Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

4/11/2011

Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ



Επειδή αν θές να αλλάξεις κάτι, πρέπει να γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να αλλάξεις, αποφασίσαμε να μεταφράσουμε και να παρουσιάσουμε κεφάλαια απο το βιβλίο του Immanuel Wallerstein “World-Systems Analysis” που εκδόθηκε το 2004 και παρουσιάζει συνοπτικά την θεωρία του για τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα, αλλά και γιατί η παρούσα κρίση του καπιταλισμού είναι δομική και αξεπέραστη. Αφού μεταφράσουμε και παρουσιάσουμε όλα τα σχετικά κεφάλαια, θα προσπαθήσουμε να ανοίξουμε μια συζήτηση με αφορμή τις ιδέες του Wallerstein, εμπλουτισμένη με τα βιώματα απο την κρίση και τα αιτήματα της αυτονομίας και αυτο-οργάνωσης μικρών κοινοτήτων, ως εναλλακτικού δρόμου υπέρβασης του καπιταλισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το Σύγχρονο Παγκόσμιο Σύστημα ως Καπιταλιστική Παγκόσμια Οικονομία

Παραγωγή, Υπεραξία και Πόλωση

Του Immanuel Wallerstein
Ο κόσμος στον οποίο ζούμε, αυτό το παγκόσμιο σύστημα, έχει τις απαρχές του στον 16ο αιώνα. Αυτό το παγκόσμιο σύστημα ήταν τότε κυρίαρχο μόνον σε ένα μέρος της υφηλίου, κυρίως σε μέρη της Ευρώπης και της Αμερικής. Με τον χρόνο επεκτάθηκε για να καλύψει όλον τον πλανήτη. Είναι, και πάντα ήταν, μια παγκόσμια οικονομία. Είναι και πάντα ήταν μια καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το να εξηγήσουμε τι σημαίνουν αυτοί οι δύο όροι, παγκόσμια οικονομία και καπιταλισμός. Θα είναι μετά πιο εύκολο να εκτιμήσουμε τα ιστορικά όρια του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, τις απαρχές του, την γεωγραφία του, την χρονική του ανάπτυξη και την παρούσα δομική κρίση του.
Αυτό που εννοούμε με τον όρο παγκόσμια οικονομία (world economy, économie-monde του Braudel) είναι μια μεγάλη γεωγραφική ζώνη μέσα στην οποία υπάρχει καταμερισμός εργασίας και κατα συνέπεια σημαντική εσωτερική ανταλλαγή βασικών αγαθών όπως και ροή κεφαλαίου και εργασίας. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας είναι οτι δεν συνδέεται απο μια ενιαία πολιτική δομή. Αντίθετα υπάρχουν πολλές πολιτικές οντότητες μέσα στην παγκόσμια οικονομία που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους στο παγκόσμιο σύστημα σε ένα διακρατικό σύνολο. Και η παγκόσμια οικονομία περιέχει πολλές κουλτούρες και ομάδες- που πιστεύουν διαφορετικές θρησκείες, μιλούν διαφορετικές γλώσσες, και διαφέρουν στα μοντέλα της καθημερινότητάς τους.. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει οτι δεν αναπτύσουν και κοινά χαρακτηριστικά κουλτούρας, αυτό που ονομάζουμε γεωκουλτούρα. Σημαίνει όμως, οτι δεν πρέπει να περιμένουμε ούτε πολιτισμική ούτε πολιτική ομοιογένεια σε μια παγκόσμια οικονομία. Αυτό που ενοποιεί την δομή περισσότερο, είναι ο καταμερισμός εργασίας που εγκαθίσταται στο εσωτερικό της.
Ο καπιταλισμός δεν είναι η απλή ύπαρξη προσώπων ή επιχειρήσεων που παράγουν και πουλούν στην αγορά με την επιδίωξη την απόκτηση κέρδους. Τέτοια πρόσωπα και επιχειρήσεις έχουν υπάρξει για χιλιάδες χρόνια σε όλες τις άκρες του κόσμου. Ούτε είναι η ύπαρξη προσώπων που δουλεύουν έναντι μισθού, επαρκής για έναν ορισμό του καπιταλισμού. Η μισθωτή εργασία ήταν επίσης γνωστή για χιλιάδες χρόνια. Βρισκόμαστε σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, μόνο όταν το σύστημα δίνει προτεραιότητα στην ασταμάτητη (endless) συσσώρευση κεφαλαίου. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον ορισμό, μόνο το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα είναι πραγματικά ένα καπιταλιστικό σύστημα. Η ασταμάτητη συσσώρευση είναι μια πολύ απλή έννοια: σημαίνει οτι τα άτομα και οι επιχειρήσεις συσσωρεύουν κεφάλαιο, με σκοπό να συσσωρεύσουν ακόμη περισσότερο κεφάλαιο, μια διαδικασία που είναι συνεχής και ασταμάτητη. Όταν λέμε οτι το σύστημα «δίνει προτεραιότητα» σε αυτήν την ασταμάτητη συσσώρευση, εννοούμε οτι υπάρχουν δομικοί μηχανισμοί δια μέσου των οποίων, όποιος δρά με άλλα κίνητρα έξω απο την συσσώρευση τιμωρείται και εξοστρακίζεται απο την κοινωνική σκηνή, ενώ αυτός που δρά με το «σωστό» κίνητρο, αμοίβεται και αν είναι επιτυχής, πλουτίζει.
Η παγκόσμια οικονομία και το καπιταλιστικό σύστημα πάνε μαζί. Αφού οι παγκόσμιες οικονομίες δεν διαθέτουν την συγκολλητική ουσία μια ενιαίας πολιτικής δομής ή μιας ενιαίας κουλτούρας, αυτό που τις κρατά σε συνοχή είναι η αποτελεσματικότητα του καταμερισμού εργασίας. Κι αυτή η αποτελεσματικότητα είναι μια λειτουργία του συνεχώς αυξανόμενου πλούτου που ένα καπιταλιστικό σύστημα προσφέρει. Έως τους σύγχρονους καιρούς οι παγκόσμιες οικονομίες που είχαν χτιστεί, είτε διαλύθηκαν, είτε μετατράπηκαν με στρατιωτικά μέσα σε παγκόσμιες αυτοκρατορίες. Ιστορικά, η μόνη παγκόσμια οικονομία που επιβίωσε για μακρό διάστημα είναι το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα, κι αυτό γιατί το καπιταλιστικό σύστημα ρίζωσε και σταθεροποιήθηκε ως το κύριο χαρακτηριστικό του.
Απο την άλλη μεριά, ένα καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο, παρά σε αυτό της παγκόσμιας οικονομίας. Θα δούμε παρακάτω πως το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί μια πολύ ειδική σχέση μεταξύ των παραγωγών και των κρατούντων της πολιτικής εξουσίας. Αν οι τελευταίοι είναι πολύ ισχυροί, όπως σε μια αυτοκρατορία, τα συμφέροντά τους θα υπερκεράσουν αυτά των οικονομικών παραγωγών και η ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου θα πάψει να είναι προτεραιότητα. Οι καπιταλιστές χρειάζονται μια πολύ μεγάλη αγορά (συνεπώς τα μικροσυστήματα είναι πολύ στενά γι αυτούς) αλλά επίσης χρειάζονται και μια πληθώρα κρατών, για να κερδίσουν το πλεονέκτημα να δουλεύουν με κράτη, να περιορίζουν κράτη που στέκονται εμπόδιο στα συμφέροντά τους, και να στηρίζουν κράτη που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Μόνο η ύπαρξη πολλών κρατών μέσα στον γενικό καταμερισμό εργασίας εξασφαλίζει αυτή την δυνατότητα. 
