Εννοιλογικές και μεθοδολογικές επισημάνσεις.
Δημήτρης Σ. Πατέλης
Επίκουρος Καθηγητής Γενικού Τμήματος
Πολυτεχνείου Κρήτης.
[Δημοσιεύθηκε στο: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Επιμ. Σ. Παπαϊωάννου. Εκδ. Κριτική. Αθήνα, 2007, σελ. 266-285].
[Περίληψη
Η έννοια της νομοτέλειας είναι συγγενής με τις έννοιες της αιτιότητας, της αιτιοκρατίας και του νόμου. Η κοινωνική νομοτέλεια αφορά το σύνολο των αλληλένδετων ως προς το περιεχόμενο τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών της κοινωνίας. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και εν μέρει επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής από την άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας και με τον ρόλο του υποκειμένου στην ιστορία. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προβάλλουν ως δεσπόζουσα τάση στο φάσμα δυνατοτήτων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας μέσα από τη δραστηριότητα των ανθρώπων.
Ο θεωρητικός και μεθοδολογικός αναστοχασμός της θέσης και του ρόλου της νομοτέλειας στο πεδίο της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών πέρασε από διάφορα στάδια, σε συνάρτηση με την διεύρυνση και εμβάθυνση της έρευνας και τη συνακόλουθη ανάπτυξη των εννοιλογήσεων και νοηματοδοτήσεων της κατηγοριακής σκέψης. Στην παρούσα εισήγηση θα αναφερθούμε εν συντομία στην -αποφασιστική για την κοινωνική θεωρία- περί νομοτέλειας αντίληψη που επεξεργάσθηκε ο μαρξισμός και ανέπτυξε στην εποχή μας η σχολή της «Λογικής της Ιστορίας».]
Αφετηριακές εννοιολογικές αποσαφηνίσεις.
Η έννοια της νομοτέλειας είναι συγγενής με τις έννοιες της αιτιότητας, της αιτιοκρατίας και του νόμου. Ας αποσαφηνίσουμε ευσύνοπτα αυτές τις έννοιες και ώστε στη συνέχεια να σταθούμε αναλυτικότερα στις καταβολές τους, στη θέση και στο ρόλο τους στο εννοιολογικό σύστημα της κοινωνικής θεωρίας.
Αιτιότητα είναι η φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την αναγκαία γενετική και εσωτερική συνάφεια μεταξύ φαινομένων, από τα οποία το μεν οροθετεί το δε, το ένα τίθεται ως όρος του άλλου (βλ. αίτιο και αποτέλεσμα - αιτιατό).
Η οντική αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα συνιστά τη βάση της αιτιότητας ως φιλοσοφικής, γνωσεολογικής και επιστημολογικής αρχής (που διασφαλίζει τη γνωσιμότητα, τις δυνατότητες πρόγνωσης κλπ.), αλλά και του συνόλου της υλικής και πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι μορφή της αμοιβαίας συνάφειας, σχέσης και αλληλεξάρτησης των φαινομένων, η οποία διαφέρει από τις υπόλοιπες διατακτικού χαρακτήρα συσχετίσεις πραγμάτων, σχέσεων και διαδικασιών, δεδομένου ότι συναρτά το (προ)ηγούμενο με το επόμενο, το «είναι» με το «γίγνεσθαι», το «ενεργεία» με το «δυνάμει» κλπ.,.
Η αμοιβαία εσωτερική συνάφεια αλλεπαλλήλων φαινομένων ονομάζεται αιτιακή ακολουθία (ή αλυσίδα) και χαρακτηρίζεται από μεταφορά (μετασχηματισμό) ύλης, ενέργειας, κίνησης, δομής και πληροφορίας. Στην αιτιώδη σχέση το ίδιο το αποτέλεσμα αντεπιδρά στο αίτιο του, γεγονός που χαρακτηρίζει τα αναδραστικά και αυτορρυθμιζόμενα συστήματα.
Ο μη γραμμικός χαρακτήρας της χρονικής αλληλουχίας της αιτιότητας εκδηλώνεται στα αναπτυσσόμενο συστήματα με τη δυνητική ύπαρξη του αιτιατού στο αίτιο (πριν αυτό καταστεί κυριολεκτικά αίτιο του εν λόγω αιτιατού) με τη δυναμική συνύπαρξη-μετασχηματισμό αιτίου-αιτιατού κατά το γίγνεσθαι του δεύτερου και με την εμφάνιση στο ώριμο αιτιατό των προϋποθέσεων του νέου αιτιατού (που θα καταστήσει αίτιο το νέο αιτιατό).
Ο χαρακτήρας του κάθε γνωστικού αντικειμένου εκδηλώνεται εν πολλοίς στην ιδιοτυπία της αιτιότητας που το διέπει. Η επιστημονική έρευνα, σε διάφορες βαθμίδες της, αποκαλύπτει διαφορετικά επίπεδα εγνωσμένης αιτιότητας που διέπει το αντικείμενο, η ανεπάρκεια και τα όρια εφαρμοσιμότητας των οποίων διακριβώνονται μόνο με την επίτευξη της πλήρους και επαρκούς γνώσης του αντικειμένου, με την ωρίμανση της επιστήμης. Η ιδιοτυπία της αιτιότητας (άρα και της νομοτέλειας) που διέπει το κάθε αντικείμενο καθορίζουν, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο της επιστημονικής διερεύνησης του (τον τρόπο συγκρότησης, τεκμηρίωσης, απόδειξης της επιστήμης κλπ.) και τον τρόπο πρακτικής επενέργειας, μετασχηματισμού του εν λόγω αντικειμένου από τον άνθρωπο. Υπάρχει λοιπόν η φυσική αιτιότητα, η χημική αιτιότητα, η βιολογική αιτιότητα, η κοινωνική αιτιότητα κλπ., τα είδη και τα επίπεδα των οποίων αποκαλύπτονται ευρύτερα και βαθύτερα με την ανάπτυξη των επιστημών.
Η Φυσική, λόγου χάριν, από την κλασική μηχανιστική αντίληψη περί αιτιότητας (γραμμική αιτιότητα, τυπικές, ποσοτικές και μονοσήμαντα καθορισμένες συνάφειες και μεταβολές κατά τη λαπλασιανή αιτιοκρατία), πέρασε στην ενσωμάτωση στατιστικών θεωριών, απροσδιοριστίας και μη μονοσήμαντων σχέσεων, πιθανοκρατικών αντιλήψεων κλπ.
Η πλέον περίπλοκη μορφή αιτιότητας διέπει την κοινωνική πραγματικότητα, η μη διαλεκτική προσέγγιση της οποίας (μέσω γραμμικά και μηχανιστικά εννοούμενων αιτιακών ακολουθιών είτε μέσω πληθώρας παραγόντων - βλ. «θεωρία των παραγόντων» - που οδηγούν σε σχήματα «κακής απειρίας») ανάγει την πηγή της ανάπτυξης της κοινωνίας στην πλήρη απροσδιοριστία: όλες οι πλευρές της κοινωνίας θεωρούνται ισότιμοι παράγοντες της λειτουργίας και ανάπτυξης της, γεγονός που εκδηλώνει τον εγκλωβισμό της γνώσης στη χαώδη αντίληψη.
Αιτιοκρατία (ντετερμινισμός), είναι η φιλοσοφική – μεθοδολογική θεωρία η οποία παραδέχεται την ύπαρξη της αιτιότητας, την καθολική αιτιώδη και νομοτελή συνάφεια όλων των φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει ο ιντετερμινισμός (αναιτιοκρατία).
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αιτιοκρατία σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία διέπεται από την πλέον περίπλοκη αιτιότητα, η παραδοχή και η θεωρητική διάγνωση της οποίας συνδέεται αμέσως με το πρόβλημα της ελευθερίας και του ρολού του υποκειμένου. Η διαλεκτικά εννοούμενη αιτιοκρατία εξετάζει ως οργανικό όλο την κάθε ιστορική συγκυρία της κοινωνίας, ως ιστορικά αναπτυσσόμενο φάσμα δυνατοτήτων, στο οποίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το τυχαίο, η ενδεχομενικότητα, οι παλινωδίες κλπ., απορρίπτοντας τη μοιρολατρία και την τελεολογία.
Οι νόμοι που διέπουν την πραγματικότητα ποικίλουν. Κατ’ αρχήν διακρίνονται οι στατιστικοί και οι δυναμικοί νόμοι (ακριβέστερα: οι στατιστικοί νόμοι και οι νόμοι αυστηρής αιτιοκρατίας).
Πρόκειται για διάφορες μορφές εκδήλωσης της νομοτέλειας, της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ διαδοχικών καταστάσεων συστημάτων, ο χαρακτήρας των οποίων καθορίζει τελικά και τον τύπο της γνώσης και πρόγνωσης τους.
Ο δυναμικός νόμος είναι η μορφή εκείνη της αιτιώδους συνάφειας, κατά την οποία η δεδομένη κατάσταση του συστήματος καθορίζει μονοσήμαντα όλες τις επόμενες, γεγονός που παρέχει τη δυνατότητα επακριβούς πρόβλεψης της περαιτέρω πορείας του συστήματος βάσει της γνώσης των αρχικών συνθηκών. Οι δυναμικοί νόμοι ισχύουν σε σχετικά αυτόνομα και ελάχιστα εξαρτώμενα από εξωτερικές επιδράσεις συστήματα, με σχετικά περιορισμένο αριθμό στοιχείων, όπως π.χ. αυτά που εξετάζει η κλασική μηχανική. Η αναγωγή της τελευταίας σε πρότυπο επιστημονικότητας και η συνακόλουθη απολυτοποίηση των δυναμικών νόμων και της αυστηρής (άκαμπτης, κατ’ εξοχήν γραμμικής και απαρέγκλιτης) αιτιοκρατίας, όπως προαναφέραμε, εκφράσθηκε φιλοσοφικά με τον κλασικό λαπλασιανό μηχανικισμό, προβάλλοντας επεκτατικές αξιώσεις σε όλα τα γνωστικά πεδία, και εδραιώθηκε εν πολλοίς στην κοσμοαντίληψη του κοινού νου.
Στατιστικός νόμος είναι η μορφή εκείνη αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία ορισμένη δεδομένη κατάσταση του συστήματος δεν καθορίζει τις επόμενες μονοσήμαντα, αλλά μόνο με ορισμένες πιθανότητες, οι οποίες συνιστούν το αντικειμενικό μέτρο των δυνατοτήτων πραγματοποίησης που εμπεριέχει η προγενέστερη τάση μεταβολής. Οι στατιστικοί νόμοι ισχύουν σε όλα τα μη αυτόνομα περίπλοκα συστήματα με μεγάλο αριθμό στοιχείων, τα οποία εξαρτώνται από πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών μεταβαλλόμενων όρων.
Η διαφορά μεταξύ στατιστικών και δυναμικών νόμων είναι σχετική, δεδομένου ότι κάθε δυναμικός νόμος μπορεί να θεωρηθεί ως στατιστικός με πιθανότητες πραγματοποίησης που προσεγγίζουν τη μονάδα, είτε ταυτίζονται με αυτήν (σε οριακές περιπτώσεις απόλυτα αναπόφευκτης έκβασης). Ωστόσο οι στατιστικοί νόμοι δεν μπορούν να αναχθούν σε δυναμικούς, και κάθε παρόμοιο εγχείρημα οδηγεί σε θέσεις μηχανικισμού και αναγωγισμού. Η σύγχρονη φυσική (κβαντική μηχανική, σχετικιστικές θεωρίες), το πλέγμα των βιολογικών επιστημών (γενετική μηχανική κλπ.), η κυβερνητική (αυτορυθμιζόμενα συστήματα, πληροφορική κλπ.) και τα μαθηματικά (θεωρίες του χάους, των καταστροφών, των πιθανοτήτων κλπ.) διευρύνουν και εμβαθύνουν την ανθρώπινη γνώση, θεμελιώνοντας τη στατιστικού χαρακτήρα νομοτέλεια ευρύτατου φάσματος φαινομένων και διαδικασιών.
Ιδιότυπη ισχύ των στατιστικών νόμων διαπιστώνουν οι κοινωνικές επιστήμες (πολιτική οικονομία, κοινωνιολογία, δημογραφία, κοινωνική ψυχολογία κλπ.) αναδεικνύοντας και διακριβώνοντας τον πιθανοκρατικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων - τάσεων, η έκβαση των οποίων καθορίζεται από την πραγματοποίηση των πλέον πιθανών εκδοχών του εκάστοτε φάσματος δυνατοτήτων.
Παρ’ όλα αυτά, ο προσκολλημένος στη μηχανιστική κοσμοαντίληψη κοινός νους εκλαμβάνει την πιθανοκρατική αιτιοκρατία ως παντελή απουσία νομοτέλειας και αιτιότητας, αμφισβητώντας την εγκυρότητα, την πληρότητα και την επάρκεια των στατιστικών νόμων, δεδομένου ότι η διάνοια, ως η κατώτερη, η προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης (βλ. διάνοια και λόγος), αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα αρνητικά, ως άρνηση της τυχαιότητας και της ενδεχομενικότητας.
Συνοψίζοντας τις προαναφερθείσες εννοιολογικές αποσαφηνίσεις, μπορούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε την αντίληψή μας για τη νομοτέλεια.
Η έννοια της νομοτέλειας υποδηλώνει το σύνολο των αλληλένδετων ως προς το περιεχόμενο τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών ενός συστήματος. Ο χαρακτήρας και ο βαθμός περιπλοκότητας της κάθε νομοτέλειας, εξαρτάται από την ιδιοτυπία της αιτιότητας και των νόμων που διέπουν το κάθε αντικείμενο, από το είδος των αλληλεπιδράσεων και της συνάφειας των μερών του. Η ιδιοτυπία της νομοτέλειας που διέπει κάθε (γνωστικό) αντικείμενο καθορίζει, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο επιστημονικής διερεύνησης του, αλλά και τον τρόπο πρακτικής και μετασχηματιστικής επενέργειας του ανθρώπου σε αυτό (αφετηριακή και θεμελιώδης μορφή της οποίας είναι η εργασία).
Η κοινωνική νομοτέλεια ως φάσμα δυνατοτήτων.
Κοινωνική νομοτέλεια είναι η νομοτέλεια που διέπει την πλέον περίπλοκη βαθμίδα αλληλεπίδρασης, συγκρότησης και ανάπτυξης της πραγματικότητας, την ανθρώπινη κοινωνία. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και εν μέρει επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής από την άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας και με τον ρόλο του (ατομικού και συλλογικού) υποκειμένου στην ιστορία.
Η παραίτηση από τη διερεύνηση των κοινωνικών νομοτελειών, η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας, συνδέεται οργανικά με την κοινωνική στάση εκείνων που θεωρούν το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ως ανυπέρβλητο (ακόμα και αν φραστικά ισχυρίζονται το αντίθετο). Η πολυμορφία, το περίπλοκο και η πολλαπλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας (στοιχεία που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανάπτυξη) δεν συνιστούν απόδειξη της απουσίας νόμων και νομοτελειών στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό των επιστημών είναι ότι αποκαλύπτουν διαρκώς νόμους και νομοτέλειες που διέπουν όλο και πιο περίπλοκα και απόμακρα από την άμεση ανθρώπινη εμπειρία αντικείμενα, διακρίνοντας –όπως δείξαμε παραπάνω- νομοτέλειες όχι μόνο δυναμικού χαρακτήρα, αλλά και νομοτέλειες στατιστικού - πιθανοκρατικού χαρακτήρα, νόμους που εμπεριέχουν την ενδεχομενικότητα, την τυχαιότητα, ακόμα και νόμους που διέπουν το χάος.
Οι κοινωνικές νομοτέλειες έχουν τον χαρακτήρα τάσεων, δεδομένου ότι συγκροτούνται από τη διαπλοκή πληθώρας αντιφατικών μεταξύ τους τυχαιοτήτων, οι οποίες σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία προβάλλουν ως αντικειμενικά οροθετημένο φάσμα δυνατοτήτων, ως πλήθος εναλλακτικών λύσεων. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προωθούνται ως δεσπόζουσα τάση μέσα από το εν λόγω φάσμα δυνατοτήτων, ως φυσικοϊστορική διαδικασία υλοποιούμενη από τη δραστηριότητα των ανθρώπων (ακριβέστερα: από τη συνισταμένη των δραστηριοτήτων τους) ως υποκειμένων.
Στην εποχή μας λ.χ. υπάρχουν τάσεις, δυνατότητες προόδου, δημιουργικότητας κλπ. αλλά και τάσεις οπισθοδρόμησης, καταστροφής και αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας (οικολογικής, πολεμικής κλπ.), τάσεις πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά και τάσεις κατακερματισμού και επίτασης της ανισομέρειας της ανάπτυξης των μερών της, τάσεις κοινωνικής επανάστασης αλλά και αντεπανάστασης, κ.ο.κ.
Η μεταφυσική και θετικιστική νόηση (εσωτερικά συνδεόμενη με τη στάση της παραδοχής της αιωνιότητας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων) αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα αυτής της κατάστασης, τη νομοτέλεια που τη διέπει, δεδομένου ότι ως ενότητα και νομοτέλεια θεωρεί μόνο τη μονότονη ομοιομορφία και ομοιογένεια της εμπειρικής πραγματικότητας (βλ. π.χ. τη «νομοθετική μέθοδο» είτε τους ιδεότυπους).
Η διάγνωση της κοινωνικής νομοτέλειας προϋποθέτει κριτική-επαναστατική στάση προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αλλά και τα κατάλληλα γνωστικά εφόδια: τη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία. Από τη σκοπιά της διαλεκτικής, νομοτέλεια δεν είναι η επιφανειακή ομοιότητα και η τυπολογικά σχηματοποιημένη ομοιομορφία των δεδομένων της εμπειρίας, αλλά η ενδότερη αμοιβαία συνάφεια, η ενότητα μέσα στη διαφορά, η ενότητα μέσω της πολλαπλότητας και του εσωτερικού δεσμού των αντιφατικών διαδικασιών.
Σύντομη ιστορικο-φιλοσοφική αναδρομή στις περί νομοτέλειας αντιλήψεις.
Η ιδέα περί της νομοτελούς ανάπτυξης της κοινωνίας προσεγγίζεται ποικιλοτρόπως από την αρχαιότητα. Οι πρώτες εικασίες περί αιτιώδους συνάφειας των κοινωνικών φαινομένων συνδέονται με τις απαρχές του φιλοσοφικού στοχασμού και την περί λόγου αντίληψη (Ηράκλειτος). Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάδειξη του αυταίτιου του κόσμου, η σύνδεση της αιτίας, του νόμου και του μέτρου με τον δυναμισμό της αντιφατικότητας, της σύγκρουσης (με την παραστατική έννοια του πυρός και του πολέμου): «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις των θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ήν αεί και έσται πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα» (Ηράκλειτος, 51[30]) και «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μέν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Ηράκλειτος, 29[53]). Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά τον Αριστοτέλη "Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα ανάγει εις την ανάγκην οις χρηται η φύσις" (Περί ζώων γενέσεως, 789β 2), θέσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους και τον Λουκρήτιο.
Κατά τον Πλάτωνα "παν γαρ το γιγνόμενον υπ' αιτίου ανάγκη γίγνεσθαι· παντί γαρ αδύνατον χωρίς αίτιου γένεσιν σχειν" (Πλάτ. Τ/μ. 28Α). Ο Αριστοτέλης διέκρινε ποιητικά και τελικά αίτια ("αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της μεταβολής η πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος", (Μετά τα φυσικά 1013α 24 κ.ε., 983α 26. 1027α 29). Στον ίδιο στοχαστή απαντάται η ιδέα περί συνάφειας των διαφόρων πολιτειακών μορφών με ορισμένα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, τα οποία, με τη σειρά τους, συνδέονται με μεταβολές των όρων ζωής διαφόρων λαών (βλ. Πολιτικά, IV 3,15, V 3-9).
Κατά τον μεσαίωνα η όποια συνάφεια των πλευρών και των μερών της κοινωνίας, αλλά και η κατεύθυνση της ιστορικής διαδικασίας συνδεόταν με μυστικιστικές θρησκευτικές και θεολογικές αντιλήψεις τελεολογικού και εσχατολογικού χαρακτήρα, όπου τα πάντα διέπονται από την θεία πρόνοια.
Το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα δημιουργίας αυτοτελούς επιστήμης περί της κοινωνίας, «επιστήμης περί του πολιτισμού», ανήκει στο μεγάλο άραβα φιλόσοφο Ίμπν Χαλντούν (Ibn Khaldun, τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.). Ο Χαλντούν θεωρεί την κοινωνική ανάπτυξη ως νομοτελή διαδικασία, καθοριζόμενη από το γεωγραφικό περιβάλλον. Αυτή η διαδικασία έχει κύκλους ακμής και παρακμής στη διαγενεακή αλληλουχία. Σε μία εμβριθή πρώιμη εικασία περί του ρόλου των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, ο εν λόγω –εν πολλοίς αγνοημένος- στοχαστής, βλέπει το επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού και τον χαρακτήρα της πολιτείας σε συνάρτηση με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, την ανταλλαγή οικονομικών δραστηριοτήτων και την σχέση αρχόντων και αρχομένων. Η τελευταία απορρέει από το είδος της οικονομικής ανταλλαγής. Κατά τον 16ο αιώνα διατυπώνεται μια ιδιότυπη εκδοχή φυσιοκρατικού - γεωγραφικού ντετερμινισμού (Bodin J. Methodus ad faciliem historiarum cognotionem, 1566).
Η περαιτέρω εξέλιξη των αντιλήψεων περί κοινωνικής αιτιοκρατίας και νομοτέλειας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των νέων χρόνων (Φ. Μπέικον, Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Νεύτων, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα, γάλλοι υλιστές του 18ου αι.). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος χαρακτήρας των εν λόγω περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την απολυτοποίηση ορισμένης μορφής της αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους αυστηρά δυναμικούς νόμους της μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα και την απόρριψη του αντικειμενικού χαρακτήρα της τυχαιότητας (ενδεχομενικότητας κλπ.).
Ξεχωριστή περίπτωση είναι το έργο του Βίκο (Vico Gianbattista, 1668-1744). Είναι ο στοχαστής που ορμώμενος από την (διατυπωμένη από τον Γαλιλαίο και τον Χόμπς) αρχή κατά την οποία διαγνώσιμο είναι εκείνο που αποτελεί δημιούργημα του ανθρώπου, θεωρεί την δημιουργούμενη από τον άνθρωπο κοινωνική διαδικασία προνομιακό γνωστικό πεδίο και την ιστορία ως τη μόνη ακριβή επιστήμη, ως τη συνείδηση της ανθρωπότητας περί των πράξεών της. Ο Βίκο αντιπαραθέτει στον καρτεσιανό υποκειμενικό ορθολογισμό του ατόμου τον κοινό λόγο και την ιδέα περί αντικειμενικού χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία των εθνών διαγράφει στην πορεία της κυκλικές τροχιές που αποτελούνται από τρεις εποχές: θεοκρατική, ηρωική και ανθρωπιστική (η εξιδανικευμένη αστική κοινωνία ως κορύφωση της ιστορίας). Ο κάθε κύκλος κλείνει με κοινωνικές ανατροπές. Η ιστορία διέπεται από νόμους δεδομένους μεν από τη θεία πρόνοια, αλλά εντός της η σημασία της δράσης των ανθρώπων είναι αποφασιστική.
Οι εκπρόσωποι του διαφωτισμού εξέταζαν την ανάπτυξη της κοινωνίας ως νομοτελή διαδικασία τελείωσης του λόγου, της γνώσης και του πολιτισμού. Ο γεωγραφικός ντετερμινισμός του Μοντεσκιέ σρεφόταν εναντίον των θεολογικών δογμάτων. Ο Ρουσσώ ανέδειξε τη συνάφεια μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ανισότητας και τη σημασία των εργαλείων στην εμφάνιση του πολιτισμού. Οι γάλλοι ιστορικοί της εποχής της παλινόρθωσης (Τιερύ, Μινιέ και Γκυζώ) κατέδειξαν τη σημασία της πάλης των τάξεων στην κοινωνία ως ορισμένου τύπου κοινωνική νομοτέλεια.
Κατά τον ντετερμινισμό του Λαπλάς έχει καθολική ισχύ η αναγωγή των σύνθετων φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε ποσοτικές, όλων των κινήσεων της ύλης στην απλή μηχανική μετατόπιση σωματίων, ενώ η γνώση των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων των σωματίων του σύμπαντος τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την κατάσταση του σε κάθε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος (βλ. μηχανικισμός, αναγωγισμός). Αυτού του είδους η απόλυτη μηχανιστική αιτιοκρατία οδηγεί σε μυστικιστικού χαρακτήρα φαταλιστικές απόψεις, ιδιαίτερα όταν προεκτείνεται στην κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδωλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία εννοείται ο λαπλασιανού τύπου ντετερμινισμός.
Κατά τον Καρτέσιο τίποτε δεν γίνεται εκ του μηδενός στην καθολικά αιτιοκρατούμενη και νομοτελή υπόσταση – φύση, όπου κυριαρχεί η αναγκαιότητα. Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είτε απορρίπτει την αιτιότητα ανάγοντας την σε συνήθη για τον άνθρωπο αλληλουχία αισθημάτων (Χιούμ) είτε τη θεωρεί προεμπειρική (a priori) κατηγορία μέσω της οποίας το υποκείμενο τακτοποιεί τον χαώδη κόσμο των φαινομένων (Καντ). Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός παραδέχεται την ύπαρξη ανεξάρτητης από το υποκείμενο αιτιότητας ως εκδήλωσης του πνεύματος, της «απόλυτης ιδέας» (Χέγκελ) κλπ.
Η κοινωνική νομοτέλεια στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ καθορίζεται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της εποχής του και από το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών και της φιλοσοφίας. Δεδομένου ότι ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλότριες και κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινωνικές δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς έναντι των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανάπτυξη των εν λόγω δυνάμεων, της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη μιας εξ υπαρχής δεδομένης αυτοτελούς καθολικότητας, μιας ουσίας κυρίαρχης επί του ενικού, του αισθητηριακού και του εμπειρικού. Στην υποστασιοποίηση αυτής της αντίληψης εδράζεται η χαρακτηριστική για τον Χέγκελ απόσπαση της νόησης από την υλική (κοινωνική - πολιτισμική) βάση που τη γέννησε και η αναγόρευση της σε αυτοτελή - αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουργό πηγή όλου του κόσμου (ο οποίος υποβαθμίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προϋπάρχουσα, αρχέγονη και πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα αποτελεί την αφετηρία και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του μεγαλειώδους φιλοσοφικού του συστήματος.
Ο Χέγκελ θεωρεί ότι η εργασία είναι η διαδικασία δημιουργίας από τον άνθρωπο του ίδιου του εαυτού του, είναι μια διαδικασία αυτογένεσης του ανθρώπου, μια διαδικασία δημιουργίας της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τους κλασικούς της οικονομίας, ο Χέγκελ ανάγει την εργασία σε πνευματική - αφηρημένη δραστηριότητα. Παρόμοια με τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας ταυτίζοντας νομοτελώς την ιστορικά παροδική ανταγωνιστική μορφή (και βαθμίδα) της εργασίας της εποχής του με την εργασία εν γένει, δηλαδή ταυτίζοντας την αλλοτρίωση, την αποξένωση με την εξαντικειμένωση, με την πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύγκριση με τους κλασικούς της αστικής οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα (θέτει το ζήτημα της άρσης της αλλοτρίωσης), το οποίο όμως, λόγω του άκρως μυστικιστικού χαρακτήρα του, αποβαίνει βήμα προς τα πίσω: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα της εξωιστορικά και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνον ως υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου, του αντικειμένου, ως απελευθέρωση του πνεύματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότητα και «επιστροφή» στο απόλυτο. Η αντιφατικότητα της μεγαλειώδους σύλληψης του Χέγκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάνσεις. Από τα πρώιμα έργα ("φιλοσοφία της θρησκείας" κ.ά.) του Χέγκελ διαφαίνεται η τάση εξέτασης της ιστορίας του πνευματικού πολιτισμού ως αλληλουχίας νομοτελώς εναλλασσόμενων σταδίων της ανάπτυξης του πνεύματος.
Ως "αντικειμενικό πνεύμα" ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές - πολιτειολογικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία του δικαίου (1821). Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση της προμαρξικής κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου του διαφωτισμού. Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον αφηρημένο χαρακτήρα της θεωρίας του "φυσικού δικαίου", επιχειρεί την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την υποστασιοποιημένη αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού, το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ αυτό τον τρόπο η χαρακτηριστική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική - δικαιική θεώρηση της κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Όπως αναφέρει στη Φιλοσοφία της ιστορίας: "όλη η αξία του ανθρώπου, όλη η πνευματική πραγματικότητα του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους". Εδώ η διαμορφούμενη επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της υπόστασης του (αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου, της "γενολογικής ουσίας του ανθρώπου". Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους αναβαθμούς του "αφηρημένου δικαίου", της "κατ’ επίγνωση ηθικότητας" ή "ατομικής ηθικής" (Moralitat) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής βούλησης "καθ' έξιν ηθικότητας" ή "κοινωνικής ηθικής" (Sittlichkeit). Η τελευταία περιλαμβάνει την οικογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος). Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ καθ' εαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θειας ιδέας, ο επίγειος θεός. Άριστο πολίτευμα θεωρεί τη συνταγματική μοναρχία, κατά το πρωσικό πρότυπο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε "δομημένο επί των έλλογων αρχών" (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας συνιστά πορεία νομοτελή και απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη συνείδηση της ελευθερίας μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις "κοσμοϊστορικές" περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική) αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη γεροντική ηλικία της ανθρωπότητας.
Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας προβάλλει εδώ με σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως "πανουργία" του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία του. Οι περί "υψηλού προορισμού του πολέμου" απόψεις του Χέγκελ συνδέονται με τη διττή αντίληψη του για τις αποικίες (αναγκαία ως διέξοδος της πόλωσης ένδειας και πλούτου των μητροπόλεων, αλλά εξ ίσου αναγκαίος και ο απελευθερωτικός αγώνας των αποικιών), καθώς και με τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εξωτερικού αντίπαλου δέους για την εύρυθμη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Διέκρινε στην ιστορία τις "κοσμοϊστορικές" προσωπικότητες (που μετατρέπουν την ιστορική αναγκαιότητα σε προσωπικό τους σκοπό) από τις "αναπαραγωγικές" (που κατευθύνονται από ιδιωτικά συμφέροντα). Στις ιστορικές του απόψεις ο Χέγκελ εκδηλώνει συχνά εθνικιστικές προκαταλήψεις.
Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής προσέγγισης του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του "κάθε τι έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο".
Η χεγκελιανή φιλοσοφία, με όλη την αντιφατικότητα και τον πλούτο της, αποτελεί μιαν από τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού.
Κατά τον διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ (στον οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω) η νόηση, μέσα από τη διαλεκτική της ανάπτυξη, αποκαλύπτει διαρκώς την αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα και την κοινωνική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου (πρακτική).
Η κοινωνική αιτιότητα ανάγεται συχνά σε μηχανικές μορφές (Durkheim), είτε απορρίπτεται παντελώς ως ταυτόσημη με τη μεταφυσική (μοιρολατρία, τελεολογισμό) από θετικιστικές απόψεις.
Η μηχανιστική αιτιοκρατία εμφανίζεται στην κοινωνική θεωρία ως οικονομικός ντετερμινισμός (οικονομιστική ερμηνεία του μαρξισμού), ως βιολογισμός (Σπένσερ κ.ά.), ως τεχνολογικός ντετερμινισμός (Τ.Veblen, Ογκμπορν κ.α.), αλλά και ως πολιτισμικός ντετερμινισμός σε διάφορες παραλλαγές (Μ. Βέμπερ, Α. Καρντινερ, Μ. Μιντ, Πάρσονς κ.α.).
Ιδιότυπη μορφή άρνησης της κοινωνικής νομοτέλειας είναι η (συνδεόμενη με τη γραμμική -μηχανιστική αιτιοκρατία είτε με μυστικιστικές ιδεοκρατικές απόψεις) μοιρολατρία και η τελεολογία. Χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη είναι οι ερμηνείες του μαρξισμού στο πνεύμα του οικονομισμού και οι ποικίλες εκδοχές τεχνοκρατικού ντετερμινισμού. Ορισμένα ρεύματα της εποχής μας, με έντονες θετικιστικές επιδράσεις, θεωρούν την παραδοχή της κοινωνικής νομοτέλειας ως ταυτόσημη με την τελεολογία, τον «μεσσιανισμό» και τον «ολοκληρωτισμό» (π. χ. Πόππερ).
Σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας, της κοινωνικής θεωρίας και της επιστήμης συνολικά (που εκφράζεται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά θεμέλια της επιστήμης), η προσήλωση σε ιστορικά παρωχημένες μορφές αιτιοκρατίας κλονίζεται και σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στον ιντετερμινισμό, στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, στη βουλησιαρχία, στον ανορθολογισμό κλπ. Τότε ακριβώς προβάλλουν με ιδιαίτερη ένταση οι τάσεις απόρριψης της κοινωνικής νομοτέλειας. Ιδιότυπη θεωρητικοποίηση της προσκόλλησης στη χαώδη αντίληψη περί της κοινωνίας είναι και η άρνηση της νομοτέλειας που επιχειρείται μέσω ποικίλων εκδοχών της «θεωρίας των παραγόντων».
Η «μεταμοντέρνα» κατεύθυνση απορρίπτει την κοινωνική νομοτέλεια και κάθε δυνατότητα διάγνωσής της, δεδομένου ότι προτάσσει την «ριζοσπαστική» αμφισβήτηση της δυνατότητας άρθρωσης συνθετικού (κοσμο-)θεωρητικού λόγου («μεγάλων αφηγήσεων»). Σύμφωνα με αυτή την (κατά κόρον προβεβλημένη και προβαλλόμενη) ανορθολογική και αποδομούσα κατά το δοκούν σοφία της συστηματικής αντισυστημικότητας, το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν είναι νομοτελές, δεν επιδέχεται θεωρητική – έλλογη σύλληψη και ως εκ τούτου ακυρώνεται κάθε εγχείρημα τελέσφορης μετασχηματιστικής παρέμβασης του ανθρώπου σε αυτό.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής και της επιστημονικής νόησης οδηγεί σε εμβάθυνση και συγκεκριμενοποίηση του φιλοσοφικού αναστοχασμού του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο θεωρητικός και μεθοδολογικός αναστοχασμός της θέσης και του ρόλου της νομοτέλειας στο πεδίο της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών πέρασε από διάφορα στάδια, σε συνάρτηση με την διεύρυνση και εμβάθυνση της έρευνας και τη συνακόλουθη ανάπτυξη των εννοιλογήσεων και νοηματοδοτήσεων της κατηγοριακής σκέψης. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε εν συντομία στην -αποφασιστική για την κοινωνική θεωρία- περί νομοτέλειας αντίληψη που επεξεργάσθηκε ο μαρξισμός και ανέπτυξε στην εποχή μας η σχολή της «Λογικής της Ιστορίας».
Η νομοτέλεια στην Υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Θεωρητικό κεκτημένο και ιστορικοί περιορισμοί.
Από την εμφάνισή του ο μαρξισμός επικέντρωσε την προσοχή του κατ’ εξοχήν στην έρευνα των νομοτελειών τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμενικών: 1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της και 2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικο- οικονομικού σχηματισμού και 3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας. Βάσει των προαναφερθέντων γνωστικών αντικειμένων που αποτέλεσαν τον πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία αλληλένδετα ερευνητικά πεδία- επιστήμες.
1) ο ιστορικός υλισμός (ή Υλιστική αντίληψη της ιστορίας, η κοινωνική θεωρία, η κοινωνική φιλοσοφία του μαρξισμού),
2) η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και
3)ο επιστημονικός σοσιαλισμός (κομμουνισμός).
Το καθένα από το παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστά ένα οργανικό όλο (που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια και αλληλεπίδραση των πλευρών του), το οποίο στα μέσα του 19ου αιώνα βρίσκεται σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξής του, που παρέχει αντίστοιχες δυνατότητες ιστορικής και λογικής διερεύνησής του και ορίζει τελικά το στάδιο θεωρητικής αντίληψής του, το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής διερεύνησής του. Η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας συνιστά την πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού.
Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία, κατά τον Μαρξ, η κεφαλαιοκρατία συνιστά την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσής της, της «προϊστορίας» της, ενώ η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας στη βάση της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ). Αυτό σημαίνει ότι από μεθοδολογικής πλευράς η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της, από αυτή της σύγχρονής της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Αυτή η γνωσιακή συγκυρία επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς την συγκρότηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (πρόκειται για την πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. Κοινωνικό είναι- κοινωνική συνείδηση, βάση και εποικοδόμημα κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες - παραγωγικές δυνάμεις - σχέσεις παραγωγής- διανομής- ανταλλαγής- κατανάλωσης- μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) - εποικοδόμημα.
Βάσει αυτής της αντίληψης για τη δομή της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος, κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός, κομμουνιστικός).
Η έρευνα αυτή αναβάθμισε άρδην το επιστημονικό και μεθοδολογικό κεκτημένο της κοινωνικής θεωρίας και τις δυνατότητες διάγνωσης της κοινωνικής νομοτέλειας, δεδομένου ότι:
1) διάνοιξε δυνατότητες για λεπτομερέστερη αντιπαραβολή των προκεφαλαιοκρατικών σχηματισμών με την κεφαλαιοκρατία και την εξέταση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχηματισμών.
2) επέτρεψε τη διάκριση σε καθαρότερη μορφή της κατηγορίας «σχέσεις παραγωγής» και τη σαφέστερη αποκάλυψη της λεπτής δομής της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής και κοινωνίας συνολικά.
3)αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και παρέχοντας δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον ένα σχηματισμό στον άλλο και
4) επέτρεψε ορισμένη θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (δεδομένου ότι κάθε περιοδολόγηση της ιστορίας εδράζεται σε ορισμένη αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας).
Ωστόσο η περί σχηματισμών θεωρία του Μαρξ αντανακλά ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της θεωρίας περί της ανθρώπινης κοινωνίας ως ολότητας, που συνδέεται:
1) με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και τη συνακόλουθη γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και
2) με σκοποθεσίες που έχουν ως αφετηρία το βασικό πρόταγμα της εποχής (από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας και του κοινωνικού κινήματος): την επαναστατική ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού.
Υπό το πρίσμα αυτού του προτάγματος, η κεφαλαιοκρατία εξετάζεται ορθά ως κατεξοχήν ιστορικά παροδικό μόρφωμα και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας προβάλλουν ως σχηματισμοί. Η ιστορική μεταβολή της δομής της κοινωνίας εκλαμβάνεται εδώ ως μεταβολή ως προς το ειδικό, ενώ διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι μεταβάλλεται αναπτύσσεται και το ίδιο το γενικό, ότι ο κάθε σχηματισμός δεν αποτελεί απλώς αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά στάδιο, στιγμή της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ως δομικά στοιχεία των σχηματισμών στα πλαίσια της κατά σχηματισμούς προσέγγισης διακρίνονται εκείνα τα κοινά (γενικά) στοιχεία, τα εν πολλοίς επαναλαμβανόμενα σταθερά χαρακτηριστικά που συνάγονται (ή μάλλον θεωρείται ότι συνάγονται) μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των διαφόρων σταδίων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως αμετάβλητη ομοιότητα, ως κάτι το πάγιο και διαχρονικά αμετάβλητο (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κυκλοφορία, κατανάλωση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής κλπ.). Μάλιστα αυτά τα σταθερά γενικά χαρακτηριστικά φέρουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του σχηματισμού εκείνου κατά τον οποίο όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν ως σαφώς διακριτές, διαφορετικές και αντίθετες.
Το κεφαλαιοκρατικό «στίγμα» που χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις εννοιολογήσεις του ιστορικού υλισμού είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τρόπο προσέγγισης της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στον τρόπο προσέγγισης του τρόπου παραγωγής, ο οποίος συνιστά την ουσία του κοινωνικού όλου. Στα πλαίσια της επικρατούσας σήμερα παράδοσης του ιστορικού υλισμού, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής, στην καλλίτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως συσχέτιση - αντιστοιχία περιεχόμενου και μορφής. Η γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και η επικέντρωση της προσοχής στη διερεύνηση της κεφαλαιοκρατίας, έθεταν ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς στην μαρξική προσέγγιση. Τα παραπάνω καθιστούν σχετικά περιορισμένο το χαρακτήρα της περιοδολόγησης της ιστορίας βάσει των σχηματισμών, δεδομένου ότι σε αυτή δεν διακριβώνεται ο μηχανισμός εσωτερικής αυτοανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά απλώς επισημαίνεται η μία ιστορική μορφή δίπλα στην άλλη, ως «προοδευτικές εποχές του οικονομικού - κοινωνικού σχηματισμού» (Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»). Ο σχετικά τυπικός - ταξινομικός χαρακτήρας της κατά σχηματισμούς προσέγγισης της ιστορίας προβάλλει ανάγλυφα (και χωρίς την αυθεντική, δημιουργική πνοή του μαρξικού έργου) στην μετέπειτα μαρξιστικής αναφοράς βιβλιογραφία (π.χ. οικονομικός ντετερμινισμός, δομολειτουργική ερμηνεία, βουλησιαρχική αντίληψη για τον τρόπο παραγωγής και την κοινωνικοποίηση κλπ). Η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση της ιστορίας μετατρέπεται σε σχήμα - καλούπι, στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν την ιστορία, ανάγοντας την έρευνα σε απλή λειτουργία - εφαρμογή του για όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
Στα πλαίσια του μαρξισμού η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση συνυπάρχει με την τριαδική (προταξικές - ταξικές - αταξική κοινωνία). Εδώ θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει η ταξική βαθμίδα έναντι της οποίας προσδιορίζονται κατ’ εξοχήν αρνητικά οι υπόλοιπες βαθμίδες. Ως κύριο κριτήριο αναδεικνύεται η αλληλοδιαδοχή κοινοτικής, ιδιωτικής και κοινωνικής ιδιοκτησίας, γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλευρά της ιστορικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να ξεπερνά τις μονομέρειες (όσο περιορίζεται η προσέγγιση στην ιδιοκτησιακή πλευρά).
Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνδέεται:
1) με την απόπειρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της εποχής των θεμελιωτών του μαρξισμού, η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι απ’ αυτή την άποψη η επισήμανση από τον Ένγκελς δύο ειδών παραγωγής και αναπαραγωγής της άμεσης ζωής: «Αφ’ ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζειν: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι’ αυτό εργαλείο, αφ’ ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλέπε τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της «Καταγωγής της οικογένειας...»).
2) με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν-επιστέγασμα της ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η «καθ’ εαυτό ανθρώπινη κοινωνία», που ξεπερνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και β) της αναγκαιότητας - αντίστροφης προς αυτή της «αναγωγής» - «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοινωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας. Ωστόσο η υλιστική αντίληψη της ιστορίας φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της θεωρητικής αντίληψης για την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) της (προς) την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.
Διακρίβωση της κοινωνικής νομοτέλειας στη «Λογική της Ιστορίας».
Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση της διαλεκτικής άρσης του επιστημονικού και μεθοδολογικού κεκτημένου του μαρξισμού, συνδέεται με το εγχείρημα της «Λογικής της Ιστορίας» του Β. Α. Βαζιούλιν. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή εκτενή πραγμάτευση. Εδώ θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική σκιαγράφηση του θέματος.
Η λογική της ιστορίας είναι μια θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι, οι νομοτέλειες και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική, αμοιβαία συνάφειά τους. Πρόκειται για ένα μείζονος σημασίας επιστημονικό επίτευγμα, στο οποίο πραγματοποιείται συστηματική ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας - φιλοσοφίας του μαρξισμού, βάσει της ανεπτυγμένης μεθοδολογίας του και μέσω της θεωρητικής εξέτασης της ιστορικής διαδικασίας υπό το πρίσμα της ώριμης, της αταξικής κοινωνίας, η διάγνωση - πρόγνωση της οποίας αποκτά ιδιαίτερες δυνατότητες μέσω της διερεύνησης της ιστορικής εμπειρίας της ανοδικής και πτωτικής πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ο αιώνα.
Κατά την εν λόγω προσέγγιση η δομή της κοινωνίας ως ολότητας συνιστά ένα νομοτελές, πολυεπίπεδο, ιεραρχημένο και διατεταγμένο αναπτυσσόμενο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων και διαδικασιών, οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η νοητική απεικόνιση αυτού του οργανικού όλου με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο πραγματοποιείται στα εξής επίπεδα:
1. του «είναι»: η απλούστερη σχέση της κοινωνίας, το «κύτταρο» του οργανικού όλου που αυτή συνιστά, είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με το περιβάλλον τους για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους.
2. Της ουσίας: η «ανταλλαγή» ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω της εργασιακής (παραγωγικής) επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη (βλέπε παραγωγικές δυνάμεις) και το πλέγμα (κοινωνικών) σχέσεων παραγωγής αποτελούν την ουσία της κοινωνίας.
3. Του φαινόμενου: πρόκειται για τις μορφές εκδήλωσής, τις εκφάνσεις της ουσίας που απορρέουν από αυτήν (σε συνδυασμό με την απλούστερη σχέση και διαθλώμενες μέσω αυτής). Εδώ εντάσσονται οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης (κοινωνικού συν-ειδέναι): γνώση (ειδέναι) και συν-ειδέναι, (ηθική, αισθητική και φιλοσοφία, κατ’ αντιστοιχία με τις πράξεις, τα αισθήματα και τις σκέψεις). Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας ανακύπτουν δύο επί πλέον παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις (πολιτική και δίκαιο) και μια της αισθητικής (θρησκεία).
4. Της πραγματικότητας ως ενότητας ουσίας και φαινόμενου. Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και τα υλικά μέσα, τα οποία συγκροτούν το (καθοριζόμενο μεν, πλην όμως μη αναγόμενο επ’ ουδενί λόγο στην οικονομική βάση) εποικοδόμημα. Τα άτομα από τη σκοπιά των κοινωνικών τους ιδιοτήτων, ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού, ως συνειδητά υποκείμενα, συνιστούν την προσωπικότητα. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος επιτυγχάνεται η διάκριση της απλούστερης σχέσης, του «είναι» της ανθρώπινης κοινωνίας (ως ανηρμένη προϋπόθεση της κοινωνίας, η οποία μετασχηματισμένη συνιστά πλέον όρο της ανάπτυξής της) από την ουσία της (πρόβλημα που παρέμενε άλυτο στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού).
Η νομοτέλεια της ιστορικής διαδικασίας εξετάζεται εδώ ως βαθμιαίος μετασχηματισμός του φυσικού (βιολογικού κλπ) από το κοινωνικό και τελικά ως διαλεκτική άρση του πρώτου από το δεύτερο. Η προσέγγιση αυτή αίρει τους περιορισμούς και τις σχηματοποιήσεις των εν πολλοίς ταξινομικών περιοδολογήσεων που προαναφέραμε, επιτυγχάνοντας μια περιοδολόγηση της ιστορίας βάσει της αναπτυσσόμενης ενότητας εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους, κοινωνικού και φυσικού κλπ. Διακρίνονται εδώ οι ιστορικά αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας (homo sapiens, κατάλληλες φυσικές συνθήκες και αγελαίος τρόπος ζωής), η πρωταρχική εμφάνιση (έναρξη της αναγκαίας και σταθερής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση στα πλαίσια της πρωτόγονης κοινότητας), η διαμόρφωση της κοινωνίας, (στα πλαίσια της οποίας προωθείται περαιτέρω ο μετασχηματισμός των φυσικών όρων μέσω της μετατροπής των κοινωνικών προσδιορισμών, των κοινωνικών πηγών της ανάπτυξης από άγοντα σε κυρίαρχο παράγοντα της αναπτυξιακής διαδικασίας), η οποία περικλείει τρεις περιόδους – σχηματισμούς (δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και κεφαλαιοκρατικό). Κατά την τελευταία περίοδο της διαμόρφωσης της κοινωνίας, η κυριαρχία του κοινωνικού λαμβάνει μια άκρως εξωτερική και πραγμοποιημένη μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της πλειονότητας των ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος, στην οποία εμπεριέχεται η αρνητική πλευρά των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, πόλεμοι μαζικής εξόντωσης). Η ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, η αυθεντική ανθρώπινη ιστορία (Μαρξ), είναι η αταξική κοινωνία, αυτοσκοπός της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων της κάθε προσωπικότητας.
Η λογική της ιστορίας θεμελιώνει σε ανώτερο επίπεδο την θεωρητική αντίληψη της νομοτέλειας της κοινωνικής ανάπτυξης και διανοίγει τεράστιες δυνατότητες για την περαιτέρω ανάπτυξη ευρύτατου φάσματος επιστημονικών ερευνών.
Βιβλιογραφία
1. Anderson P. The Origins of Postmodernity, Verso, 1998.
2. Engels F. The Origin of the Family, Private Property and the State. In the Light of the Researches by Lewis H. Morgan. Preface to the First Edition. 1884. In: Marx & Engels Collected Works. Vol. 26. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1884/origin-family/preface.htm].
3. Fukuyama F. The End of History and the Last Man. HarperCollins Publishers. January 1993.
4. Huntington S. The Clash of Civilizations. Simon & Schuster Adult Publishing Group. December 1997.
5. Ilyenkov E. Dialectics of the Abstract & the Concrete in Marx’s Capital. 1960; Progress Publishers, 1982; in: Evald Ilyenkov Archive 1924 – 1979, http://marxists.anu.edu.au/archive/ilyenkov/index.htm.
6. Lenin V.I. The State: A Lecture Delivered at the Sverdlov University. July 11, 1919, (Ленин В. И. О государстве, 1919, Соч. т.39). [http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/jul/11.htm].
7. Marx K., Engels F. Manifesto of the Communist Party. 1848, II: Proletarians and Communists. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1848/communist-manifesto/index.htm].
8. Marx K. Wage Labour and Capital. III. The Nature and Growth of Capital. Articles from the Neue Rheinische Zeitung. March 6—May 19, 1849. In: Marx & Engels Collected Works. Vol. 9. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/wage-labour/index.htm].
9. Marx K., Economic Manuscripts of 1857-58. Outlines of the Critique of Political Economy
(First Version of Capital) In: Marx & Engels Collected Works. Vol. 28 - 29. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1857/grundrisse/ch01.htm].
10. Marx K. A Contribution to the Critique of Political Economy. Preface. 1859. In: Marx & Engels Collected Works. Vol. 29. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1859/critique-pol-economy/preface.htm#e1].
11. Marx K. Capital, Vol. I – III. In: Marx & Engels Collected Works. Vol. 35, 36, 37. [http://www.marxists.org/archive/marx/works/cw/index.htm].
12. Marx K. Capital. Vol. I.: Afterward to the Second German Edition. 1873.In: Marx & Engels Internet Archive [http://www.marxists.org/archive/marx/works/1867-c1/p3.htm].
13. Mandi Muhsin. Ibn Khaldunn’s philosophy of history. London, 1957.
14. Patelis D. Philosophical and Methodological Analysis of the Making of Economy Science. Moscow, 1991. (Пателис Д. Философско-методологический анализ становления экономической науки. М. 1991). [http://www.biblus.ru/Default.aspx?book=75l07b3v3].
15. Omelianovski Μ.Ε, Dialektics in Modern Physics, Progress. Moscow, 1979.
16. Patelis D. From the Logic of “Capital” to the Logic of History. (Пателис Д. С. от логики капитала к логике истории). In: The actual Methodology of the Marxism and prospects of its development. Moscow 2003, p. 8-26.
17. The actual Methodology of the Marxism and prospects of its development. Materials of the International scientific conference dated for issue of the monograph of Vazulin V.A. The Logic of K. Marx’s “Capital” on December, 28, 2002. Moscow 2003. (Актуальность методологии марксизма и перспективы её развития. Материалы Международной научной конференции, приуроченной к выходу в свет монографии В. А. Вазюлина «Логика «Капитала» Карла Маркса» 28 декабря 2002 года. Москва 2003). [http://ilhs.narod.ru/281202.htm].
18. The International “Logic of History” School. [http://www.geocities.com/ilhsgr/].
19. Vazulin V.A. The Logic of K. Marx’s “Capital”. Moscow, 1968, 2nd ed., 2002. (Вазюлин В.А. Логика «Капитала» К. Маркса. М. 1968, 2002). [http://ilhs.narod.ru/lk.htm].
20. Vazulin V.A. The making of K. Marx’s scientific research method. Moscow, 1975. (Вазюлин В.А. Становление метода научного исследования К. Маркса. М. 1975). [http://ilhs.narod.ru/STANAVLENIEoglav.htm].
21. Vazulin V.A. The Logic of History. Questions of theory and methodology. Moscow, Moscow State University Press, 1988. (Вазюлин В.А. Логика Истории. Вопросы теории и методологии. М. 1988). [http://ilhs.narod.ru/istoriioglav.htm].
22. Vazulin V.A. On Social Philosophy of History. (Вазюлин В.А. О социальной философии истории). In: Социологические исследования, № 12, 1992, с. 90-97. [http://ilhs.narod.ru/stat23.htm].
23. Works of the International “Logic of History” School. Vol. 1. The Logic of History and the perspectives of the science development. Moscow, 1993. (Труды международной логико-исторической школы. Выпуск 1. Логика истории и перспективы развития науки. М.1993). [http://ilhs.narod.ru/VIPUSK1.htm].
24. Works of the International “Logic of History” School. Vol. 2. History and Reality: Studies on Theory and Practice. Moscow, 1995. (Труды международной логико-исторической школы. Выпуск 2. История и реальность: уроки теории и практики. М. 1995). [http://ilhs.narod.ru/VIPUSK2.htm].
25. Βεικου Θ. Θεωρία και μεθοδολογία της Ιστορίας, Θεμέλιο. Αθήνα, 1987.
26. Ενγκελς Φ. Η διαλεκτική της φύσης, Σ.Ε.. Αθήνα, 1984.
27. Λένιν Β.Ι. Υλισμος και εμπειριοκριτικισμος, Άπαντα. Σ.Ε., τομ. 18
28. Λένιν Β.Ι.. Φιλοσοφικά τετράδια, Άπαντα, Σ.Ε., τ. 29.
29. Μπιτσάκη Ε. Το είναι και το γίγνεσθαι, Δωδώνη. Αθήνα 1975'.
30. Μπιτσάκη Ε.. Διαλεκτική και νεότερη Φυσική, Ζαχαρόπουλος. Αθήνα, 1982.
31. Μπιτσάκη Ε. Η δυναμική του ελαχίστου Α-Β Ζαχαρόπουλος, Αθ., 1982-1987. -.