ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ.
http://antigeitonies.blogspot.com/2010/05/blog-post_6341.html
http://dionisispolitis.blogspot.com/
http://argiros.net/?p=2296
Με τρία χρόνια καθυστέρηση κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το βιβλίο του Κ Πρέβε. Να πούμε από την αρχή ότι πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον, αν και αιρετικό βιβλίο. Ενδιαφέρον όχι γιατί πιθανά θα συμφωνήσει κανείς με τα περισσότερα σημεία αλλά γιατί παραθέτει κρίσιμα και επίδικα θεωρητικά ζητήματα, με τρόπο ίσως απόλυτο, και ηθελημένα προκλητικό, αλλά πάντως σαφή, και δίνει τροφή για σκέψη και διάλογο. Προσωπικά, σε πολλά από τα συμπεράσματα του δεν συμφωνώ, αλλά το θεωρώ πολύτιμο βιβλίο, και το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται σήμερα για τον μαρξισμό.
Ο ΚΠ δηλώνει μαθητής του Μαρξ και κομμουνιστής, αν και πολλοί θα του αμφισβητήσουν αυτήν του την ιδιότητα (ομολογώ ότι και εγώ σε κάποια σημεία είχα αρχικά τις αμφιβολίες μου!).
Ο ΚΠ δεν κρύβει την περιφρόνηση του για το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς, ιδιαίτερα εκείνο που διαχειρίστηκε εξουσία. Σε κάποια σημεία βγάζει και κάποια πικρία (ή και κάτι ...περισσότερο!) για την αντιμετώπιση που είχε σαν 'διανοούμενος' από το κόμμα της εργατικής τάξης: “χρειάστηκε να υπομείνω επί τριάντα χρόνια το ζωώδες μίσος εκείνων που στα λόγια θέλουν έναν κόσμο ελεύθερο και χειραφετημένο κτλ...”
Ο ΚΠ περιοδολογεί την ανάλυση του σε τρία στάδια (μετά τον Μαρξ). Πρωτομαρξισμός, μεσομαρξισμός, ύστερος μαρξισμός. Παραθέτει τις βασικές αντιλήψεις του από την αρχή, και τις αναπτύσσει λεπτομερώς στα επόμενα κεφάλαια.
Ποιες είναι αυτές:
Ο μαρξισμός που ξέρουμε, στις βασικές εκδοχές του , δεν είναι δημιούργημα του ίδιου του Μαρξ αλλά των Ένγκελς-Κάουτσκι. Αναπτύχθηκε σαν μια ιδεολογία της εργατικής τάξης, μιας τάξης υποτελούς, και για αυτό έχει πολλά χαρακτηριστικά θεολογικού και θρησκευτικού τύπου (μεσσιανισμός, ντετερμινισμός, τελεολογία, ιστορικισμός, ουτοπισμός κτλ). Επίσης και πολλά χαρακτηριστικά οικονομίστικα. Η υποτελής εργατική τάξη δεν μπορεί να ηγεμονεύσει στην κοινωνία, ούτε να διοικήσει, για αυτό έχει ανάγκη εκπροσώπων, το κόμμα της. Οι εκπρόσωποι αυτοί, η γραφειοκρατία, είναι εντελώς απαραίτητοι, αν και στην πορεία αυτονομούνται και τείνουν από την ασταθή κατοχή να πάνε σε σταθερή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (παλινδρόμηση στον καπιταλισμό). Η εργατική τάξη, γράφει, πολύ σωστά πήρε την εξουσία το 1917, οικοδόμησε τον μόνο τύπο 'σοσιαλισμού' που μπορούσε στις δοσμένες συνθήκες, αλλά όλες οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος μπορούσαν να οδηγήσουν, και οδήγησαν, στην κατάρρευσή του. Αναγέννηση του μαρξισμού (και του κινήματος) δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε από τη σημερινή Αριστερά, ούτε από τις σεχταριστικές ομαδούλες ούτε από τους ακαδημαϊκούς, αλλά από την νέα γενιά, στη βάση των σημερινών νέων αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Αυτά για αρχή και προχωράμε σε πιο αναλυτική εξέταση των κεφαλαίων του βιβλίου.
Αρχικά έχουμε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο 'πριν από τον Μαρξ', όπου ο ΚΠ συνδέει την σκέψη του Μαρξ με όλην την ιστορία της φιλοσοφίας (σε αντίθεση με την περιοριστική γνωστή αντίληψη των τριών πηγών, δηλαδή αγγλική πολιτική οικονομία, γερμανική φιλοσοφία, γαλλικός κομμουνισμός), και κάνει κάποιες νύξεις για τις θέσεις που θα αναπτύξει σε επόμενα κεφάλαια. Σημεία που αξίζει να κρατήσει κανείς -από τα πάρα πολλά θέματα που θίγονται-, είναι ίσως η εκτίμηση του συγγραφέα για τις αναλύσεις του Κ Πόλανυ, ιδιαίτερα για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, καθώς και η μεγάλη σημασία που αποδίδει στον Χέγκελ.
Ο Μαρξ σύμφωνα με τον ΚΠ, δεν συστηματοποίησε τις ιδέες του, όχι γιατί δεν προλάβαινε ή δεν μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήταν σίγουρος. Ήταν μια έρευνα σε εξέλιξη και όχι ένα κλειστό σύστημα. Εδώ ίσως οφείλονται και πολλές αμφισημίες που παρατηρούνται στο έργο του, όπως πχ για το χαρακτήρα των κρίσεων, ή την παραγωγική εργασία, που δίνουν την βάση για διάφορα ρεύματα ή αιρέσεις, που αλληλομισούνται μεταξύ τους περισσότερο από ότι με αντίπαλα αστικά ρεύματα. Θεωρεί αστεία την προσπάθεια εντοπισμού του 'αληθινού' Μαρξ. Θεωρεί ότι οι σχηματικές διχοτομίες υλιστές-ιδεαλιστές, συσκοτίζουν τα πράγματα (μια αντίστοιχη ιδέα έχει νομίζω και ο Βαζιούλιν). Ο κίνδυνος είναι ο υλισμός να κατανοηθεί σαν μηχανιστικός, που λίγο απέχει από τον ντετερμινισμό και την τελεολογία. Εδώ αναφέρει την φιλοσοφική ιδέα του ύστερου Αλτουσέρ για τον τυχαίο υλισμό (ή 'υλισμό της συνάντησης1', κάτι που θα μας απασχολήσει και παρακάτω).
Θεωρεί ότι τρεις είναι οι βασικές έννοιες του Μαρξ: αξία, αλλοτρίωση, δυνάμει όν (με την έννοια του Αριστοτέλη). Εξηγεί ότι η αλλοτρίωση στην μαρξική φιλολογία μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα. 'Η απομάκρυνση από μια αρχική κατάσταση, ή μη ακόμα πραγματοποίηση των εγγενών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος. Απορρίπτει την πρώτη, υιοθετεί την δεύτερη.
Αναλύει τρεις διαστάσεις της αλλοτρίωσης: στην εργασία, στη γλώσσα (ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες αναλύσεις ), στον συνολικό τρόπο ζωής, του νοήματος της (όπου παραθέτει μερικούς από τους πιο λεπτούς του συλλογισμούς).
Σε αυτό το κεφάλαιο αναλύει μια κρίσιμη θεωρητική του θέση. Στην ιστορία καμία υποτελής τάξη δεν γκρέμισε κάποιο τρόπο παραγωγής. Η δουλοκτησία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές εισβολές, εξάλλου οι δούλοι δεν θέλανε να γίνουν δουλοπάροικοι αλλά ελεύθεροι αγρότες ή τεχνίτες. Και δεν ήταν οι δουλοπάροικοι αλλά η αστική τάξη, μια ήδη οικονομικά κυρίαρχη τάξη, που γκρέμισε την φεουδαρχία. Γιατί -αναρωτιέται ο ΚΠ- το προλεταριάτο να πετύχει εκεί που δεν πέτυχε άλλη καταπιεζόμενη τάξη; Εδώ φαίνεται να θίγει τα άγια των αγίων του μαρξισμού. Φυσικά 40 χρόνια πριν και ο Αλτουσέρ έθεσε ένα παρόμοιο ζήτημα. Και απάντησε ότι στην ιστορία δεν υπάρχει υποκείμενο που να την οδηγεί κάπου, αλλά μια κινητήρια δύναμη, και αυτή είναι η ταξική πάλη, το αποτέλεσμα της οποίας είναι διαφορετικό από την θέληση της μιας ή της άλλη τάξης, των κομμάτων, των διαφόρων υποκειμένων. Αυτή η θέση φαίνεται να είναι πιο κοντά σε αυτά που γράφει ο Ένγκελς για την ιστορική εξέλιξη σαν συνισταμένης των ξεχωριστών επιμέρους θελήσεων. Ο ΚΠ ισχυρίζεται ότι εκτός από το νεανικό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στα μεταγενέστερα έργα του ο Μαρξ εμφανίζει δυο άλλες προσεγγίσεις. Η πρώτη συνίσταται στην απόδοση στον καπιταλισμό μιας εσωτερικής δυναμικής κατάρρευσης, μια μηχανιστική και ντετερμινιστική αντίληψη που εξάλλου δεν επιβεβαιώνεται και από την ιστορία, και η δεύτερη με δυο άλλα διαφορετικά υποκείμενα. Πρώτο τον συλλογικό εργαζόμενο, νοούμενο σαν το σύνολο των εργαζόμενων σε ένα εργοστάσιο, από τον Διευθυντή μέχρι τον εργάτη, και δεύτερο την γενική διάνοια2.
Ο Μαρξ ήδη όσο ζούσε παρατηρούσε την διαστρέβλωση, ή καλλίτερα την υπεραπλούστευση, της σκέψης του από τους μαθητές του και φαίνεται να είπε το περίφημο ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής(!).
Δημιουργοί του, γράφει ο ΚΠ, οι Ένγκελς-Κάουτσκι, ιδιαίτερα ο δεύτερος ευθύνεται για την συρρίκνωσή του σε οικονομική θεωρία. Η περιφρόνηση της φιλοσοφίας συντελείται ευθέως ανάλογα με την υιοθέτηση του μαρξισμού από την εργατική τάξη, και εξηγείται από το βασικό της χαρακτηριστικό, το ότι είναι μια υποτελής τάξη.
Η ίδια η σκέψη του Μαρξ δεν μπορούσε να υιοθετηθεί από την εργατική τάξη. Έπρεπε να συστηματοποιηθεί, να απλουστευθεί, να συρρικνωθεί οικονομίστικα, να ενισχυθούν τα τελεολογικά και ντετερμινιστικά στοιχεία, δηλαδή να αποκτήσει λιγότερο επιστημονικό και περισσότερο ιδεολογικό-θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ένγκελς ήταν ο κατάλληλος με την τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, το πρακτικό και πολιτικό πνεύμα. Ήταν μια ιδιοφυΐα, γράφει ο ΚΠ, και η κριτική που γίνεται σήμερα, 150 χρόνια μετά, δεν μειώνει σε τίποτα αυτά τα χαρακτηριστικά του.
Οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή είναι στην πραγματικότητα ασύνειδοι ενγκελιανοί.
Στον Ένγκελς οφείλεται η απόλυτη διχοτομία υλισμού-ιδεαλισμού, μια θετικιστική ιδέα, που αντανακλούσε το κλίμα του γερμανικού Πανεπιστήμιου της εποχής, μια ντετερμινιστική αντίληψη ότι η καπιταλισμός εξελίσσεται σε σοσιαλισμό από μόνος του. Ο Ένγκελς δημοσιεύει, αφού επεξεργάζεται, τους 2ο και 3ο τόμους του Κεφαλαίου, πράγμα που δεν έκανε ο Μαρξ γιατί δεν αισθανότανε σίγουρος για το περιεχόμενό τους. Συνεχίζει με τις -κατά την γνώμη του ΚΠ-, δύο βασικές αδυναμίες: την θεώρηση ότι φύση και κοινωνία έχουν ίδιους νόμους, κοινή διαλεκτική, και την απόδοση στην ιστορία της ικανότητας μιας μεταφυσικής διεύθυνσης μεσσιανικού, και τελεολογικού τύπου.
Προσπαθεί να τις εξηγήσει ως “...την φιλοσοφική εξιδανίκευση μιας ιστορικής αδυναμίας που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί σαν τέτοια, και ήταν υποχρεωμένη με την κατάλληλη μαρξική ψευδή συνείδηση να ενσωματώσει τα δύο κύρια μαγικά στοιχεία της παραδοσιακής κουλτούρας...”, δηλαδή την θρησκευτική πίστη για το αναπόφευκτο της τελικής νίκης, την επικράτηση του σοσιαλισμού. Μια ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι η θεωρία του Μπερνστάιν, που τελικά ηττάται σαν 'ρεφορμισμός' .
Σε μια παρένθεση αναφέρει ότι η πρώτη αυτή θεωρητική αντιπαράθεση διεξάγεται πολιτισμένα, σε σχέση με την βίαιη και άκομψη κριτική των Μαρξ, Ένγκελς, και Λένιν στους αντιπάλους τους, ή ακόμα χειρότερα στην σταλινική πρακτική της εξόντωσης όσων είχανε διαφορετική γνώμη3.
Και ερχόμαστε στο κρίσιμο ζήτημα του Λένιν. Ο ΚΠ αναφέρει ότι η ιδιοφυΐα του συνίσταται στο ότι συνειδητοποιεί βασικές ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού, και προχωρά σε 2 κρίσιμες αναθεωρήσεις, του υποκειμένου και του χώρου. Η εργατική τάξη γενικά δεν είναι ικανή να ηγεμονεύσει και να κυριαρχήσει, έτσι μεταθέτει αυτό το ρόλο στο κόμμα της, σε μια λεπτή μερίδα αντιπροσώπων. Ακόμα παραπέρα, στηριγμένος στην ανάλυση του τότε καπιταλισμού μεταθέτει το χώρο, το θέατρο της πολιτικής πάλης, στην περιφέρεια του καπιταλισμού (Γκράμσι: επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο!). Αυτές οι καινοτομίες συνεπάγονται και άλλες αλλαγές, όπως την ανάγκη συμμαχιών στη θέση της μονοταξικότητας, την επεξεργασία ενεργητικής πολιτικής, που φτάνει στα όρια του βολονταρισμού, στην θέση της παθητικότητας, την ταύτιση ιδεολογίας και φιλοσοφίας (πράγμα αρνητικό γιατί η ιδεολογία είναι ο χώρος της αυθόρμητης ή και οργανωμένης ψευδούς συνείδησης), την προώθηση σε πρώτο πλάνο του εθνικού ζητήματος (εντελώς υποτιμημένο πριν), ζήτημα για το οποίο ο ΚΠ έχει πολύ θετική εκτίμηση για την λενινιστική συμβολή, σε αντίθεση με τις σχεδόν φιλοιμπεριαλιστικές απόψεις των πριν τον Λένιν και κάποιων σύγχρονων κεντροαριστερών.
Γενικά ο λεγόμενος μαρξισμός-λενινισμός είναι στην ουσία λενινισμός, μια καινούργια θεωρία, πρωτοπόρα στην εποχή της προσπάθεια να ξεπεράσει τις ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού (που εν παρόδω, αντανακλούσαν την κατάσταση της εργατικής τάξης του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και δεν ήταν 'προδοσία' των ηγετών), λενινισμός που όμως είναι εντελώς ανεπαρκής για την ανάλυση και αντιμετώπιση του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ξεκινά με την δήλωση ότι η εμπειρία του 'ιστορικού κομμουνισμού', όπως ονομάζει τον 'υπαρκτό', δεν έχει καμία σχέση με την πρωτότυπη θεωρία του Μαρξ, και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν εφαρμογή της. Έτσι φυσικά νομίζει ότι ξεμπερδεύει εύκολα με την αφόρητη πίεση από αντιπάλους αλλά και φίλους, για τις φανερές, -πραγματικές ή υποθετικές- αδυναμίες αυτού που υπήρξε. Ο κομμουνισμός δεν οικοδομείται, αλλά προκύπτει από μια εσωτερική δυναμική του αναπτυγμένου καπιταλισμού4. Έτσι εξηγεί και ορισμένα αυταρχικά χαρακτηριστικά: “σε ένα στρογγυλό τραπέζι συζητάμε, σε ένα εργοτάξιο εκτελούμε οδηγίες των μηχανικών παραγωγής”, γράφει ο ΚΠ.
Διατυπώνει την άποψη ότι ο εξισωτισμός είναι άδικος και αναποτελεσματικός, μια κριτική που έχει γίνει από παλιά ήδη στον πλατωνικό κομμουνισμό. Εδώ φυσικά υπάρχει μια σύγχυση, που οφείλεται εν μέρει στην αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είναι κομμουνισμός έστω η κατώτερη φάση του.
Μια παρένθεση: έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη συζήτηση για τη σχέση σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Άλλοι σχεδόν τους ταυτίζουν, άλλοι τους θεωρούν περίπου διαφορετικά συστήματα. Ο Ρούσης ισχυρίζεται ότι ο σοσιαλισμός σχεδόν δεν χρειάζεται σήμερα, έχει ωριμάσει ο κομμουνισμός. Η σχολή της Λογικής της ιστορίας έχει εισάγει την έννοια του πρώιμου σοσιαλισμού (αν και ο σοσιαλισμός θεωρείται πρώιμος κομμουνισμός). Και όλοι μαζί ισχυρίζονται5 ότι ο κομμουνισμός θα προκύψει από παρθενογένεση, ότι θα εμφανιστεί μόνο αφού η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, και ότι δεν παρατηρούνται κομμουνιστικές μορφές ήδη στα πλαίσια του καπιταλισμού (σε αντίθεση μάλιστα με τον Μαρξ που έψαχνε τέτοιες μορφές στα πλαίσια του καπιταλισμού ήδη από την εποχή του). Είναι μια μεγάλη συζήτηση που φυσικά δεν μπορεί να συνοψιστεί στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης.
Η ιδεοτυπική αντιμετώπιση της εργατικής τάξης από τον Λούκατς (χαρακτηριστική των σεκταριστικών ομάδων και σήμερα, που φαντασιώνονται μια ιδανική εργατική τάξη, τελείως διαφορετική από την πραγματική) είναι υπεκφυγή από το προφανές πραγματικό γεγονός ότι η εργατική τάξη ήταν ανίκανη για αυτόνομη επαναστατική δράση. Σε αντίθεση με τον Γκράμσι που επεδίωκε μια πραγματική (πολιτική και πολιτιστική) ηγεμονία, ή με άλλα λόγια, θεωρούσε ηγεμονία το να γίνει η εργατική ιδεολογία και αξίες κοινός νους.
Ο Στάλιν, γράφει ο ΚΠ, οικοδομεί τον μόνο δυνατό σοσιαλισμό στις τότε συνθήκες και με την κληρονομηθείσα ανεπαρκή θεωρία. Ο ΚΠ διατυπώνει την ιδέα ότι τότε παρατηρείται η μεγαλύτερη παρουσιασθείσα στην ιστορία μαζική κοινωνική εξέλιξη (ένας τρόπος να πει ότι η εργατική τάξη, τουλάχιστον μια μερίδα της, ήταν κυρίαρχη). Αυτό υπηρετούσε και η μέθοδος της μόνιμης σφαγής. Κριτήριο της κοινωνικής εξέλιξης ήταν ο όρκος πίστης, όχι φυσικά η επιχειρηματικότητα (όπως στον καπιταλισμό), ούτε η πολιτιστική αξιοσύνη. Ή να το πούμε πιο θεωρητικά, η κυρίαρχη τάξη συγκροτούνταν με πολιτικά και όχι οικονομικά, ή άλλα, μέσα.
Σε γενικές γραμμές ο ΚΠ θεωρεί τις κοινωνίες του “ιστορικού κομμουνισμού” σαν τεχνολογικά προωθημένη επανέκδοση του ασιατικού τρόπου παραγωγής.
Ή η εποχή της διάλυσης, παρά τις διάφορες προσπάθειες διάσωσης ('δεξιές', 'αριστερές', από τον Ντούμπτσεκ μέχρι τον Μάο κτλ) . Αιτία θεωρεί τον χαρακτήρα του φορέα, δηλαδή της εργατικής τάξης, σαν τάξης υποτελούς και μη ικανής να ηγεμονεύσει μια μετάβαση από ένα τρόπο παραγωγής σε άλλο. Και αυτό όχι λόγω της απαλλοτρίωσης της από την γραφειοκρατία, ή οποία είναι εντελώς απαραίτητη σε μια τάξη με αυτά τα χαρακτηριστικά. Απλά η ανάθεση δημιουργεί διαφοροποίηση γνώσεων και εξουσίας, με τάση την μετατροπή της ασταθούς κατοχής σε σταθερή ιδιοκτησία. Κατά την γνώμη μας υπάρχει ένα βαθύτερο ζήτημα ωριμότητας και προϋποθέσεων του κομμουνισμού που φυσικά δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ.
Ο ΚΠ ξεχωρίζει για σχολιασμό δύο φιλοσόφους, τον Λούκατς και τον Αλτουσέρ, και έναν ηγέτη-πολιτικό, τον Μάο.
Ειδικά για τον Αλτουσέρ αναφέρει ότι, πλήττει σοβαρές ανεπάρκειες της θεωρίας -αν και με θετικιστικό τρόπο-, όπως ο ιστορικισμός, ο οικονομισμός, ο ουτοπισμός. Προσπαθεί να απελευθερώσει τον μαρξισμό από μια τριπλή, μεταφυσική: της Αρχής, του Υποκειμένου, του Σκοπού.
Αμφισβητεί το μαρξισμό του Μάο, ιδιαίτερα τον θεωρητικό, παραθέτοντας μια σειρά στοιχεία για τις γνώσεις του αλλά και την κοινωνική βάση της κινέζικης επανάστασης. Δεν τον κατηγορεί ιδιαίτερα για αυτό αφού βασικές μαρξικές αντιλήψεις φαίνεται πια ότι δεν επαληθεύονται: ο καπιταλισμός δεν είναι και τόσο ανίκανος να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο υλισμός δεν είναι κατάλληλος αποκλειστικά για την επανάσταση και ο ιδεαλισμός αποκλειστικά για την αντεπανάσταση. Δεν παρατηρείται μια συνεχής πόλωση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης. Δεν επαληθεύονται τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης. Δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σοσιαλισμός δια αντιπροσώπων, οι οποίοι τείνουν να αυτονομηθούν, κτλ. Έτσι ο ΚΠ θεωρεί ότι η υπεραπλούστευση της θεωρίας από τον Μάο, είναι μια προσπάθεια να παραβλέψει τις αντιφάσεις, χωρίς όμως και να μπορεί να τις λύσει.
Αναφέρει το αυτονόητο για τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα: οι διάφοροι δήθεν 'ρεβιζιονισμοί' δεν αντανακλούν παρά τις ιστορικές διαφοροποιήσεις της εργατικής τάξης, ή καλλίτερα διαφόρων μερίδων της (το βολικό μεταφυσικό σχήμα 'ένα το κόμμα', 'μια η τάξη', και ότι όλες οι άλλες τάσεις είναι 'μικροαστικές' ή και αστικές-διανοουμενίστικες είναι αστειότητες).
Περιγράφει δυο παράλληλα κοινωνικά προτσές: διάλυση και ατομικοποίηση της εργατικής τάξης, ενσωμάτωση και εξαγορά των διανοουμένων, προτσές που στερούν από τα παραδοσιακά ΚΚ την μαζική κοινωνική τους βάση.
Και με μια μικρή ανάλυση της περεστρόικα, τελειώνει η περιγραφή του τέλους αυτού που ονομάζει ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα.
Το βιβλίο έχει ένα ακόμα, τελικό κεφάλαιο, για την μετα- εποχή. Εδώ σύντομα παραθέτει κάποιους συλλογισμούς ή και ερωτήματα για το μέλλον. Δεν θα τα παραθέσουμε , αφήνοντας τον αναγνώστη να τα συναντήσει διαβάζοντας το ίδιο το βιβλίο.
Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, παρά τις όποιες υπερβολές, ή και απολυτότητες ίσως του συγγραφέα. Δεν ξέρω αν ο ΚΠ θα το έλεγε έτσι αλλά η ουσία του είναι ότι για να παραμείνουμε μαρξιστές πρέπει να αλλάξουμε εντελώς τον μαρξισμό, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε μέχρι σήμερα.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
http://antigeitonies.blogspot.com/2010/05/blog-post_6341.html
http://dionisispolitis.blogspot.com/
http://argiros.net/?p=2296
Ο Κοστάντσο Πρέβε είναι ένας διανοούμενος που γνωρίζει πολύ καλά έξι γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η ελληνική. Ασφαλώς δεν είναι μόνο τα ελληνικά γράμματα που έκαναν τον Κοστάντσο να αγαπήσει την Ελλάδα και να έχει πολλούς καλούς φίλους εδώ. Φίλοι που τον αγαπούν και τους αγαπάει, φίλοι που συμφωνούν σε σειρά πραγμάτων και φίλοι που διαφωνούν σε άλλα τόσα, ίσως και σε περισσότερα. Ολα αυτά όμως δεν αποτελούν εμπόδιο για να αναπτυχθεί μια εξαιρετική σχέση και αμοιβαία αλληλοεκτίμηση. Επίσης για τον Κοστάντσο δεν είναι η γνώση των ελληνικών γραμμάτων που «φταίει» για την αγάπη του και την προσήλωσή του στην ελληνική γραμματεία, που ξεκινάει από τους Ιωνες φιλοσόφους και τους Προσωκρατικούς, περνάει από τους ποιητές των τελευταίων καιρών και φτάνει στο σήμερα. Είναι πράγματι ένας άνθρωπος που συνδύασε τη βαθύτατη φιλοσοφική γνώση που έχει με την ιστορία, με τον ανθρώπινο ψυχισμό, με την πολιτική και την οικονομία, με τον πολιτισμό και το κοινωνικό γίγνεσθαι, κοντολογίς με το γένος των ανθρώπων και τις κοινωνίες τους. Είναι ο άνθρωπος που παρέμεινε πάντα νέος, όχι μόνο γιατί ήθελε να διευκρινίζει στα διάφορα σεμινάρια και στις δημόσιες συζητήσεις που συμμετείχε, ότι δεν είναι πανεπιστημιακός καθηγητής, αλλά καθηγητής των μαθητών της τρίτης λυκείου. Γι' αυτό και εγώ πιστεύω ότι έμεινε πάντα νέος και μαθητής και δάσκαλος, ακόμα και σήμερα που αγγίζει την τρίτη …(η)λικείου. Σε κάθε πόνημά του, σε κάθε του βιβλίο, και δεν είναι λίγα αυτά, ο Κοστάντσο δεν αφήνει τίποτε απαρατήρητο. Το διεισδυτικό βλέμμα του θα περιπλανηθεί στο άπαν, στο όλον αλλά και στη λεπτομέρεια, στο επιμέρους, θα βρει τον τρόπο να σταθεί, να σχολιάσει, να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί.
Ο Κοστάντσο μπορεί να έχει τις δικές του φιλοσοφικές και πολιτικές αναφορές, μπορεί ο Αλτουσέρ, ακόμα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης να βρίσκονται στη δική του σκέψη και στο δικό του συλλογισμό, δεν παύει όμως να έχει το δικό του τρόπο προσέγγισης του όποιου ζητήματος και δεν έχει κανένα πρόβλημα να αναθεωρήσει μια άποψη, την οποία κρίνει ότι είναι ξεπερασμένη, και να υιοθετήσει κάτι διαφορετικό. Το φιλοσοφικό πεδίο ήταν και παραμένει το ισχυρό πεδίο για τον Κοστάντσο. Δεν είναι μόνο η βαθιά γνώση που έχει για τους φιλοσόφους και την ιστορία της φιλοσοφίας. Είναι και ότι την όποια φιλοσοφική αναζήτηση δεν την αφήνει απόμακρη από τη ζωή, από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από τη σημερινή πραγματικότητα. Και ίσως αυτός ο τρόπος θεώρησης και προσέγγισης της φιλοσοφίας τον οδήγησε να κάνει επιλογές τέτοιες που τον έφεραν σε μια απομόνωση από το συρμό, αλλά και τον οδήγησαν σε έναν μεστό λόγο, αρεστό σε λίγους και ενοχλητικό σε πολλούς. Μέσα όμως από τέτοιες δοκιμασίες δημιουργούνται νέοι συσχετισμοί και προκύπτουν οι ανατροπές και τα νέα πράγματα στην εξέλιξη της κοινωνίας, πράγμα που είναι και το ζητούμενο για τον ίδιο και ευρύτερα για το κίνημα. Εξάλλου η φαντασία, η αυτονομία, η αθηναϊκή δημοκρατία, η ελευθερία τόσο του ατόμου όσο και του κοινωνικού συνόλου είναι πεδία στοχασμού και διερεύνησης για τον Κοστάντσο και μέσα από αυτά αναζητάει το καινούριο. Ο στοχασμός γύρω από αυτά τον οδηγεί στην αρνητική κρίση που έχει για το κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, και εκεί κατά την γνώμη μου είναι που φτάνει στο μετέωρο. Οπως το μετέωρο βήμα του πελαργού. Ωστόσο, οι μετέωροι πελαργοί μπορούν να πετάξουν και να απογειωθούν ενώ τα πουλερικά (δηλαδή οι καθεστωτικοί διανοούμενοι) δεν έχουν καμιά δυνατότητα να πετάξουν σε κάθε περίπτωση. Η απόρριψη της λενινιστικής και ιδίως της σταλινικής εμπειρίας από τον Κοστάντσο δεν γίνεται με μια χυδαιότητα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει όχι λίγους διανοούμενους του προηγούμενου και σημερινού αιώνα. Μέσα σε αυτήν την απόρριψη συγκαταλέγονται και όλα τα άλλα ρεύματα που αναδείχτηκαν στην πορεία του κομμουνιστικού κινήματος. Απέναντι σε όλα αυτά δεν κρατάει μια στάση απαξίωσης και τυφλής καταδίκης, αλλά καταβάλλει μια προσπάθεια υπέρβασης και διαμόρφωσης ενός νέου τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Με αυτήν την ευκαιρία θέλω να θυμηθώ ότι είχα δεσμευθεί στο Κοστάντσο να κάνω μια γραπτή παρουσίαση έστω και μικρή στην εφημερίδα «Προλεταριακή Σημαια». Δεν ξέρω αν αυτό το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι τέτοιο. Εξάλλου ίσως οι περισσότεροι αναγνώστες των βιβλίων του Πρέβε να έχουν διαβάσει ήδη αυτό το βιβλίο που κυκλοφορεί ήδη εδώ και μήνες στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΚΨΜ και διατίθεται στο βιβλιοπωλείο «Εκτός των Τειχών». Ο Κοστάντσο ξεκινάει στο πρόλογο αυτού του βιβλίου του με την φράση: «αυτό το δοκίμιο διαβάζεται από μόνο του και δεν έχει ανάγκη “οδηγιών χρήσης”». Και κλείνει το βιβλίο με αυτήν την πρόταση: «το καλύτερο κομμάτι αυτής της γενιάς (εννοεί της προηγούμενης) δεν έχει ουσιαστικά “σκυτάλη” για να δώσει στις επόμενες γενιές. Εχει όμως ένα σύνολο από “μαρτυρίες”. Αυτό το ταπεινό δοκίμιο είναι μια από αυτές». Και εδώ μπορούμε να πούμε ότι τα λέει όλα, ή σχεδόν όλα, γιατί ο Κοστάντσο είναι πληθωρικός και ανεξάντλητος. Γι' αυτό περιμένουμε πάντα το επόμενο κείμενό του με ανυπομονησία.
Ο Κοστάντσο μπορεί να έχει τις δικές του φιλοσοφικές και πολιτικές αναφορές, μπορεί ο Αλτουσέρ, ακόμα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης να βρίσκονται στη δική του σκέψη και στο δικό του συλλογισμό, δεν παύει όμως να έχει το δικό του τρόπο προσέγγισης του όποιου ζητήματος και δεν έχει κανένα πρόβλημα να αναθεωρήσει μια άποψη, την οποία κρίνει ότι είναι ξεπερασμένη, και να υιοθετήσει κάτι διαφορετικό. Το φιλοσοφικό πεδίο ήταν και παραμένει το ισχυρό πεδίο για τον Κοστάντσο. Δεν είναι μόνο η βαθιά γνώση που έχει για τους φιλοσόφους και την ιστορία της φιλοσοφίας. Είναι και ότι την όποια φιλοσοφική αναζήτηση δεν την αφήνει απόμακρη από τη ζωή, από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από τη σημερινή πραγματικότητα. Και ίσως αυτός ο τρόπος θεώρησης και προσέγγισης της φιλοσοφίας τον οδήγησε να κάνει επιλογές τέτοιες που τον έφεραν σε μια απομόνωση από το συρμό, αλλά και τον οδήγησαν σε έναν μεστό λόγο, αρεστό σε λίγους και ενοχλητικό σε πολλούς. Μέσα όμως από τέτοιες δοκιμασίες δημιουργούνται νέοι συσχετισμοί και προκύπτουν οι ανατροπές και τα νέα πράγματα στην εξέλιξη της κοινωνίας, πράγμα που είναι και το ζητούμενο για τον ίδιο και ευρύτερα για το κίνημα. Εξάλλου η φαντασία, η αυτονομία, η αθηναϊκή δημοκρατία, η ελευθερία τόσο του ατόμου όσο και του κοινωνικού συνόλου είναι πεδία στοχασμού και διερεύνησης για τον Κοστάντσο και μέσα από αυτά αναζητάει το καινούριο. Ο στοχασμός γύρω από αυτά τον οδηγεί στην αρνητική κρίση που έχει για το κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, και εκεί κατά την γνώμη μου είναι που φτάνει στο μετέωρο. Οπως το μετέωρο βήμα του πελαργού. Ωστόσο, οι μετέωροι πελαργοί μπορούν να πετάξουν και να απογειωθούν ενώ τα πουλερικά (δηλαδή οι καθεστωτικοί διανοούμενοι) δεν έχουν καμιά δυνατότητα να πετάξουν σε κάθε περίπτωση. Η απόρριψη της λενινιστικής και ιδίως της σταλινικής εμπειρίας από τον Κοστάντσο δεν γίνεται με μια χυδαιότητα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει όχι λίγους διανοούμενους του προηγούμενου και σημερινού αιώνα. Μέσα σε αυτήν την απόρριψη συγκαταλέγονται και όλα τα άλλα ρεύματα που αναδείχτηκαν στην πορεία του κομμουνιστικού κινήματος. Απέναντι σε όλα αυτά δεν κρατάει μια στάση απαξίωσης και τυφλής καταδίκης, αλλά καταβάλλει μια προσπάθεια υπέρβασης και διαμόρφωσης ενός νέου τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Με αυτήν την ευκαιρία θέλω να θυμηθώ ότι είχα δεσμευθεί στο Κοστάντσο να κάνω μια γραπτή παρουσίαση έστω και μικρή στην εφημερίδα «Προλεταριακή Σημαια». Δεν ξέρω αν αυτό το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι τέτοιο. Εξάλλου ίσως οι περισσότεροι αναγνώστες των βιβλίων του Πρέβε να έχουν διαβάσει ήδη αυτό το βιβλίο που κυκλοφορεί ήδη εδώ και μήνες στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΚΨΜ και διατίθεται στο βιβλιοπωλείο «Εκτός των Τειχών». Ο Κοστάντσο ξεκινάει στο πρόλογο αυτού του βιβλίου του με την φράση: «αυτό το δοκίμιο διαβάζεται από μόνο του και δεν έχει ανάγκη “οδηγιών χρήσης”». Και κλείνει το βιβλίο με αυτήν την πρόταση: «το καλύτερο κομμάτι αυτής της γενιάς (εννοεί της προηγούμενης) δεν έχει ουσιαστικά “σκυτάλη” για να δώσει στις επόμενες γενιές. Εχει όμως ένα σύνολο από “μαρτυρίες”. Αυτό το ταπεινό δοκίμιο είναι μια από αυτές». Και εδώ μπορούμε να πούμε ότι τα λέει όλα, ή σχεδόν όλα, γιατί ο Κοστάντσο είναι πληθωρικός και ανεξάντλητος. Γι' αυτό περιμένουμε πάντα το επόμενο κείμενό του με ανυπομονησία.
Στέλιος Αγκούτογλου
*Το βιβλίο του Κ. Πρέβε κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Τη μετάφραση έκανε ο Διονύσης Κουνάδης. Τίτλος πρωτοτύπου “Storia critica del marxismo”, 2008, Torino
Πηγή: Προλεταριακή Σημαία 642, 29/5/2010
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Κ. ΠΡΕΒΕ : κριτική ιστορία του μαρξισμού.
Με τρία χρόνια καθυστέρηση κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το βιβλίο του Κ Πρέβε. Να πούμε από την αρχή ότι πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον, αν και αιρετικό βιβλίο. Ενδιαφέρον όχι γιατί πιθανά θα συμφωνήσει κανείς με τα περισσότερα σημεία αλλά γιατί παραθέτει κρίσιμα και επίδικα θεωρητικά ζητήματα, με τρόπο ίσως απόλυτο, και ηθελημένα προκλητικό, αλλά πάντως σαφή, και δίνει τροφή για σκέψη και διάλογο. Προσωπικά, σε πολλά από τα συμπεράσματα του δεν συμφωνώ, αλλά το θεωρώ πολύτιμο βιβλίο, και το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται σήμερα για τον μαρξισμό.
Ο ΚΠ δηλώνει μαθητής του Μαρξ και κομμουνιστής, αν και πολλοί θα του αμφισβητήσουν αυτήν του την ιδιότητα (ομολογώ ότι και εγώ σε κάποια σημεία είχα αρχικά τις αμφιβολίες μου!).
Ο ΚΠ δεν κρύβει την περιφρόνηση του για το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς, ιδιαίτερα εκείνο που διαχειρίστηκε εξουσία. Σε κάποια σημεία βγάζει και κάποια πικρία (ή και κάτι ...περισσότερο!) για την αντιμετώπιση που είχε σαν 'διανοούμενος' από το κόμμα της εργατικής τάξης: “χρειάστηκε να υπομείνω επί τριάντα χρόνια το ζωώδες μίσος εκείνων που στα λόγια θέλουν έναν κόσμο ελεύθερο και χειραφετημένο κτλ...”
Ο ΚΠ περιοδολογεί την ανάλυση του σε τρία στάδια (μετά τον Μαρξ). Πρωτομαρξισμός, μεσομαρξισμός, ύστερος μαρξισμός. Παραθέτει τις βασικές αντιλήψεις του από την αρχή, και τις αναπτύσσει λεπτομερώς στα επόμενα κεφάλαια.
Ποιες είναι αυτές:
Ο μαρξισμός που ξέρουμε, στις βασικές εκδοχές του , δεν είναι δημιούργημα του ίδιου του Μαρξ αλλά των Ένγκελς-Κάουτσκι. Αναπτύχθηκε σαν μια ιδεολογία της εργατικής τάξης, μιας τάξης υποτελούς, και για αυτό έχει πολλά χαρακτηριστικά θεολογικού και θρησκευτικού τύπου (μεσσιανισμός, ντετερμινισμός, τελεολογία, ιστορικισμός, ουτοπισμός κτλ). Επίσης και πολλά χαρακτηριστικά οικονομίστικα. Η υποτελής εργατική τάξη δεν μπορεί να ηγεμονεύσει στην κοινωνία, ούτε να διοικήσει, για αυτό έχει ανάγκη εκπροσώπων, το κόμμα της. Οι εκπρόσωποι αυτοί, η γραφειοκρατία, είναι εντελώς απαραίτητοι, αν και στην πορεία αυτονομούνται και τείνουν από την ασταθή κατοχή να πάνε σε σταθερή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (παλινδρόμηση στον καπιταλισμό). Η εργατική τάξη, γράφει, πολύ σωστά πήρε την εξουσία το 1917, οικοδόμησε τον μόνο τύπο 'σοσιαλισμού' που μπορούσε στις δοσμένες συνθήκες, αλλά όλες οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος μπορούσαν να οδηγήσουν, και οδήγησαν, στην κατάρρευσή του. Αναγέννηση του μαρξισμού (και του κινήματος) δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε από τη σημερινή Αριστερά, ούτε από τις σεχταριστικές ομαδούλες ούτε από τους ακαδημαϊκούς, αλλά από την νέα γενιά, στη βάση των σημερινών νέων αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Αυτά για αρχή και προχωράμε σε πιο αναλυτική εξέταση των κεφαλαίων του βιβλίου.
Αρχικά έχουμε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο 'πριν από τον Μαρξ', όπου ο ΚΠ συνδέει την σκέψη του Μαρξ με όλην την ιστορία της φιλοσοφίας (σε αντίθεση με την περιοριστική γνωστή αντίληψη των τριών πηγών, δηλαδή αγγλική πολιτική οικονομία, γερμανική φιλοσοφία, γαλλικός κομμουνισμός), και κάνει κάποιες νύξεις για τις θέσεις που θα αναπτύξει σε επόμενα κεφάλαια. Σημεία που αξίζει να κρατήσει κανείς -από τα πάρα πολλά θέματα που θίγονται-, είναι ίσως η εκτίμηση του συγγραφέα για τις αναλύσεις του Κ Πόλανυ, ιδιαίτερα για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, καθώς και η μεγάλη σημασία που αποδίδει στον Χέγκελ.
Ο Μαρξ.
Ο Μαρξ σύμφωνα με τον ΚΠ, δεν συστηματοποίησε τις ιδέες του, όχι γιατί δεν προλάβαινε ή δεν μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήταν σίγουρος. Ήταν μια έρευνα σε εξέλιξη και όχι ένα κλειστό σύστημα. Εδώ ίσως οφείλονται και πολλές αμφισημίες που παρατηρούνται στο έργο του, όπως πχ για το χαρακτήρα των κρίσεων, ή την παραγωγική εργασία, που δίνουν την βάση για διάφορα ρεύματα ή αιρέσεις, που αλληλομισούνται μεταξύ τους περισσότερο από ότι με αντίπαλα αστικά ρεύματα. Θεωρεί αστεία την προσπάθεια εντοπισμού του 'αληθινού' Μαρξ. Θεωρεί ότι οι σχηματικές διχοτομίες υλιστές-ιδεαλιστές, συσκοτίζουν τα πράγματα (μια αντίστοιχη ιδέα έχει νομίζω και ο Βαζιούλιν). Ο κίνδυνος είναι ο υλισμός να κατανοηθεί σαν μηχανιστικός, που λίγο απέχει από τον ντετερμινισμό και την τελεολογία. Εδώ αναφέρει την φιλοσοφική ιδέα του ύστερου Αλτουσέρ για τον τυχαίο υλισμό (ή 'υλισμό της συνάντησης1', κάτι που θα μας απασχολήσει και παρακάτω).
Θεωρεί ότι τρεις είναι οι βασικές έννοιες του Μαρξ: αξία, αλλοτρίωση, δυνάμει όν (με την έννοια του Αριστοτέλη). Εξηγεί ότι η αλλοτρίωση στην μαρξική φιλολογία μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα. 'Η απομάκρυνση από μια αρχική κατάσταση, ή μη ακόμα πραγματοποίηση των εγγενών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος. Απορρίπτει την πρώτη, υιοθετεί την δεύτερη.
Αναλύει τρεις διαστάσεις της αλλοτρίωσης: στην εργασία, στη γλώσσα (ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες αναλύσεις ), στον συνολικό τρόπο ζωής, του νοήματος της (όπου παραθέτει μερικούς από τους πιο λεπτούς του συλλογισμούς).
Σε αυτό το κεφάλαιο αναλύει μια κρίσιμη θεωρητική του θέση. Στην ιστορία καμία υποτελής τάξη δεν γκρέμισε κάποιο τρόπο παραγωγής. Η δουλοκτησία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές εισβολές, εξάλλου οι δούλοι δεν θέλανε να γίνουν δουλοπάροικοι αλλά ελεύθεροι αγρότες ή τεχνίτες. Και δεν ήταν οι δουλοπάροικοι αλλά η αστική τάξη, μια ήδη οικονομικά κυρίαρχη τάξη, που γκρέμισε την φεουδαρχία. Γιατί -αναρωτιέται ο ΚΠ- το προλεταριάτο να πετύχει εκεί που δεν πέτυχε άλλη καταπιεζόμενη τάξη; Εδώ φαίνεται να θίγει τα άγια των αγίων του μαρξισμού. Φυσικά 40 χρόνια πριν και ο Αλτουσέρ έθεσε ένα παρόμοιο ζήτημα. Και απάντησε ότι στην ιστορία δεν υπάρχει υποκείμενο που να την οδηγεί κάπου, αλλά μια κινητήρια δύναμη, και αυτή είναι η ταξική πάλη, το αποτέλεσμα της οποίας είναι διαφορετικό από την θέληση της μιας ή της άλλη τάξης, των κομμάτων, των διαφόρων υποκειμένων. Αυτή η θέση φαίνεται να είναι πιο κοντά σε αυτά που γράφει ο Ένγκελς για την ιστορική εξέλιξη σαν συνισταμένης των ξεχωριστών επιμέρους θελήσεων. Ο ΚΠ ισχυρίζεται ότι εκτός από το νεανικό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στα μεταγενέστερα έργα του ο Μαρξ εμφανίζει δυο άλλες προσεγγίσεις. Η πρώτη συνίσταται στην απόδοση στον καπιταλισμό μιας εσωτερικής δυναμικής κατάρρευσης, μια μηχανιστική και ντετερμινιστική αντίληψη που εξάλλου δεν επιβεβαιώνεται και από την ιστορία, και η δεύτερη με δυο άλλα διαφορετικά υποκείμενα. Πρώτο τον συλλογικό εργαζόμενο, νοούμενο σαν το σύνολο των εργαζόμενων σε ένα εργοστάσιο, από τον Διευθυντή μέχρι τον εργάτη, και δεύτερο την γενική διάνοια2.
Ο Μαρξ ήδη όσο ζούσε παρατηρούσε την διαστρέβλωση, ή καλλίτερα την υπεραπλούστευση, της σκέψης του από τους μαθητές του και φαίνεται να είπε το περίφημο ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής(!).
Ο πρωτομαρξισμός(1875-1914).
Δημιουργοί του, γράφει ο ΚΠ, οι Ένγκελς-Κάουτσκι, ιδιαίτερα ο δεύτερος ευθύνεται για την συρρίκνωσή του σε οικονομική θεωρία. Η περιφρόνηση της φιλοσοφίας συντελείται ευθέως ανάλογα με την υιοθέτηση του μαρξισμού από την εργατική τάξη, και εξηγείται από το βασικό της χαρακτηριστικό, το ότι είναι μια υποτελής τάξη.
Η ίδια η σκέψη του Μαρξ δεν μπορούσε να υιοθετηθεί από την εργατική τάξη. Έπρεπε να συστηματοποιηθεί, να απλουστευθεί, να συρρικνωθεί οικονομίστικα, να ενισχυθούν τα τελεολογικά και ντετερμινιστικά στοιχεία, δηλαδή να αποκτήσει λιγότερο επιστημονικό και περισσότερο ιδεολογικό-θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ένγκελς ήταν ο κατάλληλος με την τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, το πρακτικό και πολιτικό πνεύμα. Ήταν μια ιδιοφυΐα, γράφει ο ΚΠ, και η κριτική που γίνεται σήμερα, 150 χρόνια μετά, δεν μειώνει σε τίποτα αυτά τα χαρακτηριστικά του.
Οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή είναι στην πραγματικότητα ασύνειδοι ενγκελιανοί.
Στον Ένγκελς οφείλεται η απόλυτη διχοτομία υλισμού-ιδεαλισμού, μια θετικιστική ιδέα, που αντανακλούσε το κλίμα του γερμανικού Πανεπιστήμιου της εποχής, μια ντετερμινιστική αντίληψη ότι η καπιταλισμός εξελίσσεται σε σοσιαλισμό από μόνος του. Ο Ένγκελς δημοσιεύει, αφού επεξεργάζεται, τους 2ο και 3ο τόμους του Κεφαλαίου, πράγμα που δεν έκανε ο Μαρξ γιατί δεν αισθανότανε σίγουρος για το περιεχόμενό τους. Συνεχίζει με τις -κατά την γνώμη του ΚΠ-, δύο βασικές αδυναμίες: την θεώρηση ότι φύση και κοινωνία έχουν ίδιους νόμους, κοινή διαλεκτική, και την απόδοση στην ιστορία της ικανότητας μιας μεταφυσικής διεύθυνσης μεσσιανικού, και τελεολογικού τύπου.
Προσπαθεί να τις εξηγήσει ως “...την φιλοσοφική εξιδανίκευση μιας ιστορικής αδυναμίας που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί σαν τέτοια, και ήταν υποχρεωμένη με την κατάλληλη μαρξική ψευδή συνείδηση να ενσωματώσει τα δύο κύρια μαγικά στοιχεία της παραδοσιακής κουλτούρας...”, δηλαδή την θρησκευτική πίστη για το αναπόφευκτο της τελικής νίκης, την επικράτηση του σοσιαλισμού. Μια ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι η θεωρία του Μπερνστάιν, που τελικά ηττάται σαν 'ρεφορμισμός' .
Σε μια παρένθεση αναφέρει ότι η πρώτη αυτή θεωρητική αντιπαράθεση διεξάγεται πολιτισμένα, σε σχέση με την βίαιη και άκομψη κριτική των Μαρξ, Ένγκελς, και Λένιν στους αντιπάλους τους, ή ακόμα χειρότερα στην σταλινική πρακτική της εξόντωσης όσων είχανε διαφορετική γνώμη3.
Και ερχόμαστε στο κρίσιμο ζήτημα του Λένιν. Ο ΚΠ αναφέρει ότι η ιδιοφυΐα του συνίσταται στο ότι συνειδητοποιεί βασικές ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού, και προχωρά σε 2 κρίσιμες αναθεωρήσεις, του υποκειμένου και του χώρου. Η εργατική τάξη γενικά δεν είναι ικανή να ηγεμονεύσει και να κυριαρχήσει, έτσι μεταθέτει αυτό το ρόλο στο κόμμα της, σε μια λεπτή μερίδα αντιπροσώπων. Ακόμα παραπέρα, στηριγμένος στην ανάλυση του τότε καπιταλισμού μεταθέτει το χώρο, το θέατρο της πολιτικής πάλης, στην περιφέρεια του καπιταλισμού (Γκράμσι: επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο!). Αυτές οι καινοτομίες συνεπάγονται και άλλες αλλαγές, όπως την ανάγκη συμμαχιών στη θέση της μονοταξικότητας, την επεξεργασία ενεργητικής πολιτικής, που φτάνει στα όρια του βολονταρισμού, στην θέση της παθητικότητας, την ταύτιση ιδεολογίας και φιλοσοφίας (πράγμα αρνητικό γιατί η ιδεολογία είναι ο χώρος της αυθόρμητης ή και οργανωμένης ψευδούς συνείδησης), την προώθηση σε πρώτο πλάνο του εθνικού ζητήματος (εντελώς υποτιμημένο πριν), ζήτημα για το οποίο ο ΚΠ έχει πολύ θετική εκτίμηση για την λενινιστική συμβολή, σε αντίθεση με τις σχεδόν φιλοιμπεριαλιστικές απόψεις των πριν τον Λένιν και κάποιων σύγχρονων κεντροαριστερών.
Γενικά ο λεγόμενος μαρξισμός-λενινισμός είναι στην ουσία λενινισμός, μια καινούργια θεωρία, πρωτοπόρα στην εποχή της προσπάθεια να ξεπεράσει τις ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού (που εν παρόδω, αντανακλούσαν την κατάσταση της εργατικής τάξης του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και δεν ήταν 'προδοσία' των ηγετών), λενινισμός που όμως είναι εντελώς ανεπαρκής για την ανάλυση και αντιμετώπιση του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ο μεσομαρξισμός (1914-1956).
Ξεκινά με την δήλωση ότι η εμπειρία του 'ιστορικού κομμουνισμού', όπως ονομάζει τον 'υπαρκτό', δεν έχει καμία σχέση με την πρωτότυπη θεωρία του Μαρξ, και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν εφαρμογή της. Έτσι φυσικά νομίζει ότι ξεμπερδεύει εύκολα με την αφόρητη πίεση από αντιπάλους αλλά και φίλους, για τις φανερές, -πραγματικές ή υποθετικές- αδυναμίες αυτού που υπήρξε. Ο κομμουνισμός δεν οικοδομείται, αλλά προκύπτει από μια εσωτερική δυναμική του αναπτυγμένου καπιταλισμού4. Έτσι εξηγεί και ορισμένα αυταρχικά χαρακτηριστικά: “σε ένα στρογγυλό τραπέζι συζητάμε, σε ένα εργοτάξιο εκτελούμε οδηγίες των μηχανικών παραγωγής”, γράφει ο ΚΠ.
Διατυπώνει την άποψη ότι ο εξισωτισμός είναι άδικος και αναποτελεσματικός, μια κριτική που έχει γίνει από παλιά ήδη στον πλατωνικό κομμουνισμό. Εδώ φυσικά υπάρχει μια σύγχυση, που οφείλεται εν μέρει στην αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είναι κομμουνισμός έστω η κατώτερη φάση του.
Μια παρένθεση: έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη συζήτηση για τη σχέση σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Άλλοι σχεδόν τους ταυτίζουν, άλλοι τους θεωρούν περίπου διαφορετικά συστήματα. Ο Ρούσης ισχυρίζεται ότι ο σοσιαλισμός σχεδόν δεν χρειάζεται σήμερα, έχει ωριμάσει ο κομμουνισμός. Η σχολή της Λογικής της ιστορίας έχει εισάγει την έννοια του πρώιμου σοσιαλισμού (αν και ο σοσιαλισμός θεωρείται πρώιμος κομμουνισμός). Και όλοι μαζί ισχυρίζονται5 ότι ο κομμουνισμός θα προκύψει από παρθενογένεση, ότι θα εμφανιστεί μόνο αφού η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, και ότι δεν παρατηρούνται κομμουνιστικές μορφές ήδη στα πλαίσια του καπιταλισμού (σε αντίθεση μάλιστα με τον Μαρξ που έψαχνε τέτοιες μορφές στα πλαίσια του καπιταλισμού ήδη από την εποχή του). Είναι μια μεγάλη συζήτηση που φυσικά δεν μπορεί να συνοψιστεί στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης.
Η ιδεοτυπική αντιμετώπιση της εργατικής τάξης από τον Λούκατς (χαρακτηριστική των σεκταριστικών ομάδων και σήμερα, που φαντασιώνονται μια ιδανική εργατική τάξη, τελείως διαφορετική από την πραγματική) είναι υπεκφυγή από το προφανές πραγματικό γεγονός ότι η εργατική τάξη ήταν ανίκανη για αυτόνομη επαναστατική δράση. Σε αντίθεση με τον Γκράμσι που επεδίωκε μια πραγματική (πολιτική και πολιτιστική) ηγεμονία, ή με άλλα λόγια, θεωρούσε ηγεμονία το να γίνει η εργατική ιδεολογία και αξίες κοινός νους.
Ο Στάλιν, γράφει ο ΚΠ, οικοδομεί τον μόνο δυνατό σοσιαλισμό στις τότε συνθήκες και με την κληρονομηθείσα ανεπαρκή θεωρία. Ο ΚΠ διατυπώνει την ιδέα ότι τότε παρατηρείται η μεγαλύτερη παρουσιασθείσα στην ιστορία μαζική κοινωνική εξέλιξη (ένας τρόπος να πει ότι η εργατική τάξη, τουλάχιστον μια μερίδα της, ήταν κυρίαρχη). Αυτό υπηρετούσε και η μέθοδος της μόνιμης σφαγής. Κριτήριο της κοινωνικής εξέλιξης ήταν ο όρκος πίστης, όχι φυσικά η επιχειρηματικότητα (όπως στον καπιταλισμό), ούτε η πολιτιστική αξιοσύνη. Ή να το πούμε πιο θεωρητικά, η κυρίαρχη τάξη συγκροτούνταν με πολιτικά και όχι οικονομικά, ή άλλα, μέσα.
Σε γενικές γραμμές ο ΚΠ θεωρεί τις κοινωνίες του “ιστορικού κομμουνισμού” σαν τεχνολογικά προωθημένη επανέκδοση του ασιατικού τρόπου παραγωγής.
Ο ύστερο-μαρξισμός (1956-1991).
Ή η εποχή της διάλυσης, παρά τις διάφορες προσπάθειες διάσωσης ('δεξιές', 'αριστερές', από τον Ντούμπτσεκ μέχρι τον Μάο κτλ) . Αιτία θεωρεί τον χαρακτήρα του φορέα, δηλαδή της εργατικής τάξης, σαν τάξης υποτελούς και μη ικανής να ηγεμονεύσει μια μετάβαση από ένα τρόπο παραγωγής σε άλλο. Και αυτό όχι λόγω της απαλλοτρίωσης της από την γραφειοκρατία, ή οποία είναι εντελώς απαραίτητη σε μια τάξη με αυτά τα χαρακτηριστικά. Απλά η ανάθεση δημιουργεί διαφοροποίηση γνώσεων και εξουσίας, με τάση την μετατροπή της ασταθούς κατοχής σε σταθερή ιδιοκτησία. Κατά την γνώμη μας υπάρχει ένα βαθύτερο ζήτημα ωριμότητας και προϋποθέσεων του κομμουνισμού που φυσικά δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ.
Ο ΚΠ ξεχωρίζει για σχολιασμό δύο φιλοσόφους, τον Λούκατς και τον Αλτουσέρ, και έναν ηγέτη-πολιτικό, τον Μάο.
Ειδικά για τον Αλτουσέρ αναφέρει ότι, πλήττει σοβαρές ανεπάρκειες της θεωρίας -αν και με θετικιστικό τρόπο-, όπως ο ιστορικισμός, ο οικονομισμός, ο ουτοπισμός. Προσπαθεί να απελευθερώσει τον μαρξισμό από μια τριπλή, μεταφυσική: της Αρχής, του Υποκειμένου, του Σκοπού.
Αμφισβητεί το μαρξισμό του Μάο, ιδιαίτερα τον θεωρητικό, παραθέτοντας μια σειρά στοιχεία για τις γνώσεις του αλλά και την κοινωνική βάση της κινέζικης επανάστασης. Δεν τον κατηγορεί ιδιαίτερα για αυτό αφού βασικές μαρξικές αντιλήψεις φαίνεται πια ότι δεν επαληθεύονται: ο καπιταλισμός δεν είναι και τόσο ανίκανος να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο υλισμός δεν είναι κατάλληλος αποκλειστικά για την επανάσταση και ο ιδεαλισμός αποκλειστικά για την αντεπανάσταση. Δεν παρατηρείται μια συνεχής πόλωση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης. Δεν επαληθεύονται τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης. Δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σοσιαλισμός δια αντιπροσώπων, οι οποίοι τείνουν να αυτονομηθούν, κτλ. Έτσι ο ΚΠ θεωρεί ότι η υπεραπλούστευση της θεωρίας από τον Μάο, είναι μια προσπάθεια να παραβλέψει τις αντιφάσεις, χωρίς όμως και να μπορεί να τις λύσει.
Αναφέρει το αυτονόητο για τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα: οι διάφοροι δήθεν 'ρεβιζιονισμοί' δεν αντανακλούν παρά τις ιστορικές διαφοροποιήσεις της εργατικής τάξης, ή καλλίτερα διαφόρων μερίδων της (το βολικό μεταφυσικό σχήμα 'ένα το κόμμα', 'μια η τάξη', και ότι όλες οι άλλες τάσεις είναι 'μικροαστικές' ή και αστικές-διανοουμενίστικες είναι αστειότητες).
Περιγράφει δυο παράλληλα κοινωνικά προτσές: διάλυση και ατομικοποίηση της εργατικής τάξης, ενσωμάτωση και εξαγορά των διανοουμένων, προτσές που στερούν από τα παραδοσιακά ΚΚ την μαζική κοινωνική τους βάση.
Και με μια μικρή ανάλυση της περεστρόικα, τελειώνει η περιγραφή του τέλους αυτού που ονομάζει ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα.
Επίλογος.
Το βιβλίο έχει ένα ακόμα, τελικό κεφάλαιο, για την μετα- εποχή. Εδώ σύντομα παραθέτει κάποιους συλλογισμούς ή και ερωτήματα για το μέλλον. Δεν θα τα παραθέσουμε , αφήνοντας τον αναγνώστη να τα συναντήσει διαβάζοντας το ίδιο το βιβλίο.
Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, παρά τις όποιες υπερβολές, ή και απολυτότητες ίσως του συγγραφέα. Δεν ξέρω αν ο ΚΠ θα το έλεγε έτσι αλλά η ουσία του είναι ότι για να παραμείνουμε μαρξιστές πρέπει να αλλάξουμε εντελώς τον μαρξισμό, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε μέχρι σήμερα.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Μα τι μπορούμε να πράξουμε(praxis)σε ένα «κόσμο χωρίς καρδιά και σε μια εποχή δίχως πνεύμα»; Σε μια εποχή βαθιάς και πολύμορφης κρίσης. Σε μια εποχή που δεν αντιστοιχεί μια σύζευξη, ενότητα μεταξύ εργατικής τάξης και διανόησης καθώς η πρώτη αποσυντίθεται και η δεύτερη ενσωματώνεται;
Σε μια εποχή μετα-αστική και ταυτόχρονα ούλτρα-καπιταλιστική με πρωτεργάτη την Αμερικάνική Αυτοκρατορία, την πρώτη πραγματικά παγκόσμια αυτοκρατορία; Απόρροια του συνδυασμού ενός προ-αστικού και ενός μετα-αστικού στοιχείου. Του προ-αστικού της wasp, της αγγλοσαξονικής, διαμαρτυρόμενης πουριτανικής μεσσιανικής συνιστώσας που βλέπει τους Αμερικάνους ως το περιούσιο λαό. Καθώς και την μετα-αστική και υπερκαπιταλιστική συνιστώσα του καταναλωτικού χωνευτηρίου, μιας γενικευμένης πληβειοποίησης, που μετέτρεψε τα κύματα μετανάστευσης σε οχλοποιημένο Αμερικάνικο λαό. Μια οχλοποίηση που διέλυσε τις επιμέρους πολιτιστικές κουλτούρες, αντίστοιχη με τον γενικευμένο παγκοσμιοποιημένο Αμερικανισμό της ύστερης καπιταλιστικής φάσης που ζούμε.
Που πήρε το όνομα παγκοσμιοποίηση, αυτό το όπλο μαζικής καταστροφής που:α)απέκρυψε το ρόλο της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, β) επέφερε μια ουσιαστική νίκη του χρηματιστηριακού κεφαλαίου επί του βιομηχανικού κεφαλαίου, γ) αποτέλεσε την μεγάλη πρόφαση για την επισφάλεια και την ελαστικότητα στην εργασία, που διέλυσε και τους τελευταίους θύλακες εργατικής- προλεταριακής κοινότητας.
Μια άκρως άθλια κατάσταση πραγμάτων που αδυνατεί να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα, τα μικρομεσαία στρώματα, καθώς και τα κόμματα της αριστεράς, κοινοβουλευτικά και μη. Είτε στοχεύουν σε μια άλλη κοινωνία, είτε επιζητούν την καλυτέρευση αυτής της υπερκαπιταλιστικής κοινωνίας.
Αίρεσης εγκώμιο
Για να αντιμετωπίσει τα εν λόγω ερωτήματα ο φιλόσοφος Κοστάντσο Πρέβε στο βιβλίο του «κριτική ιστορία του μαρξισμού-εκδόσεις κψμ-2010» προχωράει σε μια άκρως αιρετική ερμηνεία της ιστορίας του μαρξισμού, των μαρξισμών και του κομμουνιστικού κινήματος, από την γέννηση του Κ. Μαρξ έως την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα.
Ο συγγραφέας θεωρεί πως ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό κίνημα που ζήσαμε- όσοι το ζήσανε, με όποιο τρόπο το ζήσανε- στον 20ό αιώνα έχει τελειώσει. Μια διαπίστωση που σε ένα μεγάλο -καθοριστικό θα έλεγα βαθμό- θα με βρει σύμφωνο.
Όπως ο συγγραφέας έτσι και εγώ πιστεύουμε πως ο «μαρξισμός» ως ένα μίγμα οικονομισμού, ιστορικισμού και πολιτικισμού, μια παραθεολογική – ψευδοθεολογική θα έλεγα καλύτερα- οπτική «επιστημονικής» πρόβλέψης του τέλους της ιστορίας έχει τελειώσει.
Ο «μαρξισμός» ή ο μεταμαρξισμός- ο Κοστάντσο Πρέβε αφήνει το ερώτημα ανοικτό- έχει μέλλον μόνο αν διαρρήξει με ριζικό τρόπο τους δεσμούς του με το μαρξισμό ή τους μαρξισμούς που ζήσαμε ή και ζούμε ως τα τώρα.
Αντίστοιχα ο κομμουνισμός έχει μέλλον μόνο αν διαρρήξει τους δεσμούς του με τον κομμουνισμό που ζήσαμε. Και ιδιαίτερα με τον κομμουνισμό που πιστεύει πως τα ξέρει όλα, πως με ένα σχιζοφρενικά μανιχαιστικό τρόπο πιστεύει πως κατέχει την μεγάλη «αλήθεια».
Πως με ένα ψευδομεσσιανικό τρόπο είναι ο εκφραστής ενός νέου περιούσιου λαού, στην συγκεκριμένη περίπτωση της εργατικής τάξης και του μυθικού προλεταριάτου. Και άρα δικαιολογείται να ρίχνει στο πυρ το εξώτερον τις άλλες αιρετικές «αλήθειες», που συχνά ονειρεύονται να μετατραπούν σε κυρίαρχη «αλήθεια».
Αναλύοντας όλα τα παραπάνω ο «Κ.Π» στο βιβλίο ακολουθεί μια περιοδολόγηση που χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρωτο-μαρξισμό(1875- 1914), στον μεσο-μαρξισμό(1914-1956) και στον υστερο-μαρξισμό(1956-1991). Ενώ το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με το πώς το κυρίαρχο ωφελιμιστικό μοντέλο κυριαρχείσαι και στο δεύτερο με τον διανοητικό κολοσσό που λέγεται Κ. Μαρξ και στο τελευταίο με το δίλημμα υπέρβαση ή ανασυγκρότηση του μαρξισμού;
Προσπαθώντας με επιμέλεια να αποφύγει τις αντικομουνιστικές, ανtισταλινικές και αντιμαρξιστικές υστερίες που κυριάρχησαν στην φάση εντεύθεν της απρόσμενης κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1991.
Για τον συγγραφέα θέλουμε δεν θέλουμε το ιστορικό φαινόμενο του πολιτικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα ήταν ο σταλινισμός, συσχετιζόμενο αμεσότατα με την οικοδόμηση του «σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ. Ως ένας συνδυασμός οικονομισμού και παραγωγισμού που δεν υπέρβαινε το κυρίαρχο ωφελιμιστικό καπιταλιστικό μοντέλο. Εκφράζοντας όμως με ειλικρίνεια την αδυναμία του να προσφέρει ένα συνολικό αντι-ωφελιμιστικό μοντέλο, πιστεύοντας όμως στην δυνατότητα ύπαρξης του.
Κ. Μαρξ: κάθε ερμηνεία δυνατή και «αληθινή»
Ο «Κ.Π» κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην σκέψη του Κ. Μαρξ και στον «μαρξισμό» που οικοδομήθηκε από τον «Παύλο» του μαρξιστικού κινήματος τον Ενγκελς και τον «αποστάτη»- κατά «τας λενινιστικάς γραφάς»- Κάουτσκυ.
Ουδέποτε ο Κ.Μαρξ δεν οδηγήθηκε σε ένα «ισμό», αλλά οικοδόμησε ένα «ανοικτό» επιστημολογικό μοντέλο που έμοιαζε με ένα εργοτάξιο που οι μηχανές λειτουργούν στο φουλ, αρνούμενος να ταυτιστεί με ένα δόγμα, είναι άλλωστε γνωστή η φράση: «εγώ δεν είμαι μαρξιστής».
Ο «Κ.Π» θεωρεί πως ο Μαρξ δεν το έπραξε καθώς για το μόνο που ένιωθε σίγουρος ήταν για την θεωρία της φύσης και για την θεωρία της απόσπασης υπεραξίας. Ενώ δεν είχε καταλήξει για τα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος είχε δημοσιεύσει μόνο το πρώτο μέρος του «κεφαλαίου», ενώ τους υπόλοιπους τόμους δημοσιεύτηκαν με ευθύνη και επιμέλεια του Ενγκελς.
Επίσης σε αντίθεση με την μαρξική διαλεκτική αναγκαιότητας και ελευθέριας- διαμέσου του Σπινόζα και της Επικούρειας «παρεκκλισις»- ο «μαρξισμός» ως «ισμός» παράχθηκε από μια παραγγελιά-άμεση και έμμεση- της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της βιομηχανικής εργατικής τάξης, μετατρέποντας την τελευταία σε περιούσιο λαό της επανάστασης και τελικά του ρεφορμισμού.
Επρόκειτο για μια άθεη θρησκεία είτε στην δευτεροδιεθνιστική, είτε ιδιαίτερα στην τριτοδιεθνιστική κομμουνιστικής έκφραση. Στο βαθμό που ως θρησκεία δεν είναι απλώς μια «ψευδής συνείδηση» ένα «όπιο του λαού», αλλά είναι μια μονάδα νομιμοποίησης της ανισότητας και μεσσιανική- ασθενής ή δυνατή- διαμαρτυρία εναντίον της.
Η Μαρξική σκέψη ανοικτή σε ερμηνείες υπήρξε για τον «Κ.Π» καρπός του Αριστοτελικού «δυνάμει ον», της φιλοσοφικής έννοιας της αλλοτρίωσης και της έννοιας της άξιας. Αποτέλεσε την ξεχωριστή συνύπαρξη ενός (ασυνείδητα)ιδεαλιστή διαλεκτικού φιλοσόφου και ενός(ενσυνείδητα) υλιστή κοινωνικού επιστήμονα. Δηλαδή μιλάμε για έναν ιδεαλισμό της χειραφέτησης που θεμελιώνεται στην έννοια του «τρόπου παραγωγής» και σε ένα νατουραλισμό του γενικού φυσικού όντος.
Εργατικό υποκείμενο και «γενική διάνοια»
Ο «Κ.Π» θεωρεί πως η προβληματική πλευρά του Μαρξικού σχεδίου είναι η φιλοσοφική ταύτιση του επαναστατικού υποκειμένου των προλεταρίων με την οικονομική τάξη των μισθωτών εργατών. Είτε αναφέρεται στην ανταγωνιστική πολικότητα του κεφαλαίου-εργατικής τάξης στο κομμουνιστικό μανιφέστο που σε σύντομο διάστημα ο ίδιος ο Κ. Μαρξ αντιλήφθηκε πως δεν αρκούσε, «διαβάζοντας» και την ιστορική ανεπάρκεια των δούλων να συντρίψουν τους δουλοκτήτες, όπως και των δουλοπάροικων τους φεουδάρχες.
Ετσι πέρασε σε μια μαρξική προσέγγιση ενεργούς μετάλλαξης του υποκειμένου με την βοήθεια της «γενικής διάνοιας» προς την συγκρότηση ενός υποκειμένου συλλογικού συνεταιριστικού και συμμετοχικού. Ενός υποκειμένου που όμως πουθενά- ως τα τώρα θα έλεγα εγώ- δεν έχει κάνει την εμφάνιση του και δεν έχει παίξει τον ιστορικό ρόλο του.
Θεωρώντας την «Γενική διάνοια» κάτι σαν το πνεύμα των πρώτων χριστιανών και τις ιδεες των νεοπλατωνιστών. Κάτι που δεν θα με βρει σύμφωνο. Η «γενική διάνοια» δεν είναι το λυχνάρι του Αλαντίν αλλά η γενική παραγωγική ικανότητα στον υπεραναπτυγμένα καπιταλισμό. Που έχει ως αποτέλεσμα να βγάζει of την παραγωγή με βάση το νόμο της αξίας. Δημιουργώντας δυνητικά τις προϋποθέσεις για τον κομμουνισμό. Ταυτόχρονα είναι εξίσου αλήθεια πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην σημερινή φάση του αποσαθρώνει την εργατική κοινότητα μετατρέποντας σε ένα χυλό από σκορπισμένες ατομικότητες.
Αυτή η κυρίαρχη αντίθεση μπορεί να οδηγηθεί είτε σε μια δημοκρατικά αυτοδιαχειριζόμενη πολιτεία, είτε σε μια παγκόσμια οχλοποίηση στα πλαίσια της ύστερης καπιταλιστικής αυτοκρατορίας που όλο και πιο πολύ θα μοιάζει με μοντέρνα φεουδαρχία. Εξαρτάται από την δράση των συγκεκριμένων ιστορικών επαναστατικών υποκείμενων.
Η παρουσία του συμμετοχικού συνεταιρισμένου εργαζόμενου σε αλληλεπίδραση με την «Γενική διάνοια» μπορεί να ήταν ουτοπία στην εποχή του Κ.Μαρξ και δυνατότητα σήμερα. Δηλαδή να ισχύει αυτό που λέει ο Γ. Ρούσης το βιβλίο του «ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς».
Και τα παραπάνω όχι βέβαια με όρους οικονομισμού αλλά με όρους οντολογίας του κοινωνικού είναι. Δηλαδή στην βάση της ενότητας της ιστορίας και της λογικής στο πεδίο της κοινωνικής διαλεκτικής. Αν και μάλλον για τον «Κ.Π» αποτελεί μια άλλου τύπου εκδοχή ενός οικονομισμού και ιστορικισμού και ίσως και να έχει και δίκαιο, όπως μπορεί και να έχει και άδικό και ο ίδιος, αναγνωρίζει πως μπορεί και να κάνει και λάθος.
Η επανάσταση ενάντια στο κεφάλαιο(του Μαρξ).
Η αποτυχία διαμέσου της Β διεθνούς για την αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης της βιομηχανικής εποχής, κάτι που την οδήγησε στο σφαγείο του Ά παγκόσμιου πολέμου, οδήγησε τον Λένιν να πει πως η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει στα ανώτερα σημεία καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά στους πιο αδύνατους της κρίκους.
Και ταυτόχρονα να πει πως αυτός που θα μπει μπροστά στην επανάσταση είναι ένα κόμμα συνειδητών επαγγελματιών επαναστατών, διότι αναγνώριζε την αδυναμία των εργατικών τάξεων στην αυτοχειραφέτηση τους. Έτσι από την θεολογία του μεσσία εργατική τάξη, περνάμε στην θεολογία του μεσσία κόμμα νέου τύπου.
Η επανάσταση ενάντια και στο Μαρξικό κεφάλαιο του Λένιν και των Μπολσεβίκων-όπως είπε ο Α. Γκράμσι- οδήγησε τις κυριαρχούμενες καπιταλιστικές τάξεις να πάρουν την εξουσία στην Ρωσία. Φυσικά η αδυναμία τους να ηγεμονεύσουν και να αυτοκυβερνηθούν τους οδήγησε να «εκπροσωπηθούν» από ένα εξειδικευμένο στρώμα που γρήγορα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη τάξη στην βάση των διαφοροποιήσεων στην γνώση και στην εξουσία.
Ο «Κ.Π» υπερασπίζεται και σωστά πράττει την επανάσταση στην Ρωσία το 1917- όχι βέβαια μέσα από το πρίσμα της Μαρξιστο- λενινιστικής διαλεκτικής- αλλά μέσα από το πρίσμα του φυσικού δικαίου. Ενός φυσικού δικαίου αντίστασης στην καταπίεσης και στο πόλεμο. Θεωρώντας δε υπερβολική την βιασύνη των δάσκαλων του Χέγκελ και Μαρξ που τόσο νωρίς απαλλάχθηκαν από το νεώτερο φυσικό δίκαιο.
Ο «σοσιαλισμός» του «δεύτερου Φαραώ»
Σίγουρα εκπλήσσει η άποψη του συγγραφέα πως ο Στάλιν είναι ο πιο μεγάλος κομμουνιστής του 20ού αιώνα. Μια στάση που έρχεται σε ανοικτή αντιπαράθεση με μια ανθρωπολογική δαιμονοποίηση του Στάλιν, δικαιολογημένη ως ένα σημείο λέω εγώ. Στόχος όμως του «Κ.Π» είναι να ξεκαθαρίσει το κουρνιαχτό της ανθρωπολογικής δαιμονοποίησης, προσφεύγοντας στην οντολογική συνύπαρξη αντιθέτων και στην ενότητα τους.
Για αυτόν ο Στάλιν οικοδόμησε δυο πράγματα: «Κατά πρώτον, οικοδόμησε πραγματικά τον «σοσιαλισμό» ή τουλάχιστον τον μόνο δυνατό «σοσιαλισμό» στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες.. Κατά δεύτερον, ακριβώς διότι οικοδόμησε πράγματι «σοσιαλισμό», και όχι βέβαια γιατί τον πρόδωσε, οικοδόμησε ένα πρωτόγνωρο και ασταθή νέο ταξικό οικονομικό-κοινωνικό σχηματισμό».
Εννοώντας ως «σοσιαλισμό» την ενότητα της κρατικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού και όχι του Μαρξικού κατώτερου σταδίου του κομμουνισμού της κριτικής του προγράμματος της Γκότα.
Κατά τον συγγραφέα η οικοδόμηση του εν λόγω «σοσιαλισμού» ήταν ένα μοντέλο εγγυημένης εργασίας, ενός δικτύου κοινωνικών παροχών και παραγωγικότητας που στηρίζεται στην υπερεκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας των σταχανοβιστών, που υπήρξε ταυτόχρονα και ένα μοντέλο μαζικής κοινωνικής ανέλιξης.
Με αποτέλεσμα την εδραίωση μιας νέας εκμεταλλευτικής τάξης, έκφραση και αποτέλεσμα όπως λέει ο «Κ.Π» της ιστορικής αδυναμίας τα εργατικής τάξης να αυτοκυβερνηθεί. Ο ίδιος ο Στάλιν πάλι κατά τον συγγραφέα προσπάθησε -διαμέσου της κρατικής τρομοκρατίας- να εξορκίσει την εδραίωση της.
Κάτι που τελικα επιτευχθεί με τους μετασταλινικούς ηγέτες της ΕΣΣΔ. Με αρχή τον δουλικό Σταλινικό Χρουστσώφ που έφτυσε εκεί που έγλειφε. Σταθεροποιώντας την νέα ταξική κυρίαρχη ελίτ που 40 χρόνια αργότερα από την κατοχή θα περάσει στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
«Σοσιαλισμός» ή σοσιαλισμός-κομμουνισμός;
Προσωπικά με ξενίζει κάπως η χρησιμοποίηση της λέξης «σοσιαλισμός» ως το μοντέλο μιας ταξικής κοινωνίας με κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Με απουσία έλεγχου της παραγωγής από την ίδια την εργατική τάξη. Κατά εμέ αν θέλουμε να κρατήσουμε το όνομα σοσιαλισμός ας το δούμε μόνο ως την πρώτη ανώριμη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας που έχει περάσει την μεταβατική της περίοδο. Όπως τον είδε ο ίδιος ο Κ. Μαρξ στην κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα. Αν και θα ήθελα να απαλειφθεί τελειωτικά το όνομα του σοσιαλισμού. Φθονώ πως οι δυνατότητες για τον κομμουνισμό αλλά και για την καταστροφή της ίδιας της ανθρωπότητας είναι τόσο μεγάλες που δεν υπάρχουν τα περιθώρια για μεταβατικές «σοσιαλιστικές» κοινωνίες.
Προσωπικά με ξενίζει κάπως η χρησιμοποίηση της λέξης «σοσιαλισμός» ως το μοντέλο μιας ταξικής κοινωνίας με κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Με απουσία έλεγχου της παραγωγής από την ίδια την εργατική τάξη. Κατά εμέ αν θέλουμε να κρατήσουμε το όνομα σοσιαλισμός ας το δούμε μόνο ως την πρώτη ανώριμη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας που έχει περάσει την μεταβατική της περίοδο. Όπως τον είδε ο ίδιος ο Κ. Μαρξ στην κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα. Αν και θα ήθελα να απαλειφθεί τελειωτικά το όνομα του σοσιαλισμού. Φθονώ πως οι δυνατότητες για τον κομμουνισμό αλλά και για την καταστροφή της ίδιας της ανθρωπότητας είναι τόσο μεγάλες που δεν υπάρχουν τα περιθώρια για μεταβατικές «σοσιαλιστικές» κοινωνίες.
Επίσης έχω καταλήξει- αυτή την στιγμή τουλάχιστον- στο συμπέρασμα πως οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν μια μορφή καπιταλισμού, στο βαθμό που η κυρίαρχη νέα κομματική ελίτ λειτούργησε ως δυνάμει «αστική τάξη» και η διαλεκτική κεφάλαιο-εργασία δεν είχε παραμείνει μόνο ζωντανή αλλά και ηγεμονεύουσα, με αποτέλεσμα το εμπόρευμα εργατική δύναμη να κυριαρχεί.
Με ένα διευρυμένο όμως κοινωνικό κράτος που υπόσκαπτε- μαζί με τους ανταγωνισμούς του ψυχρού πολέμου και τις ταξικές ανισότητες που διαρκώς άνοιγαν- το συγκεκριμένο υβριδικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
Θεωρώ όμως πως η ανάγνωση της βιοιστορίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» από τις δυνάμεις της αριστεράς παραμένει μια ανοικτή υπόθεση που θα καθορίσει και καθορίζει εν πολλοίς και σήμερα τους όρους της κομμουνιστικής επαναστατικής επαναθεμελίωσης.
Οι 4 κρίσεις
Ακολουθώντας ως ένα σημείο την «οντολογία του κοινωνικού είναι» του ύστερου Λούκατς και το θεωρητικο μοντέλο του Αλτουσέρ -κατά το οποίο ο μαρξισμός πρέπει να απελευθερωθεί από την τριπλή μεταφυσική της Αρχής, Υποκειμένου και του σκοπού- ο «Κ.Π» επιχειρεί να απαντήσει στις 4 κρίσεις του μαρξισμού.
Που αντιστοιχούν σε 4 μεγάλες στιγμές που διαψεύστηκαν ως τότε κυρίαρχες προσδοκίες των μαρξιστών. Η πρώτη στις αρχές του 20ού αιώνα όταν φάνηκε πως δεν πρόκειται σύντομα να καταρρεύσει ο καπιταλισμός. Η δεύτερη όταν η επικείμενη σοσιαλιστική επανάσταση έγινε σε μια καθυστερημένη χώρα. Η τρίτη όταν αντι να απονεκρωθεί το σοσιαλιστικό κράτος ενισχύθηκε και κατάπιε την κοινωνία. Τέταρτη όταν αντι για την κατάρρευση του υπαρκτού καπιταλισμού ζήσαμε την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η τελευταία ήταν και καθοριστικότερη γιατί έχει ως αποτέλεσμα να μπει σε βαθιά κρίση το «επιστημονικό μοντέλο» του μαρξισμού. Καθώς δομήθηκε- σύμφωνα με τον «Κ.Π» πάνω στο διαχωρισμό ανάμεσα στους αποσυντιθεμένους οι οποίοι παράγουν υπεραξία και στους ενσωματωμένους που παράγουν ιδεολογία..
Η κατάρρευση του μαρξισμού που ζήσαμε ανοίγει δυο δρόμους: Το πρώτο της ανασυγκρότησης του μαρξισμού και το δεύτερο της συγκρότησης ενός μεταμαρξιστικού μοντέλου. Ο «Κ.Π» όπως είπαμε και πιο πάνω δεν δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις στο εν λόγω ερώτημα.
Ιχνηλατώντας δρόμους όμως που σε μια οντολογική κλίμακα θα αντιμετωπιστεί ο καπιταλισμός ως το «προτσές το οποίο στηρίζεται από μια αρχή απεριόριστης συσσώρευσης κεφαλαίου». Και αυτοί οι δρόμοι είναι το φυσικό δίκαιο και η οικοδόμηση ενός αντι-ωφελιμιστικού κινήματος.
Και έτσι μόνο θεωρεί ο συγγραφέας πως θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παγκόσμια Αμερικάνική αυτοκρατορία, η ατομική πρόκληση, η πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο, η έννοια της αλλοτρίωσης και της προόδου.
Και όχι σε μια μονοταξική κατεύθυνση όπως προτείνουν όλων των μορφών οι υπαρκτοί μαρξισμοί, αφήνοντας όμως χώρο για την εμφάνιση νέων αντιθέσεων που ο συγγραφέας δεν μπορεί να προβλέψει.
Το βιβλίο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς μαζί του. Ο γραφών σε πολλά συμφωνεί και σε πιο πολλά διαφωνεί. Δεν θα συμβούλευα όμως να το διαβάσουν οι φίλοι μου που παραμένουν «πιστοί» της θρησκείας του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα.
Αυτοί μπορούν να μείνουν στο λόγο των «ευαγγελίων» τους και των κομματικών τους «αληθειών». Δεν θα ήθελα να τους χαλάσω την ημέρα και ούτε να χάσουν το χρόνο τους γράφοντας ένα ακόμη λίβελο ενάντια στους αντικομουνιστές.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου