Στη νέα “τρομοκρατική” φάση του παγκόσμιου συστήματος και εν μέσω μιας τεράστιας έκρηξης της τεχνολογίας και των επιστημονικών ανακαλύψεων, εμφανίζεται ένα νέο κύμα σκοταδισμού, ανορθολογισμού, αγνωστικισμού και παράδοσης σε μεταφυσικές αντιλήψεις και ερμηνίες του κόσμου. Πρόκειται για μια φάση, στην οποία δεν αναβαθμίζεται μόνο η ωμή βία, αλλά και ο ιδεολογικός πόλεμος του “εχθρού”. Κεντρικός είναι ο ρόλος της θρησκείας, που αποτελεί κύρια έκφραση της ταχύτατης εξάπλωσης του εθνικισμού και του ανορθολογισμού, εξάπλωση που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του επιθετικού και αντιδραστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο ιδεολογικό επίπεδο. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης επιδιώκουν συνειδητά να δυναμώσουν το παγκόσμια κυρίαρχο νεοσυντηρητικό ρεύμα, σ’ ένα κλίμα αποδόμησης κάθε είδους κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Αδυνατώντας να ενσωματώσουν την εργατική τάξη και να προσφέρουν κάποιο θετικό κοινωνικό - πολιτικό όραμα προσπαθούν (επιτυχώς ως τώρα, κυρίως στις ΗΠΑ) να τη διασπάσουν και να προσεταιριστούν τα πιο χτυπημένα κομμάτια της με τους εσωτερικούς πολέμους των πολιτισμών (θρησκεία, αμβλώσεις, διδασκαλία του Δαρβίνου, εθνοτικές διαφορές, πατριωτισμός κλπ).
Εστιάζοντας στα ζητήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, η παραπάνω τάση εκφράζεται με την αναβάθμιση της αντιεπιστημονικής δεισιδαιμονίας στη θέση της ως τα χθες τεχνοκρατικής υπεραισιοδοξίας. Η υπόκλιση μπροστά στις δυνάμεις της σημερινής τεχνολογικής και επιστημονικής επανάστασης συνδυάζεται με μια άνοδο των μεταφυσικών ανησυχιών για την αλόγιστη χρήση τους.
Το εν λόγω ζήτημα, θεωρούμε, ότι απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στο πώς θα το προσεγγίσουμε, χωρίς να εγκλωβιστούμε στα δύο άκρα (που επί της ουσίας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος): από τη μια στην αποθέωση της επιστήμης και της τεχνολογίας και από την άλλη στην πλήρη απόρριψή τους, υιοθετώντας εν τέλει μια αντιεπιστημονική και ανορθολογική τάση (που σημειωτέον έχει επηρεάσει τη σύγχρονη αριστερά). Ο κοινός παρονομαστής των δύο αυτών αντιλήψεων, δεν είναι άλλος από την άρνηση του κοινωνικού ανθρώπου ως απόλυτου μέτρου της προόδου.
Μιλώντας ειδικότερα για το χώρο του πανεπιστημίου, οι αντιλήψεις που αναπτύσσονται από τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις για την επιστήμη κυμαίνονται από την αποδοχή του αστικού οικονομισμού - τεχνοκρατισμού ως και την πλήρη απαξίωση της επιστήμης και της γνώσης.
Καταρχήν, είναι απαραίτητες κάποιες διασαφηνίσεις. Η επιστημονική αλήθεια είναι προϊόν κοινωνικό και ως τέτοιο εκφράζει τις δυνατότητες και τις αντιθέσεις της δοσμένης κοινωνίας. Επομένως, το σχηματισμό μιας επιστήμης δε μπορούμε να τον δούμε έξω από την ιστορία: έξω από τους τεχνολογικούς, τους πολιτικούς και τους ιδεολογικούς όρους του. Με τη διαμόρφωσή της, η επιστημονική γνώση αποκτά τους δικούς της νόμους και μια σχετική αυτοτέλεια. Μέσα από το γίγνεσθαί της, ωστόσο, εκφράζονται οι αντιθέσειςτου κοινωνικού είναι. Η ιδεολογία διαποτίζει το σώμα της επιστήμης και η επιστήμη παράγει ιδεολογία. Έτσι, γίνονται δυνατές οι ιδεαλιστικές αποπλανήσεις, όχι μόνο στο χώρο της φιλοσοφίας, αλλά και στο χώρο των ειδικών επιστημών. Όπως δεν υπάρχει απόλυτη πλάνη, έτσι δεν υπάρχει και απόλυτη αλήθεια έξω από ιστορικούς προσδιορισμούς και δεσμεύσεις και έξω από ιδεολογικές καταβολές. Η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης πραγματώνεται μέσα σε καθορισμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν τόσο αυτό το γίγνεσθαι, όσο και την κατανόησή του. Η επιστήμη επαναστατικοποιεί την τεχνολογία, αλλά και οι επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης καθορίζουν την ανάπτυξη της επιστήμης. Η επιστήμη δεν είναι απλά ένας θεσμός δίπλα στην κοινωνία, αλλά μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί μέρος των παραγωγικών της δυνάμεων, αλλά και του οικονομικού της εποικοδομήματος. Δεν είναι, λοιπόν, ουδέτερη ούτε στο οικονομικό - παραγωγικό ούτε και στο ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, ενώ η επιστήμη διατυπώνει αλήθειες, δηλαδή προτάσεις που αντιστοιχούν στις δομές, στις σχέσεις και την κίνηση του πραγματικού, παράλληλα, η ιδεολογία επηρεάζει τις εννοιολογικές βάσεις, την κατανόηση και συχνά τη στρατηγική της έρευνας (ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες που είναι επί τις ουσίας ταξικές).
Το σημαντικό είναι ότι δεν είναι η επιστήμη γενικά που δημιούργησε την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, αλλά είναι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή που καθορίζει τη συγκεκριμένη αστική επιστήμη. Επομένως, υπάρχει αλληλένδετη ιστορική εξέλιξη επιστήμης – τεχνολογιών - τρόπου παραγωγής και ο χαρακτήρας της παρούσας σχέσης τους καθορίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εξηγείται και η σημερινή αντιφατική τους σχέση: αφενός η επιστήμη αποτελεί στοιχείο εξέλιξης της γνώσης μας για τον κόσμο και αφετέρου όργανο ταξικών συμφερόντων. Οι Μαρξ και Ένγκελς, αντίθετα με τις κατηγορίες εναντίον τους για επιστημονισμό και σε διαπάλη με την τεχνοκρατική ιδεολογία της εποχής τους, δεν είδαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού αφηρημένα ως “πρόοδο”, αλλά άσκησαν σκληρή κριτική σ’ αυτή. Αντίστοιχα, στο σήμερα, η κριτική μας στάση πρέπει να εκκινεί από το ότι η επιστήμη καταρχήν εξυπηρετεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά και αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία.
Ο ρόλος αυτός της επιστήμης, προφανώς έχει συγκεκριμένες συνέπειες στο περιεχόμενο, αλλά και στην κατεύθυνση της επιστήμης και της έρευνας (στοιχεία που διαφαίνονται και στην ανάλυση που προηγήθηκε για τη γνώση και την έρευνα στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο). Την ίδια στιγμή όμως, και παράλληλα μ’ αυτήν την κριτική, η επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να αντιμετωπίσει με αμέλεια τη θεωρία και την επιστήμη, διότι μια τέτοια στάση οδηγεί τελικά στη μαζική επίδραση και κυριάρχηση τεχνοφοβικών και αγνωστικιστικών αντιλήψεων.
Έτσι, απαιτείται μια συνολική και διττή αντιμετώπιση του ζητήματος. Αφενός πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι στο ότι ο αστικός οικονομισμός - τεχνοκρατισμός εκφράζει την υστερική επιδίωξη ενός γερασμένου συστήματος να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα για την άνοδο της κερδοφορίας του με τη βοήθεια των νεότατων τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο ιδεολογικός καθορισμός και η αντιδραστική έως καταστροφική κοινωνική αξιοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο και να σχετικοποιούνται τα όρια της άρνησης, η γνωστική της αξία και οι απελευθερωτικές κοινωνικές δυνατότητες που δημιουργεί για τον κόσμο της εργασίας. Άλλωστε, η επιστήμη δεν είναι κάποια αμετακίνητη γνώση, αλλά ένα γίγνεσθαι με τις αντιφάσεις του. Ειδικά το νέο δεν προκύπτει από το τίποτα, αλλά από το ήδη υπάρχον, σαν η άρνηση και η διαλεκτική κατάφασή του. Η γνώση προχωρεί ανοδικά και κάθε νέα περιοχή της γνώσης στηρίζεται στις προηγούμενες, που είναι αναγκαίες για την κατανόησή της.
Η προσπάθεια απάντησης στο αστικό - τεχνοκρατικό ρεύμα, που υποστηρίζει ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας μπορεί να ξεπεράσει οριστικά τα κρισιακά φαινόμενα του καπιταλισμού, δεν πρέπει να μας σπρώχνει στο ρεύμα της μικροαστικής τεχνοφοβίας και της αμυντικής οικολογικής ευαισθησίας, που αντιμετωπίζει εχθρικά και αντιδιαλεκτικά την επιστήμη και την τεχνολογία. Η απάντηση δεν είναι η υποτίμηση των αντιφατικών κατακτήσεων της ανθρώπινης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και της ταξικής πάλης που τις διαμορφώνει. Μια τέτοια υποτίμηση οδηγεί στην άρνηση του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων και της σύγκρουσής τους με τις παραγωγικές σχέσεις.
Κατ’ επέκταση, η κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις δομές οτυ πανεπιστημίου ή τα κυβερνητικά μέτρα, αλλά να επεκτείνεται και στο περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης και έρευνας. Απαιτείται γι’ αυτό να επιδιώκει τη συνολική κριτική στο πρόγραμμα σπουδών και στην κατεύθυνση της έρευνας στα πανεπιστήμια, από τη σκοπιά της ιδιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας απ’ την εργατική τάξη και τη νεολαία, από τη σκοπιά της αλλαγής της κατεύθυνσής τους. Να θέσουμε την ανάγκη άλλου περιεχομένου: σύγχρονου, μεθοδικά ανεπτυγμένου, θεμελιωμένου ιστορικά για τις φυσικές επιστήμες στη θέση της στενής ειδίκευσης και του τεχνοκρατισμού. Παράλληλα, ριζική αλλαγή του περιεχομένου και εισαγωγή του επιστημονικού λόγου στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία, αντί της θετικιστικής μεθοδολογίας και του εμπειρισμού με ταυτόχρονη απαλοιφή των αντιδραστικών και ιδεαλιστικών φλυαριών. Εν τέλει, σε συνδυασμό και αλληλοδιαπλοκή με τα παραπάνω, η μόνη εργατική - αντικαπιταλιστική απάντηση στη σημερινή κατάσταση είναι ο έλεγχος και η ιδιοποίηση της γνώσης και της έρευνας από την εργατική τάξη, μέσω της απαλλοτρίωσης της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, αλλά και η επαναστατική σύνδεση εκπαίδευσης - παραγωγής, η έρευνα για τον επιστημονικό σχεδιασμό και την εκπλήρωση των εργατικών και κοινωνικών αναγκών και όχι η υποταγή της στην ανάγκη κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Πρέπει επιπλέον, να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας στον τομέα του πολιτισμού και της θεωρίας. Η επαναστατική αντικαπιταλιστική αριστερά σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, καθώς και τα επιμέρους της μέτωπα (πχ ΕΑΑΚ), πρέπει να πρωτοστατεί στη διάδοση του εργατικού πολιτισμού και στη δημιουργία ενός μαζικού, υλιστικού ρεύματος που θα αντιπαλεύει την αστική ιδεολογία και τον ανταγωνιστικό, ατομικιστικό τρόπο ζωής, προβάλλοντας ως τρόπο ζωής τον πολιτισμό του αγώνα, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.
Εν κατακλείδι, όπως γράφει ο Ευτύχης Μπιτσάκης, «ο Μαρξισμός δεν είναι οικονομισμός, δεν αποβλέπει απλά στην αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων και σε μια δίκαιη διανομή των μισθών. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση με κομμουνιστική κατεύθυνση, η Εργατική Δημοκρατία και τελικά ο κομμουνισμός, η συνεχής επανάσταση αποβλέπουν στο συνολικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, καθώς και των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Κινούνται εναντίον του προηγούμενου τρόπου παραγωγικής δραστηριότητας, καταργούν τη μισθωτή εργασία, καταλύουν τη δεσποτεία όλων των τάξεων (και πάνω στη φύση), καταργώντας τις ίδιες τις τάξεις και κάθε μορφή κράτους. Ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα μα καθοδήγηση για δράση, έλεγε εύστοχα ο Λένιν. Ο μαρξισμός απαιτεί από εμάς την επιστημονική θεμελίωση της πολιτικής στο σήμερα, σε μια εποχή όπου ο ανορθολογισμός, ο αγνωστικισμός και ο τεχνοκρατισμός κερδίζουν έδαφος.