Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

4/19/2009

βιβλιοπαρουσίαση: ΜΑΡΤΑ ΧΑΡΝΕΚΕΡ: ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ.


(Μετάφραση: Δημήτρης Κουφοντίνας).

εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ.

« Η Μ Χάρνεκερ, απόγονος μεταναστών που έφτασαν στην Χιλή πριν από 100 χρόνια από την μακρινή Αυστρία, είναι μια από τις σημαντικότερες ερευνήτριες της Λ. Αμερικής. Σπούδασε Ψυχολογία στο καθολικό πανεπιστήμιο της Χιλής…τελείωνε τις σπουδές της όταν ξέσπασε η Κουβανέζικη επανάσταση, η οποία την επηρέασε βαθειά…πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι…γίνεται μαθήτρια και οπαδός του Λ Αλτουσέρ…με την καθοδήγηση του μελετά τον Μαρξ. Καρπός των μελετών της αποτελεί το πολύ πλέον γνωστό βιβλίο …Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού… επιστρέφει στην Χιλή το 1968…διδάσκει επί ένα χρόνο αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις πανεπιστημιακές αίθουσες και οργανώνει μαθήματα μαρξισμού για εργάτες…την περίοδο Αλιέντε και της Λαϊκής Ενότητας εγκαταλείπει τα μαθήματα και διευθύνει το εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό Chile Hoy…μετά το πραξικόπημα καταφεύγει στην Κούβα…έχει αναδειχτεί σε μια από τις σημαντικότερες ερευνήτριες των χειραφετικών εμπειριών της Λ. Αμερικής…έχει γράψει εκατοντάδες άρθρα, έχει εκδώσει 45 περίπου βιβλία…τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στην Βενεζουέλα…» (από το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή).

Στο βιβλίο η Μ. Χάρνεκερ (στο εξής ΜΧ) καταπιάνεται σχεδόν με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η μαρξιστική θεωρία, και με όλα σχεδόν τα ζητήματα που απασχολούν την σύγχρονη Αριστερά και μάλιστα όχι με έναν εγκεφαλικό τρόπο, με τον ακαδημαϊσμό που δυστυχώς σημαδεύει την πλειοψηφία της σύγχρονης μαρξιστικής σκέψης, αλλά αναμετριέται με την ζωντανή και δύσκολη πραγματικότητα της πολιτικής πάλης, χωρίς την οποία, η θεωρία εύκολα μπορεί να γλυστρίσει στον θεωρητικισμό.

Η ΜΧ δεν ισχυρίζεται ότι λέει την τελευταία λέξη. Συμβάλλει στον διάλογο, αλλά περισσότερο δίνει εφόδια στον αναγνώστη ώστε να μπορέσει να σχηματίσει δική του ανεξάρτητη γνώμη, και να κρίνει με τα δικά του μέσα θεωρίες και πολιτικές. Ακόμα και η μορφή του κειμένου, γραμμένο εν είδη (1399!) θέσεων για διάλογο διευκολύνει αυτό τον σκοπό.

Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια σύντομη καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων που σημάδεψαν τα τελευταία χρόνια (κουβανέζικη επανάσταση, απελευθερωτικές προσπάθειες από διαφορετικούς δρόμους, ένοπλους και ειρηνικούς, δραματικές εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες). Είναι το λιγότερο θεωρητικό μέρος του βιβλίου, η ΜΧ στέκεται περισσότερο στα γεγονότα και στα πιο προφανή συμπεράσματα (φυσικά όχι πάντα αυτονόητα για όλους!). Αναγνωρίζει η ίδια την ανάγκη παραπέρα εμβάθυνσης, έργο που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει συλλογικά, και εδώ απλά καταθέτει μια μικρή συμβολή.

Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια εκτενής παρουσίαση ερευνών και μελετών πάνω στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η συγγραφέας αν και σε πολλά ζητήματα παρουσιάζει τις διαφορετικές απόψεις ενός εν εξελίξει διαλόγου, στα περισσότερα παίρνει θέση, και προσθέτει και τις δικές τις σκέψεις. Είναι τόσο πλούσια η θεματολογία, και τόσο ανάγλυφη η παρουσίαση που βοηθάει ακόμα και τον σχετικά ακατατόπιστο, ιδιαίτερα εκείνον που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση να ασχοληθεί με μια πολύ εκτεταμένη βιβλιογραφία ώστε να έρθει σε επαφή με το αντικείμενο.

Τέλος το τρίτο μέρος αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή σε μια σύγχρονη επιστήμη της πολιτικής. Βασισμένη στις εμπειρίες όλης της Αριστεράς, στις πιο διαφορετικές εκφράσεις της από τα ένοπλα αντάρτικά και τα αντάρτικα πόλης μέχρι τα πιο ΄θεσμικά΄ κινήματα, όπως τις δημαρχιακές προσπάθειες, το κυβερνητικό έργο κτλ προσπαθεί να απαντήσει το τι να κάνουμε;

Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά κάθε μέρος ξεχωριστά.

τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Αριστερά.

Η ιστορική σημασία της κουβανέζικης επανάστασης είναι φανερή. Η ΜΧ αναφέρει και μια σειρά πολιτικές επιπτώσεις: καταρρέουν δύο μύθοι, ένας γεωγραφικός (ότι δεν μπορεί να γίνει επανάσταση στην αυλή των ΕΠΑ) και ένας στρατιωτικός (ότι οι σύγχρονοι τακτική στρατοί είναι ακατανίκητοι). Πριμοδοτείται η αντίληψη της ένοπλης πάλης, κάθε άλλο θεωρείται ρεφορμισμός. Τόσο που από μέσο γίνεται αυτοσκοπός. Η στρατιωτική ήττα των περισσότερων κινημάτων αποδεικνύει την ανάγκη ταυτόχρονης μαζικής πάλης, υποστήριξης από τα πλατεία λαϊκά στρώματα των πόλεων. Και εκτιμά ότι το κουβανέζικο σχέδιο για επέκταση της επανάστασης σε όλη την υποήπειρο δεν πραγματοποιείται.

Γίνεται αναφορά στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και σε μερικές από τις πιο οδυνηρές σελίδες του με την σινισοβιετική διαμάχη, τις ιδεολογικές διαφορές, και τις διασπάσεις των ΚΚ στον υπόλοιπο κόσμο.

Εξετάζονται μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν στην φοιτητική και νεολαιίστικη ανταρσία του ΄68.

Μετά έχουμε ένα ορόσημο, την προσπάθεια στην Χιλή με την νίκη της Λαϊκής Ενότητας. Εδώ γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια να γενικευτούν κάποια συμπεράσματα. «Είχε κατακτηθεί η κυβέρνηση αλλά όχι η εξουσία…κοινωνική αντιπολίτευση ήταν τα μεσαία στρώματα και μέρος των εργαζομένων των περιθωριακών περιοχών…οι δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για τι πρέπει να κάνουν…μερίδες της Αριστεράς καταλάμβαναν μικρές επιχειρήσεις και ζητούσαν εθνικοποίηση τους, απαιτώντας περισσότερο ριζοσπαστισμό από τον Αλλιέντε σαν να είχε όλη την εξουσία…»..

Τελειώνει με ένα βαρυσήμαντο συμπέρασμα: ο δημοκρατικός δρόμος απαιτεί και ένα σοσιαλισμό σύμφωνο με τις παραδόσεις και την θέληση του λαού, και όχι ένα σχηματικό μοντέλο που επιβάλλεται ετσιθελικά.

Τέλος μετά από ανάλυση των εξελίξεων στην Νικαράγουα, και άλλες χώρες, έρχεται στο ζήτημα των ζητημάτων. Την περεστρόικα στην ΕΣΣΔ, και την κατάρρευση των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών. Εδώ ίσως είναι από τα σημεία με το λιγότερο αναλυτικό βάθος. Τελικά η ανάλυση συμβιβάζεται με την ιδέα της ιμπεριαλιστικής συνομωσίας: «το πολιτικό άνοιγμα το χρησιμοποίησε πολύ καλά η δυτική αντίδραση για να προωθήσει τις δεξιές θέσεις στο εσωτερικό της χώρας», υποβαθμίζοντας έτσι τις μεγάλες εσωτερικές άλυτες αντιφάσεις εκείνων των κοινωνιών.

Μετά τα δύσκολα για το επαναστατικό κίνημα χρόνια που ακολούθησαν, σημειώνει μια κάποια στροφή στις αρχές του αιώνα, με την ενίσχυση της Αριστεράς στην Λ. Αμερική, ιδιαίτερα στο εκλογικό πεδίο, στις τοπικές εκλογές αρχικά και μετά σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα εξετάζει και το ένοπλο κίνημα των Ζαπατίστας.

ο κόσμος σήμερα.

Η ανάλυση σε όλο αυτό το τμήμα διαπερνάται από την θέση ότι «ζούμε σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτό των αρχών της κουβανέζικης επανάστασης…όχι μόνο λόγω της ήττας του σοβιετικού σοσιαλισμού…αλλά και από γεγονότα όπως: η νέα επιστημονικοτεχνική επανάσταση και οι επιδράσεις της στην παραγωγική διαδικασία και στην φύση…η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού…».

Κεντρικό ζήτημα των αναλύσεων της ΜΧ η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Αν και χρησιμοποιεί τον όρο διευκρινίζει ότι από την μια δεν έχουμε πραγματική αλλά περιορισμένη διεθνοποίηση, και από την άλλη κρατά αποστάσεις από τον σύγχρονο αντιπαγκοσμιοποιητικό λουδισμό: «ποια πρέπει να είναι λοιπόν η στάση της Αριστεράς…να κριτικάρει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης ως τέτοιο, ή να κριτικάρει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της σημερινής παγκοσμιοποίησης και να προωθεί μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση;…σκέφτομαι ότι σωστό είναι το δεύτερο…με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ σκεφτόταν ότι η μηχανή-εργαλείο δεν ήταν αρνητική αυτή καθαυτή…κτλ ».

Εξαντλητικά αναλύεται η νέα τεχνολογική επανάσταση και οι συνέπειες της. Στηριγμένη σε αναλύσεις λατινοαμερικανών ερευνητών ερευνά την διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, αλλά και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής. Σε κάποια σημεία της ανάλυσης ίσως διακρίνει κανείς ψήγματα παραγωγισμού, σε άλλα σημεία όμως σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν υπάρχει γραμμική σχέση, και ότι οι αλλαγές διαμεσολαβούνται από την πάλη των τάξεων.

Σημαντικότατη είναι και η ανάλυση των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας. Στηριγμένη σε πληθώρα αναλύσεων ευρωπαίων αλλά και λατινοαμερικάνων μελετητών ερευνά την ευέλικτη παραγωγή, τα δίκτυα, την σχέση συγκεντροποίησης και υπεργολαβιών, συγκέντρωσης και δικτύωσης-αποκέντρωσης. Αναλύεται ο τογιοτισμός, ο μεταφορντισμός, τα νέα χαρακτηριστικά του πολυλειτουργικού εργαζόμενου αλλά και το ειδικό του βάρος σε σχέση με το σύνολο της εργατικής τάξης.

Αντιδιαστέλλει τις παλιές πολυεθνικές με τις σύγχρονες διεθνικές επιχειρήσεις (υπερεθνικές ίσως είναι καλλίτερος όρος), στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Για την παγκοσμιοποίηση: επισημαίνει το πραγματικό της διαδικασίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη (πλην μαύρης Αφρικής) ανεξάρτητα από την ιδεολογική εκμετάλλευση του όρου από την αστική τάξη. Στηρίζεται όχι κύρια στις ποσοτικές αλλά στις ποιοτικές αλλαγές, όπως στην διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, στην πλανητική διάχυση των καπιταλιστικών σχέσεων, στο αυξημένο ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, στην νέα σχέση εθνικού και διεθνικού, ιδιαίτερα όσον αφορά το κράτος. Επισημαίνει ότι πρόκειται για μια διαδικασία άνιση και ατελή, και χαρακτηριστικά λέει ότι δημιουργείται και ένας τέταρτος (πέραν του τρίτου) κόσμος.

Ιδιαίτερα αναλύεται η σχέση παγκοσμιοποίησης και νεοφιλελευθερισμού. Χαρακτηριστικά λέει ότι υπάρχει οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό νεοφιλελεύθερο σχέδιο, και εξετάζει τα χαρακτηριστικά κα των τεσσάρων. Αν το οικονομικό σημαίνει παντοδυναμία των αγορών, και θεοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους, το κοινωνικό είναι η κατακερματισμένη κοινωνία και ο ατομισμός, το πολιτικό είναι η αυταρχική δημοκρατία, και το ιδεολογικό είναι η αντίληψη ότι η αγορά και όχι το κράτος θα δημιουργήσει πλούτο και θα διορθώσει τις ανισότητες και δυσλειτουργίες του καπιταλισμού.

Εκεί που χρειάζεται μια συζήτηση είναι η υπερτίμηση κατά την γνώμη μου από την ΜΧ της δυνατότητας της αστικής τάξης να ενσωματώνει ιδεολογικά τα λαϊκά στρώματα καθώς και υπερτίμηση της ισχύος των ΜΜΕ. Κατά την γνώμη μου οι συμμαχίες κτίζονται κύρια σε πραγματικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων, φυσικά δευτερεύοντα, αλλά πάντως πραγματικά, και επίσης αντανακλά την δυνατότητα του καπιταλισμού να αναπτύσσεται ακόμα ικανοποιητικά, ( με άλλα λόγια ότι ακόμα δεν έχει φάει ακόμα εντελώς το ψωμί του). Αυτό είναι το κύριο και είναι δευτερεύον το ιδεολογικό στοιχείο. Η πλειοψηφία των μαρξιστών, μαζί και η ΜΧ, αντιστρέφει την κατάσταση, και θεωρεί κύριο την ιδεολογική χειραγώγηση. Έτσι όμως οδηγούνται και σε ένα πολιτικό αδιέξοδο (παντοδυναμία του αντιπάλου), και σε έναν υποκειμενισμό στην πολιτική (αρκεί η ΄σωστή΄ πολιτική και οι συσχετισμοί θα αλλάξουν). Τότε γιατί δεν έχουν αλλάξει μιας και διάφορες ομάδες και ομαδούλες έχουν -όπως ισχυρίζονται οι ίδιες-την σωστή πολιτική;

Παραπέρα εξετάζει αναλυτικά τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο βιοτικό επίπεδο, στην πολιτιστική ομογενοποίηση, την κατανάλωση και τον καταναλωτισμό. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο περιβάλλον. Εδώ αφού περιγραφούν τα σημαντικότερα οικολογικά προβλήματα ανοίγει ένας προβληματισμός για την σχέση τύπου ανάπτυξης και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Απορρίπτει την σκέψη για πάγωμα της ανάπτυξης αφού αυτή θα παγίωνε τις σημερινές τεράστιες ανισότητες και διερευνά τι δυνατότητες μπορεί να ανακαλύψουμε στην τεχνολογία. Προβληματίζεται από οικολογική άποψη για την αντίληψη του κομμουνισμού σαν κοινωνίας της αφθονίας, και προτείνει μια πιο ρεαλιστική ερμηνεία. Εξαιρετική είναι η σκέψη για επανεξέταση των κριτηρίων αποδοτικότητας μιας οικονομίας. Στην θέση της στενά οικονομικής αποδοτικότητας, προτείνει κριτήρια κοινωνικά και οικολογικά, που η καπιταλιστική επιχείρηση και το καπιταλιστικό κέρδος δεν μπορεί να έχει.

Τέλος η ΜΧ προβληματίζεται για το μέλλον της εργασίας. Ξαναδιαβάζει τον Μαρξ, και αναστοχάζεται τις αναφορές του για την δημιουργική εργασία, για την καταναγκαστική εργασία και την αυτοπραγμάτωση σε μια δημιουργική εργασία, ή στον ελεύθερο χρόνο. Κατόπιν έρχεται στο σήμερα. Απορρίπτει την πολύ διαδεδομένη άποψη για καταδίκη της ευελιξίας στα ωράρια και πολύ σωστά τα θεωρεί πηγή απελευθέρωσης. Πηγή ανασφάλειας τα κάνει σήμερα ο καπιταλισμός και η παντοδυναμία του κεφαλαίου. Οι σχετικές αναλύσεις της είναι διαφωτιστικές για την αμηχανία στρατηγικής των συνδικάτων, αλλά και της Αριστεράς, στο μεταβατικό διάστημα που περνάμε (που την πρωτοβουλία έχει ο αντίπαλος) και αντί να επεξεργαστούμε την κατάλληλη στρατηγική μένουμε σε ένα «όχι σε όλα». Όμως ούτε εδώ έχουμε την τελευταία λέξη. Η ΜΧ μάλιστα αναφέρει ότι ο αρχικός της ενθουσιασμός για τις απελευθερωτικές ιδιότητες των νέων τεχνολογιών και της νέας μορφής εργασίας έχουν μετριαστεί μετά από νεότερες έρευνες που δείχνουν ότι οι νέες μορφές εργασίας αφοράνε σε μια μικρή μειοψηφία των εργαζομένων, και από την άλλη παρατηρούνται και εκτεταμένα φαινόμενα πληροφοριακού φορντισμού, δηλαδή νέας μορφής τυποποίησης. Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου.

η κατάσταση της Αριστεράς.

Πριν περάσει στο τι να κάνουμε αναλύει την τριπλή κρίση της Αριστεράς: την θεωρητική, την πολιτική, και την οργανωτική.

Η θεωρητική κρίση αποδίδεται κύρια σε δύο αιτίες: στην έλλειψη ικανότητας αυστηρούς μελέτης των σοσιαλιστικών εμπειριών, και στην ανυπαρξία μελέτης του σύγχρονου καπιταλισμού του τέλους του 20 αιώνα.

Εντοπίζει επίσης τα κενά μιας θεωρίας μετάβασης, επαναφέροντας την γνωστή προβληματική των Αλτουσέρ-Μπαλιμπάρ. Και τέλος μπαίνει στα βαθειά νερά της επίκαιρης συζήτησης για το τι είναι και τι δεν είναι ντετερμινισμός, κάτω μάλιστα και από τις μαθηματικές θεωρίες του χάους. Μια συζήτηση που αναζωπυρώθηκε με ακρότητες μετά την διάψευση βεβαιοτήτων για άμεσες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Η προγραμματική κρίση περιγράφεται σαν έλλειψη σαφούς εναλλακτικής πρότασης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει πλεόνασμα διαγνώσεων και έλλειμμα θεραπείας». Και μοιράζεται με τον αναγνώστη χρήσιμες σκέψεις για την πολιτική όχι μόνο θεωρητικές αλλά και πιο πρακτικές. Ορίζει την πολιτική σαν την τέχνη να οικοδομήσεις μια αντικαπιταλιστική κοινωνική δύναμη.

Η οργανωτική κρίση φαίνεται να σχετίζεται με την «άκριτη αντιγραφή του μπολσεβίκικου μοντέλου, αγνοώντας αυτά που έχει πει ι ίδιος ο Λένιν».

Παραπέρα περιγράφει μερικές από τις αδυναμίες: πρωτοπορισμός, δηλαδή η τάση αυτοανακήρυξης σε πρωτοπορία. Η διαταγές στις μάζες αντί της πειθούς. Ο υποκειμενισμός στις αναλύσεις, δηλαδή να συγχέεται η ψυχολογία και η συνειδητότητα της πρωτοπορίας με αυτή των μαζών. Η έλλειψη ικανότητας να διδάσκεσαι από τις μάζες. Η ανεπαρκής αξιολόγηση της δημοκρατίας, στη βάση του ιδεολογήματος του περιορισμένου της αστικής δημοκρατίας.

Παρόλα αυτά εκτιμά ότι μια σειρά ήττες ωρίμασαν τις περισσότερες ηγεσίες (στην Λ Αμερική, όχι εδώ!), κάτι που φαίνεται στην πολύ πιο προχωρημένη και ώριμη πολιτική τους πρακτική.


Και το βιβλίο τελειώνει με την απάντηση της ΜΧ στο τι να κάνουμε;

Ξεδιαλύνει τους δρόμους κατάκτησης της ηγεμονίας-που αντιδιαστέλλει με τον ηγεμονισμό. Θεωρεί σαν κεντρικό το ζήτημα της δημοκρατίας, άμεσης αλλά και αντιπροσωπευτικής. Φυσικά η αντιπροσώπευση για να είναι ουσιαστική και όχι τυπική (που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, αλλά και τις κοινωνίες του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, μηδέ της Κούβας εξαιρουμένης), πρέπει να έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά της ανακλητότητας, του περιοδικού ελέγχου, του περιορισμένου αριθμού των θητειών, της έλλειψης προνομίων για τους εκλεγμένους κτλ. Και να συναρθρώνεται με την άμεση δημοκρατία, χωρίς υποταγή στο κόμμα ή το κράτος. Φυσικά αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από στελέχη και κόμματα με στρατιωτική νοοτροπία, «μιας και η καθοδήγηση κερδίζεται, δεν επιβάλλεται».

Πολύ χρήσιμες είναι οι ιδέες για διαφορετικές μορφές και βαθμούς στράτευσης, για την σωστή αναλογία συγκεντρωτισμού και δημοκρατίας, για την ανάγκη αποτελεσματικότητας, αλλά και για την ανάγκη ο αγωνιστής να μην αποκόβεται από το περιβάλλον του, να έχει και την ατομική του ζωή. Για τις μειοψηφίες αναφέρει ότι δεν πρέπει να συνθλίβονται, γιατί τότε αναγκαστικά οι οργανώσεις οδηγούνται στην διάσπαση.

Φυσικά υπερασπίζεται τις τάσεις, αλλά όχι τις φράξιες. Όλοι κατέχουν μέρος και όχι όλη την αλήθεια, άρα επιβάλλεται μια κουλτούρα διαλόγου, και προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών γνωμών. Η δημόσια αντιπαράθεση απόψεων αναγκαστικά σήμερα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Επομένως και η πιο πλατεία εσωκομματική δημοκρατία δίνει την ευκαιρία να εκλέγεται κάποιος στη καθοδήγηση για τις ιδεολογικές και πολιτικές του θέσεις, και όχι για την ευπείθεια του ή τις δημόσιες σχέσεις.

Προφανώς η νέα ταξική σύνθεση των χωρών επιβάλλει αναπροσανατολισμούς και στην ταξική σκόπευση, αλλά κυρίως στο ποια στρώματα και μερίδες της εργατικής τάξης έχουν στρατηγική σημασία.

Το βιβλίο τελειώνει με την γενίκευση της εμπειρίας από τις τοπικές, και δημαρχιακές κυβερνήσεις. Εκεί γίνεται μια προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη μερικές από τις πιο προωθημένες ιδέες που εκτέθηκαν στο βιβλίο. Ήταν πρόκριμα για μεγαλύτερες επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο (Βενεζουέλα κτλ), και έδωσαν απτό δείγμα γραφής για το πώς θα πολιτευτεί η Αριστερά. Εδώ βέβαια δεν φτάνουν τα ιδεολογήματα αλλά πρέπει να αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα, όχι βέβαια στην κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά στην λύση των οξυμμένων προβλημάτων του λαού.

Και η εμπειρία δείχνει ότι η λαϊκή συμμετοχή δεν είναι βασιλική λεωφόρος. Ο πραγματικός λαός δεν έχει πάντα σχέση με το εξιδανικευμένο αντίστοιχό του που έχουμε εμείς στο κεφάλι μας. Πολιτική όμως πρέπει να κάνεις με τον πραγματικό λαό. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα…

επίλογος.

Στο σύντομο τούτο σημείωμα ούτε κατά ελάχιστο δεν θίξαμε το πλούτο των προβλημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο, και τις λύσεις που προτείνει. Απλά σταχυολογήσαμε μερικά ζητήματα που κατά την γνώμη του γράφοντος έχουν σημασία για την θεωρητικό διάλογο στην χώρα μας, αλλά κύρια για την πολιτική πρακτική. Γιατί θεωρία που δεν επαληθεύεται από την πολιτική πρακτική, ή δεν ανοίγει δρόμους στην πολιτική, είναι απλά θεωρητικισμός. Και δυστυχώς από αυτό πάσχουν κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, μερικές θεωρητικές σχολές, ρεύματα, αλλά και οργανώσεις που έχουν, κατά τα άλλα, σημαντική θεωρητική συνεισφορά. Και το κριτήριο της ορθότητας εδώ είναι αμείλικτο. Είναι η λαϊκή στήριξη και αποδοχή. Αυτό τουλάχιστον επιβεβαιώνεται και από τις χειμαρρώδεις και γεμάτες επαναστατικό πάθος σκέψεις της Μάρτα Χάρνεκερ.


(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ).

http://dionisispolitis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: