Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

12/23/2009

ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ -ΠΡΑΞΗΣ

Γιώργος Κακαρίνος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μαρξιστική φιλοσοφία ήταν η πρώτη που έθεσε ουσιαστικά το ζήτημα της διαλεκτικής της θεωρίας με την πράξη, ήταν η πρώτη φιλοσοφία που είχε στόχο όχι μόνο να εξηγήσει τον κόσμο μα και να τον αλλάξει. Το συγκεκριμένο ζήτημα που αποτελεί βασική πτυχή του γνωσεολογικού προβλήματος της φιλοσοφίας (δηλαδή του ζητήματος αν, κατά πόσο και πώς η νόηση μπορεί να γνωρίσει το Είναι) απασχόλησε σε όλες τις μετέπειτα ιστορικές περιόδους τα επαναστατικά κινήματα που είχαν αναφορά στο μαρξισμό και είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και στη σημερινή περίοδο της κυριαρχίας της αστικής αντεπανάστασης.
            Στόχος του συγκεκριμένου άρθρου είναι η παρουσίαση των βασικών θέσεων του μαρξισμού στο συγκεκριμένο ζήτημα τόσο από την άποψη της φιλοσοφίας όσο και από την άποψη της κοινωνικής θεωρίας, καθώς και μια κριτική προσέγγιση στη σημερινή αντιμετώπιση του ζητήματος από τα κόμματα της ελληνικής επαναστατικής αριστεράς. Τέλος επιχειρείται και μία προσέγγιση στο ποια πρέπει να είναι η στάση και ο ρόλος ενός επαναστάτη στις μέρες μας.


ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.
            Το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας κατά τη φάση της διαμόρφωσής της, όπως αυτό αναλύθηκε από τους Marx και Engels, συνίσταται στο ερώτημα τι είναι πρωταρχικό η Ύλη ή το Πνεύμα. Η απάντηση του μαρξισμού ως υλιστικής φιλοσοφίας, στο συγκεκριμένο ερώτημα, είναι ότι η αντικειμενική πραγματικότητα, η Ύλη, υπάρχει πριν και έξω από την συνείδηση, το Πνεύμα κάτι που σε γνωσιολογικό επίπεδο θέτει το ζήτημα της ταυτότητας της νόησης με το Είναι, δηλαδή αν η νόηση μπορεί να αντιλαμβάνεται αληθινά υπαρκτά χαρακτηριστικά αυτής της αντικειμενικής πραγματικότητας ή όχι. Ως γνωστόν η επαφή του ανθρώπου με το γύρω του κόσμο γίνεται πρωταρχικά με τα αισθητήρια όργανα, με τις αισθήσεις. Τα σύγχρονα δεδομένα των επιστημών, κυρίως της νευροφυσιολογίας, μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το πώς  λειτουργούν οι αισθήσεις μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την όσφρηση: η διέγερση των οσφρητικών υποδοχέων, που βρίσκονται στα οσφρητικά κύτταρα που καλύπτουν τον οσφρητικό βλεννογόνο μέσα στη μύτη, γίνεται μέσω χημικών ερεθισμάτων από το περιβάλλον. Ανάλογα με το ερέθισμα υπάρχει μια πολλή μεγάλη ποικιλία υποδοχέων (είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν περίπου 1000 γονίδια, που σχετίζονται με την όσφρηση, ενώ οι διαφορετικές οσμές που μπορεί να διακρίνει ο άνθρωπος ανέρχονται σε περίπου 10000) που διεγείρονται (έτσι για παράδειγμα είναι διαφορετικοί οι υποδοχείς που διεγείρονται από το άρωμα ενός τριαντάφυλλου και διαφορετικοί αυτοί που διεγείρονται από τη μυρωδιά ενός φαγητού). Η διέγερση του υποδοχέα (που γίνεται με τη σύνδεση μορίων του αέρα σ’ αυτόν) προκαλεί στη συνέχεια τη δημιουργία  ενός ηλεκτρικού κύματος που μέσα από μια σειρά συνάψεων μεταξύ νευρικών κυττάρων φτάνει στον οσφρητικό βολβό, την κύρια οσφρητική περιοχή του εγκεφάλου, αλλά και σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου, όπου γίνεται η ολοκλήρωση της πληροφορίας. Έτσι η διέγερση των υποδοχέων από τα μόρια της ατμόσφαιρας ενεργοποιεί ένα ολόκληρο νευρικό κύκλωμα, επιτρέποντάς μας να ενσωματώνουμε τις οσμές στις αναμνήσεις μας. Το όλο σύστημα μεταφοράς και ολοκλήρωσης της οσφρητικής πληροφορίας (από τον υποδοχέα μέχρι την ολοκλήρωση στα ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα) δε δέχεται απλώς παθητικά την επίδραση του περιβάλλοντος αλλά υπάρχει ως ενεργητική δομή που παίζει ρόλο τόσο στην πρόσληψη όσο και στην επεξεργασία της πληροφορίας (μέσα από διάφορους μηχανισμούς)  με αποτέλεσμα το ίδιο ερέθισμα να μην ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο από κάθε άνθρωπο. Έτσι τελικά μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία παράγεται η υποκειμενική αντίληψη της συγκεκριμένης οσμής, μυρωδιάς που αντικειμενικά αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα χημικά μόρια του περιβάλλοντος. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες αισθήσεις (π.χ. στην περίπτωση της όρασης αυτό που αντικειμενικά είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία βιώνεται ως χρώμα και παράσταση). Επομένως γίνεται κατανοητό ότι τα αισθητήρια όργανα δέχονται ερεθίσματα από το περιβάλλον στα οποία αντιδρούν με αποτέλεσμα η ανθρώπινη συνείδηση να αντιλαμβάνεται στοιχεία-χαρακτηριστικά της αντικειμενικής πραγματικότητας. Βέβαια αυτό γίνεται μέσα από μια σειρά μετασχηματισμών (χημική διέγερση, νευρική ώση, ολοκλήρωση στον εγκέφαλο κτλ) και η πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας γίνεται με υποκειμενικό τρόπο. Όπως σημειώνει ο Ευτ. Μπιτσάκης «το υποκειμενικό αίσθημα είναι λοιπόν ποιοτικά διάφορο από το αρχικό σήμα. Ωστόσο το σήμα είναι η πηγή, η αιτία του, και η διαδικασία μετασχηματισμού είναι αιτιακά καθορισμένη- είναι μια αλυσίδα από αιτιακά καθορισμένες και αλληλεξαρτημένες διαδικασίες. Η εικόνα του αντικειμένου (Σ.Σ. στην περίπτωση της όρασης) δεν υπάρχει σαν τέτοια στον εγκέφαλο. Υπάρχει όμως μια αλλοίωση, μια εγγραφή, ένα υλικό υπόστρωμα διαμορφωμένο από το εξωτερικό σήμα, που μπορεί να την αναπαράγει. Η παράσταση είναι λοιπόν άλλη ως προς το αντικείμενο. Ωστόσο σχετίζεται μαζί του γενετικά, αντιστοιχεί στις ιδιομορφίες του, αποτελεί ένα είδος ¨αντιγράφου¨.» (Μπιτσάκης,1998).
 Tα αισθητήρια όργανα εξελίσσονται, αρχικά βιολογικά, προσδίδοντας σταδιακά πλεονεκτήματα στους οργανισμούς και βοηθώντας την καλύτερη προσαρμογή στο περιβάλλον και την καλύτερη κάλυψη των αναγκών τους, και εν συνεχεία κοινωνικά, κατά τη διαδικασία της εργασιακής αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, (δεν είναι τα ίδια σήμερα με αυτά του πρωτόγονου ανθρώπου) έτσι ώστε να συμβάλλουν στην καλύτερη πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας και να επιτρέπουν έτσι τον εργασιακό μετασχηματισμό της. Μ΄ αυτή τη λογική ο Marx έλεγε «οι αισθήσεις του κοινωνικού ανθρώπου είναι άλλες από εκείνες του μη κοινωνικού. Μόνο χάρη στον αντικειμενικά ξετυλιγμένο πλούτο της ανθρώπινης ουσίας κατορθώνεται ο πλούτος της υποκειμενικής ανθρώπινης αισθητικότητας, γίνεται ένα μουσικό αυτί, ένα μάτι για την ομορφιά της μορφής, με λίγα λόγια αναπτύσσονται αισθήσεις ικανές για ανθρώπινη απόλαυση, βεβαιώνονται σαν ανθρώπινες ουσιαστικές δυνάμεις... Η μόρφωση των πέντε αισθήσεων είναι έργο όλης της ως τώρα παγκόσμιας ιστορίας.» (Κ. Marx, 1975).
 Μέσα από αυτό το πρίσμα η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπινων αισθητηρίων (και γενικότερα του ανθρώπου ως σύνολο) και περιβάλλοντος υπάγεται μέσα στην έννοια της αντανάκλασης, ως «καθολικής ιδιότητας της αντικειμενικής πραγματικότητας, πλευράς της αλληλεπίδρασης που συνίσταται στη διαφόρων βαθμίδων αναπαραγωγή γνωρισμάτων, δομικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και σχέσεων του αντανακλώμενου αντικειμένου ή διαδικασίας». (Πατέλης,1994-95). Η αντανάκλαση υπάρχει σε διάφορα επίπεδα από τα στοιχεία της μη ζώσας φύσης, τα φυτά και τους απλούστερους οργανισμούς μέχρι και τα ανώτερα είδη έμβιων όντων και τον άνθρωπο, όπου, κυρίως υπό την επίδραση της εργασιακής του δραστηριότητας, παίρνει την ανώτερη μορφή της που είναι η συνείδηση και η αυτοσυνείδηση. Ωστόσο η αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας από τον άνθρωπο δεν είναι μια απλή μηχανική αντανάκλαση, όπως η αντανάκλαση σε έναν καθρέφτη, δεν αναπαράγει την πραγματικότητα «φωτογραφικά, αλλά μέσα από ένα πλέγμα γνωσιακών δομών, ιδεολογίας, συναισθηματικών καταστάσεων κλπ., δηλαδή μέσα από το συνειδησιακό είναι, από το οποίο μορφώνεται, και το οποίο αναδραστικά τροποποιεί και καθορίζει» (Μπιτσάκης,1990). Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η αισθητηριακή αντίληψη (όπως και η νοητική λειτουργία στο σύνολό της) διαμεσολαβείται και από άλλους παράγοντες, ψυχικούς, ιδεολογικούς κτλ. και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται : «οι υλικές-βιολογικές προϋποθέσεις της νόησης δεν αρκούν να καθορίσουν ούτε καν την απλή παράσταση, επειδή δεν υπάρχει ούτε καθαρή αίσθηση, ούτε καθαρή παράσταση, ούτε καθαρό συμβάν και δεδομένο : οι ιδεολογικοί όροι μιας εποχής συνιστούν ένα πλαίσιο αναφοράς και επεξεργασίας και των πιο «απλών» σταδίων της νοητικής λειτουργίας» (Μπιτσάκης, 1998).
Με όλα αυτά γίνεται φανερό ότι η συνείδηση μέσω της (πρακτικής) αλληλεπίδρασής της με τον εξωτερικό κόσμο μπορεί να γνωρίσει πλευρές της αντικειμενικής πραγματικότητας. Κατά το μαρξισμό το πιο σημαντικό κριτήριο αυτής της δυνατότητας, της «κυριαρχικότητας» (κατά τον Engels) της ανθρώπινης νόησης είναι η πράξη. Σύμφωνα με το γνωστό «αφορισμό» του Marx «το ζήτημα αν η ανθρώπινη νόηση μπορεί να κατακτήσει την αντικειμενική αλήθεια δεν είναι ζήτημα θεωρίας αλλά πρακτικό ζήτημα. Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη, το εντεύθεν της νόησής του. Η διαμάχη για την πραγματικότητα ή τη μη πραγματικότητα της απομονωμένης από την πράξη νόησης είναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα» (Marx-Engels). Βέβαια το συγκεκριμένο κριτήριο δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει απόλυτα την αλήθεια οποιασδήποτε ανθρώπινης αντίληψης αλλά έχει και αυτό σχετική πάντοτε ισχύ[1] που εξαρτάται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Ωστόσο παρά τη σχετικότητά του το κριτήριο αυτό είναι ταυτόχρονα «τόσο προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί κανείς να διεξάγει ανελέητο αγώνα ενάντια σε όλες τις παραλλαγές του ιδεαλισμού και του αγνωστικισμού» (Lenin, 1988).
 Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε ότι όλη η κίνηση της ανθρώπινης νόησης να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα από τις αρχικές αισθητηριακές αντιλήψεις μέχρι τις αφαιρέσεις και τις έννοιες θα πρέπει να νοηθεί στην οργανική της ενότητα με την ανθρώπινη εργασιακή δραστηριότητα. Όπως λέει ο Engels «οι φυσικές επιστήμες, όπως και η φιλοσοφία, αγνόησαν απόλυτα την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στη σκέψη. Και οι δύο γνωρίζουν από τη μια μεριά μόνο τη φύση κι από την άλλη μόνο τη σκέψη. Κι όμως το πιο ουσιαστικό και άμεσο θεμέλιο της ανθρώπινης σκέψης, είναι ακριβώς ο μετασχηματισμός της φύσης από τον άνθρωπο κι όχι μονάχα η φύση σαν τέτοια και η νόηση του ανθρώπου αναπτύχθηκε μονάχα στο βαθμό που έμαθε να μεταμορφώνει τη φύση» (Engels, 2001a). Η συγκεκριμένη θέση δείχνει ακριβώς ότι «η παραγωγή παράγει όχι μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο» (Marx, 1975). Και μάλιστα όχι μόνο η ανθρώπινη νόηση γεννιέται κατά την εργασία αλλά και  στοχεύει στην προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της, δηλαδή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες του πρακτικού μετασχηματισμού κατά την εργασιακή δραστηριότητα[2]. Είναι λοιπόν φανερό ότι η εργασία αλλά και γενικότερα η πρακτική ως «ιδιότυπα ανθρώπινη, συνειδητή, σκοποθετούσα, σκόπιμη και υλική (αισθητηριακά εμπράγματη) δραστηριότητα κατά την οποία το υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) αφομοιώνει και αλλάζει την αντικειμενική πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική)…αποτελεί την αφετηρία, τη βάση, την κινητήρια δύναμη τον τελικό προορισμό (άμεσα ή έμμεσα) και το κριτήριο της αλήθειας της γνώσης. Τροφοδοτεί την επιστήμη με πραγματολογικό-εμπειρικό υλικό, καθορίζει τη διάρθρωση, το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ανθρώπινης νόησης» (Πατέλης, 1994-95).
 Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι τα αισθητήρια όργανα μας είναι αντικειμενικά περιορισμένα, δεν έχουν τη δυνατότητα να μας πληροφορήσουν για όλα τα συμβαίνοντα γύρω μας. Για παράδειγμα έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε ένα πολύ μικρό φάσμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, σε σχέση με το σύνολό της, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα ηχητικά κύματα πού αντιλαμβανόμαστε αλλά και για τις υπόλοιπες αισθήσεις. Παρόλα αυτά είναι φανερό σήμερα ότι ο άνθρωπος σε πολλές περιπτώσεις έχει καταφέρει, χάρη στην επιστήμη και την τεχνολογία, να γνωρίσει πράγματα που μόνο με τις αισθήσεις του δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξή τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Engels για τα μυρμήγκια: «τα μυρμήγκια έχουν διαφορετικά μάτια από μας. Βλέπουν τη χημική ακτινοβολία (Σ.Σ, εννοεί την υπεριώδη ακτινοβολία), αλλά όσον αφορά τη γνώση αυτών των ίδιων, των αόρατων για μας ακτίνων, προχωρήσαμε σημαντικά πιο μακριά από τα μυρμήγκια. Και το ίδιο το γεγονός ότι είμαστε ικανοί να αποδείξουμε ότι τα μυρμήγκια βλέπουν αόρατα για μας αντικείμενα, και ότι αυτή η απόδειξη στηρίζεται αποκλειστικά σε παρατηρήσεις που έγιναν με τα δικά μας μάτια, δείχνει πως η ειδική κατασκευή του ανθρώπινου ματιού δεν θέτει απόλυτο όριο για την ανθρώπινη γνώση» (Engels,2001a). Οι αισθήσεις μας λοιπόν δεν αποτελούν αξεπέραστο φραγμό για την αντικειμενική και σε βάθος γνώση του κόσμου αλλά είναι αυτές που ενώνουν την ανθρώπινη συνείδηση μ΄ αυτόν, αποτελώντας την πρώτη βαθμίδα στη διαδικασία της γνώσης.
Η ανθρώπινη νόηση λοιπόν γνωρίζει αντικειμενικές πτυχές της πραγματικότητας αφού τα αισθητηριακά δεδομένα αντανακλούν αυτή την πραγματικότητα, όπως είπαμε. Ωστόσο η φιλοσοφική σκέψη, από την αρχαιότητα ακόμη συνειδητοποίησε ότι τα δεδομένα που μας δίνουν οι αισθήσεις είναι άμεσα και επιφανειακά, είναι μόνο τα φαινόμενα της αντικειμενικής πραγματικότητας και δεν μπορούν καθ΄ εαυτά να μας οδηγήσουν στη σε βάθος γνώση αυτής και των νομοτελειών της. Για παράδειγμα ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει την άποψη ότι «η μεν εμπειρία των καθ’ έκαστόν εστι γνώσις η δε τέχνη των καθόλου» (Αριστοτέλης, 1993). Γίνεται λοιπόν εμφανής η ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας των αισθητηριακών δεδομένων και αναγωγής τους σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αυτό το επίπεδο συνιστούν οι αφηρημένες έννοιες, οι νόμοι, οι κρίσεις, οι συλλογισμοί κτλ. Πριν όμως αναφερθούμε στη συγκεκριμένη κίνηση της νόησης θα πρέπει να αναφερθούμε στα όρια της γνώσης και τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς περιορισμούς της, δηλαδή στη διαλεκτική σχέση σχετικής και απόλυτης αλήθειας.
Για τη μαρξιστική φιλοσοφία η ανθρώπινη νόηση δεν μπορεί να γνωρίσει απόλυτα την αντικειμενική πραγματικότητα, να την αντανακλάσει όπως αυτή ακριβώς είναι. Κι αυτό γιατί υπόκειται τόσο σε αντικειμενικούς όσο και σε υποκειμενικούς περιορισμούς. Όπως λέει ο Engels «η κάθε απεικόνιση του παγκόσμιου συστήματος στη σκέψη παραμένει αντικειμενικά περιορισμένη λόγω της ιστορικής θέσης και υποκειμενικά περιορισμένη λόγω της σωματικής και πνευματικής κατασκευής του δημιουργού της» (Engels,2001b). Καθώς λοιπόν η ύλη, ως φιλοσοφική κατηγορία, είναι άπειρη στο χώρο και στο χρόνο, ενώ αντίθετα η ανθρώπινη νόηση είναι χωροχρονικά-ιστορικά (αντικειμενικά) περιορισμένη, δεν μπορούν να ταυτιστούν απόλυτα. Όταν πρόκειται μάλιστα για γνώση του κοινωνικού Είναι οι αντικειμενικοί-ιστορικοί περιορισμοί της ανθρώπινης νόησης καθορίζονται και «από το χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, από το επίπεδο ανάπτυξης της αντιφατικής σχέσης παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής και συνολικά του ανθρώπινου πολιτισμού» (Πατέλης,1994-95) ενώ σε κάθε περίπτωση σημαντικός παράγοντας είναι και το επίπεδο ανάπτυξης της συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας (των μεθόδων, των κεκτημένων γνώσεων). Από την άλλη, όπως είπαμε, η ανθρώπινη νόηση δεν είναι απόλυτη-μηχανική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά υποκειμενική, έμμεση και διαμεσολαβημένη από πολλούς παράγοντες (ιδεολογικούς, ψυχικούς…) αντανάκλαση-διάθλασή της. Όμως ακριβώς αυτή η αντίφαση, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι «αφ’ ενός να γνωρίσουν το παγκόσμιο σύστημα εξαντλητικά σ’ όλη την αλληλουχία του και, αφετέρου, να μην μπορέσουν ποτέ πλήρως να λύσουν αυτό το πρόβλημα εξαιτίας της δικής τους φύσης, αλλά και εξαιτίας της φύσης του παγκόσμιου συστήματος… είναι και ο κύριος μοχλός όλης της διανοητικής προόδου και λύνεται καθημερινά και διαρκώς στην ατέρμονη προοδευτική εξέλιξη της ανθρωπότητας, ακριβώς όπως, για παράδειγμα, τα μαθηματικά προβλήματα σε μια απειροστή σειρά ή στα ασύμμετρα κλάσματα» (Engels,2001b)[3]. Αυτή ακριβώς η άρνηση του απόλυτου χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης δε σημαίνει και απόλυτη άρνηση της δυνατότητας της ανθρώπινης νόησης να «αντανακλάσει» πτυχές της αντικειμενικής πραγματικότητας. Κατά το Lenin «ιστορικά εξαρτημένα είναι τα όρια της προσέγγισης των γνώσεών μας στην αντικειμενική, την απόλυτη αλήθεια, είναι όμως έξω από όρους η ύπαρξη αυτής της αλήθειας, είναι απόλυτο το ότι πλησιάζουμε σ’ αυτήν. Το περίγραμμα της εικόνας είναι ιστορικά εξαρτημένο, είναι όμως απόλυτο το ότι η εικόνα αυτή απεικονίζει ένα μοντέλο που υπάρχει αντικειμενικά» (Lenin,1988). Αναδεικνύεται λοιπόν ως νομοτελειακό το γεγονός ότι κάθε ανθρώπινη θεωρία, κάθε προσπάθεια ιδεατής «αντανάκλασης» της αντικειμενικής πραγματικότητας, συνιστά άλλοτε άλλου βαθμού αντιφατική ενότητα αληθούς, ορθής γνώσης και πλάνης, απόλυτης και σχετικής αλήθειας.
Μέχρι εδώ αναφερθήκαμε στη δυνατότητα της ανθρώπινης νόησης να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς και στο σχετικο αλλά και απόλυτο χαρακτήρα της. Όμως προκύπτει το ερώτημα : είναι δυνατόν η ανθρώπινη νόηση να συλλάβει και να αναπαραστήσει την πολλαπλότητα των πτυχών ενός γνωστικού αντικειμένου και αν ναι με ποιον τρόπο, με ποια μέθοδο; Ο K. Marx ήταν ο πρώτος που κατάφερε να πετύχει τη νοητική αναπαράσταση ενός γνωστικού αντικειμένου (της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας), περιγράφοντας και ερμηνεύοντας, στο Κεφάλαιο, την πολλαπλότητα των προσδιορισμών του. Ο ίδιος περιγράφοντας τη μέθοδό του, και ασκώντας κριτική σε αυτή του Hegel, στη Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας (δηλαδή ένα έργο που γράφτηκε πριν το Κεφάλαιο) σημειώνει : «Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο, επειδή είναι σύνθεση πολλαπλών καθορισμών, άρα ενότητα μέσα στη διαφορότητα. Γι’ αυτό το λόγο εμφανίζεται στη νόηση ως προϊόν σύνθεσης, αποτέλεσμα κι όχι αφετηριακό σημείο, παρόλο που είναι το αφετηριακό σημείο της άμεσης όρασης και παράστασης. Η πρώτη διαδικασία ανάγει την πολλαπλότητα της παράστασης σε έναν αφηρημένο καθορισμό. Με τη δεύτερη, οι αφηρημένοι καθορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου από το δρόμο της νόησης. Γι’ αυτό το λόγο ο Χέγκελ έπεσε στην πλάνη να δει το πραγματικό ως αποτέλεσμα της νόησης που συγκεντρώνεται στον εαυτό της, εμβαθύνει στον εαυτό της, τίθεται σε κίνηση από τον εαυτό της, ενώ η μέθοδος που συνίσταται στην άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αποτελεί για τη νόηση τον τρόπο για την ιδιοποίηση του συγκεκριμένου, για την αναπαραγωγή του με τη μορφή του νοημένου συγκεκριμένου. Ωστόσο εδώ δε βρίσκεται καθόλου η διαδικασία γέννησης του ίδιου του συγκεκριμένου». Στο συγκεκριμένο χωρίο ο Marx περιγράφει τόσο τη μέθοδο για την ιδιοποίηση της αντικειμενικής πραγματικότητας (που τις κύριες αρχές της πρώτος διατύπωσε ο Hegel) όσο και το κύριο μεθοδολογικό σφάλμα του Hegel. Ωστόσο ο Marx δεν ανέπτυξε τη συγκεκριμένη μέθοδό του παρά μόνο στην εφαρμογή της στην προσπάθεια νοητικής αναπαράστασης της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας στο Κεφάλαιο. Αυτή ήταν η (όπως ονομάστηκε από το Lenin[4]) Λογική του Κεφαλαίου που έγινε αντικείμενο ερευνών από διάφορους επιστήμονες και φιλοσόφους (Ιλιένκωφ, Ρόζενταλ, Βαζιούλιν κ.α.) στη Σοβιετική Ένωση από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα. Όλη αυτή η προσπάθεια είχε σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη και περιγραφή της μεθόδου του Marx, της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στο έργο του Β.Α. Βαζιούλιν «Η Λογική του Κεφαλαίου».
Η συγκεκριμένη μέθοδος του Karl Marx αποτελεί πλευρά της διαλεκτικής λογικής, που είναι «επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα, αντικείμενο της οποίας είναι η περί του αναπτυσσόμενου αντικειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου[5]» (Πατέλης, 1994-95). Κατά τη συγκεκριμένη επιστήμη η όλη κίνηση της νόησης προς τη γνώση[6] ξεκινά από την άμεση, αισθητηριακή αντίληψη της ζωντανής εποπτείας, το στάδιο του αισθητηριακά συγκεκριμένου, όπου δεσπόζει η χαώδης αντίληψη περί του αντικειμένου και κινείται προς όλο και πιο αφηρημένους, απλούστερους προσδιορισμούς, μέχρι να διακριθεί η απλούστερη πλευρά-σχέση του αντικειμένου, το είναι του, πέρα από την οποία το αντικείμενο χάνει την ποιότητά του, την ιδιαιτερότητά του. Στη συγκεκριμένη κίνηση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο κυριαρχεί η ανάλυση του αντικειμένου, όμως στην ενότητά της με κάποιες συνθετικές εικασίες περί της ουσίας, ενώ τελικό αποτέλεσμά της, όπως είπαμε, είναι η διάκριση της απλούστερης  πλευράς-σχέσης του  αντικειμένου. Αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποτελεί το αφετηριακό σημείο του επόμενου σταδίου της γνωστικής διαδικασίας, από το αφηρημένο (το απλούστερο) προς το νοητά, πλέον, συγκεκριμένο όπου κύριος στόχος είναι η αποκατάσταση της συνάφειας, της ενότητας, της αλληλεπίδρασης των διαφόρων πλευρών και κυρίως η αποκάλυψη της ουσίας του αντικειμένου. Ενώ στο προηγούμενο στάδιο κυριαρχεί η διάκριση, η διαφορά των πλευρών του αντικειμένου και υπάρχει μόνο η εξωτερική τους συνάφεια (ως πλευρών του ίδιου αντικειμένου) εδώ υπερτερεί η αντανάκλαση της εσωτερικής συνάφειας, της εσωτερικής ενότητάς τους. Εδώ η σύνθεση κυριαρχεί συνυπάρχοντας με την ανάλυση, η διαφορά παρίσταται μέσω της ενότητας, ενώ η ενότητα συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο γίνεται μέσω της μετάβασης σε όλο και πιο σύνθετες κατηγορίες : από την απλούστερη επιφανειακή σχέση του αντικειμένου, το είναι του, κινούμαστε προς την ουσία του. Από εκεί επιστρέφουμε στην επιφάνεια του αντικειμένου, τώρα όμως την αντιμετωπίζουμε ως εξωτερίκευση της ουσίας του, ως φαινόμενο. Τέλος, η νόηση καταλήγει στην κατηγορία της πραγματικότητας, ως ενότητας ουσίας και φαινομένου. Στην όλη κίνηση της νόησης ισχύει ο νόμος άρνησης της άρνησης. Το πρώτο στάδιο, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο[7], αποτελεί την πρώτη άρνηση καθώς το ενιαίο μέσα στην πολλαπλότητά του αντικείμενο της αισθητηριακής αντίληψης διαμελίζεται, κατατεμαχίζεται σε όλο και απλούστερες πλευρές. Στο δεύτερο στάδιο όμως, στην ανάβαση από το αφηρημένο προς το νοητά συγκεκριμένο, έχουμε τη δεύτερη άρνηση, την άρνηση της άρνησης, την αποκατάσταση της ενότητας, της εσωτερικής συνάφειας των διαμελισμένων πλευρών και την επιστροφή στην αρχική συνολική αντίληψη περί του αντικειμένου, τώρα όμως όχι αισθητηριακά, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, μέσα από τη νοητική του αναπαράσταση ως όλου.[8]
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε δύο πλευρές-βαθμίδες της ανάπτυξης της ενιαίας, μέσα στη διαδικασία της γνώσης, νόησης, τη διάνοια (γερμ. Verstand) και το λόγο (γερμ. Vernuft). H διάνοια δεσπόζει κατά την κίνηση της νόησης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, όπου έχουμε την πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας από τη νόηση και το σχηματισμό αφαιρέσεων-νοητικών μορφών που συνιστούν οριακά την άρνηση της αμεσότητας αυτής που παραμένει το περιεχόμενό τους. Συνεπώς στη διάνοια, που αποτελεί την πρώτη, την ανώριμη βαθμίδα της θεωρητικής (σε διάκριση από την εμπειρική) γνώσης, οι έννοιες (κατηγορίες) προσεγγίζονται ως κατ’ εξοχήν αποφατικά διορισμένες προς τον αντίποδά τους και αναγωγικά ταυτιζόμενες με αυτόν, στη βάση της μη μετασχηματισμένης ολοκληρωτικά από τη νόηση αισθητηριακότητας. Το εσωτερικό προβάλλει εδώ ως άμεσα ταυτόσημο με το εξωτερικό (είτε ως άμεση άρνησή του), το ουσιώδες με το επουσιώδες, η αναγκαιότητα με την τυχαιότητα κλπ. ενώ το γενικό εντοπίζεται από τη διάνοια είτε ως άμεση ταύτιση είτε ως ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων αντικειμένων, πλευρών. Ο λόγος κυριαρχεί κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, προϋποθέτει τη διερεύνηση της υφής των ίδιων των εννοιών, δηλαδή την ανακλαστική, αναστοχαστική νοητική προσέγγιση της ίδιας της νόησης και κατατείνει στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας της πολλαπλότητας και της πολυμορφίας του αντικειμένου μέσω της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών του, μέσω της νοητικής (και όχι αισθητηριακής) σύνθεσης των διακεκριμένων από τη διάνοια πλευρών (αφαιρέσεων, σχέσεων κλπ.). Συνιστά δηλαδή τη δεύτερη άρνηση, την άρνηση της απλής άρνησης των αισθητηριακών δεδομένων από τη νόηση ως διάνοια, δηλαδή την άρνηση της άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας στα πλαίσια της νοητικής διαδικασίας. Έτσι η νόηση επανέρχεται κατά κάποιον τρόπο στα αισθητηριακά δεδομένα (απομακρυνόμενη από αυτά), όμως τώρα διαμεσολαβημένα, εμβαθύνοντας διαρκώς στη διάγνωση της ουσίας, του νόμου της εσωτερικής ενότητας των αισθητηριακών δεδομένων, δηλαδή μέσω του νοητά εγνωσμένου συγκεκριμένου, σε μια πορεία κατά την οποία η αντανάκλαση του αντικειμένου γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη, όλο και λιγότερο εποπτική, παραστατική και οφθαλμοφανής. Σε αντιδιαστολή με τη βαθμίδα της διάνοιας, όπου ο βαθμός ανάπτυξης των (αφηρημένων) νοητικών μορφών είναι αντιστρόφως ανάλογος του περιεχομένου, ο βαθμός ανάπτυξης των νοητικών μορφών του λόγου είναι ευθέως ανάλογος του περιεκτικού πλούτου των (νοητά πλέον) συγκεκριμένων προσδιορισμών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η νόηση ως λόγος, αίροντας διαλεκτικά τη διάνοια, στοχεύει με την ανάπτυξή της στην πρακτική, στη συνειδητοποίηση της καθολικότητας της μετασχηματιστικής δραστηριότητας, καθώς παρέχει στο υποκείμενο θεωρητικά τεκμηριωμένη διέξοδο στην πρακτική δραστηριότητα. Οι δύο αυτές πλευρές της νόησης, συνυπάρχουν ως αντιφατική ενότητα σε όλη την ενιαία νοητική διαδικασία, ενώ όπως είπαμε αρχικά κυριαρχεί η διάνοια (στην πρώτη κίνηση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο) και στη συνέχεια ο λόγος (κατά την κίνηση από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο). Η νόηση ως κατ’ εξοχήν διάνοια συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της «τυπικής λογικής», ενώ ως λόγος της «διαλεκτικής λογικής»[9].
Βέβαια η κίνηση της νόησης δε γίνεται ανεξάρτητα από το προς εξέταση αντικείμενο αλλά σχετίζεται άμεσα με αυτό και με το βαθμό ανάπτυξής του. Η συσχέτιση μεταξύ της πραγματικής διαδικασίας ανάπτυξης του αντικειμένου, του «οργανικού όλου», και της νοητικής απεικόνισης αυτής της διαδικασίας μέσω της μεθόδου της «ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο» γίνεται μέσω των μεθοδολογικών και φιλοσοφικών κατηγοριών, του ιστορικού και του λογικού. Με την κατηγορία του ιστορικού εξετάζονται τα στάδια ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου (προϋποθέσεις εμφάνισης, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση, ωριμότητα), δηλαδή όλη η διαδικασία της εξέλιξης, του «γίγνεσθαι» του. Ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης του οργανικού όλου υπάρχουν και τα αντίστοιχα στάδια της γνωστικής διαδικασίας. Έτσι κατά τη διαδικασία του «γίγνεσθαι» του οργανικού όλου κυριαρχεί η κίνηση της νόησης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ υποδεέστερο ρόλο διαδραματίζει η κίνηση από το αφηρημένο προς το νοητά συγκεκριμένο. Αντίθετα, κατά την απεικόνιση του ώριμου οργανικού όλου κυριαρχεί η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (που αντανακλά «το παρόν» του αντικειμένου, έτσι ώστε να αντανακλάται και «το παρελθόν», ως ανηρμένη μορφή, αλλά και η ενυπάρχουσα στο παρόν δυναμική του «μέλλοντος»), ενώ η κίνηση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο μετατρέπεται σε υποδεέστερη, σε ανηρμένη μορφή (υπό τη βασική προϋπόθεση ότι και το γνωστικό υποκείμενο –συλλογικό και ατομικό- έχει επιτύχει την αντίστοιχη νοητική θεωρητική ωριμότητα). Το ώριμο στάδιο ανασυγκροτείται νοητά μέσω των λογικών κατηγοριών (είναι, ουσία, φαινόμενο, πραγματικότητα) και συγκεκριμένα μέσω της κίνησης της νόησης από την επιφάνεια (είναι) στην ουσία, και κυρίως μέσω της κίνησης από την ουσία στο φαινόμενο και την πραγματικότητα. Η δεύτερη κίνηση μάλιστα συνιστά ταυτόχρονη αναπαραγωγή σε «ανηρμένη μορφή» και της «ιστορίας του γίγνεσθαι» του αντικειμένου, του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το νέο οργανικό όλο[10].

Η  ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
 Η σχέση θεωρίας-πράξης που σε συνθήκες κεφαλαιοκρατίας, αλλά και γενικότερα ταξικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από την αντίθεσή τους, ως αποτέλεσμα του οντολογικού διαχωρισμού ύλης-πνεύματος, του υποδουλωτικού καταμερισμού ανάμεσα στη χειρωνακτική και στην πνευματική εργασία, δεν ήταν πάντοτε η ίδια αλλά μεταβλήθηκε και αυτή κατά την κοινωνική εξέλιξη.
 Κατά την πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας, κατά τη φάση διαμόρφωσης και κυριαρχίας του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη «στην αγκαλιά της φύσης», δεν έχει ξεχωρίσει ακόμη από αυτήν, σχετίζεται με τη γη ως προς το «ανόργανο σώμα του» [11]. Διαθέτει κάποια βιολογικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, που του δίνουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κάποια υλικά της φύσης για την ικανοποίηση των αναγκών του, ως μη παραχθέντα, αλλά σε έτοιμη μορφή ευρισκόμενα εργαλεία. Με αυτόν τον τρόπο αρχίζει «μια διαδικασία αμοιβαίου καθορισμού ανάμεσα στο χέρι, και γενικότερα στα σωματικά όργανα, και στο νοητικό όργανο. Η εργασία, δηλ. οι πρακτικές σχέσεις με τη φύση, καθώς και το σύνολο της κοινωνικής πρακτικής, ανάπτυξαν το μυαλό, και η ανάπτυξη του μυαλού έκανε πιο αποτελεσματική την πρακτική δραστηριότητα» (Μπιτσάκης,1998). Έτσι, αρχικά διακρίνεται μια ενιαία πρακτικοθεωρητική δραστηριότητα, ενώ το διανοητικό σύμπαν του ανθρώπου μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπειρικό-μυθολογικό» (Μπιτσάκης,1998). Η εμπειρική-αισθητηριακή, μέσα από την άμεση πρακτική επαφή, γνώση του κόσμου συνυπάρχει με τη μυθολογία, με την ύπαρξη θεών οι οποίοι βρίσκονται παντού στη φύση, είναι φυσικά[12], και όχι αφηρημένα, πνευματικά, υπερφυσικά, όντα  Δεν υπάρχει η αντίθεση χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, ύλης-πνεύματος, επομένως ούτε η αντίθεση θεωρίας-πράξης, καθώς οι κατηγορίες αυτές στην ουσία είναι ανύπαρκτες, υπάρχουν μόνο σ’ αυτή την πρωτόγονη ενότητα τους, ως συνυφασμένες πλευρές της ενιαίας πρωτόγονης πρακτικής-θεωρητικής μετασχηματιστικής δραστηριότητας, υπάρχουν μόνο οι προϋποθέσεις που αργότερα στις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες θα οδηγήσουν στον εννοιακό διαχωρισμό αλλά και στην αντίθεση τους.
Όλα αυτά αρχίζουν να αλλάζουν, όταν για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, δημιουργείται, με την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, κοινωνικό υπερπροϊόν, όταν δηλαδή εμφανίζεται η υλική προϋπόθεση για το πέρασμα, για μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα (πχ. το ιερατείο), στην καθ’ εαυτώ πνευματική εργασία. Έτσι συντελείται σιγά σιγά το πέρασμα από την πρωτόγονη κοινότητα, στις ταξικές κοινωνίες (και συγκεκριμένα στη δουλοκτησία) και εμφανίζεται ο υποδουλωτικός καταμερισμός χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, και συνακόλουθα ο διαχωρισμός, η αντίθεση θεωρίας-πράξης[13]. Μάλιστα η πρωταρχική εμφάνιση αυτής της αντίθεσης, στη δουλοκτητική κοινωνία, είναι χαρακτηριστική καθώς η κοινωνία χωρίζεται σε δύο ακραία στρώματα-τάξεις στους δούλους που, ως «ομιλούντα εργαλεία», έχουν αναλάβει την καθ’ εαυτώ πρακτική δραστηριότητα, τη χειρωνακτική εργασία, και στους δουλοκτήτες, που έχουν αναλάβει την πνευματική-διανοητική εργασία, ενώ υπάρχει και ένα μεγάλο μέρος ενδιάμεσων στρωμάτων-τάξεων. Αυτή η κυρίαρχη αντίθεση θεωρίας-πράξης διατηρείται καθ’ όλη τη φάση διαμόρφωσης της κοινωνίας, και με το πέρασμα στη φεουδαρχία και εν συνεχεία στον καπιταλισμό. Βέβαια σε κάθε κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό εμφανίζεται και με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία η αντίθεση αυτή εμφανίζεται στην παραγωγή με την αντίθεση ζωντανής-νεκρής εργασίας και παίρνει την πιο ολοκληρωμένη της μορφή με την «ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο», κατά τη γνωστή έκφραση του K. Marx. Έτσι πραγματοποιείται η υποταγή της χειρωνακτικής στην πνευματική εργασία, της πράξης στη θεωρία. Από την άλλη στην κεφαλαιοκρατία, που συνιστά, όπως κάθε κοινωνικός σχηματισμός, πλέγμα αντιθέσεων, εμφανίζονται και κάποια νέα χαρακτηριστικά, κυρίως ως τάσεις, που δείχνουν τη δυναμική του μέλλοντος στο παρόν. Έτσι, επί ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατίας, εμφανίζεται μια τάση προς νέα ενοποίηση, αυτή τη φορά σε ένα ανώτερο επίπεδο της θεωρίας με την πρακτική. Η επιστήμη (ως πνευματική-θεωρητική κυρίως δραστηριότητα) μετατρέπεται σε άμεση παραγωγική (πρακτική) δύναμη[14], που παίζει όλο και σπουδαιότερο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, ενώ η μία «επιστημονική επανάσταση» διαδέχεται την άλλη, επαναστατικοποιώντας συνεχώς και τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής (από την άποψη των παραγωγικών δυνάμεων). Βέβαια η συγκεκριμένη πραγματικότητα εμφανίζεται στα πλαίσια των ασφυκτικών σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (σχέσεις κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας), και γι’ αυτό η τάση προς ενοποίηση θεωρίας και πράξης υπάρχει μόνο ως τάση, τη στιγμή που αυτή η ενοποίηση της επιστήμης με την παραγωγή εμφανίζεται με την ανεστραμμένη μορφή της υποταγής της επιστήμης στις πρακτικές-πραγματιστικές ανάγκες του κεφαλαίου. Έτσι η επιστήμη σήμερα δεν αναπτύσσεται, εν πολλοίς, στη βάση της λογικής της αυτοανάπτυξης της, στη βάση της επίλυσης των σύγχρονων θεμελιωδών της αντιφάσεων, αλλά συρόμενη πίσω από τα ιδιοτελή συμφέροντα του κεφαλαίου, πίσω από τις ανάγκες του για υπερκέρδη[15]. Μέσα από όλη αυτή την ιστορική πορεία, αλλά και μέσα από τις τάσεις που διαφαίνονται στη σημερινή αναπτυγμένη κεφαλαιοκρατία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εξέλιξη της σχέσης θεωρίας και πράξης, εμφανίζεται ελικοειδής και προβάλλει από την άποψη του κομμουνισμού ως άρνηση της άρνησης, με κατάληξη τη διαλεκτική άρση της αντίθεσης θεωρίας-πράξης, την επιστροφή στην πρωτόγονη ενότητα, τώρα όμως σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου θα κυριαρχεί η ώριμη, ενιαία πρακτικοθεωρητική μετασχηματιστική δραστηριότητα της ανθρωπότητας στη γη, ως «ενιαίο, σκόπιμα μετασχηματισμένο σύνολο» (Βαζιούλιν, 1988), στιγμές της οποίας θα είναι η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγής (μέσω της «τεχνητής φύσης» και μάλιστα της παραγωγής αυτομάτων από αυτόματα) και η «καθ’ εαυτώ ανθρώπινη», επιστημονική (στα πλαίσια της «καθολικής» επιστήμης, ως ενοποίησης φυσικών-κοινωνικών επιστημών), θεωρητική δραστηριότητα.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
            Η ιστορική μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας μας αποδεικνύει ότι αυτή δεν παρέμεινε αναλλοίωτη κατά το πέρασμα των αιώνων αλλά διήλθε από κάποιους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός) σε μια εξελικτική πορεία, όπου καθοριστικός παράγοντας, σε τελική ανάλυση, ήταν η διαλεκτική σχέση (κυρίως ως αντίθεση) παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο αυτή η αντίληψη για την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας (χαρακτηριστική της μαρξικής προσέγγισης της ιστορίας) δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την απολυτοποίηση του συγκεκριμένου παράγοντα, εν είδει κάποιου οικονομικού ντετερμινισμού, που οδηγεί, αυτόματα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, σε κάποιο τέλος, βάσει κάποιων «ατσάλινων νόμων της ιστορίας». Η αντίληψη του δημιουργικού μαρξισμού (που δεν εγκλωβίζεται στο δίπολο δογματισμού-αναθεωρητισμού) δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψιν της και την πράξη του ανθρώπου ως υποκειμένου, που καθορίζει, μέσα βέβαια σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αντικειμενικών, ιστορικών δυνατοτήτων, την κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο του πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας, προηγείται σε κάθε περίπτωση η θεωρητική σύλληψη (σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον) του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου και των αντικειμενικών δυνατοτήτων εξέλιξής του, στη βάση των κυρίαρχων αντιφάσεων της εκάστοτε συγκυρίας. Είναι ακριβώς αυτές οι αντιφάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας που οδηγούν στη θεωρητική αναζήτηση της υπέρβασής τους, και είναι στη συνέχεια ακριβώς αυτή η θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη των δυνατοτήτων εξέλιξης του κοινωνικού Είναι που οδηγεί και στις προσπάθειες πρακτικού επαναστατικού μετασχηματισμού της ολοένα και πιο αντιφατικής υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Απ’ αυτή την άποψη και με βάση τα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως γίνεται κατανοητό ότι η σημασία της θεωρητικής προτρέχουσας σύλληψης των κυρίαρχων αντιφάσεων και τάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας είναι αντίστροφα ανάλογη του βαθμού αντιστοιχίας των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής (Πατέλης,1998). Σε ιστορικές συγκυρίες όπου έχουμε σχετική αντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής η κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάζεται χωρίς ιδιαίτερες αντιφάσεις (αν και αυτές πάντοτε υπάρχουν έστω και αν δεν είναι κυρίαρχες και εμφανείς) και η θεωρητική σύλληψη της πραγματικότητας αυτής (ως κοινωνική θεωρία) αντιμετωπίζει την υπάρχουσα κοινωνία ως έχει, ως αιώνια και αναλλοίωτη, αδυνατεί να εντοπίσει τις δυνατότητες πρακτικού μετασχηματισμού και εξέλιξής της μέσα από την άρση των κυρίαρχων αντιφάσεων. Αντίθετα όταν κυριαρχεί η αναντιστοιχία, η ρήξη ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής η θεωρητική απεικόνιση του υπάρχοντος πλέγματος αντιφάσεων, καθώς και των δυνατοτήτων υπέρβασής τους με το πέρασμα σε άλλον τύπο σχέσεων παραγωγής καθίσταται όχι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία.
            Η συγκεκριμένη σχέση θεωρητικής σύλληψης-πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας διαφοροποιείται ανάλογα με τη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας και μάλιστα όσο η κοινωνία κινείται προς ωριμότερα στάδια φαίνεται ότι αυξάνεται όλο και περισσότερο ο ρόλος της θεωρίας. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, εποχή της ώριμης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, εποχής που ωριμάζουν οι όροι για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία (με τα δύο στάδια, όπως τα διατύπωσε ο Marx στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», το ανώριμο σοσιαλιστικό και το ώριμο κομμουνιστικό) ο ρόλος της θεωρίας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς ο κομμουνισμός δεν προκύπτει απλώς ως ένας ακόμη κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός αλλά ως η διαλεκτική άρνηση-άρση όλου του ιστορικού παρελθόντος της κοινωνίας και από αυτή την άποψη έχει να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά όλης της μέχρι σήμερα κίνησης της ανθρώπινης κοινωνίας (Βαζιούλιν, 2000).
            Από αυτή την άποψη το πέρασμα από τον καπιταλισμό, ως τέλος της διαμόρφωσης της κοινωνίας, στον κομμουνισμό, ως ωριμότητα της κοινωνίας[16] συνιστά έναν πολύ πιο αντιφατικό και επίπονο κοινωνικό μετασχηματισμό, πολύ πιο σύνθετο από τους προηγούμενους, ο οποίος χρειάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό τη θεωρητική προτρέχουσα σύλληψη των πιθανών προβλημάτων, αντιφάσεων και δυσκολιών που θα έχει να αντιμετωπίσει το επαναστατικό υποκείμενο[17]. Επομένως αποκτούν μεγάλη σημασία κάποιες επισημάνσεις του Marx, από το πρώιμο ακόμη έργο του, για το σημαντικό ρόλο της θεωρίας στην ανατροπή του καπιταλισμού : «η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα….η κεφαλή της χειραφέτησης αυτής είναι η φιλοσοφία, καρδιά της το προλεταριάτο» (Marx, 1978). Βέβαια η σημασία της θεωρίας σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα πρακτικής, υλικής δράσης για να επιτευχθεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός αφού «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται υλική δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες» (Marx, 1978).
            Η πολυπλοκότητα του περάσματος από την κεφαλαιοκρατία στον κομμουνισμό (αρχικά στο πρώτο του στάδιο, το σοσιαλιστικό) απασχόλησε και το Lenin και τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη μια πρωτοπόρα συνειδητή οργάνωση του επαναστατικού υποκειμένου, που την ονόμασε κόμμα επαγγελματιών επαναστατών (ή κόμμα νέου τύπου). Σε αυτή την άποψη κατέληξε από τη μελέτη των αυθόρμητων αντιδράσεων του προλεταριάτου και των άλλων φτωχών στρωμάτων στη Ρωσία που τον βοήθησε να αντιληφθεί ότι «η αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα ίσα στην υποταγή στην αστική ιδεολογία…..τα «πρώτα τυχόντα» μέσα πάλης θα είναι πάντα στη σύγχρονη κοινωνία τρεϊντ-γιουνιονιστικά μέσα πάλης και η «πρώτη τυχούσα» ιδεολογία θα είναι η αστική (τρεϊντ-γιονιονιστική) ιδεολογία» (Lenin,2002). Η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί από έξω στο προλεταριάτο (και συγκεκριμένα από την αστική διανόηση) και όχι κάτι που γεννιέται αυθόρμητα από τους ταξικούς του αγώνες, και αυτό γιατί προϋποθέτει τη «βαθιά επιστημονική γνώση» της κοινωνικής πραγματικότητας[18]. Μαζί λοιπόν με τις ενώσεις των εργατών με τα εν πολλοίς αυθόρμητα-αστικά αιτήματα και διεκδικήσεις είναι απαραίτητη και η οργάνωση των επαναστατών, το κόμμα, που θα εισάγει τη σοσιαλιστική συνείδηση στους εργάτες, θα καθοδηγεί τους ταξικούς αγώνες προς το σοσιαλισμό. Η συγκεκριμένη οργάνωση λοιπόν μπαίνει ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία και στην επαναστατική πράξη και προσπαθεί να τις ενώσει, είναι ο ενδιάμεσος κρίκος που δίνει στη φιλοσοφία, στην επιστήμη τα υλικά της όπλα και στο προλεταριάτο τα πνευματικά του όπλα.
Το κόμμα λοιπόν έχει κάποια χαρακτηριστικά (όσον αφορά τη θεωρία και την πράξη) τα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι γενικά, από την άποψη ότι είναι αναγκαία σε κάθε επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Καταρχήν το κόμμα προϋποθέτει κάποια θεωρητική βάση, και αν έχει στόχο πράγματι τη σοσιαλιστική επανάσταση (όπως το κόμμα του Lenin), αυτή η θεωρητική βάση θα πρέπει να ερμηνεύει το μεγαλύτερο μέρος της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας, να διακρίνει τις κυρίαρχες αντιφάσεις αλλά και να έχει επεξεργαστεί τον τρόπο επίλυσής τους προς την κατεύθυνση της διαλεκτικής τους υπέρβασης, του επαναστατικού μετασχηματισμού του κοινωνικού Είναι, έχοντας καταλήξει και σε συμπεράσματα σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο και το ρόλο του. Πάνω σ’ αυτή τη θεωρητική, επιστημονική ανάλυση που προηγείται της δημιουργίας του (και αποτελεί τη βασική της προϋπόθεση) το κόμμα έρχεται να πραγματοποιήσει τον πρακτικό επαναστατικό μετασχηματισμό, όταν και οι αντικειμενικές, κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν (κρίση, επαναστατική κατάσταση). Επομένως το κόμμα, εκκινώντας από μια βαθιά επιστημονική ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης και των τάσεων υπέρβασής της, αναλαμβάνει κυρίως τον πρακτικό ρόλο να πραγματοποιήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κόμμα δεν μπορεί να επεξεργαστεί νέα θεωρητικά ζητήματα ή να επανεξετάσει κάποια άλλα με βάση και τα συμπεράσματα του πρακτικού αγώνα, ωστόσο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα πρωταρχικά καθήκοντα του κόμματος είναι πρακτικά, αλλά και ότι η θεωρητική δουλειά που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του υπόκειται σε διαφόρων ειδών αντικειμενικούς και υποκειμενικούς περιορισμούς. Η θεωρητική δουλειά υποσκελίζεται και καλείται να δώσει απάντηση σε πρακτικά προβλήματα (με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης της θεωρίας πάνω στη δική της βάση, σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιφάσεις της και προς την κατεύθυνση της επίλυσής τους) ενώ και η συγκεντρωτική δομή (που υπαγορεύεται από τις πρακτικές ανάγκες και είναι απαραίτητη) δεν επιτρέπει την ανάπτυξη των κατάλληλων για επιστημονική έρευνα σχέσεων, στην οποία δεν πρέπει να υπάρχει ο υποδουλωτικός καταμερισμός πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας αλλά ένας ανώτερος τύπος καταμερισμού με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις της προσωπικότητας του κάθε επιστήμονα[19]. Το κόμμα λοιπόν μπορεί να αναπτύξει τη θεωρία εκτατικά, μελετώντας νέα φαινόμενα, αναθεωρώντας κάποιες απόψεις, επεκτείνοντας την υπάρχουσα θεωρία σε νέες σφαίρες, όμως δεν μπορεί να άρει την αρχική θεωρητική του βάση σε νέο επίπεδο, δεν μπορεί να πετύχει ποιοτική επανάσταση στη θεωρία, να την εξελίξει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μορφές οργάνωσης που διαφέρουν ποιοτικά από το κόμμα και βρίσκονται έξω από αυτό (σε αυτές τις μορφές θα αναφερθούμε παρακάτω). 

ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
            Προτού ασχοληθούμε με τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κομμουνιστικών κομμάτων στην Ελλάδα είναι απαραίτητη μία αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα. Η ιστορική περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και ταυτόχρονα από την επίθεση του κεφαλαίου παγκόσμια ενάντια σε μια σειρά κατακτήσεις και δικαιώματα των εργαζομένων (ασφάλιση, εργασιακά δικαιώματα, κοινωνικές παροχές, αστικοδημοκρατικά δικαιώματα κ.α.) που είχαν κερδηθεί με αγώνες αλλά και υπό την πίεση των αντίστοιχων κατακτήσεων στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από την αναμφισβήτητη υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος  μετά από την ήττα του πρώτου ιστορικού εγχειρήματος οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Πέρα από το πεδίο των ταξικών αντιπαραθέσεων έχουμε και κάποια νέα φαινόμενα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ελάχιστα ή καθόλου μελετημένα από τη μαρξιστική διανόηση, όπως είναι η επιστημονικοτεχνική επανάσταση (ΕΤΕ) και οι αλλαγές που επιφέρει στην εργασία (αυτοματοποίηση της παραγωγής κ.α.), οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ως νέα ανώτερη μορφή οργάνωσης της παραγωγής, πέρα από τα όρια του αστικού κράτους, άλλα και μια σειρά ακόμη φαινόμενα που διαφοροποιούν σημαντικά (αν και όχι κατ’ ουσίαν) τη σύγχρονη εποχή από την εποχή του Marx ή του Lenin, και χρίζουν θεωρητικής διερεύνησης όσον αφορά τη σημασία τους από την άποψη του επαναστατικού μετασχηματισμού της κεφαλαιοκρατίας προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού. Και βέβαια, είναι σαφές ότι η πολύτιμη εμπειρία 80 χρόνων σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και η ανάλυση και αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης αποτελούν μέγιστο ζήτημα θεωρητικής ενασχόλησης και μελέτης και, εκ των ουκ άνευ, όρο για την ανάκαμψη και αντεπίθεση του επαναστατικού κινήματος διεθνώς. Όλα αυτά καθιστούν σαφέστατη την ανάγκη για θεωρητική επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής της κοινωνίας, υπό το πρίσμα των νέων φαινομένων, με την αντικειμενική εκτίμηση της εξέλιξης και των αντιφάσεων του πρώτου σοσιαλιστικού πειράματος, μέσα από την προσπάθεια για διαλεκτική άρση του μαρξιστικού κεκτημένου, το οποίο αποδείχθηκε και αποδεικνύεται ανεπαρκές (αντικειμενικά και υποκειμενικά) για να ερμηνεύσει τα σύγχρονα φαινόμενα σε διάφορους τομείς (πολιτική οικονομία, κοινωνική θεωρία, επιστημονικός σοσιαλισμός-κομμουνισμός κ.α.).
            Μέσα σε αυτή την κατάσταση θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα κόμματα της σύγχρονης ελληνικής επαναστατικής αριστεράς σε δύο κατηγορίες: από τη μία αυτά που υποστηρίζουν την επάρκεια (τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο βαθμό) της επαναστατικής θεωρίας σήμερα και από την άλλη όσα δέχονται, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, τη θεωρητική ανεπάρκεια της επαναστατικής αριστεράς και συνεπώς και την αναγκαιότητα ανάπτυξης του υπάρχοντος θεωρητικού κεκτημένου. Για την πρώτη ομάδα σήμερα δεν υπάρχει καμιά κρίση θεωρίας, καθώς υποστηρίζουν ότι «θεωρία έχουμε». Η θέση αυτή πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το μαρξισμό, ο οποίος συνιστά, γι’ αυτούς, «ένα ολοκληρωμένο, κλειστό και αυτάρκες σύστημα, το οποίο είναι έτοιμο άπαξ και δια παντός για κάθε χρήση» (Δαφέρμος, Παυλίδης, Πατέλης), το οποίο είναι εσωτερικά απόλυτα ενιαίο και μη αντιφατικό. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την έλλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας εξέλιξης στη βάση εσωτερικών (αλλά και εξωτερικών) αντιφάσεων και νομοτελειών. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση απέχει από μια πραγματικά μαρξιστική θέση, που όπως έχουμε τονίσει, αρνείται την ύπαρξη μιας αιώνιας απόλυτης αλήθειας και δέχεται τη σχετικότητα της κάθε «απόλυτης» αλήθειας στη βάση τόσο υποκειμενικών όσο και αντικειμενικών περιορισμών, ιδιαίτερα μάλιστα στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας, όπου το κοινωνικό είναι συνεχώς εξελίσσεται και απαιτεί μια νέα θεωρητική διερεύνηση. Σ’ αυτή την κατεύθυνση του μαρξισμού δεν χρειάζεται η πραγματική επιστημονική έρευνα, αλλά αντίθετα η θεωρία ανάγεται στις τρέχουσες προπαγανδιστικές και πρακτικές ανάγκες, στο «τι απαντάμε στον αντίπαλο». Αυτή ακριβώς η υποβάθμιση, ο εκφυλισμός του μαρξισμού «η προσκόλληση στην αμεσότητα της προπαγανδιστικής, και μόνο, κριτικής, ο μονόπλευρος προσανατολισμός στην άμεση «λογική» των ερωταποκρίσεων με του αντιπάλου οδηγούν στην κατάργηση της θεμελιώδους έρευνας» (Δαφέρμος, Παυλίδης, Πατέλης), ενώ και οι θέσεις που εκφράζονται είναι κατ’ εξοχήν ετεροπροσδιοριζόμενες. Τελικά «ο λόγος που αρθρώνεται είναι κατ’ εξοχήν αντίποδας του αντιπάλου, παραμένει δηλαδή (έστω και με αντίθετο πρόσημο) δέσμιος της λογικής του αντιπάλου, λειτουργώντας, αντικειμενικά, ως μέσο μετατροπής των κομμουνιστών σε ουραγούς της κυρίαρχης ιδεολογίας και πρακτικής, σε δέσμιους της στρατηγικής και της τακτικής της αστικής τάξης» (Δαφέρμος, Παυλίδης, Πατέλης, 1994). Τα νέα φαινόμενα ερμηνεύονται, ως επί το πλείστον, υπό το πρίσμα των αντιδραστικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής (και μόνο) ενώ απουσιάζει η αντίληψη και μελέτη της δυναμικής πλευράς του καπιταλιστικού συστήματος, των παραγωγικών του δυνάμεων, μια μέθοδος αντίληψης που προσιδιάζει περισσότερο στη διάνοια, την προδιαλεκτική βαθμίδα της γνώσης, και όχι στο λόγο, την κατ’ εξοχήν διαλεκτική βαθμίδα (όπου το δίπολο παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων μελετάται συνολικά ως διαλεκτική σχέση). Με αυτό τον τρόπο ανάλυσης η συντριπτική πλειοψηφία των νέων φαινομένων χαρακτηρίζονται ως αντιδραστικά, ακόμη και αν συνιστούν πτυχές της κοινωνίας που καθιστούν πιο επίκαιρη και εφικτή την κομμουνιστική προοπτική, καθώς ο ερευνητής αυτής της κατεύθυνσης αδυνατεί να διακρίνει το προοδευτικό, το επαναστατικό στις μεταρρυθμίσεις που κατευθύνονται από την εσωτερική  δυναμική ανάπτυξης του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτή η απόρριψη των νέων φαινομένων οδηγεί στην υποστήριξη του παρελθόντος, δηλαδή κοινωνικών χαρακτηριστικών που ακόμη και η κεφαλαιοκρατία έχει ξεπεράσει (χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η προσκόλληση στο εθνικό κράτος- υπό τη μορφή του πατριωτισμού- σε μια περίοδο που φαίνεται ότι η ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατία έχει, εν πολλοίς, ξεπεράσει την εθνική οργάνωση της οικονομίας με την ώθηση των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων, και κινείται πλέον σε διεθνικό επίπεδο). Στην πολιτική πρακτική των κομμάτων αυτών κυριαρχεί, ελλείψει ουσιαστικής επιστημονικής ανάλυσης της σημερινής κατάστασης, αλλά και των δυνατοτήτων της που σχετίζονται με την κομμουνιστική προοπτική, το κυνήγι των εφήμερων στόχων, η τακτική εναλλάσσεται συνεχώς και κατά το δοκούν, με το στρατηγικό στόχο να φαντάζει πολύ μακρινός, αν όχι απραγματοποίητος. Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η αποστεωμένη, ουσιαστικά νεκρή, θεωρία γίνεται εργαλείο που, ανάλογα με τα, εν πολλοίς μικροπολιτικά, συμφέροντα της εκάστοτε συγκυρίας, ερμηνεύεται διαφορετικά και υποτάσσεται τελικά σε μια πολιτική πρακτική, η οποία όμως, χωρίς την επαρκή θεωρητική της τεκμηρίωση, είναι τυφλή και αδιέξοδη.
            Η δεύτερη κατηγορία των σύγχρονων κομμουνιστικών κομμάτων, όπως είπαμε, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα θεωρητικής επανατεκμηρίωσης, με βάση τα νέα φαινόμενα και την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της κομμουνιστικής προοπτικής της κοινωνίας. Η πολιτική πρακτική που αναπτύσσουν ωστόσο, μέσα από αυτή τη λογική, και αφού δεν υπάρχει θεωρητική θεμελίωση του στρατηγικού τους στόχου, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να υποτάσσεται, και σε αυτή την περίπτωση, σε τακτικούς ελιγμούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της στιγμής. Η απουσία επεξεργασμένης στρατηγικής οδηγεί τα κόμματα αυτά, εκούσια ή ακούσια, σε τυχοδιωκτικές κινήσεις και τα εγκλωβίζει σε πολλές περιπτώσεις σε μια λογική «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος δεν είναι τίποτα», παρόμοια με τη στάση πολλών κομμάτων της δεύτερης διεθνούς, που στηλίτευε επανειλλημένα ο Lenin. Σχετικά με τη θεωρία, σε ένα μεγάλο μέρος αυτής της κατεύθυνσης κυριαρχεί η αντίληψη ότι αυτή θα έρθει μέσα από νέους πρωτότυπους πειραματισμούς στο χώρο της πρακτικής, με τη μέθοδο, ουσιαστικά, «της δοκιμής και του λάθους» και με την προτροπή «να κάνουμε πρωτότυπα λάθη». Η δυνατότητα ανάπτυξης της θεωρίας πάνω στη δική της βάση, με βάση επιστημονικά επεξεργασμένες μεθόδους έρευνας, και χωρίς την «επήρεια» της άμεσης, καθημερινής πρακτικής αμφισβητείται, αν δεν απορρίπτεται. Γενικά η λεγόμενη «διαλεκτική θεωρίας-πράξης» γίνεται αντιληπτή ως μια μηχανιστική, εξωτερική σύνδεση της επιθυμητής θεωρητικής τεκμηρίωσης με την καθημερινή πολιτική πρακτική, έτσι ώστε τελικά η θεωρία να εγκλωβίζεται στην επιφανειακή ερμηνεία της άμεσης, εμπειρικής πραγματικότητας, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα (και η θέληση) για πραγματική επιστημονική έρευνα και αποκάλυψη της ουσίας των φαινομένων. Τελικά όλα αυτά αποδεικνύουν ότι το τμήμα αυτό της αριστεράς δεν δέχεται ότι η πραγματικά επιστημονική θεωρία μπορεί να κτιστεί μόνο σε απόσπαση από την άμεση εποπτεία (όπως αναφέραμε στο πρώτο κεφάλαιο του κειμένου) και ουσιαστικά αρνείται την δυνατότητα νοητικής αναπαράστασης ενός γνωστικού αντικειμένου, δηλαδή αρνείται και την ίδια την ύπαρξη της επιστήμης, σε σημείο που να φαίνεται ιδιαίτερα επηρεασμένο από την κυρίαρχη ιδεολογία του μεταμοντέρνου νεοθετικισμού. Έχουμε λοιπόν μια υποχώρηση, σε αυτήν την περίπτωση, από το μαρξιστικό κεκτημένο[20] σε προμαρξικές αντιλήψεις περί του ρόλου της επιστήμης και της θεωρίας γενικότερα.
            Με όλα αυτά σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να πούμε ότι ο ρόλος των σύγχρονων επαναστατικών κομμάτων είναι αντιδραστικός, ωστόσο είναι δεδομένο ότι στην καλύτερη περίπτωση τα κόμματα αυτά λειτουργούν ως δυνάμεις οπισθοφυλακής και άμυνας για το κίνημα απέναντι στην εντεινόμενη επιθετικότητα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, καθώς αδυνατούν να προβάλλουν μια ουσιαστική, εναλλακτική, επιστημονικά τεκμηριωμένη προοπτική πέρα και έξω από τα πλαίσια του καπιταλισμού. Σε στιγμές, όπως σήμερα, που κυριαρχεί η αστική αντεπανάσταση στον οικονομικό αλλά και στον πολιτικό τομέα «η μόνη εφικτή και αναγκαία επανάσταση είναι η επανάσταση στη θεωρία» (Μαξίμοφ). Η επανάσταση αυτή δε συνίσταται απλώς σε μια επέκταση σου μαρξισμού σε κάποια νέα ερευνητικά πεδία, αλλά «στη συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης θεωρίας που θα αίρει (μέσω μιας διαλεκτικής άρνησης-άρσης) και θα εμπεριέχει το μαρξισμό» (Μαξίμοφ, 2001), ο οποίος με την υπάρχουσα μορφή του αδυνατεί να δώσει απαντήσεις σε πολλά σύγχρονα ερωτήματα. Το κόμμα, με τα χαρακτηριστικά που του δόθηκαν από την ανάλυση του Lenin, δεν είναι πανάκεια, δεν είναι η κατάλληλη μορφή οργάνωσης του επαναστατικού υποκειμένου σε κάθε περίοδο, Χωρίς να αρνούμαστε την αναγκαιότητα του κόμματος, ως μορφής οργάνωσης κατά τη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας, για την οργάνωση του στρατού της επανάστασης και την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας, είναι φανερό και αυτονόητο ότι ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τα καθήκοντα που τίθενται κάθε φορά θα πρέπει να τροποποιούνται και να εξελίσσονται και οι μορφές οργάνωσης των κομμουνιστών.
            Προηγουμένως αναφερθήκαμε σε κάποια αντικειμενικά και βασικά χαρακτηριστικά του κόμματος που λειτουργούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη ουσιαστικής επιστημονικής έρευνας στο εσωτερικό του, προς την κατεύθυνση της άρσης του μαρξιστικού κεκτημένου. Αν και το ζήτημα των «ιδανικών» συνθηκών και όρων επιστημονικής έρευνας είναι ανοιχτό και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής, συστηματικής διαπραγμάτευσης θα θέλαμε να παρουσιάσουμε κάποια βασικά στοιχεία απαραίτητα για τη διεξαγωγή ουσιαστικής ερευνητικής εργασίας. Κατ’ αρχήν στα πλαίσια μιας ερευνητικής ομάδας το βασικό κίνητρο εργασίας θα πρέπει να είναι τα προσωπικά ενδιαφέροντα του κάθε ερευνητή σε συνθήκες μέγιστης δυνατής ανεκτικότητας από τα υπόλοιπα μέλη, σε βαθμό βέβαια που να μην επηρεάζεται το σύνολο της ομάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι «η πολυμορφία των ενδιαφερόντων και οι ενδοεπιστημονικές διαφωνίες των μελών μιας ομάδας, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να γίνουν κίνητρο ανάπτυξης των ξεχωριστών ατόμων και της ομάδας ως συνόλου, διότι τροφοδοτεί συζητήσεις, εναλλακτικές προσεγγίσεις και συνεχή δοκιμασία των επιχειρημάτων των διαφορετικών πλευρών…..Αντίθετα, η επιβολή μιας τυπικής, εξωτερικής πειθαρχίας και η προσπάθεια διευθέτησης των επιστημονικών διαφορών με διοικητικά, κατασταλτικά μέσα μπορεί να  λειτουργήσει αποθαρρυντικά για την ανάπτυξη πρωτότυπων προσεγγίσεων, οι οποίες ξεφεύγουν από τα πλαίσια των παραδοσιακών, κατεστημένων αντιλήψεων….η επιστημονική αλήθεια, κατά κανόνα, εμφανίζεται ως αίρεση και η ομάδα ή η οργάνωση που δεν διακρίνεται από μια σχετική ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα απόψεων, προσεγγίσεων, οπτικών γωνιών θέασης κινδυνεύει να μετατραπεί σε συντηρητικό, κλειστό, αναπαραγώμενο σύστημα σχέσεων» (Δαφέρμος, 2003). Βέβαια στο εσωτερικό της ερευνητικής ομάδας θα πρέπει να υπάρχει και ένας συγκεκριμένος καταμερισμός της εργασίας, αλλά και κάποιοι κανόνες που θα στηρίζουν τη λειτουργικότητά της, χωρίς όμως να περιορίζεται η ελευθερία του επιστήμονα στον προσδιορισμό των προτεραιοτήτων και των κατευθύνσεων της έρευνάς του.
            Τέτοιου είδους ερευνητικές ομάδες και επιστημονικοί όμιλοι, όπου θα μελετάται συστηματικά ο μαρξισμός και θα υπάρχει ως στόχος η διαλεκτική του υπέρβαση, είναι απαραίτητοι όροι σήμερα για την επιστημονική επανατεκμηρίωση του κομμουνισμού και την ανάλυση και επεξεργασία, των νέων κοινωνικών και επιστημονικών δεδομένων, που έχουν εμφανιστεί. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η κομμουνιστική οικοδόμηση της κοινωνίας (σε δύο στάδια), ως ανατροπή όλης της προηγούμενης ιστορίας της ανθρωπότητας, δεν είναι υπόθεση μιας μόνο σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά συνιστά ιδιαίτερα μακροχρόνια και επίπονη διαδικασία αναμέτρησης με ολόκληρο το «προϊστορικό» παρελθόν, που απαιτεί μια επανεξέταση  και αναθεώρηση του επιστημονικού κεκτημένου της ανθρωπότητας στο σύνολο των κλάδων των κοινωνικών επιστημών. Οι ανάγκες που προέκυψαν (και που τελικά δεν καλύφθηκαν) λίγο καιρό μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στην ΕΣΣΔ, σε τομείς όπως η παιδαγωγική, η ψυχολογία κ.α., αποδεικνύουν την αναγκαιότητα θεωρητικής προτρέχουσας σύλληψης των σύνθετων ζητημάτων οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, αλλά και διαμόρφωσης του νέου τύπου προσωπικότητας, του ολοκληρωμένου ανθρώπου της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η «επανάσταση στη θεωρία» είναι σήμερα ο πιο επιτακτικός και αναγκαίος όρος για την ανάκαμψη και αντεπίθεση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και την επιτυχή έκβαση των μελλοντικών επαναστάσεων. Στην εποχή μας τα λόγια του νεαρού Marx φαντάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ : «έχουμε τη σταθερή πεποίθηση πως όχι η απόπειρα να δοκιμαστούν στην πρακτική οι κομμουνιστικές ιδέες, αλλά η θεωρητική τους επεξεργασία συνιστά τον αληθινό και πραγματικό κίνδυνο, γιατί στις πρακτικές δοκιμές, που όμως είναι μαζικές δοκιμές, μπορεί κάποιος να απαντήσει με το κανόνι μόλις γίνουν επικίνδυνες. Αλλά οι ιδέες που η νόησή μας έχει αποκτήσει νικηφόρα, που ο νους μας έχει κατακτήσει, με τις οποίες το μυαλό έχει σφυρηλατήσει τη συνείδησή μας, είναι δεσμά από τα οποία δεν ξεφεύγουμε χωρίς να ξεσκιστεί η καρδιά, είναι δαίμονες που ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει μόνο υποτάσσοντάς τους στους ίδιους».





[1] Τα ιστορικά παραδείγματα, κυρίως από το χώρο των επιστημονικών πειραμάτων, που επιβεβαιώνουν τη σχετικότητα της πράξης, ως κριτηρίου της αλήθειας είναι πολλά. Πολλές φορές σωστές θεωρίες δεν κατάφεραν να αποδειχτούν στην πράξη (επειδή το επίπεδο των πρακτικών πειραμάτων –συσκευές, μηχανήματα- δεν το επέτρεπε), ενώ άλλες φορές λανθασμένες θεωρίες στηρίζονταν πάνω σε πρακτικά πειραματικά δεδομένα.
[2] Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτός ο καθορισμός είναι απόλυτος, καθώς στην εξέλιξη της θεωρίας, της επιστήμης υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως η λογική της ίδιας της επιστήμης (από την άποψη της επίλυσης των εσωτερικών της αντιφάσεων στην πορεία της αυτοανάπτυξής της), ως ανεξάρτητης (σχετικά) μορφής κοινωνικής συνείδησης.
[3] Στο συγκεκριμένο βέβαια απόσπασμα ο Engels εστιάζει στα γνωσιολογικά κίνητρα της προόδου της ανθρώπινης γνώσης, χωρίς να αναφέρεται στον κύριο και καθοριστικό παράγοντα αυτής της προόδου, που είναι η ανθρώπινη πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα.
[4]Ο Lenin διατύπωσε στα «Φιλοσοφικά τετράδια» τη θέση ότι : «Είναι αδύνατο να κατανοηθεί πλήρως το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το πρώτο του κεφάλαιο, χωρίς να έχει μελετηθεί και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκληρη η Λογική του Χέγκελ. Συνεπώς, κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ εδώ και 1/2 αιώνα!!». Πρόκειται για μία μεγαλοφυή διατύπωση η οποία έθεσε το ζήτημα της μελέτης της Λογικής του Κεφαλαίου, ένα ζήτημα με το οποίο ο ίδιος ο Lenin δεν ασχολήθηκε συστηματικά περαιτέρω.
[5] Η διαλεκτική λογική διακρίνεται (κατά τη διάκριση του Hegel) σε αντικειμενική λογική, που εξετάζει τη νόηση από την άποψη του τι αντανακλά, από την άποψη του αντικειμένου (τμήμα αυτής της λογικής αποτελεί και η διαδικασία ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο) και στην υποκειμενική λογική, που εξετάζει τη νόηση από την άποψη του «με τι», «μέσω τινός» και «πώς» αντανακλάται σ’ αυτήν το αντικείμενο.
[6] Ως γνώση νοείται «η πνευματική δραστηριότητα της αφομοίωσης της πραγματικότητας, η γνωστική διαδικασία θεωρούμενη από την άποψη του αποτελέσματός της» (Πατέλης,1994-95) 
[7] Γίνεται φανερό ότι, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αντίληψη για την κίνηση της νόησης η δημιουργία αφαιρέσεων, εννοιών κτλ. από την ανθρώπινη συνείδηση δε γίνεται στη βάση κάποιων a priori, έμφυτων στον ανθρώπινο εγκέφαλο κατηγοριών, ούτε συνιστά απομάκρυνση από την αντικειμενική πραγματικότητα (εν γένει) και προσέγγιση σε μια απόλυτη υποκειμενικότητα, αλλά αντίθετα γίνεται στη βάση πραγματικών, αντικειμενικών ιδιοτήτων (πλευρών-σχέσεων) του υπό εξέταση αντικειμένου (που δίνονται στο υποκείμενο στα πλαίσια του πρώτου σταδίου κατά την άμεση εποπτική, αισθητηριακή προσέγγιση του αντικειμένου)  και μάλιστα συνιστούν ουσιαστικό βήμα στην προσέγγισή του από την ανθρώπινη νόηση. Χαρακτηριστική της παραπάνω αντίληψης είναι η θέση του K. Marx ότι «στην ανάλυση των οικονομικών μορφών δε μπορούν να μας εξυπηρετήσουν ούτε το μικροσκόπιο, ούτε τα χημικά αντιδραστήρια. Και τα δύο πρέπει να τα αντικαταστήσει η δύναμη της αφαίρεσης.» (Marx-Engels).
[8] Για μια πληρέστερη παρουσίαση της κίνησης της νόησης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο και από το αφηρημένο προς το νοητά συγκεκριμένο δες το «Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο» του Β.Α. Βαζιούλιν στο www.geocities.com/ilhsgr.
[9] Για μια αναλυτικότερη και πληρέστερη πραγμάτευση του θέματος δες το λήμμα «διάνοια και λόγος» στο Πατέλης Δ., Φιλοσοφικό-Κοινωνιολογικό Λεξικό, εκδ. Καππόπουλος, 1994-95.
[10] Για μια συστηματικότερη ανάλυση της σχέσης ιστορικού-λογικού δες το λήμμα «ιστορικό και λογικό» στο Πατέλης Δ., Φιλοσοφικό-Κοινωνιολογικό Λεξικό, εκδ. Καππόπουλος, 1994-95.
[11] Σ’ αυτό το στάδιο υπάρχει «μια άμεση ενότητα ανθρώπου, φύσης, κοινωνίας (αν και η ενότητα αυτή εμπεριέχει τη διάκριση)» (Βαζιούλιν)
[12] Άλλωστε η λέξη πνεύμα σημαίνει άνεμος, ελαφρά ύλη, δηλαδή κάτι που έχει άμεσα υλική υπόσταση.
[13] Βέβαια η αντίθεση αυτή δεν είναι απόλυτη καθώς σε κάθε ιστορική περίοδο, η κοινωνική εξέλιξη (οικονομική, επιστημονική, φιλοσοφική) προϋποθέτει εν πολλοίς τη θεωρητική-επιστημονική μελέτη των προβλημάτων που ανακύπτουν στην πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα και την επίλυσή τους, δηλαδή προϋποθέτει ενός επιπέδου συσχέτιση της πρακτικής με τη θεωρία.
[14] Είναι πολύ χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη τα στοιχεία που παραθέτει ο Θ. Βακαλιός, από σχετική έρευνα του Leo Lavallee, για την τάση μείωσης της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην ανακάλυψη και την εφαρμογή ορισμένων ειδών από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι το 1953. Παραθέτουμε τον πίνακα :
                      
Φωτογραφία               102 χρόνια                1727-1829
Τηλέφωνο                    56       »                    1820-1876
Ράδιο                            35      »                    1867-1902
Τηλεόραση                  14       »                    1922-1936
Ραντάρ                         14       »                    1926-1940
Ατομική βόμβα             6        »                    1939-1945
Τρανζίστορ                   5        »                    1948-1953
Σήμερα βέβαια ακόμη και τα 5 χρόνια φαντάζουν τεράστιο χρονικό διάστημα, τη στιγμή που υπάρχουν κλάδοι της παραγωγής που ανανεώνουν ακόμη και πολλές φορές το χρόνο τον τρόπο της παραγωγής ενός συγκεκριμένου προϊόντος, ενώ οι προβλέψεις, σύμφωνα με έρευνες, για το μέλλον μιλούν για πραγματική εκτόξευση του ρυθμού των νέων ανακαλύψεων, αλλά και της εφαρμογής τους στην παραγωγή, στις επόμενες δεκαετίες.
[15] Για μια πιο συστηματική μελέτη των συνεπειών της υποταγής της επιστήμης στο κεφάλαιο δες : Κ. Ιωαννίδη «Ο ταξικός χαρακτήρας της επιστήμης και οι αναδιαρθρώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
[16] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή την περιοδολόγηση της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας δες το άρθρο του Β.Α. Βαζιούλιν «Η Λογική της ιστορίας» στο www.geocities.com/ilhsgr
[17] Η θεωρία βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση δε νοείται σαν ένα περιοριστικό, κλειστό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα αλλά ως το στοιχείο εκείνο που θα φωτίσει τον πολύπλοκο αυτό κοινωνικό μετασχηματισμό και θα δώσει τη δυνατότητα, από τη μελέτη ακριβώς της κοινωνικής πραγματικότητας, να ολοκληρωθεί αυτός χωρίς να εγκλωβιστεί στο πλέγμα των αντιφάσεών του.
[18] Η συγκεκριμένη θέση του Lenin περιέγραφε βέβαια την πραγματικότητα της εποχής του όπου το προλεταριάτο με βαρύτατους όρους εργασίας δεν είχε τη δυνατότητα της επιστημονικής κατάρτισης. Σήμερα στα κράτη της ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατίας οι όροι διαβίωσης του «καθ’ εαυτώ», του τυπικού προλεταριάτου (δηλαδή όσων εμπορεύονται την εργατική τους δύναμη και παράγουν υπεραξία) έχουν αλλάξει σημαντικά και ίσως να έχει πλέον τη δυνατότητα να επεξεργαστεί την επαναστατική θεωρία και στρατηγική, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο το συγκεκριμένο ζήτημα αφορά ένα μικρό τμήμα του παγκόσμιου προλεταριάτου και δεν ακυρώνει εν γένει την επικαιρότητα της θέσης του Lenin.
[19] Με τα παραπάνω δεν εννοείται σε καμία περίπτωση ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κόμματος, ως επαναστατικής συνειδητής πρωτοπορίας, δεν πρέπει να υπάρχουν ή υπάρχουν σε απόλυτο βαθμό σε κάθε κόμμα. Αντίθετα συνιστούν αναγκαία, για τους στρατηγικούς στόχους του κόμματος, στοιχεία τα οποία είναι τα κυρίαρχα, είναι αυτά που το χαρακτηρίζουν κατ’ ουσίαν.
[20] Ο Marx μέσα από το Κεφάλαιο απέδειξε στην πράξη ότι η επιστημονική θεωρία μπορεί να πετύχει τη νοητική ανασύσταση του, υπό εξέτασιν, αντικειμένου, και μάλιστα ανακάλυψε (εξελίσσοντας τη Λογική του Heggel) και τη μέθοδο με την οποία αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί.


Βιβλιογραφία

1.     Αλεξανδρής Κ. (1990). «Η διαλεκτική νομοτέλεια στη βιολογία και στον ψυχισμό». Θεσσαλονίκη: University Studio Press
2.     Αριστοτέλης (1993). Σε Αριστοτέλη Άπαντα, τόμος 10, Αθήνα: Κάκτος
3.     Βαζιούλιν Β. Α. (1988). «Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνάς του», Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
4.     Βαζιούλιν Β. Α. (2000). «Η Λογική της ιστορίας και οι προοπτικές της ανθρωπότητας», Ουτοπία  Νο39, σελ. 19-30.
5.     Βαζιούλιν Β. Α. (1987). «Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ», Επιστημονική Σκέψη, Νο36, σελ. 75-82.
6.     Βαζιούλιν Β. Α. (1992). «Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο». Νέα προοπτική, 67
7.     Βακαλιός Θ. (1986). «Είναι και συνείδηση. Γνώση και αλήθεια.». Αθήνα: Gutenberg
8.     Βρανίτσκι Π. (1976). «Ιστορία του μαρξισμού», Τόμος 1,Αθήνα: Οδυσσέας
9.     Δαφέρμος Μ. (2003). «Επιστήμη και δημιουργικότητα: μια απόπειρα ψυχολογικής ανάλυσης». Τετράδια ψυχιατρικής Νο83, σελ.111-128.
10. Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. (1994). «Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε;», Ουτοπία Νο13, σελ. 55-67.
11. Engels F. (2001a). «Η διαλεκτική της φύσης». Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
12. Engels F. (2001b). «Αντι-Ντίρινγκ» Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
13. Ιμβριώτης Γ. (1978). «Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας». Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
14. Ιωαννίδης Κ. (2004). «Ο ταξικός χαρακτήρας της επιστήμης και οι αναδιαρθρώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση»
15. Lenin (1988) «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός». Στο Λένιν Β. Ι. Άπαντα 5η έκδοση, Τόμος 18, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
16. Lenin (1989) «Φιλοσοφικά τετράδια». Στο Λένιν Β. Ι. Άπαντα 5η έκδοση, Τόμος 29, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
17. Lenin (2002) «Τι να κάνουμε;». Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
18. Μαξίμοφ Μ. Β. (2001). «Ο ρόλος του επαναστάτη σε συνθήκες αντεπανάστασης». Ουτοπία Νο46. σελ. 85-100.
19. Marx K. (1975). «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα 1844». Αθήνα: Γλάρος
20. Marx K. (1978). «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου». Αθήνα: Παπαζήση
21. Marx K. (1994). «Κριτική του προγράμματος της Γκότα». Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
22. Marx-Engels «Διαλεχτά έργα», Τόμοι 1 και 2, Αθήνα
23. Μπιτσάκης Ε. (1998). «Θεωρία και πράξη». 4η έκδοση Αθήνα: Gutenberg
24. Μπιτσάκης Ε. (1986). «Τι είναι φιλοσοφία;» 2η έκδοση, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
25. Μπιτσάκης Ε. (1990). «Διαλεκτική και νεώτερη φυσική», 4η έκδοση, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος
26. Μπιτσάκης Ε. (2003). «Δρόμοι της διαλεκτικής», Αθήνα: Άγρα
27. Πατέλης Δ. (1994-95). «Φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό λεξικό», Τόμοι 1-5, Αθήνα: Καπόπουλος
28. Πατέλης Δ. (1998). «Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης;», Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική, Τυποθήτω-Δαρδανός, Αθήνα
29. «Η κατανόηση της όσφρησης εξασφάλισε σε δύο αμερικανούς το Νόμπελ Ιατρικής 2004», άρθρο στο www.in.gr στις 04/10/04.

Δεν υπάρχουν σχόλια: