Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

2/14/2009

«Κριτική του προγράμματος της Γκότα»

Ευθύμης Κουππής
(Όμιλος Θεσσαλονίκης)

Το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στην Γερμανία ψηφίστηκε το 1875 στο συνέδριο της Γκότα, όταν ενώθηκαν τα δύο χωριστά, ως τότε, σοσιαλιστικά κόμματα: οι αιζεναχικοί (που καθοδηγούνταν από τους Μπέμπελ και Λίμπνεχτ και που βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική επιρροή των Μαρξ και Ένγκελς) και οι λασσαλικοί1. Το πρόγραμμα έπασχε από εκλεκτικισμό και ήταν οπωσδήποτε οπορτουνιστικό, γιατί οι αιζεναχικοί, πάνω στα σπουδαιότερα ζητήματα, υποχώρησαν στους λασσαλικούς και δέχτηκαν τις λασσαλικές διατυπώσεις. Ο Μαρξ, στην εργασία του Κριτική του προγράμματος της Γκότα και ο Ένγκελς, με το γράμμα του προς τον Μπέμπελ της 18-28 του Μάρτη 1875, έκαναν συντριπτική κριτική στο σχέδιο προγράμματος της Γκότα, θεωρώντας το σημαντικό βήμα προς τα πίσω σε σύγκριση με το αιζεναχικό πρόγραμμα του 1869.

Στο πρώτο μέρος, ο Μαρξ κριτικάρει όλες τις παράδοξες και λαθεμένες λασσαλικές απόψεις σχετικά με την εργασία. Η φύση είναι πηγή των αξιών χρήσης και, κατ’ επέκταση, του εμπράγματου πλούτου, όπως είναι και η εργασία, μόνο εφόσον γίνεται με τα αντίστοιχα μέσα και αντικείμενα. Η εργασία από μόνη της είναι μόνο η έκφραση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και δεν πρέπει να αποδίδεται σ’ αυτήν καμιά υπερφυσική δημιουργική δύναμη. Και εφόσον η εργασία καθορίζεται από τη φύση, ο άνθρωπος που δεν κατέχει καμία ιδιοκτησία πέραν της εργατικής του δύναμης είναι υποχρεωτικά δούλος των ιδιοκτητών των αντικειμενικών όρων της εργασίας (οι οποίοι είναι, τόσο οι κεφαλαιοκράτες, όσο και οι γαιοκτήμονες). Όσον αφορά την «ωφέλιμη» εργασία, αυτή είναι απλά και μόνο η εργασία που παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όμως, η εργασία μόνο μέσα στην κοινωνία και μέσω αυτής(δηλαδή ως κοινωνική εργασία) μπορεί να γίνει πηγή πλούτου και πολιτισμού, γιατί η ξεχωριστή εργασία (της οποίας οι εμπράγματοι όροι υπάρχουν) μπορεί να δημιουργήσει αξίες χρήσεις αλλά όχι πλούτο και πολιτισμό. Βέβαια, όσο αναπτύσσεται κοινωνικά η εργασία, αναπτύσσονται και οι αντιθέσεις μεταξύ εργατών και ιδιοκτητών.

Απέναντι στη λασσαλική έκφραση «ακέραιο έσοδο της εργασίας», ο Μαρξ αποδεικνύει ότι τελικά υπάρχει η οικονομική ανάγκη αφαιρέσεων από αυτό, των οποίων το μέγεθος καθορίζεται από τα υπάρχοντα μέσα και δυνάμεις, αλλά δεν μπορούν να υπολογιστούν με βάση τη δικαιοσύνη. Βλέποντας στο πρόγραμμα την κομμουνιστική κοινωνία να προβάλει από την κεφαλαιοκρατική με όλα τα σημάδια της τελευταίας κι όχι όπως έχει εξελιχθεί στη δικιά της βάση, αποδεικνύει γιατί το «ίσο δίκαιο» εξακολουθεί να είναι άνισο για κάθε άνιση εργασία. Το δίκαιο από τη φύση του μπορεί να υπάρχει μόνο στην εφαρμογή ίσου μέτρου. Καταλήγοντας, ο Μαρξ διακρίνει την ανώτερη και κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Διακρίνει στην κατώτερη όλα τα αντιθετικά της στοιχεία που προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτή είναι μόλις στα σπάργανα, έτσι όπως έχει προκύψει από την κεφαλαιοκρατία με όλα τα αντιφατικά της στοιχεία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μη κατάργηση του νόμου της αξίας και την ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων (σε αντίθεση με τον Ένγκελς που δεν το βλέπει τόσο συγκεκριμένα). Επίσης, στην ύπαρξη του ίσου δικαίου ως αστικού γιατί είναι αδιαμφισβήτητα σίγουρο ότι το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την ανάπτυξη της κοινωνίας σε μια καθορισμένη στιγμή. Έπειτα, για την ανώτερη φάση, κατηγορηματικά λέει ότι στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας με την εξαφάνιση της υποταγής των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, με την ανύψωση της εργασίας και την πολύπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τότε μόνο μπορεί να καταργηθεί τελείως το στενό αστικό δίκαιο που αντιμετωπίζει τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του και καθένας θα αφορίζεται με βάση τις ανάγκες του.

Αντίθετα με τη λασσαλική άποψη, ότι όλες οι υπόλοιπες τάξεις αποτελούν μόνο μια αντιδραστική μάζα, αντιπαρατίθεται η άποψη ότι οι μεσαίες τάξεις από τη μια καταπολεμούν την αστική τάξη για να διατηρήσουν την ύπαρξή τους ως μεσαίες και να σωθούν από τον αφανισμό και απ αυτήν την άποψη είναι συντηρητικές και αντιδραστικές. Επαναστατικοποιούνται, όμως, με το επικείμενο πέρασμά τους στο προλεταριάτο, που σημαίνει ότι εγκαταλείπουν τη δικιά τους άποψη για να πάνε με το προλεταριάτο, το οποίο είναι επαναστατικό απέναντι στην αστική τάξη. Αυτής της επαναστατικής τάξης ο αγώνας δεν είναι εθνικός στο περιεχόμενο αλλά στη μορφή. Δηλαδή, οι εργατικές τάξεις συναδελφώνονται διεθνιστικά στον κοινό αγώνα ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις και τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Απέναντι σε αυτό, το πρόγραμμα μιλάει με περίσσια οπορτουνιστικότητα για τη «διεθνή συναδέλφωση των λαών» κλπ.

Τι να πει κανείς για το «σιδερένιο νόμο του μισθού», που θα έρθει να καταργήσει το μισθωτό σύστημα. Ένας περίφημος λασσαλομαλθουσιανός2 νόμος, που λέει πως ο εργάτης πρέπει να παίρνει κατά μέσο όρο μόνο το κατώτερο όριο του μεροκάματου και θέλει, μάταια βέβαια, να πείσει ότι αιτία της φτώχειας δεν είναι οι ανειρήνευτες αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό. Και βέβαια, όλα αυτά χωρίς καμία νύξη για ταξικές διαφορές και ταξικούς αγώνες, αλλά ως δια μαγείας αυτός ο νόμος (σε συνδυασμό, βέβαια, με το «ελεύθερο κράτος», με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα) θα εξαλείψει κάθε κοινωνική και πολιτική ανισότητα.

Συνεχίζοντας πάντα οπορτουνιστικά, στο πρόγραμμα αναφέρεται με περίσσεια χάρη ότι το ίδιο το κράτος θα πρέπει να «βοηθάει» τους εργάτες να δημιουργήσουν παραγωγικούς συνεταιρισμούς (γιούνκερ) και έρχεται σαν αποκορύφωμα η «απαίτηση για δημοκρατικό έλεγχο από τον εργαζόμενο λαό» πάνω στην κρατική βοήθεια και την προσδοκία ότι από τους συνεταιρισμούς αυτούς θα ξεπηδήσει η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας. Όλα αυτά, ξεχνώντας ότι το κράτος είναι το όργανο της εκμεταλλεύτριας τάξης και επίσης ότι η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας ξεπηδά από την επαναστατική πορεία μετατροπής της κοινωνίας. Ουσιαστικός λόγος για τα συνδικάτα δε γίνεται, τα οποία, σύμφωνα με τον Μαρξ, καμία σχέση δεν έχουν με την ίδρυση «συνεταιριστικών οργανώσεων με κρατική βοήθεια» και έχουν νόημα μόνο εφόσον είναι ανεξάρτητα δημιουργήματα των εργατών.

Πρέπει εδώ να αναφερθεί κανείς στο «ελεύθερο κράτος». Γενικά, στο πρόγραμμα, το κράτος φαίνεται σαν κάτι πάνω από την κοινωνία, ενώ «ελεύθερο» σημαίνει απόλυτα υποταγμένο στην κοινωνία. Δηλαδή, το κράτος εξετάζεται σαν ανεξάρτητη οντότητα που έχει τις δικές της «ελεύθερες» βάσεις αντί η υπάρχουσα κοινωνία να είναι η βάση του υπάρχοντος κράτους. Εδώ αξίζει να πούμε ότι η δεδομένη κοινωνία είναι πάνω-κάτω σήμερα λίγο ή πολύ κεφαλαιοκρατική. Το κράτος αλλάζει από χώρα σε χώρα αλλά ωστόσο προκύπτει από την ίδια βάση ,η οποία είναι λιγότερο ή περισσότερο κεφαλαιοκρατικά ανεπτυγμένη. Ο Μαρξ μιλάει για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και θέτει το ζήτημα ως εξής: το πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία, που εξελίσσεται προς τον κομμουνισμό, προς την κομμουνιστική κοινωνία είναι ακατόρθωτο χωρίς μια πολιτική μεταβατική περίοδο και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική ‘δικτατορία του προλεταριάτου’3. Ποια είναι όμως η σχέση αυτής της δικτατορίας με την δημοκρατία? Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά στοιχεία από την μαρξιστικολενινιστικη θεωρία για το κράτος. Σε γενικές γραμμές, το αστικό κράτος δεν απονεκρώνεται αλλά καταργείται από το προλεταριάτο στην επανάσταση. Ύστερα από το πάρσιμο των μέσων παραγωγής στην κατοχή του κράτους εξ’ ονόματος όλης της κοινωνίας προκύπτει η πολιτική μορφή του κράτους που είναι η πιο ολοκληρωμένη δημοκρατία. Συνεπώς μιλάμε για απονέκρωση της δημοκρατίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η δημοκρατία είναι και επίσης κράτος και θα εξαφανιστεί όταν θα εξαφανιστεί το κράτος. Όσον αφορά το σύνθημα ‘ελεύθερο λαϊκό κράτος’ καταλαβαίνουμε ότι δεν περιέχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο εκτός από μια μικροαστική στομφώδη περιγραφή της έννοιας της δημοκρατίας. Το σύνθημα αυτό είναι οπορτουνιστικό όχι μόνο γιατί εκφράζει τον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας αλλά και τη μη κατανόηση της σοσιαλιστικής κριτικής κάθε κράτους γενικά.

Επομένως δικτατορία του προλεταριάτου είναι ‘πολιτική μεταβατική περίοδος’. Είναι ξεκάθαρο ότι και το κράτος αυτής της περιόδου είναι μετάβαση από το κράτος στο μη κράτος, δηλαδή δεν είναι πια κράτος με την καθ’ εαυτού έννοια του.

Βέβαια μπαίνει τέλος και το ερώτημα με τι πρέπει να αντικατασταθεί η κρατική μηχανή που έχει συντριβεί. Δηλαδή σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η καθορισμένη μορφή της προλεταριακής, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.


Σημειώσεις

1.Λασσάλ: γερμανός αστός σοσιαλιστής, γενάρχης του λασσαλισμού, μια από τις παραλλαγές του οπορτουνισμού στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Ο Λασσάλ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Πανγερμανικής εργατικής ένωσης(1863). Η δημιουργία της Ένωσης είχε σημασία για το κίνημα, ο Λασσάλ όμως όταν εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης, την οδήγησε σε οπορτουνιστικό δρόμο. Οι Λασσαλιστές με την νόμιμη διαφώτιση για το νομικό εκλογικό δικαίωμα, με τη δημιουργία παραγωγικών ενώσεων που θα χρηματοδοτούνταν από το κράτος των γιούνκερ, υπολόγιζαν να πετύχουν την δημιουργία ενός ‘ελευθέρου λαϊκού κράτους’. Ο Λασσάλ υποστήριζε την πολιτική της συνένωσης της Γερμανίας ‘από τα πάνω’ με την ηγεμονία της αντιδραστικής Πρωσίας. Η οπορτουνιστική λογική των λασσαλιστών αποτελούσε εμπόδιο στη δράση της Ι Διεθνούς και στη δημιουργία ενός εργατικού κόμματος στην Γερμανία, εμπόδιζε την καλλιέργεια ταξικής συνείδησης στους εργάτες.
2.Μαλθουσιανισμός: Αστική θεωρία την οποία διατύπωσε ο άγγλος ιερωμένος Μάλθους. Ισχυριζόταν ότι η αύξηση του πληθυσμού ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση των μέσων συντήρησης των ανθρώπων. Με γνώμονα αυτό τον αναληθή ισχυρισμό, προσπάθησε να αποδείξει ότι αιτία της φτώχειας είναι οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που αναπτύσσονται τόσο γρήγορα. Ο Μάλθους πρότεινε στους εργαζόμενους σαν μέσο βελτίωσης της θέσης τους , την αγαμία είτε τον περιορισμό των γεννήσεων με οποιοδήποτε τρόπο. Οι σύγχρονοι αμερικάνοι και άγγλοι κοινωνιολόγοι προβάλουν ξανά τη θεωρία του και μάλιστα με πιο αντιδραστική μορφή. Δικαιολογούν την αποικιοκρατική πολιτική των ιμπεριαλιστών, διακηρύσσουν ότι ο πόλεμος είναι το καλύτερο μέσο βελτίωσης των όρων ζωής των ανθρώπων, αφού ο πόλεμος εξοντώνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό.
3.Μπορούμε να βρούμε και να βεβαιωθούμε εάν ο Μαρξ και ο Ένγκελς χρησιμοποιούσαν το όρο ‘δικτατορία του προλεταριάτου’ πριν το 1871;

http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/26

Δεν υπάρχουν σχόλια: