Αρχική δημοσίευση New Left Review 62
(Απρ. 2010)
Μτφρ.: Radical Desire
Ο όρος “κρίση” έπαιξε κεντρικό ρόλο σε πολλές εθνικές
πολιτικές συζητήσεις κατά την δεκαετία του 1970, αν και οι ορισμοί του
παρουσίασαν μεγάλες διαφοροποιήσεις. Προς τα τέλη του αιώνα είχε σε μεγάλο
βαθμό αντικατασταθεί από έναν άλλο, πιο αισιόδοξο όρο, “παγκοσμιοποίηση”.[1] Από το 2008 όμως, ο τόνος ξαναέγινε
σκοτεινός, και η έννοια της “κρίσης” ξαναήλθε στην επιφάνεια απότομα. Αλλά η χρήση
της παραμένει όσο χαλαρή ήταν πάντοτε. Τα ερωτήματα του πώς να οριστεί μια
κρίση και πώς να εξηγηθούν οι απαρχές της έχουν ξαναέλθει στο προσκήνιο.
Κατά την ύστερη δεκαετία του 1960 και την πρώιμη
περίοδο της δεκατείας του 1970, τόσο ο ηγεμονικός κύκλος όσο και ο γενικότερος
οικονομικός κύκλος του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος εισήλθαν σε φάση
παρακμής. Η περίοδος από το 1945 έως το 1970 περίπου —που οι Γάλλοι σωστά
μνημονεύουν ως les trentes glorieuses— σηματοδότησε την κλιμάκωση
της ηγεμονίας των ΗΠΑ και συνέπεσε επίσης με την πιο διευρυμένη ανοδική Α φάση
Kondratieff που γνώρισε ποτέ η καπιταλιστική οικονομία. Οι καθοδικές τάσεις
ήταν εντελώς φυσιολογικές, όχι μόνο με την έννοια ότι όλα τα συστήματα έχουν
κυκλικούς ρυθμούς —έτσι ζουν, και έτσι αντιμετωπίζουν τις αναπόφευκτες
διακυμάνσεις των λειτουργιών τους— αλλά επίσης εξαιτίας του πώς λειτούργησε ο
καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα. Υπάρχουν δύο ζητήματα-κλειδιά εδώ: το πώς οι
παραγωγοί εξασφαλίζουν κέρδος· και το πώς τα κράτη εγγυώνται την παγκόσμια τάξη
μέσα στην οποία οι παραγωγοί μπορούν να κερδοφορήσουν. Ας πάρουμε το κάθε ένα
με τη σειρά.
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα του οποίου λόγος
ύπαρξης είναι η ατέρμονη συσσώρευση κεφαλαίου. Για να συσσωρευθεί το κεφάλαιο,
οι παραγωγοί πρέπει να αντλήσουν κέρδη από τις δραστηριότητές τους, κάτι το
οποίο είναι εφικτό σε σημαντική κλίμακα μόνο εάν το προϊόν μπορεί να πωληθεί
για αρκετά περισσότερο από ό,τι κόστισε το να κατασκευαστεί. Σε μια κατάσταση
τέλειου ανταγωνισμού, είναι ανέφικτο να αντλήσεις κέρδη σε τέτοια κλίμακα:
χρειάζεται μονοπώλιο, ή τουλάχιστον οιωνεί μονοπώλιο της παγκόσμιας οικονομικής
ισχύος. Ο πωλητής έτσι μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε τιμή, εφόσον δεν ξεπερνά
την ελαστικότητα που επιτρέπει η ζήτηση. Σε όποια περίοδο σημειώνεται αξιόλογη
επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας, κάποια προϊόντα “αιχμής” περιέρχονται σε
σχετικό μονοπώλιο, και τα κέρδη από αυτά επιτρέπουν την συσσώρευση μεγάλων
ποσών κεφαλαίου. Οι δεσμοί προς τα εμπρός και προς τα πίσω που δημιουργούν
τέτοια προϊόντα δημιουργούν την βάση για μια γενικότερη επέκταση της παγκόσμιας
οικονομίας. Αυτό το ονομάζουμε Α φάση του κύκλου Kondratieff. Το πρόβλημα για
τους καπιταλιστές είναι ότι όλα τα μονοπώλια είναι αυτοκαταστροφικά, εξαιτίας
του γεγονότος ότι μπορούν να εισέλθουν νέοι παραγωγοί στην παγκόσμια αγορά, όσο
καλά και να είναι θωρακισμένο πολιτικά ένα δεδομένο μονοπώλιο. Φυσικά η είσοδος
αυτή παίρνει χρόνο· αλλά αργά ή γρήγορα ο βαθμός ανταγωνισμού αυξάνεται, οι
τιμές πέρφτουν και έτσι πέφτουν και τα κέρδη. Όταν τα κέρδη για τα κυρίαρχα
προϊόντα έχουν πέσει αρκετά, η παγκόσμια οικονομία σταματά να επεκτείνεται, και
μπαίνει σε μια περίοδο στασιμότητας —η φάση Β του κύκλου Kondratieff.
Η δεύτερη προϋπόθεση για το καπιταλιστικό κέρδος είναι
ότι θα υπάρχει κάποιου είδους παγκόσμια τάξη. Αν και οι παγκόσμιοι πόλεμοι
προσφέρουν σε κάποιους επιχειρηματίες την ευκαιρία να πλουτίσουν, φέρνουν
επίσης τεράστιες καταστροφές στο παγιωμένο κεφάλαιο [fixed capital] και
σημαντικές παρεμβάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Ο γενικότερος ισολογισμός των
παγκόσμιων πολέμων δεν είναι θετικός, σημείο που ο Schumpeter τόνισε
επανειλημμένα. Η διασφάλιση της σχετικά σταθερής κατάστασης που
απαιτείται για την εξαγωγή κέρδους είναι έργο μιας ηγεμονικής δύναμης, αρκετά
ισχυρής ώστε να την επιβάλλει στο παγκόσμιο σύστημα συνολικά. Οι ηγεμονικοί
κύκλοι είναι πολύ πιο μακροσκελείς από τους κύκλους Kondratieff: σε ένα κόσμο
πολλαπλών ούτως αποκαλούμενων κυρίαρχων κρατών, δεν είναι εύκολο για μια χώρα
να επιβληθεί ως ηγεμονική δύναμη. Αυτό επετεύχθη πρώτα από τις Ηνωμένες
Επαρχίες [Ολλανδία] στα μέσα του 17ου αιώνα, μετά από το Ηνωμένο Βασίλειο στα
μέσα του 19ου αιώνα, και τέλος από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα του 20ου
αιώνα. Η άνοδος κάθε ηγεμονικής δύναμης ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας
σύγκρουσης με άλλους δυνητικούς ηγεμόνες. Ως τώρα, νικητής αναδείχθηκε το
κράτος το οποίο φάνηκε ικανότερο στο να συλλέξει τα πιο επαρκώς παραγωγικά
μηχανήματα, και κατόπιν στο να κερδίσει έναν “τριαντακοταετή πόλεμο” με τον
βασικό του αντίζηλο. Ο ηγεμόνας μπορεί κατόπιν να θέσει τους κανόνες δια των
οποίων λειτουργεί το διεθνές σύστημα, να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του,
και να μεγιστοποιήσει την ροή του συσσωρευμένου κεφαλαίου στους πολίτες του και
στις παραγωγικές του επιχειρήσεις. Αυτό μπορεί να το ονομάσει κανείς οιωνεί
μονοπώλιο γεωπολιτικής ισχύος.
Το πρόβλημα για την ηγεμονική δύναμη είναι το ίδιο με
αυτό που αντιμετωπίζει μια πρωταρχική βιομηχανία: το μονοπώλιό της είναι
αυτοκαταστροφικό. Πρώτα, ο ηγεμόνας πρέπει περιστασιακά να ασκεί τη στρατιωτική
του ισχύ για να διατηρεί την τάξη. Αλλά οι πόλεμοι κοστίζουν χρήματα και ζωές,
και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους πολίτες, των οποίων η αρχική περηφάνεια
για την νίκη μπορεί να εξανεμιστεί όταν πληρώσουν το αυξανόμενο κόστος
στρατιωτικής δράσης. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας είναι συχνά
λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμένετα, και αυτό ενισχύει όσους επιθυμούν
να αντισταθούν στο μέλλον. Δεύτερον, ακόμα και αν η οικονομική επάρκεια του
ηγεμόνα δεν αρχίσει να παραπαίει άμεσα, αυτή των άλλων χωρών αρχίζει να
αυξάνεται, κάνοντάς τις λιγότερο πρόθυμες να αποδεχτούν τις επιταγές του
ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας εισέρχεται σε μια διαδικασία σταδιακής παρακμής σε σχέση με
τις ανερχόμενες δυνάμεις. Η παρακμή μπορεί να είναι αργόσυρτη, αλλά παρ’ όλα
αυτά είναι ουσιαστικά χωρίς επιστροφή.
Αυτό που έκανε την περίοδο 1965-1970 τόσο αξιοπρόσεκτη
ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο ειδών καθοδικής φάσης —του τέλους της ιστορικά
πιο διευρυμένης Α φάσης Kondratieff και τη αρχή της παρακμής του ιστορικά πιο
ισχυρού ηγεμόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η παγκόσμια επανάσταση του 1968 (στην
πραγματικότητα της περιόδου 1966-70) έλαβε χώρα στην περίοδο αυτή, και ως
έκφρασή της.
[1] Μια πρώτη μορφή αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε στην Παγκόσμια
Σύνοδο του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας στο Γιερεβάν, στις 13 Ιούνη
2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου