Κωνσταντίνος Ηλιιάδης, Χρήστος Χαρατσής
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
«Η εργασία είναι πρώτα μια διαδικασία ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, μια διαδικασία όπου ο άνθρωπος με τη δική του πράξη μεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση. Την ύλη της φύσης ο ίδιος ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει σαν μια φυσική δύναμη. Τις φυσικές δυνάμεις που ανήκουν στο σώμα του, τα μπράτσα και τα πόδια, το κεφάλι και τα χέρια, τα βάζει σε κίνηση για να ιδιοποιηθεί τη φυσική ύλη με μια μορφή χρήσιμη για τη δική του ζωή. Επενεργώντας με την κίνηση αυτή πάνω στη φύση που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και αλλάζοντάς την, αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση. Αναπτύσσει τις δυνάμεις που κοιμούνται μέσα της και υποτάσσει στην κυριαρχία του το παιχνίδι των δυνάμεών της.»
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο
Η εργασία (και η παραγωγή) ως διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ανακύπτει ιστορικά ως η επίλυση μιας αντίφασης, της αλληλεπίδρασης μεταξύ έμβιων όντων και περιβάλλοντος.
Στην αλληλεπίδραση έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος μπορούμε να διακρίνουμε επιγραμματικά τέσσερις μορφές:
Η πρώτη, μη ανεπτυγμένη μορφή, όπου η κατανάλωση ταυτίζεται άμεσα με τη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα φυτά) και καθορίζεται κατά αποφασιστικό τρόπο από τις ιδιαιτερότητες του φυσικού περιβάλλοντος.
Η δεύτερη μορφή, όπου παρατηρείται διαχωρισμός της διαδικασίας κατανάλωσης και εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα ζώα), με αποφασιστικό και εδώ το ρόλο των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος (που εξαναγκάζει τα ζώα να κινούνται προς εξασφάλιση των αντίστοιχων αναλώσιμων αντικειμένων).
Η τρίτη, πιο ανεπτυγμένη μορφή εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, είναι η χρησιμοποίηση των ιδιοτήτων αντικειμένων ανόργανης και οργανικής προέλευσης, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Πρόκειται για μια ενδιάμεση, μεταβατική μορφή, όπου χρησιμοποιούνται αντικείμενα που δεν είναι όργανα του σώματος, όμως αυτή η χρησιμοποίηση παραμένει τυχαία και αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται για απόσπαση από το φυσικό περιβάλλον έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση. Ο αποφασιστικός ρόλος των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος διατηρείται.
Η αντίφαση επιλύεται στην τέταρτη μορφή, όπου τα μέσα επενέργειας στη φύση μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά και αποτελούν πλέον κυρίαρχη στιγμή στη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Αυτή η μορφή αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον συνιστά ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή και προβάλλει από δύο πλευρές: Από την πλευρά της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου και από την πλευρά της εσωτερικής ενότητάς της με την κατανάλωση. Θεωρούμενη από την πρώτη πλευρά, συνιστά την εργασία, ενώ θεωρούμενη από τη δεύτερη πλευρά συνιστά την παραγωγή.
Μπορούμε να δούμε ως αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης αυτής της ιδιότυπα ανθρώπινης μορφής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, της εργασίας, την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του ανθρώπινου νευρικού συστήματος εν συνόλω, την υποχώρηση των ενστίκτων, την απελευθέρωση και ανάπτυξη των χεριών, που προέκυψε από την όρθια στάση και τη δίποδη βάδιση, αλλά και την αγελαία μορφή συνύπαρξης των προγόνων του ανθρώπου (από την οποία θα προκύψει η κοινότητα) ώστε να υπάρχει η ικανότητα μετάδοσης εμπειρίας(αγωγή).
Συστατικά στοιχεία της εργασίας αποτελούν: ο άνθρωπος ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας, το αποτέλεσμα ή προϊόν της εργασίας. Η εργασία είναι η αλληλεπίδραση αυτών των συστατικών στοιχείων, τα οποία εκτός αυτής της ενότητας δεν υφίστανται ως τέτοια. Όχι μόνο δεν υφίστανται το καθένα χωριστά από τα υπόλοιπα , αλλά και αλληλοδημιουργούνται. Τυχόν μεταβολή του ενός οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε αντίστοιχη μεταβολή των υπολοίπων.
Μέσο της εργασίας είναι εκείνο με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος επενεργεί σε κάτι άλλο κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Το μέσο της εργασίας εκτός αυτής της ενότητας αποτελεί απλώς ένα αντικείμενο της φύσης (και αν στην περίπτωση αυτή επιδρά σε άλλο αντικείμενο, θα πρόκειται για φυσική επίδραση ενός φυσικού αντικειμένου επί ενός άλλου φυσικού αντικειμένου).
Αντικείμενο της εργασίας είναι εκείνο επί του οποίου ασκείται η επενέργεια με τη βοήθεια του μέσου της εργασίας κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του αποτελέσματος της εργασίας, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Εκτός αυτής της ενότητας το αντικείμενο της εργασίας περιπίπτει απλώς στην κατάσταση του αντικειμένου της φύσης.
Τρόπος της εργασίας είναι το πώς ασκείται η επενέργεια επί του αντικειμένου της εργασίας με τη βοήθεια των μέσων εργασίας προς επίτευξη του αποτελέσματος, της εκπλήρωσης του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση ανάγκης.
Αποτέλεσμα της εργασίας, ακριβώς ως αποτέλεσμα, είναι το τι δημιουργείται μέσω της εργασίας με τη βοήθεια της επενέργειας των μέσων εργασίας επί του αντικειμένου εργασίας προς επίτευξη του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου κατάλληλου για την ικανοποίηση μιας ανάγκης.
Τι είναι όμως ο σκοπός; Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ: « Προϋποθέτουμε την εργασία με μια μορφή που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο. Η αράχνη κάνει δουλειές που μοιάζουν μ’ αυτές που κάνει ο υφαντής, και η μέλισσα με το χτίσιμο των κυττάρων της κερύθρας της ντροπιάζει κάμποσους ανθρώπους- αρχιτέκτονες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει από τα πρίν το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει κιόλας φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί. Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνεται ένα αποτέλεσμα, το οποίο ήδη από την αρχή αυτής της διαδικασίας υπήρχε στην αντίληψη του ανθρώπου, δηλαδή ιδεατά. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μόνο τη μορφή αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση. Εντός αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση, υλοποιεί ταυτοχρόνως και τον συνειδητό του σκοπό, ο οποίος καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και το χαρακτήρα της δράσης του και στον οποίο οφείλει να υποτάσσει τη βούλησή του». Η εν λόγω μαρξική περιγραφή του σκοπού προέρχεται από εκείνο το μέρος του «Κεφαλαίου», όπου ο Κ. Μαρξ, σύμφωνα με το ζητούμενο της έρευνάς του, ήταν απαραίτητο να προβεί σε ανάλυση της εργασίας ως δεδομένης και όχι στην εμφάνισή της, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η εργασία αρχίζει με τη σκοποθεσία. Αν όμως δούμε την εργασία εν γένει, στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων (και ο σκοπός είναι ένα από αυτά) , αντιλαμβανόμαστε ότι η εργασιακή διαδικασία παίζει τον καθοριστικό ρόλο έναντι του σκοπού, ο οποίος προέρχεται από την ανάγκη και ανακύπτει με τη γέννηση της εργασίας. Ανακύπτει και διαμορφώνεται με την εμφάνιση και διαμόρφωση όλων των συστατικών στοιχείων της –κάθε συγκεκριμένης- εργασιακής διαδικασίας και επιδρά σε αυτήν και τα υπόλοιπα συστατικά της στοιχεία, όπως και δέχεται την επίδραση αυτών και τροποποιείται κατά την εξέλιξη της εργασιακής διαδικασίας. Ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος (ως παράσταση) , ο σκοπός είναι δυνητικός, ενώ πραγματικός γίνεται με τη μετατροπή του σε αποτέλεσμα. Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει την ύπαρξη των αντίστοιχων υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας (αντικειμένου, μέσου, αλλά και ανθρώπου με κατάλληλες εργασιακές γνώσεις και δεξιότητες) και είναι πραγματικός μόνο εφόσον είναι εφικτός και υλοποιούμενος.
Πέραν του ότι η εργασιακή δραστηριότητα συνιστά μετασχηματισμό του εξωτερικού αντικειμένου, με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων, για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας, έχει ακόμα μία πλευρά: Συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει). Η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την συλλογική χρήση- βελτίωση του μέσου, κατά τον αντίστοιχο σε αυτό λειτουργικά και μορφολογικά προορισμό- τρόπο επενέργειας. Το μέσο αποτελεί κωδικοποιημένο συμπύκνωμα μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Μέσω του διαμεσολαβητικού του χαρακτήρα (στη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμένου- αντικειμένου αλλά και των υποκειμένων προς άλληλα) , κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας, συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας μέσω σημείων, συμβόλων.
Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της εργασιακής διαδικασίας, πηγή κίνησής της αποτελεί η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή η αυτοανανέωση των βιολογικών, σωματικών αναγκών τους. Αυτοανανεούμενες οι βιολογικές, σωματικές ανάγκες εντός της διαδικασίας κατανάλωσης των προϊόντων της εργασίας, απαιτούν και ανανέωση αυτών των προϊόντων, επομένως και ανανέωση της εργασίας. Άρα η εργασία λειτουργεί ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών (που μετατρέπονται σε σκοπό της εργασίας) , οι οποίες προβάλλουν ως παγιωμένες και αμετάβλητες αφού ο άνθρωπος, ως βιολογικό είδος, δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς. Έτσι και η εργασία υφίσταται στο μεγαλύτερο μέρος της ως επαναλαμβανόμενη, με κύριο στοιχείο την αύξηση της ποσότητας του αποτελέσματος, τη μαζική παραγωγή, ενώ η ποιοτική μεταβολή υπάρχει μόνο ως υπηγμένη στιγμή. Μπορούμε να πούμε ότι η εργασία εδώ κινείται- αναπτύσσεται με βάση εξωτερική πηγή κίνησης (τις βιολογικές ανάγκες), στο έδαφος της διαδικασίας από την οποία προέκυψε, την αλληλεπίδραση έμβιου όντος- φυσικού περιβάλλοντος, και όχι εσωτερική, η οποία εδώ διαμορφώνεται.
Όμως η ίδια η αναγκαιότητα επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί στην εξέλιξή της, μέσω της προσπάθειας ανεύρεσης ενός, κατά το δυνατό, ομοιογενέστερου φυσικού υλικού για τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας. Έτσι εντός της εργασιακής διαδικασίας (στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων) , μέσω της εμπειρίας και της συσσώρευσης γνώσεων περί του αντικειμένου και του μέσου εργασίας, αυτά μεταβάλλονται προς όλο και καθολικότερες μορφές, κυρίως όσον αφορά το μέσο· όσον αφορά το αντικείμενο, αυτό υπόκειται σε προκαταρτική επεξεργασία για να του δοθεί ομοιογένεια και να καταστεί λιγότερο ευμετάβλητο ως αντικείμενο της εργασίας (μέσω αυτής της διαδικασίας έπεται και η αναγκαιότητα εμφάνισης της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας). Οπότε η απλή επανάληψη μιας δεδομένης εργασιακής διαδικασίας κατά την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, οδηγεί σε διαμελισμό της, σε σχηματισμό καινούργιων ειδών εργασίας, σε εργασία προς δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, σε εργασία προς δημιουργία μέσων και αντικειμένων της εργασίας, καθώς επίσης και σε εργασία προς δημιουργία του υποκειμένου της εργασίας (εκπαίδευση). Η περιπλοκή και η αύξηση της εργασίας αργά ή γρήγορα προσκρούουν στους περιορισμούς των δυνάμεων του μεμονωμένου ανθρώπου και οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας.
Πλέον όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά από την ίδια την εργασιακή διαδικασία (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου), δεν είναι πλέον δοσμένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, «η εργασιακή διαδικασία μετασχηματίζει εναρμονίζοντας καθ’ομοίωσιν της [και υπέρ της] όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι συγκροτεί αντίστοιχη εαυτής βάση, δηλαδή διαμορφώνεται, ωριμάζει». Η πηγή κίνησης της εργασίας είναι ακόμα εξωτερική ως προς την ίδια την εργασία (καθορίζεται από τις βιολογικές ανάγκες) και όριο ανάπτυξης της εργασίας, της παραγωγής, είναι το μέγιστο της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών του πληθυσμού.
Όπως αναφέραμε η εργασία διαμελίζει τα συστατικά της στοιχεία, αλλά και τα μεταβάλλει λειτουργικά και μορφολογικά· από την εξωτερική τους διασύνδεση, ως έτοιμα- δοσμένα στοιχεία της φύσης, αποκτούν τώρα εσωτερική διασύνδεση, ως προϊόντα της παρελθούσας εργασίας. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι η εργασία ωριμάζει. Ταυτοχρόνως, η ωριμότητα της εργασίας συνίσταται στην εδραίωση της δημιουργημένης από την ίδια την εργασία σχετικής αυτοτέλειας, της απομόνωσης των συστατικών στοιχείων της εργασίας, στα πλαίσια της εσωτερικής διασύνδεσής τους. Όσο γίνεται πιο διαμελισμένη και περίπλοκη ο άνθρωπος ωθείται όλο και περισσότερο εκτός της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. « Συνεπώς, η ανάπτυξη της εργασίας ενέχει και την τάση αυτοκαταστροφής της εργασίας μέσω της ίδιας της ανάπτυξής της».
Στην ώριμη εργασία μορφοποιείται η εργασιακή ανάγκη, η ανάγκη του ανθρώπου για εργασία χάριν της ίδιας της εργασίας. Η ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας υπάρχει και στα προγενέστερα στάδια, ως στιγμή όμως της εργασίας που γίνεται για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Στην ωριμότητά της, η εργασία χάριν της εργασίας (ως ανάγκη, ως αυτοσκοπός) συνιστά την κυρίαρχη στιγμή και αποτελεί ουσιαστικά κοινωνική ανάγκη, αν και έχει και μια βιολογική βάση, κάποιες ιδιαζόντως ανθρώπινες φυσικές προϋποθέσεις, που αφορούν κυρίως τη διάρθρωση του εγκεφάλου, αλλά και των χεριών του ανθρώπου (εδώ έγκειται και η μορφολογική μεταβολή του ανθρώπου εντός της εργασιακής διαδικασίας). Η εργασία προβάλλει πλέον ως ανανεούμενη- αναπτυσσόμενη (και όχι ως επαναλαμβανόμενη) με κυρίαρχη την ποιότητα του αποτελέσματος αλλά και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Η εργασία (αν υφίσταται πλέον ως εργασία), συνιστά δημιουργία, χαρακτηρίζεται από την ενεργό, γόνιμη και απορρέουσα από τις ανάγκες της εποχής αφομοίωση ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού πλούτου (γι’ αυτό και είναι καθολική δραστηριότητα) , είναι κάθε δραστηριότητα, είτε με τη μορφή της χειρωνακτικής εργασίας, είτε της επιστημονικής έρευνας, είτε της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με στόχο την τελειοποίηση, την ομορφιά. «Το κύριο, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της εργασίας, η οποία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία είναι η δημιουργία κατά τους νόμους της ομορφιάς». Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ σ’ ένα απ’ τα πρώτα μεγάλα βήματα που έκανε στο δύσβατο μονοπάτι της επιστήμης: «Τα ζώα παράγουν μόνο προς μια κατεύθυνση, ενώ ο άνθρωπος παράγει καθολικά. Τα ζώα παράγουν μόνο κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει ακόμα κι όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή. Τα ζώα παράγουν μόνο τον εαυτό τους, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει ολόκληρη τη φύση. Τα προϊόντα των ζώων ανήκουν άμεσα στα φυσικά τους σώματα, ενώ ο άνθρωπος είναι ελεύθερος απέναντι στο προϊόν του. Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει- επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς»
ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τροφή, ρούχα, κατοικία και άλλα υλικά αγαθά. Αυτά η φύση δεν τους τα δίνει σε έτοιμη μορφή. Για να τα αποκτήσουν, οι άνθρωποι πρέπει να εργαστούν. Η εργασία αποτελεί τη βάση της κοινωνικής ζωής, είναι φυσική αναγκαιότητα του ανθρώπου. Η εργασία είναι μια σκόπιμη δραστηριότητα με την οποία ο άνθρωπος προσαρμόζει τα αντικείμενα της φύσης και τα κάνει κατάλληλα για την ικανοποίηση των αναγκών του.
Στη διαδικασία κάθε εργασίας ο άνθρωπος ξοδεύει σωματική, νευρική και πνευματική εργασία. Το αποτέλεσμα της εργασίας είναι τα χρήσιμα προϊόντα. Στη διαδικασία αυτή οι άνθρωποι μεταμορφώνουν τα αντικείμενα της φύσης ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Τα πράγματα με την βοήθεια των οποίων ο επιδρά στη φύση και προσαρμόζει τα αντικείμενά της για να τα καταναλώσει, ονομάζονται μέσα εργασίας. Στα μέσα εργασίας ιδιαίτερη θέση κατέχει το δραστήριο τους μέρος, τα εργαλεία παραγωγής: τα όργανα, οι συσκευές, τα μηχανήματα. Τα εργαλεία μπορεί κανείς να τα ονομάσει οστέινο και μυϊκό σύστημα της παραγωγής. Οι ιδιομορφίες των μέσων παραγωγής αποτελούν σπουδαιότατο διακριτικό γνώρισμα κάθε ιστορικής εποχής. Έτσι η εργασία με τα χέρια και οι απλές μηχανές χαρακτηρίζουν τις προκαπιταλιστικές εποχές. Η εμφάνιση ατμοκίνητων μηχανών αντιστοιχεί στην περίοδο γέννησης του καπιταλισμού. Η πλατιά χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και οι αυτόματες μηχανές την εποχή της ακμής.
Ένα άλλο τμήμα των μέσων παραγωγής είναι οι σωλήνες, τα σκεύη, τα αγγεία, οι δεξαμενές κ.τ.λ δηλαδή το λεγόμενο αγγειακό σύστημα της παραγωγής. Τα παραγωγικά κτίρια, οι εγκαταστάσεις, οι συσκευές εξαερισμού, οι σιδηρόδρομοι, οι δρόμοι, οι διώρυγες κ.τ.λ αποτελούν επίσης μέσα εργασίας.
Ρόλο μέσου εργασίας παίζει και η γη σαν τόπος πάνω στον οποίο συντελείται η διαδικασία της εργασίας, σαν αποθήκη ορυκτών και γενικά σαν φορέας φυσικών ιδιοτήτων που στην παραγωγή προϊόντων(κυρίως αγροτικών). Στην εποχή μας αποκτούν όλο και περισσότερη σημασία ο ηλεκτρισμός, οι χημικές και φυσικές δυνάμεις, η πυρηνικές αντιδράσεις και άλλες δυνάμεις που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο. Ένα άλλο στοιχείο απαραίτητο στη διαδικασία της εργασίας είναι(εκτός από τη σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου και τα μέσα εργασίας) τα αντικείμενα της εργασίας, δηλαδή τα πράγματα εκείνα προς τα οποία στρέφεται η ανθρώπινη εργασία, υλικά που υποβάλλονται σε κατεργασία. ¨Ένα μέρος των αντικειμένων της εργασίας υποβάλλεται σε μια προκαταρκτική διαδικασία.(πχ).Αυτά τα αντικείμενα της εργασίας ονομάζονται πρώτες ύλες ή ακατέργαστα υλικά. Εκτός από αυτά, στη διαδικασία της παραγωγής χρησιμοποιούνται και διαφόρων ειδών βοηθητικές ύλες( καύσιμα, υλικά συντήρησης).
Τα μέσα εργασίας και τα αντικείμενα εργασίας, με τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα πράγματα που τους είναι αναγκαία, ονομάζονται μέσα παραγωγής.
Ωστόσο οι μηχανές , τα μέταλλα, και τα άλλα μέσα παραγωγής δεν μπορούν μόνα τους να δημιουργήσουν υλικά αγαθά. Για να παράγουν τέτοια αγαθά πρέπει να ενωθούν με την εργατική δύναμη του ανθρώπου. Με τον όρο εργατική δύναμη εννοούμε τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου, την επαγγελματική του πείρα και τις επαγγελματικές του συνήθειες, που τις χρησιμοποιεί για να δημιουργεί με την βοήθεια των μέσων παραγωγής υλικά αγαθά τα οποία ικανοποιούν ανάγκες του. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει, χειριστεί και δώσει κίνηση στα εργαλεία και να οργανώσει την υλική παραγωγή.
Τα μέσα παραγωγής μαζί με την εργατική δύναμη των ανθρώπων αποτελούν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Είναι τα μέσα παραγωγής που δημιούργησε η κοινωνία, κατά πρώτο λόγο τα εργαλεία και οι άνθρωποι που παράγουν τα μέσα διαβίωσης. Η ανάπτυξη και η τελειοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούν στη διεύρυνση της εξουσίας του ανθρώπου πάνω στις δυνάμεις της φύσης, αποτελούν τη βάση της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η αποφασιστική δύναμη της κοινωνίας είναι ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι όχι μόνο χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής, αλλά και τα δημιουργούν. Οι που είναι ικανοί για εργασία και βάζουν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής, αποτελούν το κύριο στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν παρήγαγαν υλικά αγαθά ο καθένας μόνος του. Ακόμα και στην πρωτόγονη κοινωνία οι άνθρωπο κυνηγούσαν όλοι μαζί, καλλιεργούσαν τη γη από κοινού. Στις σύγχρονες βιομηχανίες ο αριθμός των εργατών ανέρχεται σε κάποιες χιλιάδες. Κάθε βιομηχανική επιχείρηση παίρνει πρώτες ύλες και διάφορα άλλα υλικά από δεκάδες και όχι σπάνια από εκατοντάδες άλλες επιχειρήσεις. Έτσι παραδείγματος χάρη, τα εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν εκατοντάδες προμηθευτές. Η εργασία των ανθρώπων έχει πάντα κοινωνικό χαρακτήρα.
Στο προτσές της παραγωγής, της ανταλλαγής, της διανομής και της κατανάλωσης των υλικών αγαθών, οι άνθρωποι έρχονται, αναπόφευκτα και ανεξάρτητα από τη συνείδηση τους, σε καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους οι οποίες ονομάζονται παραγωγικές σχέσεις. Στην παραγωγή οι άνθρωποι δεν έρχονται σε επαφή μόνο με τη φύση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να παράγουν αν κατά ένα ορισμένο τρόπο δεν ενωθούν για να δράσουν από κοινού και να ανταλλάξουν αμοιβαία τις δραστηριότητές τους. Για να παράγουν, δημιουργούν μεταξύ τους κάποιους δεσμούς και σχέσεις και μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια υπάρχει η σχέση τους με τη φύση, συντελείται η παραγωγή.
Βάση των παραγωγικών σχέσεων οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στο καπιταλιστικό σύστημα τέτοια βάση είναι η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Από τον χαρακτήρα των μέσων παραγωγής εξαρτάται και η διανομή των προϊόντων της εργασίας. Στον καπιταλισμό τα προϊόντα της εργασίας πρώτα απ όλα προς το συμφέρον των καπιταλιστών.
Οι άνθρωποι εφόσον η εργασία τους έχει κοινωνικό χαρακτήρα, ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα της εργασίας. Ο χαρακτήρας της ανταλλαγής, το ποιος ανταλλάσσει και το τι ανταλλάσσει , - όλα αυτά εξαρτώνται επίσης από τη μορφή της ιδιοκτησίας , από το χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εργασίας. Τα προϊόντα της εργασίας χάρη στη διανομή και την ανταλλαγή μπαίνουν στη σφαίρα της κατανάλωσης.
Έτσι οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής, της διανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης. Βάση των σχέσεων αυτών είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Και βέβαια αυτές τις παραγωγικές σχέσεις, το κοινωνικό σύστημα της παραγωγής είναι που μελετάει η πολιτική οικονομία.
Οι παραγωγικές σχέσεις συνδέονται αδιάρρηκτα με τις παραγωγικές δυνάμεις και αποτελούν μαζί τους τον κοινωνικό τρόπο παραγωγής.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατά πρώτο λόγο η τελειοποίηση των εργαλείων της εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα στην αντικατάσταση των παλιών παραγωγικών σχέσεων από νέες. Οι παραγωγικές σχέσεις με την σειρά τους ασκούν επίδραση στις παραγωγικές δυνάμεις. Όταν οι σχέσεις αυτές είναι καθυστερημένες εμποδίζουν την αύξηση και την τελειοποίηση της παραγωγής, ενώ όταν είναι προοδευτικές, προωθούν την παραγωγή, επιταχύνουν την ανάπτυξή της.
Το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, το σύστημα τους αποτελεί το κοινωνικό σύστημα της παραγωγής, την οικονομική βάση της κοινωνίας. Πάνω σε αυτή τη βάση εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι πολύμορφες κοινωνικές σχέσεις, ιδέες και οι θεσμοί και οργανώσεις που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις ιδέες σχηματίζουν το εποικοδόμημα της κοινωνίας. Ο τρόπος της παραγωγής, το κοινωνικό του σύστημα και εποικοδόμημα συνδέονται αδιάσπαστα μεταξύ τους. Γι’ αυτό κάθε κοινωνία αποτελεί έναν ολοκληρωμένο κοινωνικό- οικονομικό σχηματισμό.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΞΈΛΙΞΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ. Η ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η ιστορία γνωρίζει ως γνωστόν πέντε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς (σχέσεις παραγωγής) που αντικατέστησαν διαδοχικά ο ένας τον άλλον: πρωτόγονο κοινοτικό, δουλοκτητικό φεουδαρχικό, καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό.
ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία της κοινωνίας αρχίζει με την εμφάνιση του ανθρώπου του οποίου σπουδαιότερη ιδιομορφία είναι η ικανότητα να χρησιμοποιεί εργαλεία εργασίας. Η εργασία κατέχει πρωτεύουσα θέση στη διάπλαση και ανάπτυξη του ανθρώπου. Στη διαδικασία της εργασίας διαμορφώθηκε ο ίδιος ο άνθρωπος, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν οι μορφές της κοινωνικής οργάνωσης του.
Ιστορικά πρώτη, κατώτερη μορφή οργάνωσης των ανθρώπων υπήρξε ο πρωτόγονος κοινοτικός σχηματισμό, που κράτησε δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης περιόδου ο άνθρωπος κατάφερε να περάσει από την χρησιμοποίηση των έτοιμων αντικειμένων της φύσης- ραβδί και πέτρα- στην κατασκευή των πρωτόγονων εργαλείων παραγωγής. Στην αρχή επρόκειτο για χοντροκομμένα εργαλεία από πέτρα, κόκαλα, ξύλο, κέρατα (πέλεκεις, μαχαίρια, σμίλες, ξύστρες, κοντάρια και δόρατα, αγκίστρια για ψάρεμα). Με τον καιρό όμως αυτά τα εργαλεία τελειοποιήθηκαν, ύστερα από επιμελή επεξεργασία. Εμφανίστηκαν μάλιστα καινούργια εργαλεία, μέσα εργασίας: το τόξο και τα βέλη, οι βάρκες, τα έλκηθρα κλπ. Ο άνθρωπος ανακάλυψε τη φωτιά που είχε τεράστια σημασία για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Με την τελειοποίηση των εργαλείων, αναπτυσσόταν, τελειοποιούταν και η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων. Από τη συγκομιδή των έτοιμων προϊόντων της φύσης(φαγώσιμοι καρποί, φρούτα και χορταρικά), ο άνθρωπος πέρασε στην τεχνητή καλλιέργεια των φυτών, στη γεωργία, κι από το κυνήγι άγριων ζώων κατέληξε στην εξημέρωση τους, στην κτηνοτροφία.
Το πολύ χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα υπαγόρευσε και τις αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής. Βάση τους στάθηκαν η κοινοτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής της εποχής εκείνης και οι συνδεόμενες με αυτή σχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας των ανθρώπων. Οι σχέσεις αυτές καθορίζονταν από το ότι η αντίσταση στα ισχυρά στοιχεία της φύσης με τα πρωτόγονα εργαλεία παραγωγής ήταν μόνο από κοινού δυνατή.
Οι άνθρωποι ζούσαν στην πρωτόγονη κοινωνία κατά ομάδες-κοινότητες γενών, με μόνο κριτήριο προσχώρησης σ’ αυτές τους συγγενικούς δεσμούς. Καλλιεργούσαν μαζί την κοινοτική γη με τα κοινά εργαλεία, είχαν κοινή κατοικία που τους προστάτευε από την κακοκαιρία και τα άγρια θηρία. Τα προϊόντα που πορίζονταν τα μοίραζαν ισότιμα. Εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων, στα μέλη της πρωτόγονης κοινότητας αναλογούσαν τόσο ελάχιστα προϊόντα που αρκούσαν μόνο για την επιβίωσή τους. Για ιδιοποίηση δεν έμεινε τίποτε. Γι’ αυτό δεν υπήρχε ιδιοκτησία και τάξεις.
Ωστόσο και στις συνθήκες της πρωτόγονης κοινωνίας οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονταν αδιάκοπα, βέβαια, με βραδείς ρυθμούς. Τελειοποιούνταν τα μέσα της εργασίας, πλουτιζόταν η παραγωγική πείρα των ανθρώπων. Μεγάλο άλμα στην ανάπτυξη της παραγωγής, υπήρξε το πέρασμα από τα πέτρινα εργαλεία στα μεταλλικά. Τα καινούργια εργαλεία-το αλέτρι με μεταλλικό υνί, το χάλκινο τσεκούρι και άλλα- έκαναν την εργασία αποδοτικότερη. Στάθηκε δυνατή η ευρύτερη ενασχόληση μα τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Προέκυψε ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός εργασίας: ο δια χωρισμός της γεωργίας από την κτηνοτροφία. Λίγο αργότερα έγινε ανεξάρτητος κλάδος της παραγωγής η βιοτεχνία(κατασκευή εργαλείων παραγωγής, όπλων, ρουχισμού υποδημάτων κλπ). Εμφανίστηκε και άρχισε να αναπτύσσεται η ανταλλαγή προϊόντων της παραγωγής.
Με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας η κοινότητα των γενών άρχισε να διασπάται σε οικογένειες. Εμφανίστηκε έτσι η ατομική ιδιοκτησία και ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής έγινε η οικογένεια. Αυτά τα μέσα παραγωγής βρέθηκαν στην κατοχή κυρίως των οικογενειών που είχαν την αρχηγία του γένους. Δεδομένου ότι αυτός που εργαζόταν, τώρα παρήγαγε περισσότερα προϊόντα απ’ ότι χρειαζόταν για τη συντήρησή του, δημιουργήθηκε η δυνατότητα ιδιοποίησης του παραγόμενου προϊόντος, κατά συνέπεια , και η δυνατότητα πλουτισμού κάποιων μελών της κοινωνίας εις βάρος των άλλων. Στο βαθμό που αναπτυσσόταν η ατομική ιδιοκτησία και η διαδικασία αποσύνθεσης της κοινότητας των γενών συντελείτο με ολοένα και εντατικότερους ρυθμούς. Η πρωτόγονη ισότητα αντικαταστάθηκε από την κοινωνική ανισότητα. Εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιτιθέμενες τάξεις: οι δούλοι και οι δουλοκτήτες, Έτσι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε στην αντικατάσταση του πρωτόγονου σχηματισμού με το δουλοκτητικό σχηματισμό.
ΔΟΥΛΟΚΤΗΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Οι κληρονομημένες από τον πρωτόγονο σχηματισμό παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο στον δουλοκτητικό σχηματισμό. Τα ξύλινα και πέτρινα εργαλεία παραχωρούν εδώ τη θέση τους στα μεταλλικά οριστικά (πρώτα στα χάλκινα και έπειτα στα σιδερένια). Αυτό επέτρεψε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας στη γεωργία. Δίπλα στην καλλιέργεια δημητριακών, εμφανίστηκαν η κηπευτική και η δενδροκομία. Για το τεχνητό πότισμα των χωραφιών κατασκευάζονται αρδευτικά έργα : κανάλια αναχώματα υδραντλίες κλπ. Ενώ για την κατεργασία των σιτηρών οικοδομούνται μύλοι. Άνοιξαν μεταλλεία, όπου χρησιμοποιούνται η χειρωνακτική εργασία και τα απλούστερα εργαλεία: κασμάδες, σφυριά για την εξόρυξη μεταλλεύματος, μύλοι ή γουδιά για το θρυμμάτισμά του και φούρνοι για το λιώσιμο του μετάλλου. Συνεχίζεται η διαδικασία καταμερισμού της εργασίας. Στη βιοτεχνική παραγωγή διαχωρίστηκαν σαν ξεχωριστοί κλάδοι, η κατεργασία των μετάλλων, η κατασκευή των όπλων, ενδυμάτων, η σιδηρουργία, η υφαντουργία κλπ. Στη βιοτεχνία χρησιμοποιούνται ολοένα και διαφοροποιημένα εργαλεία με ειδικές χρήσεις(τόρνος, φυσερό) . Ευρεία ανάπτυξη γνώρισαν οι οικοδομές, η ναυπηγική και η πολεμική τεχνική. Οι πόλεις αναπτύσσονταν εις βάρος της υπαίθρου, το εμπόριο διευρυνόταν.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις συνθήκες της δουλοκτητικής κοινωνίας υπαγορεύτηκε από τις αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής. Οι σχάσεις παραγωγής στη δουλοκτητική κοινωνία βασίζονταν στην απόλυτη κυριαρχία του δουλοκτήτη τόσο στα μέσα παραγωγής, όσο και πάνω στον ίδιο το δούλο, καθώς και στα παραγόμενα προϊόντα. Ο δουλοκτήτης άφηνε στο δούλο τόσο, όσο του χρειαζόταν για να μην πεθάνει της πείνας.
Ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής και την οικονομική βάση της δουλοκτησίας διαμορφώθηκε και το κοινωνικό εποικοδόμημα: εμφανίστηκε το δουλοκτητικό κράτος με τα διάφορα κατασταλτικά όργανα( στρατός, δικαστήρια, υπαλληλικός μηχανισμός κλπ) και τη σχετική ιδεολογία των δουλοκτητών. Αυτό το εποικοδόμημα υπηρετούσε πιστά τη βάση του, προάσπιζε την ατομική ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση.
Όπως είναι επόμενο στην δουλοκτητική κοινωνία εγκαταστάθηκαν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, σχέσεις σκληρής εκμετάλλευσης από τους δουλοκτήτες προς την μάζα των δούλων που δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Οι σχέσεις αυτές ευνόησαν για μια ορισμένη περίοδο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Με τον καιρό όμως οι δυνατότητές τους εξαντλήθηκαν και μετατράπηκαν σε σοβαρή τροχοπέδη της κοινωνικής παραγωγής. Η παραγωγή απαιτούσε την συνεχή τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο δούλος όμως δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτό , μια και δεν έφερνε την παραμικρή βελτίωση της κατάστασής του. Μάλιστα, ο ίδιος ο δούλος, αυτή η κύρια παραγωγική δύναμη, εξαιτίας της απάνθρωπης εκμετάλλευσης ξέπεφτε και σωματικά και διανοητικά.
Με το διάβα του χρόνου, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής της δουλοκτητικής κοινωνίας οξύνθηκαν στο έπακρο. Η αντίθεση αυτή βρήκε την έκφρασή της στις εξεγέρσεις των δούλων. Οι ξεσηκωμοί τους , παράλληλα με τις επιδρομές των γειτονικών φυλών, υπέσκαψαν τις βάσεις του δουλοκτητικού συστήματος, πάνω στα ερείπια του οποίου εμφανίστηκε ο καινούργιος φεουδαρχικός σχηματισμός.
ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η ανοδική πορεία των παραγωγικών δυνάμεων συνεχίστηκε και στις συνθήκες της φεουδαρχίας. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή άρχισαν οι άνθρωποι να αξιοποιούν ευρύτατα, προς διευκόλυνση της δουλειάς, την ενέργεια του νερού και του αέρα: νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, ιστιοφόρα σκάφη. Έμαθαν να βγάζουν το σίδερο από το χυτοσίδερο, εφεύραν το χαρτί το μπαρούτι, την τυπογραφία και έκαναν ένα σωρό άλλες ανακαλύψεις που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Αναπτύχθηκε παραπέρα η βιοτεχνία, κατασκευάστηκαν καινούργια και τελειοποιήθηκαν τα παλιά εργαλεία και μηχανήματα. Ιδιαίτερα αισθητή έγινε η πρόοδος της κλωστοϋφαντουργίας. Ανέβηκε η εξειδίκευση της βιοτεχνικής εργασίας, πράγμα που επέτρεψε την σημαντική αύξηση της παραγωγικότητάς της. Με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται οι πόλεις. Μάλιστα, σιγά-σιγά μερικές από αυτές ανέρχονται σε παγκοσμίου φήμης βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα.
Αναπτυσσόταν και η αγροτική οικονομία. Αξιοποιούνταν ολοένα καινούργιες ποικιλίες δημητριακών, οπωροφόρων δέντρων και λαχανικών. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται λιπάσματα, ενώ οι αγροί καλλιεργούνταν επιμελέστερα. Επεκτάθηκε η κτηνοτροφία και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα τα άροτρα και τα παραγωγικά ζώα στη γεωργία.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων υπαγορευόταν από τις σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές βασίζονταν στην ιδιοκτησία του φεουδάρχη στα μάσα παραγωγής, προπαντός στη γη και τη σχετικά κυριαρχία πάνω στον εργάτη, τον δουλοπάροικο. Ο φεουδάρχης είχε το δικαίωμα να υποχρεώσει τον αγρότη να δουλεύει γι’ αυτόν , να εκτελέσει διάφορες αγγαρείες, μπορούσε να τον πουλήσει ή να τον αγοράσει αλλά η ζωή του αγρότη δεν του ανήκε πια. Όπως και στο δουλοκτητικό σύστημα, οι σχέσεις παραγωγής υπήρξαν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, εκμετάλλευσης των δουλοπάροικων από τους φεουδάρχες. Κι όμως ήταν προοδευτικότερες από της δουλοκτητικής κοινωνίας γιατί έστω και λίγο παρακινούσαν το ενδιαφέρον για των εργατών για εργασία. Οι αγρότες και οι επαγγελματοβιοτέχνες είχαν ατομικά νοικοκυριά( ο αγρότης: ένα μικρό κλήρο γης, άλογο και άλλα κατοικίδια ζώα, αγροτική κινητή περιουσία και ο επαγγελματοβιοτέχνης: εργαλεία ή απλά μηχανήματα.) όπου δούλευαν για τον εαυτό τους, αφού εκπλήρωναν εννοείται όλες τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους φεουδάρχες. Άρα ενδιαφέρονταν για την τελειοποίηση των εργαλείων, τη βελτίωση των μεθόδων διεύθυνσης της γεωργίας και της βιοτεχνίας.
Σε ότι αφορά τώρα το εποικοδόμημα της φεουδαρχικής κοινωνίας, αυτό, ως προς την εκμεταλλευτική του ουσία , δεν διέφερε από αυτό της δουλοκτητικής. Με την δια φορά ότι αντί για δουλοκτήτες έχουμε φεουδάρχες. Απέβλεπε στην διατήρηση και τη στερέωση της φεουδαρχικής ατομικής ιδιοκτησίας, των σχέσεων παραγωγής και της οικονομικής βάσης του φεουδαρχισμού, πάνω στην οποία άλλωστε στηριζόταν το ίδιο. Ενισχύθηκε ο κρατικός μηχανισμός, μεγάλωσαν οι ένοπλες δυνάμεις. Στην πνευματική ζωή της κοινωνίας δεσπόζουσα θέση κατείχε η θρησκεία που χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση.
Όσο βάθαιναν οι αντιθέσεις του, οι παραγωγικές δυνάμεις, εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται. Ιδιαίτερα ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξή τους έδωσαν οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις προς τα τέλη του 15- αρχές του16 αιώνα.(ανακάλυψη της Αμερικής, θαλάσσιος δρόμος προς τις Ινδίες κλπ). Δημιουργείται διεθνής αγορά. Αυξάνει η ζήτηση για διάφορα εμπορεύματα που αδυνατούσε πια να ικανοποιήσει η βιοτεχνική παραγωγή. Οπότε στη θέση του βιοτεχνικού εργαστηρίου ήρθε η μανιφακτούρα.
Η μανιφακτούρα συγκέντρωσε κάτω από την ίδια στέγη σημαντικό αριθμό εργατών, επέβαλλε πιο ισχυρό καταμερισμό εργασίας και έτσι αναπτύχθηκε απότομα η παραγωγικότητα της. Η εμφάνιση της σήμαινε τη γέννηση, μέσα στα σπλάγχνα της φεουδαρχίας, της καινούργιας καπιταλιστικής παραγωγής και των αντιτιθέμενων τάξεων, αστικής τάξης και προλεταριάτου, που προσιδιάζουν σ’ αυτή.
Πάντως, η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που συνδεόταν με την εμφάνιση της μανιφακτούρας, οδήγησε στη σύγκρουση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων με τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Η μανιφακτούρα είχε ανάγκη από ελεύθερους εργάτες, ενώ η φεουδαρχία έδενε τους δουλοπάροικους με τη γη.
Η μανιφακτούρα απαιτούσε ευρεία διεθνή αγορά ενώ η δημιουργία αυτής της αγοράς ανακοπτόταν από τον κλειστό χαρακτήρα της φυσικής οικονομίας. Έτσι προέκυψε η ανάγκη αντικατάστασης των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής με τις καινούργιες, καπιταλιστικές. Αυτό έγινε δυνατό με τις αστικές επαναστάσεις, με πρωταγωνιστές τους καθοδηγούμενους από την αστική τάξη δουλοπάροικους και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η μεγάλη μηχανοκίνητη παραγωγή είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Τη θέση του βιοτεχνικού εργαστηρίου και της μανιφακτούρας καταλαμβάνουν τώρα τα μεγάλα εργοστάσια, τα μεταλλεία και τα ορυχεία. «Υποταγή των δυνάμεων της φύσης, μηχανές, εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και τη γεωργία…». Έτσι χαρακτήρισαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο μανιφέστο τις παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Πριν από ένα-δυο αιώνες στην αυγή της υπαρξής του, ο καπιταλισμός έκανε στον τομέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πολύ περισσότερα απ’ ότι όλες οι προηγούμενες εποχές της ανθρωπότητας.
Η τόσο γοργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οφειλόταν στις καινούργιες, καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές στηρίζονταν στην αστική ατομική ιδιοκτησία, η οποία εκτόπιζε σταδιακά μεν αλλά αδυσώπητα τη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Ο εργαζόμενος στην παραγωγή, ο προλετάριος είναι νομικά ελεύθερος στον καπιταλισμό, δεν είναι δεμένος ούτε προς τη γη, ούτε με κάποια ξεχωριστή επιχείρηση. Είναι ελεύθερος με την έννοια ότι μπορεί να πάει να δουλέψει στον ένα ή στον άλλον καπιταλιστή, αλλά δεν είναι καθόλου ανεξάρτητος από την αστική τάξη στο σύνολό της. Επειδή στερείται κάθε μέσο παραγωγής, αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη και να υποστεί έτσι το ζυγό της εκμετάλλευσης.
Οι σχέσεις παραγωγής, όλη η οικονομική βάση του καπιταλισμού έφεραν στη ζωή και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, τις νέες αστικές ιδέες και τους αστικούς θεσμούς . Η αντίσταση της εργατικής τάξης στο ζυγό του κεφαλαίου, καθώς και η αντιδραστική πολιτική της αστικής τάξης υπαγόρευσαν την πρωτοφανή ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, ιδίως των ενόπλων δυνάμεων και άλλων κατασταλτικών οργάνων. Η πνευματική ζωή της κοινωνίας(…) διακατέχεται απο το πνεύμα του καπιταλιστικού κέρδους. της βίας κλπ. Αποστολή της είναι να αιτιολογήσει ιδεολογικά την αιωνιότητα και το ακλόνητο της της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Πλάι στις αστικές ιδέες και σε σύγκρουση μ’ αυτές γεννιέται και αναπτύσσεται και η ιδεολογία της εργατικής τάξης.
Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δημιούργησαν ένα τέτοιο κίνητρο ανάπτυξης της παραγωγής σαν το καπιταλιστικό κέρδος. Κυνηγώντας ακριβώς το κέρδος, ο αστός διευρύνει την παραγωγή, τελειοποιεί την τεχνική, προωθεί την τεχνολογία στην βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Ωστόσο, αυτές οι σχέσεις δεν υπαγόρευσαν μόνο το πρωτοφανές σε σύγκριση με τις προηγούμενες κοινωνίες, επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής, αλλά γέννησαν κι εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που οδήγησαν το καπιταλιστικό σύστημα στο χείλος του γκρεμού. Οι Μάρξ και Ένγκελς παρομοίαζαν το κεφάλαιο με μάγο που τα ξόρκια του έθεσαν σε κίνηση δυνάμεις τόσο ακατάβλητες που κι ίδιος δεν μπορεί να τις τιθασεύσει πια.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παύουν πια να αντιστοιχούν σε αυτές και γίνονται τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη τους. Οπότε βγήκε στην επιφάνεια η βαθύτατη αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας και στην καπιταλιστική ατομική μορφή ιδιοποίησης. Η παραγωγή έχει στην αστική κοινωνία έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Σ’ αυτήν συμμετέχουν πολλά εκατομμύρια εργαζόμενοι συγκεντρωμένοι στις μεγάλες επιχειρήσεις , ενώ τους καρπούς της εργασίας αυτών των εργαζόμενων τους ιδιοποιούνται μια χούφτα ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αυτή είναι η βασική οικονομική αντίθεση στον καπιταλισμό.
Κατά την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα, ο καπιταλισμός μετεξελίχθηκε σε ιμπεριαλισμό, ανώτατο και τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων που αντικατέστησε τον ελεύθερο συναγωνισμό.
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ
Ο χαρακτήρας που προσλαμβάνει η εργασία σε ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας είναι αντιφατικός και κινείται σε ένα δίπολο. Πρόκειται για τον διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας. Χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δραστηριότητας αποτελεί η ικανότητα συνειδητής εργασίας βάσει ενός προκαθορισμένου σχεδίου. Αναπτύσσει δηλαδή την πρακτική του δραστηριότητα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου, προκαθορισμένου, νοητά επεξεργασμένου προγράμματος.
Η κλιμάκωση του χαρακτήρα της εργασίας σε σχέση με τον καταμερισμό της είναι αντιφατική. Σε εμβρυακές μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας όλες οι πτυχές της εργασιακής δραστηριότητας συγκροτούσαν μια συγκριτική ενότητα. Η σταδιακή εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας λόγω της συνεχώς αναπτυσσόμενης και περιπλοκότερης εργασιακής δραστηριότητας οδήγησε στο διαχωρισμό της σκοποθεσίας και της προπαρασκευής της του υποκειμένου της εργασίας από την καθαρά πρακτική, φυσική εργασία. Ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να συνδεθεί με την εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, των κοινωνικών τάξεων και του κράτους. Τότε προβάλει ως αντίθεση συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, που ασχολούνται αποκλειστικά με τη σωματική εργασία κι εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η πνευματική εργασία γίνεται προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται τον πλήρη αποκλεισμό των υφιστάμενων την εκμετάλλευση κοινωνικών τάξεων από το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητας. Αντίθετα το βάρος της εξουθενωτικής χειρωνακτικής εργασίας το επωμίζονται κατά κανόνα οι κυριαρχούμενες τάξεις.
Στη δουλοκτητική κοινωνία κάθε μορφή εργασίας θεωρούνταν υποτιμητική για τον άνθρωπο. Όλες οι φυσικές εργασιακές δραστηριότητες αναθέτονταν στους δούλους. Μάλιστα πολλές φορές αναλάμβαναν και μέρος της πνευματικής δραστηριότητας (διοικητικές, κατασταλτικές, νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Άλλωστε ο δούλος αντιμετωπίζεται μόνο ως μέσο παραγωγής χωρίς κανένα δικαίωμα πραγματικά ανθρώπινης ύπαρξης.
Κατά την εποχή της φεουδαρχίας η χειρωνακτική εργασία μεταφέρεται στους δουλοπάροικους. Ο δουλοπάροικος έχει μεν αποσπάσει μέρος των μέσων παραγωγής (έστω και ελάχιστο), αλλά εν γένει συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως «φυσικό σώμα». Η πνευματική εργασία αποτελεί προνόμιο των ευγενών και του κλήρου.
Με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας οξύνεται η αντίθεση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας καθώς βασική προϋπόθεση ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας αποτελεί η μονότονη χειρονακτική εργασία και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση. Εξάλλου ακόμη και στα πλαίσια της πνευματικής εργασίας υπερισχύει η εμπειρική γνώση έναντι της θεωρητικής, χάρη στις δυνατότητες που προσφέρει για άμεση εφαρμογή της στην παραγωγή με τις τεχνολογικές εφαρμογές. Η θεωρητική εργασία γίνεται πλέον απαραίτητη στην παραγωγική διαδικασία καθώς η εκτεταμένη χρήση μηχανών απαιτεί κάποια θεωρητική γνώση. Για πρώτη φορά «η μετατροπή της παραγωγικής διαδικασίας από την απλή εργασιακή διαδικασία σε μια επιστημονική διαδικασία που υποτάσσει και χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις και τις δραστηριοποιεί στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών, εμφανίζεται σαν ιδιότητα του πάγιου κεφαλαίου απέναντι στη ζωντανή εργασία», (Κ. Μαρξ, Grundrisse).
Σε αντιδιαστολή με την όξυνση της εν λόγω αντίθεσης η εκμηχανισμένη παραγωγή, παρά την αντίθεση μεταξύ «ζωντανής» και «νεκρής» εργασίας που δημιουργεί, ετοιμάζει το έδαφος για την κατάργησή της και κατά συνέπεια και της εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Προϋπόθεση της κατάργησης αυτής αποτελεί η εμφάνιση μιας γενικευμένης αυτοματοποίησης στην παραγωγή. Μόνο τότε η διεύθυνση της παραγωγής και η εργασία για ανάπτυξη της υπάρχουσας αυτοματοποιημένης παραγωγής θα υπερτερεί έναντι της απλής συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία ως χειριστής των μηχανών ή ως μέρος αυτών. Αποτέλεσμα αυτής της διανοητικοποίησης της εργασίας είναι η συνεχώς αυξανόμενη απόσπαση του ανθρώπου από το τελικό προϊόν και η σταδιακή μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου. Κατά πόσο είναι όμως αυτό αρκετό για την επίλυση αυτής της αντίφασης θα το δούμε παρακάτω.
Οι σχέσεις παραγωγής παραμένουν οι ίδιες, έχοντας κι αυτές το δικό τους ρόλο στην εξέλιξη και την πορεία της εργασίας. Η αντίφαση ζωντανής και νεκρής εργασίας έχει ένα μόνο τρόπο επίλυσης, θεμελιωδώς ανέφικτο επί κεφαλαιοκρατίας: τη βαθμιαία απώθηση του ανθρώπου εκτός της σφαίρας της άμεσης παραγωγής (πρωταρχική εκτός του πεδίου χρήσης έτοιμων μηχανών), (Βαζιούλιν Β. Α.). Με την ανάπτυξη της εργασίας στα πλαίσια μιας ώριμης αταξικής κοινωνίας ο άνθρωπος θα είναι το πραγματικό υποκείμενο της δημιουργικής δραστηριότητας απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανιαρή και αντιπαραγωγική εργασία, χωρίς αυτό να αποκλείει κάθε είδους φυσική δραστηριότητα.
Εδώ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε δύο βασικούς τύπους εργασίας: την επαναλαμβανόμενη και την ανανεούμενη-αναπτυσσόμενη εργασία.
Η επαναλαμβανόμενη εργασία έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της την επανάληψη και τη μέγιστη τυποποίηση κάθε ενέργειας. Αυτό την καθιστά μια διαδικασία βαρετή, απεχθή και εξαντλητική. Τελικά αποτελεί μέσο για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, που προβάλλουν ως δεδομένες και απολύτως καθορισμένες. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ανθρώπινη ανάγκη. Βασικός της στόχος είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποσκοπεί και στη βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής (π.χ. σε είδη πολυτελείας).
Στην ανανεούμενη-αναπτυσσόμενη εργασία, η εργασία γίνεται ανάγκη (εργασία χάριν της εργασίας, Βαζιούλιν Β. Α.). Μια ανάγκη όμως που δεν είναι «ετερόφωτη», δηλαδή δεν προκύπτει ως συνέπεια κάποιας πρωταρχικής ανάγκης και δεν συντηρείται ενστικτωδώς (ένστικτο αυτοσυντήρησης). Αντιθέτως πρόκειται για μια αμιγώς ανθρώπινη ανάγκη, η οποία πηγάζει από τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Πλέον η εργασία αντιμετωπίζεται ως μέσο βελτίωσης κι ανάπτυξης των εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Γίνεται βασικό στοιχείο ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Η εργασία αποκτά δημιουργικό χαρακτήρα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα υπάγεται στους νόμους του ωραίου και της καλαισθησίας. Κύριο χαρακτηριστικό της εργασίας και βασικός της στόχος είναι η ποιότητα τόσο του παραγόμενου αποτελέσματος, όσο και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Εδώ ο ελεύθερος χρόνος υπερτερεί του αναγκαίου. Πλέον «η ολόπλευρη ανάπτυξη του καθ’ ενός γίνεται αυτοσκοπός της ενοποιημένης πλέον ανθρωπότητας, γίνεται εσωτερική ανάγκη και απαραίτητος όρος της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων», (Βαζιούλιν Β.Α.).
Θα μπορούσαμε λοιπόν να συσχετίσουμε την ανάπτυξη της ανανεούμενης-αναπτυσσόμενης εργασίας και την εμφάνισή της ως της μόνης ανθρώπινης δραστηριότητας με την παρουσία ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης. «Ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση είναι η πλήρης αυτοματοποίηση του όλου συγκροτήματος της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα ευέλικτης μετάβασης από την παραγωγή ορισμένου προϊόντος στην παραγωγή άλλου με δυνατότητες αύξησης της παραγωγής κατά πολύ υπέρτερες αυτών της μη αυτοματοποιημένης παραγωγής. Εδώ αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας της εργασίας, μιας και υπερτερεί πλέον εντός της αναγκαίας εργασίας η εργασία προς τελειοποίηση και ανάπτυξη των αυτομάτων με αντίστοιχη μείωση της ποσότητας και της διάρκειας της εργασίας προς χρήση έτοιμων παρηγμένων μέσων παραγωγής. Η ίδια η αναγκαία εργασία μετατρέπεται από κατ’ εξοχήν μηχανική σε κατ’ εξοχήν δημιουργική. Αυτό οδηγεί σε διάχυση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ αναγκαίας και λοιπής εργασίας, μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης.», (βλ. Πατέλης Δ. Σ.).
Βιβλιογραφία
Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας, Ελληνικά Γράμματα 2004, σσ. 147 - 228
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ.1 (Μέρος 3ο, κεφ. 50, Η διαδικασία της εργασίας), Σύγχρονη Εποχή, σσ. 190 - 198
Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τ. Β΄, Στοχαστής, σσ. 356 - 389
Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844), εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975, σσ. 90 - 106
Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, τ.1, σσ. 98 – 128
Φ. Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Σύγχρονη Εποχή
Π. Παυλίδης, Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., εκδ. Προσκήνιο
Δ. Σ. Πατέλης, Αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτηριστικά της εργασίας.
9. Π. Παυλίδης, , Ανθρώπινη φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία:οι βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές της προσωπικότητας.
10. Δ. Σ. Πατέλης, Λήμματα στο φιλοσοφικό – κοινωνιολογικό λεξικό, Τ. 1-5, Αθήνα 1994-1995, εκδ. Καπόπουλος
http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/21