….Μια καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία είναι ένα σύνολο πολλών θεσμών, ο συνδυασμός των οποίων εξηγεί τις διαδικασίες της, και οι οποίοι, όλοι, συνδέονται μεταξύ τους. Οι βασικοί θεσμοί είναι η αγορά, ή καλύτερα οι αγορές, τα διάφορα κράτη μέσα σε ένα διακρατικό σύστημα, τα νοικοκυριά, οι τάξεις και οι ομάδες κοινωνικού στάτους (=κύρους) (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Weber, που κάποιοι τα τελευταία χρόνια έχουν αντικαταστήσει με τον όρο «ταυτότητες»). Αυτοί είναι όλοι θεσμοί, που έχουν δημιουργηθεί μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας. Φυσικά τέτοιοι θεσμοί έχουν ομοιότητες με θεσμούς που προ-υπήρχαν σε προηγούμενα ιστορικά συστήματα και στους οποίους είχαμε δώσει παρόμοιες ονομασίες. Όμως το να χρησιμοποιούμε ίδιες ονομασίες για θεσμούς που ανήκουν σε διαφορετικά οικονομικά συστήματα πολλές φορές μπερδεύει αντί να ξεκαθαρίζει την ανάλυση. Γι αυτό είναι καλύτερα να σκεφτόμαστε για την ομάδα θεσμών του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος ως ανήκουσα σε αυτό ειδικά το σύστημα και σε κανένα άλλο.
Ας ξεκινήσουμε με τις αγορές, καθώς θεωρούνται το κατ’εξοχήν στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος. Μια αγορά είναι καί μια συγκεκριμένη τοπικά οριοθετημένη δομή όπου άτομα ή εταιρίες αγοράζουν και πουλούν εμπορεύματα, αλλά καί ένας εικονικός θεσμός σε χωρική απόσταση, όπου συμβαίνει το ίδιο είδος ανταλλαγών. Το πόσο μεγάλη και εκτεταμένη είναι μια εικονική αγορά (virtual market), εξαρτάται απο τις ρεαλιστικές εναλλακτικές που έχουν οι αγοραστές και οι πωλητές σε μια δεδομένη στιγμή. Από άποψη αρχής, σε μια καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία, η εικονική αγορά καλύπτει το σύνολο της οικονομίας. Όπως όμως θα δούμε, υπάρχουν όρια σε αυτόν τον κανόνα και παρεμβάσεις που δημιουργούν συχνά πιό στενές και πιό «προστατευόμενες» αγορές. Υπάρχουν φυσικά ξεχωριστές εικονικές αγορές για κάθε εμπόρευμα, όπως και για το κεφάλαιο, όπως και για διαφορετικά είδη εργασίας. Όμως σε βάθος χρόνου, μπορεί επίσης να ειπωθεί πως υπάρχει μια μοναδική παγκόσμια εικονική αγορά για όλους τους συντελεστές της παραγωγής συνδυασμένους, παρόλα τα εμπόδια που υπάρχουν για την ελεύθερη λειτουργία της. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί αυτήν την παγκόσμια εικονική αγορά, σαν έναν μαγνήτη για όλους τους παραγωγούς και αγοραστές, του οποίου η έλξη είναι ένας συνεχής πολιτικός παράγοντας στην λήψη αποφάσεων για όλους- τα κράτη, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά, τις τάξεις και τις ομάδες στάτους (ή ταυτότητες). Αυτή η ολοκληρωμένη εικονική αγορά είναι μια πραγματικότητα με την έννοια οτι επηρρεάζει όλη την διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά ποτέ δεν λειτουργεί πλήρως και ελεύθερα (δηλαδή χωρίς παρεμβάσεις). Η απόλυτα ελεύθερη αγορά λειτουργεί ως ιδεολογία, ως μύθος και ως επιρροή περιορισμών για άλλους θεσμούς, αλλά ποτέ ως μια καθημερινή πραγματικότητα.
Ένας απο τους λόγους για τους οποίους δεν είναι μια καθημερινή πραγματικότητα η απόλυτα ελεύθερη αγορά, είναι το ότι αν ποτέ ήταν όντως απόλυτα ελεύθερη, θα ήταν αδύνατη η ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αφού είναι σίγουρα αλήθεια οτι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αγορές, κι είναι επίσης αλήθεια οτι οι καπιταλιστές λένε συνέχεια οτι θέλουν ελεύθερες αγορές. Όμως οι καπιταλιστές στην ουσία, δεν χρειάζονται απόλυτα ελεύθερες αγορές, παρα μόνον μερικώς ελεύθερες. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος. Υποθέστε οτι υπήρχε όντως μια παγκόσμια αγορά όπου όλοι οι συντελεστές της παραγωγής ήταν απολύτως ελεύθεροι, όπως τα εγχειρίδια οικονομίας συνήθως το ορίζουν αυτό –δηλαδή, μια αγορά όπου οι συντελεστές έρρεαν χωρίς περιορισμό, όπου υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός πωλητών και πολύ μεγάλος αριθμός αγοραστών, και στην οποία υπήρχε τέλεια πληροφόρηση (που σημαίνει ότι όλοι οι αγοραστές κι όλοι οι πωλητές γνώριζαν την ακριβή κατάσταση για όλα τα κόστη παραγωγής). Σε μια τέτοια τέλεια αγορά, θα ήταν πάντοτε δυνατό για τους αγοραστές να διαπραγνατευτούν με τους πωλητές στο απόλυτα μικρότερο ποσοστό κέρδους (ας πούμε ένα μόλις λεπτό), κι αυτό το χαμηλό επίπεδο κέρδους θα καθιστούσε το καπιταλιστικό παιχνίδι παντελώς αδιάφορο στους παραγωγούς, αφαιρώντας το βασικό κοινωνικό στήριγμα απο το σύστημα.
Αυτό που οι πωλητές πάντα προτιμούν είναι το μονοπώλιο, γιατί τότε μπορούν να δημιουργήσουν σχετικά μεγάλο περιθώριο ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και την τιμή πώλησης, κι έτσι να πραγματοποιήσουν μεγάλα ποσοστά κέρδους. Βέβαια, απόλυτα μονοπώλια είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσουν, και σπάνιο, οιωνεί-μονοπώλια όμως, δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθούν. Αυτό που κάποιος χρειάζεται πάνω απόλα, είναι η υποστήριξη του μηχανισμού ενός σχετικά ισχυρού κράτους, που μπορεί να επιβάλει ένα οιωνεί-μονοπώλιο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό. Ένας απο τους πιο βασικούς είναι το σύστημα των πατεντών που μπορεί να κρατήσει τα δικαιώματα μιας «εφεύρεσης» για έναν συγκεκριμένο αριθμό χρόνων. Αυτό είναι που κάνει βασικά τα «νέα» προϊόντα, τα πιο ακριβά για τους καταναλωτές και τα πιο επικερδή για τους παραγωγούς τους. Βέβαια, οι πατέντες συχνά παραβιάζονται, και σε κάθε περίπτωση κάποια στιγμή λήγουν, αλλά γενικά προστατεύουν ένα οιωνεί-μονοπώλιο για κάποια χρόνια. Ακόμα κι έτσι, η παραγωγή που προστατεύεται απο πατέντα παραμένει οιωνεί-μονοπώλιο, αφού μπορεί να υπάρχουν παρόμοια προϊόντα στην αγορά που δεν καλύπτονται απο την πατέντα. Αυτός είναι ο λόγος που η κατάσταση των λεγόμενων πρωτοποριακών προϊόντων (leading products) (δηλαδή των προϊόντων που είναι καί νέα, καί κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά εμπορευμάτων) συνιστά ολιγοπώλιο παρά απόλυτο μονοπώλιο. Τα ολιγοπώλια ωστόσο είναι αρκετά για να πραγματοποιήσουν το επιθυμητό υψηλό ποσοστό κέρδους, ειδικά όταν οι διάφορες εταιρίες συχνά συνομωτούν για να ελαχιστοποιήσουν τον ανταγωνισμό στις τιμές.

Οι πατέντες δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο τα κράτη μπορούν να φτιάξουν οιωνεί-μονοπώλια. Οι κρατικοί περιορισμοί σε εισαγωγές και εξαγωγές (τα λεγόμενα προστατευτικά μέτρα) είναι ένας άλλος τρόπος. Κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές είναι ένας τρίτος τρόπος. Η ικανότητα των ισχυρών κρατών να χρησιμοποιούν την δύναμή τους για να εμποδίζουν τα ανίσχυρα κράτη να παίρνουν αντι-προστατευτικά μέτρα είναι ακόμη ένας τρόπος. Ο ρόλος των κρατών ως μεγάλων αγοραστών συγκεκριμένων προϊόντων με την προθυμία να πληρώνουν υψηλές τιμές είναι κι αυτός ένας άλλος τρόπος. Και τέλος οι ρυθμίσεις που επιβάλλουν περιορισμούς ή βάρη στους παραγωγούς, μπορούν ευκολότερα να απορροφηθούν απο τους μεγάλους παραγωγούς αλλά να παραλύουν τους μικρούς, μια ασσυμετρία που εξαφανίζει τους μικρούς παραγωγούς απο την αγορά κι έτσι ενισχύει το ολιγοπώλιο. Οι τρόποι με τους οποίους τα κράτη παρεμβαίνουν στην εικονική αγορά είναι τόσο εκτεταμένοι, που συνιστούν θεμελιώδη παράγοντα στον προσδιορισμό των τιμών και των κερδών. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις το καπιταλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί, ούτε καν να επιβιώσει.
Παρόλα αυτά υπάρχουν δύο σύμφυτα αντι-μονοπωλιακά στοιχεία στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Πρώτα απόλα η πρόοδος ενός μονοπωλίου σημαίνει την οπισθοχώρηση ενός άλλου παραγωγού. Οι χαμένοι θα παλέψουν φυσικά με πολιτικά μέσα να αφαιρέσουν τα προνόμια των νικητών. Μπορούν να το κάνουν αυτό με πολιτική πάλη εντός των κρατών όπου έχουν έδρα οι μονοπωλιακοί παραγωγοί, επικαλούμενοι το δόγμα της ελεύθερης αγοράς και προσφέροντας στήριξη σε πολιτικούς που είναι διατεθειμένοι να σταματήσουν ένα συγεκριμένο μονοπωλιακό προνόμιο. Ή μπορούν να πείσουν άλλα κράτη να αγνοήσουν το παγκόσμιο μονοπώλιο, και να κάνουν χρήση της κρατικής τους ισχύος ενισχύοντας ανταγωνιστικούς παραγωγούς στο εσωτερικό τους. Και οι δυό μέθοδοι χρησιμοποιούνται ευρέως. Συνεπώς, σε βάθος χρόνου, κάθε οιωνεί-μονοπώλιο αποδυναμώνεται με την είσοδο κι άλλων παραγωγών στην αγορά.
Τα οιωνεί-μονοπώλια είναι λοιπόν, αυτο-διαλυόμενα μετά απο κάποιο χρόνο. Ωστόσο διαρκούν για αρκετό χρόνο (ας πούμε τριάντα χρόνια), τόσο όσο να διασφαλίσουν αξιοσημείωτη συσσώρευση κεφαλαίου γι αυτούς που τα ελέγχουν. Όταν ένα οιωνεί-μονοπώλιο παύει να λειτουργεί, οι μεγάλοι αποθησαυριστές κεφαλαίου απλά μεταφέρουν το κεφάλαιό τους σε ένα νέο πρωτοποριακό προϊόν ή σε ολότελα νέες πρωτοποριακές βιομηχανίες. Το αποτέλεσμα είναι ένας κύκλος πρωτοποριακών προϊόντων. Τα πρωτοποριακά προϊόντα έχουν σχετικά μικρή ζωή, αλλά ακολουθούνται συνεχώς απο άλλες πρωτοποριακές βιομηχανίες. Έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται διαρκώς. Όταν οι πρωτοποριακές βιομηχανίες χάνουν την «πρωτοπορία» τους, γίνονται όλο και πιο «ανταγωνιστικές», που σημαίνει, όλο και λιγότερο επικερδείς. Βλέπουμε αυτό το μοντέλο στην πράξη συνέχεια.
Οι εταιρίες είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές στην αγορά. Οι εταιρίες είναι κανονικά οι ανταγωνιστές άλλων εταιριών που λειτουργούν στην ίδια εικονική αγορά. Είναι επίσης σε σύγκρουση με τις εταιρίες απο τις οποίες αγοράζουν τις εισροές τους και με τις εταιρίες στις οποίες πουλούν τα προϊόντα τους. Σκληρή ενδοκαπιταλιστική αντιπαλότητα είναι το όνομα του παιχνιδιού. Και μόνο ο δυνατότερος κι ο πιο ευέλικτος θα επιβιώσει. Κάποιος πρέπει να γνωρίζει πως η χρεωκοπία ή η απορρόφηση απο μια πιό ισχυρή εταιρία είναι το καθημερινό ψωμί των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Δεν επιτυγχάνουν όλοι οι επιχειρηματίες καπιταλιστές στην συσσώρευση κεφαλαίου. Κάθε άλλο. Αν όλοι επιτύγχαναν, τότε θα κατέληγαν να αποκτάει ο καθένας ένα πολύ μικρό κεφάλαιο. Έτσι, οι επαναλαμβανόμενες «αποτυχίες» των εταιριών, όχι μόνο αποψιλώνουν την περιοχή απο αδύναμους ανταγωνιστές, αλλά είναι και μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για την ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί και την συνεχή διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.
Είναι βέβαιο οτι υπάρχει μια καθοδική πορεία στην ανάπτυξη του αριθμού των εταιριών, είτε οριζόντια (στο ίδιο προϊόν), κάθετα (σε διαφορετικά στάδια στην αλυσίδα παραγωγής) ή όπως θα λέγαμε «ορθογώνια» (σε σχέση με άλλα προϊόντα όχι στενά συνδεόμενα). Το μέγεθος μειώνει το κόστος μέσω των λεγόμενων οικονομιών κλίμακας. Όμως το μέγεθος προσθέτει κόστος στην διεύθυνση και τον συντονισμό, και πολλαπλασιάζει τα ρίσκα διευθυντικών ατελειών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης, υπάρχει μια συνεχής διαδικασία ζίγκ-ζάγκ όπου εταιρίες γίνονται μεγαλύτερες κι ύστερα γίνονται πάλι μικρότερες. Όμως δεν πρόκειται για ένα κύκλο πάνω και κάτω. Παγκόσμια έχει παρατηρηθεί, σε μακρό χρόνο, η αύξηση των εταιριών σε μέγεθος, με την ιστορική διαδικασία να παίρνει μια μορφή μηχανισμού δυό οδοντοτών τροχών, με δυό βήματα μπρός κι ένα πίσω συνεχόμενα. Το μέγεθος των εταιριών έχει άμεσες πολιτικές συνέπειες. Το μεγάλο μέγεθος δίνει στις εταιρίες μεγαλύτερη πολιτική επιρροή, αλλά τις κάνει επίσης και πιο ευάλωτες σε πολιτικές επιθέσεις, απο τους ανταγωνιστές, τους υπαλλήλους και τους καταναλωτές. Αλλά κι εδώ πάλι η γενική τάση είναι ένας μηχανισμός προς τα πάνω, πρός την μεγαλύτερη πολιτική επιρροή σε βάθος χρόνου.
Ο κάθετος καταμερισμός εργασίας της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας χωρίζει την παραγωγή σε «πυρηνικά» και σε περιφερειακά προϊόντα. Πυρήνας και περιφέρεια είναι μια σχεσιακή έννοια. Αυτό που εννοούμε με την έννοια πυρήνας-περιφέρεια είναι ο βαθμός κερδοφορίας της διαδικασίας παραγωγής. Εφόσον η κερδοφορία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον βαθμό μονοπωλιακής συσσώρευσης, αυτό που ουσιαστικά εννοούμε λέγοντας πυρηνικές διαδικασίες παραγωγής είναι αυτές που ελέγχονται απο τα οιωνεί-μονοπώλια. Περιφερειακές είναι οι διαδικασίες που είναι πραγματικά ανταγωνιστικές. Όταν συμβαίνει ανταλλαγή, τα πραγματικά ανταγωνιστικά προϊόντα βρίσκονται σε αδύναμη θέση, ενώ τα οιωνεί-μονοπωλιακά προϊόντα βρίσκονται σε ισχυρή θέση. Σαν αποτέλεσμα, υπάρχει μια συνεχής ροή υπεραξίας απο τους παραγωγούς των περιφερειακών προς τους παραγωγούς των πυρηνικών προϊόντων. Αυτό έχει ονομαστεί άνιση ανταλλαγή.
Φυσικά, η άνιση ανταλλαγή δεν είναι ο μόνος τρόπος για την μετακίνηση συσσωρευμένου κεφαλαίου απο τις πολιτικά ανίσχυρες στις πολιτικά ισχυρές περιοχές. Υπάρχει επίσης και η λεηλασία, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατα την περίοδο της αφομοίωσης νέων χωρών στην παγκόσμια οικονομία (λόγου χάρη ό,τι έκαναν οι Ισπανοί κατακτητές με τον χρυσό της Νότιας Αμερικής). Όμως η λεηλασία είναι μια αυτο-διαλυόμενη διαδικασία: γρήγορα τελειώνει. Είναι σαν να σκοτώνεις την χήνα που γεννάει τα χρυσά αυγά. Βέβαια, όταν οι συνέπειες είναι μεσοπρόθεσμες αλλά τα κέρδη βραχυπρόθεσμα, υπάρχει ακόμα αρκετή λεηλασία στον σύγχρονο κόσμο, όσο κι αν σκανδαλιζόμαστε να το ακούμε αυτό. Όταν η Enron χρεωκοπεί αμέσως ύστερα απο την μεταβίβαση τεράστιων ποσών σε ελάχιστους διευθυντές της με μορφή μπόνους, αυτό είναι στην πραγματικότητα λεηλασία. Όταν μέσω ιδιωτικοποιήσεων πρώην κρατικής ιδιοκτησίας μαφιόζοι-επιχειρηματίες θησαυρίζουν και την αφήνουν ύστερα χρεωκοπημένη και κατεστραμένη, αυτό είναι μια σύγχρονη μορφή λεηλασίας. Αυτο-διαλυόμενη διαδικασία ναί, αλλά μόνο εφόσον έχει γίνει μια καταστροφή στο παγκόσμιο παραγωγικό σύστημα και τελικά και στην ίδια την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία.
Εφόσον τα οιωνεί-μονοπώλια εξαρτώνται απο την προστασία ισχυρών κρατών, έχουν έδρα κατά κανόνα –νομικά, φυσικά και ιδιοκτησιακά- μέσα σε αυτά τα κράτη. Υπάρχει συνεπώς μια γεωγραφική επίπτωση απο την σχέση πυρήνα και περιφέρειας. Οι διαδικασίες του πυρήνα έχουν την τάση να συγκεντρώνονται σε λίγα κράτη και να αποτελούν το κύριο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας σε αυτά τα κράτη. Οι περιφερειακές διαδικασίες έχουν την τάση να διασκορπίζονται σε μεγάλο αριθμό κρατών, και να αποτελούν το κύριο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας σε αυτά τα κράτη. Έτσι, χάριν συντομίας μπορούμε να μιλάμε για πυρηνικά και περιφερειακά κράτη, αρκεί να θυμόμαστε οτι μιλάμε στ’ αλήθεια για μια σχέση μεταξύ διαδικασιών παραγωγής. Ορισμένα κράτη έχουν μια σχεδόν ισορροπημένη μίξη μεταξύ πυρηνικών και περιφερειακών διαδικασιών παραγωγής. Μπορούμε να αποκαλούμε αυτά τα κράτη ημι-περιφερειακά κράτη. Έχουν, όπως θα δούμε, ειδικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι ωστόσο χωρίς νόημα να μιλάμε για ημι-περιφερειακές διαδικασίες παραγωγής.
Εφόσον, όπως είδαμε, τα οιωνεί-μονοπώλια κάποτε εξαντλούνται, αυτό που είναι σήμερα πυρηνική διαδικασία, αύριο θα γίνει περιφερειακή. Η οικονομική ιστορία του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος είναι γεμάτη με μεταστροφές, ή υποβαθμίσεις προϊόντων πρώτα προς τις ημιπεριφερειακές και ύστερα προς τις περιφερειακές χώρες. Γύρω στα 1800 η παραγωγή υφασμάτων ήταν πιθανόν η πιο σημαντική πυρηνική διαδικασία παραγωγής, ενώ το 2000 ήταν σαφώς μια απο τις λιγότερο επικερδείς περιφερειακές διαδικασίες παραγωγής. Το 1800 αυτά τα υφάσματα παράγονταν κυρίως σε πολύ λίγες χώρες (βασικά στην Αγγλία και κάποιες άλλες χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης). Το 2000 τα υφάσματα παράγονταν σε κάθε γωνιά του παγκόσμιου συστήματος, ειδικά τα φτηνά υφάσματα. Η διαδικασία έχει επαναληφθεί με πάρα πολλά άλλα προϊόντα. Σκεφτείτε το ατσάλι, τα αυτοκίνητα, ακόμα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτού του είδους η μεταστροφή δεν έχει καμμιά επίπτωση στην δομή του συστήματος καθεαυτού. Το 2000 υπήρχαν άλλες πυρηνικές παραγωγές (πχ. αεροσκάφη και γενετική μηχανική) που ήταν συγκεντρωμένες σε πολύ λίγες χώρες. Υπήρχαν πάντα νέες πυρηνικές παραγωγές να αντικαταστήσουν τις παλιές που είχαν γίνει πιο “ανταγωνιστικές” (δηλαδή πραγματικά ανταγωνιστικές, δηλαδή λιγότερο επικερδείς) και είχαν μετακινηθεί έξω απο τα κράτη όπου είχαν αρχικά αναπτυχθεί.
Ο ρόλος του κάθε κράτους είναι πολύ διαφορετικός απέναντι στις παραγωγικές διαδικασίες, εξαρτώμενος πάντα απο την μίξη πυρηνικών-περιφερειακών διαδικασιών παραγωγής στο εσωτερικό του. Τα ισχυρά κράτη που έχουν ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό πυρηνικών διαδικασιών στο εσωτερικό τους, δίνουν έμφαση στο ρόλο της προστασίας των οιωνεί-μονοπωλίων που εκτελούν αυτές τις διαδικασίες. Τα πολύ αδύναμα κράτη που έχουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό περιφερειακών διαδικασιών παραγωγής στο εσωτερικό τους είναι συνήθως ανίκανα να κάνουν κάτι για να επηρρεάσουν τον κάθετο καταμερισμό εργασίας, και στην ουσία υποχρεώνονται να τον αποδεχτούν.
Τα ημιπεριφερειακά κράτη που έχουν μια σχετικά ίση αναλογία με πυρηνικές και περιφερειακές διαδικασίες, βρίσκονται στην πιό δύσκολη θέση. Δεχόμενα πίεση απο τα πυρηνικά κράτη και ασκώντας τα ίδια πίεση στα περιφερειακά, κάνουν ό,τι μπορούν για να μην γλιστρήσουν προς την περιφέρεια, και αν είναι δυνατόν να προσεγγίσουν τον πυρήνα. Καμμιά απο τις δυό προσπάθειες δεν είναι εύκολη, και οι δύο απαιτούν μεγάλη εμπλοκή του ενδιαφερόμενου κράτους με την παγκόσμια αγορά. Είναι αυτά τα ημιπερειφερειακά κράτη που βάζουν σε εφαρμογή και υπερασπίζονται δημόσια τα λεγόμενα προστατευτικά μέτρα με σκοπό να «προστατέψουν» την παραγωγή τους απο ξένες εταιρίες και παράλληλα να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των εγχώριων εταιριών για να είναι πιό ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά. Είναι πρόθυμοι υποδοχείς για την μετεγκατάσταση πρώην πρωτοποριακών βιομηχανιών, την οποία την βαφτίζουν αυτή την εποχή «οικονομική ανάπτυξη». Σε αυτήν την περίπτωση ανταγωνιστές τους δεν είναι τα πυρηνικά κράτη, αλλά άλλα ημιπεριφερειακά κράτη που επίσης θέλουν να υποδεχτούν την μετεγκατάσταση παραγωγής πρώην πρωτοποριακών προϊόντων στο εσωτερικό τους. Αυτές οι βιομηχανίες δεν πάνε παντού ταυτόχρονα, ούτε μετεγκαθίστανται στον ίδιο βαθμό. Στην αρχή του 21ου αιώνα τέτοιες ημιπεριφερειακές χώρες μπορούν να χαρακτηρισθούν η Νότιος Κορέα, η Βραζιλία και η Ινδία –χώρες με ισχυρές επιχειρήσεις που εξάγουν προϊόντα (για παράδειγμα ατσάλι, αυτοκίνητα, φάρμακα) σε περιφερειακές ζώνες, αλλά ταυτόχρονα σχετίζονται με τις ζώνες του πυρήνα ως εισαγωγείς πιο «εξελιγμένων» προϊόντων.
Η φυσιολογική εξέλιξη των προτωπόρων βιομηχανιών –η αργή ρευστοποίηση-διάλυση των οιωνεί-μονοπωλίων- είναι αυτή που εξηγεί τους κυκλικούς ρυθμούς της παγκόσμιας οικονομίας. Μια βασική πρωτοπόρα βιομηχανία θα είναι αρχικά και το βασικό κίνητρο για την επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας, και θα καταλήξει σε αξιοσημείωτη συσσώρευση κεφαλαίου. Αλλά επίσης οδηγεί και σε επέκταση της απασχόλησης στην παγκόσμια οικονομία, σε υψηλότερους μισθούς και σε μια γενική αίσθηση σχετικής ευημερίας. Καθόσον όλο και περισσότερες εταιρίες θα μπαίνουν στην αγορά του πρώην μονοπωλίου, θα εμφανιστεί «υπερπαραγωγή» (δηλαδή, πολύ περισσότερη παραγωγή απο την πραγματική ζήτηση σε ένα δεδομένο χρόνο) και κατα συνέπεια αυξημένος ανταγωνισμός στις τιμές (εξαιτίας της συμπίεσης της ζήτησης), μειώνοντας έτσι τα ποσοστά κέρδους. Σε κάποιο σημείο συσσωρεύονται απούλητα προϊόντα με αποτέλεσμα την μείωση της παραγωγής.
Όταν αυτό συμβαίνει, βλέπουμε μια αναστροφή της κυκλικής καμπύλης της παγκόσμιας οικονομίας. Μιλάμε τότε για στασιμότητα ή για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας. Τα ποσοστά της ανεργίας αυξάνονται σε όλον τον κόσμο. Οι παραγωγοί αναζητούν τρόπους να μειώσουν το κόστος για να κρατήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά. Ένας απο τους μηχανισμούς είναι η μετεγκατάσταση των διαδικασιών παραγωγής σε ζώνες που έχουν ιστορικά χαμηλότερους μισθούς, δηλαδή σε ημιπεριφερειακές χώρες. Αυτή η κίνηση ασκεί πίεση στο ύψος των μισθών καί σε αυτές τις διαδικασίες που παραμένουν στις ζώνες του πυρήνα, και οι μισθοί τείνουν να μειώνονται καί εκεί. Η ενεργή ζήτηση η οποία πρίν ήταν χαμηλή λόγω της υπερπαραγωγής, τώρα χαμηλώνει ακόμη περισσότερο λόγω της μείωσης του εισοδήματος των καταναλωτών. Σε μια τέτοια συνθήκη δεν είναι απαραίτητα όλοι οι παραγωγοί που χάνουν. Υπάρχει προφανώς άκρως αυξημένος ανταγωνισμός ανάμεσα στις εταιρίες του διαλυμένου ολιγοπώλιου που τώρα μπαίνουν σε αυτές τις πρακτικές της μείωσης του κόστους παραγωγής. Παλεύουν η μιά την άλλη αλύπητα, συνήθως και με την βοήθεια των μηχανισμών των κρατών τους. Κάποια κράτη και κάποιοι παραγωγοί επιτυγχάνουν στο να «εξάγουν ανεργία» απο ένα κράτος του πυρήνα σε κάποιο άλλο. Συστημικά υπάρχει συρρίκνωση, αλλά συγκεκριμένα κράτη του πυρήνα και κυρίως συγκεκριμένα ημιπεριφερειακά κράτη δείχνουν να τα πηγαίνουν αρκετά καλά.
Η διαδικασία που περιγράφουμε –επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας όταν υπάρχουν οιωνεί-μονοπωλιακές πρωτοπόρες βιομηχανίες, και συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας όταν υπάρχει ύφεση της έντασης του οιωνεί-μονοπωλίου- μπορεί να σχεδιαστεί σαν μια άνω και κάτω καμπύλη της λεγόμενης Α (επέκταση) και Β (στασιμότητα) φάσης. Ένας κύκλος που αποτελείται απο μια Α φάση η οποία ακολουθείται απο μια Β φάση, αναφέρεται μερικές φορές ως ο κύκλος του Kondratieff, προς τιμή του οικονομολόγου που περιέγραψε με σαφήνεια αυτό το φαινόμενο στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι κύκλοι του Kondratieff έως τώρα διαρκούν κάπου στα πενήντα με εξήντα χρόνια σε μάκρος. Η ακριβής διάρκειά τους εξαρτάται απο τα πολιτικά μέτρα που παίρνουν τα κράτη για να αποτρέψουν την φάση Β, και ειδικά απο τα μέτρα που παίρνονται για την ανάκαμψη απο την φάση Β στην βάση νέων προτοπόρων βιομηχανιών που μπορούν να πυροδοτήσουν μια νέα φάση Α.
Όταν ολοκληρώνεται ένας κύκλος Kondratieff, ποτέ δεν επιστρέφει η κατάσταση που υπήρχε στην αρχή του κύκλου. Αυτό συμβαίνει γιατί ό,τι γίνεται στην φάση Β με σκοπό την μετάβαση ξανά σε μια φάση Α, αλλάζει σε σημαντικό βαθμό τις παραμέτρους του παγκόσμιου συστήματος. Οι αλλαγές που λύνουν το άμεσο (ή βραχυπρόθεσμο) πρόβλημα της ανεπαρκούς επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας (ένα ουσιαστικό στοιχείο για την διατήρηση της δυνατότητας για ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου) μπορεί μεν να επαναφέρουν μια μεσοπρόθεσμη ισορροπία αλλά δημιουργούν προβλήματα στην δομή, μακροπρόθεσμα. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ονομάζουμε μια αιωνόβια τάση (secular trend). Μια αιωνόβια τάση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια καμπύλη της οποίας η τετμημένη (ή ο άξονας x) καταγράφει το χρόνο και η τεταγμένη (ή ο άξονας y) μετράει ένα φαινόμενο με το ποσοστό που έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μέσα σε μια ομάδα με πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Αν μέσα στο χρόνο το ποσοστό κινείται ανοδικά με ένα συνολικά γραμμικό τρόπο, σημαίνει εξορισμού (αφού η τεταγμένη είναι σε ποσοστά) ότι σε κάποιο σημείο δεν θα μπορεί να συνεχίσει να κινείται έτσι. Αυτό το ονομάζουμε το φτάσιμο του ασύμπτωτου (reaching the asymptote), ή αλλιώς το σημείο του 100%. Κανένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν μπορεί να υπερβεί το 100% μιας ομάδας χαρακτηριστικών. Αυτό σημαίνει πως όσο λύνουμε τα μεσοπρόθεσμα προβλήματα με το ανεβαίνουμε προς τα πάνω στην καμπύλη, όλο και πλησιάζουμε στο μακροπρόθεσμο πρόβλημα της προσέγγισης του ασύμπτωτου.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα για να δούμε πώς δουλεύει το ασύμπτωτο στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Ένα απο τα προβλήματα που είδαμε στους κύκλους Kondratieff ήταν οτι σε ένα ορισμένο σημείο οι βασικές διαδικασίες παραγωγής γίνονται λιγότερο επικερδείς και αυτές οι διαδικασίες αρχίζουν να μετακινούνται για να μειώσουν τα κόστη παραγωγής. Εντωμεταξύ εμφανίζεται αυξημένη ανεργία στις χώρες του πυρήνα κι αυτό επηρρεάζει την παγκόσμια ενεργή ζήτηση. Μπορεί συγκεκριμένες εταιρίες να μειώνουν τα κόστη τους αλλά το σύνολο των εταιριών βρίσκει δυσκολία στο να αποκτήσει ικανό αριθμό πελατών-καταναλωτών. Ένας τρόπος για να αποκατασταθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ενεργούς ζήτησης είναι η αύξηση των αμοιβών του μέσου εργαζόμενου στις χώρες του πυρήνα, κι αυτό έχει συχνά συμβεί στο τέλος των περιόδων Β του κύκλου του Kondratieff. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το είδος της ενεργούς ζήτησης που απαιτείται για να παρέχει ικανό αριθμό πελατών για τα νέα πρωτοποριακά προϊόντα. Ωστόσο, φυσικά, υψηλότερες αμοιβές σημαίνουν λιγότερα κέρδη για τους επιχειρηματίες. Σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό μπορεί να ισοσταθμιστεί με την επέκταση της δεξαμενής των μισθωτών εργατών κάπου αλλού στον κόσμο, με εργάτες που θα είναι πρόθυμοι να δουλέψουν με ένα χαμηλότερο επίπεδο μισθών. Αυτό μπορεί να γίνει με την είσοδο καινούργιων πληθυσμών στην δεξαμενή της μισθωτής εργασίας, για τους οποίους οι χαμηλότεροι μισθοί αντιπροσωπεύουν στην ουσία μια άυξηση στα πραγματικά τους εισοδήματα. Αλλά φυσικά, όταν κάποιος τραβάει «νέα» άτομα στην δεξαμενή της μισθωτής εργασίας, την ίδια στιγμή μειώνει τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται ακόμα έξω απο αυτή την δεξαμενή. Θα φτάσει μια στιγμή που η δεξαμενή θα μειωθεί τόσο πολύ σε βαθμό που θα πάψει να υπάρχει. Τότε φτάνουμε στο ασύμπτωτο. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το ζήτημα στο τελευταίο κεφάλαιο όταν θα συζητήσουμε την δομική κρίση του εικοστού πρώτου αιώνα.
Είναι προφανές πως το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί την ύπαρξη εργατών που προσφέρουν την εργασία για τις διαδικασίες παραγωγής. Συχνά λέγεται οτι αυτοί οι εργάτες είναι προλετάριοι, δηλαδή μισθωτοί εργάτες που δεν έχουν άλλα εναλλακτικά μέσα διαβίωσης (γιατί είναι χωρίς γή και χωρίς χρηματικά ή ιδιοκτησιακά αποθέματα). Αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Είναι τουλάχιστον μη ρεαλιστικό να σκέφτεται κανείς τους εργάτες ως ξεχωριστά άτομα. Σχεδόν όλοι οι εργάτες είναι συνδεδεμένοι με άλλα πρόσωπα σε δομές νοικοκυριών (households) που φυσιολογικά ενώνουν πρόσωπα διαφορετικού φύλου και διαφορετικής ηλικίας. Πολλές, ίσως οι περισσότερες, απο αυτές τις δομές νοικοκυριού μπορούν να ονομαστούν οικογένειες, αλλά οι οικoγενειακοί δεσμοί δεν είναι οι μόνοι που μπορούν να ενώσουν ένα νοικοκυριό. Τα νοικοκυριά συχνά έχουν κοινή κατοικία, αλλά στην πραγματικότητα, λιγότερο συχνά απότι κανείς φαντάζεται.
Ένα τυπικό νοικοκυριό αποτελείται απο τρία έως δέκα άτομα που μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα (ας πούμε τριάντα χρόνια πάνω κάτω) αντλούν εισόδημα απο διάφορες πηγές για να επιβιώσουν συλλογικά. Τα νοικοκυριά ούτε είναι εξισωτικές δομές στο εσωτερικό τους, ούτε αμετάβλητες (τα άτομα γεννιούνται και πεθαίνουν, μπαίνουν ή βγαίνουν απο το νοικοκυριό, μεγαλώνουν σε ηλικία κι έτσι αλλάζουν τον οικονομικό τους ρόλο). Αυτό που διακρίνει μια δομή νοικοκυριού είναι κάποια μορφή υποχρέωσης να φέρει κανείς εισόδημα για την ομάδα και να συμμετάσχει στην κατανάλωση που απορρέει απο αυτό το εισόδημα. Τα νοικοκυριά είναι πολύ διαφορετικά απο τα κλάν και τις φυλές ή άλλες τέτοιες εκτεταμένες οντότητες, οι οποίες συχνά μοιράζονται υποχρεώσεις αμοιβαίας προστασίας και ταυτότητας, αλλά δεν μοιράζονται εισόδημα. Ακόμα κι αν υπάρχουν τέτοιες μεγάλες οντότητες άντλησης και μοιράσματος εισοδήματος, είναι δυσλειτουργικές για το καπιταλιστικό σύστημα.
Κατ’ αρχήν πρέπει να δούμε τι ακριβώς καλύπτει ο όρος «εισόδημα» (income). Υπάρχουν γενικά μιλώντας, πέντε είδη εισοδήματος στο σύγχρονο παγκόσμιο
σύστημα. Και σχεδόν όλα τα νοικοκυριά αναζητούν και αποκτούν καί τα πέντε είδη, σε διαφορετική βέβαια αναλογία το καθένα (αναλογία που έτσι γίνεται πολύ σημαντική παράμετρος για την αξιολόγηση των νοικοκυριών). Μια προφανής μορφή είναι το εισόδημα μισθού, με το οποίο εννοούμε πληρωμή (συνήθως σε χρήμα) απο πρόσωπα εκτός νοικοκυριού σε κάποιο μέλος του νοικοκυριού για εργασία που εκτελεί εκτός νοικοκυριού σε κάποια παραγωγική διαδικασία. Το εισόδημα απο μισθό μπορεί να είναι σχετικά σταθερό ή περιστασιακό. Μπορεί να είναι πληρωμή για χρόνο εργασίας ή για είδος εργασίας (πληρωμή με το κομμάτι). Ο μισθός έχει το πλεονέκτημα της ευλιγισίας για τον εργοδότη (δηλαδή η συνεχής εργασία είναι μια λειτουργία που εξυπηρετεί τις ανάγκες του εργοδότη), παρόλο που το σωματείο, άλλες μορφές συνδικαλιστικής δράσης καθώς και οι κρατικοί νόμοι μερικές φορές περιορίζουν την ευλιγισία του εργοδότη με πολλούς τρόπους. Παρόλα αυτά οι εργοδότες, ποτέ δεν είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν δια βίου εργασία σε συγκεκριμένους εργαζόμενους. Απο την άλλη πλευρά αυτό το σύστημα έχει το μειονέκτημα για τον εργοδότη, οτι όταν πιο πολλοί εργάτες είναι απαραίτητοι, ειδικά σε περιόδους επέκτασης της οικονομίας, μπορεί να μην είναι άμεσα διαθέσιμοι για πρόσληψη. Δηλαδή, σε αυτό το σύστημα ο εργοδότης παζαρεύει το να πληρώνει εργάτες ακόμα κι αν σε κάποια περίοδο δεν χρειάζονται, για να εξασφαλίσει οτι οι εργάτες θα είναι διαθέσιμοι την περίοδο που τους χρειάζεται.
Μια δεύτερη προφανής πηγή εισοδείματος για το νοικοκυριό είναι η δραστηριότητα συντήρησης (subsistence activity). Συνήθως ορίζουμε αυτόν τον τύπο εισοδήματος πολύ στενά, παίρνοντάς το να σημαίνει μόνο τις προσπάθειες αγροτικών νοικοκυριών να καλλιεργήσουν τροφή, που θα καταναλώσουν τα ίδια χωρίς να την διοχετεύσουν στην αγορά. Αυτή είναι πράγματι μια μορφή παραγωγής συντήρησης, κι αυτή η μορφή εργασίας βρίσκεται φυσικά σε κάθετη παρακμή στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα, και γι αυτό λέμε συχνά πως η παραγωγή συντήρησης τελεί υπο εξαφάνιση. Χρησιμοποιώντας όμως έναν τόσο στενό ορισμό, παραμελούμε εντελώς τις διάφορες μορφές μέσω των οποίων η παραγωγή συντήρησης, στην ουσία, αυξάνεται στον σύγχρονο κόσμο. Όταν κάποιος μαγειρεύει ένα γεύμα ή πλένει τα πιάτα στο σπίτι, αυτό είναι παραγωγή συντήρησης. Όταν ένας ιδιοκτήτης σπιτιού συναρμολογεί έπιπλα που αγόρασε απο ένα μαγαζί, αυτό είναι παραγωγή συντήρησης. Κι όταν ένας ή μιά επαγγελματίας χρησιμοποιεί υπολογιστή για να στείλει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, όταν την δουλειά αυτή θα την έκανε μια γραμματέας, αυτό είναι παραγωγή συντήρησης. Η παραγωγή συντήρησης είναι ένα μεγάλο κομμάτι του εισοδήματος ενός νοικοκυριού σήμερα, στις πιο πλούσιες οικονομικές ζώνες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Ένα τρίτο είδος εισοδήματος νοικοκυριού θα το αποκαλούσαμε γενικά μικρο-εμπρευματική παραγωγή (petty commodity production). Ως μικρο-εμπορευματική παραγωγή ορίζεται η παραγωγή που γίνεται εντός του νοικοκυριού, αλλά πωλείται έναντι μετρητών στην ευρύτερη αγορά. Προφανώς, αυτή η παραγωγή συνεχίζει να είναι πολύ διαδεδομένη στις φτωχότερες ζώνες του παγκόσμιου συστήματος, δεν απουσιάζει όμως παντελώς κι απο τις υπόλοιπες ζώνες. Στις πλουσιότερες ζώνες την ονομάζουμε εργασία με το κομμάτι, ή ελεύθερη εργασία (free-lancing). Αυτό το είδος δραστηριότητας δεν περιλαμβάνει μόνο την διαπραγμάτευση στην αγορά των παραγόμενων προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων και των πνευματικών προϊόντων) αλλά και το μικρο-εμπόριο. Όταν ένα αγόρι πουλάει στους δρόμους τσιγάρα ένα ένα, σε πελάτες που δεν έχουν λεφτά να αγοράσουν όλο το πακέτο, το αγόρι εμπλέκεται στην μικρο-εμπορευματική παραγωγή, με την διαδικασία παραγωγής να βρίσκεται στην απο-συναρμολόγηση του μεγαλύτερου πακέτου και την διοχέτευση στην αγορά των μικρότερων κομματιών που περιέχει.
Ένα τέταρτο είδος εισοδήματος είναι αυτό που γενικά ονομάζουμε ενοίκιο. Το ενοίκιο μπορεί να προέρχεται απο κάποια μεγάλη επένδυση κεφαλαίου (η προσφορά αστικών διαμερισμάτων ή δωματίων εντός διαμερισμάτων) η απο τοπικό γεωγραφικό προνόμιο (η συλλογή διοδίων απο μια ιδιωτική γέφυρα) ή απο ιδιοκτησία κεφαλαίου (κουπόνια απο ομόλογα ή τόκοι απο λογαριασμό καταθέσεων). Αυτό που χαρακτηρίζει το ενοίκιο είναι οτι η ιδιοκτησία κι όχι η εργασία παράγει εισόδημα.
Και τέλος υπάρχει ένα πέμπτο είδος εισοδήματος το οποίο στο σύγχρονο κόσμο αποκαλούμε μεταβιβάσιμες πληρωμές (transfer payments). Αυτές μπορούν να οριστούν σαν εισόδημα που περιέρχεται σε ένα άτομο σαν αποτέλεσμα της υποχρέωσης ενός άλλου ατόμου να το παρέχει. Οι μεταβιβάσιμες πληρωμές μπορούν να προέλθουν απο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά στο νοικοκυριό, όπως όταν δώρα ή δάνεια δίνονται απο την μια γενιά στην άλλη σε περιόδους γεννήσεων, γάμων ή θανάτων. Τέτοιες μεταβιβάσιμες πληρωμές μεταξύ νοικοκυριών στην βάση της ανταποδοτικότητας (η οποία θεωρητικά δεν εξασφαλίζει εισόδημα για μια ζωή, αλλά διευκολύνει συγκεκριμένες ανάγκες ρευστότητας). Ή οι μεταβιβάσιμες πληρωμές μπορεί να προέλθουν απο το κράτος (σε αυτή την περίπτωση τα χρήματα κάποιου επιστρέφουν σε αυτόν με την μορφή σύνταξης) ή μέσω μιας ιδιωτικής ασφάλειας (όπου κάποιος μπορεί στο τέλος να ωφεληθεί, αλλά και να χάσει) ή μέσω της αναδιανομής απο την μιά κοινωνική τάξη στην άλλη.
Μόλις το σκεφτούμε θα συνειδητοποιήσουμε πόσο οικεία μας είναι η δεξαμενή εισοδήματος που πάει προς τα νοικοκυριά. Φανταστείτε ένα νοικοκυριό μιας μεσο-αστικής Αμερικανικής οικογένειας, της οποίας ο ενήλικας άντρας έχει μια δουλειά (κι ενδεχομένως και μια δεύτερη τα βράδυα) η ενήλικας γυναίκα δουλεύει σε κέτερινγκ εκτός σπιτιού, ο έφηβος γιός μοιράζει εφημερίδες στην γειτονιά και η δωδεκάχρονη κόρη φυλάει μωρά. Φανταστείτε και την γιαγιά ενδεχομένως που προσφέρει την σύνταξη χηρείας της, κι ένα δωμάτιο πάνω απο το γκαράζ που νοικιάζουν σε ξένους. Ή φανταστείτε ένα Μεξικανικό σπίτι εργατικής τάξης, όπου ο ενήλικας άντρας μετανάστευσε παράνομα στις ΗΠΑ και στέλνει χρήματα απο εκεί, η ενήλικας γυναίκα καλλιεργεί ένα χωραφάκι δίπλα απο το σπίτι, η έφηβη κόρη δουλεύει ως υπηρέτρια (που πληρώνεται και σε χρήμα και σε είδος) σε ένα πλούσιο Μεξικάνικο σπίτι και το προ-έφηβο αγόρι εμπορεύεται μικροαντικείμενα στην αγορά μετά το σχολείο (ή και μέσα στο σχολείο). Ο καθένας μας μπορεί να σκεφτεί πάρα πολλούς τέτοιους συνδυασμούς.
Στην ζώσα πραγματικότητα πολύ λίγα νοικοκυριά δεν έχουν και τα πέντε είδη εισοδήματος. Αλλά κάποιος πρέπει αμέσως να πάρει υπόψη του οτι τα μέλη ενός νοικοκυριού που προσφέρουν εισόδημα μπορεί να συνδέονται με κατηγορίες φύλου και ηλικίας. Αυτό σημαίνει πως πολλές απο αυτές τις εργασίες ορίζονται με βάση το φύλο ή την ηλικία. Η μισθωτή εργασία ήταν επι μακρόν συνδεδεμένη με τους άντρες ηλικίας απο τα δεκατέσσερα-δεκαοχτώ ως τα εξήντα εξηνταπέντε. Η παραγωγή συντήρησης και μικρο-εμπορίου έχει κυρίως συνδεθεί με τις γυναίκες τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Το κρατικά μεταβιβαζόμενο εισόδημα έχει ιστορικά συνδεθεί με την μισθωτή εργασία εκτός απο κάποια επιδόματα ανατροφής παιδιών. Πολλοί απο τους πολιτικούς αγώνες των τελευταίων 100 χρόνων στόχευσαν στην υπέρβαση των προσδιορισμών του φύλου σε όλους αυτούε τους τύπους εργασίας και εισοδήματος.
Όπως έχουμε ήδη πεί, η σχετική σπουδαιότητα των διαφόρων ειδών εισοδήματος σε συγκεκριμένα νοικοκυριά ποκίλει ευρέως. Ας διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες, το νοικοκυριό που το 50% και πάνω του συνολικού δια βίου εισοδήματος προέρχεται απο τον μισθό, και το νοικοκυριό του οποίου το μισθωτό εισόδημα πέφτει κάτω απο το 50% του συνόλου. Ας ονομάσουμε το πρώτο, «προλεταριακό νοικοκυριό» (γιατί φαίνεται να εξαρτάται απο το μισθωτό εισόδημα, κάτι που η λέξη προλετάριος υποτίθεται οτι σημαίνει), κι ας ονομάσουμε το δεύτερο «ημι-προλεταριακό» νοικοκυριό (γιατί εξακολουθεί να υπάρχει μισθωτό εισόδημα για τα περισσότερα απο τα μέλη του). Εάν κάνουμε αυτή την διάκριση, θα δούμε οτι τους εργοδότες τους συμφέρει να προσλαμβάνουν εργάτες απο ημι-προλεταριακά νοικοκυριά. Όταν η μισθωτή εργασία είναι το κύριο εισόδημα του νοικοκυριού υπάρχει πάντα ένα κατώτατο όριο στο πόσο πρέπει να πληρώνεται ο εργάτης. Πρέπει να είναι ένα ποσό που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο κατ’ αναλογία κόστος αναπαραγωγής και συντήρησης του νοικοκυριού. Αυτό είναι που μπορούμε να ονομάσουμε απόλυτος κατώτατος μισθός. Αν όμως ο μισθωτός εργάτης περικλείεται απο ένα νοικοκυριό που είναι ημι-προλεταριακό, ο εργάτης μπορεί να πληρωθεί έναν μισθό κατώτερο απο το κατώτερο όριο, χωρίς να ριψοκινδυνεύει την επιβίωση του νοικοκυριού του. Η διαφορά καλύπτεται απο άλλες πηγές κι απο την εργασία των υπολοίπων μελών του νοικοκυριού. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως οι άλλοι παραγωγοί εισοδήματος στο νοικοκυριό μεταφέρουν υπεραξία στον εργοδότη του μισθωτού εργάτη πολύ περισσότερη απο την υπεραξία που ο ίδιος ο εργάτης προσφέρει στον εργοδότη με την εργασία του [υπογράμμιση του μεταφραστή, όχι του συγγραφέα], αφού επιτρέπουν στον εργοδότη να πληρώσει λιγότερο απο τον απόλυτο κατώτερο μισθό.
Εξυπακούεται πως στο καπιταλιστικό σύστημα οι εργοδότες γενικά θα προτιμούσαν να προσλαμβάνουν εργάτες απο ημι-προλεταριακά νοικοκυριά. Υπάρχουν ωστόσο δύο παράγοντες που πιέζουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο ένας είναι η πίεση των ίδιων των εργατών να «προλεταριοποιηθούν» γιατί αυτό σημαίνει υψηλότερους μισθούς. Και ο δεύτερος είναι η αντίφαση των ίδιων των εργοδοτών. Ενάντια στην ατομική τους ανάγκη για μικρότερους μισθούς βρίσκεται η συλλογική μακροπρόθεσμη ανάγκη να διατηρούν μια ισχυρή ενεργή ζήτηση στην παγκόσμια οικονομία για να συντηρούν την αγορά για τα προϊόντα τους. Έτσι με βάση αυτές τις δύο πιέσεις σε μακρό χρόνο, υπάρχει μικρή αλλά σταθερή και συνεχής αύξηση των νοικοκυριών που προλεταριοποιούνται. Παρόλα αυτά, η περιγραφή της μακροχρόνιας τάσης είναι αντίθετη με την παραδοσιακή εικόνα της κοινωνικής επιστήμης, οτι τάχα ο καπιταλισμός σαν σύστημα απαιτεί οι εργάτες να είναι προλετάριοι. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα έπρεπε κάποιος να εξηγήσει γιατί μετα απο τετρακόσια με πεντακόσια χρόνια καπιταλισμού, το ποσοστό των προλεταρίων στον κόσμο δεν είναι και πολύ μεγαλύτερο απο ότι ήταν αρχικά τηρουμένων των αναλογιών. Αντί να σκεφτόμαστε την προλεταριοποίηση σαν ανάγκη του συστήματος, θα έπρεπε να την σκεφτόμαστε σαν αποτέλεσμα σκληρής πάλης της οποίας το αποτέλεσμα είναι μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση, μια αιωνόβια τάση η οποία κινείται προς το ασύμπτωτο.
(Συνεχίζεται…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: