Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

4/19/2009

κομμουνιστική προοπτική: πέρα απο την ουτοπία...


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ


(ομιλία στην διημερίδα των ομίλων επαναστατικής θεωρίας 11-12/4/2009)




«ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σε αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την σημερινή κατάσταση πραγμάτων»[1].



Ο Μαρξ είχε πει κάπου ότι δεν του αρέσει να μαγειρεύει φαγητά για τις κουζίνες του μέλλοντος, αλλά είχε προδιαγράψει μερικά χαρακτηριστικά[2] όπως μπορούσε κατά την γνώμη του να τα προβλέψει από την όλη κίνηση του καπιταλισμού, και γενικά της ιστορικής εξέλιξης. Φυσικά δεν είναι μόνο η απόσταση του χρόνου που επιβάλλει την επανεξέταση τους. Είναι κυρίως η εμπειρία από τις πρώιμες προσπάθειες οικοδόμησης κομμουνιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, αλλά και τα νέα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που δίνουν πλούσιο υλικό αναστοχασμού. Κάτω από αυτήν την εμπειρία δεν είναι παράξενο κάποιες παλιότερες θεωρήσεις να μας φαίνονται όχι ακριβείς, ίσως και λαθεμένες, σημαδεμένες από μια ουτοπική αντίληψη, από την οποία οι μαρξιστές δεν είναι πάντα αρκετά προφυλαγμένοι.

Για παράδειγμα είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη για τον κομμουνισμό[3], σαν την κοινωνία όπου ο καθένας θα προσφέρει σύμφωνα με τις ικανότητες του και θα αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του[4]. Ή διατύπωση αυτή μας φαίνεται αρκετά προβληματική και στην παρέμβασή μας θα προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε, δείχνοντας ταυτόχρονα τι θα θεωρούσαμε σαν ακριβέστερη περιγραφή του.


Προς ένα τέλος ή μια φάση μιας εξελισσόμενης διαδικασίας;

Ο κομμουνισμός συχνά κατανοείται σαν ένα τέλος[5] της ιστορίας (αν και περιγράφεται σαν το τέλος της προϊστορίας της ανθρωπότητας), όπου όλα τα προβλήματα θα είναι λυμένα, κάτι σαν ένας επίγειος παράδεισος. Μερικοί κατανοούσαν και τον σοσιαλισμό κάπως έτσι, και βλέποντας την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής του απογοητεύτηκαν τόσο που κατέληξαν στο ότι αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός. Τι λύνει ο κομμουνισμός; ο Μαντέλ λέει μόνο έξι-εφτά αντιθέσεις[6]. Εμείς αμφιβάλλουμε αν λύνει τόσο πολλές. Σίγουρα πρέπει να σταματήσει η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Θα δρομολογηθεί η λύση και άλλων αντιθέσεων όπως: Μεταξύ πνευματικής και φυσικής εργασίας ή καλλίτερα μεταξύ καταναγκαστικής και δημιουργικής εργασίας (αν και παρακάτω θα δούμε κάποιους περιορισμούς). Μεταξύ διοικητικής και εκτελεστικής. Μεταξύ πόλης και χωριού (ο Βαζιούλιν λέει ότι και αυτή δεν μπορεί να λυθεί πλήρως όσο βασικό μέσο αγροτικής παραγωγής παραμένει η γη και τα ζώα[7]). Να πούμε εξ αρχής ότι ούτε μπορούμε να φανταστούμε τι καινούργιες αντιθέσεις θα προκύψουν τι στιγμή μάλιστα που η λύση της βασικής αντίθεσης φέρνει στο προσκήνιο άλλες, όχι κατ΄ ανάγκην ταξικές με την σημερινή έννοια, που σήμερα δεν φαίνονται τόσο σημαντικές (πχ μεταξύ νέων και ηλικιωμένων). Θα δούμε παρακάτω ότι μια βασική αντίθεση πιστεύουμε ότι θα είναι από τη μια οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες και από την άλλη οι περιορισμένοι πόροι του πλανήτη μας (η ιδέα ότι θα επεκταθούμε στο διάστημα ξεφεύγει από τα όρια της πολιτικής θεωρίας και αγγίζει την μελλοντολογία, ξεπερνάνε τα όρια του θεωρητικά προβλέψιμου και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι προβλήματα που μπορούν να λυθούν σήμερα).

Πάντως κάθε τάξη θεωρεί ότι το σύστημα που εγκαθιδρύει είναι το τελικό, το φυσικό, και το καλλίτερο. Η εργατική δεν πρέπει να πέσει σε αυτήν την αυταπάτη. Η ανθρωπότητα θα συνεχίσει τον δρόμο της και κάποτε στο μέλλον θα φανεί η ανεπάρκεια αυτού που σήμερα περιγράφουμε σαν κομμουνισμό, και οι καινούργιες αντιθέσεις θα οδηγήσουν σε καινούργιους τύπους κοινωνίας.

Ο Μαρξ έκανε ένα σημαντικό βήμα, προσπαθώντας να ξεκόψει από τον λεγόμενο ουτοπικό σοσιαλισμό. Ξεκαθάρισε στην Γερμανική Ιδεολογία ότι δεν προσπαθεί να φτιάξει τον κόσμο σύμφωνα με κατασκευασμένες θεωρίες, αλλά να προβλέψει την πραγματική εξέλιξη. Εμείς σήμερα, με αυτήν την μεθοδολογία, στηριγμένοι στην εμπειρία μιας προσπάθειας πρώτης οικοδόμησης, πρέπει να κάνουμε ένα δεύτερο βήμα, καθαρίζοντας την θεωρία μας από σημαντικό μέρος ουτοπικής σκουριάς που απομένει.

Σημαντικό είναι επίσης να καταλάβουμε ότι κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός περιλαμβάνει έναν κύριο, και άλλους δευτερεύοντες και υπηγμένους. Δεν είμαστε σίγουροι ότι και στον κομμουνισμό δεν θα υπάρχει πχ αυτοαπασχόληση. Η μηχανική παραγωγή οδηγούσε στην αντίληψη της μεγάλης παραγωγής, συγκεντρωμένης σε μεγάλες επιχειρήσεις, με σκοπό ένα ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα. Οι νέες τεχνολογίες απαιτούν να ξανασκεφτούμε την παραγωγική δομή. Μπορεί να υπάρχει ένας βασικός αυτοματοποιημένος σκελετός, κοινωνικοποιημένος, αλλά να συνδέονται με αυτόν εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι ανεξάρτητοι παραγωγοί. Έχει σημασία να καταλάβουμε -με όλες τις συνέπειες του τι σημαίνει αυτό-, ότι ο κλασσικός μαρξισμός δεν γνώριζε τις νέες τεχνολογίες, η θεωρία του οικοδομήθηκε στην μηχανική παραγωγή, και οι μαρξιστές που άρχισαν να τις γνωρίζουν δυσκολεύονταν και ακόμα σε μαγάλο βαθμό δυσκολεύονται να αναπροσαρμόσουν τις αντιλήψεις τους. Κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν σημαινει κατ ανάγκην και αποκλειστικά κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν βρισκόμαστε στην αρχή του ή σε ένα προχωρημένο στάδιο του, δηλαδή δεν μιλάμε για τον σοσιαλισμό, αλλά για την καθ εαυτό κομμουνιστική κοινωνία.

Το λέμε αυτό γιατί ενώ θεωρούμε υλική βάση του την αυτοματοποίηση, δεν είναι σίγουρο ότι όλες οι ανθρώπινες εργασιακές δραστηριότητες υπόκεινται σε αυτοματοποίηση. Άρα θα διατηρούνται τομείς που απαιτούν χαμηλότερης ποιότητας εργασία, δηλαδή εκτός κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.

Τέλος, κατανοώντας τον κομμουνισμό σαν μια κοινωνία με αντιθέσεις, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι θα καταργηθεί και η πολιτική ζωή[8]. Φυσικά μιλάμε για μια πλουραλιστική ζωή, με κυρίαρχα τα αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, αλλά και πιθανόν μορφές αντιπροσώπευσης. Αλλιώς πως θα λύνονται τα επίδικα ζητήματα; Η αντίληψη για πλήρη κατάργηση των μηχανισμών διαχείρισης (κράτος) στηρίζεται μάλλον σε μια βιβλική εικόνα αγγέλων, παρά στα πραγματικά δεδομένα, όπως τουλάχιστον μπορούμε να τα φανταστούμε σήμερα.


αποτέλεσμα πολιτικών διαδικασιών ή φυσικοιστορικής εξέλιξης;


Να αναφέρουμε εδώ μια άλλη, κατά την γνώμη μας, λανθασμένη ιδέα, που πάντως δεν είναι του Μαρξ, ότι δηλαδή οι κομμουνιστικές σχέσεις δεν μπορούν να δημιουργηθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά δημιουργούνται «τεχνητά» μετα την σοσιαλιστική επανάσταση. Πιστεύουμε πως αυτό δεν είναι σωστό. Και όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Μαρξ προσπαθούσε να δει στα συνεταιριστικά εργοστάσια των εργατών τα φύτρα της μελλοντικής κοινωνίας. Αλλά γιατί ένα σύστημα παραγωγής και διανομής δεν εμφανίζεται από το πουθενά σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Πιστεύουμε ότι όχι μόνο οι προϋποθέσεις αλλά και μορφές κομμουνισμού δημιουργούνται από σήμερα. Τι είναι η δωρεάν παιδεία και η δωρεάν υγεία σήμερα; τα οικογενειακά επιδόματα; Δεν είναι κατανομή σύμφωνα με τις ανάγκες; Δεν είναι κομμουνιστική σχέση; Ή τι είναι το αίτημα για εγγυημένο κατώτατο εισόδημα; Ακόμα και οι αστικές κρατικοποιήσεις ή ο αστικός σχεδιασμός είναι σχέσεις από το μέλλον, δεν αντιστοιχούν ακριβώς στον καπιταλισμό[9]. Άλλο αν στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι υποταγμένες στο κύριο σκοπό του, το καπιταλιστικό κέρδος, και εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Το ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί σε αυτές ακριβώς τις μορφές, και όχι σε άλλες δείχνει ότι δεν πρόκειται για τεχνητές μορφές που η εργατική τάξη θα εισάγει βουλησιαρχικά, αλλά για μορφές που αντιστοιχούν στις κοινωνικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις. Αλλιώς η θεμελίωση της αναγκαιότητας του κομμουνισμού δεν θα γίνεται στην βάση της οικονομικής αποτελεσματικότητας αλλά στην βάση ηθικών και ανθρωπιστικών κριτηρίων. Και δυστυχώς ο κοινούς νους (αλλά και πολλοί μαρξιστές) έτσι καταλαβαίνουν τον κομμουνισμό, σαν ζήτημα ηθικής τάξης, δικαιοσύνης και όχι σαν πιο αποτελεσματικό τρόπο παραγωγής, σαν τεχνική αναγκαιότητα των αυτοματοποιημένων παραγωγικών δυνάμεων.

Εδώ να αναφέρουμε πως εμείς καταλαβαίνουμε την ιστορική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα συντελούνται δυο παράλληλα προτσές, ένα στην επιφάνεια και ένα πιο υπόγειο. Το υπόγειο αφορά την εξέλιξη της ενότητας παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, που συντελείται λίγο πολύ αυθόρμητα, χωρίς υποκείμενο, αλλά με κινητήρια δύναμη την ταξική πάλη. Στην επιφάνεια έχουμε τις απότομες αλλαγές σαν αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης, με υποκείμενα τάξεις, ή τις πολιτικές πρωτοπορίες τους, που μπορεί να επιβραδύνει ή να επιταχύνει τις εξελίξεις που συντελούνται αυθόρμητα, αλλά όχι να τις εκτρέψει εντελώς. Αυτό δεν είναι ντετερμινισμός. Οι επαναστάσεις είναι οι πιο έντονες μορφές πολιτικής δραστηριότητας. Δεν είναι απαραίτητες για να εμφανιστεί ο καινούργιος τρόπος παραγωγής, αλλά για να επικρατήσει. Στην δουλοκτησία, και στην φεουδαρχία μάλιστα, δεν περάσαμε με επαναστάσεις, αλλά με πρωτοβουλία των ηγετικών τάξεων. Ακόμα και η αστική επανάσταση λειτούργησε διαφορετικά σε διαφορετικές χώρες.

Τέλος, οι αναγκαίες πολιτικές αλλαγές, δεν μπορούν να καθυστερήσουν πέρα από ένα όριο, από τότε που ο νέος τρόπος παραγωγής γίνει τεχνική αναγκαιότητα για τις νέες παραγωγικές δυνάμεις. Αντίστροφα αν οι πολιτικές εξελίξεις επιταχύνουν πολύ τα πράγματα, έχουμε πρώιμη κυριαρχία του νέου τρόπου παραγωγής, με μάλλον τυπική και όχι πραγματική επικράτηση του.

Από την άλλη οι αγώνες του σήμερα πρέπει να διεξάγονται έτσι που να προσανατολίζουν στο αύριο. Δυο παραδείγματα (για το τι δεν πρέπει να γίνεται) είναι η παγκοσμιοποίηση και η ευελιξίας της εργασίας. Επειδή και οι δύο δημιουργούν σοβαρά προβλήματα όταν εξελίσσονται με την ηγεμονία του καπιταλισμού, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην καταδίκη τους, αλλά στην αναγκαιότητα της κομμουνιστικής παγκοσμιοποίησης, και της κομμουνιστικής ευελιξίας της εργασίας. Με την στάση της η σημερινή Αριστερά και το εργατικό κίνημα ουσιαστικά αναπολεί την κατάσταση του προηγούμενου σταδίου του καπιταλισμού, που είχαμε εθνικές κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις και σταθερή εργασία. Δηλαδή έχουμε φαινόμενα νεολουδισμού[10].



Κοινωνία της αφθονίας ή της δημιουργικής εργασίας;


Η αντίληψη, ότι ο κομμουνισμός θα έχει μια απεριόριστη παραγωγή, που θα μπορεί να καλύπτει όλες τις ανάγκες, δεν περιορίζεται στον Μαρξ[11] και στον κλασσικό μαρξισμό, αλλά είναι ευρύτατη. Κάποιοι προσθέτουν τις «λογικές», ή τις «βιολογικές» ανάγκες. Να το πούμε καθαρά. Πρόκειται για μη βάσιμη αντίληψη. Κάθε ανάγκη που ικανοποιείται δημιουργεί άλλες στην θέση της. Ή να το θέσουμε διαφορετικά, οι ανάγκες αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις με αριθμητική. Και δεν μιλάμε μόνο για υλικές ανάγκες. Πχ ας σκεφτούμε τι δυσκολίες παρουσιάζει η ικανοποίηση για όλη τα δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας η απλή ανάγκη για τουρισμό. Για να μην μιλήσουμε πχ για διαστημικό τουρισμό.

Γενικά είναι δύσκολο να φανταστούμε την δομή των μελλοντικών αναγκών, πέρα από την πρόβλεψη για την απεριόριστη ανάπτυξη τους. Αυτές θα καθορίζονται από την εξέλιξη της τεχνολογίας, από την σπανιότητα των πρώτων υλών, από άλλα περιβαλλοντικά κριτήρια, από τη δομή και τη συγκρότηση της προσωπικότητας κτλ Πάντως σε κάθε περίπτωση έχει σημασία ο δημοκρατικός και όχι διοικητικός ή αυταρχικός καθορισμός τους.

Μια κατανομή χωρίς κάποιο μέτρο θα δημιουργούσε σοβαρά ζητήματα σπατάλης γενικά αλλά και πρώτων υλών ειδικότερα. Ο αντίλογος είναι ότι θα υπήρχε μια πολύ μεγάλη συνειδητότητα, που θα αντιστάθμιζε αυτήν την τάση. Γενικά είμαστε πολύ επιφυλακτικοί σε μια τέτοια αντιμετώπιση. Η συνείδηση δημιουργείται μεν από το είναι, αλλά έχει και μια αυτοτέλεια, και εδώ μιλάμε για τα δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας και όχι για μια προχωρημένη πρωτοπορία.

Τι πιστεύουμε εμείς: σε κάθε φάση η κοινωνία θα καθορίζει ένα ελάχιστο αναγκών που θα καλύπτει δωρεάν χωρίς ισοδύναμο. Το υπόλοιπο θα διανέμεται με βάση την προσφερόμενη εργασία, και μάλιστα την κοινωνικά αναγκαία (νόμος της αξίας). Το ύψος του προφανώς θα εξαρτάται από το ύψος των παραγωγικών δυνάμεων, και το βαθμό απελευθέρωσης της εργασίας. Η απελευθέρωση της εργασίας είναι κρίσιμη γιατί αλλιώς πως θα είναι διατεθειμένος κάποιος να ανταλλάσει μη ισοδύναμα καταναγκαστικής εργασίας;

Αυτή θα είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να φτάσει σε ένα τέλος γιατί οι ανάγκες όπως είπαμε θα αυξάνουν διαρκώς.

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που προτείνεται πχ από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι κομμουνιστική μορφή διανομής, και προτείνεται (σωστά ή λάθος είναι ένα άλλο ζήτημα) από σήμερα.

Οι Σοβιετικοί αν και χρησιμοποιούσαν την ιδέα της αφθονίας αγαθών, τελευταία έτειναν σε μια πιο ρεαλιστική θεώρηση, δηλαδή το να θεωρούν τον κομμουνισμό σαν κοινωνία της δημιουργικής εργασίας[12]. Στο τελευταίο εγχειρίδιο επιστημονικού κομμουνισμού (1984, επί Αντρόπωφ), έτσι την περιγράφουν, αν και αυτό το συνδέουν περισσότερο με την διαπαιδαγώγηση, την κομμουνιστική στάση απέναντι στην δουλειά, παρά με τους αντικειμενικούς παράγοντες, την αυτοματοποίηση.

Διερεύνηση φυσικά θέλει και το πραγματικό προτσές μετατροπής της καταναγκαστικής εργασίας σε ζωτική ανάγκη. Αυτό περιλαμβάνει αλλαγές όπως η κατάργηση του ανιαρού και βαρύ χαρακτήρα της χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας, η μείωση στο ελάχιστο της εργάσιμης μέρας, το ξεπέρασμα του στενού επαγγελματισμού και η πολυειδίκευση, η εξυγίανση των συνθηκών εργασίας, αλλά προπάντων η κατάργηση της εκμετάλλευσης και το αίσθημα νοικοκύρη, η συμμετοχή και ο έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας, και τέλος η σταδιακή μετατροπή της από εργασία εποπτείας των αυτόματων μηχανών σε εργασία ανάπτυξης τους, ή σε μια παραλλαγή ερευνητικής και καλλιτεχνικής εργασίας[13]. Μόνο αυτή η τελευταία μπορεί να παρέχεται δωρεάν στην κοινωνία χωρίς να απαιτεί σαν αντάλλαγμα ένα ισοδύναμο. Αυτή είναι η κομμουνιστική εργασία.

Προφανώς αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την προχωρημένη αυτοματοποίηση, αλλά και δεν μπορεί να επεκταθεί σε όλους, απλά θα υπερτερεί ποσοτικά έναντι της άλλης υποδεέστερης εργασίας.


Επίλογος.


Οι μέχρι τώρα εμπειρίες ξεκαθαρίζουν κάπως καλλίτερα πως θα είναι ο κομμουνισμός, αλλά πάντως δείχνουν αρκετά καθαρά πως δεν θα είναι.

Ο κομμουνισμός πιθανότατα δεν θα είναι ο τελευταίος σχηματισμός, ούτε επίγειος παράδεισος χωρίς αντιθέσεις, δεν θα είναι κοινωνία της αφθονίας, θα είναι μια κοινωνία της δημιουργικής (κατά το πλείστον και όχι αποκλειστικά) εργασίας που θα στηρίζεται στην προχωρημένη αυτοματοποίηση. Οπωσδήποτε θα είναι παγκόσμιος, στην βάση της ενοποιημένης ανθρωπότητας. Οι αντιθέσεις του θα είναι η αντικειμενική βάση μιας μάλλον πλούσιας και αυτοδιαχειριστικής πολιτικής ζωής, που θα διευθετεί τα επίδικα ζητήματα, και βάση της παραπέρα εξέλιξής του.



Ενδεικτική βιβλιογραφία.


  1. Μαρξ: Γερμανική ιδεολογία, GUTENBERG
  2. Μαρξ: κριτική του προγράμματος της Γκόττα
  3. Ένγκελς: αντιΝτύρινγκ, Αναγνωστίδης.
  4. Βαζιούλιν: η λογική της ιστορίας, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
  5. Βαζιούλιν: ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό
  6. Παυλίδη: το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ.
  7. Συλλογικό: ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΚΑΛΒΟΣ
  8. αποφάσεις συνεδρίων: 18ο ΚΚΕ, 1ο ΝΑΡ, Προγραμματικό ΣΥΝ
  9. συλλογικό: ΕΣΣΔ, ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 2000, Σύγχρονη εποχή.
  10. συλλογικό: επιστημονικός κομμουνισμός, Σύγχρονη εποχή.




[1] Γερμανική ιδεολογία,

[2] Κυρίως στην Γερμανική ιδεολογία, και στην κριτική του προγράμματος της Γκόττα. Επίσης ο Ένγκελς στο αντιΝτύρινγκ προσθέτει κάποια στοιχεία.

[3] ακριβέστερα την δεύτερη, ώριμη φάση του αν η πρώτη ονομάζεται σοσιαλισμός, θεωρώντας και τις δυο φάσεις σαν φάσεις ενός ενιαίου τρόπου παραγωγής.

[4] Μαρξ, Κριτική στο πρόγραμμα της Γκόττα, όπου κριτικάρει την θέση για «δίκαιη» αμοιβή.

[5] Και με τις δύο έννοιες, του σκοπού και του τελευταίου σχηματισμού.

[6] Μαντέλ: η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 211, συλλογικό, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ,

[7] Λογική της ιστορίας, σελ 406

[8] Η πολιτική ζωή δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τα ζητήματα των τάξεων. Πχ πρόσφατα σχηματίστηκε κόμμα στην Σουηδία για το ελεύθερο λογισμικό (αν και σε συνθήκες ύπαρξης των τάξεων αποκτά και μια ταξική διάσταση).

[9] Ακόμα και η εργασία αρχίζει να απελευθερώνεται από σήμερα, όπως υπαινίσσονται κάποιες μεταφορντικές μορφές οργάνωσης, και η δημιουργική εργασία που κάποια επαγγέλματα, κυρίως πνευματικά, παρέχουν, έστω και στρεβλά υπό την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

[10] Και ένα θετικό παράδειγμα, είναι η διεκδίκηση «ποιοτικών θέσεων εργασίας», θέση που προβάλλει ο ΣΥΝ στο πρόσφατο πρόγραμμα του.

[11] Πάντως ο Μαρξ στην κριτική στο πρόγραμμα της Γκόττα θεωρεί χυδαίο τον σοσιαλισμό που ξεκόβει την διανομή από την παραγωγή, και ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στην διανομή. Ας αναλογιστούμε τι ειδικό βάρος έχουν τα αιτήματα αναδιανομής στα προγράμματα της Αριστεράς σήμερα.

[12] Το εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας του Λομονόσωφ, με την μετατροπή της εργασίας σε ανάγκη συνδέει την πραγματική (και ανεπίστρεπτη) επικράτηση του κομμουνισμού. (τόμος 5, σελ 724)

[13] Μια εικόνα από τα σήμερα δίνει η ερευνητική δουλειά που γίνεται από εθελοντές στο ελεύθερο λογισμικό, ή η χρήσιμη εργασία που γίνεται σαν χόμπι από πολύ κόσμο, ή η εργασία που κάνουμε εμείς τώρα.




βιβλιοπαρουσίαση: ΜΑΡΤΑ ΧΑΡΝΕΚΕΡ: ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ.


(Μετάφραση: Δημήτρης Κουφοντίνας).

εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ.

« Η Μ Χάρνεκερ, απόγονος μεταναστών που έφτασαν στην Χιλή πριν από 100 χρόνια από την μακρινή Αυστρία, είναι μια από τις σημαντικότερες ερευνήτριες της Λ. Αμερικής. Σπούδασε Ψυχολογία στο καθολικό πανεπιστήμιο της Χιλής…τελείωνε τις σπουδές της όταν ξέσπασε η Κουβανέζικη επανάσταση, η οποία την επηρέασε βαθειά…πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι…γίνεται μαθήτρια και οπαδός του Λ Αλτουσέρ…με την καθοδήγηση του μελετά τον Μαρξ. Καρπός των μελετών της αποτελεί το πολύ πλέον γνωστό βιβλίο …Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού… επιστρέφει στην Χιλή το 1968…διδάσκει επί ένα χρόνο αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις πανεπιστημιακές αίθουσες και οργανώνει μαθήματα μαρξισμού για εργάτες…την περίοδο Αλιέντε και της Λαϊκής Ενότητας εγκαταλείπει τα μαθήματα και διευθύνει το εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό Chile Hoy…μετά το πραξικόπημα καταφεύγει στην Κούβα…έχει αναδειχτεί σε μια από τις σημαντικότερες ερευνήτριες των χειραφετικών εμπειριών της Λ. Αμερικής…έχει γράψει εκατοντάδες άρθρα, έχει εκδώσει 45 περίπου βιβλία…τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στην Βενεζουέλα…» (από το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή).

Στο βιβλίο η Μ. Χάρνεκερ (στο εξής ΜΧ) καταπιάνεται σχεδόν με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η μαρξιστική θεωρία, και με όλα σχεδόν τα ζητήματα που απασχολούν την σύγχρονη Αριστερά και μάλιστα όχι με έναν εγκεφαλικό τρόπο, με τον ακαδημαϊσμό που δυστυχώς σημαδεύει την πλειοψηφία της σύγχρονης μαρξιστικής σκέψης, αλλά αναμετριέται με την ζωντανή και δύσκολη πραγματικότητα της πολιτικής πάλης, χωρίς την οποία, η θεωρία εύκολα μπορεί να γλυστρίσει στον θεωρητικισμό.

Η ΜΧ δεν ισχυρίζεται ότι λέει την τελευταία λέξη. Συμβάλλει στον διάλογο, αλλά περισσότερο δίνει εφόδια στον αναγνώστη ώστε να μπορέσει να σχηματίσει δική του ανεξάρτητη γνώμη, και να κρίνει με τα δικά του μέσα θεωρίες και πολιτικές. Ακόμα και η μορφή του κειμένου, γραμμένο εν είδη (1399!) θέσεων για διάλογο διευκολύνει αυτό τον σκοπό.

Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια σύντομη καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων που σημάδεψαν τα τελευταία χρόνια (κουβανέζικη επανάσταση, απελευθερωτικές προσπάθειες από διαφορετικούς δρόμους, ένοπλους και ειρηνικούς, δραματικές εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες). Είναι το λιγότερο θεωρητικό μέρος του βιβλίου, η ΜΧ στέκεται περισσότερο στα γεγονότα και στα πιο προφανή συμπεράσματα (φυσικά όχι πάντα αυτονόητα για όλους!). Αναγνωρίζει η ίδια την ανάγκη παραπέρα εμβάθυνσης, έργο που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει συλλογικά, και εδώ απλά καταθέτει μια μικρή συμβολή.

Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια εκτενής παρουσίαση ερευνών και μελετών πάνω στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η συγγραφέας αν και σε πολλά ζητήματα παρουσιάζει τις διαφορετικές απόψεις ενός εν εξελίξει διαλόγου, στα περισσότερα παίρνει θέση, και προσθέτει και τις δικές τις σκέψεις. Είναι τόσο πλούσια η θεματολογία, και τόσο ανάγλυφη η παρουσίαση που βοηθάει ακόμα και τον σχετικά ακατατόπιστο, ιδιαίτερα εκείνον που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση να ασχοληθεί με μια πολύ εκτεταμένη βιβλιογραφία ώστε να έρθει σε επαφή με το αντικείμενο.

Τέλος το τρίτο μέρος αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή σε μια σύγχρονη επιστήμη της πολιτικής. Βασισμένη στις εμπειρίες όλης της Αριστεράς, στις πιο διαφορετικές εκφράσεις της από τα ένοπλα αντάρτικά και τα αντάρτικα πόλης μέχρι τα πιο ΄θεσμικά΄ κινήματα, όπως τις δημαρχιακές προσπάθειες, το κυβερνητικό έργο κτλ προσπαθεί να απαντήσει το τι να κάνουμε;

Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά κάθε μέρος ξεχωριστά.

τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Αριστερά.

Η ιστορική σημασία της κουβανέζικης επανάστασης είναι φανερή. Η ΜΧ αναφέρει και μια σειρά πολιτικές επιπτώσεις: καταρρέουν δύο μύθοι, ένας γεωγραφικός (ότι δεν μπορεί να γίνει επανάσταση στην αυλή των ΕΠΑ) και ένας στρατιωτικός (ότι οι σύγχρονοι τακτική στρατοί είναι ακατανίκητοι). Πριμοδοτείται η αντίληψη της ένοπλης πάλης, κάθε άλλο θεωρείται ρεφορμισμός. Τόσο που από μέσο γίνεται αυτοσκοπός. Η στρατιωτική ήττα των περισσότερων κινημάτων αποδεικνύει την ανάγκη ταυτόχρονης μαζικής πάλης, υποστήριξης από τα πλατεία λαϊκά στρώματα των πόλεων. Και εκτιμά ότι το κουβανέζικο σχέδιο για επέκταση της επανάστασης σε όλη την υποήπειρο δεν πραγματοποιείται.

Γίνεται αναφορά στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και σε μερικές από τις πιο οδυνηρές σελίδες του με την σινισοβιετική διαμάχη, τις ιδεολογικές διαφορές, και τις διασπάσεις των ΚΚ στον υπόλοιπο κόσμο.

Εξετάζονται μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν στην φοιτητική και νεολαιίστικη ανταρσία του ΄68.

Μετά έχουμε ένα ορόσημο, την προσπάθεια στην Χιλή με την νίκη της Λαϊκής Ενότητας. Εδώ γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια να γενικευτούν κάποια συμπεράσματα. «Είχε κατακτηθεί η κυβέρνηση αλλά όχι η εξουσία…κοινωνική αντιπολίτευση ήταν τα μεσαία στρώματα και μέρος των εργαζομένων των περιθωριακών περιοχών…οι δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για τι πρέπει να κάνουν…μερίδες της Αριστεράς καταλάμβαναν μικρές επιχειρήσεις και ζητούσαν εθνικοποίηση τους, απαιτώντας περισσότερο ριζοσπαστισμό από τον Αλλιέντε σαν να είχε όλη την εξουσία…»..

Τελειώνει με ένα βαρυσήμαντο συμπέρασμα: ο δημοκρατικός δρόμος απαιτεί και ένα σοσιαλισμό σύμφωνο με τις παραδόσεις και την θέληση του λαού, και όχι ένα σχηματικό μοντέλο που επιβάλλεται ετσιθελικά.

Τέλος μετά από ανάλυση των εξελίξεων στην Νικαράγουα, και άλλες χώρες, έρχεται στο ζήτημα των ζητημάτων. Την περεστρόικα στην ΕΣΣΔ, και την κατάρρευση των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών. Εδώ ίσως είναι από τα σημεία με το λιγότερο αναλυτικό βάθος. Τελικά η ανάλυση συμβιβάζεται με την ιδέα της ιμπεριαλιστικής συνομωσίας: «το πολιτικό άνοιγμα το χρησιμοποίησε πολύ καλά η δυτική αντίδραση για να προωθήσει τις δεξιές θέσεις στο εσωτερικό της χώρας», υποβαθμίζοντας έτσι τις μεγάλες εσωτερικές άλυτες αντιφάσεις εκείνων των κοινωνιών.

Μετά τα δύσκολα για το επαναστατικό κίνημα χρόνια που ακολούθησαν, σημειώνει μια κάποια στροφή στις αρχές του αιώνα, με την ενίσχυση της Αριστεράς στην Λ. Αμερική, ιδιαίτερα στο εκλογικό πεδίο, στις τοπικές εκλογές αρχικά και μετά σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα εξετάζει και το ένοπλο κίνημα των Ζαπατίστας.

ο κόσμος σήμερα.

Η ανάλυση σε όλο αυτό το τμήμα διαπερνάται από την θέση ότι «ζούμε σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτό των αρχών της κουβανέζικης επανάστασης…όχι μόνο λόγω της ήττας του σοβιετικού σοσιαλισμού…αλλά και από γεγονότα όπως: η νέα επιστημονικοτεχνική επανάσταση και οι επιδράσεις της στην παραγωγική διαδικασία και στην φύση…η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού…».

Κεντρικό ζήτημα των αναλύσεων της ΜΧ η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Αν και χρησιμοποιεί τον όρο διευκρινίζει ότι από την μια δεν έχουμε πραγματική αλλά περιορισμένη διεθνοποίηση, και από την άλλη κρατά αποστάσεις από τον σύγχρονο αντιπαγκοσμιοποιητικό λουδισμό: «ποια πρέπει να είναι λοιπόν η στάση της Αριστεράς…να κριτικάρει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης ως τέτοιο, ή να κριτικάρει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της σημερινής παγκοσμιοποίησης και να προωθεί μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση;…σκέφτομαι ότι σωστό είναι το δεύτερο…με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ σκεφτόταν ότι η μηχανή-εργαλείο δεν ήταν αρνητική αυτή καθαυτή…κτλ ».

Εξαντλητικά αναλύεται η νέα τεχνολογική επανάσταση και οι συνέπειες της. Στηριγμένη σε αναλύσεις λατινοαμερικανών ερευνητών ερευνά την διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, αλλά και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής. Σε κάποια σημεία της ανάλυσης ίσως διακρίνει κανείς ψήγματα παραγωγισμού, σε άλλα σημεία όμως σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν υπάρχει γραμμική σχέση, και ότι οι αλλαγές διαμεσολαβούνται από την πάλη των τάξεων.

Σημαντικότατη είναι και η ανάλυση των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας. Στηριγμένη σε πληθώρα αναλύσεων ευρωπαίων αλλά και λατινοαμερικάνων μελετητών ερευνά την ευέλικτη παραγωγή, τα δίκτυα, την σχέση συγκεντροποίησης και υπεργολαβιών, συγκέντρωσης και δικτύωσης-αποκέντρωσης. Αναλύεται ο τογιοτισμός, ο μεταφορντισμός, τα νέα χαρακτηριστικά του πολυλειτουργικού εργαζόμενου αλλά και το ειδικό του βάρος σε σχέση με το σύνολο της εργατικής τάξης.

Αντιδιαστέλλει τις παλιές πολυεθνικές με τις σύγχρονες διεθνικές επιχειρήσεις (υπερεθνικές ίσως είναι καλλίτερος όρος), στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Για την παγκοσμιοποίηση: επισημαίνει το πραγματικό της διαδικασίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη (πλην μαύρης Αφρικής) ανεξάρτητα από την ιδεολογική εκμετάλλευση του όρου από την αστική τάξη. Στηρίζεται όχι κύρια στις ποσοτικές αλλά στις ποιοτικές αλλαγές, όπως στην διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, στην πλανητική διάχυση των καπιταλιστικών σχέσεων, στο αυξημένο ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, στην νέα σχέση εθνικού και διεθνικού, ιδιαίτερα όσον αφορά το κράτος. Επισημαίνει ότι πρόκειται για μια διαδικασία άνιση και ατελή, και χαρακτηριστικά λέει ότι δημιουργείται και ένας τέταρτος (πέραν του τρίτου) κόσμος.

Ιδιαίτερα αναλύεται η σχέση παγκοσμιοποίησης και νεοφιλελευθερισμού. Χαρακτηριστικά λέει ότι υπάρχει οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό νεοφιλελεύθερο σχέδιο, και εξετάζει τα χαρακτηριστικά κα των τεσσάρων. Αν το οικονομικό σημαίνει παντοδυναμία των αγορών, και θεοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους, το κοινωνικό είναι η κατακερματισμένη κοινωνία και ο ατομισμός, το πολιτικό είναι η αυταρχική δημοκρατία, και το ιδεολογικό είναι η αντίληψη ότι η αγορά και όχι το κράτος θα δημιουργήσει πλούτο και θα διορθώσει τις ανισότητες και δυσλειτουργίες του καπιταλισμού.

Εκεί που χρειάζεται μια συζήτηση είναι η υπερτίμηση κατά την γνώμη μου από την ΜΧ της δυνατότητας της αστικής τάξης να ενσωματώνει ιδεολογικά τα λαϊκά στρώματα καθώς και υπερτίμηση της ισχύος των ΜΜΕ. Κατά την γνώμη μου οι συμμαχίες κτίζονται κύρια σε πραγματικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων, φυσικά δευτερεύοντα, αλλά πάντως πραγματικά, και επίσης αντανακλά την δυνατότητα του καπιταλισμού να αναπτύσσεται ακόμα ικανοποιητικά, ( με άλλα λόγια ότι ακόμα δεν έχει φάει ακόμα εντελώς το ψωμί του). Αυτό είναι το κύριο και είναι δευτερεύον το ιδεολογικό στοιχείο. Η πλειοψηφία των μαρξιστών, μαζί και η ΜΧ, αντιστρέφει την κατάσταση, και θεωρεί κύριο την ιδεολογική χειραγώγηση. Έτσι όμως οδηγούνται και σε ένα πολιτικό αδιέξοδο (παντοδυναμία του αντιπάλου), και σε έναν υποκειμενισμό στην πολιτική (αρκεί η ΄σωστή΄ πολιτική και οι συσχετισμοί θα αλλάξουν). Τότε γιατί δεν έχουν αλλάξει μιας και διάφορες ομάδες και ομαδούλες έχουν -όπως ισχυρίζονται οι ίδιες-την σωστή πολιτική;

Παραπέρα εξετάζει αναλυτικά τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο βιοτικό επίπεδο, στην πολιτιστική ομογενοποίηση, την κατανάλωση και τον καταναλωτισμό. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο περιβάλλον. Εδώ αφού περιγραφούν τα σημαντικότερα οικολογικά προβλήματα ανοίγει ένας προβληματισμός για την σχέση τύπου ανάπτυξης και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Απορρίπτει την σκέψη για πάγωμα της ανάπτυξης αφού αυτή θα παγίωνε τις σημερινές τεράστιες ανισότητες και διερευνά τι δυνατότητες μπορεί να ανακαλύψουμε στην τεχνολογία. Προβληματίζεται από οικολογική άποψη για την αντίληψη του κομμουνισμού σαν κοινωνίας της αφθονίας, και προτείνει μια πιο ρεαλιστική ερμηνεία. Εξαιρετική είναι η σκέψη για επανεξέταση των κριτηρίων αποδοτικότητας μιας οικονομίας. Στην θέση της στενά οικονομικής αποδοτικότητας, προτείνει κριτήρια κοινωνικά και οικολογικά, που η καπιταλιστική επιχείρηση και το καπιταλιστικό κέρδος δεν μπορεί να έχει.

Τέλος η ΜΧ προβληματίζεται για το μέλλον της εργασίας. Ξαναδιαβάζει τον Μαρξ, και αναστοχάζεται τις αναφορές του για την δημιουργική εργασία, για την καταναγκαστική εργασία και την αυτοπραγμάτωση σε μια δημιουργική εργασία, ή στον ελεύθερο χρόνο. Κατόπιν έρχεται στο σήμερα. Απορρίπτει την πολύ διαδεδομένη άποψη για καταδίκη της ευελιξίας στα ωράρια και πολύ σωστά τα θεωρεί πηγή απελευθέρωσης. Πηγή ανασφάλειας τα κάνει σήμερα ο καπιταλισμός και η παντοδυναμία του κεφαλαίου. Οι σχετικές αναλύσεις της είναι διαφωτιστικές για την αμηχανία στρατηγικής των συνδικάτων, αλλά και της Αριστεράς, στο μεταβατικό διάστημα που περνάμε (που την πρωτοβουλία έχει ο αντίπαλος) και αντί να επεξεργαστούμε την κατάλληλη στρατηγική μένουμε σε ένα «όχι σε όλα». Όμως ούτε εδώ έχουμε την τελευταία λέξη. Η ΜΧ μάλιστα αναφέρει ότι ο αρχικός της ενθουσιασμός για τις απελευθερωτικές ιδιότητες των νέων τεχνολογιών και της νέας μορφής εργασίας έχουν μετριαστεί μετά από νεότερες έρευνες που δείχνουν ότι οι νέες μορφές εργασίας αφοράνε σε μια μικρή μειοψηφία των εργαζομένων, και από την άλλη παρατηρούνται και εκτεταμένα φαινόμενα πληροφοριακού φορντισμού, δηλαδή νέας μορφής τυποποίησης. Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου.

η κατάσταση της Αριστεράς.

Πριν περάσει στο τι να κάνουμε αναλύει την τριπλή κρίση της Αριστεράς: την θεωρητική, την πολιτική, και την οργανωτική.

Η θεωρητική κρίση αποδίδεται κύρια σε δύο αιτίες: στην έλλειψη ικανότητας αυστηρούς μελέτης των σοσιαλιστικών εμπειριών, και στην ανυπαρξία μελέτης του σύγχρονου καπιταλισμού του τέλους του 20 αιώνα.

Εντοπίζει επίσης τα κενά μιας θεωρίας μετάβασης, επαναφέροντας την γνωστή προβληματική των Αλτουσέρ-Μπαλιμπάρ. Και τέλος μπαίνει στα βαθειά νερά της επίκαιρης συζήτησης για το τι είναι και τι δεν είναι ντετερμινισμός, κάτω μάλιστα και από τις μαθηματικές θεωρίες του χάους. Μια συζήτηση που αναζωπυρώθηκε με ακρότητες μετά την διάψευση βεβαιοτήτων για άμεσες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Η προγραμματική κρίση περιγράφεται σαν έλλειψη σαφούς εναλλακτικής πρότασης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει πλεόνασμα διαγνώσεων και έλλειμμα θεραπείας». Και μοιράζεται με τον αναγνώστη χρήσιμες σκέψεις για την πολιτική όχι μόνο θεωρητικές αλλά και πιο πρακτικές. Ορίζει την πολιτική σαν την τέχνη να οικοδομήσεις μια αντικαπιταλιστική κοινωνική δύναμη.

Η οργανωτική κρίση φαίνεται να σχετίζεται με την «άκριτη αντιγραφή του μπολσεβίκικου μοντέλου, αγνοώντας αυτά που έχει πει ι ίδιος ο Λένιν».

Παραπέρα περιγράφει μερικές από τις αδυναμίες: πρωτοπορισμός, δηλαδή η τάση αυτοανακήρυξης σε πρωτοπορία. Η διαταγές στις μάζες αντί της πειθούς. Ο υποκειμενισμός στις αναλύσεις, δηλαδή να συγχέεται η ψυχολογία και η συνειδητότητα της πρωτοπορίας με αυτή των μαζών. Η έλλειψη ικανότητας να διδάσκεσαι από τις μάζες. Η ανεπαρκής αξιολόγηση της δημοκρατίας, στη βάση του ιδεολογήματος του περιορισμένου της αστικής δημοκρατίας.

Παρόλα αυτά εκτιμά ότι μια σειρά ήττες ωρίμασαν τις περισσότερες ηγεσίες (στην Λ Αμερική, όχι εδώ!), κάτι που φαίνεται στην πολύ πιο προχωρημένη και ώριμη πολιτική τους πρακτική.


Και το βιβλίο τελειώνει με την απάντηση της ΜΧ στο τι να κάνουμε;

Ξεδιαλύνει τους δρόμους κατάκτησης της ηγεμονίας-που αντιδιαστέλλει με τον ηγεμονισμό. Θεωρεί σαν κεντρικό το ζήτημα της δημοκρατίας, άμεσης αλλά και αντιπροσωπευτικής. Φυσικά η αντιπροσώπευση για να είναι ουσιαστική και όχι τυπική (που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, αλλά και τις κοινωνίες του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, μηδέ της Κούβας εξαιρουμένης), πρέπει να έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά της ανακλητότητας, του περιοδικού ελέγχου, του περιορισμένου αριθμού των θητειών, της έλλειψης προνομίων για τους εκλεγμένους κτλ. Και να συναρθρώνεται με την άμεση δημοκρατία, χωρίς υποταγή στο κόμμα ή το κράτος. Φυσικά αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από στελέχη και κόμματα με στρατιωτική νοοτροπία, «μιας και η καθοδήγηση κερδίζεται, δεν επιβάλλεται».

Πολύ χρήσιμες είναι οι ιδέες για διαφορετικές μορφές και βαθμούς στράτευσης, για την σωστή αναλογία συγκεντρωτισμού και δημοκρατίας, για την ανάγκη αποτελεσματικότητας, αλλά και για την ανάγκη ο αγωνιστής να μην αποκόβεται από το περιβάλλον του, να έχει και την ατομική του ζωή. Για τις μειοψηφίες αναφέρει ότι δεν πρέπει να συνθλίβονται, γιατί τότε αναγκαστικά οι οργανώσεις οδηγούνται στην διάσπαση.

Φυσικά υπερασπίζεται τις τάσεις, αλλά όχι τις φράξιες. Όλοι κατέχουν μέρος και όχι όλη την αλήθεια, άρα επιβάλλεται μια κουλτούρα διαλόγου, και προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών γνωμών. Η δημόσια αντιπαράθεση απόψεων αναγκαστικά σήμερα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Επομένως και η πιο πλατεία εσωκομματική δημοκρατία δίνει την ευκαιρία να εκλέγεται κάποιος στη καθοδήγηση για τις ιδεολογικές και πολιτικές του θέσεις, και όχι για την ευπείθεια του ή τις δημόσιες σχέσεις.

Προφανώς η νέα ταξική σύνθεση των χωρών επιβάλλει αναπροσανατολισμούς και στην ταξική σκόπευση, αλλά κυρίως στο ποια στρώματα και μερίδες της εργατικής τάξης έχουν στρατηγική σημασία.

Το βιβλίο τελειώνει με την γενίκευση της εμπειρίας από τις τοπικές, και δημαρχιακές κυβερνήσεις. Εκεί γίνεται μια προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη μερικές από τις πιο προωθημένες ιδέες που εκτέθηκαν στο βιβλίο. Ήταν πρόκριμα για μεγαλύτερες επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο (Βενεζουέλα κτλ), και έδωσαν απτό δείγμα γραφής για το πώς θα πολιτευτεί η Αριστερά. Εδώ βέβαια δεν φτάνουν τα ιδεολογήματα αλλά πρέπει να αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα, όχι βέβαια στην κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά στην λύση των οξυμμένων προβλημάτων του λαού.

Και η εμπειρία δείχνει ότι η λαϊκή συμμετοχή δεν είναι βασιλική λεωφόρος. Ο πραγματικός λαός δεν έχει πάντα σχέση με το εξιδανικευμένο αντίστοιχό του που έχουμε εμείς στο κεφάλι μας. Πολιτική όμως πρέπει να κάνεις με τον πραγματικό λαό. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα…

επίλογος.

Στο σύντομο τούτο σημείωμα ούτε κατά ελάχιστο δεν θίξαμε το πλούτο των προβλημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο, και τις λύσεις που προτείνει. Απλά σταχυολογήσαμε μερικά ζητήματα που κατά την γνώμη του γράφοντος έχουν σημασία για την θεωρητικό διάλογο στην χώρα μας, αλλά κύρια για την πολιτική πρακτική. Γιατί θεωρία που δεν επαληθεύεται από την πολιτική πρακτική, ή δεν ανοίγει δρόμους στην πολιτική, είναι απλά θεωρητικισμός. Και δυστυχώς από αυτό πάσχουν κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, μερικές θεωρητικές σχολές, ρεύματα, αλλά και οργανώσεις που έχουν, κατά τα άλλα, σημαντική θεωρητική συνεισφορά. Και το κριτήριο της ορθότητας εδώ είναι αμείλικτο. Είναι η λαϊκή στήριξη και αποδοχή. Αυτό τουλάχιστον επιβεβαιώνεται και από τις χειμαρρώδεις και γεμάτες επαναστατικό πάθος σκέψεις της Μάρτα Χάρνεκερ.


(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ).

http://dionisispolitis.blogspot.com/

4/07/2009

Διημερίδα Επαναστατικής Θεωρίας με γενικό θέμα: «Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ»,



Σάββατο – Κυριακή, 11-12 Απριλίου, στην Αθήνα, αίθ.18 του κτιρίου Γκίνη του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.

Οι Όμιλοι για τη μελέτη της επαναστατικής θεωρίας από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, διοργανώνουν Διήμερο Συνέδριο Επαναστατικής Θεωρίας, με θέμα: «Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ», Σάββατο – Κυριακή, 11-12 Απριλίου, στην Αθήνα, αίθ.18 του κτιρίου Γκίνη του Ε.Μ.Πολυτεχνείου. Πρωινές συνεδρίες 10:00-14:00, απογευματινές 16:00-20:00.

Η εκδήλωση απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεωρητικής θεμελίωσης της επαναστατικής χειραφέτησης της ανθρωπότητας.

Σάββατο 11/04, ώρα 10:00-14:00


Πολίτης, Δ.: «Κομμουνιστική προοπτική: πέρα από την ουτοπία»

Μηνακάκης, Β.: «Πίσω από τη σκόνη των γεγονότων του βραχέoς χρόνου: Η σύγχρονη κρίση, η υπεραξία και το ποσοστό κέρδους»

Λιάπας, Θ.: «Οι κοινωνικές τάξεις στο έργο του Νίκου Πουλαντζά»


Σάββατο 11/04, ώρα 16:00-20:00


Μεϊμάρης, Τ.: «Η σημασία και ο ρόλος της επιστημονικής μεθοδολογίας στην ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας»


Πατέλης, Δ.: «Για την θεωρητική ανασύσταση της πολιτικής οικονομίας της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας. Μεθοδολογικές επισημάνσεις»

Παλιούρας Α.: «Ο διάλογος και η συνεργασία των κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς, αποφασιστικός όρος για την ανασύνταξη των κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων»


Απέκης Λ. : «Η εμπειρία του πανεπιστημιακού κινήματος και οι αγώνες του μέλλοντος»


Κυριακή 12/04, ώρα 10:00-14:00


Ιωαννίδης, Κ.: «Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση: αντιφάσεις και προοπτικές των βιοτεχνολογιών»



Δαφέρμος, Μ.: «Το ζήτημα της φιλοσοφικής θεμελίωσης της ψυχολογίας»



Μανιάτης, Γ.: «Οι αντιφάσεις και οι ελλείψεις των ποσοτικών προσεγγίσεων στην ανάλυση πολύπλοκων συστημάτων: αξιοκρατία-αξιολόγηση»



Κυριακή 12/04, ώρα 16:00-20:00



Ρέππας, Σ.: «Φοιτητικό κίνημα: κριτική των πεπραγμένων και προτάσεις για μελλοντικούς αγώνες»


Παπούλιας, Ν.: «Λογική της Ιστορίας και επικαιρότητα»



Προβληματισμοί-Συζήτηση-Συμπεράσματα

http://www.omilos.tuc.gr/news/70/athina-diimero-o-kommoynismos-os-istoriki-prooptiki-tis-anthropotitas-zitimata-epanastatikis

4/05/2009

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Καρλ Μαρξ: Ιστορικά Έργα(Ταξικοί Αγώνες…18η Μπρυμαίρ…Εμφύλιος Πόλεμος)


3 έργα :

“Ταξικοί αγώνες στη γαλλία”

“Η 18η Μπιμαίρ του Λ.Βοναπάρτη”

“Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία”

κατεβάστε το εδώ (380 σελίδες. 30ΜΒ):

http://allotriosi.wordpress.com/2009/04/05/karlmarxhistory/

allotriosi.wordpress.com/



από εκδ.Γλάρος

κατεβάστε εδώ (σελ.196, 21 ΜΒ):

http://allotriosi.wordpress.com/2009/04/05/karlmarx184/

allotriosi.wordpress.com/


4/02/2009

Toni Negri: Κομουνισμός: Κάποιες σκέψεις πάνω στην έννοια και την πράξη (ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ)


Ακολουθεί η μετάφρασή μου της συνεισφοράς του Τόνι Νέγκρι, "Κομουνισμός: Κάποιες σκέψεις πάνω στην έννοια και την πράξη," που παρουσίασε στο συνέδριο για την ιδέα του κομουνισμού στο Birkbeck-Λονδίνο στις 14 Μαρτίου 2009. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε με βάση την αγγλική μετάφραση, που έκανε η Arianna Bove.

Κομουνισμός:
Κάποιες σκέψεις πάνω στην έννοια και την πράξη

του Toni Negri

Παρουσιάσθηκε στο συνέδριο Για την Ιδέα του Κομουνισμού, που έγινε στο Birkbeck του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου στις 13-15 Μαρτίου 2009.


Στη βάση του ιστορικού υλισμού βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Όταν ο ιστορικός υλιστής ερευνά την πάλη των τάξεων, το κάνει μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Από την κριτική αυτή εξάγεται ότι η σημασία της ιστορίας της πάλης των τάξεων είναι ο κομουνισμός, ‘η πραγματική κίνηση, που καταργεί την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων’ (Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία). Αυτό συμβαίνει, γιατί [ο κομουνισμός] βρίσκεται μέσα στην κίνηση αυτή.

Υπάρχουν ορισμένοι που συχνά αντιτίθενται σ’ αυτόν τον ισχυρισμό για το κατά πόσο αποτελεί έκφραση μιας φιλοσοφίας της ιστορίας. Όμως νομίζω ότι η πολιτική σημασία της κριτικής δεν πρέπει να συγχέεται μ’ ένα ιστορικό τέλος (σκοπό). Στην ιστορία, κανονικά, οι παραγωγικές δυνάμεις παράγουν τις κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς, που περιέχουν και κυριαρχούν πάνω τους: αυτό είναι προφανές σ’ όλους τους ιστορικούς προσδιορισμούς. Άρα, γιατί να θεωρεί κανείς ότι αποτελεί ιστορική πλάνη ή πολιτική ιδεολογία ή μεταφυσική ανοησία η δυνατότητα ανατροπής της κατάστασης αυτής και της απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων από τον έλεγχο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (σαν συνέπεια των δράσεων της ταξικής πάλης); Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι αυτό είναι η περίπτωση.

1) Οι κομουνιστές υποθέτουν ότι η ιστορία είναι πάντοτε η ιστορία της πάλης των τάξεων.

Για ορισμένους, η θέση αυτή είναι ανυπόστατη, γιατί η ιστορία προσδιορίζεται και τώρα πια κυριαρχείται πλήρως από το κεφάλαιο, έτσι ώστε μια τέτοια υπόθεση να μη μπορεί να είναι ούτε πραγματοποιήσιμη, ούτε επαληθεύσιμη. Ξεχνούν όμως ότι το κεφάλαιο είναι πάντοτε μια σχέση εξουσίας (δύναμης), που, ενώ θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή και δεσποτική ηγεμονία, αυτή η ηγεμονία πάντοτε αποτελεί τη λειτουργία μιας ιδιαίτερης διαχείρισης μέσα σε κάθε σχέση εξουσίας. Ούτε η έννοια του κεφάλαιου, ούτε οι ιστορικές παραλλαγές του, θα υπήρχαν απουσία του προλεταριάτου, το οποίο, ενώ το κεφάλαιο το εκμεταλλεύεται, είναι πάντοτε η ζώσα εργασία, που το παράγει. Η πάλη των τάξεων είναι η σχέση εξουσίας, που εκφράζεται μεταξύ του αφεντικού και του εργάτη: η σχέση αυτή φέρνει την εκμετάλλευση και την καπιταλιστική κυριαρχία κι εγκαθίσταται στους θεσμούς, που οργανώνουν την παραγωγή και την κυκλοφορία του κέρδους.

Άλλοι, που υποστηρίζουν ότι η ιστορία δεν μπορεί να αναχθεί (να εντοπισθεί) στην πάλη των τάξεων, προϋποθέτουν τη διαρκή (κι έμφυτη) ύπαρξη μιας ‘χρηστικής αξίας.’ Την προσδιορίζουν σαν την αξία της εργατικής δύναμης ή σαν την αξία της φύσης και του περιβάλλοντος της ανθρώπινης εργασίας. Η προϋπόθεση αυτή όχι μόνο δεν είναι ριζικά επαρκής σαν εξήγηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά, επιπλέον, είναι σίγουρα εσφαλμένη σαν περιγραφή της παρούσης μορφής του καπιταλισμού.

Ο καπιταλισμός έχει κατακτήσει και περιβάλλει ολόκληρο τον βιόκοσμο, η ηγεμονία του είναι καθολική. Δεν υπάρχει χώρος για κανένα λαϊκό narodniki! Η πάλη των τάξεων αναπτύσσεται ‘από τις (προκείμενες) προϋποθέσεις, που υπάρχουν εδώ και τώρα’ κι όχι κάτω από διαφορετικές περιστάσεις: οι ταξικές σχέσεις είναι θεμελιωμένες πάνω σε τέτοιους ιστορικούς προσδιορισμούς (ιστορικός ντετερμινισμός) και πάνω στη νέα παραγωγή των υποκειμενικότητων (και των αφεντικών και των εργατών μαζί).

Πρώτα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει πια τίποτε ‘έξω’ από αυτό το πλαίσιο κι ότι οι αγώνες (όχι μόνον οι αγώνες, αλλά ουσιαστικά και τα υποκείμενα των αγώνων) βρίσκονται τώρα πλήρως ‘μέσα.’ Δεν υπάρχει πλέον οποιαδήποτε εμφάνιση της ‘χρηστικής αξίας’ ή καμιά σκέψη γι’ αυτήν. Είμαστε πλήρως βυθισμένοι μέσα στον κόσμο της ‘ανταλλακτικής αξίας’ και μέσα στην ωμή κι άγρια πραγματικότητά της.

Ο ιστορικός υλισμός εξηγεί πώς και γιατί η ανταλλακτική αξία είναι τόσο κεντρική για την πάλη των τάξεων: ‘Στην αστική κοινωνία, ο εργάτης, π.χ., στέκεται καθαρά χωρίς καμιά αντικειμενική υπόσταση. Αλλά αυτό, που στέκεται απέναντί του, έχει τώρα γίνει η αληθινή κοινότητα (das wahre Gemeinwesen),’ την οποία το προλεταριάτο ‘προσπαθεί να καταβροχθίσει κι η οποία όμως, ταυτόχρονα, η ίδια το καταβροχθίζει’ (Μαρξ, Grundrisse, Notebook V, εκδ. Pelican, σελ. 496). Ναι, αλλά σ’ αυτήν την αμφίδρομη ιδιοποίηση –των καπιταλιστών και των εργατών– το κεφάλαιο, οπωσδήποτε, εμφανίζεται σαν μια σχέση. Ο κομουνισμός αρχίζει να σχηματίζεται, όταν το προλεταριάτο θέτει ως αντικειμενικό σκοπό του την επανάκτηση της Gemeinwesen, της κοινότητας, τη μετατροπή της στην κατάσταση μιας νέας κοινωνίας.

Επομένως, η ανταλλακτική αξία είναι πολύ σημαντική, είναι η κοινή κοινωνική πραγματικότητα, που είναι δομημένη κι εξασφαλισμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να εντοπισθεί μέσα στην απλή κυκλοφορία της εργασίας, του χρήματος και του κεφάλαιου ακόμη. Είναι μια υπεραξία, που μετατρέπεται σε κέρδος, σε συσσωρευμένο κέρδος, σ’ ενοίκιο από γη κι ακίνητα, σε σταθερό κεφάλαιο, σε χρηματο-οικονομικούς πόρους, σε συσσώρευση πρωτογενών πηγών, σε μηχανές και μηχανισμούς παραγωγικών διαδικασιών στη γη, που στη συνέχεια εκτοξεύονται στο διάστημα, σε δίκτυα επικοινωνιών –και τελικά κι ιδιαίτερα– σε χρήμα, που αποτελεί το μεγάλο κοινό παράδειγμα: ‘(Το χρήμα) είναι το ίδιο μια κοινότητα (Gemeinwesen) και δεν μπορεί να ανεχθεί τίποτε άλλο, που να στέκεται από πάνω του’ (Μαρξ, Grundrisse, Notebook II, σελ. 223). Εδώ βρίσκεται ο ιστορικός προσδιορισμός. Η ανταλλακτική αξία ήδη δίδεται σε μια κοινή μορφή. Σαν Gemeinwesen. Είναι εδώ, είναι ο ίδιος ο κόσμος, δεν υπάρχει τίποτε άλλο ή αλλού, τίποτε έξω.

Πάρτε, π.χ., το παράδειγμα των δημοσιονομικών: ποιος θα φανταζόταν ότι μπορεί να κάνει κάτι χωρίς χρήμα σ’ οποιαδήποτε δημοσιονομική μορφή; Το χρήμα έχει γίνει η κοινή γη, όπου κάποτε βρισκόταν η Heimat (η πατρική γη), η αρμονική συνύπαρξη των πληθυσμών στο τέλος της ‘Γοτθικής περιόδου,’ όταν τα υπάρχοντα ήταν διαρθρωμένα σαν κοινά εδάφη (commons). Εκείνα τα κοινά εδάφη κι εκείνη η γη είναι τώρα η ανταλλακτική αξία στα χέρια των καπιταλιστών. Αν τώρα θέλουμε να πάρουμε πίσω αυτή τη γη, πρέπει να την επανακτήσουμε μέσα στις συνθήκες, που τη βρίσκουμε: στην κορυφή της καπιταλιστικής ιδιοποίησης, λερωμένη από την ανταλλακτική αξία. Χωρίς καμία αυταπάτη καθαρότητας ή αθωότητας.

Όταν ο Σπινόζα έλεγε ότι στο Εβραϊκό κράτος το έτος του ιωβηλαίου όλα τα χρέη παραγράφονταν κι η ισότητα των πολιτών αποκατασταινόταν ή όταν ο Μακιαβέλι επέμενε για το γεγονός ότι η αγροτική νομοθεσία έδινε νέα ζωή στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, επειδή η επανάκτηση των γαιών από τους πλήβειους ταυτόχρονα αναζωογονούσε και τη δημοκρατική διαδικασία, κι οι δυο τους εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην πλάνη ότι είναι δυνατή η επιστροφή στη φύση και τη δημοκρατία (Niccolo Machiavelli, Discourse on Livy, Βιβλίο I, Κεφάλαιο 27, London: Penguin, σελ. 99.
Benedict de Spinoza, A Theological-Political Treatise, Κεφάλαιο XVII, σελ. 230). Αλλά για μας, το γεγονός ότι είμαστε αποφασισμένοι για την απελευθέρωση της εργατικής δύναμης κι ότι είμαστε κομουνιστές απαιτεί την επανοικειοποίηση μιας κοινής πραγματικότητας, που δεν είναι ούτε πρωτότυπη, ούτε δημοκρατικά επιθυμητή, αλλά μάλλον κάτι που στέκεται απέναντί μας σαν εξουσία, το οποίο ήδη το έχουμε αναπαραγάγει με κόπο κι αίμα.

Αλλά ας μην αποθαρρυνόμαστε. Όπως μας δίδαξε ο Γκράμσι με την ανάγνωσή του της πάλης των τάξεων, ο ιστορικός υλισμός προτείνει μια μέθοδο κατανόησης της συνεχούς μεταμόρφωσης ή καλύτερα της ανθρωπολογίας του χαρακτήρα του εργάτη μέσα από τις διαφορετικές εμπειρίες των προλεταριακών χρήσεων των τεχνολογιών και της καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης.

Αυτό θέτει ένα νέο ερώτημα, γιατί, καθώς ο εργάτης αλλάζει μέσα από τους αγώνες του, επιβάλλει στο κεφάλαιο μια πραγματική μεταμόρφωση. Αν υπάρχουν εποχές ή κύκλοι αγώνων, η οντολογική τους συνοχή μετράται ως προς αυτή την ανθρωπολογική βάση. Καμιά φύση ή ταυτότητα ή φύλο ή φυλή δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτή την κίνηση των μετασχηματισμών και των ιστορικών μεταμορφώσεων της σχέσης μεταξύ κεφάλαιου κι εργατών. Τα πλήθη σχηματίζονται και διαρκώς αναδιαμορφώνονται μέσα από αυτή τη δυναμική. Το ίδιο ισχύει και με τον ορισμό του χρόνου στην πάλη των τάξεων. Όταν η πάλη των τάξεων εμφανίζεται σαν η παραγωγή κι ο μετασχηματισμός της υποκειμενικότητας, η επαναστατική διαδικασία παίρνει μια μακροπρόθεσμη χρονικότητα, μια οντολογική συσσώρευση της αντι-εξουσίας, τον ‘οπτιμισμό’ των υλικών δυνάμεων του προλεταριακού ‘λόγου,’ την επιθυμία που γίνεται αλληλεγγύη, την αγάπη που είναι πάντοτε ορθολογική κι, ακολουθώντας τον Σπινόζα, το σχετικό ‘πεσιμισμό της θέλησης.’ ‘Προσοχή!’ έλεγε, όταν τα πάθη ευαισθητοποιούνται για την οικοδόμηση των πολιτικών δομών της ελευθερίας. Οδηγός μας δεν είναι η τυχαία ανάδυση των εξεγέρσεων, εκείνων των θεϊκών αναλαμπών της ελπίδας, που μπορεί να σμιλεύει τα μονοπάτια του φωτός μέσα στη νύχτα, αλλά η σταθερή κι η κριτική προσπάθεια και το έργο της οργάνωσης, το υπολογισμένο ρίσκο της εξέγερσης. Η φιλοσοφική φαντασία μπορεί να χρωματίσει το πραγματικό, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσπάθεια της ιστορικής εξέλιξης: το συμβάν πάντοτε είναι ένα αποτέλεσμα, ποτέ ένα εναρκτήριο σημείο.

2) Το να είμαστε κομουνιστές σημαίνει ότι είμαστε εναντίον του κράτους. Το κράτος είναι η δύναμη που οργανώνει, πάντοτε με κανονικό τρόπο, αλλά πάντοτε και κατ’ εξαίρεση, τις σχέσεις που συγκροτούν το κεφάλαιο και τιθασεύουν τις συγκρούσεις μεταξύ των καπιταλιστών και της προλεταριακής εργατικής δύναμης. Η αντίθεση στο κράτος στοχεύει εναντίον όλων των τρόπων οργάνωσης της ιδιωτικής περιουσίας και της ιδιωτικής κυριότητας των μέσων παραγωγής, όπως και της ιδιωτικής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και του ιδιωτικού έλεγχου της κυκλοφορίας του κεφάλαιου. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και μια αντίθεση εναντίον του δημόσιου, δηλαδή, εναντίον των κρατικών και των εθνικών δομών όλων αυτών των διεργασιών αλλοτρίωσης της δύναμης (potenza) της εργασίας.

Το να είμαστε κομουνιστές συνεπάγεται την αναγνώριση του γεγονότος ότι το δημόσιο αποτελεί μια μορφή αλλοτρίωσης κι εκμετάλλευσης της εργασίας –της κοινής εργασίας, στην περίπτωσή μας
.
Επομένως, τι είναι το δημόσιο; Όπως ο μεγάλος Ρουσσώ έχει πει, το δημόσιο είναι ο εχθρός της ιδιωτικής περιουσίας, αυτό που ‘ανήκει (σαν τέτοιο) σε κανέναν’ (Jean-Jacques Rousseau, Second Discourse on the Origin of Inequality). Από την άλλη μεριά, αποτελεί μόνο μια σοφιστεία η απόδοση στο δημόσιο εκείνων των πραγμάτων, που στην πραγματικότητα ανήκουν σ’ όλους. Το κράτος λεει: ‘Το κοινό δεν ανήκει σε σας, παρά το γεγονός ότι εσείς το δημιουργήσατε, το παραγάγατε από κοινού, το ανακαλύψατε και το οργανώσατε σαν κοινό.’ Η απαλλοτρίωση του κοινού από το κράτος, δηλαδή, η απαλλοτρίωση εκείνων των πραγμάτων, που όλοι μαζί παραγάγαμε κι ανήκουν σε μας, παίρνει την ονομασία του μάνατζμεντ ή της αντιπροσώπευσης ή της εκπροσώπευσης ... σύμφωνα με το αδυσώπητο κάλλος του κρατικού πραγματισμού.

Συνεπώς, ο κομουνισμός είναι ο εχθρός του σοσιαλισμού, γιατί ο σοσιαλισμός αποτελεί την κλασική μορφή αυτού του δεύτερου μοντέλου αλλοτρίωσης της προλεταριακής δύναμης (potenza), η οποία, επιπρόσθετα, απαιτεί μια διαστρεβλωμένη οργάνωση της παραγωγής της υποκειμενικότητάς του. Οι διαστροφές του ‘πραγματικού σοσιαλισμού’ έχουν εξουδετερώσει έναν αιώνα ταξικής πάλης κι έχουν διαλύσει όλες τις πλάνες της φιλοσοφίας της ιστορίας. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς ο ‘πραγματικός σοσιαλισμός,’ παρά την ανάληψη μαζικών διαδικασιών κολεκτιβοποίησης, ποτέ δεν είχε αμφισβητήσει τους κανόνες των διοικητικών ελέγχων, είτε ήσαν δικαστικοί ή πολιτικοί ή αναφέρονταν στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η θεσμική δομή του σοσιαλισμού κι οι πολιτικές πολώσεις του παραγόντουσαν από μια ιδεολογία, η οποία αντιπαρέθετε αυθαίρετα το ιδιωτικό στο δημόσιο –ενώ αυτά, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, αλληλεπικαλύπτονται μεταξύ τους– και καθαγίαζε μια κυρίαρχη τάξη, της οποίας οι λειτουργίες ελέγχου αναπαραγάγανε εκείνες της καπιταλιστικής ελίτ, ενώ ισχυριζότανε ότι αποτελούσαν τις αυτο-εκλεγμένες ‘πρωτοπορίες’!


Το να είμαστε εναντίον του κράτους σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι εκφράζουμε την επιθυμία κι έχουμε την ικανότητα να διαχειριστούμε ολόκληρο το σύστημα της παραγωγής, συμπεριλαμβανόμενου και του καταμερισμού της εργασίας και της συσσώρευσης κι αναδιανομής του πλούτου, μ’ έναν ριζοσπαστικά δημοκρατικό τρόπο –σαν ‘δημοκρατία για όλους.’ Εδώ αξίζει να δώσουμε κάποιους νέους ορισμούς. Ο ιστορικός υλισμός είναι επίσης ένας ‘εμμενισμός (immanentism) της υποκειμενικότητας.’ Λεει ότι όχι μόνο δεν υπάρχει τίποτε ‘έξω’ από τον κόσμο που ζούμε, αλλά επίσης ότι, ‘μέσα’ σ’ αυτόν τον κόσμο, οι εργάτες, οι πολίτες κι όλα τα υποκείμενα αποτελούν τα συνεχώς παρόντα στοιχεία μιας ιδιότυπης (singular) αντίστασης και τις στιγμές της οικοδόμησης μιας διαφορετικής μορφής ενός κοινού τρόπου ζωής.

Τα στοιχεία αυτά είναι παρόντα ακόμη κι όταν ασφυκτιούμε μέσα στις θλιβερότερες και ζοφερότερες ιστορικές ανάπαυλες. Το πλήθος είναι μια ταξική έννοια κι οι μοναδικότητες (singularities), που το απαρτίζουν, αποτελούν πάντοτε τους πυρήνες της αντίστασης εναντίον της σχέσης της υποταγής που επιβάλλει το κεφάλαιο. Το μοναδικό (singular) άτομο υπακούει, γιατί πρέπει να το κάνει και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, αλλά όμως πάντοτε αντιστέκεται, εκεί, μέσα στη σχέση εξουσίας. Το σπάσιμο αυτής της σχέσης είναι πάντοτε μια δυνατότητα, το ίδιο όπως κι η διατήρηση της σχέσης του ελέγχου. Εδώ, έξω απ’ οποιαδήποτε φιλοσοφία της ιστορίας, μέσα σ’ αυτήν την κοινή φαινομενολογία, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο κεντρικές κι ουσιαστικές είναι η ενδεχόμενη αγανάκτηση εναντίον της εξουσίας, της τάξης της (order) και των λοιδοριών της, όπως κι η άρνηση της μισθωτής εργασίας (και/ή της εργασίας για τον τερματισμό της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας), για τη διαμόρφωση ενός άλλου κοινωνικού μοντέλου και στον βαθμό που στοχεύουν προς την παρούσα δυνητικότητα (ή τη δυνητική παρουσία) μιας διαφορετικής τάξης (order), μιας άλλης προοπτικής της ζωής. Όλα αυτά ωθούν στη ρήξη κι αυτό μπορούν να το κάνουν, γιατί η ρήξη είναι πάντοτε δυνατή να πραγματοποιηθεί ή καλύτερα είναι αναγκαία (και θα επιστρέψουμε πιο κάτω στα χαρακτηριστικά αυτής της ρήξης). Επομένως, μπορεί να υπάρξει η επανάσταση.

Η επιμονή στην αγανάκτηση, την άρνηση και την εξέγερση πρέπει να μπορεί να μεταφρασθεί σε μια συντακτική δύναμη (constituent power). Οι αγώνες εναντίον του κράτους κι εναντίον όλων των συνταγμάτων, που το οργανώνουν και το αναπαριστούν, πρέπει να περιέχουν επίσης και την ικανότητα παραγωγής μιας νέας δύναμης μέσω μιας νέας γνώσης. Ποτέ δεν μπορείτε να πιάσετε μια αστραπή με γυμνά χέρια, μόνο το πλήθος, η ιστορία της εξεγερμένης ταξικής πάλης, μπορεί να το κάνει. Όμως, η σχέση μεταξύ των ιστορικών περιστάσεων και της παραγωγής της υποκειμενικότητας αλλάζει συνεχώς. Όπως έχουμε πει πιο πάνω, το γεγονός αυτό ανήκει στη σφαίρα της ανάπτυξης μιας τέτοιας συνεχούς μεταμόρφωσης της ανθρωπολογίας του εργάτη. Η τεχνική σύνθεση της εργατικής δύναμης βρίσκεται σε συνεχή κίνηση κι αντιστοιχεί σε μια πάντοτε επαρκή, αλλά διαφοροποιημένη, παραγωγή της υποκειμενικότητας. Είναι η πολιτική σύνθεση, που πρέπει να βρει τις συγκεκριμένες μορφές έκφρασης κι επιθυμίας για την επανάσταση μέσα στις τρέχουσες περιστάσεις της.

Η παραγωγή της υποκειμενικότητας και της νέας πολιτικής σύνθεσης μπορεί επίσης να προβλέψει τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες οικοδομείται η επαναστατική διαδικασία, αλλά υπάρχει πάντοτε μια διαλεκτική σύνδεση μεταξύ του υλικού προσδιορισμού και της επαναστατικής έντασης της συλλογικής επιθυμίας: σαν ένα λαστιχάκι, που μπορεί να τιναχθεί, παραμένοντας το ίδιο. Όπως έλεγε ο Λένιν, η δυαδική εξουσία είναι πάντοτε βραχύβια, η δύναμη της εξέγερσης πρέπει να συγκρατεί το χρόνο της ιστορίας, για να κάνει μια υποκειμενική πρόβλεψη (την προώθηση της υποκειμενικότητας). Η συντακτική δύναμη είναι το κλειδί για την πρόβλεψη και την πραγματοποίηση της επαναστατικής θέλησης εναντίον του κράτους.

Στην παραδοσιακή θεωρία του κράτους, η αναρχία κι η δικτατορία θεωρούνται τα δυο αντίθετα άκρα όλων των δυνατών μορφών κυριαρχίας, αλλά, όταν μιλάμε για την κομουνιστική δημοκρατία εναντίον του κράτους, δεν το κάνουμε στη βάση κάποιας ενδεχόμενης μεσολάβησης μεταξύ αναρχίας και δικτατορίας, εντελώς το αντίθετο. Προτείνουμε την υπέρβαση αυτού του διλήμματος, επειδή στον επαναστατικό αγώνα όχι μόνο δεν υπάρχει τίποτε έξω απ’ αυτόν, αλλά και το εσωτερικό του, που αυτός ο ίδιος ο αγώνας ορίζει, το μόνο που γνωρίζει είναι μια ανατρεπτική δύναμη, δηλαδή, το ‘από τα κάτω,’ που αντιτίθεται στο ‘από τα πάνω’ της εξουσίας. Η ύπαρξη του κομουνισμού πραγματοποιείται απ’ αυτό το ‘από τα κάτω,’ από τη μετατροπή των συντακτικών επιθυμιών σ’ εκφράσεις δύναμης κι εναλλακτικών περιεχόμενων. Επομένως, μπορεί επίσης να υπάρξει μια επανάσταση, όπως δίδασκε ο Γκράμσι, κι ‘εναντίον του Das Kapital.’

3) Το να είμαστε κομουνιστές σημαίνει ότι οικοδομούμε ένα νέο κόσμο, στον οποίον εξαλείφεται η εκμετάλλευση του κεφάλαιου κι η υποταγή στο κράτος. Ξεκινώντας από τις παρούσες περιστάσεις, εντελώς ρεαλιστικά, από τους ιστορικούς προσδιορισμούς, που χαρακτηρίζουν τις τρέχουσες συνθήκες, πώς μπορούμε να κινηθούμε προς τα μπρος, προς την πραγματοποίηση του κομουνισμού;

Πρώτα απ’ όλα, ας πούμε ότι αυτός ο ντετερμινισμός μπορεί να σπάσει και να ξεπερασθεί μόνο με την δόμηση μιας δύναμης, που είναι ανώτερη απ’ εκείνη της εξουσίας. Αλλά πώς το κάνουμε αυτό; Όπως είπαμε, η πολιτική ρήξη φαίνεται να είναι αναγκαία, όταν η απογοήτευση, η άρνηση, η αντίσταση κι οι αγώνες έχουν παραγάγει μια συντακτική δύναμη, που θέλει να αυτοπραγματοποιηθεί. Μόνο με τη δύναμη μπορεί να γίνει αυτή η κίνηση προς τα μπρος, να γίνει εφικτή η συντακτική ρήξη. Από απεργίες, βιομηχανικό σαμποτάζ, διάλυση και πειρατεία των συστημάτων κυριαρχίας και τη φυγή των μεταναστών μέχρι ταραχές, εξεγέρσεις και τους συγκεκριμένους σχηματισμούς της εναλλακτικής δύναμης: αυτά είναι τα πρώτα αναγνωρίσιμα σχήματα της συλλογικής επαναστατικής θέλησης.

Η κίνηση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας –η κομουνιστική φαντασία υπερυψώνεται τη στιγμή της ρήξης. Καλύτεροι μισθοί απέναντι στην εκμετάλλευση της εργασίας, καθολικό εισόδημα απέναντι στην οικονομική κρίση, δημοκρατία για όλους απέναντι στη δικτατορία: αυτές είναι οι εκβάσεις μιας ιστορίας, που παράγει τη συντακτική δύναμη. Αλλά αυτά δεν αρκούν. Ακόμη κι αν τα αίτια είναι ανεπαρκή, δεν καθίστανται λιγότερο αναγκαία, λιγότερο εκ των ουκ άνευ (sine qua non). Δεν αρκούν, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επανάσταση χωρίς οργάνωση, ακριβώς όπως η εξύμνηση του συμβάντος δεν αρκεί, όπως η προσφυγή στο μύθο ή η μυστικιστική αναφορά στη γυμνότητα των σωμάτων, στο όριο της φτώχειας, που αντιτάσσεται στην πανταχού παρουσία της καταπίεσης –τίποτε απ’ αυτά δεν αρκεί, γιατί ακόμη δεν υπάρχει κανένας ορθολογικός σχεδιασμός, που να επενδύει και να συμπεριλαμβάνει τα κινήματα της ρήξης με τη δύναμη της οργάνωσης.

Όπως έγραφε ο Σπινόζα, “Cupiditas, quae ex ratione oritur, excessum habere nequit” (Η επιθυμία, που πηγάζει από το λόγο, δεν μπορεί να είναι πλεοναστική) (Spinoza, Ethics, Μέρος IV, Πρόταση LXI, Dover Publications, 1959, σελ. 229), κάτι το οποίο, επομένως, απαγορεύει τον οποιοδήποτε ορισμό της επιθυμίας, που σταματά από μόνη της (που αυτολογοκρίνεται) σε κάποια (δήθεν αντικειμενικά) όρια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, όταν συλλογιζόμαστε και πειραματιζόμαστε πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν λειτουργεί καμιά τελεολογία ή φιλοσοφία της ιστορίας, αλλά μόνο μια συλλογική επιθυμία, που οικοδομεί, με τη δύναμη, την οργανωμένη υπεραξία της μέσα από ολόκληρη την τυχαία διαδικασία των αγώνων: την υπεραξία του κομουνισμού σε σχέση με την ανιαρή επανάληψη της ιστορίας της εκμετάλλευσης. Μ’ αυτή την έννοια, ο κομουνισμός βρίσκεται πιο κοντά σε μας σήμερα (κάτι που δεν σημαίνει όμως ότι μας περιμένει στη γωνία), γιατί η υπεραξία, που εξάγεται από την εργατική δύναμη –καθώς αυτή μεταβάλλεται δια μέσου της γνωσιακής μεταμόρφωσης– μπορεί μόνο με δυσκολία να μεταφρασθεί και να μετατραπεί σ’ εκείνη την υπεραξία, που ο καπιταλισμός ξέρει να οργανώνει σε κέρδος. Η γνωσιακή εργασία είναι εντελώς δύσπεπτη για τον καπιταλισμό. Όμως, όπως ορισμένοι μας λένε, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις για να ισχυριστούμε ότι η σχέση μεταξύ του υποκειμενικού πλεονάσματος και του κομουνιστικού σχέδιου εκφράζεται μέσα από κινήματα ανατροπής κι εξέγερσης του πλήθους. Αυτό αληθεύει. Αλλά θα απαντούσαμε ότι ο ιστορικός υλισμός κι η εμμένεια (immanence) του επαναστατικού σχέδιου καταδεικνύουν ένα υποκείμενο, που στρέφεται εναντίον του κεφάλαιου, κι ένα πλήθος μοναδικότητων (singularities), που οργανώνεται μέσα στην αντικαπιταλιστική δύναμη (forza), όχι τυπικά, σαν κόμμα ή ώριμη κι ολοκληρωμένη οργάνωση, αλλά, δυνάμει της υπόστασής του, σαν αντίσταση, που είναι τόσο πιο ισχυρή και καλύτερα διαρθρωμένη, όσο πιο πολύ το ίδιο το πλήθος αποτελεί ένα σύνολο ιδιότυπων (singular) θεσμών. Το τελευταίο συμπεριλαμβάνει μορφές ζωής, αγώνες, οικονομικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, απεργίες, τη ρήξη με τις κοινωνικές διαδικασίες της εκμετάλλευσης, εμπειρίες επανάκτησης και κόμβους αντίστασης. Άλλοτε αυτά κερδίζουν σε μεγάλες συγκρούσεις πάνω σε θέματα, που είναι κεντρικά για την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, ενώ άλλοτε χάνουν, μολονότι πάντοτε διατηρούν τα επίπεδα των ανταγωνισμών μ’ ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να λειτουργούν σαν υπολείμματα για νέους τρόπους διαδικασιών υποκειμενικοποίησης.

Το πλήθος είναι μια ομάδα θεσμών, που παίρνει διαφορετικές πολιτικές συνθέσεις με την πάροδο του χρόνου και σε σχέση με τις αποχρώσεις και τις μεταστροφές των σχέσεων εξουσίας. Είναι κάτι περισσότερο από τα στοιχεία της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου, όπως και περισσότερο από τις τυχαίες και/ή συγκυριακές οργανώσεις των καταπιεζόμενων: είναι οι πραγματικές στιγμές της πολιτικής ανασύνθεσης κι οι θρόμβοι της ανατρεπτικής παραγωγής της κομουνιστικής υποκειμενικότητας. Cupiditates! (Πάθη, επιθυμίες!) Οι στιγμές του είναι οι διαφορετικές και διαφοροποιημένες σχέσεις μεταξύ των εκφράσεων μιας επιθυμίας χειραφέτησης (της μισθωτής εργασίας, των κοινωνικών κινημάτων, των πολιτικών εκφράσεων) και της απαίτησης για πολιτικές και/ή οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Από τη σκοπιά της σύγχρονης βιοπολιτικής κοινωνίας, η σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης κι επανάστασης είναι διαφορετική από ό,τι στις βιομηχανικές κοινωνίες. Είναι ουσιαστικός ο μετασχηματισμός, που έχει παρέμβει και μπορεί εύκολα να επαληθευθεί με μια γενικευμένη ανάλυση των μεθόδων της διακυβέρνησης (governance) στην άσκηση της κυριαρχίας, μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης εξασθένισης των κλασσικών μορφών διακυβέρνησης (government). Οι ροές, οι πιέσεις κι οι μεταβολές των σχέσεων διακυβέρνησης στις μετα-βιομηχανικές κοινωνίες καταδεικνύουν ένα νέο έδαφος, πάνω στο οποίο η πρόσκρουση κινημάτων και κυβερνήσεων ξετυλίγεται με εναλλασσόμενες εκβάσεις. Αλλά όλες τους πάντα φανερώνουν τον πολλαπλασιασμό των πλεονεκτημάτων για τους αγώνες και την οργάνωση των μεταρρυθμιστικών προτάσεων και των ανατρεπτικών εντάσεων, που μορφοποιούν και διαρθρώνουν εσωτερικά το πλήθος. Εδώ αρχίζουμε να αντικρίζουμε τους νέους θεσμούς του κοινού.

Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται από τα κάτω. Είναι μια κίνηση, η οποία επιβεβαιώνεται με δυναμικό τρόπο. Αντί για τη διαλεκτική, αυτό που την περιγράφει είναι η θέληση για κατάφαση. Δεν αποτελεί κάποια τελεολογία, εκτός αν καταλογίζουμε στην υλιστική θεωρία και την ανατρεπτική πράξη του Μακιαβέλι μια ηθική κι ιστορική τελεολογικότητα. Αντίθετα, το πλήθος είναι βυθισμένο μέσα σε μια διαδικασία μετάβασης, η οποία αρχίζει, όταν ‘το ένα διαιρείται σε δυο,’ όταν, όπως είπαμε πιο πάνω, είναι δύσκολη η μετατροπή της υπεραξιακής εργασίας του γνωσιακού προλεταριάτου σε κέρδος, οπότε το τελευταίο εμφανίζεται σαν μια επαναστατική υπεραξία (πλεόνασμα). Αντί για μετάβαση από μια φάση ή τρόπο παραγωγής σ’ έναν άλλο, πρόκειται για μια μεταβολή, η οποία ξετυλίγεται μέσα στο ίδιο το πλήθος, αποκαλύπτει και δρα πάνω στον ιστό, που συνδέει τις ανθρωπολογικές μεταμορφώσεις των υποκείμενων με τους κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς κι, επομένως, και με τη δυνατότητα της κομουνιστικής χειραφέτησης. Η κοινωνία, στην οποία ζούμε, στην πραγματικότητα έχει πλήρως υπαχθεί στο κεφάλαιο. Ονομάζουμε αυτήν την κυριαρχία καπιταλιστική βιοεξουσία. Αλλά αν η βιοεξουσία αποτελεί το προϊόν της δραστηριότητας του κεφάλαιου, ακόμη κι όταν η ηγεμονία του είναι παγκόσμια, αυτή εξακολουθεί να βασίζεται σε μια σχέση: τη σχέση του κεφάλαιου, που είναι πάντοτε αντιφατική κι εν δυνάμει ανταγωνιστική, τοποθετημένη μέσα στην βιοπολιτική σφαίρα, όπου η ίδια η ζωή δοκιμάζεται μέσα στην εργασία κι η εξουσία επενδύει σ’ όλες τις πλευρές της. Αλλά ακόμη, όπου η αντίσταση είναι έκδηλη και το προλεταριάτο είναι παρόν σ’ όλα τα σχήματα, στα οποία πραγματοποιείται η κοινωνική εργασία. Όπου η δύναμη της γνωσιακής εργασίας εκφράζει το πλεόνασμα της υπεραξίας κι όπου σχηματίζεται το πλήθος. Το πλήθος αυτό δεν είναι αφοπλισμένο, γιατί όλες οι διαδικασίες, που το διαπερνούν, περιγράφουν επίσης και τις θεσμικές διαρθρώσεις του, όπως και τη συσσώρευση σ’ αυτό της αντίστασης και των υποκειμενικών αναδύσεων.

Όπως είπαμε, το πλήθος είναι ένα σύνολο από επιθυμίες και τροχιές αντίστασης, από αγώνες και συντακτική δύναμη. Προσθέτουμε ακόμη ότι είναι ένα σύνολο φτιαγμένο από θεσμούς. Ο κομουνισμός είναι δυνατός, γιατί ήδη υπάρχει σε μια μετάβαση, όχι σαν τέλος, αλλά σαν συνθήκη, είναι η ανάπτυξη των μοναδικότητων (singularities), ο πειραματισμός μιας τέτοιας κατασκευής και –μέσα στο σταθερό κύμα των σχέσεων εξουσίας– είναι μια ένταση, μια τάση και μια μεταμόρφωση.

4) Τι είναι η κομουνιστική ηθική; Όπως είδαμε, είναι η ηθική των αγώνων εναντίον του κράτους, γιατί κινείται από την αγανάκτηση για την υποταγή κι από την άρνηση της εκμετάλλευσης. Πάνω στον κόμβο της αγανάκτησης και της άρνησης βρίσκεται το δεύτερο στοιχείο του ορισμού της κομουνιστικής ηθικής, που είναι αυτό της μαχητικότητας (militance) και της κοινής κατασκευής των αγώνων εναντίον των αποκλεισμών και της φτώχειας, της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης.

Τα δυο αυτά στοιχεία (οι αγώνες κι η κοινή μαχητικότητα) ήδη ανοίγουν τον δρόμο πάνω σ’ ένα νέο επίπεδο: το επίπεδο ενός σύνολου μοναδικότητων (singularities), οι οποίες, παραιτούμενες από τη μοναξιά τους, δουλεύουν για να γίνουν ένα πλήθος –ένα πλήθος, που αναζητεί το κοινό πέρα από το ιδιωτικό. Σημαίνει αυτό ότι, έτσι, επιτυγχάνεται η δημοκρατία; Για σχεδόν τρεις αιώνες, αντιλαμβανόμασταν τη δημοκρατία σαν τη διαχείριση των δημόσιων αγαθών, την θεσμοποίηση της κρατικής ιδιοποίησης του κοινού. Αν σήμερα αναζητούμε πάλι τη δημοκρατία, χρειαζόμαστε να την ξανασκεφθούμε, ριζοσπαστικά πλέον, σαν την κοινή διαχείριση του κοινού. Μια τέτοια διαχείριση απαιτεί έναν επανορισμό του (κοσμοπολίτικου) χώρου και της (συντακτικής) χρονικότητας. Δεν πρόκειται πια για την περίπτωση του ορισμού μιας μορφής ενός κοινωνικού συμβόλαιου, σύμφωνα με το οποίο τα πάντα ανήκουν στον καθένα κι, επομένως, σε κανέναν: τα πάντα, καθώς παράγονται από τον καθένα, ανήκουν σ’ όλους.

Η μετατόπιση έχει να κάνει με το όνομα της οργάνωσης. Ολόκληρη η ιστορία των κομουνιστικών κινημάτων θεωρούσε το ζήτημα της οργάνωσης θεμελιώδους σημασίας, επειδή η οργάνωση αποτελεί μια συλλογική κατάσταση εναντίωσης, μια θεσμική αρχή κι, άρα, αυτή καθαυτή την ουσία της διαδικασίας της δόμησης του πλήθους. Τα γεγονότα της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού, οι κουλτούρες του ατομικισμού, η φυσική άρνηση της μοναξιάς των ανθρώπινων όντων, που γεννούνται και μεγαλώνουν μέσα στην κοινωνία, η αναγνώριση ότι η μοναξιά είναι θάνατος, φανερώνονται σαν η οργάνωση της αντίστασης εναντίον της νέας αναγωγής στη μοναξιά, την οποία, μέσα στα πλαίσια μιας ατομικιστικής ηθικής, επιχειρεί το κεφάλαιο να επιβάλλει και πάλι πάνω στα υποκείμενα.

Τα πρώτα τρία στοιχεία μιας κομουνιστικής ηθικής είναι: η επαναστατικότητα εναντίον του κράτους, η κοινή μαχητικότητα (militance) κι η παραγωγή των θεσμών. Ξεκάθαρα, όλα αυτά διαπερνώνται από δυο θεμελιώδη πάθη: το πάθος, που ωθεί από τη φυσική στέρηση και την οικονομική φτώχεια προς μια δύναμη της εργασίας και της επιστήμης, η οποία είναι απελευθερωμένη από την εξουσία του κεφάλαιου. Και το πάθος της αγάπης, που οδηγεί από την άρνηση της μοναξιάς προς την πολιτική συγκρότηση του κοινού (δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η θρησκεία, η αστική αισθητική κι οι ιδεολογίες του new age προσπαθούν να ανακτήσουν, να μπερδέψουν και να εξουδετερώσουν τα πάθη αυτά). Με την κοινή συσπείρωση, την ανάπτυξη νέων μορφών κοινής συνύπαρξης στην αντίσταση και την οργάνωση, ανακαλύπτεται η συντακτική δύναμη του κομουνισμού. Μια τέτοια έννοια συντακτικής δύναμης δεν έχει τίποτε να κάνει με τις συνταγματικές δομές, που οργανώνονται από το κεφάλαιο και το κράτος του.
Από την άποψη αυτή, η δύναμη-potenza της εργατικής δύναμης-power, η ευρηματικότητα του πλήθους κι η συντακτική έκφραση του προλεταριάτου, από τη μια μεριά, και της καπιταλιστικής εξουσίας, της πειθαρχικής αλαζονείας της μπουρζουαζίας και του καταπιεστικού έργου του κράτους, από την άλλη μεριά, δεν έχουν καμιά αντιστοιχία μεταξύ τους. Επειδή η συντακτική ηθική του κομουνισμού διαπερνά βαθύτερα και διαποτίζει πληρέστερα την βιοπολιτική διάσταση της ιστορικής αναπαραγωγής και, καθώς η πάλη των τάξεων διαμορφώνει το ιστορικό ον, τώρα μπορεί αυτή να εξαπλωθεί μέσα στους προσδιορισμούς της εποχής μας πάνω σ’ ολόκληρο το σύνολο των βιοπολιτικών διαθετικότητων (dispositifs). Εδώ, η κομουνιστική ηθική αγγίζει το μεγάλο ζήτημα της ζωής (και του θάνατου) και παίρνει τον χαρακτήρα μιας αστείρευτης αξιοπρέπειας, όταν εμφανίζεται σαν η γενναιόδωρη και δημιουργική διάρθρωση της δύναμης (potenza) των φτωχών και της κοινής επιθυμίας για αγάπη, ισότητα κι αλληλεγγύη.

Έχουμε τώρα φθάσει στο σημείο, όπου αναδύεται και πάλι η ιδέα μιας πράξης της ‘χρηστικής αξίας.’ Αυτή η χρηστική αξία δεν βρίσκεται πλέον έξω αλλά μέσα στην ιστορία, που δημιουργείται από τους αγώνες. Δεν είναι πλέον μια ενθύμηση της φύσης ή η αντανάκλαση μιας προϋποτιθέμενης αρχής, ούτε μια χρονική στιγμή ή ένα συμβάν, που πέφτει στην αντίληψή μας, αλλά μια έκφραση, μια γλώσσα και μια πρακτική.

Τελικά, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μια ταυτότητα, μια αντανάκλαση πάνω στους συγκεκριμένους χαρακτήρες, που υποτίθεται ότι συνιστούν το σημείο της παρεμβολής μέσα στο καθολικό, αλλά είναι μια ανάμειξη, μια κοινή, μια πληθική, μια υβριδική και μπάσταρδη κατασκευή, το ξεπέρασμα όλων όσων αλλιώς ήσαν γνωστά σαν ταυτότητες στους προηγούμενους σκοτεινούς αιώνες. Ο άνθρωπος, που αναδύεται από μια τέτοια ηθική, είναι ένας πολύχρωμος Ορφέας, μια πενία, την οποία η ιστορία μας επιστρέφει σαν πλούτο, παρά σαν αρχή, σαν επιθυμία υπέρβασης, παρά σαν μιζέρια. Αυτή είναι η νέα χρηστική αξία: το κοινό. Η ίδια η ύπαρξή μας σηματοδοτεί μια σειρά από κοινές συνθήκες, τις οποίες διαρκώς θέλουμε να χειραφετήσουμε αποσύροντάς τες από την καπιταλιστική αλλοτρίωση και τον έλεγχο του κράτους. Η χρηστική αξία είναι η μορφή της τεχνικής σύνθεσης της εργασίας, που αποκτήθηκε τελευταία, όπως επίσης κι η κοινή πολιτική διαθετικότητα (dispositif), που βρίσκεται στα θεμέλια των πρακτικών για τη συγκρότηση του κόσμου μέσα στην ιστορία. Η νέα χρηστική-αξία αποτελείται από εκείνες τις διαθετικότητες του κοινού, που ανοίγουν νέους δρόμους για την οργάνωση των αγώνων και των δυνάμεων καταστροφής της καπιταλιστικής εξουσίας κι εκ
ς κι εκ