολό των συμβάντων που διαμορφώνουν την ύπαρξη ενός σωματιδίου ύλης και που για μας είναι διαδοχικά αναπαριστάνεται με μια γραμμή, τη γραμμή του σύμπαντος του σωματιδίου». Αυτή η νέα αντίληψη σέβεται στην αρχή της αιτιότητας και δε θίγει την αιτιοκρατία των φαινομένων.

Ο Αϊνστάιν δημιούργησε ένα περαιτέρω σύστημα κοσμικών εξισώσεων, που μένουν οι ίδιες για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει και γράφτηκαν στη μορφή παραγώγων, όπου τα μεγέθη μπορεί να μεταβάλλονται στο απειροελάχιστο χωρίς να παύουν να είναι πεπερασμένα και απαριθμήσιμα. Κατόρθωσε όμως να ενοποιήσει μ’ αυτό όλα τα φαινόμενα που μελετά η φυσική, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων εκείνων που ο Πλανκ κι άλλοι ιντετερμινιστές θεωρούν ότι δεν επιδέχονται παρά μόνο μια περιγραφή στατιστική κα πιθανοκρατική.

Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εργασία του ντε Μπρολί, που συμφιλίωσε τη σωματιδιακή με την κυματική θεωρία, περιγράφοντας την κίνηση σωματιδίων εφοδιασμένων με ηλεκτρικά φορτία εκτός από τη μάζα τους. Επίσης, κατά μια ορισμένη έννοια, και τα ενεργειακά κβάντα υπό την αιγίδα κανονικών εξισώσεων ορμής και ενέργειας. Ας αρκεστούμε να υποθέσουμε ότι αυτά καταχωρούνται στα τελευταία φυλλάδια του Αϊνστάιν, που όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσαν μια διαφημιστική καμπάνια «για τα πανηγύρια». Δεν θα ήταν αυτό ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο του μονισμού, της δικής μας αντίληψης για τον κόσμο;

Εάν όλες οι μορφές της ενέργειας, μηχανικές, ηλεκτρικές, μαγνητικές, οπτικές κι ατομικές που ελευθερώνονται με τη διάσπαση του ατόμου μπορούν ν’ αναχθούν σ’ ένα μόνο νόμο εκ του οποίου συνάγεται το απείρως μεγαλύτερο και το απείρως μικρό, η τροχιά του Σείριου και η τροχιά του πρωτονίου στην καρδιά του πυρήνα, τότε φαίνεται ότι ο Αλβέρτος Αϊνστάιν έφθασε πολύ κοντά και στην ενοποιητική αφομοίωση μιας ακόμα μορφής ζωτικής ενέργειας, πολύ λίγο μέχρι τώρα μελετημένης, που αποκαλούν σκέψη.

Υπερβαίνοντας το δυϊσμό ύλης-ενέργειας και με τη μεγαλοφυή σύλληψη του χώρου παραμορφωμένου απ’ τη βαρύτητα, καταργώντας το φράγμα ανάμεσα σε κάθε υπόσταση και κάθε μορφή, ο Αϊνστάιν προώθησε τη μονιστική και υλιστική ταυτότητα ύλης και σκέψης. Αποσπάστηκε, κατά συνέπεια, από τον κόσμο και τον άνθρωπο μια ψυχή που θα είχε νόμους πρωταρχικά ανεξάρτητους από μια ολική φυσική.

Ο ιστορικός χώρος και χρόνος

Η αστική επιφύλαξη ότι επιστήμη άνευ καταστατικού περιορισμού δεν είναι δυνατή και η αστική τοποθέτηση που παραχωρεί (κι αυτό με ολοένα και μεγαλύτερο σκεπτικισμό) στην επιστήμη μόνο την περιγραφή του παρελθόντος συνάδουν με τον ισχυρισμό ότι είναι ανέφικτη η κατασκευή του ιστορικού μέλλοντος της κοινωνίας και εκφράζουν την αποστροφή για το μαρξισμό και την επαναστατική πρόβλεψη.

Η ιστορική αιτιοκρατία μπορεί να παρουσιαστεί ως η έρευνα των νόμων μιας ορισμένης τροχιάς, που είναι η γραμμή του σύμπαντος των κοινωνικών μορφών παραγωγής. Αψηφώντας την απαγόρευσε που δεν επέτρεπε νόμους, επιστήμη και βεβαιότητα για το μέλλον, ο Μαρξ έθεσε ότι η ίδια η έρευνα, που δείχνει πώς αναδύθηκε και σταθεροποιήθηκε ο καπιταλισμός, δείχνει επίσης ότι θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί. Και συνέχισε σκιαγραφώντας τις κύριες γραμμές της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Τονίσαμε τόσες φορές σ’ αυτούς τους πραγματιστές, τους διψασμένους για πολιτικές απτές επιτυχίες μα συγκυριακές ότι εμείς δεν είμαστε επαναστάτες επειδή ανυπομονούμε να δούμε και να ζήσουμε την επανάσταση στις μέρες μας, αλλά επειδή μπορούμε να τη δούμε σήμερα, στις διάφορες χώρες, στα πεδία της κοινωνικής εξέλιξης ως γεγονός που υπόκειται ήδη σε επιστημονική επαλήθευση. Οι συντεταγμένες της κομμουνιστικής επανάστασης είναι γραμμένες ως λύσεις επικυρωμένες από νόμους αποδεδειγμένους στο χωρόχρονο της ιστορίας.

Κι αν μας χρειάζεται κάποια απόδειξη ότι δεν είναι οι μεγαλοφυΐες που κατευθύνουν τη ζωή του
κόσμου, μπορεί να βρεθεί στις ρήσεις του Αϊνστάιν επί του κοινωνικού. Όταν θέλησε να διαβλέψει μέσα απ΄ την πυκνή ομίχλη του κοινωνικού μέλλοντος του ανθρώπου, δεν έφθασε σε κανένα αξιόλογο συμπέρασμα. Αφέθηκε στα παλιά κληροδοτημένα αποφθέγματα, χωρίς να κάνει ούτε καν μια προ σπάθεια για να ξεφύγει από τα άθλια δεσμά τους.

Μετάφραση: Γιάννης Οικονόμου

Πηγή: περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος 40, Μάιος-Ιούνιος 2000, σ. 107-122
τήρια επανάσταση, που δεν ξέρει παρά το παρόν, αρνούμενος νόμους και κατασκευαστικά εγχειρήματα όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν.


ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ

Κοινή γνώμη: εύπλαστη ύλη
Οι γιγάντιοι μηχανισμοί της παγκόσμιας «ενημέρωσης», έτοιμοι ν’ αδράξουν κάθε ευκαιρία και να εκμεταλλευτούν σοφά την είδηση που σκηνογραφείται και σκηνοθετείται για να πουλήσει καλύτερα, τέθηκαν σε πλήρη ισχύ με την αναγγελία του θανάτου του μεγάλου επιστήμονα. Ο Αϊνστάιν, θύμα ενός σοβαρού ιατρικού διαγνωστικού λάθους, έφυγε ίσως πριν την ώρα του.
Το υλικό ήταν πρώτης τάξεως και πολλών δυνατοτήτων. Τροφοδοτείται απ’ όλες τις πηγές με τους προβλεπόμενους τόνους και χρησιμοποιώντας τους κοινούς τόπους με τους οποίους αρέσει στο πλατύ σύγχρονο κοινό να γαλουχείται επ’ άπειρον. Η καημένη η κοινή γνώμη πιστεύει ότι είναι βασίλισσα του σύγχρονου κόσμου, αφού νομίζει ότι όποιος την ακολουθεί «σώζεται». Μ’ αυτήν την υπαρξιακή αφέλεια, το κοινό όλων των χωρών –που διαβάζει, ακούει και βλέπει- καταπίνει την είδηση και την «κουλτούρα» όπως καταπίνει και ό,τι προωθείται απ’ την πανίσχυρη διαφήμιση. Όχι για να ξεδιψάει, αλλά να υποδουλωθεί ακόμα περισσότερο στη δίψα του.

Δεν είχε προλάβει ακόμα ν’ αποτεφρωθεί το σώμα του Αϊνστάιν κι αυτές οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να παίζουν με διαβολικό κρεσέντο τα πιο δόλια απ’ τα κοινότοπα θέματά τους: η πιο μεγάλη ευφυΐα του σύγχρονου κόσμου είχε κάνει στην απελπισμένη ανθρωπότητα το πιο τρομερό δώρο, την ατομική βόμβα, αιτία του βέβαιου αφανισμού της. Φορτωμένος αυτή την τεράστια ευθύνη, αναλύθηκε έπειτα σε φιλανθρωπικούς θρήνους. Στην «πνευματική» του διαθήκη (η ευρεσιτεχνία βρίσκεται πράγματι στη βάση του σημερινού δημοσιογραφικού στιλ) θέλησε λοιπόν να εξορκίσει την καταστροφή με ηθικολογικές πανάκειες και μια ευσεβιστική στάση απέναντι στη δημοκρατία.

Από τη μια πλευρά, η εκλαϊκευτική εκδοχή της επιστημονικής επανάστασης, της οποίας ήταν ο αρχιτέκτονας, παρουσιάζει αυτή την επανάσταση ως «κατάρρευση της επιστήμης», «τέλος της αιτιοκρατίας». Δι’ αυτών μάλιστα αναιρείται ο μαρξιστικός κι επαναστατικός ιστορικός υλισμός. Μέσα στο παγκόσμιο ιδεολογικό και θεωρητικό τέλμα, μπορούν όμως να τον χρησιμοποιήσουν κι απ’ την άλλη πλευρά. Να τον παρουσιάσουν ως δυνητικό φίλο για το άλλο «μαρξιστικό» μισό του κόσμου.

Ως συνάδοντα μαζί με τους κομμουνιστές φίλους των περιστεριών το γλυκερό ύμνο της ειρήνης. Της πιο άθλιας και αδύνατης ειρήνης που υπάρχει: βασισμένης στον ατομισμό –στην αγιοσύνη του ανθρώπινου προσώπου.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «κόκκινο» στρατόπεδο αυτής της διαμάχης, που γίνεται για την καλύτερη χρήση της εξαπάτησης, θέτει την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας. Σήμερα, ο εκλεκτικισμός τους, όσον αφορά τις αρχές στις οποίες ακόμα υποκρίνονται ότι πιστεύουν (ιδιαίτερα τις αρχές της σύνδεσης ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη, την επιστήμη και την πολιτική), επιδιώκει συναινέσεις απ’ όλες τις τάξεις, συμπεριλαμβανομένης και της συναίνεσης του καθολικού Πάπα.

Εκείνος που η αμερικάνικη ανοησία με τα τεστ νοημοσύνης για τα χωριάτικα πανηγύρια είχε αναδείξειως τον ευφυέστερο εγκέφαλο του αιώνα, εκείνος που ένας φυλετισμός (υποδαυλισμένος από το χιτλερικό ρατσισμό της αρίας φυλής) είχε κάνει σημαία του εκλεκτού λαού που έδωσε στην ανθρωπότητα πνευματικούς δασκάλους της εμβέλειας του Μωυσή, του Χριστού, του Μαρξ, του Αϊνστάιν, αυτός ο ίδιος τελείωσε τα χρόνια του δίνοντας δεκάρικες ιδέες στα κοινωνικά ζητήματα.

Αυτά αρέσουν στην κοινή γνώμη. Ενώ θέλουν να την παρουσιάσουν απ’ όλες τις πλευρές ως κινητήρια μηχανή του κόσμου, ως οδηγητική δύναμη για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στη φυσική πραγματικότητα, αποδεικνύεται εύπλαστη και εύκαμπτη. Και παραμένει τέτοια με τη διαρκή κι επιτήδεια πλύση εγκεφάλου. Τίποτε δε χειραγωγείται και διαπλάθεται ευκολότερα από τη γνώμη και στον υποκρινόμενο τον ελεύθερο δυτικό κόσμο και στην υποκρινόμενη ως λαϊκή στη βάση της δημοκρατίας της ανατολής.

Μπορεί πολύ καλά να τοποθετηθεί ανάμεσα στις πρώτες ύλες της σύγχρονης παραγωγής, υποδουλωμένης στο κεφάλαιο. Δεν έχει σθένος, σκελετό, σπονδυλική στήλη, όπως τα κλασικά δομικά υλικά.

Μπορεί να παγιωθεί ή να λυγίσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είναι «ισότροπη»· δεκτική και παθητική σε όλες τις θερμοκρασίες και σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Η προσαρμοστικότητά της, η αγελαία νωθρότητά της έχουν ξεπεράσει τα μέγιστα όρια που θα μπορούσε να συλλάβει, επισκιάζοντας τα παραμύθια περί γενικευμένης άγνοιας και σκοταδισμού παλαιότερων εποχών.
Η πολιτική άποψη του γέρου Αϊνστάιν δε θα μπορούσε να μας πτοήσει. Αλλά, ως εξέχων εκπρόσωπος μιας ιστορικής φάσης των επιστημονικών γνώσεων, είναι πράγματι ένας εχθρός;

Η «κρίση» της επιστήμης

Η σύγχρονη εποχή, που ο Λένιν σε ιστορική κλίμακα απεκάλεσε ιμπεριαλισμό – νέα φάση του καπιταλισμού, δηλαδή η έλευση μιας μαζικής υπερσυγκεντρωτικής και τελείως αντικοινωνικής μορφής που ορίστηκε από τη μαρξιστική διδασκαλία ως τελική φάση πριν από την κατάρρευση του συστήματος, χαρακτηρίζεται από ένα κύμα διαβρωτικής αυτοκριτικής της επίσημης επιστήμης, που αποτελεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Πρόκειται εμφανώς για την αντίθεση ανάμεσα στη βεβαιότητα, την υπερηφάνεια, το θριαμβευτικό βήμα της λαϊκής επιστήμης κατά τη μετεπαναστατική περίοδο της αστικής τάξης βασισμένης στη φιλοσοφική αποδιάρθρωση της μεσαιωνικής, εκκλησιαστικής, αυταρχικής σκέψης που έγινε από διαφωτιστές, αισθησιοκράτες, κριτικιστές σε όλα τα προχωρημένα έθνη της Ευρώπης πριν τις αστικές επαναστάσεις και, από την άλλη πλευρά, την πρόσφατη διστακτικότητα, την
αμφιβολία, τη μανία αναθεωρήσεων που αναλίσκεται στην προσπάθεια να ξαναστήσει τα γκρεμι
σμένα είδωλα των «στοχαστών» στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Για τους μαρξιστές, η έλευση του φιλελευθερισμού ως γεγονός της σκέψης στο φιλοσοφικό, νομικό και πολιτικό πεδίο συνδέεται με τις μεγάλες επαναστάσεις που άνοιξαν το δρόμο για τον αστικό τρόπο παραγωγής. Κατά τη γέννησή του, το ταξικό συμφέρον συμβαδίζει με το γενικότερο κοινωνικό. Σε σχέση με τον παλαιότερο τρόπο, εγγυάται περισσότερες απολαβές για λιγότερο μόχθο, αυξάνει την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, ανεβάζει κατά πολύ το επίπεδο των δραστηριοτήτων και των ικανοποιήσεων. Εξαντλώντας όμως τον κύκλο της γόνιμης αυτής περιόδου εισέρχεται πλέον σε παρασιτική φάση.

Αναδύεται η πλευρά της ταξικής διαμάχης, η άμυνα κατά της επανάστασης, η αντίσταση στη θεωρία του νέου πρωταγωνιστή της ιστορίας: της εργατικής τάξης. Φαίνεται τώρα στην αστική τάξη σαν να έδωσε τα όπλα στην εχθρά της. Και είναι αλήθεια γιατί κατά έναν τρόπο η νέα θεωρία βασίστηκε στις πιο τολμηρές ιδέες της πρώιμης αστικής σκέψης. Οι επαναστάτες της εργατικής τάξης εδώ κι έναν αιώνα διεκδικούν την αιτιοκρατία στην ιστορία, επί της οποίας θεμελιώνονται οι νόμοι της παρακμής ενός συστήματος που η αστική τάξη θέλει αιώνιο. Κι όπως εκείνη γιόρτασε χορεύοντας και τραγουδώντας πάνω απ΄ τα ερείπια των θρόνων και των βωμών, το ίδιο και ‘μεις χαρούμενα προσβλέπουμε στην ταφή της.

Έναν αιώνα μετά τον Ναπολέοντα τον 1 η αστική τάξη απαρνείται την απερίσκεπτη βλασφημία του Πασκάλ, που διατύπωσε το βασικό θεώρημα της αιτιοκρατίας στο πεδίο της φύσης: Εάν δοθούν θέσεις και κινήσεις των σωματιδίων της ύλης μια δεδομένη στιγμή, μπορούμε να υπολογίσουμε μαθηματικά τις θέσεις και τις κινήσεις τους σε οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή του κόσμου.

Η νέα κυρίαρχη τάξη αντιμετωπίζει με φόβο την παράφραση αυτής της κοσμικής προφητείας στην κοινωνική πρόβλεψη του Μαρξ. Με δεδομένες τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των τάξεων και τις αντιθέσεις τους, καθώς και τις επαναστάσεις που ανέτρεψαν τις φεουδαρχικές σχέσεις για να εγκαθιδρύσουν τις καπιταλιστικές, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε τους νόμους της μελλοντικής μετάβασης απ’ την αστική στην εργατική εξουσία και της καταστροφής του οικονομικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Η σημερινή σκέψη τροφοδοτείται από τα κοινωνικά προνόμια. Έχοντας χάσει την ορμή προς την κατάκτηση του μέλλοντος, νομίζοντας ότι ήδη έχει, ως μη όφειλε, καταστρέψει πάρα πολλά, κάνει πλέον ό,τι μπορεί για ν’ αποφύγει τον εφιάλτη μιας νέας παλιγγενεσίας.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός μειώνει βαθμιαία τη σημασία του υλισμού και του θετικισμού του 18ου αιώνα στο φιλοσοφικό πεδίο. Μα εκφράζεται κυρίως στο πεδίο της φυσικής επιστήμης με μια κριτική (που δε στερείται οξυδέρκειας), η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την πειραματική μέθοδο και την εγκυρότητα της επιστημονικής έρευνας. Επανεισάγει με εκσυγχρονισμένες μορφές την παλιά αμφιβολία για τις σχέσεις υποκειμένου και αντικειμένου, πραγματικότητας και εμπειρίας, φύσης και ανθρώπινης γνώσης.

Αυτό το μεγάλο ρεύμα, που εκφράζεται από πολλές σχολές, από τον Μαχ στον Μπερξόν, από τον
Τζέιμς στον Πουανκαρέ, από τον Αβενάριο στον Λε Ρόι, αναγνωρίζει τον Αϊνστάιν ως δάσκαλο; τον συγκαταλέγει στους μαθητές και οπαδούς του; βρίσκει ερείσματα στη φυσικο-μαθηματική του σύλληψη;

Όχι, τίποτε απ’ αυτά. Ούτε χρονολογικά, ούτε θεωρητικά. Δεν είναι ο Αϊνστάιν εκπρόσωπος του αντιντετερμινισμού, εχθρός της αιτιοκρατίας, οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της αβεβαιότητας που καταλήγει στο αδύνατον της επιστημονικής γνώσης. Ούτε καν της μεθόδου των πιθανοτήτων που ήταν άλλωστε γνωστή στους κλασικούς και μελετήθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Λαπλάς, ο οποίος εάν είχε προσεγγίσει την πολιτική δε θ΄ αρκούνταν στις πιθανότητες.

Δε θα έλεγε απλώς ότι είναι πολύ πιθανό η αστική τάξη και η ιδεολογία της να πάνε στο διάβολο. Το έργο που επιτέλεσε στη φυσική ο Αϊνστάιν είναι σύνθετο. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα στην περίπτωσή του ήταν να μην περιοριστεί σ’ ένα ιδιαίτερο μόνο πεδίο, αλλά να εργαστεί σ’ όλα τα πεδία συνολικά και με μεγάλη διανοητική δύναμη. Και στη γεροντική του ακόμα ηλικία δεν αρκέστηκε ποτέ ν’ αναμηρυκάζει σ’ ένα τμήμα περιορισμένο της επιστήμης, δε χάθηκε στις λεπτομέρειες, δεν έκανε επίδειξη της πολυμάθειάς του ούτε δημοσίεψε μνημειώδες έργο. Νέος ακόμα, πραγματεύεται διάφορα πεδία της φυσικής, εστιάζεται με μια εξαίρετη επιλεκτική ικανότητα στα ουσιώδη συμπεράσματα, διασκορπισμένα μέσα στην αρρωστημένη πανεπιστημιακή φιλολογία (πάντως πιο αξιοσέβαστη τότε παρότι στα μέσα του αιώνα), καταλήγοντας σε σύντομες εκθέσεις όπου το πρόβλημα ανάγεται στο ουσιώδες και η λύση του φαίνεται αποφασιστική και πάντοτε νέα. Κρατήθηκε μακριά από την πλατιά διάδοση, τη μετάφραση σε φιλοσοφική γλώσσα ή ακόμα χειρότερα στο εκλαϊκευτικό ιδίωμα της ημιμάθειας. Μόλις και μετά βίας ανεχόταν ορισμένα απ’ αυτά τα πλήρη παρεκβάσεων βιβλία που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια νιώθοντας φρίκη για κάθε «εκτός πεδίου μεταφορά» (extrapolazione –αυτό που κάθε άνθρωπος της επιστήμης που δεν είναι αγύρτης μισεί περισσότερο κι αυτό που οι καθηγητές της δεκαετίας του ’50 αγαπούν περισσότερο) με φόντο φιλολογικό, ρητορικό, «κίτρινο» ή το φόντο της «επιστημονικής» φαντασίας.

Η σημαντική και έξοχη κατασκευή της ειδικής σχετικότητας στο πεδίο της μηχανικής τον τοποθετεί στη μεγάλη κλασική σειρά του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου και του Νεύτωνα, των οποίων ακολουθεί τις μεθόδους και τις βαθιές συλλήψεις. Την ίδια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης έχει και η θεωρία της γενικής σχετικότητας, αν και εδώ τα παραδοσιακά προβλήματα τίθενται με ακόμα πιο ριζικό τρόπο. Βέβαια, λόγω της μαθηματικής άρθρωσης παρουσιάζεται πιο δύσκολη και προσφέρεται λιγότερο σε φλύαρες παραφράσεις.

Δείχνεται λοιπόν σχετικιστής, αλλά με τον τρόπο που είναι και η σύγχρονη κλασική και αντιθεολογική σκέψη: Πρέπει να τελειώνουμε με τα παλαιά σεβάσμια απόλυτα για να δημιουργήσουμε νέα απόλυτα, πιο έγκυρα και αληθινά. Μα δεν είναι εκ των προτέρων απόλυτα, πρότερα των επιστημονικών κατακτήσεων. Είναι απόλυτα που κερδίζονται, στα οποία μόνο τελικά φτάνεις, από τα οποία περνάς.

Αυτός ήταν ο δρόμος που πήρε ο Αϊνστάιν χωρίς ν’ ακολουθήσει, όσο του ήταν δυνατόν, τη γραμμή του αντιδραστικού σκεπτικισμού των σημερινών «στοχαστών». Δεν πήγε από το απόλυτο στο σχετικό, αλλά από το ειδικό στο γενικό. Πριν πραγματευθούμε αυτά τα ζητήματα, πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στο βιογραφικό χρονικό που στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της ιστορίας της επιστήμης.

Πριν ακόμα θεμελιώσει τη γεωμετρική-μηχανική του κατασκευή, ο Αϊνστάιν εισέρχεται στο πεδίο της οπτικής. Εκεί κυριαρχούσε μια θεωρητική δυαρχία που αρχίζει απ΄ τους αρχαίους ατομικούς φιλοσόφους και πάει ως τον Νεύτωνα. Ο Αϊνστάιν διατύπωσε πρώτος τη μαθηματική έκφραση της νέας σύλληψης των φωτονίων, στοιχειωδών ποσών ακτινοβολίας. Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε έπειτα από άλλους φυσικούς, όπως ο Πλανκ και ο Μπορ, που εφάρμοσαν αυτή τη θεωρητική σύλληψη σε όλες τις μορφές ενέργειας. Οι ίδιοι φυσικοί θέλησαν να υμνήσουν αυτό το θρίαμβο του «ασυνεχούς» σ’ όλα τα πεδία της φυσικής, ως φιλοσοφική απόδειξη ότι το αληθές είναι ανέφικτο. Παρά την παθιασμένη συζή τηση «υψηλού επιπέδου» που γινόταν πάνω σ’ αυτό εκείνο τον καιρό, ο Αϊνστάιν ακολούθησε τη δική του πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Αυτή η δυιστική διαμάχη στην οπτική συνεχίστηκε· θα μπορούσαμε να πούμε, για χάρη του και για λογαριασμό του –ανάμεσα σε μια σωματιδιακή και μια κυματική άποψη περί ακτινοβολίας. Για κάποιο διάστημα η πρώτη φάνηκε να θριαμβεύει, μα ο μεγάλος φυσικός ντε Μπρολί τις συστηματοποίησε σε μια οργανική σύλληψη, ενώ άλλοι φυσικοί όπως ο Σρέντιγκερ και κυρίως ο Χάιζενμπεργκ ωθούσαν τα πράγματα προς μια αντιντετερμινιστική κατεύθυνση.

Θα περιοριστούμε στο να σημειώσουμε ότι ο Αϊνστάιν έμεινε εκτός αυτής της διαμάχης. Αφιέρωσε τα τελευταία του χρόνια εργασίας για να πραγματοποιήσει μια σύνθεση φαινομένων, νόμων και εξισώσεων διαφορετικής τάξεως που φαίνονταν μεταξύ τους ασυμφιλίωτα: της οπτικής και του ηλεκτρομαγνητισμού, των ατομικών και πυρηνικών μορφών και της γενικής του μηχανικής.

Ανήγγειλε τέλος ότι ο στόχος επιτεύχθηκε και συνόψισε τα συμπεράσματά του σ’ ένα σύντομο κατάλογο εξισώσεων. Ανήκει σε επιστήμονες όπως ο ντε Μπρολί και σε όχι σε μας να πραγματευτούν αυτές τις διατυπώσεις. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι δεν τις έγραψε στο αντιντετερμινιστικό ιδίωμα του «concretum» αλλά στο κλασικό ιδίωμα του «continum». Αν λοιπόν ο απειροστικός λογισμός, θεμελιωμένος από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς, μαζί με τα μαθηματικά της φυσικής τριών αιώνων καταργούνται διότι μερικοί θέλουν να επιστρέψουν στην απλή αριθμητική του μυστικού Πυθαγόρα, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να χρεωθεί στον Αλβέρτο Αϊνστάιν.

Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς να διατεινόμαστε ότι θα κάνουμε μια νέα έκθεση της θεωρίας της σχετικότητας σ’ εκλαϊκευτική πρόζα, μπορούμε να θίξουμε το ζήτημα της αιτιοκρατίας ελπίζοντας να εξηγηθούμε επ’ αυτού όσο γίνεται καλύτερα.

Φιλοσοφίες και κόμματα

Στο πλαίσιο του μαρξιστικού κινήματος η μάχη για τη «δική μας» φιλοσοφία αναγνωρίστηκε πάντοτε ως ζωτική. Ως φιλοσοφία, ο μαρξισμός δε συνιστά μόνο μια αντίληψη για την κοινωνική οικονομία και την ιστορία. Είναι και μια αντίληψη της κοινωνικής ζωής και του κόσμου με την πλατιά έννοια. Οι βασικές συνεισφορές έγιναν από τον Μαρξ, που τοποθέτησε κριτικά τα μεγάλα αστικά ρεύματα της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας (στην Ιταλία, το «κομματικό πνεύμα» αποδίδεται συνήθως στη χριστιανική φιλοσοφία, στον Ιγνάτιο Λογιόλα και το Θωμά τον Ακινάτη. Ωστόσο μένει να γινει μια βαθιά μελέτη για το «κομματικό πνεύμα» του Βίκο, του Μπρούνο, του Τελέσιου και του Καμπανέλα). Ο Ένγκελς με το περίφημο έργο του εναντίον του Ντίριγκ, έδωσε ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς βουλώνονται χυδαία και ασυνάρτητα στόματα στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας και της φιλοσοφίας.

Ο Πλεχάνοφ στη Ρωσία εισήγαγε τη μαρξιστική οικονομία και τη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, αλλά αφιέρωσε επίσης ένα σημαντικό έργο στην υπεράσπιση της μονιστικής φιλοσοφίας (υλιστικής στο βαθμό που ανάγει τη δυαρχία πνεύματος και ύλης σ’ ένα μόνο στοιχείο –την ύλη). Αυτό το έργο, που επηρέασε και τον Λένιν, ήταν ένα αναγκαίο ανάχωμα κατά των αστικών και μικροαστικών απόψεων μέσα στο αντιτσαρικό στρατόπεδο.

Αργότερα, όπως είναι γνωστό, αρκετοί Ρώσοι μαρξιστές, και μάλιστα της αριστεράς, ολίσθησαν στον ιδεαλισμό και το βολονταρισμό (που είναι αντι-ντετερμινισμός) στηριζόμενοι στη «νέα» εμπειριο-κριτική φιλοσοφία, που έδινε το προβάδισμα στην υποκειμενική θεώρηση έναντι της υλικής εμπειρίας.

Αναλαμβάνοντας αυτή την πρόκληση, ο Λένιν έδωσε το έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός». Μπορούν οι τοποθετήσεις αυτού του έργου να θεωρηθούν οριστικές; Το πράγμα είναι βέβαιο αν πιστέψεικανείς την επίσημη ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος καθώς και τόσες άλλες επίσημες δηλώσεις του Στάλιν περί ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού. Αφού όμως στα οικονομικά, πολιτικά και ιστορικά ζητήματα δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν που να μην έχει πεταχτεί στ’ αποχωρητήρια, μια τέτοια ορθοδοξία στον «περιφραγμένο κήπο» του φιλοσοφικού αγώνα δεν μπορεί παρά να προξενεί γέλιο.

Δε θα ήταν παρά μια ηλιθιότητα ο διαλεκτικός μας υλισμός εάν, ιερός και απαραβίαστος στη φιλοσοφία, αποδεχόταν τα πιο απροσδιόριστα και μη προσδιορίσιμα συμπεράσματα στο οικονομικό, νομικό, πολιτικό και τακτικό πεδίο. Αν ανεχόταν αναφορές στις πιο άθλιες αστικές ιδεολογίες. Και δεν πρόκειται εδώ για τον Μαχ ή τον Μπέρκλεϊ. Θα ήταν σαν να «φιλοσοφούσαμε» με τρόπο ακόμα χυδαιότερο απ’ τους προσκυνητές του Σαν Τζενάρο ή τους φραγκισκανούς μοναχούς επαίτες!

Το ερώτημα εάν ο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» θα μπορούσε ν’ απαντήσει στον Αϊνστάιν δε θα μας απασχολήσει πολύ εδώ. Το ερώτημα που πράγματι τίθεται είναι αν μπόρεσε ν’ απαντήσει σε άλλες φυσικές και κοσμολογικές θεωρίες, στις οποίες το πνεύμα και η υπερβατολογική προσέγγιση επανέρχονται ανοιχτά και οι οποίες καταδικάζουν αμετάκλητα τη φυσική και, πράγμα κατά πολύ σοβαρότερο, την κοινωνική επιστήμη στον περιορισμό και στο λάθος. Αυτό το πραγματικό ζήτημα δε λύνεται με μια εγκύκλιο προς τους κομματικούς ακτιβιστές. Και βέβαια το κίνημα θα πρέπει επ’ αυτού ν’ αφιερώσει μια άλλης τάξεως εργασία απ’ αυτές τις συγκυριακές παρατηρήσεις.

Οι αντιματεριαλιστές δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και στ’ άλλα ευρωπαϊκά κόμματα. Ολόκληρος ο Μπερστάιν, ο πατέρας του αναθεωρητισμού, δεν είναι παρά βολονταρισμός και πραγματισμός. Στη Γαλλία, ο Λαφάργκ έπρεπε ν’ αναμετρηθεί με τον ιστορικό ιδεαλισμό του Ζορές. Για τους Εγγλέζους Γουέμπ ας μην μιλήσουμε καλύτερα. Και στην Ιταλία, ενώ μένει πάντοτε να ξαναδούμε τα φιλοσοφικά σφάλματα του Αντόνιο Λαμπριόλα, κινδυνέψαμε να έχουμε ως δάσκαλο του μαρξισμού –αν είναι δυνατόν- τον ντον Μπενεντέτο Κρότσε. Η σχολή του επηρέασε κατά πολύ λόγω του κοινού πάθους για την ενότητα της πατρίδας τον ιταλικό ορντινοβισμό.

Καθώς δεν διαθέτουμε τα φτερά που θα μας επέτρεπαν μεγάλες κοσμικές πτήσεις, ούτε καταφέρνουμε να ζηλέψουμε εκείνους που με μεγάλη σοβαροφάνεια θέλουν να πετάξουν με τα φτερά χήνας, θα περιοριστούμε με το ταπεινό κριτήριο των στρατευμένων ανθρώπων να διατυπώσουμε ότι η μαρξιστική αντίληψη διόλου δεν ανατρέπεται απ’ τα συμπεράσματα της θεωρίας του Αϊνστάιν, για όποιον βέβαια κατορθώνει να διαβάσει λίγο παρακάτω από τα εξώφυλλα του βιβλίου.

Ο χώρος και ο χρόνος

Ο Καντ πιστεύεται ότι είναι, και είναι, ο θεμελιωτής της σύγχρονης σκέψης. Γιατί ανάμεσα στον Αριστοτέλη και σ’ αυτόν έριξαν στους ώμους κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου το βαρύ πανωφόρι της θείας αποκάλυψης. Εκείνος θέλησε να το ξεφορτωθεί για να περάσει από την κριτική όλα τ’ αυθαίρετα δεδομένα, να ξαναβρεί από την αρχή και να ξαναγράψει τα πάντα. Δέχεται τα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά προσθέτει και την εργασία της κεφαλής –πολυδύναμης μηχανής- επιδιώκοντας να εξαλείψει οτιδήποτε ανάγεται σ’ ένα προηγούμενο γεγονός. Αφού δεν είναι πια η χάρη του Θεού που εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης γνώσης (και την οποία θα χρησιμοποιήσουμε για να διευρύνει τη δική του άπειρη γνώση!), ο Καντ συμπεραίνει ότι υπάρχει κάτι στην εξωτερική πραγματικότητα που βρίσκεται εκ των προτέρων εκεί. Ο καλός Θεός δεν είναι πια δωρητής του είναι.

Υπάρχουν όμως δύο δεδομένα κάθε γνώσης, κάθε εμπειρίας εξωτερικής είτε εσωτερικής που βρίσκονται στο ανθρώπινο κεφάλι, γι’ αυτό και αποκαλούνται εμμενείς κα όχι υπερβατικές: οι κατηγορίες του χώρου και του χρόνου. Με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας ο Αϊνστάιν ανήγαγε τις δύο μορφές σε μια μόνο. Χρειάζεται στο εξής ένα νέο και διαφορετικό ιδίωμα πρώτα στις μαθηματικές διατυπώσεις κι έπειτα –πράγμα που δεν είναι και τόσο απλό- στη συνηθισμένη ομιλούμενη γλώσσα. Θα πρέπει ωστόσο να εννοήσουμε ότι ο Αϊνστάιν δεν οδηγήθηκε εκεί μέσα από τη γνωσιολογία, τη μελέτη του τρόπου της ανθρώπινης γνώσης, αλλά από έρευνα στη φυσική, από την ανάγκη να δοθεί ικανοποιητική μορφή σε συμπεράσματα από πραγματικά φαινόμενα, τα οποία προηγούμενες θεωρήσεις, διατυπώσεις κι εξισώσεις δεν κατόρθωναν να συμφιλιώσουν μεταξύ τους.

Δίνουμε απλώς μια ιδέα για τη δυσκολία η οποία ετίθετο. Αλλ’ αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι αυτή η δυσκολία κι ορισμένες άλλες τίθενται στο πεδίο της πειραματικής μεθόδου και του ορισμού αιτιακών νόμων, νόμων δηλαδή που όταν βρεθούν επιτρέπουν την πρόβλεψε μελλοντικών δεδομένων και γεγονότων. Έτσι, στον καιρό του Λαπλάς ρυθμίζονται γεγονότα με την ουράνια μηχανική, μια επιστήμη που μελετά τις κινήσεις των άστρων που βασίστηκε στο νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα.

Μηχανική και οπτική

Παρότι η βαρύτητα, ως μορφή ενέργειας, ήταν η πρώτη που αναπτύχθηκε σε φυσικούς νόμους, δεν έχασε τελείως το «μυστήριό» της. Διαμέσου τίνος επικοινωνεί η αμοιβαία έλξη ανάμεσα σε σώματα απείρως απομεμακρυσμένα μεταξύ τους. Ανταλλάσσονται μηνύματα; Υπάρχουν κύματα που ταξιδεύουν απ’ το ένα στο άλλο; Θα μπορούσαμε με απλουστευμένα λόγια να πούμε ότι αυτή η δράση από απόσταση βασίζεται σε μόνη την παρουσία και δεν απαιτεί κάποιο χρόνο για να εξασκηθεί.

Μα στη σύγχρονη εποχή ανακαλύφθηκαν κι άλλες μορφές ενέργειας, η ηλεκτρική και η μαγνητική και το όνειρο της φυσικής ήταν ν’ ανοίξει αυτές τις μορφές μαζί με την έλξη σ’ έναν ενιαίο κανόνα. Το όνειρο φάνηκε να πραγματοποιείται όταν ο Κουλόμπ ανακάλυψε ότι τα φορτία των αντίθετων πόλων έλκονται, ένα νόμο δηλαδή που ταυτίζεται με το νευτώνειο νόμο.

Τα πράγματα όμως γίνονται πιο πολύπλοκα όταν ο Χερτζ και άλλοι θα βρουν ότι αυτές οι ενέργειες μεταδίδονται στο χώρο υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (πράγμα που θα χρησιμοποιήσει ο Μαρκόνι στην ασύρματη τηλεγραφία του). Αυτή η ανακάλυψη επέτρεπε να συμπεριληφθεί το φως σ’ αυτή την ομάδα φαινομένων, αφού αποδείχτηκε πως η ακτινοβολία όπως και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα έχουν την ίδια ταχύτητα στο κενό, 300.000 Km/sec.
Η λέξη κύμα, στη συνήθη σύλληψή της, απαιτεί ένα μέσο στο οποίο απλώνεται, όπως το νερό της
θάλασσας ή τον αέρα όπου μεταδίδονται ήχοι. το μέσο δε μετακινείται αλλά πάλλεται, ταλαντεύεται και το κύμα μεταδίδεται απ’ το ένα σημείο στο άλλο. Όμως το φως και ο ηλεκτρομαγνητισμός μεταδίδονται μέσα στο κενό. Οι φυσικοί αποκάλεσαν «αιθέρα» το μέσο εντός του οποίου βρίσκονται τα σώμα-τα και το οποίο μένει ακίνητο σε σχέση με τα σταθερά άστρα.

Αυτό φαινόταν να δικαιώνει τον Φρενέλ και την κυματική θεωρία και την κυματική θεωρία του φωτός κι όχι αυτούς που από τον Δημόκριτο μέχρι τον Νεύτωνα θεώρησαν την ακτινοβολία ως σειρά μικροσκοπικών σωματιδίων που έρχονται να ερεθίσουν το ανθρώπινο μάτι (θεωρία της εκπομπής).

Αυτός ο ακίνητος αιθέρας αντιπροσώπευε μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τη γιγάντια σκέψη του Γαλιλαίου. Του αντέτειναν, με την κοινή λογική του καιρού: Μα εμείς αισθανόμαστε ότι η γη μένει σταθερή, τι είδους πειραματιστής είσαι λοιπόν εσύ που θες να μας πείσεις ότι κινείται με απίστευτη ταχύτητα;

Αυτό ήταν το εμπόδιο που ο σοφός απ΄ την Πίζα έπρεπε να υπερνικήσει και το έκανε με την αρχή της σχετικότητας, μιας αρχής που κρατά την αλήθεια της στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν επεκτεινόμενη περαιτέρω προς απέραντα πεδία.

Λιγότερες δυσκολίες παρουσίασε η αντίρρηση της επίσημης σχολαστικής, κατά την οποία, αφού ο Ιησούς του Ναυή είχε σταματήσει τον ήλιο, αποδεικνύει «κατά τας γραφάς» ότι ο ήλιος κινείται. Η Εκκλησία εγκατέλειψε από μόνη της αυτό το επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, ο Γαλιλαίος δεν έθετε ότι ο ήλιος μένει ακίνητος. Αντίθετα, θεμελίωσε τη θέση (στην οποία βασίστηκε ο Ένγκελς σε μια φιλοσοφική υλιστική προοπτική) ότι η ακινησία είναι μια λέξη δίχως νόημα, ότι μόνο η κίνηση υπάρχει. Η κρυστάλλινη διατύπωση με την οποία απαντά ο Ένγκελς στα φληναφήματα του Ντίρινγκ συνδέεται με τη σχετικότητα του Γαλιλαίου –κι αν δείξετε κάποια υπομονή για τα παρακάτω- και με τη γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν: η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης.

Η αρχή της σχετικότητας είναι απλή. Ας τη σκιαγραφήσουμε χωρίς να καταφύγουμε γι’ αποδείξεις στα κλασικά έργα του Γαλιλαίου, περπατώντας στη γέφυρα ενός πλοίου που κινείται κατά μήκος μιας όχθης ή πετώντας το καπέλο μας στον ποταμό: «Αυτός, που μαζί με όλο αυτό που τον περιβάλλει κινείται, δεν καταλαβαίνει την κίνηση, γιατί δεν μπορεί να κάνει καμία εμπειρία που να του αποκαλύπτει την κίνηση».
Ακινησία και κίνηση δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές έννοιες. Απόλυτη ακινησία δεν υπάρχει.

Η απόλυτη κίνηση είναι μη ορίσιμη. Με αυτή την έννοια, που στη συνέχεια κανείς δε θ’ αμφισβητήσει, η υπόθεση της δημιουργίας εκ του μηδενός δέχεται ένα θανάσιμο κτύπημα. Η παρακαταθήκη της ύλης εν ακινησία σ’ ένα πρωταρχικό χάος είναι πράγματι αδιανόητη. Δεν υπάρχει κανένας μοχλός που να έθεσε σε κίνηση τον κόσμο, γιατί ο κόσμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από κίνηση.

Μα ο Γαλιλαίος θέτει και αποδεικνύει αυτή την αρχή με μια περιορισμένη συνθήκη. Το μη-ορίσιμο της
διεύθυνσης και της ταχύτητας ισχύει μόνο για κινήσεις ευθύγραμμες κι ομοιόμορφες. Κοιμάμαι ήσυχα
στο λεωφορείο που πηγαίνει στην ευθεία, αλλά σ’ ένα φρενάρισμα ή μια απότομη στροφή πετάγομαι
απ’ τη θέση μου και ξυπνάω. Είναι κι αυτό δεδομένο της κοινής λογικής, όπως το ν’ ακουμπάω το πόδι
μου στη γη και να βεβαιώνομαι ότι είναι σταθερή. (Λέγεται ότι όταν ο Γαλιλαίος βγήκε μετά την απάρ-
νηση των θέσεών του, την οποία του επέβαλλαν, χτύπησε το πόδι του στη γη ανακράζοντας: ηλίθιοι,
κινείται). Ο Αϊνστάιν άνοιξε τα μάτια εκείνου που κοιμόταν στο λεωφορείο: η σχετικότητα ισχύει για
κάθε κίνηση.

Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αποδειχτεί ότι ο αναγνώστης, η εφημερίδα του και το δωμάτιο
όπου ήσυχα τη διαβάζει βρίσκονται σε κίνηση με εμπειρίες μηχανικές εσωτερικές σ’ αυτό το πλαίσιο.
Ούτε μπορεί να ξέρει με ποια ταχύτητα κινείται, δεδομένου ότι οι ταχύτητες είναι σχετικές μ’ ένα άλλο
συγκεκριμένο σώμα και το οποίο βλέπουμε να κινείται σε σχέση με μας (σύστημα αναφοράς).

Ο αποκαλυπτικός (;) αιθέρας
Ας υποθέσουμε όμως ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη του αιθέρα. Τότε θα μπορούσαμε να πούμε: Εάν ο αι-
θέρας είναι ακίνητος, μπορούμε να βρούμε με εμπειρίες όχι πια μηχανικές αλλά ηλεκτρομαγνητικές
και οπτικές την ταχύτητα του δικού μας συστήματος (δωμάτιο, γη) σε σχέση προς τον αιθέρα. Εάν η τα-
χύτητα του φωτός μέσα στον αιθέρα είναι δεδομένη, εάν ο αιθέρας είναι ακίνητος, εάν η γη γυρίζει από
το Τορίνο προς το Μιλάνο, τότε ένα οπτικό σήμα ή ραδιοσήμα θα κάνει περισσότερο χρόνο για να
φτάσει από το Μιλάνο στο Τορίνο απ’ ό,τι αντίστροφα. Ξέροντας τη διαφορά των δύο χρόνων, μπορώ
να υπολογίσω την ταχύτητα της γης. Όμως όλο αυτό πέφτει στο κενό. Όταν έγινε το πείραμα απ΄ το Μάικελσον, όχι βέβαια από το Μιλάνο στο Τορίνο, αλλά με μια διάταξη κατόπτρων και χρησιμοποιώντας φωτεινές ακτίνες, είδαμε ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντα η ίδια και άρα δεν μπορούμε απ’ αυτό να προσδιορίσουμε την κίνηση του συστήματος εντός του οποίου πειραματιζόμαστε. Είχε δίκιο λοιπόν ο Γαλιλαίος, ο πατέρας της σχετικότητας.

Ο Μάξγουελ στο μεταξύ είχε μελετήσει σε βάθος τη θεωρία της ακτινοβολίας. Και ο Λόρεντζ έλυσε μ’
αυτό που φαίνεται να είναι ένα τέχνημα στον υπολογισμό το πρόβλημα στο οποίο σταματούσε ο Μάξ-
γουελ: οι νόμοι του δεν έμεναν ίδιοι αν, αντί ν’ αρκεστεί σ’ ένα μοναδικό σύστημα, δηλαδή σταθερό ως
προς τον παρατηρητή, έκανε μετρήσεις σ’ ένα άλλο (από ένα άλλο σύστημα σε κίνηση σε σχέση με το
πρώτο). Ο Λόρεντζ κατέληξε ότι μπορεί να βρεθεί λογαριασμός αν περιέπλεκε λίγο τους «μετασχηματισμούς» του Γαλιλαίου.

Ο Γαλιλαίος περνούσε από το ένα σύστημα στο άλλο υποθέτοντας ομοιόμορφη την κίνηση του ενός σε
σχέση με το άλλο, προσθαφαιρώντας το ίδιο μέγεθος χρόνου ή σχετικής ταχύτητας. Δεν πρόκειται για
κάποιο δύσκολο αίνιγμα. Ο επιβάτης κάνει είκοσι μέτρα πάνω στο κατάστρωμα, ενώ το πλοίο κάνει σαράντα σε σχέση με την όχθη. Τότε θα έχει κάνει εξήντα μέτρα από ένα δέντρο φυτεμένο στην όχθη με μια τριπλή ταχύτητα. Ο Λόρεντζ προσαρμόζει τον υπολογισμό ελαττώνοντας λίγο την απόσταση που εγώ κάτω από τη σκιά του δέντρου αποδίδω στο πέρασμα του ταξιδιώτη και κάτι ακόμα που είναι πιο παράξενο: την ώρα που διαβάζω στο ρολόι μου.

Αυτοί οι «μετασχηματισμοί» υπερνικούν ένα από τα εμπόδια που υπήρχαν για την ενοποίηση στις διάφορες «φυσικές»· απ’ την άλλη πλευρά έθετε σε μια διάνοια όπως αυτή του Αϊνστάιν ένα βαθύτερο προβληματισμό. Δοθέντος ότι πλέον υπολογίζω όχι πια με τις εξισώσεις του Γαλιλαίου αλλά μ’ εκείνες του Λόρεντζ, που στις περισσότερες περιπτώσεις δίνουν αριθμούς που διαφέρουν ελαχιστότατα, διαφέρουν όμως, δε θα πρέπει λοιπόν ν’ αρχίσω ίσως να γράφω διαφορετικά τις μαθηματικές διατυπώσεις, μα επίσης και να εκφράζομαι διαφορετικά στην καθημερινή γλώσσα; Δε θα πρέπει ν’ αρχίσω να σκέπτομαι με διαφορετικό τρόπο, εγκαταλείποντας ορισμένους κανόνες μέχρι σήμερα αποδεκτούς, ορισμένους νόμους κι ορισμένες απ’ τις περίφημες κατηγορίες. Ο Αϊνστάιν, θέτοντας αυτό το πρόβλημα, το αντιμετωπίζει διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά (αφού η μεταφυσική θέτει τις κατηγορίες αιώνιες και αμετάβλητες). Το πραγματεύεται υλιστικά και όχι ιδεαλιστικά (εν αρχή ην η σκέψη του Θεού, ήταν η υποκειμενική μου ιδέα).

Πάνω απ’ όλα όμως προχωρεί δια του φυσικού πειραματισμού. Ακόμη και αν το πείραμα του Μάικελ-
σον έδινε διαφορετικά αποτελέσματα, δε θα τον σταματούσε να φαντάζεται. Και φανταζόταν, έχοντας
την πεποίθηση ότι θα βρει νόμους αιτιακούς και καθολικούς που θα διατυπώνονται μεν κάπως διαφο-
ρετικά από τον τρόπο που τους έγραφε ο Γαλιλαίος, αλλά που θα ήταν όπως και οι νόμοι του Γαλιλαίου, βασισμένοι σε συμμεταβλητές. Με τις συμμεταβλητές θα έχουν οι νόμοι την ίδια μορφή, την ίδια δομή για διαφορετικούς παρατηρητές (ή ακόμα καλύτερα, για διαφορετικούς παρατηρητές που βρίσκονται σε διαφορετικές μεταξύ τους κινήσεις). Προχωρώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι έφθασε τελικά στον προορισμό του –στην ενιαία διατύπωση που περιλαμβάνει και τη μηχανική και την οπτική αιτιότητα. Θα μπορούσε κανείς ν’ αμφισβητήσει το έργο του. Δεν θα μπορούσε όμως ν’ αμφισβητήσει ότι βασίζεται σε διατυπώσεις αντι-υποκειμενικές και αυστηρά αιτιοκρατικές.

Στον Γαλιλαίο ο μετασχηματισμός του χρόνου είναι απλούστατος. Τα ρολόγια δείχνουν τους ίδιους χρόνους ανάμεσα σε δύο γεγονότα ή περάσματα, είτε πρόκειται για το ρολόι του πηδαλιούχου στην πρύμνη, είτε του επιβάτη που περπάτά στο κατάστρωμα, είτε του αν θρώπου που κάθεται στο δέντρο της όχθης. Αυτό όμως κατά τους Λόρεντζ και Αϊνστάιν μπορεί να συμβεί μόνο αν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο και ο επιβάτης αναπαύεται στην πολυθρόνα. Από τον Γαλιλαίο ο Καντ συνήγαγε την a priori κατηγορία του χρόνου: την ταυτοχρονία των γεγονότων σε όλο το σύμπαν, είτε διότι όλα συγχρονίζονται απ’ το ρολόι που έχει στην τσέπη του ο καλός Θεός είτε διότι αποδέχεται κανείς εξ ορισμού αυτήν την ταυτοχρονία χωρίς να το συζητάει.
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν θέλησε να το συζητήσει. Και κάνοντάς το όχι μόνο δεν υπήρξε οπισθοδρομικός
στο πλαίσιο της σύγχρονης κριτικής επιστημονικής γνώσης, αλλ’ υπήρξε πιο επαναστάτης του Γαλιλαίου (καθόσον σχετικιστής) και πιο επαναστάτης του Καντ (με τον προωθημένο κριτικισμό του).

Αν εγκαταλείψουμε τον απόλυτο χρόνο, καταστρέφουμε κάτι στο οποίο πάντοτε η ανθρωπότητα πί-
στεψε και ορκίστηκε: αυτόν το μυστηριώδη ήχο που χτυπάει πάντα το παρόν υψώνοντας ένα διαχωρι-
στικό φράγμα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Μ’ αυτή την αξιοσημείωτη παρέμβαση ο Αϊνστάιν απωθεί δύο σύγχρονες εκφυλιστικές τάσεις της αστικής σκέψης που παραλύουν τη θεωρία της φύσης και τη θεωρία της κοινωνίας: το θετικισμό που στην πιο άθλια εκδοχή του κατά την οποία πρέπει η επιστήμη να καταγράφει ό,τι συνέβη στο παρελθόν και να μην αναλαμβάνει άλλες υπευθυνότητες, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόβλεψη και τη δόμηση του μέλλοντος. Η δεύτερη είναι ο κοινότοπος και άπρεπος υπαρξισμός, προϊόν μιας σηπόμενης κοινωνίας ήδη από καιρό ώριμης για την καθαρ-πορεία και την ταχύτητά του.

Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη των διαφόρων «μεγεθών» μάζας, ταχύτητας, ποσότητας, κίνησης ή
ενέργειας ενσωματώνεται στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν και κατά συνέπεια η ανατροπή
που σημάδεψε το τέλος του Μεσαίωνα και την ανάδυση της νεότερης εποχής.

Αυτό που για τη φυσική είναι η «ενέργεια» είναι για την κοινωνιολογία η «ανθρώπινη εργασία». Οι παλιές στατικές κοινωνίες θεωρούσαν την εργασία ως αταβιστική καταδίκη αναπόφευκτη για να διατηρηθεί σταθερή η ταχύτητα της ιστορικής κίνησης, η τονικότητα και δυναμικότητα της κοινωνικής πορείας.

Με τη μαρξιστική διδασκαλία περί κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εφαρμόζεται στην περιοχή της εργα-
σίας η ενεργειακή αρχή. Αποκαλύπτεται ως πηγή πλούτου και συσσώρευσης των αποθεμάτων της αν-
θρώπινης ενέργειας και συνάγονται τα επαναστατικά συμπεράσματα.

Ύλη και ενέργεια

Με την πένα (ίσως και απ’ τη διάνοια) του Αϊνστάιν, που ξαναγράφει στη θεωρία της ειδικής σχετικότητας την κλασική μηχανική με τους κανόνες της περί ωθήσεως και ενέργειας, αναδύεται μια καινούργια σχέση, μια νέα αλήθεια. Όπως το διάστημα που διανύει ένα κινητό και ο χρόνος καθώς καταγράφεται από διάφορα συστήματα δεν είναι πια σταθερά, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι πια σταθερή στα διάφορα συστήματα «ανάγνωσης» η μάζα και η ενέργειά του.

Είναι μήπως οι δύο κλασικές αρχές της αιτιοκρατικής επιστήμης που αφορούν τη διατήρηση της μάζας
και της ενέργειας που καταρρέουν; Αυτή είναι μια παλιά ιστορία. Πρόκειται αντίθετα για τη θεωρητική
αποσαφήνιση αινιγμάτων που ανέκυψαν από την ανακάλυψη των ραδιενεργών σωμάτων με πρώτο το
ράδιο απ’ το ζεύγος Κιουρί στις αρχές του αιώνα. Αυτά τα σώματα διαχέουν ενέργεια υπό μορφή ηλε-
κτρισμού ή θερμότητας. Χωρίς άλλο «κόστος» απ’ την ελάττωση του βάρους τους. Χάνουν αργά ύλη. Εί-
ναι τούτο συμβατό με την ιδέα ότι οι ακτινοβολίες που προέρχονται απ’ αυτά είναι εκβολές μικρότατων σωματιδίων απ’ τη δομή του ατόμου που, ενώ πρώτα εθεωρείτο ομογενής, με την ολοένα και καλύτερη διερεύνησή του αποκαλύπτεται περίπλοκη. Η σχέση «δαπανούμενης» ύλης και εκλυόμενης ενέργειας δίδεται απ’ τις «μαγικές» εξισώσεις της ειδικής σχετικότητας που προέρχονται από στοιχειακά δεδομένα: Υπάρχει τόση ενέργεια λανθάνουσα σ’ ένα σώμα όσο είναι και το γινόμενο της μάζας του επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός.

Βγάζοντας μ’ αυτή την ψυχρή μαθηματική γραφή αυτό το αποτέλεσμα, ο Αϊνστάιν, αν θέλουμε να εκφραστούμε με φιλοσοφικούς όρους, συνεισέφερε στο οικοδόμημα του μονισμού.
Είτε θ’ αφήσουμε τον επιστήμονα στη δύσκολη «τεχνική» επεξεργασία των δεδομένων του, στην εργαστηριακή έρευνα, στον υπομονετικό μαθηματικό υπολογισμό, είτε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σημασία καθολική στις νέες μορφές που έδωσε στους φυσικούς νόμους. Αν ένα κομμάτι της πιο ψυχρής αδρανούς ύλης αδιάφορης στους μετασχηματισμούς εμπεριέχει τέτοιους χείμαρρους ενέργειας, καταργείται η δυαρχία ενεργητικού και παθητικού δρώντος και υφιστάμενου δράση. Αυτή η δυαρχία είχε κλονιστεί από τότε που ο Γαλιλαίος έγραψε μια ισότητα δράσης και αντίδρασης. Αν όμως ξεπεραστεί ο δυϊσμός ύλης και ενέργειας, θανάτου και ζωής, ποιος θα μπορέσει να σώσει το δυϊσμό ύλης και πνεύματος, ποιος θα μπορέσει να εμποδίσει την έρευνα μιας απρόσωπης επιστήμης απελευθερωμένης από παλιές προκαταλήψεις στο μυστήριο των κυττάρων, των νευρικών συνάψεων, των ατόμων που το αποτελούν, την έρευνα δηλαδή πάνω στην ενέργεια-σκέψη;

Γενικευμένη σχετικότητα

Δεν μπορούμε φυσικά ν’ ακολουθήσουμε το δύσκολο πέρασμα απ’ την ειδική στη γενική σχετικότητα. Συνεχίζοντας πάνω στο προηγούμενο θέμα, θα περιοριστούμε να τονίσουμε ότι η γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν συνεχίζει την αντικειμενιστική κατεύθυνση της σχετικότητας του Γαλιλαίου. Οι φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν το σύστημα του Αϊνστάιν για να συνάγουν την άρνηση του εξωτερικού κόσμου, το «σχετικισμό» από το αντιλαμβανόμενο και σκεπτόμενο υποκείμενο και κάθε θεώρησης του κόσμου, το αυθαίρετο κάθε περιγραφής της φύσης, έπεσαν σε πλάνη μεγάλη.

Είχε προτείνει ο Γαλιλαίος: Εάν οι νόμοι της νέας μηχανικής, στην οποία «δεν είναι η κίνηση μα η επιτάχυνση που είναι ζωτική και θεμελιακή, επαληθεύονται σε όλα τα συστήματα, να βρούμε ένα «μετασχηματισμό» τέτοιο, που από σύστημα σε σύστημα ο νόμος να προσδιορίζεται αφ’ εαυτού. Για τη μηχανική επιστήμη γίνεται του λοιπού αδιάφορο αν τοποθετηθείς στο ένα ή στο άλλο σύστημα, στο ένα ή στο άλλο σημείο παρατήρησης.

Για να κατορθώσει να επεκτείνει την καθολικότητα αυτού του νόμου που συνδέει μάζα, επιτάχυνση και ενέργεια, συμπεριλαμβάνοντας το οπτικό φαινόμενο και καθιστώντας την τοποθέτηση σε διάφορα συστήματα κινούμενα καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδιάφορη, ο Αϊνστάιν διατύπωσε νέους κανόνες μετασχηματισμού.

Κρατώντας την υπόθεση του Γαλιλαίου και του Λάιμπνιτς, μετρά με μεγέθη βαθμιαίως μεταβαλλόμενα και άρα συνεχή, εφαρμόζοντας τον απειροστικό λογισμό και τα συστήματα συντεταγμένων. Αναζητά μολοντούτο νέους μαθηματικούς μηχανισμούς πιο γενικούς απ’ τους ευκλείδειους: τις γεωμετρίες του Γκάους και του Ρίμαν στις οποίες δεν ισχύει πια το πυθαγόρειο θεώρημα, αλλά ένα μορφολογικά παρόμοιο που δίνουν λίγο διαφορετικά αποτελέσματα στο αισθητό πεδίο καθώς και τον «απόλυτο» απειροστικό λογισμό του Ιταλού Ρίτσι.

Αφού εδώ δε μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε αν πλανήθηκε ή όχι ο Αϊνστάιν, αλλά το μέχρι που κατόρθωσε να φθάσει και σε ποια πλευρά βρίσκεται, θα πάμε κατευθείαν στα συμπεράσματά του. Βρήκε τις γενικές διατυπώσεις της μηχανικής του Σύμπαντος που ισχύει για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει. Έπρεπε όμως να τις εκφράσει μ’ ένα σύστημα τεσσάρων συντεταγμένων.

Επαναστατικοποίησε λοιπόν τον χωρόχρονο. Δεν αρκέστηκε στις τρεις εγγενείς στο χώρο διαστάσεις της συνηθισμένης αντίληψης, αλλά προσέθεσε και τη μεταβλητή του χρόνου. Ο χρόνος ήταν σταθερός, τώρα όμως από σημείο σε σημείο γίνεται μεταβλητός, όπως είναι μεταβλητή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα πλοίο που απομακρύνεται (κι εμένα που το βλέπω). Έπειτα τον συνένωσε με τις άλλες τρεις διαστάσεις, γράφοντας και υπολογίζοντας μ’ αυτό που οι μαθηματικοί αποκαλούν τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Ας μην πτοηθούμε κι ας δείξουμε πως δεν είναι τόσο περίπλοκο να συλλάβει κανείς μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο μετεωρολογικό σταθμό που παρακολουθεί τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σ’ όλη τη γη. Σε κάθε παρατήρηση αναφέρονται οι συντεταγμένες πλάτος, μήκος, ύψος και η θερμοκρασία. Έπειτα καταστρώνουμε ένα διάγραμμα και υπολογίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα αυτά μεγέθη. (Δεν αποκλείεται βέβαια να κάνουμε τη φανταστική υπόθεση ενός πλανήτη στον οποίο η θερμοκρασία δεν αλλάζει ποτέ). Έπειτα μπορούμε φερ’ ειπείν να αναρωτηθούμε: εάν στο τάδε μήκος και πλάτος έχουμε μια δεδομένη θερμοκρασία, σε πόσα μέτρα ύψος από το έδαφος ισχύει; Αυτός που μπορεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα χειρίζεται μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Είναι μια μεγάλη αλήθεια αυτή που σημειώνει ο ντε Μπρολί: «Δε μειώνει κανείς την αξία των μεγάλων ανανεωτών λέγοντας ότι οι ανακαλύψεις τους έρχονται την κατάλληλη ώρα, αφού έχουν προετοιμαστεί από ένα σύνολο προηγούμενων εργασιών. Ο καρπός ήταν ώριμος, αλλά κανείς πριν απ’ αυτούς δεν ήξερε να τον δρέψει». Κι αν θέλουμε να το θέσουμε ακόμα πιο αιτιοκρατικά, θα λέγαμε πως όποιος έδρεψε τον ώριμο καρπό έπρεπε κι εκείνος να ωριμάσει.

Ο Μινκόφσκι είχε ήδη περιγράψει το νέο «σύμπαν» με τέσσερις διαστάσεις, το χωροχρόνο. Αυτό που για το σύνηθες χωρικό σύμπαν ήταν το σημείο, στο νέο σύμπαν είναι το συμβάν. Το σημείο ορίζεται στο χώρο από τρεις συντεταγμένες, πλάτος, μήκος, ύψος. Σ’ ένα ορισμένο σημείο σήμερα βρέχει, αύριο κάνει καταιγίδα κι αργότερα θα ‘ναι σκοτάδι. Το τέταρτο δεδομένο που προσδιορίζει το συμβάν είναι ο χρόνος. «Έπεσε κεραυνός». Μα η είδηση δεν είναι πλήρης. Χρειάζονται οι συντεταγμένες του χώρου, η μέρα, η ώρα και το λεπτό. Έτσι επακριβώνεται ένα συμβάν στον άπειρο χωρόχρονο.

Χώρος και ύλη

Όμως η περιοχή αυτή είναι δύσβατη. Στη μηχανική της γενικής σχετικότητας, οι εξισώσεις γράφονται σε ευκλείδειο χωρόχρονο. Το δικτύωμα των διαφόρων συντεταγμένων όπου γίνονται οι μετρήσεις παραμορφώνεται από το βαρυτικό πεδίο.

Όπως ξεπεράστηκε ο δυϊσμός χώρου και χρόνου, υπερβαίνονται κι άλλοι: ιδιαίτερα ο δυϊσμός γεωμετρίας-φυσικής. Η γεωμετρία ως «ιδιότητα του χώρου» συναρτάται με την παρουσία της ύλης κι όχι από ιδιότητες που παραπέμπουν στη σκέψη. Μια μαθηματική δραστηριότητα που θέλει να ‘ναι ορθολογική αναπτύσσεται με το φυσικό πειραματισμό. Στην πραγματικότητα όλη η γνώση που κατέχει το ανθρώπινο είδος αναπτύχθηκε σε επαφή με την ύλη και τη φύση, ποτέ με αυτόνομη εργασία της σκέψης. Έτσι τίθεται το ζήτημα στο μαρξισμό. Όσον αφορά το χωρόχρονο του Μινκόφσκι, η αυθεντία του ντε Μπρολί μας συμπαραστέκεται για ν’ αρνηθούμε πως εκεί ισχύει ο ιντετερμινισμός: «στο χωρόχρονο, αυτό που συνιστά παρελθόν, παρόν και μέλλον για τον καθένα μας δίδεται συνολικά, και το σύνολό των συμβάντων που διαμορφώνουν την ύπαρξη ενός σωματιδίου ύλης και που για μας είναι διαδοχικά αναπαριστάνεται με μια γραμμή, τη γραμμή του σύμπαντος του σωματιδίου». Αυτή η νέα αντίληψη σέβεται στην αρχή της αιτιότητας και δε θίγει την αιτιοκρατία των φαινομένων.

Ο Αϊνστάιν δημιούργησε ένα περαιτέρω σύστημα κοσμικών εξισώσεων, που μένουν οι ίδιες για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει και γράφτηκαν στη μορφή παραγώγων, όπου τα μεγέθη μπορεί να μεταβάλλονται στο απειροελάχιστο χωρίς να παύουν να είναι πεπερασμένα και απαριθμήσιμα. Κατόρθωσε όμως να ενοποιήσει μ’ αυτό όλα τα φαινόμενα που μελετά η φυσική, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων εκείνων που ο Πλανκ κι άλλοι ιντετερμινιστές θεωρούν ότι δεν επιδέχονται παρά μόνο μια περιγραφή στατιστική κα πιθανοκρατική.

Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εργασία του ντε Μπρολί, που συμφιλίωσε τη σωματιδιακή με την κυματική θεωρία, περιγράφοντας την κίνηση σωματιδίων εφοδιασμένων με ηλεκτρικά φορτία εκτός από τη μάζα τους. Επίσης, κατά μια ορισμένη έννοια, και τα ενεργειακά κβάντα υπό την αιγίδα κανονικών εξισώσεων ορμής και ενέργειας. Ας αρκεστούμε να υποθέσουμε ότι αυτά καταχωρούνται στα τελευταία φυλλάδια του Αϊνστάιν, που όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσαν μια διαφημιστική καμπάνια «για τα πανηγύρια». Δεν θα ήταν αυτό ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο του μονισμού, της δικής μας αντίληψης για τον κόσμο;

Εάν όλες οι μορφές της ενέργειας, μηχανικές, ηλεκτρικές, μαγνητικές, οπτικές κι ατομικές που ελευθερώνονται με τη διάσπαση του ατόμου μπορούν ν’ αναχθούν σ’ ένα μόνο νόμο εκ του οποίου συνάγεται το απείρως μεγαλύτερο και το απείρως μικρό, η τροχιά του Σείριου και η τροχιά του πρωτονίου στην καρδιά του πυρήνα, τότε φαίνεται ότι ο Αλβέρτος Αϊνστάιν έφθασε πολύ κοντά και στην ενοποιητική αφομοίωση μιας ακόμα μορφής ζωτικής ενέργειας, πολύ λίγο μέχρι τώρα μελετημένης, που αποκαλούν σκέψη.

Υπερβαίνοντας το δυϊσμό ύλης-ενέργειας και με τη μεγαλοφυή σύλληψη του χώρου παραμορφωμένου απ’ τη βαρύτητα, καταργώντας το φράγμα ανάμεσα σε κάθε υπόσταση και κάθε μορφή, ο Αϊνστάιν προώθησε τη μονιστική και υλιστική ταυτότητα ύλης και σκέψης. Αποσπάστηκε, κατά συνέπεια, από τον κόσμο και τον άνθρωπο μια ψυχή που θα είχε νόμους πρωταρχικά ανεξάρτητους από μια ολική φυσική.

Ο ιστορικός χώρος και χρόνος

Η αστική επιφύλαξη ότι επιστήμη άνευ καταστατικού περιορισμού δεν είναι δυνατή και η αστική τοποθέτηση που παραχωρεί (κι αυτό με ολοένα και μεγαλύτερο σκεπτικισμό) στην επιστήμη μόνο την περιγραφή του παρελθόντος συνάδουν με τον ισχυρισμό ότι είναι ανέφικτη η κατασκευή του ιστορικού μέλλοντος της κοινωνίας και εκφράζουν την αποστροφή για το μαρξισμό και την επαναστατική πρόβλεψη.

Η ιστορική αιτιοκρατία μπορεί να παρουσιαστεί ως η έρευνα των νόμων μιας ορισμένης τροχιάς, που είναι η γραμμή του σύμπαντος των κοινωνικών μορφών παραγωγής. Αψηφώντας την απαγόρευσε που δεν επέτρεπε νόμους, επιστήμη και βεβαιότητα για το μέλλον, ο Μαρξ έθεσε ότι η ίδια η έρευνα, που δείχνει πώς αναδύθηκε και σταθεροποιήθηκε ο καπιταλισμός, δείχνει επίσης ότι θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί. Και συνέχισε σκιαγραφώντας τις κύριες γραμμές της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Τονίσαμε τόσες φορές σ’ αυτούς τους πραγματιστές, τους διψασμένους για πολιτικές απτές επιτυχίες μα συγκυριακές ότι εμείς δεν είμαστε επαναστάτες επειδή ανυπομονούμε να δούμε και να ζήσουμε την επανάσταση στις μέρες μας, αλλά επειδή μπορούμε να τη δούμε σήμερα, στις διάφορες χώρες, στα πεδία της κοινωνικής εξέλιξης ως γεγονός που υπόκειται ήδη σε επιστημονική επαλήθευση. Οι συντεταγμένες της κομμουνιστικής επανάστασης είναι γραμμένες ως λύσεις επικυρωμένες από νόμους αποδεδειγμένους στο χωρόχρονο της ιστορίας.

Κι αν μας χρειάζεται κάποια απόδειξη ότι δεν είναι οι μεγαλοφυΐες που κατευθύνουν τη ζωή του
κόσμου, μπορεί να βρεθεί στις ρήσεις του Αϊνστάιν επί του κοινωνικού. Όταν θέλησε να διαβλέψει μέσα απ΄ την πυκνή ομίχλη του κοινωνικού μέλλοντος του ανθρώπου, δεν έφθασε σε κανένα αξιόλογο συμπέρασμα. Αφέθηκε στα παλιά κληροδοτημένα αποφθέγματα, χωρίς να κάνει ούτε καν μια προ σπάθεια για να ξεφύγει από τα άθλια δεσμά τους.

Μετάφραση: Γιάννης Οικονόμου

Πηγή: περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος 40, Μάιος-Ιούνιος 2000, σ. 107-122
τήρια επανάσταση, που δεν ξέρει παρά το παρόν, αρνούμενος νόμους και κατασκευαστικά εγχειρήματα όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν.


ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ

Κοινή γνώμη: εύπλαστη ύλη
Οι γιγάντιοι μηχανισμοί της παγκόσμιας «ενημέρωσης», έτοιμοι ν’ αδράξουν κάθε ευκαιρία και να εκμεταλλευτούν σοφά την είδηση που σκηνογραφείται και σκηνοθετείται για να πουλήσει καλύτερα, τέθηκαν σε πλήρη ισχύ με την αναγγελία του θανάτου του μεγάλου επιστήμονα. Ο Αϊνστάιν, θύμα ενός σοβαρού ιατρικού διαγνωστικού λάθους, έφυγε ίσως πριν την ώρα του.
Το υλικό ήταν πρώτης τάξεως και πολλών δυνατοτήτων. Τροφοδοτείται απ’ όλες τις πηγές με τους προβλεπόμενους τόνους και χρησιμοποιώντας τους κοινούς τόπους με τους οποίους αρέσει στο πλατύ σύγχρονο κοινό να γαλουχείται επ’ άπειρον. Η καημένη η κοινή γνώμη πιστεύει ότι είναι βασίλισσα του σύγχρονου κόσμου, αφού νομίζει ότι όποιος την ακολουθεί «σώζεται». Μ’ αυτήν την υπαρξιακή αφέλεια, το κοινό όλων των χωρών –που διαβάζει, ακούει και βλέπει- καταπίνει την είδηση και την «κουλτούρα» όπως καταπίνει και ό,τι προωθείται απ’ την πανίσχυρη διαφήμιση. Όχι για να ξεδιψάει, αλλά να υποδουλωθεί ακόμα περισσότερο στη δίψα του.

Δεν είχε προλάβει ακόμα ν’ αποτεφρωθεί το σώμα του Αϊνστάιν κι αυτές οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να παίζουν με διαβολικό κρεσέντο τα πιο δόλια απ’ τα κοινότοπα θέματά τους: η πιο μεγάλη ευφυΐα του σύγχρονου κόσμου είχε κάνει στην απελπισμένη ανθρωπότητα το πιο τρομερό δώρο, την ατομική βόμβα, αιτία του βέβαιου αφανισμού της. Φορτωμένος αυτή την τεράστια ευθύνη, αναλύθηκε έπειτα σε φιλανθρωπικούς θρήνους. Στην «πνευματική» του διαθήκη (η ευρεσιτεχνία βρίσκεται πράγματι στη βάση του σημερινού δημοσιογραφικού στιλ) θέλησε λοιπόν να εξορκίσει την καταστροφή με ηθικολογικές πανάκειες και μια ευσεβιστική στάση απέναντι στη δημοκρατία.

Από τη μια πλευρά, η εκλαϊκευτική εκδοχή της επιστημονικής επανάστασης, της οποίας ήταν ο αρχιτέκτονας, παρουσιάζει αυτή την επανάσταση ως «κατάρρευση της επιστήμης», «τέλος της αιτιοκρατίας». Δι’ αυτών μάλιστα αναιρείται ο μαρξιστικός κι επαναστατικός ιστορικός υλισμός. Μέσα στο παγκόσμιο ιδεολογικό και θεωρητικό τέλμα, μπορούν όμως να τον χρησιμοποιήσουν κι απ’ την άλλη πλευρά. Να τον παρουσιάσουν ως δυνητικό φίλο για το άλλο «μαρξιστικό» μισό του κόσμου.

Ως συνάδοντα μαζί με τους κομμουνιστές φίλους των περιστεριών το γλυκερό ύμνο της ειρήνης. Της πιο άθλιας και αδύνατης ειρήνης που υπάρχει: βασισμένης στον ατομισμό –στην αγιοσύνη του ανθρώπινου προσώπου.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «κόκκινο» στρατόπεδο αυτής της διαμάχης, που γίνεται για την καλύτερη χρήση της εξαπάτησης, θέτει την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας. Σήμερα, ο εκλεκτικισμός τους, όσον αφορά τις αρχές στις οποίες ακόμα υποκρίνονται ότι πιστεύουν (ιδιαίτερα τις αρχές της σύνδεσης ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη, την επιστήμη και την πολιτική), επιδιώκει συναινέσεις απ’ όλες τις τάξεις, συμπεριλαμβανομένης και της συναίνεσης του καθολικού Πάπα.

Εκείνος που η αμερικάνικη ανοησία με τα τεστ νοημοσύνης για τα χωριάτικα πανηγύρια είχε αναδείξειως τον ευφυέστερο εγκέφαλο του αιώνα, εκείνος που ένας φυλετισμός (υποδαυλισμένος από το χιτλερικό ρατσισμό της αρίας φυλής) είχε κάνει σημαία του εκλεκτού λαού που έδωσε στην ανθρωπότητα πνευματικούς δασκάλους της εμβέλειας του Μωυσή, του Χριστού, του Μαρξ, του Αϊνστάιν, αυτός ο ίδιος τελείωσε τα χρόνια του δίνοντας δεκάρικες ιδέες στα κοινωνικά ζητήματα.

Αυτά αρέσουν στην κοινή γνώμη. Ενώ θέλουν να την παρουσιάσουν απ’ όλες τις πλευρές ως κινητήρια μηχανή του κόσμου, ως οδηγητική δύναμη για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στη φυσική πραγματικότητα, αποδεικνύεται εύπλαστη και εύκαμπτη. Και παραμένει τέτοια με τη διαρκή κι επιτήδεια πλύση εγκεφάλου. Τίποτε δε χειραγωγείται και διαπλάθεται ευκολότερα από τη γνώμη και στον υποκρινόμενο τον ελεύθερο δυτικό κόσμο και στην υποκρινόμενη ως λαϊκή στη βάση της δημοκρατίας της ανατολής.

Μπορεί πολύ καλά να τοποθετηθεί ανάμεσα στις πρώτες ύλες της σύγχρονης παραγωγής, υποδουλωμένης στο κεφάλαιο. Δεν έχει σθένος, σκελετό, σπονδυλική στήλη, όπως τα κλασικά δομικά υλικά.

Μπορεί να παγιωθεί ή να λυγίσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είναι «ισότροπη»· δεκτική και παθητική σε όλες τις θερμοκρασίες και σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Η προσαρμοστικότητά της, η αγελαία νωθρότητά της έχουν ξεπεράσει τα μέγιστα όρια που θα μπορούσε να συλλάβει, επισκιάζοντας τα παραμύθια περί γενικευμένης άγνοιας και σκοταδισμού παλαιότερων εποχών.
Η πολιτική άποψη του γέρου Αϊνστάιν δε θα μπορούσε να μας πτοήσει. Αλλά, ως εξέχων εκπρόσωπος μιας ιστορικής φάσης των επιστημονικών γνώσεων, είναι πράγματι ένας εχθρός;

Η «κρίση» της επιστήμης

Η σύγχρονη εποχή, που ο Λένιν σε ιστορική κλίμακα απεκάλεσε ιμπεριαλισμό – νέα φάση του καπιταλισμού, δηλαδή η έλευση μιας μαζικής υπερσυγκεντρωτικής και τελείως αντικοινωνικής μορφής που ορίστηκε από τη μαρξιστική διδασκαλία ως τελική φάση πριν από την κατάρρευση του συστήματος, χαρακτηρίζεται από ένα κύμα διαβρωτικής αυτοκριτικής της επίσημης επιστήμης, που αποτελεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Πρόκειται εμφανώς για την αντίθεση ανάμεσα στη βεβαιότητα, την υπερηφάνεια, το θριαμβευτικό βήμα της λαϊκής επιστήμης κατά τη μετεπαναστατική περίοδο της αστικής τάξης βασισμένης στη φιλοσοφική αποδιάρθρωση της μεσαιωνικής, εκκλησιαστικής, αυταρχικής σκέψης που έγινε από διαφωτιστές, αισθησιοκράτες, κριτικιστές σε όλα τα προχωρημένα έθνη της Ευρώπης πριν τις αστικές επαναστάσεις και, από την άλλη πλευρά, την πρόσφατη διστακτικότητα, την
αμφιβολία, τη μανία αναθεωρήσεων που αναλίσκεται στην προσπάθεια να ξαναστήσει τα γκρεμι
σμένα είδωλα των «στοχαστών» στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Για τους μαρξιστές, η έλευση του φιλελευθερισμού ως γεγονός της σκέψης στο φιλοσοφικό, νομικό και πολιτικό πεδίο συνδέεται με τις μεγάλες επαναστάσεις που άνοιξαν το δρόμο για τον αστικό τρόπο παραγωγής. Κατά τη γέννησή του, το ταξικό συμφέρον συμβαδίζει με το γενικότερο κοινωνικό. Σε σχέση με τον παλαιότερο τρόπο, εγγυάται περισσότερες απολαβές για λιγότερο μόχθο, αυξάνει την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, ανεβάζει κατά πολύ το επίπεδο των δραστηριοτήτων και των ικανοποιήσεων. Εξαντλώντας όμως τον κύκλο της γόνιμης αυτής περιόδου εισέρχεται πλέον σε παρασιτική φάση.

Αναδύεται η πλευρά της ταξικής διαμάχης, η άμυνα κατά της επανάστασης, η αντίσταση στη θεωρία του νέου πρωταγωνιστή της ιστορίας: της εργατικής τάξης. Φαίνεται τώρα στην αστική τάξη σαν να έδωσε τα όπλα στην εχθρά της. Και είναι αλήθεια γιατί κατά έναν τρόπο η νέα θεωρία βασίστηκε στις πιο τολμηρές ιδέες της πρώιμης αστικής σκέψης. Οι επαναστάτες της εργατικής τάξης εδώ κι έναν αιώνα διεκδικούν την αιτιοκρατία στην ιστορία, επί της οποίας θεμελιώνονται οι νόμοι της παρακμής ενός συστήματος που η αστική τάξη θέλει αιώνιο. Κι όπως εκείνη γιόρτασε χορεύοντας και τραγουδώντας πάνω απ΄ τα ερείπια των θρόνων και των βωμών, το ίδιο και ‘μεις χαρούμενα προσβλέπουμε στην ταφή της.

Έναν αιώνα μετά τον Ναπολέοντα τον 1 η αστική τάξη απαρνείται την απερίσκεπτη βλασφημία του Πασκάλ, που διατύπωσε το βασικό θεώρημα της αιτιοκρατίας στο πεδίο της φύσης: Εάν δοθούν θέσεις και κινήσεις των σωματιδίων της ύλης μια δεδομένη στιγμή, μπορούμε να υπολογίσουμε μαθηματικά τις θέσεις και τις κινήσεις τους σε οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή του κόσμου.

Η νέα κυρίαρχη τάξη αντιμετωπίζει με φόβο την παράφραση αυτής της κοσμικής προφητείας στην κοινωνική πρόβλεψη του Μαρξ. Με δεδομένες τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των τάξεων και τις αντιθέσεις τους, καθώς και τις επαναστάσεις που ανέτρεψαν τις φεουδαρχικές σχέσεις για να εγκαθιδρύσουν τις καπιταλιστικές, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε τους νόμους της μελλοντικής μετάβασης απ’ την αστική στην εργατική εξουσία και της καταστροφής του οικονομικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Η σημερινή σκέψη τροφοδοτείται από τα κοινωνικά προνόμια. Έχοντας χάσει την ορμή προς την κατάκτηση του μέλλοντος, νομίζοντας ότι ήδη έχει, ως μη όφειλε, καταστρέψει πάρα πολλά, κάνει πλέον ό,τι μπορεί για ν’ αποφύγει τον εφιάλτη μιας νέας παλιγγενεσίας.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός μειώνει βαθμιαία τη σημασία του υλισμού και του θετικισμού του 18ου αιώνα στο φιλοσοφικό πεδίο. Μα εκφράζεται κυρίως στο πεδίο της φυσικής επιστήμης με μια κριτική (που δε στερείται οξυδέρκειας), η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την πειραματική μέθοδο και την εγκυρότητα της επιστημονικής έρευνας. Επανεισάγει με εκσυγχρονισμένες μορφές την παλιά αμφιβολία για τις σχέσεις υποκειμένου και αντικειμένου, πραγματικότητας και εμπειρίας, φύσης και ανθρώπινης γνώσης.

Αυτό το μεγάλο ρεύμα, που εκφράζεται από πολλές σχολές, από τον Μαχ στον Μπερξόν, από τον
Τζέιμς στον Πουανκαρέ, από τον Αβενάριο στον Λε Ρόι, αναγνωρίζει τον Αϊνστάιν ως δάσκαλο; τον συγκαταλέγει στους μαθητές και οπαδούς του; βρίσκει ερείσματα στη φυσικο-μαθηματική του σύλληψη;

Όχι, τίποτε απ’ αυτά. Ούτε χρονολογικά, ούτε θεωρητικά. Δεν είναι ο Αϊνστάιν εκπρόσωπος του αντιντετερμινισμού, εχθρός της αιτιοκρατίας, οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της αβεβαιότητας που καταλήγει στο αδύνατον της επιστημονικής γνώσης. Ούτε καν της μεθόδου των πιθανοτήτων που ήταν άλλωστε γνωστή στους κλασικούς και μελετήθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Λαπλάς, ο οποίος εάν είχε προσεγγίσει την πολιτική δε θ΄ αρκούνταν στις πιθανότητες.

Δε θα έλεγε απλώς ότι είναι πολύ πιθανό η αστική τάξη και η ιδεολογία της να πάνε στο διάβολο. Το έργο που επιτέλεσε στη φυσική ο Αϊνστάιν είναι σύνθετο. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα στην περίπτωσή του ήταν να μην περιοριστεί σ’ ένα ιδιαίτερο μόνο πεδίο, αλλά να εργαστεί σ’ όλα τα πεδία συνολικά και με μεγάλη διανοητική δύναμη. Και στη γεροντική του ακόμα ηλικία δεν αρκέστηκε ποτέ ν’ αναμηρυκάζει σ’ ένα τμήμα περιορισμένο της επιστήμης, δε χάθηκε στις λεπτομέρειες, δεν έκανε επίδειξη της πολυμάθειάς του ούτε δημοσίεψε μνημειώδες έργο. Νέος ακόμα, πραγματεύεται διάφορα πεδία της φυσικής, εστιάζεται με μια εξαίρετη επιλεκτική ικανότητα στα ουσιώδη συμπεράσματα, διασκορπισμένα μέσα στην αρρωστημένη πανεπιστημιακή φιλολογία (πάντως πιο αξιοσέβαστη τότε παρότι στα μέσα του αιώνα), καταλήγοντας σε σύντομες εκθέσεις όπου το πρόβλημα ανάγεται στο ουσιώδες και η λύση του φαίνεται αποφασιστική και πάντοτε νέα. Κρατήθηκε μακριά από την πλατιά διάδοση, τη μετάφραση σε φιλοσοφική γλώσσα ή ακόμα χειρότερα στο εκλαϊκευτικό ιδίωμα της ημιμάθειας. Μόλις και μετά βίας ανεχόταν ορισμένα απ’ αυτά τα πλήρη παρεκβάσεων βιβλία που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια νιώθοντας φρίκη για κάθε «εκτός πεδίου μεταφορά» (extrapolazione –αυτό που κάθε άνθρωπος της επιστήμης που δεν είναι αγύρτης μισεί περισσότερο κι αυτό που οι καθηγητές της δεκαετίας του ’50 αγαπούν περισσότερο) με φόντο φιλολογικό, ρητορικό, «κίτρινο» ή το φόντο της «επιστημονικής» φαντασίας.

Η σημαντική και έξοχη κατασκευή της ειδικής σχετικότητας στο πεδίο της μηχανικής τον τοποθετεί στη μεγάλη κλασική σειρά του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου και του Νεύτωνα, των οποίων ακολουθεί τις μεθόδους και τις βαθιές συλλήψεις. Την ίδια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης έχει και η θεωρία της γενικής σχετικότητας, αν και εδώ τα παραδοσιακά προβλήματα τίθενται με ακόμα πιο ριζικό τρόπο. Βέβαια, λόγω της μαθηματικής άρθρωσης παρουσιάζεται πιο δύσκολη και προσφέρεται λιγότερο σε φλύαρες παραφράσεις.

Δείχνεται λοιπόν σχετικιστής, αλλά με τον τρόπο που είναι και η σύγχρονη κλασική και αντιθεολογική σκέψη: Πρέπει να τελειώνουμε με τα παλαιά σεβάσμια απόλυτα για να δημιουργήσουμε νέα απόλυτα, πιο έγκυρα και αληθινά. Μα δεν είναι εκ των προτέρων απόλυτα, πρότερα των επιστημονικών κατακτήσεων. Είναι απόλυτα που κερδίζονται, στα οποία μόνο τελικά φτάνεις, από τα οποία περνάς.

Αυτός ήταν ο δρόμος που πήρε ο Αϊνστάιν χωρίς ν’ ακολουθήσει, όσο του ήταν δυνατόν, τη γραμμή του αντιδραστικού σκεπτικισμού των σημερινών «στοχαστών». Δεν πήγε από το απόλυτο στο σχετικό, αλλά από το ειδικό στο γενικό. Πριν πραγματευθούμε αυτά τα ζητήματα, πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στο βιογραφικό χρονικό που στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της ιστορίας της επιστήμης.

Πριν ακόμα θεμελιώσει τη γεωμετρική-μηχανική του κατασκευή, ο Αϊνστάιν εισέρχεται στο πεδίο της οπτικής. Εκεί κυριαρχούσε μια θεωρητική δυαρχία που αρχίζει απ΄ τους αρχαίους ατομικούς φιλοσόφους και πάει ως τον Νεύτωνα. Ο Αϊνστάιν διατύπωσε πρώτος τη μαθηματική έκφραση της νέας σύλληψης των φωτονίων, στοιχειωδών ποσών ακτινοβολίας. Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε έπειτα από άλλους φυσικούς, όπως ο Πλανκ και ο Μπορ, που εφάρμοσαν αυτή τη θεωρητική σύλληψη σε όλες τις μορφές ενέργειας. Οι ίδιοι φυσικοί θέλησαν να υμνήσουν αυτό το θρίαμβο του «ασυνεχούς» σ’ όλα τα πεδία της φυσικής, ως φιλοσοφική απόδειξη ότι το αληθές είναι ανέφικτο. Παρά την παθιασμένη συζή τηση «υψηλού επιπέδου» που γινόταν πάνω σ’ αυτό εκείνο τον καιρό, ο Αϊνστάιν ακολούθησε τη δική του πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Αυτή η δυιστική διαμάχη στην οπτική συνεχίστηκε· θα μπορούσαμε να πούμε, για χάρη του και για λογαριασμό του –ανάμεσα σε μια σωματιδιακή και μια κυματική άποψη περί ακτινοβολίας. Για κάποιο διάστημα η πρώτη φάνηκε να θριαμβεύει, μα ο μεγάλος φυσικός ντε Μπρολί τις συστηματοποίησε σε μια οργανική σύλληψη, ενώ άλλοι φυσικοί όπως ο Σρέντιγκερ και κυρίως ο Χάιζενμπεργκ ωθούσαν τα πράγματα προς μια αντιντετερμινιστική κατεύθυνση.

Θα περιοριστούμε στο να σημειώσουμε ότι ο Αϊνστάιν έμεινε εκτός αυτής της διαμάχης. Αφιέρωσε τα τελευταία του χρόνια εργασίας για να πραγματοποιήσει μια σύνθεση φαινομένων, νόμων και εξισώσεων διαφορετικής τάξεως που φαίνονταν μεταξύ τους ασυμφιλίωτα: της οπτικής και του ηλεκτρομαγνητισμού, των ατομικών και πυρηνικών μορφών και της γενικής του μηχανικής.

Ανήγγειλε τέλος ότι ο στόχος επιτεύχθηκε και συνόψισε τα συμπεράσματά του σ’ ένα σύντομο κατάλογο εξισώσεων. Ανήκει σε επιστήμονες όπως ο ντε Μπρολί και σε όχι σε μας να πραγματευτούν αυτές τις διατυπώσεις. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι δεν τις έγραψε στο αντιντετερμινιστικό ιδίωμα του «concretum» αλλά στο κλασικό ιδίωμα του «continum». Αν λοιπόν ο απειροστικός λογισμός, θεμελιωμένος από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς, μαζί με τα μαθηματικά της φυσικής τριών αιώνων καταργούνται διότι μερικοί θέλουν να επιστρέψουν στην απλή αριθμητική του μυστικού Πυθαγόρα, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να χρεωθεί στον Αλβέρτο Αϊνστάιν.

Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς να διατεινόμαστε ότι θα κάνουμε μια νέα έκθεση της θεωρίας της σχετικότητας σ’ εκλαϊκευτική πρόζα, μπορούμε να θίξουμε το ζήτημα της αιτιοκρατίας ελπίζοντας να εξηγηθούμε επ’ αυτού όσο γίνεται καλύτερα.

Φιλοσοφίες και κόμματα

Στο πλαίσιο του μαρξιστικού κινήματος η μάχη για τη «δική μας» φιλοσοφία αναγνωρίστηκε πάντοτε ως ζωτική. Ως φιλοσοφία, ο μαρξισμός δε συνιστά μόνο μια αντίληψη για την κοινωνική οικονομία και την ιστορία. Είναι και μια αντίληψη της κοινωνικής ζωής και του κόσμου με την πλατιά έννοια. Οι βασικές συνεισφορές έγιναν από τον Μαρξ, που τοποθέτησε κριτικά τα μεγάλα αστικά ρεύματα της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας (στην Ιταλία, το «κομματικό πνεύμα» αποδίδεται συνήθως στη χριστιανική φιλοσοφία, στον Ιγνάτιο Λογιόλα και το Θωμά τον Ακινάτη. Ωστόσο μένει να γινει μια βαθιά μελέτη για το «κομματικό πνεύμα» του Βίκο, του Μπρούνο, του Τελέσιου και του Καμπανέλα). Ο Ένγκελς με το περίφημο έργο του εναντίον του Ντίριγκ, έδωσε ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς βουλώνονται χυδαία και ασυνάρτητα στόματα στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας και της φιλοσοφίας.

Ο Πλεχάνοφ στη Ρωσία εισήγαγε τη μαρξιστική οικονομία και τη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, αλλά αφιέρωσε επίσης ένα σημαντικό έργο στην υπεράσπιση της μονιστικής φιλοσοφίας (υλιστικής στο βαθμό που ανάγει τη δυαρχία πνεύματος και ύλης σ’ ένα μόνο στοιχείο –την ύλη). Αυτό το έργο, που επηρέασε και τον Λένιν, ήταν ένα αναγκαίο ανάχωμα κατά των αστικών και μικροαστικών απόψεων μέσα στο αντιτσαρικό στρατόπεδο.

Αργότερα, όπως είναι γνωστό, αρκετοί Ρώσοι μαρξιστές, και μάλιστα της αριστεράς, ολίσθησαν στον ιδεαλισμό και το βολονταρισμό (που είναι αντι-ντετερμινισμός) στηριζόμενοι στη «νέα» εμπειριο-κριτική φιλοσοφία, που έδινε το προβάδισμα στην υποκειμενική θεώρηση έναντι της υλικής εμπειρίας.

Αναλαμβάνοντας αυτή την πρόκληση, ο Λένιν έδωσε το έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός». Μπορούν οι τοποθετήσεις αυτού του έργου να θεωρηθούν οριστικές; Το πράγμα είναι βέβαιο αν πιστέψεικανείς την επίσημη ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος καθώς και τόσες άλλες επίσημες δηλώσεις του Στάλιν περί ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού. Αφού όμως στα οικονομικά, πολιτικά και ιστορικά ζητήματα δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν που να μην έχει πεταχτεί στ’ αποχωρητήρια, μια τέτοια ορθοδοξία στον «περιφραγμένο κήπο» του φιλοσοφικού αγώνα δεν μπορεί παρά να προξενεί γέλιο.

Δε θα ήταν παρά μια ηλιθιότητα ο διαλεκτικός μας υλισμός εάν, ιερός και απαραβίαστος στη φιλοσοφία, αποδεχόταν τα πιο απροσδιόριστα και μη προσδιορίσιμα συμπεράσματα στο οικονομικό, νομικό, πολιτικό και τακτικό πεδίο. Αν ανεχόταν αναφορές στις πιο άθλιες αστικές ιδεολογίες. Και δεν πρόκειται εδώ για τον Μαχ ή τον Μπέρκλεϊ. Θα ήταν σαν να «φιλοσοφούσαμε» με τρόπο ακόμα χυδαιότερο απ’ τους προσκυνητές του Σαν Τζενάρο ή τους φραγκισκανούς μοναχούς επαίτες!

Το ερώτημα εάν ο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» θα μπορούσε ν’ απαντήσει στον Αϊνστάιν δε θα μας απασχολήσει πολύ εδώ. Το ερώτημα που πράγματι τίθεται είναι αν μπόρεσε ν’ απαντήσει σε άλλες φυσικές και κοσμολογικές θεωρίες, στις οποίες το πνεύμα και η υπερβατολογική προσέγγιση επανέρχονται ανοιχτά και οι οποίες καταδικάζουν αμετάκλητα τη φυσική και, πράγμα κατά πολύ σοβαρότερο, την κοινωνική επιστήμη στον περιορισμό και στο λάθος. Αυτό το πραγματικό ζήτημα δε λύνεται με μια εγκύκλιο προς τους κομματικούς ακτιβιστές. Και βέβαια το κίνημα θα πρέπει επ’ αυτού ν’ αφιερώσει μια άλλης τάξεως εργασία απ’ αυτές τις συγκυριακές παρατηρήσεις.

Οι αντιματεριαλιστές δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και στ’ άλλα ευρωπαϊκά κόμματα. Ολόκληρος ο Μπερστάιν, ο πατέρας του αναθεωρητισμού, δεν είναι παρά βολονταρισμός και πραγματισμός. Στη Γαλλία, ο Λαφάργκ έπρεπε ν’ αναμετρηθεί με τον ιστορικό ιδεαλισμό του Ζορές. Για τους Εγγλέζους Γουέμπ ας μην μιλήσουμε καλύτερα. Και στην Ιταλία, ενώ μένει πάντοτε να ξαναδούμε τα φιλοσοφικά σφάλματα του Αντόνιο Λαμπριόλα, κινδυνέψαμε να έχουμε ως δάσκαλο του μαρξισμού –αν είναι δυνατόν- τον ντον Μπενεντέτο Κρότσε. Η σχολή του επηρέασε κατά πολύ λόγω του κοινού πάθους για την ενότητα της πατρίδας τον ιταλικό ορντινοβισμό.

Καθώς δεν διαθέτουμε τα φτερά που θα μας επέτρεπαν μεγάλες κοσμικές πτήσεις, ούτε καταφέρνουμε να ζηλέψουμε εκείνους που με μεγάλη σοβαροφάνεια θέλουν να πετάξουν με τα φτερά χήνας, θα περιοριστούμε με το ταπεινό κριτήριο των στρατευμένων ανθρώπων να διατυπώσουμε ότι η μαρξιστική αντίληψη διόλου δεν ανατρέπεται απ’ τα συμπεράσματα της θεωρίας του Αϊνστάιν, για όποιον βέβαια κατορθώνει να διαβάσει λίγο παρακάτω από τα εξώφυλλα του βιβλίου.

Ο χώρος και ο χρόνος

Ο Καντ πιστεύεται ότι είναι, και είναι, ο θεμελιωτής της σύγχρονης σκέψης. Γιατί ανάμεσα στον Αριστοτέλη και σ’ αυτόν έριξαν στους ώμους κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου το βαρύ πανωφόρι της θείας αποκάλυψης. Εκείνος θέλησε να το ξεφορτωθεί για να περάσει από την κριτική όλα τ’ αυθαίρετα δεδομένα, να ξαναβρεί από την αρχή και να ξαναγράψει τα πάντα. Δέχεται τα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά προσθέτει και την εργασία της κεφαλής –πολυδύναμης μηχανής- επιδιώκοντας να εξαλείψει οτιδήποτε ανάγεται σ’ ένα προηγούμενο γεγονός. Αφού δεν είναι πια η χάρη του Θεού που εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης γνώσης (και την οποία θα χρησιμοποιήσουμε για να διευρύνει τη δική του άπειρη γνώση!), ο Καντ συμπεραίνει ότι υπάρχει κάτι στην εξωτερική πραγματικότητα που βρίσκεται εκ των προτέρων εκεί. Ο καλός Θεός δεν είναι πια δωρητής του είναι.

Υπάρχουν όμως δύο δεδομένα κάθε γνώσης, κάθε εμπειρίας εξωτερικής είτε εσωτερικής που βρίσκονται στο ανθρώπινο κεφάλι, γι’ αυτό και αποκαλούνται εμμενείς κα όχι υπερβατικές: οι κατηγορίες του χώρου και του χρόνου. Με τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας ο Αϊνστάιν ανήγαγε τις δύο μορφές σε μια μόνο. Χρειάζεται στο εξής ένα νέο και διαφορετικό ιδίωμα πρώτα στις μαθηματικές διατυπώσεις κι έπειτα –πράγμα που δεν είναι και τόσο απλό- στη συνηθισμένη ομιλούμενη γλώσσα. Θα πρέπει ωστόσο να εννοήσουμε ότι ο Αϊνστάιν δεν οδηγήθηκε εκεί μέσα από τη γνωσιολογία, τη μελέτη του τρόπου της ανθρώπινης γνώσης, αλλά από έρευνα στη φυσική, από την ανάγκη να δοθεί ικανοποιητική μορφή σε συμπεράσματα από πραγματικά φαινόμενα, τα οποία προηγούμενες θεωρήσεις, διατυπώσεις κι εξισώσεις δεν κατόρθωναν να συμφιλιώσουν μεταξύ τους.

Δίνουμε απλώς μια ιδέα για τη δυσκολία η οποία ετίθετο. Αλλ’ αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι αυτή η δυσκολία κι ορισμένες άλλες τίθενται στο πεδίο της πειραματικής μεθόδου και του ορισμού αιτιακών νόμων, νόμων δηλαδή που όταν βρεθούν επιτρέπουν την πρόβλεψε μελλοντικών δεδομένων και γεγονότων. Έτσι, στον καιρό του Λαπλάς ρυθμίζονται γεγονότα με την ουράνια μηχανική, μια επιστήμη που μελετά τις κινήσεις των άστρων που βασίστηκε στο νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα.

Μηχανική και οπτική

Παρότι η βαρύτητα, ως μορφή ενέργειας, ήταν η πρώτη που αναπτύχθηκε σε φυσικούς νόμους, δεν έχασε τελείως το «μυστήριό» της. Διαμέσου τίνος επικοινωνεί η αμοιβαία έλξη ανάμεσα σε σώματα απείρως απομεμακρυσμένα μεταξύ τους. Ανταλλάσσονται μηνύματα; Υπάρχουν κύματα που ταξιδεύουν απ’ το ένα στο άλλο; Θα μπορούσαμε με απλουστευμένα λόγια να πούμε ότι αυτή η δράση από απόσταση βασίζεται σε μόνη την παρουσία και δεν απαιτεί κάποιο χρόνο για να εξασκηθεί.

Μα στη σύγχρονη εποχή ανακαλύφθηκαν κι άλλες μορφές ενέργειας, η ηλεκτρική και η μαγνητική και το όνειρο της φυσικής ήταν ν’ ανοίξει αυτές τις μορφές μαζί με την έλξη σ’ έναν ενιαίο κανόνα. Το όνειρο φάνηκε να πραγματοποιείται όταν ο Κουλόμπ ανακάλυψε ότι τα φορτία των αντίθετων πόλων έλκονται, ένα νόμο δηλαδή που ταυτίζεται με το νευτώνειο νόμο.

Τα πράγματα όμως γίνονται πιο πολύπλοκα όταν ο Χερτζ και άλλοι θα βρουν ότι αυτές οι ενέργειες μεταδίδονται στο χώρο υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (πράγμα που θα χρησιμοποιήσει ο Μαρκόνι στην ασύρματη τηλεγραφία του). Αυτή η ανακάλυψη επέτρεπε να συμπεριληφθεί το φως σ’ αυτή την ομάδα φαινομένων, αφού αποδείχτηκε πως η ακτινοβολία όπως και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα έχουν την ίδια ταχύτητα στο κενό, 300.000 Km/sec.
Η λέξη κύμα, στη συνήθη σύλληψή της, απαιτεί ένα μέσο στο οποίο απλώνεται, όπως το νερό της
θάλασσας ή τον αέρα όπου μεταδίδονται ήχοι. το μέσο δε μετακινείται αλλά πάλλεται, ταλαντεύεται και το κύμα μεταδίδεται απ’ το ένα σημείο στο άλλο. Όμως το φως και ο ηλεκτρομαγνητισμός μεταδίδονται μέσα στο κενό. Οι φυσικοί αποκάλεσαν «αιθέρα» το μέσο εντός του οποίου βρίσκονται τα σώμα-τα και το οποίο μένει ακίνητο σε σχέση με τα σταθερά άστρα.

Αυτό φαινόταν να δικαιώνει τον Φρενέλ και την κυματική θεωρία και την κυματική θεωρία του φωτός κι όχι αυτούς που από τον Δημόκριτο μέχρι τον Νεύτωνα θεώρησαν την ακτινοβολία ως σειρά μικροσκοπικών σωματιδίων που έρχονται να ερεθίσουν το ανθρώπινο μάτι (θεωρία της εκπομπής).

Αυτός ο ακίνητος αιθέρας αντιπροσώπευε μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τη γιγάντια σκέψη του Γαλιλαίου. Του αντέτειναν, με την κοινή λογική του καιρού: Μα εμείς αισθανόμαστε ότι η γη μένει σταθερή, τι είδους πειραματιστής είσαι λοιπόν εσύ που θες να μας πείσεις ότι κινείται με απίστευτη ταχύτητα;

Αυτό ήταν το εμπόδιο που ο σοφός απ΄ την Πίζα έπρεπε να υπερνικήσει και το έκανε με την αρχή της σχετικότητας, μιας αρχής που κρατά την αλήθεια της στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν επεκτεινόμενη περαιτέρω προς απέραντα πεδία.

Λιγότερες δυσκολίες παρουσίασε η αντίρρηση της επίσημης σχολαστικής, κατά την οποία, αφού ο Ιησούς του Ναυή είχε σταματήσει τον ήλιο, αποδεικνύει «κατά τας γραφάς» ότι ο ήλιος κινείται. Η Εκκλησία εγκατέλειψε από μόνη της αυτό το επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, ο Γαλιλαίος δεν έθετε ότι ο ήλιος μένει ακίνητος. Αντίθετα, θεμελίωσε τη θέση (στην οποία βασίστηκε ο Ένγκελς σε μια φιλοσοφική υλιστική προοπτική) ότι η ακινησία είναι μια λέξη δίχως νόημα, ότι μόνο η κίνηση υπάρχει. Η κρυστάλλινη διατύπωση με την οποία απαντά ο Ένγκελς στα φληναφήματα του Ντίρινγκ συνδέεται με τη σχετικότητα του Γαλιλαίου –κι αν δείξετε κάποια υπομονή για τα παρακάτω- και με τη γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν: η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης.

Η αρχή της σχετικότητας είναι απλή. Ας τη σκιαγραφήσουμε χωρίς να καταφύγουμε γι’ αποδείξεις στα κλασικά έργα του Γαλιλαίου, περπατώντας στη γέφυρα ενός πλοίου που κινείται κατά μήκος μιας όχθης ή πετώντας το καπέλο μας στον ποταμό: «Αυτός, που μαζί με όλο αυτό που τον περιβάλλει κινείται, δεν καταλαβαίνει την κίνηση, γιατί δεν μπορεί να κάνει καμία εμπειρία που να του αποκαλύπτει την κίνηση».
Ακινησία και κίνηση δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές έννοιες. Απόλυτη ακινησία δεν υπάρχει.

Η απόλυτη κίνηση είναι μη ορίσιμη. Με αυτή την έννοια, που στη συνέχεια κανείς δε θ’ αμφισβητήσει, η υπόθεση της δημιουργίας εκ του μηδενός δέχεται ένα θανάσιμο κτύπημα. Η παρακαταθήκη της ύλης εν ακινησία σ’ ένα πρωταρχικό χάος είναι πράγματι αδιανόητη. Δεν υπάρχει κανένας μοχλός που να έθεσε σε κίνηση τον κόσμο, γιατί ο κόσμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από κίνηση.

Μα ο Γαλιλαίος θέτει και αποδεικνύει αυτή την αρχή με μια περιορισμένη συνθήκη. Το μη-ορίσιμο της
διεύθυνσης και της ταχύτητας ισχύει μόνο για κινήσεις ευθύγραμμες κι ομοιόμορφες. Κοιμάμαι ήσυχα
στο λεωφορείο που πηγαίνει στην ευθεία, αλλά σ’ ένα φρενάρισμα ή μια απότομη στροφή πετάγομαι
απ’ τη θέση μου και ξυπνάω. Είναι κι αυτό δεδομένο της κοινής λογικής, όπως το ν’ ακουμπάω το πόδι
μου στη γη και να βεβαιώνομαι ότι είναι σταθερή. (Λέγεται ότι όταν ο Γαλιλαίος βγήκε μετά την απάρ-
νηση των θέσεών του, την οποία του επέβαλλαν, χτύπησε το πόδι του στη γη ανακράζοντας: ηλίθιοι,
κινείται). Ο Αϊνστάιν άνοιξε τα μάτια εκείνου που κοιμόταν στο λεωφορείο: η σχετικότητα ισχύει για
κάθε κίνηση.

Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αποδειχτεί ότι ο αναγνώστης, η εφημερίδα του και το δωμάτιο
όπου ήσυχα τη διαβάζει βρίσκονται σε κίνηση με εμπειρίες μηχανικές εσωτερικές σ’ αυτό το πλαίσιο.
Ούτε μπορεί να ξέρει με ποια ταχύτητα κινείται, δεδομένου ότι οι ταχύτητες είναι σχετικές μ’ ένα άλλο
συγκεκριμένο σώμα και το οποίο βλέπουμε να κινείται σε σχέση με μας (σύστημα αναφοράς).

Ο αποκαλυπτικός (;) αιθέρας
Ας υποθέσουμε όμως ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη του αιθέρα. Τότε θα μπορούσαμε να πούμε: Εάν ο αι-
θέρας είναι ακίνητος, μπορούμε να βρούμε με εμπειρίες όχι πια μηχανικές αλλά ηλεκτρομαγνητικές
και οπτικές την ταχύτητα του δικού μας συστήματος (δωμάτιο, γη) σε σχέση προς τον αιθέρα. Εάν η τα-
χύτητα του φωτός μέσα στον αιθέρα είναι δεδομένη, εάν ο αιθέρας είναι ακίνητος, εάν η γη γυρίζει από
το Τορίνο προς το Μιλάνο, τότε ένα οπτικό σήμα ή ραδιοσήμα θα κάνει περισσότερο χρόνο για να
φτάσει από το Μιλάνο στο Τορίνο απ’ ό,τι αντίστροφα. Ξέροντας τη διαφορά των δύο χρόνων, μπορώ
να υπολογίσω την ταχύτητα της γης. Όμως όλο αυτό πέφτει στο κενό. Όταν έγινε το πείραμα απ΄ το Μάικελσον, όχι βέβαια από το Μιλάνο στο Τορίνο, αλλά με μια διάταξη κατόπτρων και χρησιμοποιώντας φωτεινές ακτίνες, είδαμε ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντα η ίδια και άρα δεν μπορούμε απ’ αυτό να προσδιορίσουμε την κίνηση του συστήματος εντός του οποίου πειραματιζόμαστε. Είχε δίκιο λοιπόν ο Γαλιλαίος, ο πατέρας της σχετικότητας.

Ο Μάξγουελ στο μεταξύ είχε μελετήσει σε βάθος τη θεωρία της ακτινοβολίας. Και ο Λόρεντζ έλυσε μ’
αυτό που φαίνεται να είναι ένα τέχνημα στον υπολογισμό το πρόβλημα στο οποίο σταματούσε ο Μάξ-
γουελ: οι νόμοι του δεν έμεναν ίδιοι αν, αντί ν’ αρκεστεί σ’ ένα μοναδικό σύστημα, δηλαδή σταθερό ως
προς τον παρατηρητή, έκανε μετρήσεις σ’ ένα άλλο (από ένα άλλο σύστημα σε κίνηση σε σχέση με το
πρώτο). Ο Λόρεντζ κατέληξε ότι μπορεί να βρεθεί λογαριασμός αν περιέπλεκε λίγο τους «μετασχηματισμούς» του Γαλιλαίου.

Ο Γαλιλαίος περνούσε από το ένα σύστημα στο άλλο υποθέτοντας ομοιόμορφη την κίνηση του ενός σε
σχέση με το άλλο, προσθαφαιρώντας το ίδιο μέγεθος χρόνου ή σχετικής ταχύτητας. Δεν πρόκειται για
κάποιο δύσκολο αίνιγμα. Ο επιβάτης κάνει είκοσι μέτρα πάνω στο κατάστρωμα, ενώ το πλοίο κάνει σαράντα σε σχέση με την όχθη. Τότε θα έχει κάνει εξήντα μέτρα από ένα δέντρο φυτεμένο στην όχθη με μια τριπλή ταχύτητα. Ο Λόρεντζ προσαρμόζει τον υπολογισμό ελαττώνοντας λίγο την απόσταση που εγώ κάτω από τη σκιά του δέντρου αποδίδω στο πέρασμα του ταξιδιώτη και κάτι ακόμα που είναι πιο παράξενο: την ώρα που διαβάζω στο ρολόι μου.

Αυτοί οι «μετασχηματισμοί» υπερνικούν ένα από τα εμπόδια που υπήρχαν για την ενοποίηση στις διάφορες «φυσικές»· απ’ την άλλη πλευρά έθετε σε μια διάνοια όπως αυτή του Αϊνστάιν ένα βαθύτερο προβληματισμό. Δοθέντος ότι πλέον υπολογίζω όχι πια με τις εξισώσεις του Γαλιλαίου αλλά μ’ εκείνες του Λόρεντζ, που στις περισσότερες περιπτώσεις δίνουν αριθμούς που διαφέρουν ελαχιστότατα, διαφέρουν όμως, δε θα πρέπει λοιπόν ν’ αρχίσω ίσως να γράφω διαφορετικά τις μαθηματικές διατυπώσεις, μα επίσης και να εκφράζομαι διαφορετικά στην καθημερινή γλώσσα; Δε θα πρέπει ν’ αρχίσω να σκέπτομαι με διαφορετικό τρόπο, εγκαταλείποντας ορισμένους κανόνες μέχρι σήμερα αποδεκτούς, ορισμένους νόμους κι ορισμένες απ’ τις περίφημες κατηγορίες. Ο Αϊνστάιν, θέτοντας αυτό το πρόβλημα, το αντιμετωπίζει διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά (αφού η μεταφυσική θέτει τις κατηγορίες αιώνιες και αμετάβλητες). Το πραγματεύεται υλιστικά και όχι ιδεαλιστικά (εν αρχή ην η σκέψη του Θεού, ήταν η υποκειμενική μου ιδέα).

Πάνω απ’ όλα όμως προχωρεί δια του φυσικού πειραματισμού. Ακόμη και αν το πείραμα του Μάικελ-
σον έδινε διαφορετικά αποτελέσματα, δε θα τον σταματούσε να φαντάζεται. Και φανταζόταν, έχοντας
την πεποίθηση ότι θα βρει νόμους αιτιακούς και καθολικούς που θα διατυπώνονται μεν κάπως διαφο-
ρετικά από τον τρόπο που τους έγραφε ο Γαλιλαίος, αλλά που θα ήταν όπως και οι νόμοι του Γαλιλαίου, βασισμένοι σε συμμεταβλητές. Με τις συμμεταβλητές θα έχουν οι νόμοι την ίδια μορφή, την ίδια δομή για διαφορετικούς παρατηρητές (ή ακόμα καλύτερα, για διαφορετικούς παρατηρητές που βρίσκονται σε διαφορετικές μεταξύ τους κινήσεις). Προχωρώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι έφθασε τελικά στον προορισμό του –στην ενιαία διατύπωση που περιλαμβάνει και τη μηχανική και την οπτική αιτιότητα. Θα μπορούσε κανείς ν’ αμφισβητήσει το έργο του. Δεν θα μπορούσε όμως ν’ αμφισβητήσει ότι βασίζεται σε διατυπώσεις αντι-υποκειμενικές και αυστηρά αιτιοκρατικές.

Στον Γαλιλαίο ο μετασχηματισμός του χρόνου είναι απλούστατος. Τα ρολόγια δείχνουν τους ίδιους χρόνους ανάμεσα σε δύο γεγονότα ή περάσματα, είτε πρόκειται για το ρολόι του πηδαλιούχου στην πρύμνη, είτε του επιβάτη που περπάτά στο κατάστρωμα, είτε του αν θρώπου που κάθεται στο δέντρο της όχθης. Αυτό όμως κατά τους Λόρεντζ και Αϊνστάιν μπορεί να συμβεί μόνο αν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο και ο επιβάτης αναπαύεται στην πολυθρόνα. Από τον Γαλιλαίο ο Καντ συνήγαγε την a priori κατηγορία του χρόνου: την ταυτοχρονία των γεγονότων σε όλο το σύμπαν, είτε διότι όλα συγχρονίζονται απ’ το ρολόι που έχει στην τσέπη του ο καλός Θεός είτε διότι αποδέχεται κανείς εξ ορισμού αυτήν την ταυτοχρονία χωρίς να το συζητάει.
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν θέλησε να το συζητήσει. Και κάνοντάς το όχι μόνο δεν υπήρξε οπισθοδρομικός
στο πλαίσιο της σύγχρονης κριτικής επιστημονικής γνώσης, αλλ’ υπήρξε πιο επαναστάτης του Γαλιλαίου (καθόσον σχετικιστής) και πιο επαναστάτης του Καντ (με τον προωθημένο κριτικισμό του).

Αν εγκαταλείψουμε τον απόλυτο χρόνο, καταστρέφουμε κάτι στο οποίο πάντοτε η ανθρωπότητα πί-
στεψε και ορκίστηκε: αυτόν το μυστηριώδη ήχο που χτυπάει πάντα το παρόν υψώνοντας ένα διαχωρι-
στικό φράγμα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Μ’ αυτή την αξιοσημείωτη παρέμβαση ο Αϊνστάιν απωθεί δύο σύγχρονες εκφυλιστικές τάσεις της αστικής σκέψης που παραλύουν τη θεωρία της φύσης και τη θεωρία της κοινωνίας: το θετικισμό που στην πιο άθλια εκδοχή του κατά την οποία πρέπει η επιστήμη να καταγράφει ό,τι συνέβη στο παρελθόν και να μην αναλαμβάνει άλλες υπευθυνότητες, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόβλεψη και τη δόμηση του μέλλοντος. Η δεύτερη είναι ο κοινότοπος και άπρεπος υπαρξισμός, προϊόν μιας σηπόμενης κοινωνίας ήδη από καιρό ώριμης για την καθαρ-πορεία και την ταχύτητά του.

Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη των διαφόρων «μεγεθών» μάζας, ταχύτητας, ποσότητας, κίνησης ή
ενέργειας ενσωματώνεται στην ειδική και γενική θεωρία του Αϊνστάιν και κατά συνέπεια η ανατροπή
που σημάδεψε το τέλος του Μεσαίωνα και την ανάδυση της νεότερης εποχής.

Αυτό που για τη φυσική είναι η «ενέργεια» είναι για την κοινωνιολογία η «ανθρώπινη εργασία». Οι παλιές στατικές κοινωνίες θεωρούσαν την εργασία ως αταβιστική καταδίκη αναπόφευκτη για να διατηρηθεί σταθερή η ταχύτητα της ιστορικής κίνησης, η τονικότητα και δυναμικότητα της κοινωνικής πορείας.

Με τη μαρξιστική διδασκαλία περί κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εφαρμόζεται στην περιοχή της εργα-
σίας η ενεργειακή αρχή. Αποκαλύπτεται ως πηγή πλούτου και συσσώρευσης των αποθεμάτων της αν-
θρώπινης ενέργειας και συνάγονται τα επαναστατικά συμπεράσματα.

Ύλη και ενέργεια

Με την πένα (ίσως και απ’ τη διάνοια) του Αϊνστάιν, που ξαναγράφει στη θεωρία της ειδικής σχετικότητας την κλασική μηχανική με τους κανόνες της περί ωθήσεως και ενέργειας, αναδύεται μια καινούργια σχέση, μια νέα αλήθεια. Όπως το διάστημα που διανύει ένα κινητό και ο χρόνος καθώς καταγράφεται από διάφορα συστήματα δεν είναι πια σταθερά, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι πια σταθερή στα διάφορα συστήματα «ανάγνωσης» η μάζα και η ενέργειά του.

Είναι μήπως οι δύο κλασικές αρχές της αιτιοκρατικής επιστήμης που αφορούν τη διατήρηση της μάζας
και της ενέργειας που καταρρέουν; Αυτή είναι μια παλιά ιστορία. Πρόκειται αντίθετα για τη θεωρητική
αποσαφήνιση αινιγμάτων που ανέκυψαν από την ανακάλυψη των ραδιενεργών σωμάτων με πρώτο το
ράδιο απ’ το ζεύγος Κιουρί στις αρχές του αιώνα. Αυτά τα σώματα διαχέουν ενέργεια υπό μορφή ηλε-
κτρισμού ή θερμότητας. Χωρίς άλλο «κόστος» απ’ την ελάττωση του βάρους τους. Χάνουν αργά ύλη. Εί-
ναι τούτο συμβατό με την ιδέα ότι οι ακτινοβολίες που προέρχονται απ’ αυτά είναι εκβολές μικρότατων σωματιδίων απ’ τη δομή του ατόμου που, ενώ πρώτα εθεωρείτο ομογενής, με την ολοένα και καλύτερη διερεύνησή του αποκαλύπτεται περίπλοκη. Η σχέση «δαπανούμενης» ύλης και εκλυόμενης ενέργειας δίδεται απ’ τις «μαγικές» εξισώσεις της ειδικής σχετικότητας που προέρχονται από στοιχειακά δεδομένα: Υπάρχει τόση ενέργεια λανθάνουσα σ’ ένα σώμα όσο είναι και το γινόμενο της μάζας του επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός.

Βγάζοντας μ’ αυτή την ψυχρή μαθηματική γραφή αυτό το αποτέλεσμα, ο Αϊνστάιν, αν θέλουμε να εκφραστούμε με φιλοσοφικούς όρους, συνεισέφερε στο οικοδόμημα του μονισμού.
Είτε θ’ αφήσουμε τον επιστήμονα στη δύσκολη «τεχνική» επεξεργασία των δεδομένων του, στην εργαστηριακή έρευνα, στον υπομονετικό μαθηματικό υπολογισμό, είτε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σημασία καθολική στις νέες μορφές που έδωσε στους φυσικούς νόμους. Αν ένα κομμάτι της πιο ψυχρής αδρανούς ύλης αδιάφορης στους μετασχηματισμούς εμπεριέχει τέτοιους χείμαρρους ενέργειας, καταργείται η δυαρχία ενεργητικού και παθητικού δρώντος και υφιστάμενου δράση. Αυτή η δυαρχία είχε κλονιστεί από τότε που ο Γαλιλαίος έγραψε μια ισότητα δράσης και αντίδρασης. Αν όμως ξεπεραστεί ο δυϊσμός ύλης και ενέργειας, θανάτου και ζωής, ποιος θα μπορέσει να σώσει το δυϊσμό ύλης και πνεύματος, ποιος θα μπορέσει να εμποδίσει την έρευνα μιας απρόσωπης επιστήμης απελευθερωμένης από παλιές προκαταλήψεις στο μυστήριο των κυττάρων, των νευρικών συνάψεων, των ατόμων που το αποτελούν, την έρευνα δηλαδή πάνω στην ενέργεια-σκέψη;

Γενικευμένη σχετικότητα

Δεν μπορούμε φυσικά ν’ ακολουθήσουμε το δύσκολο πέρασμα απ’ την ειδική στη γενική σχετικότητα. Συνεχίζοντας πάνω στο προηγούμενο θέμα, θα περιοριστούμε να τονίσουμε ότι η γενική σχετικότητα του Αϊνστάιν συνεχίζει την αντικειμενιστική κατεύθυνση της σχετικότητας του Γαλιλαίου. Οι φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν το σύστημα του Αϊνστάιν για να συνάγουν την άρνηση του εξωτερικού κόσμου, το «σχετικισμό» από το αντιλαμβανόμενο και σκεπτόμενο υποκείμενο και κάθε θεώρησης του κόσμου, το αυθαίρετο κάθε περιγραφής της φύσης, έπεσαν σε πλάνη μεγάλη.

Είχε προτείνει ο Γαλιλαίος: Εάν οι νόμοι της νέας μηχανικής, στην οποία «δεν είναι η κίνηση μα η επιτάχυνση που είναι ζωτική και θεμελιακή, επαληθεύονται σε όλα τα συστήματα, να βρούμε ένα «μετασχηματισμό» τέτοιο, που από σύστημα σε σύστημα ο νόμος να προσδιορίζεται αφ’ εαυτού. Για τη μηχανική επιστήμη γίνεται του λοιπού αδιάφορο αν τοποθετηθείς στο ένα ή στο άλλο σύστημα, στο ένα ή στο άλλο σημείο παρατήρησης.

Για να κατορθώσει να επεκτείνει την καθολικότητα αυτού του νόμου που συνδέει μάζα, επιτάχυνση και ενέργεια, συμπεριλαμβάνοντας το οπτικό φαινόμενο και καθιστώντας την τοποθέτηση σε διάφορα συστήματα κινούμενα καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδιάφορη, ο Αϊνστάιν διατύπωσε νέους κανόνες μετασχηματισμού.

Κρατώντας την υπόθεση του Γαλιλαίου και του Λάιμπνιτς, μετρά με μεγέθη βαθμιαίως μεταβαλλόμενα και άρα συνεχή, εφαρμόζοντας τον απειροστικό λογισμό και τα συστήματα συντεταγμένων. Αναζητά μολοντούτο νέους μαθηματικούς μηχανισμούς πιο γενικούς απ’ τους ευκλείδειους: τις γεωμετρίες του Γκάους και του Ρίμαν στις οποίες δεν ισχύει πια το πυθαγόρειο θεώρημα, αλλά ένα μορφολογικά παρόμοιο που δίνουν λίγο διαφορετικά αποτελέσματα στο αισθητό πεδίο καθώς και τον «απόλυτο» απειροστικό λογισμό του Ιταλού Ρίτσι.

Αφού εδώ δε μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε αν πλανήθηκε ή όχι ο Αϊνστάιν, αλλά το μέχρι που κατόρθωσε να φθάσει και σε ποια πλευρά βρίσκεται, θα πάμε κατευθείαν στα συμπεράσματά του. Βρήκε τις γενικές διατυπώσεις της μηχανικής του Σύμπαντος που ισχύει για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει. Έπρεπε όμως να τις εκφράσει μ’ ένα σύστημα τεσσάρων συντεταγμένων.

Επαναστατικοποίησε λοιπόν τον χωρόχρονο. Δεν αρκέστηκε στις τρεις εγγενείς στο χώρο διαστάσεις της συνηθισμένης αντίληψης, αλλά προσέθεσε και τη μεταβλητή του χρόνου. Ο χρόνος ήταν σταθερός, τώρα όμως από σημείο σε σημείο γίνεται μεταβλητός, όπως είναι μεταβλητή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα πλοίο που απομακρύνεται (κι εμένα που το βλέπω). Έπειτα τον συνένωσε με τις άλλες τρεις διαστάσεις, γράφοντας και υπολογίζοντας μ’ αυτό που οι μαθηματικοί αποκαλούν τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Ας μην πτοηθούμε κι ας δείξουμε πως δεν είναι τόσο περίπλοκο να συλλάβει κανείς μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο μετεωρολογικό σταθμό που παρακολουθεί τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σ’ όλη τη γη. Σε κάθε παρατήρηση αναφέρονται οι συντεταγμένες πλάτος, μήκος, ύψος και η θερμοκρασία. Έπειτα καταστρώνουμε ένα διάγραμμα και υπολογίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα αυτά μεγέθη. (Δεν αποκλείεται βέβαια να κάνουμε τη φανταστική υπόθεση ενός πλανήτη στον οποίο η θερμοκρασία δεν αλλάζει ποτέ). Έπειτα μπορούμε φερ’ ειπείν να αναρωτηθούμε: εάν στο τάδε μήκος και πλάτος έχουμε μια δεδομένη θερμοκρασία, σε πόσα μέτρα ύψος από το έδαφος ισχύει; Αυτός που μπορεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα χειρίζεται μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα.

Είναι μια μεγάλη αλήθεια αυτή που σημειώνει ο ντε Μπρολί: «Δε μειώνει κανείς την αξία των μεγάλων ανανεωτών λέγοντας ότι οι ανακαλύψεις τους έρχονται την κατάλληλη ώρα, αφού έχουν προετοιμαστεί από ένα σύνολο προηγούμενων εργασιών. Ο καρπός ήταν ώριμος, αλλά κανείς πριν απ’ αυτούς δεν ήξερε να τον δρέψει». Κι αν θέλουμε να το θέσουμε ακόμα πιο αιτιοκρατικά, θα λέγαμε πως όποιος έδρεψε τον ώριμο καρπό έπρεπε κι εκείνος να ωριμάσει.

Ο Μινκόφσκι είχε ήδη περιγράψει το νέο «σύμπαν» με τέσσερις διαστάσεις, το χωροχρόνο. Αυτό που για το σύνηθες χωρικό σύμπαν ήταν το σημείο, στο νέο σύμπαν είναι το συμβάν. Το σημείο ορίζεται στο χώρο από τρεις συντεταγμένες, πλάτος, μήκος, ύψος. Σ’ ένα ορισμένο σημείο σήμερα βρέχει, αύριο κάνει καταιγίδα κι αργότερα θα ‘ναι σκοτάδι. Το τέταρτο δεδομένο που προσδιορίζει το συμβάν είναι ο χρόνος. «Έπεσε κεραυνός». Μα η είδηση δεν είναι πλήρης. Χρειάζονται οι συντεταγμένες του χώρου, η μέρα, η ώρα και το λεπτό. Έτσι επακριβώνεται ένα συμβάν στον άπειρο χωρόχρονο.

Χώρος και ύλη

Όμως η περιοχή αυτή είναι δύσβατη. Στη μηχανική της γενικής σχετικότητας, οι εξισώσεις γράφονται σε ευκλείδειο χωρόχρονο. Το δικτύωμα των διαφόρων συντεταγμένων όπου γίνονται οι μετρήσεις παραμορφώνεται από το βαρυτικό πεδίο.

Όπως ξεπεράστηκε ο δυϊσμός χώρου και χρόνου, υπερβαίνονται κι άλλοι: ιδιαίτερα ο δυϊσμός γεωμετρίας-φυσικής. Η γεωμετρία ως «ιδιότητα του χώρου» συναρτάται με την παρουσία της ύλης κι όχι από ιδιότητες που παραπέμπουν στη σκέψη. Μια μαθηματική δραστηριότητα που θέλει να ‘ναι ορθολογική αναπτύσσεται με το φυσικό πειραματισμό. Στην πραγματικότητα όλη η γνώση που κατέχει το ανθρώπινο είδος αναπτύχθηκε σε επαφή με την ύλη και τη φύση, ποτέ με αυτόνομη εργασία της σκέψης. Έτσι τίθεται το ζήτημα στο μαρξισμό. Όσον αφορά το χωρόχρονο του Μινκόφσκι, η αυθεντία του ντε Μπρολί μας συμπαραστέκεται για ν’ αρνηθούμε πως εκεί ισχύει ο ιντετερμινισμός: «στο χωρόχρονο, αυτό που συνιστά παρελθόν, παρόν και μέλλον για τον καθένα μας δίδεται συνολικά, και το σύνολό των συμβάντων που διαμορφώνουν την ύπαρξη ενός σωματιδίου ύλης και που για μας είναι διαδοχικά αναπαριστάνεται με μια γραμμή, τη γραμμή του σύμπαντος του σωματιδίου». Αυτή η νέα αντίληψη σέβεται στην αρχή της αιτιότητας και δε θίγει την αιτιοκρατία των φαινομένων.

Ο Αϊνστάιν δημιούργησε ένα περαιτέρω σύστημα κοσμικών εξισώσεων, που μένουν οι ίδιες για οποιονδήποτε παρατηρητή εν κινήσει και γράφτηκαν στη μορφή παραγώγων, όπου τα μεγέθη μπορεί να μεταβάλλονται στο απειροελάχιστο χωρίς να παύουν να είναι πεπερασμένα και απαριθμήσιμα. Κατόρθωσε όμως να ενοποιήσει μ’ αυτό όλα τα φαινόμενα που μελετά η φυσική, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων εκείνων που ο Πλανκ κι άλλοι ιντετερμινιστές θεωρούν ότι δεν επιδέχονται παρά μόνο μια περιγραφή στατιστική κα πιθανοκρατική.

Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εργασία του ντε Μπρολί, που συμφιλίωσε τη σωματιδιακή με την κυματική θεωρία, περιγράφοντας την κίνηση σωματιδίων εφοδιασμένων με ηλεκτρικά φορτία εκτός από τη μάζα τους. Επίσης, κατά μια ορισμένη έννοια, και τα ενεργειακά κβάντα υπό την αιγίδα κανονικών εξισώσεων ορμής και ενέργειας. Ας αρκεστούμε να υποθέσουμε ότι αυτά καταχωρούνται στα τελευταία φυλλάδια του Αϊνστάιν, που όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσαν μια διαφημιστική καμπάνια «για τα πανηγύρια». Δεν θα ήταν αυτό ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο του μονισμού, της δικής μας αντίληψης για τον κόσμο;

Εάν όλες οι μορφές της ενέργειας, μηχανικές, ηλεκτρικές, μαγνητικές, οπτικές κι ατομικές που ελευθερώνονται με τη διάσπαση του ατόμου μπορούν ν’ αναχθούν σ’ ένα μόνο νόμο εκ του οποίου συνάγεται το απείρως μεγαλύτερο και το απείρως μικρό, η τροχιά του Σείριου και η τροχιά του πρωτονίου στην καρδιά του πυρήνα, τότε φαίνεται ότι ο Αλβέρτος Αϊνστάιν έφθασε πολύ κοντά και στην ενοποιητική αφομοίωση μιας ακόμα μορφής ζωτικής ενέργειας, πολύ λίγο μέχρι τώρα μελετημένης, που αποκαλούν σκέψη.

Υπερβαίνοντας το δυϊσμό ύλης-ενέργειας και με τη μεγαλοφυή σύλληψη του χώρου παραμορφωμένου απ’ τη βαρύτητα, καταργώντας το φράγμα ανάμεσα σε κάθε υπόσταση και κάθε μορφή, ο Αϊνστάιν προώθησε τη μονιστική και υλιστική ταυτότητα ύλης και σκέψης. Αποσπάστηκε, κατά συνέπεια, από τον κόσμο και τον άνθρωπο μια ψυχή που θα είχε νόμους πρωταρχικά ανεξάρτητους από μια ολική φυσική.

Ο ιστορικός χώρος και χρόνος

Η αστική επιφύλαξη ότι επιστήμη άνευ καταστατικού περιορισμού δεν είναι δυνατή και η αστική τοποθέτηση που παραχωρεί (κι αυτό με ολοένα και μεγαλύτερο σκεπτικισμό) στην επιστήμη μόνο την περιγραφή του παρελθόντος συνάδουν με τον ισχυρισμό ότι είναι ανέφικτη η κατασκευή του ιστορικού μέλλοντος της κοινωνίας και εκφράζουν την αποστροφή για το μαρξισμό και την επαναστατική πρόβλεψη.

Η ιστορική αιτιοκρατία μπορεί να παρουσιαστεί ως η έρευνα των νόμων μιας ορισμένης τροχιάς, που είναι η γραμμή του σύμπαντος των κοινωνικών μορφών παραγωγής. Αψηφώντας την απαγόρευσε που δεν επέτρεπε νόμους, επιστήμη και βεβαιότητα για το μέλλον, ο Μαρξ έθεσε ότι η ίδια η έρευνα, που δείχνει πώς αναδύθηκε και σταθεροποιήθηκε ο καπιταλισμός, δείχνει επίσης ότι θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί. Και συνέχισε σκιαγραφώντας τις κύριες γραμμές της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Τονίσαμε τόσες φορές σ’ αυτούς τους πραγματιστές, τους διψασμένους για πολιτικές απτές επιτυχίες μα συγκυριακές ότι εμείς δεν είμαστε επαναστάτες επειδή ανυπομονούμε να δούμε και να ζήσουμε την επανάσταση στις μέρες μας, αλλά επειδή μπορούμε να τη δούμε σήμερα, στις διάφορες χώρες, στα πεδία της κοινωνικής εξέλιξης ως γεγονός που υπόκειται ήδη σε επιστημονική επαλήθευση. Οι συντεταγμένες της κομμουνιστικής επανάστασης είναι γραμμένες ως λύσεις επικυρωμένες από νόμους αποδεδειγμένους στο χωρόχρονο της ιστορίας.

Κι αν μας χρειάζεται κάποια απόδειξη ότι δεν είναι οι μεγαλοφυΐες που κατευθύνουν τη ζωή του
κόσμου, μπορεί να βρεθεί στις ρήσεις του Αϊνστάιν επί του κοινωνικού. Όταν θέλησε να διαβλέψει μέσα απ΄ την πυκνή ομίχλη του κοινωνικού μέλλοντος του ανθρώπου, δεν έφθασε σε κανένα αξιόλογο συμπέρασμα. Αφέθηκε στα παλιά κληροδοτημένα αποφθέγματα, χωρίς να κάνει ούτε καν μια προσπάθεια για να ξεφύγει από τα άθλια δεσμά τους.

Μετάφραση: Γιάννης Οικονόμου

Πηγή: περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος 40, Μάιος-Ιούνιος 2000, σ. 107-122