«Θέτοντας την οργανωτική βάση τους χώρους παραγωγής, το κόμμα πραγματοποιεί μια κίνηση επιλογής της τάξης στην οποία αυτό βασίζεται. Δηλώνει ότι είναι ένα κόμμα ταξικό και το κόμμα μιας μόνο τάξης, της εργατικής τάξης» (Θέσεις του 3ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, 1926)
Για τους κομμουνιστές και τα πρωτοπόρα στοιχεία του προλεταριάτου, των οποίων το πρωταρχικό καθήκον- στην τωρινή φάση της ταξικής πάλης- είναι η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κόμματος, είναι θεμελιώδους σημασίας να έχουν ξεκάθαρο ποιον τύπο κόμματος είναι απαραίτητο να ανασυγκροτήσουν.
Και αυτό δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο με μια σκληρή ιδεολογική μάχη ενάντια σε εσφαλμένες αντιλήψεις (ρεφορμιστικές, αυθορμητιστικές, κινηματιστικές και αριστερίστικες) που είναι ευρέως διαδεδομένες εντός του εργατικού κινήματος της χώρας μας: μια μάχη μακρά σε διάρκεια και δύσκολη για την πλήρη επαναφομοίωση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για το Κόμμα, εκ μέρους των προλεταριακών πρωτοπορειών.
Για να φτάσουμε άμεσα στον πυρήνα του ζητήματος, μπορούμε να ξεκινήσουμε από μια διάσημη φράση του Λένιν: «Το βασικό στοιχείο του δόγματος του Καρλ Μαρξ είναι η ερμηνεία του παγκόσμιου ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου ως δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατάλαβαν πως σε καμιά άλλη κοινωνική τάξη δεν μπορούσε να αναγνωριστεί αυτός ο ιστορικός ρόλος, ως συμπέρασμα της επιστημονικής ανάλυσής τους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των σχέσεων μεταξύ των τάξεων που υπάρχουν στην καπιταλιστική κοινωνία: το προλεταριάτο, τις μη προλεταριακές εργαζόμενες μάζες, τη μικροαστική τάξη και την αστική τάξη.
«Η αστική τάξη έχει όχι μόνο κατασκευάσει τα όπλα που της επιφέρουν το θάνατο: έχει, επίσης, δημιουργήσει και τους ανθρώπους που θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα όπλα: τους σύγχρονους εργάτες, τους προλετάριους» (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος). Αυτοί είναι προϊόν της καπιταλιστικής μεγάλης βιομηχανίας: «Η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας αφαιρεί κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το έδαφος πάνω στο οποίο αυτή παράγει και καρπούται τα προϊόντα. Αυτή παράγει, πρώτα από όλα, τους ίδιους της τους νεκροθάφτες. Η δύση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι εξίσου αναπόφευκτες».
Η εργατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριάτο, είναι ο πιο αποφασισμένος και συνεπής ανταγωνιστής του καπιταλισμού για τουλάχιστον τέσσερις βασικούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ανάπτυξη της υλικής βάσης του καπιταλισμού, η μεγάλη βιομηχανία, δεν απειλεί την ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης, δεν απειλεί, μακροπρόθεσμα, τη θέση που αυτό κατέχει στην κοινωνία (όπως συμβαίνει, αντίθετα, για τις μικροαστικές οικονομικές τάξεις). Αντίθετα, η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας συντελεί στην αύξηση του αριθμού των εργατών και καθιστά πάντοτε πιο σημαντικό τον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο που αυτοί επέχουν ως κύριοι παραγωγοί του υλικού πλούτου της κοινωνίας. Αυτός ο ρόλος του βιομηχανικού προλεταριάτου δεν εξαρτάται από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συγκέντρωση ή διασκορπισμό του στην επικράτεια, παράγοντας που επιδρά, σίγουρα, στο επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης, μα που δεν τροποποιεί τον αντικειμενικό κοινωνικό της ρόλο. Ακριβώς εξαιτίας μιας ουσιαστικής έλλειψης κατανόησης αυτού του σημαντικού σημείου, είναι διαδεδομένο μεταξύ πολλών τίμιων εργαζομένων και συντρόφων (ως αποτέλεσμα και της κατάλληλης αστικής προπαγάνδας) ένα αίσθημα σαστιμάρας και απαισιοδοξίας απέναντι σε αυτόν τον πολλές φορές αποκαλούμενο «θρυμματισμό», «αποδιάρθρωση» κλπ της εργατικής τάξης, μέχρι σε σημείο να γίνεται πιστευτό ότι αυτό αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού κόμματός της.
Εξάλλου, προς αποφυγή ευρέως διαδεδομένων παρερμηνειών, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε πως η μαρξιστική (και η λενινιστική) έννοια που δίνεται στον όρο «μεγάλη βιομηχανία» δεν έχει να κάνει με τις διαστάσεις της επιχείρησης, αλλά με τον τρόπο παραγωγής σε αυτή, διαμέσου της απασχόλησης μηχανών και συστοιχιών μηχανών, των οποίων ο εργάτης γίνεται όλο και πιο πολύ το συμπλήρωμα.
Η καπιταλιστική «Μικρή και Μεσαία Επιχείρηση», για την οποία τόσο πολύ μιλάνε στην Ιταλία, αν παράγει όχι με τις τεχνικές της παλιάς μανιφατούρας μα με τα σύγχρονα μηχανήματα και τις τεχνικές, αποτελεί συστατικό στοιχείο της «μεγάλης βιομηχανίας» με την έννοια που δίνει η μαρξιστική ανάλυση.
Ο δεύτερος λόγος- που αποτελεί έναν λόγο στενά συνδεδεμένο με τον πρώτο- για τον οποίο η εργατική τάξη είναι ασυμφιλίωτα ανταγωνιστική με το κεφάλαιο έγκειται στο γεγονός ότι τα υλικά συμφέροντα της ίδιας τάξης συμπίπτουν με τη θεμελιώδη τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης και των τεχνικών εφαρμογών της στην παραγωγή): τάση που, στην κορύφωσή της, απαιτεί την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας κεντρικά και συνειδητά, μέσω ενός σχεδίου, κατευθυνόμενης.
Ο ξέφρενος υποκειμενισμός που σήμερα κυριαρχεί στον γαλαξία των διαφόρων κινημάτων μικροαστικής θεώρησης των πραγμάτων, και στις πολιτικές δυνάμεις που έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή τους, αγνοεί ή υποτιμά πλήρως αυτή την υλιστική ταξική ανάλυση.
Τρίτον, το βιομηχανικό προλεταριάτο- που δεν κατέχει κανένα μέσο παραγωγής είναι η τάξη που είναι άμεσα εκμεταλλευόμενη από το κεφάλαιο, το οποίο αποσπά από τους εργάτες την υπεραξία από την οποία ζει ολόκληρη η αστική τάξη σε όλες της τις κοινωνικές διακλαδώσεις. Η εργατική τάξη είναι, επομένως, η μοναδική κοινωνική τάξη που έχει μια ανταγωνιστική σχέση με το κεφάλαιο στη σφαίρα ακριβώς της παραγωγικής διαδικασίας. Γι’ αυτό η εργατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριάτο, είναι η πιο μαχητική τάξη, η μόνη πραγματικά επαναστατική τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Τέλος, η εργασία στη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγή διαπαιδαγωγεί καθημερινά τους εργάτες στην από κοινού διεξαγόμενη εργασία, στην οργάνωση, στην πειθαρχία και στο πνεύμα της συλλογικότητας: αυτό επιτρέπει στο βιομηχανικό προλεταριάτο να αναπτύξει τη δική του ταξική συνείδηση, να αφομοιώσει τις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού και να προετοιμαστεί για το επαναστατικό του καθήκον: την επίθεση- επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων και όλων των εκμεταλλευομένων- στη πολιτική εξουσία και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. «Γενικά, δεν μπορούμε να επιτύχουμε αυτό το πέρασμα χωρίς την ηγεμονία της μόνης τάξης που διαπαιδαγωγήθηκε από τον καπιταλισμό για την μεγάλη παραγωγή, της μόνης τάξης που βρίσκεται σε ρήξη με τα συμφέροντα του μικροϊδιοκτήτη» (Λένιν).
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ο μαρξισμός-λενινισμός αποδίδει έναν βασικό επαναστατικό ρόλο στο προλεταριάτο, στην εκμεταλλευόμενη από το κεφάλαιο εργατική τάξη, της οποίας το κομμουνιστικό κόμμα είναι το πρωτοπόρο τμήμα, ακόμα και αν αυτό υπερασπίζεται, πέραν των συμφερόντων της εργατικής τάξης, και τα συμφέροντα όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων εργαζόμενων μαζών.
Στο άρθρο του «Η θέληση των μαζών»(L’Unità, 24 Ιούνη 1925), ο Γκράμσι ξεκαθάριζε με σαφήνεια το ζήτημα:
«Υπάρχει μία βούληση των εργαζομένων μαζών στο σύνολό τους και μπορεί το κομμουνιστικό κόμμα να φτάσει στο σημείο «να υπακούει στη βούληση των μαζών γενικά»; Όχι. Υπάρχουν στο σύνολο των εργαζόμενων μαζών παρόμοιες και διακριτές βουλήσεις: υπάρχει μια κομμουνιστική βούληση, μια ρεφορμιστική βούληση και μια φιλελεύθερη δημοκρατική βούληση. Υπάρχει ακόμα και μια φασιστική βούληση, με μια συγκεκριμένη έννοια και εντός κάποιων συγκεκριμένων ορίων. Για όσο επιβιώνει το αστικό καθεστώς, με το μονοπώλιο του Τύπου στα χέρια του καπιταλισμού και, επομένως, με την δυνατότητα για την κυβέρνηση και για τα αστικά κόμματα να παρουσιάζουν τα πολιτικά ζητήματα κατά πώς τους συμφέρει, δηλαδή ως γενικά συμφέροντα, για όσο παραμένει κατεσταλμένη και περιορισμένη η ελευθερία συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι για την εργατική τάξη ή να μπορούν να διατυπώνονται ατιμώρητα τα πιο χυδαία ψέματα ενάντια στον κομμουνισμό, είναι αναπόφευκτο οι εργαζόμενες τάξεις να παραμένουν αποσυγκροτημένες, δηλαδή να μην έχουν παρόμοιες βουλήσεις. Το κομμουνιστικό κόμμα «εκπροσωπεί» τα συμφέροντα ολόκληρης της εργαζόμενης μάζας, μα «υλοποιεί» τη βούληση μόνο ενός συγκεκριμένου τμήματος των μαζών, του πιο προχωρημένου τμήματος, του τμήματος εκείνου (προλεταριάτου) που επιθυμεί να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς με επαναστατικά μέσα για να θεμελιώσει τον κομμουνισμό».
Το κομμουνιστικό κόμμα που είναι απαραίτητο να ανασυγκροτηθεί, δεν είναι, επομένως, ένα κόμμα «όλων των εργαζομένων» (σύμφωνα με την παλιά παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας), ένα αόριστο Κόμμα της Εργασίας (σύμφωνα με το παλιό «λεϊμποριστικό» αγγλικό) και ακόμα πιο λίγο ένα κόμμα «όλων των πολιτών», ή ένα κόμμα/ κίνημα που εκ των πραγμάτων ταυτίζεται με όλα τα κινήματα που εμφορούνται από έναν περισσότερο ή λιγότερο βίαιο κοινωνικό «ριζοσπαστισμό». Είναι ένα κόμμα μιας μόνο τάξης, της εργατικής τάξης, ένα λενινιστικό κόμμα, ένα κόμμα μπολσεβικικού τύπου.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι σε αυτό δεν μπορούν να στρατευτούν και άλλοι εργαζόμενοι που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη (αν αυτοί τοποθετούνται από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και αποδέχονται ολοκληρωτικά τους επαναστατικούς της σκοπούς). Μα σημαίνει ότι το Κόμμα δεν είναι ένα απλό «όργανο» της εργατικής τάξης, ένα «εργαλείο» που χτίζεται από τη σύνθεση ετερογενών στοιχείων: αυτό είναι ένα «τμήμα» της εργατικής τάξης (Στάλιν), το πιο προχωρημένο και συνειδητό τμήμα της. Σύμφωνα με τη μπολσεβικική θεωρία και πρακτική, στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κόμματος «μια καθαρή πλειοψηφία πρέπει να αποτελείται από προλετάριους της βιομηχανίας» (Απόφαση του 5ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, 1924). Και αυτό είναι το υλιστικό θεμέλιο της ταξικής φύσης του κόμματος.
Η αντίθεση αρχών μεταξύ της φύσης του κομουνιστικού κόμματος και εκείνης των σοσιαλδημοκρατικών και ρεφορμιστικών κομμάτων εκφράζεται επίσης και στη διαφορετική τους οργανωτική μορφή. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, των οποίων η ρεφορμιστική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βασίζονται στην οργάνωση χωρικού τύπου, διαρθρωμένη σε κύκλους, τμήματα συνοικιών, ομάδων συζήτησης «θεματικού» χαρακτήρα, κλπ.
Το κομμουνιστικό κόμμα, πρωτοπόρο απόσπασμα της εργατικής τάξης, το οποίο καθοδηγεί τις εργατικές μάζες στους καθημερινούς τους αγώνες και στην επαναστατική πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, έχει μια οργανωτική διάρθρωση εντελώς διαφορετική, γιατί το βασικό του στήριγμα είναι στο εργοστάσιο. Το κομουνιστικό κόμμα πρέπει να έχει την οργανωτική του βάση εντός των ίδιων των εργατικών μαζών, στο εργοστάσιο και στους χώρους δουλειάς.
Πόσο πιο διαφορετικό μπορεί να είναι από τη μικροαστική σημερινή τάση για δημιουργία «δικτύων», «φόρουμ», «συντονιστικών» διαταξικού και πλάγιου χαρακτήρα..
Η οργάνωση στη βάση των εργοστασιακών πυρήνων επιτρέπει στο Κόμμα να έχει μια μόνιμη και άμεση επαφή με το βιομηχανικό προλεταριάτο: του επιτρέπει να είναι πάντα ενήμερο για τις βασικές ανάγκες και φιλοδοξίες των προλεταριακών μαζών.
Είναι αυτή ακριβώς η οργανωτική διάρθρωση που εξασφαλίζει τη σωστή κοινωνική σύνθεση του Κόμματος και τον προλεταριακό του χαρακτήρα. Η ίδρυση πυρήνων συνοικιακών μπορεί να έχει μόνο έναν βοηθητικό και δευτερεύοντα ρόλο.
Η οργάνωση κατά πυρήνες επιτρέπει την ανάθεση καθηκόντων πρακτικής εργασίας (εμποδίζοντας έτσι το Κόμμα να μετατραπεί σε ένα «όμιλο συζητήσεων») σε κάθε σύντροφο και τον έλεγχο της επιτέλεσης των πολυποίκιλων αλλά συγκεκριμένων καθηκόντων.
Εξάλλου, όπως ακριβώς αναδείκνυαν οι Θέσεις του 3ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας το 1926, «η οργάνωση κατά πυρήνες επιφέρει το σχηματισμό, εντός του κόμματος, ενός αρκετά ευρύ στρώματος καθοδηγητικών στοιχείων (γραμματέων πυρήνα, μέλλων επιτροπών πυρήνα, κλπ), τα οποία είναι τμήμα της μάζας και παραμένουν σε αυτή παρότι επιτελούν καθοδηγητικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τους γραμματείς περιοχικών τμημάτων οι οποίοι ήταν αναγκαστικά στοιχεία αποσπασμένα από την εργαζόμενη μάζα. Το κόμμα πρέπει να αποδώσει μια συγκεκριμένη προσοχή στη διαπαιδαγώγηση αυτών των συντρόφων που σχηματίζον το συνδετικό ιστό της οργάνωσης και είναι το εργαλείο της σύνδεσης με τις μάζες».
Τέλος, η πιο σημαντική παρατήρηση. «Ο εργοστασιακός πυρήνας έχει όλα τα δικαιώματα της οργάνωσης του κόμματος. Συζητά και παίρνει θέση για όλα τα ζητήματα του κόμματος» (Απόφαση του 5ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς). Είναι ακριβώς διαμέσου της συνεπούς, καθημερινής εργασίας, και διαμέσου της συζήτησης όλων των μελών των πυρήνων, η οποία καθορίζεται από τους κανόνες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που σχηματίζεται η πολιτική γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος, που συντίθεται- σε ένα πιο υψηλό επίπεδο- από τα κεντρικά καθοδηγητικά όργανα.
Είναι αυτός ο τύπος κόμματος για την ανασυγκρότηση του οποίου εμείς παλεύουμε. Γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που το επιθυμούμε. Άλλοι προλετάριοι σύντροφοι στην Ιταλία ασπάζονται τις ίδιες πολιτικές θέσεις και ασκούν κριτική στις εσφαλμένες, μη λενινιστικές θέσεις. Το περιοδικό μας επιθυμεί τη σύσφιξη των πιο άμεσων σχέσεων μαζί τους, και θα εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Teoria & Prassi, τ. 8, Μάρτης 2003
www.piattaformacomunista.com
Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου