Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

2/22/2009

Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ


Στο κείμενό του ο Πάνεκουκ ασκεί κριτική στις μηχανιστικές θεωρίες που προέβλεπαν μια "τελική κρίση" του καπιταλιστικού συστήματος. Ο Πάνεκουκ υποστηρίζει ότι η αυτοχειραφέτηση του προλεταριάτου είναι η πραγματική κατάρρευση του καπιταλισμού.

coghnorti.wordpress.com


ΑΝΤΟΝ ΠΑΝΕΚΟΥΚ

To κείμενο σε μορφή PDF

τίτλος πρωτότυπου: Die Zusammenbruchstheorie des Kapitalismus[1]

(πρώτη δημοσίευση: Rätekommunist, Nr.1, Ιούνιος 1934)


Τα πρώτα χρόνια μετά τη ρωσική επανάσταση ήταν πολύ διαδεδομένη η άποψη πως ο καπιταλισμός βρίσκεται στην τελευταία, την τελική του κρίση. Με την υποχώρηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη, η 3η Διεθνής εγκατέλειψε αυτήν τη θεωρία. Η αντιπολίτευση του KAPD συνέχισε να την υποστηρίζει, μετατρέποντας μάλιστα την υποστήριξή της σε ειδοποιό διαφορά της επαναστατικής από τη ρεφορμιστική οπτική. Το ζήτημα της αναγκαιότητας της καπιταλιστικής κατάρρευσης, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να την κατανοήσουμε, είναι για την εργατική τάξη, τόσο ως προς την τακτική όσο και ως προς τις θέσεις της, το πιο σημαντικό από όλα τα ερωτήματα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ήδη από το 1912 ασχοληθεί με το ζήτημα στο βιβλίο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου, καταλήγοντας μάλιστα στο συμπέρασμα ότι σε ένα καθαρό, κλειστό καπιταλιστικό σύστημα η υπεραξία που απαιτείται για τη συσσώρευση δε γίνεται να πραγματωθεί, και επομένως ο καπιταλισμός πρέπει κατ' ανάγκη να επεκτείνεται διαρκώς σε μη-καπιταλιστικές περιοχές μέσω του εμπορίου. Που σημαίνει: όταν αυτή η επέκταση δε θα είναι πια εφικτή, ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει: δε θα μπορεί να λειτουργήσει ως οικονομικό σύστημα. Αυτή η θεωρία, που με την εμφάνισή της κριτικαρίστηκε από διάφορες πλευρές, υποστηρίχθηκε συχνά από το KAPD. Μια ολότελα διαφορετική θεωρία αναπτύχθηκε από τον Χένρικ Γκρόσμαν στο έργο του Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος (1929). Το συμπέρασμα της ανάλυσης του Γκρόσμαν είναι ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει λόγω της καθαρά οικονομικής του διάστασης, εννοώντας με αυτό ότι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρέμβαση, τις επαναστάσεις, η ίδια η ύπαρξή του ως οικονομικού συστήματος θα καταστεί αδύνατη. Η βαθιά και μακροχρόνια κρίση που ξεκίνησε από το 1930, έκανε δίχως αμφιβολία δεκτικότερα τα πνεύματα σε μια τέτοια θεωρία της τελικής κρίσης. Στο πρόσφατα δημοσιευμένο Μανιφέστο της Ένωσης Εργατών Αμερικής [United Workers of America] η θεωρία του Γκρόσμαν χρησιμοποιείται ως θεωρητική βάση για ένα νέο προσανατολισμό του εργατικού κινήματος. Οπότε είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στην κριτική της εξέταση. Πρώτα όμως πρέπει να αναφερθούμε στο τρόπο που έθεσε το ζήτημα ο ίδιος ο Μαρξ, καθώς και στην συζήτηση που αναπτύχθηκε με βάση την προβληματική του.

Μαρξ και Ρόζα Λούξεμπουργκ

Στον 2ο τόμου του Κεφαλαίου, αναπτύσσονται οι γενικές συνθήκες της συνολικής διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Στην αφηρημένη περίπτωση του καθαρού καπιταλιστικού συστήματος, όλη η παραγωγή συμβαίνει για την αγορά: κάθε προϊόν αγοράζεται και πωλείται ως εμπόρευμα. Η αξία των μέσων παραγωγής μεταβιβάζεται στο προϊόν, ενώ νέα αξία προστίθεται σε αυτό μέσω της εργασίας. Αυτή η νέα αξία χωρίζεται σε δυο μέρη: στην αξία της εργατικής δύναμης, η οποία πληρώνεται στον εργάτη με τη μορφή του μισθού, και χρησιμοποιείται έπειτα για την αγορά μέσων διαβίωσης, και στο υπόλοιπο, την υπεραξία, που καταλήγει στον καπιταλιστή. Αν αυτή η υπεραξία καταναλωθεί σε μέσα διαβίωσης και απόλαυσης, τότε αυτό που έχει συμβεί είναι η διαδικασία της απλής αναπαραγωγής. Αν ένα μέρος της υπεραξίας συσσωρευθεί με τη μορφή νέου κεφαλαίου, τότε έχει λάβει χώρα η διαδικασία της αναπαραγωγής σε μια διευρυμένη κλίμακα. Καθώς καπιταλιστές και εργάτες βρίσκουν οι μεν τα μέσα παραγωγής, οι δε τα μέσα διαβίωσης που χρειάζονται στην αγορά, είναι αναγκαία μια ορισμένη αναλογία ανάμεσα στους τομείς της παραγωγής. Ένας μαθηματικός θα μπορούσε εύκολα να εκφράσει τα παραπάνω χρησιμοποιώντας αλγεβρικές εξισώσεις: ο Μαρξ για να εκφράσει αυτές τις σχέσεις χρησιμοποίησε αριθμητικά παραδείγματα, δηλ. υποθετικές περιπτώσεις με κατάλληλα επιλεγμένα αριθμητικά ποσά. Κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα σε δυο σφαίρες ή κύριους τομείς παραγωγής: τον τομέα των παραγωγικών μέσων (Ι) και των μέσων κατανάλωσης (Ι). Σε κάθε τομέα μια ορισμένη αξία των χρησιμοποιημένων μέσων παραγωγής μεταφέρεται αυτούσια στο προϊόν (σταθερό κεφάλαιο c). Από την αξία που προστίθεται, ένα μέρος καταβάλλεται για την εργατική δύναμη (μεταβλητό κεφάλαιο v), το δε υπόλοιπο αποτελεί την υπεραξία (m)[2]. Αν κάνουμε την υπόθεση ότι ο λόγος σταθερού-μεταβλητού κεφαλαίου είναι 4 : 1 (με την ανάπτυξη της τεχνικής αυτός ο λόγος μεγαλώνει), και ότι η υπεραξία είναι ίση με το μεταβλητό κεφάλαιο (αυτή η σχέση καθορίζεται από το ποσοστό εκμετάλλευσης), τότε για την περίπτωση της απλής αναπαραγωγής, ο παρακάτω αριθμητικός πίνακας εκπληρώνει αυτές τις συνθήκες:
Τομέας Ι
c v m Προϊόν
4000 1000 1000 6000
Τομέας ΙΙ
c v m Προϊόν
2000 500 500 3000
Κάθε γραμμή εκπληρώνει τις συνθήκες που θέσαμε. Επειδή το άθροισμα v και m, το οποίο πηγαίνει στα μέσα κατανάλωσης, ισούται με το ήμισυ του c (αξία μέσων παραγωγής), πρέπει στον τομέα ΙΙ να παράγεται μισή ποσότητα αξίας από τον τομέα Ι. Έτσι καταλήγουμε στη σωστή αναλογία: τα μέσα παραγωγής αξίας 6000 αρκούν για να καλύψουν τα 4000c του τομέα Ι και τα 2000c του τομέα ΙΙ της επόμενης φάσης. Και τα 3000 του τομέα ΙΙ επαρκούν ακριβώς για να καλύψουν τα 1000 συν 500 των εργατών, και τα 1000 συν 500 των καπιταλιστών. Για να περιγράψουμε με παρόμοιο τρόπο την περίπτωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, θα πρέπει να ορίσουμε το μέρος της υπεραξίας που χρησιμοποιείται για τη συσσώρευση. Αυτό το μέρος τον επόμενο χρόνο (χάριν απλότητας υποθέτουμε παραγωγική περίοδο διάρκειας ενός έτους) θα μεταφερθεί στο κεφάλαιο, οπότε σε κάθε τομέα παραγωγής θα χρησιμοποιηθεί μια μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου. Θα υποθέσουμε ότι στο παράδειγμά μας η μισή υπεραξία συσσωρεύεται (και άρα επενδύεται σε νέο c και v), ενώ η υπόλοιπη μισή καταναλώνεται (κατανάλωση k). Ο υπολογισμός της σχέσης ανάμεσα στους τομείς Ι και ΙΙ γίνεται κάπως πολυπλοκότερος, αλλά παραμένει εφικτός. Προκύπτει ότι στο παράδειγμα η αναλογία τομέα Ι και ΙΙ γίνεται 11 : 4, όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα:
Τομέας Ι
c v m Προϊόν
4400 1100 1100[3] 6600

= 550k + 550 συσσ. = 440c +110v
Τομέας ΙΙ
c v m Προϊόν
1600 400 400 2400

= 200k + 200 συσσ. = 160c +40v
Οι καπιταλιστές χρειάζονται 4400 συν 1600 για ανανέωση του υπάρχοντος σταθερού κεφαλαίου, και 440 συν 160 για επέκταση των μέσων παραγωγής, και πράγματι βρίσκουν παραγωγικά μέσα αξίας 6600 στην αγορά. Οι καπιταλιστές χρειάζονται ακόμη 500 συν 200 για την κατανάλωσή τους, οι παλιοί εργάτες 1100 συν 400 και οι καινούργιοι 110 συν 40 για μέσα διαβίωσης. Το σύνολο ισούται με τα μέσα διαβίωσης που έχουν παραχθεί συνολικά (2400). Το επόμενο έτος όλα αυξάνονται κατά 10%:
Τομέας Ι
c v m Προϊόν
4840 1210 1210 7260

= 605 k + 484 c + 121v[4]
Τομέας ΙΙ
c v m Προϊόν
1760 440 440 2640

= 220k + 176c +44v
H παραγωγή μπορεί έτσι να συνεχίσει να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο στις ίδιες αναλογίες. Φυσικά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετικά απλοποιημένη περίπτωση. Θα μπορούσαμε να την κάνουμε πολυπλοκότερη, και άρα να τη φέρουμε πιο κοντά στην πραγματικότητα, αν υποθέταμε μια διαφορετική οργανική σύνθεση (λόγος c προς v), ένα διαφορετικό ποσοστό συσσώρευσης, ή μια σταδιακή αύξηση του λόγου c προς v όπου και η αναλογία του τομέα Ι προς τον τομέα ΙΙ θα άλλαζε χρόνο το χρόνο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο υπολογισμός γίνεται πιο πολύπλοκος, όμως παραμένει πάντοτε εφικτός, καθώς πάντοτε μια άγνωστη ποσότητα, ο λόγος του τομέα Ι προς τον τομέα ΙΙ, υπολογίζεται με βάση τη συνθήκη ότι ζήτηση και προσφορά συμπίπτουν. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Στην πραγματικότητα δε συμβαίνει ποτέ μια πλήρης εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης στη διάρκεια μιας περιόδου· τα εμπορεύματα πωλούνται έναντι χρήματος, το οποίο μόνον ύστερα καταναλώνεται σε αγορές, ενώ η αποταμίευση λειτουργεί ως εφεδρεία. Άλλοτε πάλι τα εμπορεύματα μένουν απούλητα· και υπάρχει και το εμπόριο σε μη-καπιταλιστικές περιοχές. Όμως το ουσιώδες μπορεί να φανεί από αυτό το σχήμα αναπαραγωγής: για να μπορεί η παραγωγή να διευρύνεται και να αναπτύσσεται με μια σταθερότητα, απαιτούνται καθορισμένες σχέσεις ανάμεσα στους τομείς παραγωγής, σχέσεις που στην πράξη εκπληρώνονται μόνο κατά προσέγγιση· και αυτές οι σχέσεις εξαρτώνται από τα παρακάτω δεδομένα: οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ποσοστό εκμετάλλευσης, μέρος της υπεραξίας που έχει συσσωρευθεί. Ο Μαρξ δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί λεπτομερώς αυτά τα παραδείγματα (δες την εισαγωγή του Ένγκελς στο 2ο τόμο του Κεφαλαίου). Αυτή ήταν ακριβώς η αιτία που η Ρόζα Λούξεμπουργκ πίστεψε ότι είχε βρει ένα κενό, ένα πρόβλημα που ο Μαρξ δεν είχε εξετάσει και άρα είχε αφήσει άλυτο. Για τη λύση αυτού του προβλήματος η Λούξεμπουργκ συνέγραψε το έργο της Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1919). Το άλυτο πρόβλημα ήταν ποιος πρέπει να αγοράσει τα εμπορεύματα, στα οποία εμπεριέχεται η υπεραξία. Αν οι τομείς Ι και ΙΙ πωλούν ο ένας στον άλλο όλο και περισσότερα μέσα παραγωγής και μέσα διαβίωσης αντίστοιχα, τότε η όλη διαδικασία είναι μια μάταιη κυκλική κίνηση, ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν προκύπτει τίποτα. Η λύση συνίσταται στο ότι υπάρχουν πάντα αγοραστές εκτός του καπιταλισμού, ξένες υπερπόντιες αγορές, των οποίων η κατάκτηση γίνεται ζήτημα ζωτικής σημασίας για τον καπιταλισμό. Εδώ βρίσκεται η οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η Λούξεμπουργκ έκανε λάθος. Από το παράδειγμα προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι όλα τα προϊόντα μπορούν να πωληθούν εντός του καπιταλισμού· όχι μόνο το μεταβιβαζόμενο μέρος της υπεραξίας των 4400 συν 1600, αλλά και το μέρος των 440 συν 160, στα οποία εμπεριέχεται η συσσωρευμένη υπεραξία, αγοράζονται ως υλικά μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές, οι οποίοι τον επόμενο χρόνο ξεκινούν με μέσα παραγωγής αξίας 6600 μονάδων. Ομοίως και το μέρος των 110 συν 40 θα αγοραστεί πραγματικά από τους πρόσθετους εργάτες. Δεν πρόκειται για μια ατελέσφορη διαδικασία: το να παράγεις, να πουλάς και να αγοράζεις, να καταναλώνεις, να συσσωρεύεις και έπειτα να παράγεις κι άλλο, αυτό δεν είναι όλο το περιεχόμενο του καπιταλισμού, επομένως και της ίδιας της ζωής των ανθρώπων σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής; Δε υπάρχει εδώ κανένα άλυτο πρόβλημα, ούτε κάτι που να παράβλεψε ο Μαρξ.

Ρόζα Λούξεμπουργκ και Όττο Μπάουερ

Μόλις εμφανίζεται το βιβλίο της Λούξεμπουργκ εμφανίζονται και οι κριτικές, από διάφορες πλευρές. Έτσι, και ο Όττο Μπάουερ έγραψε μια κριτική σε ένα άρθρο του στο Neuen Zeit (7-14 Μαρτίου 1913). Φυσικά έδειξε, όπως και κάθε άλλη κριτική, ότι παραγωγή και πωλήσεις βρίσκονται σε αντιστοιχία. Όμως η κριτική του Μπάουερ είχε το χαρακτηριστικό ότι συνέδεε τη συσσώρευση με την πληθυσμιακή αύξηση. Ο Μπάουερ εξετάζει πρώτα μια υποθετική σοσιαλιστική κοινωνία, όπου ο πληθυσμός αυξάνεται 5% ετησίως: και η παραγωγή των μέσων διαβίωσης θα αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό, ενώ τα μέσα παραγωγής θα αυξάνονται ταχύτερα λόγω της τεχνικής προόδου. Παρόμοια θα πρέπει και στον καπιταλισμό να λαμβάνει χώρα αυτή η επέκταση, όμως όχι μέσω της σχεδιασμένης διαχείρισης, αλλά μέσω της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Έτσι επιλέγεται ως αριθμητικό παράδειγμα ένα σχήμα που ικανοποιεί αυτές τις συνθήκες με τον απλούστερο τρόπο: ετήσια αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου γύρω στο 5%, του σταθερού κεφαλαίου γύρω στο 10%, και ποσοστό εκμετάλλευσης 100% (m = v).Από αυτές τις προϋποθέσεις καθορίζεται αμέσως τι μέρος της υπεραξίας θα συσσωρεύεται, για να αντιστοιχεί με την αύξηση του κεφαλαίου που υποθέσαμε, και τι μέρος θα καταναλώνεται (k). Δεν χρειάζεται κανένας ιδιαίτερα δύσκολος υπολογισμός για να δημιουργηθεί ένα σχήμα όπου εκτίθεται από έτος σε έτος η σωστή αύξηση.
Έτος c v m k
1ο 200.000 100.000 100.000

+ 20.000 + 5.000
75.000
2ο 220.000 105.000 105.000

+ 22.000 + 5.250
77.750
3ο 242.000 110.250 110.250

+ 24.200 + 5.512
80.538
O Μπάουερ συνεχίζει αυτή τη διαδικασία για 4 έτη, και υπολογίζει τις ποσότητες για τους δυο τομείς της παραγωγής ξεχωριστά. Αυτό ήταν αρκετό για να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα όπως το εννοούσε η Λούξεμπουργκ. Όμως ο χαρακτήρας αυτής της κριτικής πρέπει να υποστεί επίσης κριτική. Η βασική του ιδέα προκύπτει από την εισαγωγή της πληθυσμιακής αύξησης σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ο καπιταλισμός εμφανίζεται ως ένας σοσιαλισμός χωρίς σχεδιασμό, σαν ένα άγριο, μη-εξημερωμένο ζώο που το μόνο που χρειάζεται είναι έναν θηριοδαμαστή για να το εξημερώσει. Εδώ η συσσώρευση εξυπηρετεί μόνο την εξαιτίας της πληθυσμιακής αύξησης αναγκαία επέκταση της παραγωγής, στο βαθμό βέβαια που ο καπιταλισμός ικανοποιεί τις ανάγκες τις ανθρωπότητας σε μέσα διαβίωσης· λόγω της έλλειψης σχεδιασμού, αμφότερες λειτουργίες ―πληθυσμιακή αύξηση και επέκταση της παραγωγής―επιτελούνται άσχημα, ακανόνιστα, άλλοτε παρέχοντας πολύ λίγα, άλλοτε παρέχοντας πάρα πολλά, και οδηγούν σε καταστροφές. Τώρα, μια πληθυσμιακή αύξηση της τάξης του 5% μπορεί να ταιριάζει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όπου όλη η ανθρωπότητα είναι ομαλά ενταγμένη. Όμως σαν παράδειγμα για τον καπιταλισμό, όπως ήταν και όπως συνεχίζει να είναι, δεν ταιριάζει καθόλου. Όλη η ιστορία του είναι μια ορμητική κίνηση προς τα εμπρός, μια τεράστια επέκταση, πολύ πέρα από τα όρια της πληθυσμιακής αύξησης. Η κινητήριος δύναμή του είναι η ανάγκη συσσώρευσης· το μεγαλύτερο δυνατό μέρος της υπεραξίας γίνεται νέο κεφάλαιο, για την αξιοποίηση του οποίου απορροφούνται όλο και μεγαλύτεροι κύκλοι του πληθυσμού μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Υπήρχε βέβαια, και υπάρχει ακόμα, ένα μεγάλο πλεόνασμα ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται εκτός της παραγωγής ως εφεδρείες ή είναι μισοενταγμένοι, ούτως ώστε κατά περίσταση να απορροφούνται μέσα της ή να πετιούνται έξω, και έτσι να είναι πάντα στην αναμονή για τις ανάγκες αξιοποίησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου. Στην ανάλυση του Μπάουερ αγνοείται εντελώς αυτός ο βασικός χαρακτήρας του καπιταλισμού. Είναι αυτονόητο ότι η Λούξεμπουργκ θα επικέντρωνε την αντι-κριτική της σε αυτή την έλλειψη. Ενάντια στην απόδειξη, ότι στο σχηματισμό του Mαρξ δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ασυμφωνίας, δεν είχε τίποτα άλλο να αντιτάξει από την σαρκαστική κατηγορία ότι στα τεχνητά αριθμητικά παραδείγματα τα πάντα μπορούν να κανονιστούν ώστε να φαίνεται ότι λειτουργούν. Όμως η σύνδεση της αύξησης του πληθυσμού με τη ρυθμιστική αρχή της συσσώρευσης είναι τόσο αντίθετη με το πνεύμα της θεωρίας του Μαρξ, που εδώ ταιριάζει ο υπότιτλος της Αντικριτικής της: τι έκαναν οι επίγονοι με τη θεωρία του Μαρξ. Δεν πρόκειται (όπως στην περίπτωση της Λούξεμπουργκ) για ένα απλό αριθμητικό σφάλμα· σε αυτό το παράδειγμα αντικατοπτρίζεται η πρακτικο-πολιτική λογική των τοτινών σοσιαλδημοκρατών. Είχαν την αίσθηση ότι είναι οι μελλοντικοί πολιτικοί άρχοντες που θα αντικαταστήσουν τους παλιούς ηγέτες υλοποιώντας την οργάνωση της παραγωγής. Έτσι δεν έβλεπαν τον καπιταλισμό ως το απόλυτα αντίθετο σύστημα στην προλεταριακή δικτατορία που πραγματώνεται μέσω της επανάστασης, αλλά ως μια μη-σχεδιασμένη μορφή παραγωγής μέσων διαβίωσης, που μπορεί να βελτιωθεί.

Το σχήμα αναπαραγωγής του Γκρόσμαν

Ο Χένρικ Γκρόσμαν ξεκινά από το σχήμα αναπαραγωγής του Όττο Μπάουερ. Παρατηρεί ότι δε μπορεί να συνεχίζεται επ' άπειρον χωρίς να προσκρούσει σε αντιφάσεις. Αυτό είναι πολύ εύκολο να το δούμε. Ο Όττο Μπάουερ υποθέτει ένα σταθερό κεφάλαιο των 200.000, που κάθε έτος αυξάνει κατά 10%, και ένα μεταβλητό κεφάλαιο των 100.000, που κάθε έτος αυξάνει κατά 5%· το ποσοστό υπεραξίας είναι 100%, δηλ. σε κάθε έτος η υπεραξία ισούται με το μεταβλητό κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα μαθηματικά μια ποσότητα που αυξάνεται κατά 10% που κάθε έτος θα διπλασιαστεί σε 7 χρόνια, θα τετραπλασιαστεί σε 14, θα δεκαπλασιαστεί σε 23, και μετά από 46 έτη θα έχει εκατονταπλασιαστεί. Μια ποσότητα που αυξάνεται κατά 5% σε 46 έτη θα έχει μόνο δεκαπλασιαστεί. Το μεταβλητό κεφάλαιο και η υπεραξία, που στο πρώτο έτος ισούνταν με το ήμισυ του σταθερού κεφαλαίου, μετά από 46 έτη θα ισούνται με το ένα εικοστό του κολοσσιαία αυξημένου σταθερού κεφαλαίου. Επομένως η υπεραξία δε θα επαρκεί για να αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο με έναν ετήσιο ρυθμό του 10%. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει εξαιτίας των επιλεγμένων από τον Μπάουερ ποσοστών του 10% και 5%. Διότι και στην πραγματικότητα, η υπεραξία αυξάνεται με μικρότερη ταχύτητα από το κεφάλαιο. Είναι γνωστό ότι το ποσοστό του κέρδους πρέπει να μειώνεται κατά την εξέλιξη του καπιταλισμού, και ο ίδιος ο Μαρξ έχει αφιερώσει αρκετές σελίδες σε αυτήν την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Όταν το ποσοστό του κέρδους μειώνεται κατά 5%, δε γίνεται το κεφάλαιο να συνεχίζει να αυξάνεται κατά 10%, καθώς η αύξηση του κεφαλαίου από τη συσσώρευση υπεραξίας είναι κατ' ανάγκη μικρότερη από την ίδια την υπεραξία. Είναι αυτονόητο ότι το ποσοστό συσσώρευσης έχει σαν ανώτατο όριο το ποσοστό κέρδους (δες Μαρξ, Το Κεφάλαιο, ΙΙΙ. σ.251, όπου αναφέρει ότι "με το ποσοστό του κέρδους πέφτει και το ποσοστό συσσώρευσης"). Η χρησιμοποίηση μιας σταθερής ποσότητας – 10% – είναι αποδεκτή για την περίοδο λίγων ετών όπως στον Μπάουερ, όμως γίνεται αδύνατη όταν κανείς συνεχίσει το σχήμα αναπαραγωγής για περισσότερα έτη. Όμως ο Γκρόσμαν συνεχίζει απερίσπαστος το σχήμα του Μπάουερ για χρόνια, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο αναπαριστά τον πραγματικό καπιταλισμό. Βρίσκει έτσι τις ακόλουθες τιμές για το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο, την υπεραξία, τη συσσώρευση, καθώς και για το υπόλοιπο που μένει για την κατανάλωση των καπιταλιστών (όλα τα μεγέθη στρογγυλοποιημένα στις χιλιάδες).

Σταθερό Κεφάλαιο Μεταβλητό Κεφάλαιο Υπεραξία Συσσώρευση Κατανάλωση
Αρχικά 200 100 100 20 + 5 = 25 75
Μετά από 20 έτη 1222 253 253 122 + 13 = 135 118
>> 30 έτη 3170 412 412 317 + 21 = 338 74
>> 34 έτη 4641 500 500 464 + 25 = 489 11
>> 35 έτη 5106 525 525 510 + 26 = 536 -11
Μετά το 21ο έτος το μέρος της υπεραξίας που αντιστοιχεί στην κατανάλωση μειώνεται. Στο 34ο έτος βρίσκεται κοντά στο μηδέν, ενώ στο 35ο περνάει στα αρνητικά· ο 'γδάρτης' του σταθερού κεφαλαίου απαιτεί κάθε έτος το ποσοστό του για να αυξηθεί κατά 10%, ενώ οι φτωχοί καπιταλιστές πεινάνε, μην έχοντας χρήματα ούτε για τις καταναλωτικές τους ανάγκες. "Από το 35ο έτος και πέρα η συσσώρευση δε μπορεί ―στη βάση της αντίστοιχης τεχνικής προόδου― να συνεχίσει να συμβαδίζει με την πληθυσμιακή αύξηση. Η συσσώρευση γίνεται τόσο μικρή που δημιουργεί κατ' ανάγκη έναν εφεδρικό στρατό ανέργων, ο οποίος χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει." (Χ. Γκρόσμαν, Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος, σ. 126 – γερμ. έκδοση) Κάτω από τέτοιες συνθήκες το τελευταίο πράγμα που θα είχαν στο νου τους οι καπιταλιστές θα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Ακόμα κι αν ήθελαν, δε θα μπορούσαν· εξαιτίας του ελλείμματος του -11 πρέπει να ελαττώσουν την παραγωγή. (Στην πραγματικότητα πρέπει να την ελαττώσουν πρωτύτερα, λόγω των καταναλωτικών τους εξόδων). Έτσι ένα κομμάτι των εργατών γίνονται άνεργοι· έπειτα ένα τμήμα του κεφαλαίου βγαίνει από την παραγωγή, η παραγόμενη υπεραξία μειώνεται, η ποσότητα της υπεραξίας βυθίζεται, και εμφανίζεται ένα ακόμα μεγαλύτερο έλλειμμα στην συσσώρευση, με μια ανεργία που αυξάνεται ακόμα ταχύτερα. Και αυτή είναι η οικονομική κατάρρευση του καπιταλισμού. Καθίσταται οικονομικά αδύνατος. Έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία που θέτει ο Γκρόσμαν στη σελίδα 79: "Πώς, με ποιον τρόπο μπορεί η συσσώρευση να οδηγήσει την καπιταλιστική παραγωγή στην κατάρρευση;" Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που στην παλιά μαρξιστική βιβλιογραφία θεωρούνταν σκέτη παρανόηση του αντιπάλου που ονομάζεται "μεγάλο κραχ". Χωρίς να υπάρχει μια επαναστατική τάξη, η οποία να νικά και να απαλλοτριώνει τους αστούς, εμφανίζεται ένα καθαρά οικονομικό τέλος του καπιταλισμού· η μηχανή παύει να λειτουργεί, μπλοκάρει, και η παραγωγή καθίσταται αδύνατη. Με τα λόγια του Γκρόσμαν: "…παρά τις περιοδικές διακοπές, ο όλος μηχανισμός προχωρά με την διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αναγκαστικά προς το ίδιο του το τέλος …Διότι η τάση της κατάρρευσης επικρατεί, και επιβάλλεται καθ' ολοκληρίαν μέσα στην "τελική κρίση" (σ.140) Και παρακάτω: "Από την ανάλυσή μας προκύπτει ξεκάθαρα ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού, αν και κάτω από τις δεδομένες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία, και ως προς το χρονικό σημείο της εμφάνισής της επακριβώς υπολογίσιμη, δεν προκύπτει αυτομάτως "αφ' εαυτής" στο αναμενόμενο χρονικό σημείο, και άρα δεν πρέπει να την αναμένουμε παθητικά" (σ. 601) Σε αυτό το σημείο όπου κανείς θα μπορούσε να πιστέψει ότι γίνεται λόγος για τον ενεργό ρόλο του προλεταριάτου ως υποκειμένου της επανάστασης, τελικά γίνεται μια αναφορά σε μεταβολές στο ύψος του μισθού και του χρόνου εργασίας, οι οποίες αλλάζουν κάπως τα αριθμητικά στοιχεία, και άρα και τα αποτελέσματα των υπολογισμών. Και συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα: "Έτσι καταλήγουμε ότι η ιδέα μιας αντικειμενικά αναγκαίας κατάρρευσης δεν έρχεται επουδενί σε αντίφαση με την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα, η κατάρρευση, παρά την αντικειμενική της αναγκαιότητα, μπορεί να δεχτεί σε μεγάλο βαθμό επιδράσεις από τις δυνάμεις των αντίπαλων τάξεων, αφήνοντας ένα ελεύθερο πεδίο για ταξική παρέμβαση. Ακριβώς γι' αυτό μας λέει ο Μαρξ ότι η όλη ανάλυση της διαδικασίας αναπαραγωγής οδηγεί στην ταξική πάλη." (σ.602) Αυτό το "ακριβώς γι' αυτό" είναι διαμαντάκι· λες και η ταξική πάλη κατά τον Μαρξ έχει να κάνει μόνο με διεκδικήσεις γύρω από το μισθό και το χρόνο εργασίας. Ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα την θεμελίωση αυτής της κατάρρευσης. Σε τι βασίζεται αυτή η αναγκαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου κατά 10%; Στην παράγραφο που μόλις παραθέσαμε αναφέρεται ότι η τεχνική πρόοδος (για μια δεδομένη πληθυσμιακή αύξηση) συνεπάγεται μια ορισμένη αύξηση του σταθερού κεφαλαίου. Θα μπορούσαμε, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το σχήμα αναπαραγωγής, να πούμε:όταν το ποσοστό του κέρδους είναι μικρότερο από το ποσοστό αύξησης που απαιτείται από την τεχνική πρόοδο, πρέπει ο καπιταλισμός να καταρρεύσει. Αφήνοντας κατά μέρος ότι αυτό το ερώτημα ―ποια είναι η αύξηση του κεφαλαίου που απαιτείται από την τεχνική― δεν έχει τίποτα να κάνει τον Μαρξ, λέμε: οι τεχνικές βελτιώσεις εισάγονται από τον αμοιβαίο ανταγωνισμό, για να αποσπαστεί παραπάνω κέρδος (σχετική υπεραξία)· όμως αυτή η διαδικασία δε μπορεί να πάει παραπέρα από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεκάδες νέες εφευρέσεις που έχουν να κάνουν με τεχνικές βελτιώσεις δεν εισάγονται στην παραγωγή και συχνά παραμερίζονται σκοπίμως από τους επιχειρηματίες ούτως ώστε να μην απαξιωθεί ο υπάρχων τεχνικός εξοπλισμός. Η αναγκαιότητα της τεχνικής προόδου δεν επενεργεί ως μια εξωτερική δύναμη· δρα διαμέσου των ανθρώπων, και για αυτούς η αναγκαιότητα δεν έχει μεγαλύτερη ισχύ από τη δυνατότητα. Όμως ας υποθέσουμε πως είναι σωστό, και άρα ότι εξαιτίας της τεχνικής προόδου η σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου οφείλει να μεταβάλλεται όπως φαίνεται στο σχήμα: το 30ο έτος 3170 προς 412, το 34ο 4641 προς 500, το 35ο 5106 προς 525, το 36ο 5616 προς 551. Η υπεραξία στο 35ο έτος είναι μόνον 525 χιλιάδες, και δεν επαρκεί για τις 510 και 26 χιλιάδες που πρέπει να προστεθούν σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο αντίστοιχα. Ο Γκρόσμαν αφήνει το σταθερό κεφάλαιο να μεγαλώσει κατά 15 χιλιάδες, με αποτέλεσμα να μείνουν μόλις 15 χιλιάδες για την αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου! Γράφει: "11.509 εργάτες (από ένα σύνολο 551 χιλιάδων) μένουν άνεργοι, και ο εφεδρικός στρατός των ανέργων αρχίζει να συγκροτείται. Και επειδή δε μπαίνει ολόκληρος ο εργατικός πληθυσμός στην παραγωγική διαδικασία,δε χρειάζεται και ολόκληρο το ποσό του επιπλέον σταθερού κεφαλαίου (510.563) να επενδυθεί σε νέα μέσα παραγωγής. Αν ένας πληθυσμός των 551.584 χρησιμοποιεί σταθερό κεφάλαιο αξίας 5.616.620, τότε ένας πληθυσμός των 540.075 θα χρησιμοποιεί σταθερό κεφάλαιο αξίας 5.499.015. Οπότε περισσεύει ένα πλεόνασμα κεφαλαίου αξίας 117.185, το οποίο δε μπορεί να επενδυθεί. Έτσι έχουμε μια κλασική περίπτωση της κατάστασης που σκεφτόταν ο Μαρξ όταν στο αντίστοιχο τμήμα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου έδινε τον τίτλο: Πλεόνασμα κεφαλαίου και πλεόνασμα πληθυσμού." (σ.126) Προφανώς ο Γκρόσμαν δεν έχει παρατηρήσει ότι αυτοί οι 11.000 εργάτες μένουν άνεργοι μόνο και μόνο επειδή αυτός εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να αναφέρει καμιά αιτία, φορτώνει το έλλειμμα στο μεταβλητό κεφάλαιο αφήνοντας το σταθερό κεφάλαιο να αυξάνεται κατά 10%, λες και δε συμβαίνει τίποτα. Και μόλις συνειδητοποιεί ότι για όλες τις μηχανές που κάθονται δεν υπάρχουν εργάτες, ή ορθότερα, δεν υπάρχουν χρήματα για μισθούς εργατών, προτιμά να μη γίνει επένδυση σε μηχανές, και έτσι να μείνειαχρησιμοποίητο το κεφάλαιο. Μόνο με αυτή τη γκάφα καταλήγει σε μια "κλασική περίπτωση" ενός φαινομένου που εμφανίζεται στις συνηθισμένες καπιταλιστικές κρίσεις. Στην πραγματικότητα οι επιχειρηματίες θα επεκτείνουν την παραγωγή τους όσο επαρκούν τα κεφάλαιά τους τόσο για μηχανές όσο και για εργάτες. Αν υπάρχει συνολικά πολύ λίγη υπεραξία, τότε θα διαμοιραστεί (σύμφωνα με τους δεδομένους τεχνικούς περιορισμούς) αναλογικά στα μέρη του κεφαλαίου· από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι για να διατηρηθεί η αναλογία που αντιστοιχεί στην τεχνική πρόοδο, πρέπει από τη συνολική υπεραξία ύψους 524.319 οι 500.409 να πάνε στο σταθερό κεφάλαιο, και οι 24.910 στο μεταβλητό. Δεν απολύονται 11.000 αλλά 1.356 εργάτες, και φυσικά δεν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου. Αν κανείς συνεχίσει με το σωστό τρόπο το σχήμα, θα δει ότι αντί για μια καταστροφική κατάρρευση υπάρχει μια αργή αύξηση στον αριθμό των απολύσεων. Πώς είναι δυνατόν όμως να καταλογίσει κανείς αυτή την υποτιθέμενη κατάρρευση στο Μαρξ, παραθέτοντας μάλιστα δεκάδες αποσπάσματα από διάφορα κεφάλαια; Αυτές οι παραθέσεις έχουν όλες να κάνουν με οικονομικές κρίσεις, με την εναλλαγή των κύκλων μεγέθυνσης και ύφεσης. Αν και το σχήμα θέλει να δείξει ότι μετά από 35 έτη θα επέλθει μια προκαθορισμένη τελική κατάρρευση, δυο σελίδες μετά διαβάζουμε ότι εδώ αναπτύσσεται "η μαρξική θεωρία του οικονομικού κύκλου". Ο Γκρόσμαν καταφέρνει να δώσει την εντύπωση ότι αναπτύσσει τη θεωρία του Μαρξ μόνο και μόνο επειδή διανθίζει το κείμενό του με αποσπάσματα από το έργο του Μαρξ, που όμως αφορούν σε περιοδικές κρίσεις. Στο έργο του Μαρξ δε γίνεται λόγος για κάποια τελική κατάρρευση κατά το σχήμα του Γκρόσμαν. Αντίθετα, μόνο σε λίγα αποσπάσματα που δεν αναφέρονται σε κρίσεις γίνεται λόγος για μια τελική κατάρρευση. Έτσι, στη σελίδα 263: "Φαίνεται ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής προσκρούει σε ένα όριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων…" (Μαρξ, Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.252) Όμως στη σελίδα 293 πάλι του 3ου τόμου του Κεφαλαίου διαβάζουμε ότι "Αυτό που είναι σημαντικό όσον αφορά το φόβο τους (του Ρικάρντο και των άλλων οικονομολόγων) μπροστά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους, είναι το αίσθημα ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βρίσκει ένα όριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων…" Όμως αυτό είναι κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Στη σελίδα 79 ο Γκρόσμαν για να αποδείξει ότι ο όρος 'κατάρρευση' προέρχεται από τον Μαρξ παραθέτει το παρακάτω απόσπασμα: "Αυτή η διαδικασία θα προκαλούσε γρήγορα την κατάρρευση της καπιταλιστικής παραγωγής αν δεν επενεργούσαν συνεχώς αντίρροπες τάσεις, όπως η φυγόκεντρος δύναμη που δρα σε συνδυασμό με την κεντρομόλο." (ο.π., σ.256) Ο Γκρόσμαν τονίζει σωστά ότι αυτές οι αντίρροπες τάσεις αφορούν στο "γρήγορα", και άρα με αυτές η διαδικασία λαμβάνει χώρα με πιο αργό ρυθμό. Όμως μιλά εδώ ο Μαρξ για μια καθαρά οικονομική κατάρρευση; Ας παραθέσουμε την παράγραφο που προηγείται στο κείμενο του Μαρξ: "Είναι αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στις συνθήκες της εργασίας και τους παραγωγούς που δημιουργεί την έννοια του κεφαλαίου. Ξεκινά με την πρωταρχική συσσώρευση, συνεχίζει με τη διαδικασία συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, εκφράζεται στο τέλος με τη συγκέντρωση των υπάρχοντων κεφαλαίων σε λίγους και την αποστέρηση πολλών από τα κεφάλαιά τους (εκεί μετατρέπεται σε απαλλοτρίωση)" Είναι προφανές από το απόσπασμα ότι εδώ, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά στον Μαρξ, η κατάρρευση σημαίνει απλά το τέλος του καπιταλισμού μέσω του σοσιαλισμού. Δεν πρέπει λοιπόν να συνάγουμε από αυτά τα αποσπάσματα ―ούτε και από το σχήμα αναπαραγωγής― μια τελική καταστροφή οικονομικής φύσεως. Όμως γίνεται το σχήμα να αναλύσει και να εξηγήσει τις περιοδικές κρίσεις; Ο Γκρόσμαν στοχεύει να ενώσει τα δυο προβλήματα: "Η Μαρξική θεωρία της κατάρρευσης είναι ταυτόχρονα και μια θεωρία για τις κρίσεις" Αυτός είναι ο υπότιτλος του 8ου κεφαλαίου (σ.137). Όμως δεν δίνεται κάποια απόδειξη, εκτός από το διάγραμμα της σελίδας 141, οπού μια έντονα ανοδική συνάρτηση συσσώρευσης διαιρείται σε μικρότερα τμήματα. Κατά το σχήμα του Γκρόσμαν η κατάρρευση πρέπει να ξεκινήσει στα 35 έτη, όμως εμείς βιώνουμε μια κρίση κάθε 5 με 7 έτη, ενώ στο σχήμα όλα συνεχίζουν ομαλά. Αν το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι μια ταχεία κατάρρευση τότε η ετήσια αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να υποτεθεί ότι δεν είναι μόνο 10%, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Κατά την ανοδική περίοδο ενός οικονομικού κύκλου η ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη, όμως αυτό δεν έχει να κάνει με την τεχνική πρόοδο· ο όγκος της παραγωγής διευρύνεται με άλματα. Πράγματι τότε και το μεταβλητό κεφάλαιο αυξάνεται ραγδαία. Όμως παραμένει άγνωστο το γιατί κάθε 5 με 7 έτη πρέπει να συμβαίνει μια κατάρρευση. Αυτό σημαίνει: η πραγματικές αιτίες, οι οποίες παράγουν την αλματώδη άνοδο και στη συνέχεια την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας είναι αιτίες εντελώς διαφορετικής φύσης από αυτές που προκύπτουν από το σχήμα αναπαραγωγής του Γκρόσμαν. Ο Μαρξ μιλά για την υπερσυσσώρευση που προεικονίζει την κρίση, για ένα πλεόνασμα συσσωρευμένης υπεραξίας που δεν επενδύεται και άρα ωθεί το κέρδος προς τα κάτω· η κατάρρευση του Γκρόσμαν προκύπτει από ένα έλλειμμα συσσωρευμένης υπεραξίας. Το ταυτόχρονο πλεόνασμα κεφαλαίου που δεν επενδύεται και εργατών που είναι άνεργοι είναι ένα κλασσικό χαρακτηριστικό μιας κρίσης. Το σχήμα του Γκρόσμαν οδηγεί σε μια έλλειψη επαρκούς κεφαλαίου, που μετατρέπεται σε πλεόνασμα κεφαλαίου μόνο μέσω των σφαλμάτων που ήδη αναφέραμε. Από το σχήμα του Γκρόσμαν δε μπορεί ούτε να προκύψει μια τελική κατάρρευση, ούτε και να περιγραφούν οι πραγματικές εκδηλώσεις της κατάρρευσης, οι κρίσεις. Πρέπει ακόμα να προσθέσουμε ότι από την αρχή η θεωρία του Γκρόσμαν παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα με τη θεωρία του Όττο Μπάουερ: η πραγματική, ταραχώδης εξάπλωση του καπιταλισμού στον κόσμο, που εξουσιάζει όλο και περισσότερους εργάτες, παρουσιάζεται σαν μια ήπια πληθυσμιακή αύξηση της τάξης του 5% κατ' έτος, λες και ο καπιταλισμός είναι περιορισμένος στην οικονομία ενός μόνο κράτους.


[ Όλες οι σημειώσεις είναι της μετάφρασης ] [1]Το γερμανικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στη σελίδα http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1934/06/z-bruch.htm
[2]Κρατούμε τους συμβολισμούς του πρωτότυπου ―πρόκειται για τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στο Κεφάλαιο. c - constant, v - variabel, m - Mehrwert, k - Konsum.
[3]Οι 1100 μονάδες υπεραξίας διαιρούνται σε 550 για την κατανάλωση k, και 550 για τη συσσώρευση, οι οποίες με τη σειρά τους πηγαίνουν με μια αναλογία 4:1 σε (νέο) σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο αντίστοιχα (440 και 110).Το ίδιο συμβαίνει και στον Τομέα ΙΙ. Στον επόμενο πίνακα, στις μεν 4400 μονάδες του αρχικού σταθερού κεφαλαίου προστίθενται οι 440 δίνοντας 4840 μονάδες, στις δε 1100 του μεταβλητού οι 110 δίνοντας 1210 μονάδες. Η ίδια διαδικασία συμβαίνει και στον Τομέα ΙΙ.
[4]Και εδώ η συνολική υπεραξία που έχει παραχθεί (1210) διαιρείται σε 605 μονάδες για την κατανάλωση και σε άλλες 605 (484 + 121, αναλογία 4:1) για το νέο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Η ίδια διαδικασία συμβαίνει και στον Τομέα ΙΙ.* Style Definitions */ table.MsoNormalTable {mso-style-name:"Table Normal"; mso-tstyle-rowband-size:0; mso-tstyle-colband-size:0; mso-style-noshow:yes; mso-style-parent:""; mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt; mso-para-margin:0cm; mso-para-margin-bottom:.0001pt; mso-pagination:widow-orphan; font-size:10.0pt; font-family:"Times New Roman";}

Γκρόσμαν εναντίον Μαρξ

Ο Γκρόσμαν κομπάζει ότι για πρώτη φορά με το έργο του η θεωρία του Μαρξ επαναδιατυπώνεται σωστά, ενάντια στις διαστρεβλώσεις των σοσιαλδημοκρατών. "Μια από τις γνώσεις που κερδίσαμε", λέει με περηφάνια στην αρχή της εισαγωγής, "είναι ότι η θεωρία της κατάρρευσης που ακολουθεί είναι το θεμέλιο του οικονομικού συστήματος του Καρλ Μαρξ". Έχουμε ήδη δει το πόσο λίγο έχει να κάνει με τον Μαρξ αυτό που ο Γκρόσμαν διατυπώνει ως θεωρία κατάρρευσης του καπιταλισμού. Όπως και να έχει, μπορεί να πιστεύει ότι με αυτήν την ερμηνεία που κάνει βρίσκεται σε συμφωνία με τον Μαρξ. Όμως υπάρχουν και άλλα σημεία όπου αυτό δεν ισχύει. Καθώς θεωρεί το σχήμα αναπαραγωγής του ως πιστή αναπαράσταση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, βγάζει σε διάφορα σημεία συμπεράσματα, τα οποίο όπως και ο ίδιος εν μέρει σημειώνει, βρίσκονται σε αντίφαση με τις απόψεις που αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο. Αυτό ισχύει καταρχήν για το βιομηχανικό εφεδρικό στρατό. Κατά τον Γκρόσμαν πρέπει από το 35ο έτος ένας αριθμός εργατών να βρίσκεται στην ανεργία, πρέπει δηλ. να δημιουργηθεί αυτός ο εφεδρικός στρατός. "Η εμφάνιση του εφεδρικού στρατού, δηλ. οι απολύσεις που συζητούμε εδώ, πρέπει να διαχωριστεί αυστηρά από τις απολύσεις που παρατηρούμε λόγω της εισαγωγής μηχανών. Η αποβολή εργατών από την παραγωγή λόγω των μηχανών, που ο Μαρξ περιγράφει στο εμπειρικό μέρος του 1ου τόμου του Κεφαλαίου (13ο Κεφάλαιο) είναι ένα τεχνικό ζήτημα… (σελ.128-129) …Όμως οι απολύσεις εργατών, η εμφάνιση του εφεδρικού στρατού για τον οποίο μιλά ο Μαρξ στο κεφάλαιο για τη συσσώρευση (23ο), δεν έχουν σαν αιτία —πρόκειται για κάτι που έχει μείνει απαρατήρητο στη βιβλιογραφία— το τεχνικό ζήτημα της εισαγωγής μηχανών, αλλά την ελλειπή αξιοποίηση…" (σ.130) Αυτό είναι σαν να λέμε ότι αν οι καρδερίνες πετούν μακριά, φταίει η δειλία τους, και όχι οι τουφεκιές. Οι εργάτες αποβάλλονται από την παραγωγή λόγω των μηχανών· λόγω της διεύρυνσης της παραγωγής βρίσκουν εν μέρει ξανά δουλειά· σε αυτό το πήγαινε-έλα ένα μέρος των εργατών βρίσκεται καθοδόν ή εκτός. Πρέπει τώρα να πούμε ότι αιτία της ανεργίας τους είναι το ότι δεν έχουν επαναπροσληφθεί; Αν κανείς διαβάσει το 23ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, θα δει ότι ως αιτία του εφεδρικού στρατού παρουσιάζεται πάντα η εισαγωγή μηχανών. Στη συνέχεια αυτός ο εφεδρικός στρατός εν μέρει απορροφάται ή απολύεται ξανά και αναπαράγεται ως υπερπληθυσμός, κατά την οικονομική συγκυρία. Ο Γκρόσμαν πασχίζει να αποδείξει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την οικονομική σχέση C:V, και όχι με την τεχνική σχέση μέσα-παραγωγής:εργατική-δύναμη· στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα και το αυτό. Αυτή η συγκρότηση του εφεδρικού στρατού κατά τον Μαρξ, η αντικατάσταση των εργατών από μηχανές, η οποία συμβαίνει ακατάπαυστα από την αρχή του καπιταλισμού εως τώρα, δεν είναι ταυτόσημη με την υποθετική συγκρότηση του εφεδρικού στρατού κατά τον Γκρόσμαν, η οποία εμφανίζεται πρώτα ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης μετά από 34 έτη τεχνικής προόδου. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις μεταφορές του κεφαλαίου στο εξωτερικό. Διάφοροι μαρξιστές —Βάργκα, Μπουχάριν, Νάχιμσον, Χίλφρεντινγκ, Όττο Μπάουερ, Ρόζα Λούξεμπουργκ— απορρίπτονταιο ένας μετά τον άλλο επειδή παραδέχονται ότι το κεφάλαιο εξάγεται προς αναζήτηση υψηλότερων κερδών. Με τα λόγια του Βάργκα: "Το κεφάλαιο δεν εξάγεται επειδή θα ήταν αδύνατο να συμβεί η συσσώρευση στο εσωτερικό… αλλά επειδή στο εξωτερικό υπάρχει η προοπτική ενός υψηλότερου κέρδους" (δες σ.498) Ο Γκρόσμαν αντιμάχεται αυτή την αντίληψη ως αντιμαρξιστική και εσφαλμένη: "Αιτία για τις εξαγωγές κεφαλαίου δεν είναι το υψηλότερο κέρδος, αλλά η ανυπαρξία επενδυτικών ευκαιριών στο εσωτερικό." (σ.561) Ύστερα παραθέτει διάφορα αποσπάσματα από τον Μαρξ γύρω από την υπερσυσσώρευση, και παραπέμπει στο σχήμα του, όπου μετά από 35 έτη καπιταλιστικής αύξησης δεν υπάρχουν επενδύσεις στο εσωτερικό· και γι' αυτόν το λόγο πρέπει τα κεφάλαια να φύγουν στο εξωτερικό. Ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το σχήμα του υπήρχε έλλειμμα κεφαλαίου ως προς τον υπάρχοντα πληθυσμό, και ότι το καπιταλιστικό πλεόνασμα ήταν μόνο ένα υπολογιστικό σφάλμα. Έπειτα, παρ'όλα τα διάφορα τσιτάτα του Μαρξ ξέχασε να αναφέρει αυτό που λέει ο Μαρξ για την ίδια την εξαγωγή κεφαλαίου: "Όταν το κεφάλαιο εξάγεται, αυτό δε συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει κανείς τρόπος να επενδυθεί στο εσωτερικό. Συμβαίνει επειδή στο εξωτερικό μπορούν να επιτευχθούν υψηλότερα κέρδη." (Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.266) Η πτώση του ποσοστού του κέρδους είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της μαρξικής θεωρίας για το κεφάλαιο· ο Μαρξ πρώτος εξήγησε και απέδειξε ότι σε αυτή την πτωτική τάση που επιβάλλεται περιοδικά στις κρίσεις βρίσκεται ενσωματωμένη όλη η μεταβατική φύση του καπιταλισμού. Στο Γκρόσμαν είναι ένα φαινόμενο διαφορετικό: μετά την πάροδο 35 ετών συμβαίνουν μαζικές απολύσεις και ταυτόχρονα εμφανίζεται πλεόνασμα κεφαλαίου· κάθε έτος το έλλειμμα υπεραξίας γίνεται μεγαλύτερο, και όλο και περισσότερο κεφάλαιο και εργάτες πέφτουν στην αδράνεια· με τη μείωση του εργατικού δυναμικού μειώνεται και ο όγκος της παραχθείσας υπεραξίας, και ο καπιταλισμός πλησιάζει όλο και περισσότερο προς την καταστροφή. Δεν παρατήρησε ο Γκρόσμαν την αντίφαση; Την παρατήρησε. Γι' αυτό στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο Οι αιτίες της διαστρέβλωσης της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης και κατάρρευσης, μετά από κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις, γράφει: "Δεν έχει έρθει ο καιρός για μια επαναδιατύπωση της μαρξικής θεωρίας της κατάρρευσης" (σ.195) "Εξωτερικά μπορεί να συνέβαλε στην παρεξήγηση" το ότι το 3ο κεφάλαιο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, όπως αναφέρει ο Ένγκελς στον πρόλογό του, "παρουσιάζεται σαν μια σειρά ημιτελών μαθηματικών αναπτύξεων" Στην επεξεργασία αυτού του κεφαλαίου βοήθησε τον Ένγκελς ένα φίλος του, ο μαθηματικός Σάμουελ Μουρ. "Όμως ο Μουρ δεν ήταν οικονομολόγος… Ο δε τρόπος που προέκυψε αυτό το κομμάτι του έργου μάς οδηγεί να σκεφτούμε ότι υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για παρεξηγήσεις και σφάλματα, και ότι αυτά τα σφάλματα εύκολα θα μπορούσαν να μεταφερθούν και στο κεφάλαιο για την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους (Nota Bene: [ΣτΜ: η σημείωση είναι του Πάνεκουκ] Αυτό το κεφάλαιο είχε ήδη γραφεί!) "Η πιθανότητα του σφάλματος γίνεται βεβαιότητα όταν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια λέξη, που όμως διαστρεβλώνει ολοσδιώλου το νόημα της όλης ανάλυσης: το αναπότρεπτο τέλος του καπιταλισμού αποδίδεται στη 'σχετική πτώση του ποσοστού το κέρδους', και όχι στη 'ποσότητα του κέρδους'. Εδώ είτε ο Ένγκελς είτε ο Μουρ έχουν γράψει λάθος." (σ.195) Αυτή είναι λοιπόν η επαναδιατύπωση της μαρξικής θεωρίας! Παραθέτουμε ακόμα ένα σημείο από μια σημείωση: "Οι λέξεις που βρίσκονται σε αγκύλες περιέχουν ένα σφάλμα του Μαρξ ή του Ένγκελς, και στη θέση τους πρέπει να διαβαστεί "και ταυτόχρονα η ποσότητα του κέρδους, η οποία αναλογικά μειώνεται" (Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.229) Τώρα είναι ο Μαρξ που κάνει λάθη! Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σημείο του Κεφαλαίου όπου δεν υπάρχει χώρος για αμφισημίες. Όλη η ανάπτυξη που κάνει ο Μαρξ, που καταλήγει σε εκείνη τη φράση που ο Γκρόσμαν πιστεύει ότι πρέπει να αλλάξει, είναι συνέχεια του μέρους όπου ο Μαρξ εξηγεί: "Η ποσότητα τη υπεραξίας που έχει παραχθεί, και άρα η απόλυτη ποσότητα του κέρδους που έχει παραχθεί μπορεί λοιπόν να αυξάνεται, παρά τη σταδιακή πτώση του ποσοστού του κέρδους… Μάλιστα όχι μόνο συμβαίνει έτσι, αλλά πρέπει να συμβαίνει έτσι ―εξαιρώντας πρόσκαιρες διακυμάνσεις― στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής." (ο.π. σ.228) Στη συνέχεια ο Μαρξ εκθέτει τους λόγους που η ποσότητα του κέρδους πρέπει να αυξάνεται: "Με την ανάπτυξη της διαδικασίας παραγωγής και συσσώρευσης, πρέπει να αυξάνεται η ποσότητα της αξιοποιήσιμης και αξιοποιημένης υπερεργασίας, και άρα να αυξάνεται η απόλυτη ποσότητα του κέρδους του κοινωνικού κεφαλαίου" (ο.π. σ.229) Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στις εκδηλώσεις της κατάρρευσης που έχουν επινοηθεί από τον Γκρόσμαν. Στις επόμενες σελίδες επαναλαμβάνεται η ίδια ιδέα συχνά· ολόκληρο το 13ο κεφάλαιο συνίσταται σε μια παρουσίαση "του νόμου ότι κατά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η πτώση του ποσοστού του κέρδους συνοδεύεται από μια αύξηση της ποσότητας του κέρδους." (ο.π. σ.236) Δε μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Μαρξ λέει ακριβώς αυτό που έχει τυπωθεί, και ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κάποιο λάθος. Όταν ο Γκρόσμαν γράφει ότι "η κατάρρευση λοιπόν δε μπορεί να συμβεί μέσα από μια πτώση του ποσοστού του κέρδους. Πώς θα μπορούσε μια ποσοστιαία αναλογία, όπως το ποσοστό του κέρδους, ένας καθαρός αριθμός, να προκαλέσει τη κατάρρευση ενός πραγματικού συστήματος;" (σ.196) τότε κάνει φανερό ότι δεν έχει καταλάβει το παραμικρό από τον Μαρξ, και ότι η κατάρρευσή του βρίσκεται σε ολική αντίφαση με τον Μαρξ. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου και ο ίδιος ο Γκρόσμαν θα είχε πειστεί για το αβάσιμο του κατασκευάσματός του. Αν όμως είχε διδαχθεί από τον Μαρξ, το βιβλίο του δε θα είχε καν γραφεί. Το έργο του Γκρόσμαν μπορεί να περιγραφεί ως ένα συνονθύλευμα από παραθέματα του Μαρξ, που έχουν χρησιμοποιηθεί με λάθος τρόπο και έχουν συνενωθεί σε μια αυτοσχέδια θεωρία. Κάθε φορά που χρειάζεται μια απόδειξη μπαίνει κι ένα τσιτάτο του Μαρξ, που όμως δεν έχει να κάνει με το εν λόγω ζήτημα. Η ορθότητα της παράθεσης του Μαρξ υποτίθεται ότι δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση πως η θεωρία είναι ορθή.

Ιστορικός Υλισμός

Το ερώτημα τέλος που αξίζει την προσοχή μας, το πώς γίνεται δηλαδή ένας οικονομολόγος που πιστεύει ότι αποδίδει σωστά τις θεωρήσεις του Μαρξ, ανακηρύσσοντας μάλιστα με μια αφελή σιγουριά ότι είναι ο πρώτος που τον ερμήνευσε σωστά, να έχει πέσει τόσο έξω, ευρισκόμενος μάλιστα σε ολική αντίθεση με τον Μαρξ. Η αιτία βρίσκεται στην απουσία ιστορικής-υλιστικής σκοπιάς. Η μαρξική οικονομία δε μπορεί να κατανοηθεί χωρίς πρώτα να έχει κανείς εξοικειωθεί με τον ιστορικό-υλιστικό τρόπο σκέψης. Για τον Μαρξ η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, και άρα και η οικονομική εξέλιξη του καπιταλισμού, καθορίζεται από μια στέρεη αναγκαιότητα, που μοιάζει με φυσικό νόμο. Όμως ταυτόχρονα η ιστορία είναι έργο ανθρώπων, οι οποίοι παίζουν το ρόλο τους μέσα της, καθώς ορίζουν τις πράξεις τους με συνείδηση και σκοπό ―αν και όχι με συνείδηση της κοινωνικής ολότητας. Για την αστική σκοπιά εδώ υπάρχει μια αντίφαση· είτε ένα συμβάν θα εξαρτάται από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, είτε θα καθορίζεται από σταθερούς νόμους οι οποίοι επιδρούν ως μια εξω-ανθρώπινη, μηχανική δύναμη. Για τον Μαρξ κάθε κοινωνική αναγκαιότητα πραγματώνεται διαμέσου των ανθρώπων· τούτο σημαίνει ότι ανθρώπινη σκέψη, βούληση και πράξη ―αν και εμφανίζονται στην κάθε μεμονωμένη συνείδηση ως αυθαίρετα φαινόμενα― καθορίζονται πλήρως από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος· έτσι η νομοτέλεια επιβάλλεται μόνο μέσω της ολότητας των ανθρώπινων ενεργειών, όπως αυτές καθορίζονται κατά κύριο λόγο από τις κοινωνικές δυνάμεις. Οι κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη, δεν είναι μόνο οι καθαρά οικονομικές, αλλά επίσης και οι γενικο-πολιτικές[1] πράξεις, οι οποίες παρέχουν στην παραγωγή τους αναγκαίους νομικούς κανόνες. Η νομοτέλεια δεν έγκειται μόνο στη δράση του ανταγωνισμού, ο οποίος εξισορροπεί τιμές και κέρδη και συγκεντρώνει τα κεφάλαια, αλλά και στην ίδια την εγκαθίδρυση του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης παραγωγής, μέσω των αστικών επαναστάσεων.Η νομοτέλεια δεν έγκειται μόνο στις μεταβολές των μισθών κατά την επέκταση και συρρίκνωση της παραγωγής σε περιόδους ευημερίας και κρίσης αντίστοιχα, στο κλείσιμο των εργοστασίων και τις απολύσεις των εργατών, αλλά και στην εξέγερση, την εργατική πάλη, την κατάκτηση της εξουσίας επί της κοινωνίας με σκοπό την εισαγωγή νέων κανόνων δικαίου. Η οικονομία, ως η ολότητα των ανθρώπων που εργάζονται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, και η πολιτική (με την πιο ευρεία έννοια) ως η πράξη και ο αγώνας αυτών των ανθρώπων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους ως ολότητα, ως τάξη, σχηματίζουν ένα και μόνο ένα πεδίο νομοτελειακής εξέλιξης.Η καπιταλιστική συσσώρευση, οι κρίσεις, η εξαθλίωση, η προλεταριακή επανάσταση, η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη σχηματίζουν μια ενότητα που έχει την ισχύ φυσικού νόμου: την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ο αστικός τρόπος σκέψης, ο οποίος δε μπορεί να συλλάβει αυτήν την ενότητα, έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο τόσο εκτός, όσο και εντός του εργατικού κινήματος. Η παλιά ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία είχε τη ―κατανοητή βάσει των τοτινών ιστορικών συνθηκών― φαταλιστική αντίληψη ότι η επανάσταση θα προκύψει κάποτε από φυσική αναγκαιότητα, όμως μέχρι τότε οι εργάτες δεν πρέπει να επιχειρούν επικίνδυνες δράσεις. Ο ρεφορμισμός αμφισβήτησε την αναγκαιότητα της βίαιης επανάστασης, πιστεύοντας ότι η ευφυία των πολιτευτών και των ηγετών θα ήταν ικανή να δαμάσει τον καπιταλισμό μέσα από μεταρρυθμίσεις και οργανωτικές ρυθμίσεις. Άλλοι πίστευαν ότι το προλεταριάτο πρέπει να διδαχθεί την επαναστατική αρετή μέσω ηθικών κηρυγμάτων. Πάντα εξέλιπε η συνείδηση ότι αυτή η αρετή μόνο μέσα από τις οικονομικές δυνάμεις ―όπως και η επανάσταση μόνο μέσα από τις πνευματικές δυνάμεις των ανθρώπων― μπορούσε να βρει την φυσική αναγκαιότητά της, Στις μέρες μας άλλες αντιλήψεις εμφανίστηκαν. Ο καπιταλισμός έχει αποδειχθεί ισχυρός και απρόσβλητος από κάθε ρεφορμισμό, κάθε ηγετική αρετή, και κάθε επαναστατική απόπειρα· γελοιωδώς ασήμαντα εμφανίζονται όλα αυτά μπροστά στην τεράστιά του δύναμη. Όμως ταυτόχρονα ο καπιταλισμός βυθίζεται σε τρομερές κρίσεις που φέρνουν στο προσκήνιο την εσωτερική του αδυναμία. Όποιος σήμερα ανοίγει και διαβάζει Μαρξ, φτάνει γρήγορα στο συμπέρασμα της αναπότρεπτα νομοτελειακής κατάρρευσης του καπιταλισμού, και έτσι αποδέχεται με ενθουσιασμό αυτές τις ιδέες. Όποιος όμως κατά βάση σκέφτεται ακόμα με τον αστικό τρόπο σκέψης, δε μπορεί να συλλάβει αυτή την αναγκαιότητα παρά ως εξω-ανθρώπινη δύναμη. Ο καπιταλισμός μετατρέπεται στη σκέψη του σε ένα μηχανικό σύστημα, στο οποίο οι άνθρωποι λαμβάνουν μέρος ως οικονομικά άτομα, ως καπιταλιστές, αγοραστές, πολίτες, μισθωτοί κλπ., και δεν έχουν παρά να υποφέρουν παθητικά ό,τι ο μηχανισμός χάριν της εσωτερικής του δομής τους επιφυλάσσει. Αυτή η μηχανική σύλληψη είναι εμφανής στον τρόπο που εκθέτει ο Γκρόσμαν το ζήτημα του μισθού, επιτιθέμενος βάναυσα στη Ρόζα Λούξεμπουργκ: "Παντού συναντούμε έναν απίστευτα βάρβαρο ακρωτηριασμό των θεμελιωδέστερων στοιχείων της μαρξικής θεωρίας για του μισθό." (σ.585) αναφερόμενος στο σημείο που η Λούξεμπουργκ υποστηρίζει σωστά ότι η αξία της εργατικής δύναμης μπορεί να αυξηθεί στη βάση ενόςυψηλότερου επιπέδου διαβίωσης. Για τον Γκρόσμαν αντίθετα, η αξία της εργατικής δύναμης "δεν είναι μεταβλητό, αλλά σταθερό μέγεθος." (σ.586) Αυθαίρετες πράξεις όπως ο αγώνας των εργατών δεν έχουν καμιά επίδραση στο μέγεθος της αξίας της εργατικής δύναμης· μόνο μια εντατικοποίηση της εργασίας κατά την οποία πρέπει να αναπληρώνεται περισσότερη εργατική δύναμη μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των μισθών. Κι εδώ βλέπουμε την ίδια μηχανιστική αντίληψη: ο μηχανισμός καθορίζει τα οικονομικά μεγέθη, ενώ οι άνθρωποι που αγωνίζονται και πράττουν βρίσκονται εκτός της όλης δομής. Ο Γκρόσμαν επικαλείται ξανά τον Μαρξ, ο οποίος αναφέρει σχετικά με την αξία της εργατικής δύναμης: "Για μια ορισμένη χώρα και περίοδο, η μέση ποσότητα των αναγκαίων μέσων επιβίωσης είναι δεδομένη" (Κεφάλαιο Ι, σ.134) Ο Γκρόσμαν εδώ πάλι παραβλέπει ότι λίγο πιο πάνω ο Μαρξ γράφει "Σε αντίθεση με τα άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης εμπεριέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο." Λόγω του αστικού τρόπου σκέψης, μέσα στη κριτική του Γκρόσμαν κάνουν την εμφάνισή τους και διάφορες σοσιαλδημοκρατικές ιδέες: "Βλέπουμε ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού είτε απορρίπτεται, είτε θεμελιώνεται βολονταριστικά σε πολιτικούς, εξωοικονομικούς παράγοντες. Δε μας παρέχεται μια οικονομική απόδειξη της αναγκαιότητας της κατάρρευσης του καπιταλισμού" (σ.58-59) Και παραθέτει επιδοκιμάζοντας την άποψη του Tugan-Baranowsky, ότι για αποδειχθεί η αναγκαιότητα της μετατροπής του καπιταλισμού στο αντίθετό του, πρώτα πρέπει να αποδειχθεί αυστηρά η αδυνατότητα του καπιταλισμού να συνεχίσει να υπάρχει. Ο ίδιος ο Tugan αρνείται αυτή την αδυνατότητα και θέλει να θεμελιώσει το σοσιαλισμό σε ηθικές βάσεις. Το ότι ο Γκρόσμαν επιλέγει αυτόν το ρώσο φιλελεύθερο οικονομολόγο ―ο οποίος είναι γνωστό ότι ήταν ανέκαθεν εχθρικά διακείμενος προς το μαρξισμό― για μάρτυρά του μας λέει πολλά για τον ίδιο: παρά τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις, στη βάση τους οι σκέψεις τους συγγενεύουν (δες και σ.108). Η μαρξιστική θέση ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού θα είναι πράξη της εργατικής τάξης, και άρα μια πολιτική πράξη (πολιτική με την ευρεία έννοια: γενικο-κοινωνική, αδιαχώριστη από την κατάληψη της οικονομικής εξουσίας), γίνεται αντιληπτή από τον Γκρόσμαν ως "βολονταρισμός", δηλαδή ως κάτι που έχει να κάνει με την ελεύθερη βούληση και την ανθρώπινη αυθαιρεσία. Σύμφωνα με τον Μαρξ η κατάρρευση του καπιταλισμού εξαρτάται πράγματι από τη βούληση της εργατικής τάξης· όμως αυτή η βούληση δεν είναι αυθαίρετη, δεν είναι ελεύθερη, παρά είναι ολοκληρωτικά καθορισμένη από την οικονομική εξέλιξη. Οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, οι οποίες εμφανίζονται ξανά και ξανά ως ανεργία, κρίση, πόλεμος, ταξική πάλη, καθορίζουν τη βούληση του προλεταριάτου ωθώντας το προς την επανάσταση. Ο Σοσιαλισμός δεν προκύπτει επειδή καταρρέει οικονομικά ο καπιταλισμός, και άρα οι άνθρωποι, οι εργάτες και οι άλλοι, αναγκάζονται από τα πράγματα να δημιουργήσουν μια νέα οργάνωση. Αντίθετα, ο καπιταλισμός καταρρέει επειδή καθόσον ζει και ακμάζει γίνεται όλο και πιο αφόρητος για τους εργάτες και τους ωθεί προς τον αγώνα, ξανά και ξανά, μέχρι μέσα τους να αναπτυχθεί η βούληση και η δύναμη να ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου και να ανοικοδομήσουν μια νέα οργάνωση. Δεν ωθούνται στη δράση επειδή κάποιος τους αποδεικνύει από τα έξω ότι ο καπιταλισμός είναι ανυπόφορος, αλλά επειδή το νιώθουν αυθόρμητα από την ίδια τους τη ζωή. Η μαρξική θεωρία ως οικονομία δείχνει ότι τέτοιου τύπου φαινόμενα δε γίνεται παρά να εμφανίζονται όλο και πιο έντονα, και ως ιστορικός υλισμός ότι από αυτά τα φαινόμενα γεννιέται κατ' ανάγκη η επαναστατική βούληση και η επαναστατική πράξη.

Το νέο εργατικό κίνημα

Είναι κατανοητό το ότι το βιβλίο του Γκρόσμαν έτυχε μιας κάποιας προσοχής από τους εκπροσώπους του νέου εργατικού κινήματος, καθώς αμφότεροι έχουν τον ίδιο εχθρό. Το μεν νέο εργατικό κίνημα έχει να αντιπαλέψει τη σοσιαλδημοκρατία και τον κομματικό κομμουνισμό της 3ης Διεθνούς ―δυο παραλλαγές στο ίδιο θέμα―, καθώς αυτά τα ρεύματα δεν κάνουν άλλο από το να ωθούν την εργατική τάξη να προσκολληθεί στον καπιταλισμό. Ο δε Γκρόσμαν κατηγορεί τους θεωρητικούς των παραπάνω ρευμάτων ότι έχουν αλλοιώσει και διαστρεβλώσει τη θεωρία του Μαρξ, και τονίζει την αναγκαιότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού.Τα συμπεράσματά του ηχούν συγγενικά με τα δικά μας· στο πνεύμα και την ουσία τους είναι όμως ολότελα διαφορετικά. Και εμείς είμαστε της γνώμης ότι οι θεωρητικοί της σοσιαλδημοκρατίας, όσο επαρκείς γνώστες της θεωρίας κι αν είναι, έχουν διαστρεβλώσει τον Μαρξ· όμως η πλάνη τους είναι ιστορική, είναι η συμπυκνωμένη σε θεωρία ήττα της περασμένης περιόδου αγώνα του προλεταριάτου. Το λάθος του Γκρόσμαν είναι λάθος αστού οικονομολόγου, ο οποίος δεν έχει πρακτική γνώση του προλεταριακού αγώνα, και έτσι είναι ανίκανος να κατανοήσει την ουσία του μαρξισμού. Ένα παράδειγμα, για το πώς τα συμπεράσματά του συμφωνούν επιφανειακά με τις αντιλήψεις του νέου εργατικού κινήματος, ενώ κατ' ουσίαν είναι αντίθετα, βλέπουμε στη θεωρία του για το μισθό. Σύμφωνα με το σχήμα του κατά το 35ο έτοςεμφανίζεται μια ραγδαία αυξανόμενη ανεργία.Ο μισθός πέφτει πολύ κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, χωρίς να είναι δυνατή μια αποτελεσματική αντίσταση. "Εδώ βρίσκονται τα αντικειμενικά όρια της συνδικαλιστικής δράσης." (σ.599) Αν και ακούγεται σαν μια οικεία πρόταση, οι θεωρητικές της βάσεις διαφέρουν. Η από καιρό προφανής ανίσχυρη φύση της συνδικαλιστικής δράσης δεν πρέπει να αποδωθεί στην οικονομική κατάρρευση, αλλά σε μια μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων. Όλοι ξέρουν πως οι συμμαχίες των αφεντικών του συγκεντρωμένου μεγάλου κεφαλαίου έχουν κάνει την εργατική τάξη σχετικά ανίσχυρη. Έρχεται σε αυτό να προστεθεί και η επίδραση μιας έντονης κρίσης η οποία κατεβάζει τους μισθούς, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση. Η καθαρά οικονομική κατάρρευση του καπιταλισμού που κατασκευάζει ο Γκρόσμαν δεν συνεπάγεται μια πλήρη παθητικότητα εκ μέρους του προλεταριάτου. Όταν λάβει χώρα αυτή η κατάρρευση θα πρέπει η εργατική τάξη να ξεσηκωθεί, για να αναλάβει την παραγωγή και να την οργανώσει σε νέες βάσεις. "Η εξέλιξη ωθεί στην ανάπτυξη και την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία, μέχρι να δωθεί η λύση, η οποία μπορεί να έρθει μόνο μέσα από τον αγώνα." (σ.599) Αυτός τώρα ο τελικός αγώνας σχετίζεται με την πάλη γύρω από το μισθό, καθώς (όπως αναφέρεται πιο πάνω) η μεν μείωση των μισθών καθυστερεί την καταστροφή, η δε αύξηση την επισπεύδει. Όμως η οικονομική καταστροφή παραμένει ο αποφασιστικός παράγοντας, και η νέα τάξη θα επιβληθεί καταναγκαστικά στους ανθρώπους. Βεβαίως οι εργάτες ως πληθυσμιακή ομάδα θα είναι η κύρια δύναμη της επανάστασης, ακριβώς όπως στις προηγούμενες αστικές επαναστάσεις, όπου έπαιζαν πάλι το ρόλο της μαζικής δύναμης· όμως αυτό είναι, όπως σε μια εξέγερση που γίνεται λόγω πείνας και ανέχειας, ανεξάρτητο από την επαναστατική τους ωριμότητα, και από ικανότητά τους να πάρουν στα χέρια τους και να κρατήσουν την εξουσία επί της κοινωνίας. Τούτο σημαίνει ότι μια επαναστατική ομάδα, ένα κόμμα με σοσιαλιστικούς στόχους πρέπει να έρθει στην εξουσία αντικαθιστώντας την παλιά αστική εξουσία, για να εισάγει στη θέση του καπιταλισμού τη σχεδιασμένη οικονομία. Αυτή η θεωρία της οικονομικής καταστροφής έρχεται λοιπόν κουτί για τους διανοούμενους που γνωρίζουν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα μη-βιώσιμο σύστημα και επιθυμούν μια σχεδιασμένη οικονομία, η οποία θα ανοικοδομηθεί από ικανούς οικονομολόγους και ηγέτες. Είναι σίγουρο ότι πολλές παρόμοιες θεωρίες θα προκύψουν από αυτή την κρίση βρίσκοντας μάλιστα κάποια αποδοχή. Είναι λογικό η θεωρία της αναγκαίας καταστροφής να ασκεί μια κάποια γοητεία και σε επαναστάτες εργάτες. Βλέπουν τη μεγάλη πλειονότητα του προλεταριάτου να είναι προσκολλημένη ακόμα στις παλιές οργανώσεις, στους παλιούς ηγέτες, στις παλιές μεθόδους, τυφλή για τα καθήκοντα που προκύπτουν από τις νέες εξελίξεις, παθητική, χωρίς ίχνη επαναστατικής ορμής. Οι λιγοστοί επαναστάτες, που έχουν γνώση των εξελίξεων που συντελούνται, επιθυμούν να πέσει στις αδρανείς μάζες μια ισχυρή καταστροφή, για να ξυπνήσουν επιτέλους από το λήθαργο και να αρχίσουν να δρουν. Ακόμη, οι επαναστατικές ομάδες δε θα μπορούσαν παρά να δουν με συμπάθεια μια θεωρία που υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός μπαίνει σε μια τελική κρίση, και η οποία παρέχει έτσι μια απλή και σφοδρή αναίρεση κάθε ρεφορμιστικού και κομματικού προγράμματος που βάζει μπροστά την πολιτική δουλειά στο κοινοβούλιο και τα σωματεία, και μια τόσο εύληπτη απόδειξη της αναγκαιότητας της επαναστατικής τακτικής. Όμως τόσο απλός και εύληπτος δεν είναι ούτε ο πρακτικός αγώνας, ούτε ο θεωρητικός αγώνας των αποδείξεων και της επιχειρηματολογίας. Ο ρεφορμισμός δεν έγινε μόνο κατά την κρίση μια λάθος τακτική που αποδυναμώνει το προλεταριάτο ―τέτοια ήταν και κατά την περίοδο της ευημερίας. Κοινοβουλευτισμός και η συνδικαλιστική τακτική έχουν αποδειχθεί άχρηστοι όχι τώρα με την κρίση, αλλά εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το προλεταριάτο πρέπει να εφαρμόσει τη μαζική δράση συγκεντρώνοντας ολόκληρη την τάξη όχι εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης του καπιταλισμού, αλλά λόγω της ασύλληπτης ανάπτυξης της δύναμής του, της επέκτασής του σε όλο τον πλανήτη, της όξυνσης των πολιτικών του αντιθέσεων, της τεράστιας μεγέθυνσης της εσωτερικής του ισχύος. Αυτή η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων αποτελεί τη βάση για το νέο προσανατολισμό του εργατικού κινήματος. Η εργατική τάξη δεν έχει να περιμένει μια τελική καταστροφή, αλλά πολλές και διάφορες καταστροφές: πολιτικές, όπως οι πόλεμοι, και οικονομικές όπως οι κρίσεις, οι οποίες ξεσπούν άλλες φορές με μια περιοδικότητα, και άλλες ακανόνιστα, όμως συνολικά γίνονται όλο και πιο καταστροφικές καθώς ο καπιταλισμός μεγεθύνεται. Έτσι όλο και θα καταρρέουν οι αυταπάτες και οι τάσεις για ηρεμία και αδράνεια εντός του προλεταριάτου, όλο και θα ξεσπούν οξύτεροι ταξικοί αγώνες. Φαίνεται αντιφατικό ότι στην τωρινή κρίση, η οποία είναι βαθύτερη και καταστροφικότερη από κάθε άλλη, δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί τα σημάδια του ερχομού της προλεταριακής επανάστασης. Όμως η εξάλειψη κάθε παλιάς αυταπάτης είναι το πρώτο σπουδαίο καθήκον· από τη μια μεριά, υπάρχει η αυταπάτη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει ξανά ανεκτός και βιώσιμος μέσω σοσιαλδημοκρατικών κοινοβουλευτικών πρακτικών και συνδικαλιστικής δράσης. Από την άλλη, η αυταπάτη ότι μπορούμε να αιφνιδιάσουμε δια εφόδου τον καπιταλισμό με μια καθοδηγούμενη από ένα κομμουνιστικό κόμμα επανάσταση. Η ίδια η εργατική τάξη πρέπει να ηγηθεί του αγώνα της προσανατολιζόμενη στις νέες μορφές αγώνα, και μάλιστα ενώ η αστική τάξη ισχυροποιείται συνεχώς. Έχουμε να περιμένουμε οξύτατες κρίσεις. Ακόμα κι αν ο καπιταλισμός ξεπεράσει την τωρινή κρίση, νέες κρίσεις θα ξεσπάσουν, και μαζί νέοι αγώνες. Σε αυτούς τους αγώνες η εργατική τάξη θα αναπτύξει τη αγωνιστική της δύναμη, θα βρει τους στόχους της, θα διδάξει τον εαυτό της, θα γίνει ανεξάρτητη και θα βρει τον τρόπο να αδράξει το ίδιο της το πεπρωμένο, την κοινωνική παραγωγή. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία ολοκληρώνεται η συντριβή του καπιταλισμού. Η αυτοχειραφέτηση του προλεταριάτου είναι η κατάρρευση του καπιταλισμού.


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥΣ.


Κλείνουν 20 χρόνια από την κατάρρευση της ταξικής και εκμεταλλευτικής κοινωνίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και δυστυχώς η αριστερά δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς με αυτόν. Αντίθετα τείνει να συσκοτίζει ακόμη πιο πολύ την σχέση της με την ιστορία των πειραμάτων της οικοδόμησης του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, όπως έδειξε και η απόπειρα ερμηνείας των γεγονότων από το ΚΚΕ στο συνέδριο του.


Κρατικίστικες προσεγγίσεις

O στόχος της ανάλυσης του ΚΚΕ είναι να δικαιώσει τις επιλογές της σταλινικής αστικής κλίκας, ταυτίζοντας τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό με αυτό το εκφυλισμένο μεταβατικό μόρφωμα που σχετικά γρήγορα μεταλλάχθηκε σε ένα υβριδικό καπιταλισμό, σε μια δικτατορία της κρατικής άρχουσας τάξης πάνω στο προλεταριάτο.


Δικαιώνοντας με αυτό τον τρόπο τα βαθιά κρατικίστικα ιδεολογικά – πολιτικά συστημικά χαρακτηριστικά του, το παλαιάς κοπής ρεφορμισμό του. Ένα ρεφορμισμό που ταυτίζει το σοσιαλισμό με το κράτος – κόμμα και την ενίσχυση της πολύμορφης ιεραρχίας(διευθυντές- διευθυνόμενοι, διοικητές- διοικούμενοι, καθοδηγητές- καθοδηγούμενοι). Με ένα αστυνομικό, αντεργατικό κρατικό μηχανισμό. Αδυνατώντας να δούνε τον σοσιαλισμό ως η ανώριμη φάση της παγκόσμιας κομμουνιστικής κοινωνίας.


Ταυτόχρονα μένει πιστό στην αστική αντίληψη που βάζει ως κυρίαρχο στην ιστορική εξέλιξη την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της οικονομίας και όχι την πάλη των τάξεων. Με αποτέλεσμα η εργατική κινητοποίηση να μετατρέπεται σε στήριγμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της οικονομίας- σταχανοφισμός- της στήριξης του κόμματος και του ηγέτη- προσωπολατρία- και του συνολικού κρατικού ταξικού συστήματος-εθνικισμός.


Ένας πολιτικός πρακτικισμός, οικονομισμός και παραγωγισμός που οδηγεί στην αντίληψη της κυριαρχίας του μοναδικού κομμουνιστικού κόμματος, της γραφειοκρατίας και της τεχνοκρατίας, εχθρικό και απέναντι σε κάθε ταξικά ανεξάρτητη εργατική δράση και πάλη. Από εκεί απορρέει και η φοβική και συστημική στάση του ΚΚΕ στην εξέγερση του Δεκέμβρη.
Ο καπιταλιστικός δρόμος του «υπαρκτού σοσιαλισμού»


Το κυριότερο ζήτημα στην ΕΣΣΔ ήταν πως η εργατική τάξη συνέχιζε να πουλά την εργατική της δύναμη, νιώθοντας αδύναμη να μετατραπεί σε τάξη για το εαυτό της και να αυτοκυβερνηθεί. Και αυτό από μια πλευρά ήταν φυσιολογικό με το επίπεδο της ανάπτυξης των συγκεκριμένων παραγωγικών δυνάμεων, των παραγωγικών δομών- φορντισμός / ταιηλορισμός- της τεράστιας αγροτικής μάζας που ενίσχυε μια καθυστερημένη μικροαστική συνείδηση και της ήττας των εργατικών κομμουνιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας, με αποτέλεσμα την απομόνωση της νεαρής και άπειρης σοβιετικής εξουσίας.


Σε ένα τέτοιο μεταβατικό κλίμα μια σοβιετική εξουσία που ήθελε να είναι η εμπροσθοφυλακή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης έπρεπε να οικοδομήσει δομές αυτοκυβέρνησης των εργατών, δημοκρατικά οργανωμένης συνεταιριστικοποίησης των αγροτικών μαζών˙ ανιχνεύοντας και ερευνώντας ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο, πέρα από τα καπιταλιστικά δάνεια, πχ ο φορντισμός/ ταιηλορισμός.


Να πάρει δηλαδή τα αναγκαία μέτρα για να δυναμώσει η εργατική δημοκρατία και εξουσία, να δυναμώσει το πολιτικό επίπεδο των πλατιών εργατικών και αγροτικών μαζών, περιμένοντας το επόμενο κύμα της παγκόσμιας επανάστασης, που όπως φάνηκε ήρθε σύντομα.


Σε αυτή την αντίληψη η ποιότητα των παραγωγικών δυνάμεων και δομών θα συσχετιζόταν άμεσα με τις ανάγκες των εργαζόμενων και όχι με αντιλήψεις μιας πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου που οδηγούσε στην ενίσχυση και όχι στην αναίρεση του εμπορεύματος εργατική δύναμη.

Αντίθετα επέλεξαν να παραδώσουν την εξουσία στην γραφειοκρατία, την μικροαστική διανόηση και την τεχνοκρατία με στόχο την ανάπτυξη της παραγωγής, θεωρώντας πως έφτανε ο έλεγχος του κομουνιστικού κόμματος και της παλαιάς μπολσεβίκικης φρουράς για να ελεγχθούν αυτοί που επί της ουσίας είχαν τα χέρια τους την παραγωγή και την διοίκηση. Ενώ ταύτιζαν τις διαφορετικές σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις με την νομική κρατική κυριότητα στα μέσα παραγωγής και όχι με την εργατική δημοκρατία- εξουσία στην παραγωγή και στην κοινωνία.

Αυτό που συνέβη τελικά ήταν η σοβιετική άρχουσα τάξη να καταλάβει το κράτος και το κόμμα, να εξοντώσει την παλαιά μπολσεβίκικη φρουρά στις δίκες της Μόσχας, απονομιμοποιώντας κάθε εργατική αντίδραση(γκουλάγκ). Ονοματίζοντας αυτό το ταξικό εκμεταλλευτικό σύστημα ως «σοσιαλισμό σε μόνο μια χώρα» και στην συνέχεια «υπαρκτό σοσιαλισμό».


Μέσα από αυτό το πρίσμα, αυτό που συνέβηκε πριν από 20 χρόνια ήταν μια απόπειρα ριζικής μετάβασης των κρατικών αστικών τάξεων σε ένα κλασικό καπιταλισμό, με ολέθρια αποτελέσματα και για τους ίδιους. Απόρροια της απληστίας τους και της απουσίας μιας στρατηγικής αντίληψης κοινών συμφερόντων της κρατικής σοβιετικής ελίτ. Ένα μάθημα που έκανε την Κινέζικη κρατική ελίτ να ακολουθεί το δρόμο της ελεγχόμενης, αυταρχικής μετάβασης στον καπιταλισμό, κρατώντας τα γκέμια της εξουσίας ο κρατικός- κομματικός μηχανισμός.


Φυσικά το ερώτημα παραμένει και θα παραμείνει ανοικτό: Μπορούσε άραγε να πάρει άλλο δρόμο η ΕΣΣΔ; Η απάντηση δύσκολη. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο μπορούμε να πούμε πως στην πορεία των ιστορικών γεγονότων δεν υπάρχουν νομοτέλειες. Ιδιαίτερα δε στις πρωταρχικές συνθήκες εμφανίζονται πολλοί και συχνά αντιθετικοί δρόμοι. Το αν τα γεγονότα πάρουν την μία ή την άλλη εξέλιξη εξαρτάται από πολλούς και πολυσύνθετους παράγοντες. Ας δούμε πχ την εξέλιξη της Κούβας που διαφοροποιείται από την εξέλιξη που είχαν οι άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».


Η Κούβα αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να μην ξαναγίνει«μπανανία». Παραμένοντας εν πολλοίς ένα μεταβατικό-αντικαπιταλιστικό μόρφωμα που εξασφαλίζει την ευρύτερη λαϊκή συναίνεση με την αντιιμπεριαλιστική– αντιαμερικανική πολιτική της ηγεσίας της.


Ένα «γαλατικό χωρίο» κάτω από την μύτη του αυτοκράτορα του κόσμου. Μια περήφανη, ανυπότακτη πορεία που ύστερα από την μοναξιά της δεκαετίας του 90’, απέκτησε σύμμαχους στα αντικαπιταλιστικά-αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα της Βενεζουέλας- Βολιβίας, διαμορφώνοντας ένα άλλο κλίμα στην Λατινική Αμερική.


Φυσικά και η ίδια η Κούβα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί μοντέλο μεταβατικής αντικαπιταλιστικής περιόδου, μας δίνει κάποια όμως μαθήματα επαναστατικής αξιοπρέπειας που έχει ως βάση τις δομές λαϊκής- εργατικής συμμετοχής και αυτοκυβέρνησης.


Από την αντικαπιταλιστική επανάσταση στον κομμουνισμό


Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τους ιστορικά νέους δρόμους που θα πάρει η αντικαπιταλιστική επανάσταση, και η μετάβαση σε μια παγκόσμια ώριμη κοινότητα συνεταιρισμένων παραγωγών που αυτοκυβερνούνται. Ούτε πώς το προλεταριακό πλήθος θα αποκτήσει συνείδηση των κοινών συμφερόντων, οικοδομώντας δομές μιας αδιαμεσολάβητης «απόλυτης δημοκρατίας» του, δηλαδή μορφές ζωής και κοινότητας που θα υπερβαίνουν το υπάρχον σύστημα, πριν και ύστερα από την αντικαπιταλιστική επανάσταση.


Είναι αναγκαία νομίζω η ύπαρξη μιας επαναστατικής περιόδου, ενός ριζικού μετασχηματισμού της καπιταλιστικής σε κομμουνιστική κοινωνία. Η μεταβατική περίοδος ενός αντι«κράτους»-κομμούνα είναι η περίοδος των εκ βαθέων και συχνά «μακροχρόνιων κοιλοπονημάτων» της ιστορίας, όπου είναι στην ημερήσια διάταξη η χειραφέτηση των πλατιών λαϊκών και εργατικών μαζών, στην κατεύθυνση της αυτοχειραφέτησης τους. Ενάντια στο διαχωρισμό χειρωνακτικής – διανοητικής εργασίας, διευθυντών – διευθυνόμενων, διοικητών- διοικούμενων , πόλης- χωριού. Ενάντια σε κάθε διαχωρισμό με βάση το φύλο, την σεξουαλική στάση, το έθνος, την θρησκεία, την πολιτιστική κληρονομιά.


Και αυτό δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια ενός ή μιας σειράς εθνικών κρατών, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Φυσικά αυτό δεν αποκλείει την περίπτωση να ξεκινήσει σε μια εθνική ή περιφερειακή βάση ή να απομονωθεί όπως συνέβη με τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Όπως και να χει μακρύς ο δρόμος ακόμη του «γεροτυφλοπόντικα».

Η ιστορία προχωράει με άλματα, που συχνά φαίνονται ως άλματα στο κενό, που όμως αφήνουν τα ίχνη τους στις αυλακιές του χρόνου. Διαμορφώνοντας την συνείδηση των ανθρώπων, που κατανοούν την ιστορία τους, επιτρέποντας τους να την δημιουργήσουν , όπως αυτοί επιθυμούν.


Κατά συνέπεια- ως τμήμα της παράδοσης των καταπιεσμένων- είναι αναγκαία μια κριτική ματιά και στήριξη της Οκτωβριανής Επανάστασης που απέχει πολύ από δυο αντικρουόμενες, αλλά όχι και ανταγωνιστικές στάσεις. Από μια μυθοποίηση που δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα στο όνομα του κομμουνισμού και ενός ιστορικού μηδενισμού που κολλάει με τον μεταμοντέρνο μηδενισμό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.


Δημήτριος Αργυρός

2/14/2009

«Κριτική του προγράμματος της Γκότα»

Ευθύμης Κουππής
(Όμιλος Θεσσαλονίκης)

Το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στην Γερμανία ψηφίστηκε το 1875 στο συνέδριο της Γκότα, όταν ενώθηκαν τα δύο χωριστά, ως τότε, σοσιαλιστικά κόμματα: οι αιζεναχικοί (που καθοδηγούνταν από τους Μπέμπελ και Λίμπνεχτ και που βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική επιρροή των Μαρξ και Ένγκελς) και οι λασσαλικοί1. Το πρόγραμμα έπασχε από εκλεκτικισμό και ήταν οπωσδήποτε οπορτουνιστικό, γιατί οι αιζεναχικοί, πάνω στα σπουδαιότερα ζητήματα, υποχώρησαν στους λασσαλικούς και δέχτηκαν τις λασσαλικές διατυπώσεις. Ο Μαρξ, στην εργασία του Κριτική του προγράμματος της Γκότα και ο Ένγκελς, με το γράμμα του προς τον Μπέμπελ της 18-28 του Μάρτη 1875, έκαναν συντριπτική κριτική στο σχέδιο προγράμματος της Γκότα, θεωρώντας το σημαντικό βήμα προς τα πίσω σε σύγκριση με το αιζεναχικό πρόγραμμα του 1869.

Στο πρώτο μέρος, ο Μαρξ κριτικάρει όλες τις παράδοξες και λαθεμένες λασσαλικές απόψεις σχετικά με την εργασία. Η φύση είναι πηγή των αξιών χρήσης και, κατ’ επέκταση, του εμπράγματου πλούτου, όπως είναι και η εργασία, μόνο εφόσον γίνεται με τα αντίστοιχα μέσα και αντικείμενα. Η εργασία από μόνη της είναι μόνο η έκφραση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και δεν πρέπει να αποδίδεται σ’ αυτήν καμιά υπερφυσική δημιουργική δύναμη. Και εφόσον η εργασία καθορίζεται από τη φύση, ο άνθρωπος που δεν κατέχει καμία ιδιοκτησία πέραν της εργατικής του δύναμης είναι υποχρεωτικά δούλος των ιδιοκτητών των αντικειμενικών όρων της εργασίας (οι οποίοι είναι, τόσο οι κεφαλαιοκράτες, όσο και οι γαιοκτήμονες). Όσον αφορά την «ωφέλιμη» εργασία, αυτή είναι απλά και μόνο η εργασία που παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όμως, η εργασία μόνο μέσα στην κοινωνία και μέσω αυτής(δηλαδή ως κοινωνική εργασία) μπορεί να γίνει πηγή πλούτου και πολιτισμού, γιατί η ξεχωριστή εργασία (της οποίας οι εμπράγματοι όροι υπάρχουν) μπορεί να δημιουργήσει αξίες χρήσεις αλλά όχι πλούτο και πολιτισμό. Βέβαια, όσο αναπτύσσεται κοινωνικά η εργασία, αναπτύσσονται και οι αντιθέσεις μεταξύ εργατών και ιδιοκτητών.

Απέναντι στη λασσαλική έκφραση «ακέραιο έσοδο της εργασίας», ο Μαρξ αποδεικνύει ότι τελικά υπάρχει η οικονομική ανάγκη αφαιρέσεων από αυτό, των οποίων το μέγεθος καθορίζεται από τα υπάρχοντα μέσα και δυνάμεις, αλλά δεν μπορούν να υπολογιστούν με βάση τη δικαιοσύνη. Βλέποντας στο πρόγραμμα την κομμουνιστική κοινωνία να προβάλει από την κεφαλαιοκρατική με όλα τα σημάδια της τελευταίας κι όχι όπως έχει εξελιχθεί στη δικιά της βάση, αποδεικνύει γιατί το «ίσο δίκαιο» εξακολουθεί να είναι άνισο για κάθε άνιση εργασία. Το δίκαιο από τη φύση του μπορεί να υπάρχει μόνο στην εφαρμογή ίσου μέτρου. Καταλήγοντας, ο Μαρξ διακρίνει την ανώτερη και κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Διακρίνει στην κατώτερη όλα τα αντιθετικά της στοιχεία που προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτή είναι μόλις στα σπάργανα, έτσι όπως έχει προκύψει από την κεφαλαιοκρατία με όλα τα αντιφατικά της στοιχεία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μη κατάργηση του νόμου της αξίας και την ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων (σε αντίθεση με τον Ένγκελς που δεν το βλέπει τόσο συγκεκριμένα). Επίσης, στην ύπαρξη του ίσου δικαίου ως αστικού γιατί είναι αδιαμφισβήτητα σίγουρο ότι το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την ανάπτυξη της κοινωνίας σε μια καθορισμένη στιγμή. Έπειτα, για την ανώτερη φάση, κατηγορηματικά λέει ότι στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας με την εξαφάνιση της υποταγής των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, με την ανύψωση της εργασίας και την πολύπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τότε μόνο μπορεί να καταργηθεί τελείως το στενό αστικό δίκαιο που αντιμετωπίζει τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του και καθένας θα αφορίζεται με βάση τις ανάγκες του.

Αντίθετα με τη λασσαλική άποψη, ότι όλες οι υπόλοιπες τάξεις αποτελούν μόνο μια αντιδραστική μάζα, αντιπαρατίθεται η άποψη ότι οι μεσαίες τάξεις από τη μια καταπολεμούν την αστική τάξη για να διατηρήσουν την ύπαρξή τους ως μεσαίες και να σωθούν από τον αφανισμό και απ αυτήν την άποψη είναι συντηρητικές και αντιδραστικές. Επαναστατικοποιούνται, όμως, με το επικείμενο πέρασμά τους στο προλεταριάτο, που σημαίνει ότι εγκαταλείπουν τη δικιά τους άποψη για να πάνε με το προλεταριάτο, το οποίο είναι επαναστατικό απέναντι στην αστική τάξη. Αυτής της επαναστατικής τάξης ο αγώνας δεν είναι εθνικός στο περιεχόμενο αλλά στη μορφή. Δηλαδή, οι εργατικές τάξεις συναδελφώνονται διεθνιστικά στον κοινό αγώνα ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις και τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Απέναντι σε αυτό, το πρόγραμμα μιλάει με περίσσια οπορτουνιστικότητα για τη «διεθνή συναδέλφωση των λαών» κλπ.

Τι να πει κανείς για το «σιδερένιο νόμο του μισθού», που θα έρθει να καταργήσει το μισθωτό σύστημα. Ένας περίφημος λασσαλομαλθουσιανός2 νόμος, που λέει πως ο εργάτης πρέπει να παίρνει κατά μέσο όρο μόνο το κατώτερο όριο του μεροκάματου και θέλει, μάταια βέβαια, να πείσει ότι αιτία της φτώχειας δεν είναι οι ανειρήνευτες αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό. Και βέβαια, όλα αυτά χωρίς καμία νύξη για ταξικές διαφορές και ταξικούς αγώνες, αλλά ως δια μαγείας αυτός ο νόμος (σε συνδυασμό, βέβαια, με το «ελεύθερο κράτος», με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα) θα εξαλείψει κάθε κοινωνική και πολιτική ανισότητα.

Συνεχίζοντας πάντα οπορτουνιστικά, στο πρόγραμμα αναφέρεται με περίσσεια χάρη ότι το ίδιο το κράτος θα πρέπει να «βοηθάει» τους εργάτες να δημιουργήσουν παραγωγικούς συνεταιρισμούς (γιούνκερ) και έρχεται σαν αποκορύφωμα η «απαίτηση για δημοκρατικό έλεγχο από τον εργαζόμενο λαό» πάνω στην κρατική βοήθεια και την προσδοκία ότι από τους συνεταιρισμούς αυτούς θα ξεπηδήσει η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας. Όλα αυτά, ξεχνώντας ότι το κράτος είναι το όργανο της εκμεταλλεύτριας τάξης και επίσης ότι η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας ξεπηδά από την επαναστατική πορεία μετατροπής της κοινωνίας. Ουσιαστικός λόγος για τα συνδικάτα δε γίνεται, τα οποία, σύμφωνα με τον Μαρξ, καμία σχέση δεν έχουν με την ίδρυση «συνεταιριστικών οργανώσεων με κρατική βοήθεια» και έχουν νόημα μόνο εφόσον είναι ανεξάρτητα δημιουργήματα των εργατών.

Πρέπει εδώ να αναφερθεί κανείς στο «ελεύθερο κράτος». Γενικά, στο πρόγραμμα, το κράτος φαίνεται σαν κάτι πάνω από την κοινωνία, ενώ «ελεύθερο» σημαίνει απόλυτα υποταγμένο στην κοινωνία. Δηλαδή, το κράτος εξετάζεται σαν ανεξάρτητη οντότητα που έχει τις δικές της «ελεύθερες» βάσεις αντί η υπάρχουσα κοινωνία να είναι η βάση του υπάρχοντος κράτους. Εδώ αξίζει να πούμε ότι η δεδομένη κοινωνία είναι πάνω-κάτω σήμερα λίγο ή πολύ κεφαλαιοκρατική. Το κράτος αλλάζει από χώρα σε χώρα αλλά ωστόσο προκύπτει από την ίδια βάση ,η οποία είναι λιγότερο ή περισσότερο κεφαλαιοκρατικά ανεπτυγμένη. Ο Μαρξ μιλάει για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό και θέτει το ζήτημα ως εξής: το πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία, που εξελίσσεται προς τον κομμουνισμό, προς την κομμουνιστική κοινωνία είναι ακατόρθωτο χωρίς μια πολιτική μεταβατική περίοδο και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική ‘δικτατορία του προλεταριάτου’3. Ποια είναι όμως η σχέση αυτής της δικτατορίας με την δημοκρατία? Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά στοιχεία από την μαρξιστικολενινιστικη θεωρία για το κράτος. Σε γενικές γραμμές, το αστικό κράτος δεν απονεκρώνεται αλλά καταργείται από το προλεταριάτο στην επανάσταση. Ύστερα από το πάρσιμο των μέσων παραγωγής στην κατοχή του κράτους εξ’ ονόματος όλης της κοινωνίας προκύπτει η πολιτική μορφή του κράτους που είναι η πιο ολοκληρωμένη δημοκρατία. Συνεπώς μιλάμε για απονέκρωση της δημοκρατίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η δημοκρατία είναι και επίσης κράτος και θα εξαφανιστεί όταν θα εξαφανιστεί το κράτος. Όσον αφορά το σύνθημα ‘ελεύθερο λαϊκό κράτος’ καταλαβαίνουμε ότι δεν περιέχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο εκτός από μια μικροαστική στομφώδη περιγραφή της έννοιας της δημοκρατίας. Το σύνθημα αυτό είναι οπορτουνιστικό όχι μόνο γιατί εκφράζει τον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας αλλά και τη μη κατανόηση της σοσιαλιστικής κριτικής κάθε κράτους γενικά.

Επομένως δικτατορία του προλεταριάτου είναι ‘πολιτική μεταβατική περίοδος’. Είναι ξεκάθαρο ότι και το κράτος αυτής της περιόδου είναι μετάβαση από το κράτος στο μη κράτος, δηλαδή δεν είναι πια κράτος με την καθ’ εαυτού έννοια του.

Βέβαια μπαίνει τέλος και το ερώτημα με τι πρέπει να αντικατασταθεί η κρατική μηχανή που έχει συντριβεί. Δηλαδή σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η καθορισμένη μορφή της προλεταριακής, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.


Σημειώσεις

1.Λασσάλ: γερμανός αστός σοσιαλιστής, γενάρχης του λασσαλισμού, μια από τις παραλλαγές του οπορτουνισμού στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Ο Λασσάλ ήταν ένας από τους ιδρυτές της Πανγερμανικής εργατικής ένωσης(1863). Η δημιουργία της Ένωσης είχε σημασία για το κίνημα, ο Λασσάλ όμως όταν εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης, την οδήγησε σε οπορτουνιστικό δρόμο. Οι Λασσαλιστές με την νόμιμη διαφώτιση για το νομικό εκλογικό δικαίωμα, με τη δημιουργία παραγωγικών ενώσεων που θα χρηματοδοτούνταν από το κράτος των γιούνκερ, υπολόγιζαν να πετύχουν την δημιουργία ενός ‘ελευθέρου λαϊκού κράτους’. Ο Λασσάλ υποστήριζε την πολιτική της συνένωσης της Γερμανίας ‘από τα πάνω’ με την ηγεμονία της αντιδραστικής Πρωσίας. Η οπορτουνιστική λογική των λασσαλιστών αποτελούσε εμπόδιο στη δράση της Ι Διεθνούς και στη δημιουργία ενός εργατικού κόμματος στην Γερμανία, εμπόδιζε την καλλιέργεια ταξικής συνείδησης στους εργάτες.
2.Μαλθουσιανισμός: Αστική θεωρία την οποία διατύπωσε ο άγγλος ιερωμένος Μάλθους. Ισχυριζόταν ότι η αύξηση του πληθυσμού ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση των μέσων συντήρησης των ανθρώπων. Με γνώμονα αυτό τον αναληθή ισχυρισμό, προσπάθησε να αποδείξει ότι αιτία της φτώχειας είναι οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που αναπτύσσονται τόσο γρήγορα. Ο Μάλθους πρότεινε στους εργαζόμενους σαν μέσο βελτίωσης της θέσης τους , την αγαμία είτε τον περιορισμό των γεννήσεων με οποιοδήποτε τρόπο. Οι σύγχρονοι αμερικάνοι και άγγλοι κοινωνιολόγοι προβάλουν ξανά τη θεωρία του και μάλιστα με πιο αντιδραστική μορφή. Δικαιολογούν την αποικιοκρατική πολιτική των ιμπεριαλιστών, διακηρύσσουν ότι ο πόλεμος είναι το καλύτερο μέσο βελτίωσης των όρων ζωής των ανθρώπων, αφού ο πόλεμος εξοντώνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό.
3.Μπορούμε να βρούμε και να βεβαιωθούμε εάν ο Μαρξ και ο Ένγκελς χρησιμοποιούσαν το όρο ‘δικτατορία του προλεταριάτου’ πριν το 1871;

http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/26

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κωνσταντίνος Ηλιιάδης, Χρήστος Χαρατσής


Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

«Η εργασία είναι πρώτα μια διαδικασία ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, μια διαδικασία όπου ο άνθρωπος με τη δική του πράξη μεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση. Την ύλη της φύσης ο ίδιος ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει σαν μια φυσική δύναμη. Τις φυσικές δυνάμεις που ανήκουν στο σώμα του, τα μπράτσα και τα πόδια, το κεφάλι και τα χέρια, τα βάζει σε κίνηση για να ιδιοποιηθεί τη φυσική ύλη με μια μορφή χρήσιμη για τη δική του ζωή. Επενεργώντας με την κίνηση αυτή πάνω στη φύση που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και αλλάζοντάς την, αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση. Αναπτύσσει τις δυνάμεις που κοιμούνται μέσα της και υποτάσσει στην κυριαρχία του το παιχνίδι των δυνάμεών της.»

Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο





Η εργασία (και η παραγωγή) ως διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ανακύπτει ιστορικά ως η επίλυση μιας αντίφασης, της αλληλεπίδρασης μεταξύ έμβιων όντων και περιβάλλοντος.


Στην αλληλεπίδραση έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος μπορούμε να διακρίνουμε επιγραμματικά τέσσερις μορφές:


  • Η πρώτη, μη ανεπτυγμένη μορφή, όπου η κατανάλωση ταυτίζεται άμεσα με τη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα φυτά) και καθορίζεται κατά αποφασιστικό τρόπο από τις ιδιαιτερότητες του φυσικού περιβάλλοντος.


  • Η δεύτερη μορφή, όπου παρατηρείται διαχωρισμός της διαδικασίας κατανάλωσης και εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα ζώα), με αποφασιστικό και εδώ το ρόλο των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος (που εξαναγκάζει τα ζώα να κινούνται προς εξασφάλιση των αντίστοιχων αναλώσιμων αντικειμένων).



  • Η τρίτη, πιο ανεπτυγμένη μορφή εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, είναι η χρησιμοποίηση των ιδιοτήτων αντικειμένων ανόργανης και οργανικής προέλευσης, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Πρόκειται για μια ενδιάμεση, μεταβατική μορφή, όπου χρησιμοποιούνται αντικείμενα που δεν είναι όργανα του σώματος, όμως αυτή η χρησιμοποίηση παραμένει τυχαία και αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται για απόσπαση από το φυσικό περιβάλλον έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση. Ο αποφασιστικός ρόλος των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος διατηρείται.


  • Η αντίφαση επιλύεται στην τέταρτη μορφή, όπου τα μέσα επενέργειας στη φύση μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά και αποτελούν πλέον κυρίαρχη στιγμή στη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Αυτή η μορφή αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον συνιστά ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή και προβάλλει από δύο πλευρές: Από την πλευρά της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου και από την πλευρά της εσωτερικής ενότητάς της με την κατανάλωση. Θεωρούμενη από την πρώτη πλευρά, συνιστά την εργασία, ενώ θεωρούμενη από τη δεύτερη πλευρά συνιστά την παραγωγή.


Μπορούμε να δούμε ως αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης αυτής της ιδιότυπα ανθρώπινης μορφής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, της εργασίας, την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του ανθρώπινου νευρικού συστήματος εν συνόλω, την υποχώρηση των ενστίκτων, την απελευθέρωση και ανάπτυξη των χεριών, που προέκυψε από την όρθια στάση και τη δίποδη βάδιση, αλλά και την αγελαία μορφή συνύπαρξης των προγόνων του ανθρώπου (από την οποία θα προκύψει η κοινότητα) ώστε να υπάρχει η ικανότητα μετάδοσης εμπειρίας(αγωγή).1


Συστατικά στοιχεία της εργασίας αποτελούν: ο άνθρωπος ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας, το αποτέλεσμα ή προϊόν της εργασίας. Η εργασία είναι η αλληλεπίδραση αυτών των συστατικών στοιχείων, τα οποία εκτός αυτής της ενότητας δεν υφίστανται ως τέτοια. Όχι μόνο δεν υφίστανται το καθένα χωριστά από τα υπόλοιπα , αλλά και αλληλοδημιουργούνται. Τυχόν μεταβολή του ενός οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε αντίστοιχη μεταβολή των υπολοίπων.


Μέσο της εργασίας είναι εκείνο με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος επενεργεί σε κάτι άλλο κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Το μέσο της εργασίας εκτός αυτής της ενότητας αποτελεί απλώς ένα αντικείμενο της φύσης (και αν στην περίπτωση αυτή επιδρά σε άλλο αντικείμενο, θα πρόκειται για φυσική επίδραση ενός φυσικού αντικειμένου επί ενός άλλου φυσικού αντικειμένου).


Αντικείμενο της εργασίας είναι εκείνο επί του οποίου ασκείται η επενέργεια με τη βοήθεια του μέσου της εργασίας κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του αποτελέσματος της εργασίας, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Εκτός αυτής της ενότητας το αντικείμενο της εργασίας περιπίπτει απλώς στην κατάσταση του αντικειμένου της φύσης.


Τρόπος της εργασίας είναι το πώς ασκείται η επενέργεια επί του αντικειμένου της εργασίας με τη βοήθεια των μέσων εργασίας προς επίτευξη του αποτελέσματος, της εκπλήρωσης του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση ανάγκης.


Αποτέλεσμα της εργασίας, ακριβώς ως αποτέλεσμα, είναι το τι δημιουργείται μέσω της εργασίας με τη βοήθεια της επενέργειας των μέσων εργασίας επί του αντικειμένου εργασίας προς επίτευξη του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου κατάλληλου για την ικανοποίηση μιας ανάγκης.


Τι είναι όμως ο σκοπός; Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ: « Προϋποθέτουμε την εργασία με μια μορφή που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο. Η αράχνη κάνει δουλειές που μοιάζουν μ’ αυτές που κάνει ο υφαντής, και η μέλισσα με το χτίσιμο των κυττάρων της κερύθρας της ντροπιάζει κάμποσους ανθρώπους- αρχιτέκτονες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει από τα πρίν το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει κιόλας φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί. Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνεται ένα αποτέλεσμα, το οποίο ήδη από την αρχή αυτής της διαδικασίας υπήρχε στην αντίληψη του ανθρώπου, δηλαδή ιδεατά. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μόνο τη μορφή αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση. Εντός αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση, υλοποιεί ταυτοχρόνως και τον συνειδητό του σκοπό, ο οποίος καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και το χαρακτήρα της δράσης του και στον οποίο οφείλει να υποτάσσει τη βούλησή του». Η εν λόγω μαρξική περιγραφή του σκοπού προέρχεται από εκείνο το μέρος του «Κεφαλαίου», όπου ο Κ. Μαρξ, σύμφωνα με το ζητούμενο της έρευνάς του, ήταν απαραίτητο να προβεί σε ανάλυση της εργασίας ως δεδομένης και όχι στην εμφάνισή της, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η εργασία αρχίζει με τη σκοποθεσία. Αν όμως δούμε την εργασία εν γένει, στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων (και ο σκοπός είναι ένα από αυτά) , αντιλαμβανόμαστε ότι η εργασιακή διαδικασία παίζει τον καθοριστικό ρόλο έναντι του σκοπού, ο οποίος προέρχεται από την ανάγκη και ανακύπτει με τη γέννηση της εργασίας. Ανακύπτει και διαμορφώνεται με την εμφάνιση και διαμόρφωση όλων των συστατικών στοιχείων της –κάθε συγκεκριμένης- εργασιακής διαδικασίας και επιδρά σε αυτήν και τα υπόλοιπα συστατικά της στοιχεία, όπως και δέχεται την επίδραση αυτών και τροποποιείται κατά την εξέλιξη της εργασιακής διαδικασίας. Ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος (ως παράσταση) , ο σκοπός είναι δυνητικός, ενώ πραγματικός γίνεται με τη μετατροπή του σε αποτέλεσμα. Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει την ύπαρξη των αντίστοιχων υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας (αντικειμένου, μέσου, αλλά και ανθρώπου με κατάλληλες εργασιακές γνώσεις και δεξιότητες) και είναι πραγματικός μόνο εφόσον είναι εφικτός και υλοποιούμενος.2


Πέραν του ότι η εργασιακή δραστηριότητα συνιστά μετασχηματισμό του εξωτερικού αντικειμένου, με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων, για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας, έχει ακόμα μία πλευρά: Συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει). Η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την συλλογική χρήση- βελτίωση του μέσου, κατά τον αντίστοιχο σε αυτό λειτουργικά και μορφολογικά προορισμό- τρόπο επενέργειας. Το μέσο αποτελεί κωδικοποιημένο συμπύκνωμα μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Μέσω του διαμεσολαβητικού του χαρακτήρα (στη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμένου- αντικειμένου αλλά και των υποκειμένων προς άλληλα) , κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας, συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας μέσω σημείων, συμβόλων.3


Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της εργασιακής διαδικασίας, πηγή κίνησής της αποτελεί η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή η αυτοανανέωση των βιολογικών, σωματικών αναγκών τους. Αυτοανανεούμενες οι βιολογικές, σωματικές ανάγκες εντός της διαδικασίας κατανάλωσης των προϊόντων της εργασίας, απαιτούν και ανανέωση αυτών των προϊόντων, επομένως και ανανέωση της εργασίας. Άρα η εργασία λειτουργεί ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών (που μετατρέπονται σε σκοπό της εργασίας) , οι οποίες προβάλλουν ως παγιωμένες και αμετάβλητες αφού ο άνθρωπος, ως βιολογικό είδος, δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς. Έτσι και η εργασία υφίσταται στο μεγαλύτερο μέρος της ως επαναλαμβανόμενη, με κύριο στοιχείο την αύξηση της ποσότητας του αποτελέσματος, τη μαζική παραγωγή, ενώ η ποιοτική μεταβολή υπάρχει μόνο ως υπηγμένη στιγμή. Μπορούμε να πούμε ότι η εργασία εδώ κινείται- αναπτύσσεται με βάση εξωτερική πηγή κίνησης (τις βιολογικές ανάγκες), στο έδαφος της διαδικασίας από την οποία προέκυψε, την αλληλεπίδραση έμβιου όντος- φυσικού περιβάλλοντος, και όχι εσωτερική, η οποία εδώ διαμορφώνεται.


Όμως η ίδια η αναγκαιότητα επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί στην εξέλιξή της, μέσω της προσπάθειας ανεύρεσης ενός, κατά το δυνατό, ομοιογενέστερου φυσικού υλικού για τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας. Έτσι εντός της εργασιακής διαδικασίας (στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων) , μέσω της εμπειρίας και της συσσώρευσης γνώσεων περί του αντικειμένου και του μέσου εργασίας, αυτά μεταβάλλονται προς όλο και καθολικότερες μορφές, κυρίως όσον αφορά το μέσο· όσον αφορά το αντικείμενο, αυτό υπόκειται σε προκαταρτική επεξεργασία για να του δοθεί ομοιογένεια και να καταστεί λιγότερο ευμετάβλητο ως αντικείμενο της εργασίας (μέσω αυτής της διαδικασίας έπεται και η αναγκαιότητα εμφάνισης της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας). Οπότε η απλή επανάληψη μιας δεδομένης εργασιακής διαδικασίας κατά την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, οδηγεί σε διαμελισμό της, σε σχηματισμό καινούργιων ειδών εργασίας, σε εργασία προς δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, σε εργασία προς δημιουργία μέσων και αντικειμένων της εργασίας, καθώς επίσης και σε εργασία προς δημιουργία του υποκειμένου της εργασίας (εκπαίδευση). Η περιπλοκή και η αύξηση της εργασίας αργά ή γρήγορα προσκρούουν στους περιορισμούς των δυνάμεων του μεμονωμένου ανθρώπου και οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας.


Πλέον όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά από την ίδια την εργασιακή διαδικασία (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου), δεν είναι πλέον δοσμένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, «η εργασιακή διαδικασία μετασχηματίζει εναρμονίζοντας καθ’ομοίωσιν της [και υπέρ της] όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι συγκροτεί αντίστοιχη εαυτής βάση, δηλαδή διαμορφώνεται, ωριμάζει».4 Η πηγή κίνησης της εργασίας είναι ακόμα εξωτερική ως προς την ίδια την εργασία (καθορίζεται από τις βιολογικές ανάγκες) και όριο ανάπτυξης της εργασίας, της παραγωγής, είναι το μέγιστο της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών του πληθυσμού.


Όπως αναφέραμε η εργασία διαμελίζει τα συστατικά της στοιχεία, αλλά και τα μεταβάλλει λειτουργικά και μορφολογικά· από την εξωτερική τους διασύνδεση, ως έτοιμα- δοσμένα στοιχεία της φύσης, αποκτούν τώρα εσωτερική διασύνδεση, ως προϊόντα της παρελθούσας εργασίας. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι η εργασία ωριμάζει. Ταυτοχρόνως, η ωριμότητα της εργασίας συνίσταται στην εδραίωση της δημιουργημένης από την ίδια την εργασία σχετικής αυτοτέλειας, της απομόνωσης των συστατικών στοιχείων της εργασίας, στα πλαίσια της εσωτερικής διασύνδεσής τους. Όσο γίνεται πιο διαμελισμένη και περίπλοκη ο άνθρωπος ωθείται όλο και περισσότερο εκτός της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. « Συνεπώς, η ανάπτυξη της εργασίας ενέχει και την τάση αυτοκαταστροφής της εργασίας μέσω της ίδιας της ανάπτυξής της».5


Στην ώριμη εργασία μορφοποιείται η εργασιακή ανάγκη, η ανάγκη του ανθρώπου για εργασία χάριν της ίδιας της εργασίας. Η ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας υπάρχει και στα προγενέστερα στάδια, ως στιγμή όμως της εργασίας που γίνεται για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Στην ωριμότητά της, η εργασία χάριν της εργασίας (ως ανάγκη, ως αυτοσκοπός) συνιστά την κυρίαρχη στιγμή και αποτελεί ουσιαστικά κοινωνική ανάγκη, αν και έχει και μια βιολογική βάση, κάποιες ιδιαζόντως ανθρώπινες φυσικές προϋποθέσεις, που αφορούν κυρίως τη διάρθρωση του εγκεφάλου, αλλά και των χεριών του ανθρώπου (εδώ έγκειται και η μορφολογική μεταβολή του ανθρώπου εντός της εργασιακής διαδικασίας). Η εργασία προβάλλει πλέον ως ανανεούμενη- αναπτυσσόμενη (και όχι ως επαναλαμβανόμενη) με κυρίαρχη την ποιότητα του αποτελέσματος αλλά και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Η εργασία (αν υφίσταται πλέον ως εργασία), συνιστά δημιουργία, χαρακτηρίζεται από την ενεργό, γόνιμη και απορρέουσα από τις ανάγκες της εποχής αφομοίωση ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού πλούτου (γι’ αυτό και είναι καθολική δραστηριότητα) , είναι κάθε δραστηριότητα, είτε με τη μορφή της χειρωνακτικής εργασίας, είτε της επιστημονικής έρευνας, είτε της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με στόχο την τελειοποίηση, την ομορφιά. «Το κύριο, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της εργασίας, η οποία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία είναι η δημιουργία κατά τους νόμους της ομορφιάς».6 Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ σ’ ένα απ’ τα πρώτα μεγάλα βήματα που έκανε στο δύσβατο μονοπάτι της επιστήμης: «Τα ζώα παράγουν μόνο προς μια κατεύθυνση, ενώ ο άνθρωπος παράγει καθολικά. Τα ζώα παράγουν μόνο κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει ακόμα κι όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή. Τα ζώα παράγουν μόνο τον εαυτό τους, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει ολόκληρη τη φύση. Τα προϊόντα των ζώων ανήκουν άμεσα στα φυσικά τους σώματα, ενώ ο άνθρωπος είναι ελεύθερος απέναντι στο προϊόν του. Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει- επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς»7







ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ


ΓΕΝΙΚΑ


Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τροφή, ρούχα, κατοικία και άλλα υλικά αγαθά. Αυτά η φύση δεν τους τα δίνει σε έτοιμη μορφή. Για να τα αποκτήσουν, οι άνθρωποι πρέπει να εργαστούν. Η εργασία αποτελεί τη βάση της κοινωνικής ζωής, είναι φυσική αναγκαιότητα του ανθρώπου. Η εργασία είναι μια σκόπιμη δραστηριότητα με την οποία ο άνθρωπος προσαρμόζει τα αντικείμενα της φύσης και τα κάνει κατάλληλα για την ικανοποίηση των αναγκών του.


Στη διαδικασία κάθε εργασίας ο άνθρωπος ξοδεύει σωματική, νευρική και πνευματική εργασία. Το αποτέλεσμα της εργασίας είναι τα χρήσιμα προϊόντα. Στη διαδικασία αυτή οι άνθρωποι μεταμορφώνουν τα αντικείμενα της φύσης ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.


Τα πράγματα με την βοήθεια των οποίων ο επιδρά στη φύση και προσαρμόζει τα αντικείμενά της για να τα καταναλώσει, ονομάζονται μέσα εργασίας. Στα μέσα εργασίας ιδιαίτερη θέση κατέχει το δραστήριο τους μέρος, τα εργαλεία παραγωγής: τα όργανα, οι συσκευές, τα μηχανήματα. Τα εργαλεία μπορεί κανείς να τα ονομάσει οστέινο και μυϊκό σύστημα της παραγωγής. Οι ιδιομορφίες των μέσων παραγωγής αποτελούν σπουδαιότατο διακριτικό γνώρισμα κάθε ιστορικής εποχής. Έτσι η εργασία με τα χέρια και οι απλές μηχανές χαρακτηρίζουν τις προκαπιταλιστικές εποχές. Η εμφάνιση ατμοκίνητων μηχανών αντιστοιχεί στην περίοδο γέννησης του καπιταλισμού. Η πλατιά χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και οι αυτόματες μηχανές την εποχή της ακμής.


Ένα άλλο τμήμα των μέσων παραγωγής είναι οι σωλήνες, τα σκεύη, τα αγγεία, οι δεξαμενές κ.τ.λ δηλαδή το λεγόμενο αγγειακό σύστημα της παραγωγής. Τα παραγωγικά κτίρια, οι εγκαταστάσεις, οι συσκευές εξαερισμού, οι σιδηρόδρομοι, οι δρόμοι, οι διώρυγες κ.τ.λ αποτελούν επίσης μέσα εργασίας.


Ρόλο μέσου εργασίας παίζει και η γη σαν τόπος πάνω στον οποίο συντελείται η διαδικασία της εργασίας, σαν αποθήκη ορυκτών και γενικά σαν φορέας φυσικών ιδιοτήτων που στην παραγωγή προϊόντων(κυρίως αγροτικών). Στην εποχή μας αποκτούν όλο και περισσότερη σημασία ο ηλεκτρισμός, οι χημικές και φυσικές δυνάμεις, η πυρηνικές αντιδράσεις και άλλες δυνάμεις που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο. Ένα άλλο στοιχείο απαραίτητο στη διαδικασία της εργασίας είναι(εκτός από τη σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου και τα μέσα εργασίας) τα αντικείμενα της εργασίας, δηλαδή τα πράγματα εκείνα προς τα οποία στρέφεται η ανθρώπινη εργασία, υλικά που υποβάλλονται σε κατεργασία. ¨Ένα μέρος των αντικειμένων της εργασίας υποβάλλεται σε μια προκαταρκτική διαδικασία.(πχ).Αυτά τα αντικείμενα της εργασίας ονομάζονται πρώτες ύλες ή ακατέργαστα υλικά. Εκτός από αυτά, στη διαδικασία της παραγωγής χρησιμοποιούνται και διαφόρων ειδών βοηθητικές ύλες( καύσιμα, υλικά συντήρησης).


Τα μέσα εργασίας και τα αντικείμενα εργασίας, με τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα πράγματα που τους είναι αναγκαία, ονομάζονται μέσα παραγωγής.


Ωστόσο οι μηχανές , τα μέταλλα, και τα άλλα μέσα παραγωγής δεν μπορούν μόνα τους να δημιουργήσουν υλικά αγαθά. Για να παράγουν τέτοια αγαθά πρέπει να ενωθούν με την εργατική δύναμη του ανθρώπου. Με τον όρο εργατική δύναμη εννοούμε τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου, την επαγγελματική του πείρα και τις επαγγελματικές του συνήθειες, που τις χρησιμοποιεί για να δημιουργεί με την βοήθεια των μέσων παραγωγής υλικά αγαθά τα οποία ικανοποιούν ανάγκες του. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει, χειριστεί και δώσει κίνηση στα εργαλεία και να οργανώσει την υλική παραγωγή.


Τα μέσα παραγωγής μαζί με την εργατική δύναμη των ανθρώπων αποτελούν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Είναι τα μέσα παραγωγής που δημιούργησε η κοινωνία, κατά πρώτο λόγο τα εργαλεία και οι άνθρωποι που παράγουν τα μέσα διαβίωσης. Η ανάπτυξη και η τελειοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούν στη διεύρυνση της εξουσίας του ανθρώπου πάνω στις δυνάμεις της φύσης, αποτελούν τη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας.


Η αποφασιστική δύναμη της κοινωνίας είναι ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι όχι μόνο χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής, αλλά και τα δημιουργούν. Οι που είναι ικανοί για εργασία και βάζουν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής, αποτελούν το κύριο στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων.


Οι άνθρωποι ποτέ δεν παρήγαγαν υλικά αγαθά ο καθένας μόνος του. Ακόμα και στην πρωτόγονη κοινωνία οι άνθρωπο κυνηγούσαν όλοι μαζί, καλλιεργούσαν τη γη από κοινού. Στις σύγχρονες βιομηχανίες ο αριθμός των εργατών ανέρχεται σε κάποιες χιλιάδες. Κάθε βιομηχανική επιχείρηση παίρνει πρώτες ύλες και διάφορα άλλα υλικά από δεκάδες και όχι σπάνια από εκατοντάδες άλλες επιχειρήσεις. Έτσι παραδείγματος χάρη, τα εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν εκατοντάδες προμηθευτές. Η εργασία των ανθρώπων έχει πάντα κοινωνικό χαρακτήρα.


Στο προτσές της παραγωγής, της ανταλλαγής, της διανομής και της κατανάλωσης των υλικών αγαθών, οι άνθρωποι έρχονται, αναπόφευκτα και ανεξάρτητα από τη συνείδηση τους, σε καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους οι οποίες ονομάζονται παραγωγικές σχέσεις. Στην παραγωγή οι άνθρωποι δεν έρχονται σε επαφή μόνο με τη φύση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να παράγουν αν κατά ένα ορισμένο τρόπο δεν ενωθούν για να δράσουν από κοινού και να ανταλλάξουν αμοιβαία τις δραστηριότητές τους. Για να παράγουν, δημιουργούν μεταξύ τους κάποιους δεσμούς και σχέσεις και μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια υπάρχει η σχέση τους με τη φύση, συντελείται η παραγωγή.


Βάση των παραγωγικών σχέσεων οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στο καπιταλιστικό σύστημα τέτοια βάση είναι η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.


Από τον χαρακτήρα των μέσων παραγωγής εξαρτάται και η διανομή των προϊόντων της εργασίας. Στον καπιταλισμό τα προϊόντα της εργασίας πρώτα απ όλα προς το συμφέρον των καπιταλιστών.


Οι άνθρωποι εφόσον η εργασία τους έχει κοινωνικό χαρακτήρα, ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα της εργασίας. Ο χαρακτήρας της ανταλλαγής, το ποιος ανταλλάσσει και το τι ανταλλάσσει , - όλα αυτά εξαρτώνται επίσης από τη μορφή της ιδιοκτησίας , από το χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εργασίας. Τα προϊόντα της εργασίας χάρη στη διανομή και την ανταλλαγή μπαίνουν στη σφαίρα της κατανάλωσης.


Έτσι οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής, της διανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης. Βάση των σχέσεων αυτών είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Και βέβαια αυτές τις παραγωγικές σχέσεις, το κοινωνικό σύστημα της παραγωγής είναι που μελετάει η πολιτική οικονομία.


Οι παραγωγικές σχέσεις συνδέονται αδιάρρηκτα με τις παραγωγικές δυνάμεις και αποτελούν μαζί τους τον κοινωνικό τρόπο παραγωγής.


Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατά πρώτο λόγο η τελειοποίηση των εργαλείων της εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα στην αντικατάσταση των παλιών παραγωγικών σχέσεων από νέες. Οι παραγωγικές σχέσεις με την σειρά τους ασκούν επίδραση στις παραγωγικές δυνάμεις. Όταν οι σχέσεις αυτές είναι καθυστερημένες εμποδίζουν την αύξηση και την τελειοποίηση της παραγωγής, ενώ όταν είναι προοδευτικές, προωθούν την παραγωγή, επιταχύνουν την ανάπτυξή της.


Το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, το σύστημα τους αποτελεί το κοινωνικό σύστημα της παραγωγής, την οικονομική βάση της κοινωνίας. Πάνω σε αυτή τη βάση εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι πολύμορφες κοινωνικές σχέσεις, ιδέες και οι θεσμοί και οργανώσεις που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις ιδέες σχηματίζουν το εποικοδόμημα της κοινωνίας. Ο τρόπος της παραγωγής, το κοινωνικό του σύστημα και εποικοδόμημα συνδέονται αδιάσπαστα μεταξύ τους. Γι’ αυτό κάθε κοινωνία αποτελεί έναν ολοκληρωμένο κοινωνικό- οικονομικό σχηματισμό.



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΞΈΛΙΞΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ. Η ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


Η ιστορία γνωρίζει ως γνωστόν πέντε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς (σχέσεις παραγωγής) που αντικατέστησαν διαδοχικά ο ένας τον άλλον: πρωτόγονο κοινοτικό, δουλοκτητικό φεουδαρχικό, καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό.



ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία της κοινωνίας αρχίζει με την εμφάνιση του ανθρώπου του οποίου σπουδαιότερη ιδιομορφία είναι η ικανότητα να χρησιμοποιεί εργαλεία εργασίας. Η εργασία κατέχει πρωτεύουσα θέση στη διάπλαση και ανάπτυξη του ανθρώπου. Στη διαδικασία της εργασίας διαμορφώθηκε ο ίδιος ο άνθρωπος, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν οι μορφές της κοινωνικής οργάνωσης του.


Ιστορικά πρώτη, κατώτερη μορφή οργάνωσης των ανθρώπων υπήρξε ο πρωτόγονος κοινοτικός σχηματισμό, που κράτησε δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης περιόδου ο άνθρωπος κατάφερε να περάσει από την χρησιμοποίηση των έτοιμων αντικειμένων της φύσης- ραβδί και πέτρα- στην κατασκευή των πρωτόγονων εργαλείων παραγωγής. Στην αρχή επρόκειτο για χοντροκομμένα εργαλεία από πέτρα, κόκαλα, ξύλο, κέρατα (πέλεκεις, μαχαίρια, σμίλες, ξύστρες, κοντάρια και δόρατα, αγκίστρια για ψάρεμα). Με τον καιρό όμως αυτά τα εργαλεία τελειοποιήθηκαν, ύστερα από επιμελή επεξεργασία. Εμφανίστηκαν μάλιστα καινούργια εργαλεία, μέσα εργασίας: το τόξο και τα βέλη, οι βάρκες, τα έλκηθρα κλπ. Ο άνθρωπος ανακάλυψε τη φωτιά που είχε τεράστια σημασία για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας.


Με την τελειοποίηση των εργαλείων, αναπτυσσόταν, τελειοποιούταν και η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων. Από τη συγκομιδή των έτοιμων προϊόντων της φύσης(φαγώσιμοι καρποί, φρούτα και χορταρικά), ο άνθρωπος πέρασε στην τεχνητή καλλιέργεια των φυτών, στη γεωργία, κι από το κυνήγι άγριων ζώων κατέληξε στην εξημέρωση τους, στην κτηνοτροφία.


Το πολύ χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα υπαγόρευσε και τις αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής. Βάση τους στάθηκαν η κοινοτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής της εποχής εκείνης και οι συνδεόμενες με αυτή σχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας των ανθρώπων. Οι σχέσεις αυτές καθορίζονταν από το ότι η αντίσταση στα ισχυρά στοιχεία της φύσης με τα πρωτόγονα εργαλεία παραγωγής ήταν μόνο από κοινού δυνατή.


Οι άνθρωποι ζούσαν στην πρωτόγονη κοινωνία κατά ομάδες-κοινότητες γενών, με μόνο κριτήριο προσχώρησης σ’ αυτές τους συγγενικούς δεσμούς. Καλλιεργούσαν μαζί την κοινοτική γη με τα κοινά εργαλεία, είχαν κοινή κατοικία που τους προστάτευε από την κακοκαιρία και τα άγρια θηρία. Τα προϊόντα που πορίζονταν τα μοίραζαν ισότιμα. Εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων, στα μέλη της πρωτόγονης κοινότητας αναλογούσαν τόσο ελάχιστα προϊόντα που αρκούσαν μόνο για την επιβίωσή τους. Για ιδιοποίηση δεν έμεινε τίποτε. Γι’ αυτό δεν υπήρχε ιδιοκτησία και τάξεις.


Ωστόσο και στις συνθήκες της πρωτόγονης κοινωνίας οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν αδιάκοπα, βέβαια, με βραδείς ρυθμούς. Τελειοποιούνταν τα μέσα της εργασίας, πλουτιζόταν η παραγωγική πείρα των ανθρώπων. Μεγάλο άλμα στην ανάπτυξη της παραγωγής, υπήρξε το πέρασμα από τα πέτρινα εργαλεία στα μεταλλικά. Τα καινούργια εργαλεία-το αλέτρι με μεταλλικό υνί, το χάλκινο τσεκούρι και άλλα- έκαναν την εργασία αποδοτικότερη. Στάθηκε δυνατή η ευρύτερη ενασχόληση μα τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Προέκυψε ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός εργασίας: ο δια χωρισμός της γεωργίας από την κτηνοτροφία. Λίγο αργότερα έγινε ανεξάρτητος κλάδος της παραγωγής η βιοτεχνία(κατασκευή εργαλείων παραγωγής, όπλων, ρουχισμού υποδημάτων κλπ). Εμφανίστηκε και άρχισε να αναπτύσσεται η ανταλλαγή προϊόντων της παραγωγής.


Με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας η κοινότητα των γενών άρχισε να διασπάται σε οικογένειες. Εμφανίστηκε έτσι η ατομική ιδιοκτησία και ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής έγινε η οικογένεια. Αυτά τα μέσα παραγωγής βρέθηκαν στην κατοχή κυρίως των οικογενειών που είχαν την αρχηγία του γένους. Δεδομένου ότι αυτός που εργαζόταν, τώρα παρήγαγε περισσότερα προϊόντα απ’ ότι χρειαζόταν για τη συντήρησή του, δημιουργήθηκε η δυνατότητα ιδιοποίησης του παραγόμενου προϊόντος, κατά συνέπεια , και η δυνατότητα πλουτισμού κάποιων μελών της κοινωνίας εις βάρος των άλλων. Στο βαθμό που αναπτυσσόταν η ατομική ιδιοκτησία και η διαδικασία αποσύνθεσης της κοινότητας των γενών συντελείτο με ολοένα και εντατικότερους ρυθμούς. Η πρωτόγονη ισότητα αντικαταστάθηκε από την κοινωνική ανισότητα. Εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιτιθέμενες τάξεις: οι δούλοι και οι δουλοκτήτες, Έτσι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε στην αντικατάσταση του πρωτόγονου σχηματισμού με το δουλοκτητικό σχηματισμό.



ΔΟΥΛΟΚΤΗΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ


Οι κληρονομημένες από τον πρωτόγονο σχηματισμό παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο στον δουλοκτητικό σχηματισμό. Τα ξύλινα και πέτρινα εργαλεία παραχωρούν εδώ τη θέση τους στα μεταλλικά οριστικά (πρώτα στα χάλκινα και έπειτα στα σιδερένια). Αυτό επέτρεψε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας στη γεωργία. Δίπλα στην καλλιέργεια δημητριακών, εμφανίστηκαν η κηπευτική και η δενδροκομία. Για το τεχνητό πότισμα των χωραφιών κατασκευάζονται αρδευτικά έργα : κανάλια αναχώματα υδραντλίες κλπ. Ενώ για την κατεργασία των σιτηρών οικοδομούνται μύλοι. Άνοιξαν μεταλλεία, όπου χρησιμοποιούνται η χειρωνακτική εργασία και τα απλούστερα εργαλεία: κασμάδες, σφυριά για την εξόρυξη μεταλλεύματος, μύλοι ή γουδιά για το θρυμμάτισμά του και φούρνοι για το λιώσιμο του μετάλλου. Συνεχίζεται η διαδικασία καταμερισμού της εργασίας. Στη βιοτεχνική παραγωγή διαχωρίστηκαν σαν ξεχωριστοί κλάδοι, η κατεργασία των μετάλλων, η κατασκευή των όπλων, ενδυμάτων, η σιδηρουργία, η υφαντουργία κλπ. Στη βιοτεχνία χρησιμοποιούνται ολοένα και διαφοροποιημένα εργαλεία με ειδικές χρήσεις(τόρνος, φυσερό) . Ευρεία ανάπτυξη γνώρισαν οι οικοδομές, η ναυπηγική και η πολεμική τεχνική. Οι πόλεις αναπτύσσονταν εις βάρος της υπαίθρου, το εμπόριο διευρυνόταν.


Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις συνθήκες της δουλοκτητικής κοινωνίας υπαγορεύτηκε από τις αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής. Οι σχάσεις παραγωγής στη δουλοκτητική κοινωνία βασίζονταν στην απόλυτη κυριαρχία του δουλοκτήτη τόσο στα μέσα παραγωγής, όσο και πάνω στον ίδιο το δούλο, καθώς και στα παραγόμενα προϊόντα. Ο δουλοκτήτης άφηνε στο δούλο τόσο, όσο του χρειαζόταν για να μην πεθάνει της πείνας.


Ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής και την οικονομική βάση της δουλοκτησίας διαμορφώθηκε και το κοινωνικό εποικοδόμημα: εμφανίστηκε το δουλοκτητικό κράτος με τα διάφορα κατασταλτικά όργανα( στρατός, δικαστήρια, υπαλληλικός μηχανισμός κλπ) και τη σχετική ιδεολογία των δουλοκτητών. Αυτό το εποικοδόμημα υπηρετούσε πιστά τη βάση του, προάσπιζε την ατομική ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση.


Όπως είναι επόμενο στην δουλοκτητική κοινωνία εγκαταστάθηκαν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, σχέσεις σκληρής εκμετάλλευσης από τους δουλοκτήτες προς την μάζα των δούλων που δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Οι σχέσεις αυτές ευνόησαν για μια ορισμένη περίοδο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Με τον καιρό όμως οι δυνατότητές τους εξαντλήθηκαν και μετατράπηκαν σε σοβαρή τροχοπέδη της κοινωνικής παραγωγής. Η παραγωγή απαιτούσε την συνεχή τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο δούλος όμως δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτό , μια και δεν έφερνε την παραμικρή βελτίωση της κατάστασής του. Μάλιστα, ο ίδιος ο δούλος, αυτή η κύρια παραγωγική δύναμη, εξαιτίας της απάνθρωπης εκμετάλλευσης ξέπεφτε και σωματικά και διανοητικά.


Με το διάβα του χρόνου, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής της δουλοκτητικής κοινωνίας οξύνθηκαν στο έπακρο. Η αντίθεση αυτή βρήκε την έκφρασή της στις εξεγέρσεις των δούλων. Οι ξεσηκωμοί τους , παράλληλα με τις επιδρομές των γειτονικών φυλών, υπέσκαψαν τις βάσεις του δουλοκτητικού συστήματος, πάνω στα ερείπια του οποίου εμφανίστηκε ο καινούργιος φεουδαρχικός σχηματισμός.



ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ


Η ανοδική πορεία των παραγωγικών δυνάμεων συνεχίστηκε και στις συνθήκες της φεουδαρχίας. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή άρχισαν οι άνθρωποι να αξιοποιούν ευρύτατα, προς διευκόλυνση της δουλειάς, την ενέργεια του νερού και του αέρα: νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, ιστιοφόρα σκάφη. Έμαθαν να βγάζουν το σίδερο από το χυτοσίδερο, εφεύραν το χαρτί το μπαρούτι, την τυπογραφία και έκαναν ένα σωρό άλλες ανακαλύψεις που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας.


Αναπτύχθηκε παραπέρα η βιοτεχνία, κατασκευάστηκαν καινούργια και τελειοποιήθηκαν τα παλιά εργαλεία και μηχανήματα. Ιδιαίτερα αισθητή έγινε η πρόοδος της κλωστοϋφαντουργίας. Ανέβηκε η εξειδίκευση της βιοτεχνικής εργασίας, πράγμα που επέτρεψε την σημαντική αύξηση της παραγωγικότητάς της. Με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται οι πόλεις. Μάλιστα, σιγά-σιγά μερικές από αυτές ανέρχονται σε παγκοσμίου φήμης βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα.


Αναπτυσσόταν και η αγροτική οικονομία. Αξιοποιούνταν ολοένα καινούργιες ποικιλίες δημητριακών, οπωροφόρων δέντρων και λαχανικών. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται λιπάσματα, ενώ οι αγροί καλλιεργούνταν επιμελέστερα. Επεκτάθηκε η κτηνοτροφία και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα τα άροτρα και τα παραγωγικά ζώα στη γεωργία.


Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων υπαγορευόταν από τις σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές βασίζονταν στην ιδιοκτησία του φεουδάρχη στα μάσα παραγωγής, προπαντός στη γη και τη σχετικά κυριαρχία πάνω στον εργάτη, τον δουλοπάροικο. Ο φεουδάρχης είχε το δικαίωμα να υποχρεώσει τον αγρότη να δουλεύει γι’ αυτόν , να εκτελέσει διάφορες αγγαρείες, μπορούσε να τον πουλήσει ή να τον αγοράσει αλλά η ζωή του αγρότη δεν του ανήκε πια. Όπως και στο δουλοκτητικό σύστημα, οι σχέσεις παραγωγής υπήρξαν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, εκμετάλλευσης των δουλοπάροικων από τους φεουδάρχες. Κι όμως ήταν προοδευτικότερες από της δουλοκτητικής κοινωνίας γιατί έστω και λίγο παρακινούσαν το ενδιαφέρον για των εργατών για εργασία. Οι αγρότες και οι επαγγελματοβιοτέχνες είχαν ατομικά νοικοκυριά( ο αγρότης: ένα μικρό κλήρο γης, άλογο και άλλα κατοικίδια ζώα, αγροτική κινητή περιουσία και ο επαγγελματοβιοτέχνης: εργαλεία ή απλά μηχανήματα.) όπου δούλευαν για τον εαυτό τους, αφού εκπλήρωναν εννοείται όλες τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους φεουδάρχες. Άρα ενδιαφέρονταν για την τελειοποίηση των εργαλείων, τη βελτίωση των μεθόδων διεύθυνσης της γεωργίας και της βιοτεχνίας.

Σε ότι αφορά τώρα το εποικοδόμημα της φεουδαρχικής κοινωνίας, αυτό, ως προς την εκμεταλλευτική του ουσία , δεν διέφερε από αυτό της δουλοκτητικής. Με την δια φορά ότι αντί για δουλοκτήτες έχουμε φεουδάρχες. Απέβλεπε στην διατήρηση και τη στερέωση της φεουδαρχικής ατομικής ιδιοκτησίας, των σχέσεων παραγωγής και της οικονομικής βάσης του φεουδαρχισμού, πάνω στην οποία άλλωστε στηριζόταν το ίδιο. Ενισχύθηκε ο κρατικός μηχανισμός, μεγάλωσαν οι ένοπλες δυνάμεις. Στην πνευματική ζωή της κοινωνίας δεσπόζουσα θέση κατείχε η θρησκεία που χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση.


Όσο βάθαιναν οι αντιθέσεις του, οι παραγωγικές δυνάμεις, εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται. Ιδιαίτερα ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξή τους έδωσαν οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις προς τα τέλη του 15- αρχές του16 αιώνα.(ανακάλυψη της Αμερικής, θαλάσσιος δρόμος προς τις Ινδίες κλπ). Δημιουργείται διεθνής αγορά. Αυξάνει η ζήτηση για διάφορα εμπορεύματα που αδυνατούσε πια να ικανοποιήσει η βιοτεχνική παραγωγή. Οπότε στη θέση του βιοτεχνικού εργαστηρίου ήρθε η μανιφακτούρα.


Η μανιφακτούρα συγκέντρωσε κάτω από την ίδια στέγη σημαντικό αριθμό εργατών, επέβαλλε πιο ισχυρό καταμερισμό εργασίας και έτσι αναπτύχθηκε απότομα η παραγωγικότητα της. Η εμφάνιση της σήμαινε τη γέννηση, μέσα στα σπλάγχνα της φεουδαρχίας, της καινούργιας καπιταλιστικής παραγωγής και των αντιτιθέμενων τάξεων, αστικής τάξης και προλεταριάτου, που προσιδιάζουν σ’ αυτή.


Πάντως, η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που συνδεόταν με την εμφάνιση της μανιφακτούρας, οδήγησε στη σύγκρουση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων με τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Η μανιφακτούρα είχε ανάγκη από ελεύθερους εργάτες, ενώ η φεουδαρχία έδενε τους δουλοπάροικους με τη γη.


Η μανιφακτούρα απαιτούσε ευρεία διεθνή αγορά ενώ η δημιουργία αυτής της αγοράς ανακοπτόταν από τον κλειστό χαρακτήρα της φυσικής οικονομίας. Έτσι προέκυψε η ανάγκη αντικατάστασης των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής με τις καινούργιες, καπιταλιστικές. Αυτό έγινε δυνατό με τις αστικές επαναστάσεις, με πρωταγωνιστές τους καθοδηγούμενους από την αστική τάξη δουλοπάροικους και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης.



ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

Η μεγάλη μηχανοκίνητη παραγωγή είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Τη θέση του βιοτεχνικού εργαστηρίου και της μανιφακτούρας καταλαμβάνουν τώρα τα μεγάλα εργοστάσια, τα μεταλλεία και τα ορυχεία. «Υποταγή των δυνάμεων της φύσης, μηχανές, εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και τη γεωργία…». Έτσι χαρακτήρισαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο μανιφέστο τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Πριν από ένα-δυο αιώνες στην αυγή της υπαρξής του, ο καπιταλισμός έκανε στον τομέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πολύ περισσότερα απ’ ότι όλες οι προηγούμενες εποχές της ανθρωπότητας.


Η τόσο γοργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οφειλόταν στις καινούργιες, καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές στηρίζονταν στην αστική ατομική ιδιοκτησία, η οποία εκτόπιζε σταδιακά μεν αλλά αδυσώπητα τη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Ο εργαζόμενος στην παραγωγή, ο προλετάριος είναι νομικά ελεύθερος στον καπιταλισμό, δεν είναι δεμένος ούτε προς τη γη, ούτε με κάποια ξεχωριστή επιχείρηση. Είναι ελεύθερος με την έννοια ότι μπορεί να πάει να δουλέψει στον ένα ή στον άλλον καπιταλιστή, αλλά δεν είναι καθόλου ανεξάρτητος από την αστική τάξη στο σύνολό της. Επειδή στερείται κάθε μέσο παραγωγής, αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη και να υποστεί έτσι το ζυγό της εκμετάλλευσης.


Οι σχέσεις παραγωγής, όλη η οικονομική βάση του καπιταλισμού έφεραν στη ζωή και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, τις νέες αστικές ιδέες και τους αστικούς θεσμούς . Η αντίσταση της εργατικής τάξης στο ζυγό του κεφαλαίου, καθώς και η αντιδραστική πολιτική της αστικής τάξης υπαγόρευσαν την πρωτοφανή ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, ιδίως των ενόπλων δυνάμεων και άλλων κατασταλτικών οργάνων. Η πνευματική ζωή της κοινωνίας(…) διακατέχεται απο το πνεύμα του καπιταλιστικού κέρδους. της βίας κλπ. Αποστολή της είναι να αιτιολογήσει ιδεολογικά την αιωνιότητα και το ακλόνητο της της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Πλάι στις αστικές ιδέες και σε σύγκρουση μ’ αυτές γεννιέται και αναπτύσσεται και η ιδεολογία της εργατικής τάξης.


Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δημιούργησαν ένα τέτοιο κίνητρο ανάπτυξης της παραγωγής σαν το καπιταλιστικό κέρδος. Κυνηγώντας ακριβώς το κέρδος, ο αστός διευρύνει την παραγωγή, τελειοποιεί την τεχνική, προωθεί την τεχνολογία στην βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Ωστόσο, αυτές οι σχέσεις δεν υπαγόρευσαν μόνο το πρωτοφανές σε σύγκριση με τις προηγούμενες κοινωνίες, επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής, αλλά γέννησαν κι εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που οδήγησαν το καπιταλιστικό σύστημα στο χείλος του γκρεμού. Οι Μάρξ και Ένγκελς παρομοίαζαν το κεφάλαιο με μάγο που τα ξόρκια του έθεσαν σε κίνηση δυνάμεις τόσο ακατάβλητες που κι ίδιος δεν μπορεί να τις τιθασεύσει πια.


Με τη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παύουν πια να αντιστοιχούν σε αυτές και γίνονται τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη τους. Οπότε βγήκε στην επιφάνεια η βαθύτατη αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας και στην καπιταλιστική ατομική μορφή ιδιοποίησης. Η παραγωγή έχει στην αστική κοινωνία έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Σ’ αυτήν συμμετέχουν πολλά εκατομμύρια εργαζόμενοι συγκεντρωμένοι στις μεγάλες επιχειρήσεις , ενώ τους καρπούς της εργασίας αυτών των εργαζόμενων τους ιδιοποιούνται μια χούφτα ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αυτή είναι η βασική οικονομική αντίθεση στον καπιταλισμό.


Κατά την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα, ο καπιταλισμός μετεξελίχθηκε σε ιμπεριαλισμό, ανώτατο και τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων που αντικατέστησε τον ελεύθερο συναγωνισμό.


Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ


Ο χαρακτήρας που προσλαμβάνει η εργασία σε ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας είναι αντιφατικός και κινείται σε ένα δίπολο. Πρόκειται για τον διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας. Χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δραστηριότητας αποτελεί η ικανότητα συνειδητής εργασίας βάσει ενός προκαθορισμένου σχεδίου. Αναπτύσσει δηλαδή την πρακτική του δραστηριότητα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου, προκαθορισμένου, νοητά επεξεργασμένου προγράμματος.


Η κλιμάκωση του χαρακτήρα της εργασίας σε σχέση με τον καταμερισμό της είναι αντιφατική. Σε εμβρυακές μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας όλες οι πτυχές της εργασιακής δραστηριότητας συγκροτούσαν μια συγκριτική ενότητα. Η σταδιακή εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας λόγω της συνεχώς αναπτυσσόμενης και περιπλοκότερης εργασιακής δραστηριότητας οδήγησε στο διαχωρισμό της σκοποθεσίας και της προπαρασκευής της του υποκειμένου της εργασίας από την καθαρά πρακτική, φυσική εργασία. Ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να συνδεθεί με την εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, των κοινωνικών τάξεων και του κράτους. Τότε προβάλει ως αντίθεση συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, που ασχολούνται αποκλειστικά με τη σωματική εργασία κι εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η πνευματική εργασία γίνεται προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται τον πλήρη αποκλεισμό των υφιστάμενων την εκμετάλλευση κοινωνικών τάξεων από το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητας. Αντίθετα το βάρος της εξουθενωτικής χειρωνακτικής εργασίας το επωμίζονται κατά κανόνα οι κυριαρχούμενες τάξεις.


Στη δουλοκτητική κοινωνία κάθε μορφή εργασίας θεωρούνταν υποτιμητική για τον άνθρωπο. Όλες οι φυσικές εργασιακές δραστηριότητες αναθέτονταν στους δούλους. Μάλιστα πολλές φορές αναλάμβαναν και μέρος της πνευματικής δραστηριότητας (διοικητικές, κατασταλτικές, νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Άλλωστε ο δούλος αντιμετωπίζεται μόνο ως μέσο παραγωγής χωρίς κανένα δικαίωμα πραγματικά ανθρώπινης ύπαρξης.


Κατά την εποχή της φεουδαρχίας η χειρωνακτική εργασία μεταφέρεται στους δουλοπάροικους. Ο δουλοπάροικος έχει μεν αποσπάσει μέρος των μέσων παραγωγής (έστω και ελάχιστο), αλλά εν γένει συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως «φυσικό σώμα». Η πνευματική εργασία αποτελεί προνόμιο των ευγενών και του κλήρου.


Με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας οξύνεται η αντίθεση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας καθώς βασική προϋπόθεση ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας αποτελεί η μονότονη χειρονακτική εργασία και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση. Εξάλλου ακόμη και στα πλαίσια της πνευματικής εργασίας υπερισχύει η εμπειρική γνώση έναντι της θεωρητικής, χάρη στις δυνατότητες που προσφέρει για άμεση εφαρμογή της στην παραγωγή με τις τεχνολογικές εφαρμογές. Η θεωρητική εργασία γίνεται πλέον απαραίτητη στην παραγωγική διαδικασία καθώς η εκτεταμένη χρήση μηχανών απαιτεί κάποια θεωρητική γνώση. Για πρώτη φορά «η μετατροπή της παραγωγικής διαδικασίας από την απλή εργασιακή διαδικασία σε μια επιστημονική διαδικασία που υποτάσσει και χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις και τις δραστηριοποιεί στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, εμφανίζεται σαν ιδιότητα του πάγιου κεφαλαίου απέναντι στη ζωντανή εργασία», (Κ. Μαρξ, Grundrisse).


Σε αντιδιαστολή με την όξυνση της εν λόγω αντίθεσης η εκμηχανισμένη παραγωγή, παρά την αντίθεση μεταξύ «ζωντανής» και «νεκρής» εργασίας που δημιουργεί, ετοιμάζει το έδαφος για την κατάργησή της και κατά συνέπεια και της εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Προϋπόθεση της κατάργησης αυτής αποτελεί η εμφάνιση μιας γενικευμένης αυτοματοποίησης στην παραγωγή. Μόνο τότε η διεύθυνση της παραγωγής και η εργασία για ανάπτυξη της υπάρχουσας αυτοματοποιημένης παραγωγής θα υπερτερεί έναντι της απλής συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία ως χειριστής των μηχανών ή ως μέρος αυτών. Αποτέλεσμα αυτής της διανοητικοποίησης της εργασίας είναι η συνεχώς αυξανόμενη απόσπαση του ανθρώπου από το τελικό προϊόν και η σταδιακή μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου. Κατά πόσο είναι όμως αυτό αρκετό για την επίλυση αυτής της αντίφασης θα το δούμε παρακάτω.


Οι σχέσεις παραγωγής παραμένουν οι ίδιες, έχοντας κι αυτές το δικό τους ρόλο στην εξέλιξη και την πορεία της εργασίας. Η αντίφαση ζωντανής και νεκρής εργασίας έχει ένα μόνο τρόπο επίλυσης, θεμελιωδώς ανέφικτο επί κεφαλαιοκρατίας: τη βαθμιαία απώθηση του ανθρώπου εκτός της σφαίρας της άμεσης παραγωγής (πρωταρχική εκτός του πεδίου χρήσης έτοιμων μηχανών), (Βαζιούλιν Β. Α.). Με την ανάπτυξη της εργασίας στα πλαίσια μιας ώριμης αταξικής κοινωνίας ο άνθρωπος θα είναι το πραγματικό υποκείμενο της δημιουργικής δραστηριότητας απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανιαρή και αντιπαραγωγική εργασία, χωρίς αυτό να αποκλείει κάθε είδους φυσική δραστηριότητα.


Εδώ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε δύο βασικούς τύπους εργασίας: την επαναλαμβανόμενη και την ανανεούμενη-αναπτυσσόμενη εργασία.


Η επαναλαμβανόμενη εργασία έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της την επανάληψη και τη μέγιστη τυποποίηση κάθε ενέργειας. Αυτό την καθιστά μια διαδικασία βαρετή, απεχθή και εξαντλητική. Τελικά αποτελεί μέσο για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, που προβάλλουν ως δεδομένες και απολύτως καθορισμένες. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ανθρώπινη ανάγκη. Βασικός της στόχος είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποσκοπεί και στη βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής (π.χ. σε είδη πολυτελείας).


Στην ανανεούμενη-αναπτυσσόμενη εργασία, η εργασία γίνεται ανάγκη (εργασία χάριν της εργασίας, Βαζιούλιν Β. Α.). Μια ανάγκη όμως που δεν είναι «ετερόφωτη», δηλαδή δεν προκύπτει ως συνέπεια κάποιας πρωταρχικής ανάγκης και δεν συντηρείται ενστικτωδώς (ένστικτο αυτοσυντήρησης). Αντιθέτως πρόκειται για μια αμιγώς ανθρώπινη ανάγκη, η οποία πηγάζει από τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Πλέον η εργασία αντιμετωπίζεται ως μέσο βελτίωσης κι ανάπτυξης των εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Γίνεται βασικό στοιχείο ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Η εργασία αποκτά δημιουργικό χαρακτήρα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα υπάγεται στους νόμους του ωραίου και της καλαισθησίας. Κύριο χαρακτηριστικό της εργασίας και βασικός της στόχος είναι η ποιότητα τόσο του παραγόμενου αποτελέσματος, όσο και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Εδώ ο ελεύθερος χρόνος υπερτερεί του αναγκαίου. Πλέον «η ολόπλευρη ανάπτυξη του καθ’ ενός γίνεται αυτοσκοπός της ενοποιημένης πλέον ανθρωπότητας, γίνεται εσωτερική ανάγκη και απαραίτητος όρος της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων», (Βαζιούλιν Β.Α.).


Θα μπορούσαμε λοιπόν να συσχετίσουμε την ανάπτυξη της ανανεούμενης-αναπτυσσόμενης εργασίας και την εμφάνισή της ως της μόνης ανθρώπινης δραστηριότητας με την παρουσία ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης. «Ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση είναι η πλήρης αυτοματοποίηση του όλου συγκροτήματος της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα ευέλικτης μετάβασης από την παραγωγή ορισμένου προϊόντος στην παραγωγή άλλου με δυνατότητες αύξησης της παραγωγής κατά πολύ υπέρτερες αυτών της μη αυτοματοποιημένης παραγωγής. Εδώ αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας της εργασίας, μιας και υπερτερεί πλέον εντός της αναγκαίας εργασίας η εργασία προς τελειοποίηση και ανάπτυξη των αυτομάτων με αντίστοιχη μείωση της ποσότητας και της διάρκειας της εργασίας προς χρήση έτοιμων παρηγμένων μέσων παραγωγής. Η ίδια η αναγκαία εργασία μετατρέπεται από κατ’ εξοχήν μηχανική σε κατ’ εξοχήν δημιουργική. Αυτό οδηγεί σε διάχυση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ αναγκαίας και λοιπής εργασίας, μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης.», (βλ. Πατέλης Δ. Σ.).

Βιβλιογραφία


  1. Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας, Ελληνικά Γράμματα 2004, σσ. 147 - 228


  1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ.1 (Μέρος 3ο, κεφ. 50, Η διαδικασία της εργασίας), Σύγχρονη Εποχή, σσ. 190 - 198


  1. Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τ. Β΄, Στοχαστής, σσ. 356 - 389


  1. Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844), εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975, σσ. 90 - 106


  1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, τ.1, σσ. 98 – 128


  1. Φ. Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Σύγχρονη Εποχή


  1. Π. Παυλίδης, Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., εκδ. Προσκήνιο

  1. Δ. Σ. Πατέλης, Αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτηριστικά της εργασίας.


9. Π. Παυλίδης, , Ανθρώπινη φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία:οι βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές της προσωπικότητας.


10. Δ. Σ. Πατέλης, Λήμματα στο φιλοσοφικό – κοινωνιολογικό λεξικό, Τ. 1-5, Αθήνα 1994-1995, εκδ. Καπόπουλος

1 «Η αυτόφυτη κοινότητα της φυλής, ή, αν θέλετε, η ορδή, είναι η πρώτη προϋπόθεση –η κοινότητα αίματος, γλώσσας, ηθών κλπ- για την ιδιοποίηση των αντικειμενικών όρων της ζωής των ανθρώπων, και για την αναπαραγωγική και αντικειμενοποιούμενη δραστηριότητά τους» και παρακάτω… «οι αρχέγονοι όροι της παραγωγής εμφανίζονται σαν φυσικές προϋποθέσεις, φυσικοί όροι ύπαρξης του παραγωγού· όπως ακριβώς και το ζωντανό του σώμα, όσο κι αν το αναπαράγει και το αναπτύσσει, αρχικά δεν δημιουργήθηκε απ’ τον ίδιο, εμφανίζεται σαν η προϋπόθεση του εαυτού του, η ίδια του η (σωματική) ύπαρξη είναι μια φυσική προϋπόθεση που δεν δημιουργήθηκε απ’ αυτόν.» Κ. Μαρξ, Grundrisse…


2 «Συνεπώς, ο καθαυτό σκοπός μορφοποιείται στην ανεπτυγμένη εργασία και λειτουργεί σε καθ’ όλα ανεπτυγμένη μορφή στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία. Ωστόσο, ο ανεπτυγμένος σκοπός δεν μπορεί να προηγείται της εργασιακής διαδικασίας, η οποία βρίσκεται σε μια διαδικασία εμφάνισης και διαμόρφωσης. Ο σκοπός προηγείται σε πλήρη βαθμό της πραγματικής εργασίας στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία, κατά την απλή και αμετάβλητη εκ νέου επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Κατά την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της εργασιακής διαδικασίας ο σκοπός δεν προηγείται πλήρως της πραγματικής εργασίας, αλλά εμφανίζεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μαζί με αυτήν.» Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας.

3 βλ. Δ. Σ. Πατέλης, Αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτηριστικά της εργασίας.

4 βλ. Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας.

5 Στο ίδιο.

6 Στο ίδιο.

7 Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844)





http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/21