Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

5/03/2011

Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση

Bruno Astarian


Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση
Παρουσιάζουμε ένα πρόσφατο κείμενο του Bruno Astarian το οποίο μεταφράσαμε από κοινού με το Πρακτορείο RIOTERS. Στο κείμενο τίθεται το ζήτημα του ποια θα μπορούσε να είναι μια επαναστατική διέξοδος από την κρίση με βάση τη “δραστηριότητα κρίσης” του προλεταριάτου, δηλαδή, την ιδιαίτερη μορφή του προλεταριακού αγώνα σε μια εξέγερση. Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά σήμερα, που ο άνεμος της εξέγερσης σαρώνει την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Σύντομα, θα παρουσιάσουμε σ’αυτό τον ιστότοπο και τη δική μας κριτική στις απόψεις του κειμένου, επιδιώκοντας παραγωγικό και συντροφικό διάλογο με το συγγραφέα.
______________________________________________
Περισσότερο απ’ το να είναι απλώς ένα κείμενο για την κομμουνιστικοποίηση, ό,τι ακολουθεί περιγράφει τη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, απ’ την προοπτική της κρίσης, στην παρούσα περίοδο.

Στην πρώτη ενότητα, προσπάθησα να προσδιορίσω τη δραστηριότητα κρίσης του προλεταριάτου, στις εξεγερτικές φάσεις της ιστορίας του. Μου φάνηκε σημαντικό να φέρω στο προσκήνιο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκείνων των στιγμών αγώνα που διαφέρουν ποιοτικά από την καθημερινή διαδικασία της ταξικής πάλης. Αυτή η τελευταία, που βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής τόσο πολλών συντρόφων, παρέχει μόνο μια ένδειξη (η οποία φυσικά δεν πρέπει να υποτιμάται) του τί συμβαίνει όταν το προλεταριάτο ξεσηκώνεται ενάντια στην εκμετάλλευση μ’ έναν βίαιο και γενικευμένο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή, το προλεταριάτο έρχεται αντιμέτωπο με το κεφάλαιο μ’ έναν τρόπο που φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του ξεπεράσματος της κοινωνικής αντίφασης, κάτι που δε συμβαίνει στους (“διεκδικητικούς”) αγώνες που είναι προσανατολισμένοι σε κάποια αιτήματα.
Στη δεύτερη ενότητα, ήθελα να τονίσω τις ειδικές συνθήκες της παραπάνω ανάγνωσης σήμερα, ακόμη κι αν στην παρούσα κρίση έχουν λάβει χώρα μόνο σχετικά λίγες προλεταριακές εξεγέρσεις. Οι περιπτώσεις της Ελλάδας και του Μπαγκλαντές, ωστόσο, παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις του τί θα μπορούσε να συμβεί σε μια πιθανή φάση εμβάθυνσης της κρίσης.
Η τρίτη ενότητα θέτει το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης. Αφορά στην έναρξη μιας πραγματικά επαναστατικής διαδικασίας, βασισμένης στην δραστηριότητα κρίσης[1] που αντιστοιχεί στην παρούσα περίοδο. Αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί η επαναστατική διέξοδος από την κρίση, με την έννοια ότι το προλεταριάτο θέτει τον αγώνα του ενάντια στο κεφάλαιο στο επίπεδο της οικοδόμησης πραγματικών, πρακτικών καταστάσεων που καταργούν τις ταξικές σχέσεις και ξεπερνούν την αξία και την οικονομία. Οι προλεταριακοί ξεσηκωμοί σε Ελλάδα και Μπαγκλαντές δεν έφτασαν σ’ αυτό το επίπεδο.
Εισαγωγή
Η τρέχουσα κρίση θέτει το ζήτημα του ποιά θα μπορούσε να είναι μια επαναστατική διέξοδος απ’ την κρίση. Η κρίση, είναι γενικά το αμόνι στο οποίο σφυρηλατείται η κομμουνιστική θεωρία, η οποία έχει την ιδιαιτερότητα να μην είναι ούτε πολιτική ούτε οικονομική επιστήμη, ούτε φιλοσοφία, αλλά μια κατηγορία από μόνη της. Αυτό που κάνει τη θεωρία αυτή μοναδική, είναι ότι η τάξη που την υποστηρίζειείναι επίσης μοναδική: το προλεταριάτο είναι η πρώτη (και τελευταία) εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία, η εκμετάλλευση της οποίας περιοδικά καθιστά αδύνατη και θέτει υπό αμφισβήτηση την πιο άμεση αναπαραγωγή της. Όταν η καπιταλιστική κρίση ξεσπά, το προλεταριάτο αναγκάζεται να εξεγερθεί προκειμένου να βρει μιαν άλλη κοινωνική μορφή ικανή να αποκαταστήσει την κοινωνικοποίηση και την άμεση αναπαραγωγή του. Σ’ ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού, αυτή η εναλλακτική μορφή έχει ονομαστεί κομμουνισμός, αν και το περιεχόμενο που αποδίδεται στη λέξη ποικίλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την περίοδο. Ωστόσο, η κομμουνιστική θεωρία έχει, σε κάθε περίπτωση, χαρακτηριστεί ως η επαναλαμβανόμενη κίνηση μεταξύ της ανάλυσης και κριτικής της καπιταλιστικής κοινωνίας και της προβολής της εξόδου απ’ την καπιταλιστική κρίση που μπορεί να φέρει το προλεταριάτο. Η κομμουνιστική κοινωνία που προβάλλεται σε κάθε περίοδο έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προκύπτουν απ’ την ιστορικά διαμορφωμένη δομή της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Μ’ άλλα λόγια, η έννοια του κομμουνισμού έχει μια ιστορία, όπως και η ίδια η ταξική σχέση. Το αναλλοίωτο του θεμελιώδους περιεχομένου της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης (άντληση υπεραξίας) δεν αποκλείει τις ιστορικές ιδιαιτερότητες.
Μέχρι τώρα, αυτό που χαρακτήριζε την κομμουνιστική θεωρία ήταν η οικοδόμησή της γύρω από ένα πρόγραμμα μέτρων που θα εφαρμοζόταν όταν η προλεταριακή εξέγερση θα ‘χε πάρει την εξουσία. Αυτή η γενική φόρμουλα διέφερε ανάλογα με την περίοδο. Το πρόγραμμα του Μανιφέστου (εθνικοποιήσεις) δεν είναι το ίδιο μ’ αυτό της Παρισινής Κομμούνας (άμεση συλλογική δημοκρατία), που με τη σειρά του διαφέρει απ’ αυτό της Ρωσικής και της Γερμανικής επανάστασης του 1917-1918 (εργατικά συμβούλια). Παρά τις διαφορές τους, όμως, οι αρχές είναι οι ίδιες: με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το αποτέλεσμα της εξέγερσης στην οποία το προλεταριάτο  εξαναγκάζεται από την καπιταλιστική κρίση, είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία, δικτατορία πάντοτε, είτε δημοκρατική (συμβούλια) είτε αυταρχική (το κόμμα), σημαίνει την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών από τις περιουσίες τους και την επιβολή της εργασίας σε όλους. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η μεταβατική περίοδος, κατά την οποία η κοινωνία πρέπει να κινηθεί απ’ το βασίλειο της αναγκαιότητας προς αυτό της ελευθερίας. Αυτό είναι το λεγόμενο προγραμματικό σχήμα της κομμουνιστικής επανάστασης. Είναι πλέον παρωχημένο.
Ο στόχος αυτού του κειμένου είναι να παρουσιάσει την λεγόμενη εναλλακτική της κομμουνιστικοποίησης αντ’ αυτού του προγραμματικού σχήματος. Σε ιστορική κλίμακα, πρόκειται για μια νέα εναλλακτική, μιας και η γέννησή της μπορεί να χρονολογηθεί στην κρίση των δεκαετιών ’60-’70.
Ι – ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΡΙΣΗΣ
Η κρίση πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα κοινωνικό, κι όχι οικονομικό, φαινόμενο, ως κρίση της κοινωνικής σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Όταν η κρίση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης βαθαίνει και γίνεται εξεγερτική, η δραστηριότητα του προλεταριάτου μεταβάλλεται ποιοτικά απ’ αυτήν που είχε στην συνηθισμένη πορεία της ταξικής πάλης, η οποία δε σταματά ποτέ, ούτε καν σε περιόδους ευημερίας. Θα ονομάσω αυτήν την ιδιαίτερη μορφή του προλεταριακού αγώνα σε μια εξέγερση, δραστηριότητα κρίσης. Είναι σ’ αυτήν την πολύ συγκεκριμένη στιγμή που ολόκληρο το ζήτημα του κομμουνισμού έχει τις ρίζες του, καθώς είναι εδώ και μόνον εδώ που το ζήτημα της σύνδεσης μεταξύ της καπιταλιστικής κοινωνίας (σε κρίση) και του κομμουνισμού (ως ξεπέρασμα της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας) εγείρεται κοινωνικά. Κι είναι από εδώ που η κομμουνιστικοποίηση της κοινωνίας τελικά θα ξεκινήσει. Στην ιστορία του προλεταριάτου, η δραστηριότητα κρίσης εμφανίζεται τόσο στα οδοφράγματα του Παρισιού του 19ου αιώνα, όσο και στις σημερινές ταραχές. Σ’ αυτές τις στιγμές, μπορεί κανείς να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα αυτής της έννοιας. Αν η τρέχουσα κρίση εκτυλιχθεί σε εξεγερτικές φάσεις, η δραστηριότητα κρίσης θα πάρει φυσικά ειδικά γνωρίσματα που θα χαρακτηρίζουν το ιστορικό επίπεδο που έχει φτάσει η αντίφαση μεταξύ των τάξεων. Και τα όρια των τρεχουσών ταραχών θα πρέπει να ξεπεραστούν, ποιοτικά και ποσοτικά, προκειμένου να πάρει μορφή μια πραγματική πιθανότητα κομμουνιστικοποίησης.
I.1 Η κρίση της αμοιβαίας προϋπόθεσης των τάξεων σηματοδοτεί και το τέλος της αυτοματικής κοινωνικής αναπαραγωγής
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ), όπως και στους άλλους τρόπους παραγωγής, η τάξη της εργασίας και η τάξη της ιδιοκτησίας προϋποθέτουν η μια την άλλη. Με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αυτή η αμοιβαία προϋπόθεση γίνεται άμεσα ισχυρότερη χάρις στο γεγονός ότι το προλεταριάτο τη στιγμή που σταματά να εργάζεται χάνει κάθε πρόσβαση στα μέσα παραγωγής. Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, τα πράγματα δεν ήταν έτσι, ή τουλάχιστον εν μέρει. Η αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων έγινε ακόμη πιο συμπαγής από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο η ολότητα της ζωής του προλεταριάτου ελέγχεται πλέον άμεσα από το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο έχει ξεγυμνώσει την εργασία από τις επιδεξιότητές της, και η δεξιοτεχνία δεν αποτελεί λύση για όλους αυτούς τους προλεταρίους που η κρίση έχει θέσει εκτός εργασίας. Το ίδιο ισχύει για τις αγροτικές δραστηριότητες. Στις βιομηχανικές χώρες η γεωργία είναι καθαρά καπιταλιστική, και μόνο οι πιο περιθωριακοί προλετάριοι θα επιχειρούσαν μια επιστροφή στην ύπαιθρο, καταλήγοντας σε μια κατάσταση ζωής κοντινή σ’ αυτήν των παραγκουπόλεων. Ομοίως, στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο μετασχηματισμός της υπαίθρου εμποδίζει αυτούς που την άφησαν για να βρουν μια θέση μισθωτού στις πόλεις να επιστρέψουν όταν μείνουν άνεργοι. Αυτό συνέβη στην Ασιατική κρίση του 1998, και συμβαίνει στην Κίνα σήμερα.
Η αλληλεξάρτηση των δυο τάξεων είναι σήμερα πιο έντονη από ποτέ άλλοτε. Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να διασώσει τις δουλειές που κινδυνεύουν να χαθούν απ’ το κεφάλαιο, χωρίς να σώσει το ίδιο το κεφάλαιο, πχ. δουλεύοντας σκληρότερα για λιγότερο μισθό. Καθώς η ειδικευμένη εργασία χάθηκε μέσα απ’ τα χέρια του για να ενσωματωθεί στο πάγιο κεφάλαιο, το προλεταριάτο δεν μπορεί πλέον να αξιώσει, όπως στην τυπική υπαγωγή, ότι θα μπορούσε να πάρει τα μέσα παραγωγής και να παράγει χωρίς τους καπιταλιστές. Ένας τέτοιος ισχυρισμός ήταν ήδη αυταπάτη την εποχή των ειδικευμένων τεχνιτών και των μαστόρων. Σήμερα, ακόμη και οι ειδικευμένοι εργάτες γνωρίζουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των τεχνικών-υλικών συνθηκών της δραστηριότητάς τους είναι ενσωματωμένο στις μηχανές, τους υπολογιστές, τα εργαλεία και τα μέσα της εργασίας τους. Μ’ άλλα λόγια, η λειτουργία της ιδιοκτησίας σήμερα δεν είναι πια -υποθέτοντας ότι κάποτε ήταν- να απολαμβάνει τους καρπούς της, αλλά να διαχειρίζεται ένα σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής που έχει αναπτύξει ακριβώς προκειμένου να διαφύγει του ελέγχου της εργατικής τάξης, πλήρως και οριστικά. Ακόμα και μετά την εξαφάνιση όλων των καπιταλιστών που πλουτίζουν απ’ τις μετοχές τους, μια επανάσταση της εργατικής τάξης που οραματίζεται μόνο την επανοικειοποίηση των μέσων παραγωγής δε θα μπορούσε να αποφύγει την ανάθεση της διαχείρισης των μέσων αυτών σε μια ειδική κατηγορία εργατών που θα κατέληγαν να γίνουν ένας συλλογικός καπιταλιστής. Σήμερα, η αυτοδιαχείριση είναι μια χίμαιρα για μεσαία διοικητικά στελέχη.
Η αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων τις δένει μαζί γύρω από μια τεράστια μάζα πάγιου κεφαλαίου. Αυτή η πραγματικότητα απονοηματοδοτεί κάθε έννοια επαναστατικής διεξόδου από την κρίση που θα επιβεβαίωνε την εργατική τάξη και την εργασία ως τέτοιες, ενάντια στους καπιταλιστές, οι οποίοι θα εξαλείφονταν. Εάν το προλεταριάτο πρόκειται να καταργήσει το κεφάλαιο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο καταργώντας τη μισθωτή εργασία, το πάγιο κεφάλαιο που ορίζει το περιεχόμενο της εργασίας και την εργασία την ίδια.
Όσο η καπιταλιστική κοινωνία αναπαράγεται κανονικά, η δραστηριότητα του προλεταριάτου προκύπτει αυτοματοποιημένα και άμεσα από την αλληλουχία των διαφόρων φάσεων του κύκλου (1): Όταν η εργατική δύναμη πουλιέται, το περιεχόμενο της εργασίας της ίδιας, ακολουθούμενης από την ανάπαυση και την ανασύσταση της εργατικής δύναμης – επιβάλλονται άμεσα από το κεφάλαιο. Μακράν του να είναι μια εθελοντική και συνειδητά επιλεγμένη πράξη, η ίδια η πώληση της εργατικής δύναμης επιβάλλεται στον εργάτη μόλις ο μισθός του έχει καταναλωθεί, δηλαδή αμέσως μετά το κλείσιμο του κύκλου.
Όλοι αυτοί οι αυτοματισμοί στην κοινωνική αναπαραγωγή εξαφανίζονται όταν εκρήγνυται η κρίση. Τότε, η δραστηριότητα του προλεταριάτου αναγκάζεται να στραφεί προς την εφευρετικότητα. Στην εξεγερτική κρίση, η σχέση αμοιβαίας προϋπόθεσης γίνεται συγκρουσιακή. Η εργασία και η εκμετάλλευση σταματούν μαζικά, και δεν υπάρχει πια διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Σ’ αυτήν τη σύγκρουση, η καπιταλιστική τάξη προσπαθεί με όλα τα μέσα να εξαναγκάσει τους προλεταρίους να εργαστούν για έναν μειωμένο μισθό, ενώ οι προλετάριοι αποζητούν να επιβάλλουν ένα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης απ’ αυτό που απέρριψαν όταν ξεσηκώθηκαν ενάντια στο κεφάλαιο.
Αυτή η εξεγερτική στιγμή – θα ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό – είναι η στιγμή της μεγαλύτερης υποκειμενικής έντασης της δραστηριότητας του προλεταριάτου. Η ιστορία μας δείχνει πώς η δραστηριότητα κρίσης του προλεταριάτου στάθηκε ικανή, σε κάθε περίοδο, να επινοεί κοινωνικές μορφές που ήταν προηγουμένως απροσδόκητες, προκειμένου να ανταπεξέλθει απέναντι στον κίνδυνο που είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει εντός της κρίσης.
I.2 Προλεταριακή εξατομίκευση στη δραστηριότητα κρίσης
Όσα μόλις είπαμε για τους αυτοματισμούς της προλεταριακής αναπαραγωγής μεσούσης της ευημερίας του κεφαλαίου φαίνεται να θέτουν την τάξη πάνω από τα άτομα: Το ταξικό ανήκειν καθορίζει τη συμπεριφορά των ατόμων. Η διεισδυτικότητα της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο αφήνει μικρή ελευθερία στο προλεταριάτο. Είναι ελεύθερο να πουλήσει την εργατική του δύναμη ή να πεθάνει, να πάρει το λεωφορείο ή να αργήσει στη δουλειά, να υπακούει εντολές ή να απολυθεί κλπ. Στη δουλειά, μόνο η αφηρημένη γενική εργασία παράγει εμπορεύματα, όχι η προσωπική εργασία ενός συγκεκριμένου προλεταρίου. Αυτή η αφηρημένη γενική εργασία (συνεργασία) ανήκει στο κεφάλαιο. Εν γένει, η αναπαραγωγή των τάξεων είναι μόνο μια στιγμή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και όλη η δραστηριότητά του εμφανίζεται σαν μια απέραντη μαζικοποιημένη ρουτίνα.
Αυτή ακριβώς είναι που διαρρηγνύεται όταν η κρίση μετατρέπεται σε εξέγερση. Τίποτα απ’ όσα προτείνουν οι καπιταλιστές δε γίνεται αποδεκτό πια απ’ το προλεταριάτο. Ακόμα και σε έναν περιορισμένο χωροχρόνο, δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό βιοτικό επίπεδο που θα συνιστούσε ένα  ακαθόριστο επίπεδο κάτω απ’ το οποίο το προλεταριάτο αυτόματα θα ξεσηκωνόταν. Η ιστορία δείχνει ότι το προλεταριάτο μπορεί να αποδεχτεί αβυσσαλέα φτώχεια, αλλά επίσης ότι κάποιες φορές αρνείται την υποβάθμιση του βιοτικού του επιπέδου, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι φαινομενικά χειρότερο από άλλες επιθέσεις που δέχεται από το κεφάλαιο. Οι παράμετροι αυτής της αιφνίδιας στροφής απ’ την υποταγή στην εξέγερση δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων.
Εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στις περιόδους ευημερίας, σε μια εξέγερση δεν υπάρχουν πια αυτοματισμοί. Τότε, οι προλετάριοι οι ίδιοι πρέπει να εφεύρουν τον τρόπο που θα επανακοινωνικοποιηθούν μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν το κεφάλαιο. Μια διαδικασία αλληλεπίδρασης αναπτύσσεται μεταξύ των προλεταρίων, και όσο πιο προχωρημένη είναι η εξατομίκευσή τους, τόσο πιο έντονη είναι η διαδικασία αυτή. Είτε το ζητούμενο είναι το χτίσιμο οδοφραγμάτων γύρω απ’ τις γειτονιές της εργατικής τάξης στο Παρίσι (για παράδειγμα το 1848), η ανταρσία των ναυτών του Κιέλου το 1918, ή οι καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας από νεαρούς Έλληνες [Σ.τ.Μ. δεν ήταν φυσικά μόνο Έλληνες] μετά τον φόνο ενός απ’ αυτούς απ’ την αστυνομία, η εξέγερση ξεκινά πάντα από ένα ατομικό επίπεδο. Είτε με τη συζήτηση ή δίνοντας το παράδειγμα, πρέπει να υπάρχουν μερικοί προλετάριοι που θα κάνουν την αρχή. Μερικές γυναίκες έπρεπε να κρούσουν τον συναγερμό και να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τον στρατό του Θιέρσου να καταλάβει τα κανόνια της Εθνοφρουράς, για να γεννηθεί η Κομμούνα. Κανείς δεν έδωσε εντολές γι’ αυτό, καθώς κανείς δεν είχε κάποιο λόγο να υπακούει. Οι τρόποι με τους οποίους μια εξέγερση ξεκινά κι αναπτύσσεται είναι πάντοτε κάπως μυστηριώδεις, και σπάνια αναφέρονται στα βιβλία ιστορίας. Και, σε κάθε περίπτωση, δε θα υπήρχαν εκεί μαθήματα να αντληθούν από επίδοξους ηγέτες καθώς οι περιστάσεις είναι, στην κάθε λεπτομέρειά τους, κάθε φορά ξεχωριστές. Το μόνο πράγμα που μετράει είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, κάποιοι προλετάριοι έπρεπε, ως άτομα, να πάρουν την πρωτοβουλία να ξεπεράσουν τα όρια της νομιμότητας, τον φόβο τους, ώστε η δραστηριότητα κρίσης να μπορέσει να πάρει μορφή μ’ έναν διαδραστικό τρόπο. Χωρίς τη δραστηριότητα κρίσης, καμιά κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι εφικτή. Αναλόγως, η εξατομίκευση του υποκειμένου είναι μια απ’ τις αναγκαίες συνθήκες για τον κομμουνισμό.
Όλες οι προλεταριακές εξεγέρσεις στην ιστορία επιδεικνύουν μια στιβαρή ανάπτυξη της προλεταριακής εξατομίκευσης στη δραστηριότητα κρίσης (ο ρόλος των γυναικών είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα). Αυτή η εξατομίκευση προκύπτει άμεσα από την κρίση του κεφαλαίου, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση τον ταξικό προσδιορισμό. Στις σημερινές συνθήκες, η εξατομίκευση στη δραστηριότητα κρίσης θα ενισχυθεί απ’ το γεγονός ότι, ακόμα και πριν την κρίση, το κεφάλαιο πέτυχε μια απομαζικοποίηση του προλεταριάτου (επισφάλεια, υπενοικιάσεις-υπεργολαβίες εργαζομένων…). Η εξατομίκευση του υποκειμένου σε καμιά περίπτωση δεν υπονοεί τον ατομισμό. Αντίθετα, επειδή ακριβώς βρίσκεται στη βάση των δι-ατομικών σχέσεων, η σύσταση της τάξης παύει να είναι ένα πλήθος (όπως στις διαδηλώσεις πίσω απ’ τα συνδικαλιστικά πανώ), και γίνεται μια ενεργή και συνειδητή συλλογικότητα, ικανή να δρα και να αντιδρά, να παίρνει πρωτοβουλίες και να τις διορθώνει, να συζητά στο εσωτερικό της και να αντιμετωπίζει τους καπιταλιστές με τον καταλληλότερο τρόπο. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης των προλεταρίων-ατόμων, το προλεταριάτο σχηματίζει μια εσωτερική κοινωνική σχέση που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την πιθανότητα του κομμουνισμού. Ωστόσο, αυτή η κοινωνική σχέση πρέπει να αποκτήσει χειροπιαστή ύπαρξη.
I.3 Απαλλοτριώνοντας τα στοιχεία του κεφαλαίου, αλλά όχι για να δουλεύουμε
Η πραγματική οικοδόμηση της δραστηριότητας κρίσης ως μια κοινωνική σχέση ιδιαίτερη για το προλεταριάτο, λαμβάνει χώρα όταν αυτό συγκρούεται με το κεφάλαιο και παίρνει υπό την κατοχή του συγκεκριμένα πράγματα (εργοστάσια, αποθέματα, οχήματα, κτίρια, κλπ). Όσο δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, η προλεταριακή δραστηριότητα παραμένει στο επίπεδο των συνελεύσεων, διαδηλώσεων, κι αιτημάτων. Όταν η δραστηριότητα του προλεταριάτου ξεπεράσει αυτό το επίπεδο, διασχίζει ένα ποιοτικό όριο που, τότε και μόνον τότε, το κάνει να φαίνεται ως το πιθανό υποκείμενο μιας κομμουνιστικής επανάστασης. Αυτή η διάκριση μειώνει τη σημασία των προλεταριακών αγώνων στην καθημερινή κίνηση της ταξικής πάλης.
Οι εξεγερτικοί ξεσηκωμοί του προλεταριάτου δεν μπορούν να αποφύγουν την απαλλοτρίωση ορισμένων στοιχείων του κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία έχει θεωρηθεί ως το ξεκίνημα της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, με το οποίο υπονοείται σαφώς η επιστροφή στην εργασία υπό των έλεγχο των εργατών και για το δικό τους συμφέρον. Μια τέτοια υπόνοια πιθανώς πηγάζει κυρίως από μια ιδεολογία που αναπτύχθηκε στην προλεταριακή πολιτική, βασισμένη στην ειδικευμένη εργασία και στην ιδέα ότι το κεφάλαιο κλέβει την παραγωγή απ’ τους εργάτες, οι οποίοι θα μπορούσαν άνετα να παράγουν χωρίς τους καπιταλιστές. Αυτό, που ήδη κατά την εποχή του δεν ήταν παρά μια ιδεολογία, σήμερα δεν έχει πια καμιά βάση. Οι εργάτες όντως παίρνουν κάποιες φορές τα μέσα παραγωγής και αρχίζουν να παράγουν για λογαριασμό τους, αλλά αυτό συμβαίνει έξω απ’ τις εξεγερτικές φάσεις και στην πραγματικότητα αυτό γίνεται ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τότε πλέον ένα δυνατό προλεταριακό κίνημα. Φυσικά, αυτές οι αυτοδιαχειριστικές απόπειρες συνεπάγονται συγκρούσεις με το κεφάλαιο. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν αντιστοιχούν παρά σε τρόπους επιβίωσης στην παρούσα κοινωνία.
Είναι ένας γενικός κανόνας ότι, στην πρώτη έξαρσή του, ένας ξεσηκωμός ποτέ δεν απαλλοτριώνει στοιχεία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας για να επανεκκινήσει την παραγωγή για λογαριασμό του. Κάτι τέτοιο είναι σημαντικό, καθώς ανακοινώνει την πιθανότητα μιας κοινωνικής σχέσης μεταξύ ατόμων που δεν έχει την εργασία ως περιεχόμενό της. Δε νομίζω ότι υπάρχει στην ιστορία ούτε ένα μεμονωμένο παράδειγμα επιστροφής εξεγερμένων προλετάριων στην εργασία που να μη συνέβη με την αντεπαναστατική ανατροπή της εξέγερσης. Ο Otto Geyrtonnex (2) θεωρεί ότι ο ισπανικός ξεσηκωμός του Ιούλη του 1936 είναι μια εξαίρεση: στη διάρκεια των πρώτων ημερών του ξεσηκωμού, “ορισμένα κομμάτια της εργατικής τάξης είδαν την ανάγκη να καταλάβουν τα εργοστάσια προκειμένου να οπλιστούν. Πολυάριθμοι μεταλλεργάτες χρησιμοποίησαν τα εργαλεία που προηγουμένως τους σκλάβωναν προκειμένου να οπλίσουν τα φορτηγά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν φούρνοι…, μεταφορές και υπηρεσίες ξανάνοιξαν… αυτές οι δραστηριότητες δεν κινητοποιούνταν ποτέ απ’ την ανάγκη να πουλήσουν, απ’ την παραγωγή αξίας. Αυτό που μετρούσε ήταν ο επαναστατικός αγώνας, και η παραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες που προέκυπταν απ’ τον ίδιο ξεσηκωμό”. Δεν πρόκειται για μια καθ’ εαυτόν αντίφαση ότι η εξεγερτική έξαρση περιλαμβάνει μια μερική ανάληψη και συνέχιση της παραγωγής. Η παραγωγή δεν είναι αναγκαστικά αντεπαναστατική. Στην παρούσα περίπτωση, ωστόσο, φαίνεται πως η επαναστατική έξαρση διοχετεύεται κυρίως προς διαχωρισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η παραγωγή στοχεύει στην υποστήριξη του μετώπου. Επιπλέον, όπως ο ίδιος ο Otto Geyrtonnex παραδέχεται, αν και ορισμένες προλεταριακές πρωτοβουλίες επέτρεπαν κατά περιπτώσεις την “αναβίωση μια δημιουργικότητας κι ενός πνεύματος πρωτοβουλίας σε ολική ρήξη με την μισθωτή σκλαβιά”, σε άλλες περιπτώσεις απλά ανέλαβαν ως δική τους μια “εργασία που σε τελευταία ανάλυση δε διέφερε και τόσο απ’ αυτήν που προηγουμένως ήταν αναγκασμένοι να κάνουν” (3). Υπό το φως αυτών των στοιχείων, μου φαίνεται εφικτό να θεωρήσουμε ότι, ακόμα και στο ξεκίνημα της ισπανικής εξέγερσης, η επιστροφή στην παραγωγή όπως προέκυψε είναι ενδεικτική της σταθεροποίησης και του ξεκινήματος της αντεπαναστατικής αντιστροφής μέσα απ’ την αυτοδιαχείριση. Κάτι τέτοιο δεν πέρασε χωρίς αντίσταση, όμως αυτή παρέμεινε αποσπασματική.
Οι τρέχουσες συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα: η απαλλοτρίωση στοιχείων του κεφαλαίου στις εξεγέρσεις των καιρών μας προφανώς δε στοχεύει στην απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής και την επανεκκίνηση της παραγωγής απ’ τους εργάτες που περιλαμβάνει αυτή. Αν και θα επανέρθουμε σ’ αυτό το θέμα.
Συμπέρασμα
Η προλεταριακή εξέγερση δημιουργεί τις υποκειμενικές συνθήκες για την κομμουνιστική επανάσταση μέσω της προλεταριακής δραστηριότητας κρίσης. Η υποκειμενική έκφραση της τάξης τροποποιείται βαθύτατα απ’ τις σχέσεις αλληλεπίδρασης που δημιουργούν μεταξύ τους τα άτομα για να απαλλοτριώσουν στοιχεία του κεφαλαίου και να αντιμετωπίσουν το κεφάλαιο: Όσο διαρκούσε η εκμετάλλευση, η παραγωγή υπεραξίας και η απόδοση των προϊόντων της στην ιδιοκτησία συνιστούσε την συμμετοχή του προλεταριάτου στην οικοδόμηση της κοινωνικής σχέσης. Με την κρίση, το προλεταριάτο δεν είναι πλέον ένα μερικό υποκείμενο καθορισμένο απ’ τη σχέση υπαγωγής του σε μια άλλη τάξη, αλλά μάλλον παίρνει την υπόσταση ενός υποκειμένου από μόνο του. Το στοιχείο-κλειδί αυτής της υποκειμενικότητας-σε-κρίση είναι ότι περιλαμβάνει δι-ατομικές σχέσεις, ότι βρίσκει στον εαυτό της τα μέσα πρόσβασης στη φύση, και ότι η εργασία δεν είναι ούτε το περιεχόμενο ούτε ο σκοπός της.
II Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ
II.1Περιοδολόγηση
Θα ήταν αρκετό να συνοψίσουμε τα γενικά στοιχεία που προηγήθηκαν με την περιοδολόγηση της ιστορίας του καπιταλισμού, αν και δε θα το κάνουμε εδώ αυτό. Η ανάλυσή μου στο Hic Salta του 1998 (4) είναι μόνο το γενικό πλαίσιο, αν και επαρκής για να δείξει ότι η κρίση του κεφαλαίου, όπως και το κεφάλαιο το ίδιο, έχει μια ιστορία. Ως αποτέλεσμα, η κομμουνιστική θεωρία και η ίδια η έννοια του κομμουνισμού έχουν επίσης μια ιστορία. Παρά τα ορισμένα αμετάβλητα στοιχεία, ο κομμουνισμός του 1848 ή του 1918 δεν είναι και τόσο ταυτόσημοι μ’ αυτόν του σήμερα.
II.2Οι προϋποθέσεις για τον κομμουνισμό στην αυγή του 21ου αιώνα
Σε σύγκριση με τις γενικές συνθήκες μιας κομμουνιστικής επανάστασης όπως αυτές που αναλύσαμε προηγουμένως, ποιά είναι η ιδιαιτερότητα της τρέχουσας περιόδου; Ας πουμε πρώτα ότι η τρέχουσα περίοδος προσφέρει καλύτερες συνθήκες για το ξεπέρασμα του κεφαλαίου από ποτέ άλλοτε: η ίδια διαπίστωση ισχύει για κάθε νέα φάση της κρίσης, μιας και η αντίφαση μεταξύ των τάξεων ποτέ δεν υποβαθμίζεται όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία. Όμως η περίοδός μας επίσης θέτει ριζοσπαστικά νέα προβλήματα, καθώς ο υψηλός βαθμός υπαγωγής του συνόλου της κοινωνικής αναπαραγωγής στο κεφάλαιο είναι ενδεικτικός της δυσκολίας να φανταστεί κανείς  το  ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής χωρίς την κατάργηση και των δυο τάξεων την ίδια στιγμή, χωρίς το ξεπέρασμα της οικονομίας και την επινόηση μιας ολότελα καινούριας ζωής για την οποία οι τρέχουσες κατηγορίες κοινωνικής ανάλυσης είναι βασικά άχρηστες. Θα επανέρθουμε σ’ αυτό όμως.
Μου φαίνεται πως τα δυο βασικά στοιχεία που πρέπει να υπογραμμιστούν εάν θέλουμε να αναλύσουμε τις υποκειμενικές συνθήκες μιας κομμουνιστικής επανάστασης στους καιρούς μας είναι: η επιστροφή της  αντι-εργασίας, μετά από μια περίοδο έκλειψής της, και η απομαζικοποίηση του προλεταριάτου στον μεταφορντισμό.
II.2 Οι συνθήκες για τον κομμουνισμό στην αυγή του 21ου αιώνα
II.2.1: Η αντι-εργασία επέστρεψε
Στις δεκαετίες 1960-70 η αντίδραση των εργατών στις συνθήκες εργασίας του Φορντισμού ξεπέρασε τα μισθολογικά αιτήματα τα οποία ως τότε είχαν ως στόχο την αντιστάθμιση των ακραίων συνθηκών εργασίας. Οι μισθοί φυσικά ήταν αρκετά καλοί σε κάποιες περιπτώσεις (ειδικά στην αυτοκινητοβιομηχανία). Αυτό ήταν μέρος του  φορντιστικού (ταξικού) συμβιβασμού. Αυτός ο συμβιβασμός ήταν που αμφισβητήθηκε από την εξέγερση των εργατών στην αλυσίδα παραγωγής. Πέρα από τα μισθολογικά αιτήματα που ελέγχονταν από τα συνδικάτα, και ενάντια σ’ αυτά, οι εργάτες στις δεκαετίες του 1960 και 1970 άρχισαν να κάνουν σαμποτάζ, να απουσιάζουν από την εργασία τους, να πίνουν αλκοόλ και να παίρνουν ναρκωτικά, να σταματούν να δουλεύουν με την παραμικρή αφορμή ή χωρίς καμία αφορμή δημιουργώντας χάος στην παραγωγή. Όλες αυτές οι δράσεις ταξινομήθηκαν με τον όρο αντι-εργασία για να υπογραμμιστεί η έλλειψη ταύτισης των προλετάριων με τη δραστηριότητα τους στο εργοστάσιο, η έλλειψη σεβασμού στις μηχανές και η έλλειψη περηφάνιας για το γεγονός ότι είναι εργάτες. Αυτές οι εκφάνσεις της προλεταριακής εξέγερσης ενάντια στο κεφάλαιο ήταν που αποτέλεσαν τη βάση για τις μετέπειτα θεωρητικές εξελίξεις, από το τέλος της επιβεβαίωσης της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο ως «ξεπέρασμα» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέχρι τη σύγχρονη έννοια της κομμουνιστικοποίησης (αμεσότητα του κομμουνισμού, ταυτόχρονη κατάργηση και των δύο τάξεων, ξεπέρασμα της οικονομίας και της εργασίας).
Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 η εξέγερση των εργατών αλυσίδας παραγωγής ενάντια στην «φορντιστικού τύπου» εργασία προκάλεσε μια σοβαρή κρίση αξιοποίησης. Ενώ τα αφεντικά αντέδρασαν αυτοματοποιώντας, απολύοντας και μεταφέροντας τις εγκαταστάσεις αλλού, οι σχολιαστές που είχαν στην υπηρεσία τους ξόρκιζαν την ανασύνθεση της εργασίας. Στην πραγματικότητα όσο αφορά την εργασιακή διαδικασία, το αποτέλεσμα της κρίσης αυτής της περιόδου, ο μεταφορντισμός, λίγο διέφερε από τον Φορντισμό, μολονότι ήταν πιο άγριος, πιο αποκεντρωμένος και πάνω από όλα το τέλος του συμβιβασμού που ήταν αρχικά απαραίτητος για την παγκόσμια εξάπλωση αυτού του τρόπου εκμετάλλευσης της εργασίας. Στις ανεπτυγμένες χώρες η εργασία δεν ανασυντέθηκε αλλά το σύστημα των αυτοδιαχειριζόμενων ομάδων εργασίας, η αυτοματοποίηση συγκεκριμένων παραγωγικών λειτουργιών, η απλή και καθαρή καταστολή με την απειλή των απολύσεων και η αναδιάρθρωση έκανε την εργοστασιακή εργασία και – αυτό ήταν κάτι καινούργιο – την εργασία στο γραφείο ακόμη πιο καταστροφική. Οι δεκαετίες του 1980 και 1990 σημαδεύτηκαν από τη νίκη των αφεντικών.
Όλα αυτά θέτουν άμεσα το ζήτημα: Τι θα συμβεί όταν ξεσπάσει η εξέγερση στα σημερινά εργοστάσια στα οποία οι συνθήκες έχουν χειροτερέψει κατά πολύ; Θέτω την ερώτηση σε μελλοντικό χρόνο γιατί παρά το ότι δεν έχουμε δει ακόμη σημαντικές εξεγέρσεις στα βιομηχανικά κέντρα υπάρχουν ήδη οι σχετικές ενδείξεις. Μετά από μια περίοδο σιωπής η αντι-εργασία έχει επιστρέψει.
Μια ένδειξη ριζοσπαστικοποίησης του ταξικού πολέμου είναι ότι η σπατάλη χρόνου από τους εργάτες έχει επανεμφανισθεί και αποτελεί προσφιλές ζήτημα για τους ειδικούς του management. Μόνο που ο όρος που χρησιμοποιείται σήμερα είναι «downtime» (απραξία, χαμένες εργατοώρες). «Το downtime επηρεάζει (…) όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων. Οι χαμένες εργατοώρες μπορεί να πηγάζουν από (…) την συμπεριφορά συγκεκριμένων εργαζομένων. Το ζήτημα γι’αυτούς είναι να εκδικηθούν για τις άσχημες συνθήκες εργασίας ή τους χαμηλούς μισθούς (5).
Αυτά τα σοφά λόγια ακολουθούν μια μεγάλης διάρκειας επίθεση των αφεντικών με την οποία πήραν πίσω όλο το “νεκρό χρόνο” της εργάσιμης ημέρας, όπως με το νόμο για το 35ωρο στη Γαλλία. Παρά – ή εξαιτίας – της ουσιαστικής αύξησης της παραγωγικότητας  φαίνεται ότι η καταπολέμηση της σπατάλης αποτελεί ακόμη και σήμερα έναν από τους στόχους των καπιταλιστών.
Μια άλλη πτυχή της σύγχρονης ταξικής πάλης στις ανεπτυγμένες χώρες μου φαίνεται εξίσου σημαντική: όταν οι εργάτες αγωνίζονται ενάντια στις απολύσεις – ολοένα και περισσότερο βίαια – ξεκινούν τον αγώνα, όχι από την υπεράσπιση της εργασίας τους, αλλά κατευθείαν από τη διαπραγμάτευση των όρων του σχεδίου της αναδιάρθρωσης. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν δείχνει ότι είναι ικανοποιημένοι με την απώλεια της εργασίας τους και ότι θεωρούν ότι μπορούν να ζήσουν άνετα με τα επιδόματα ανεργίας. Μάλλον δείχνει ότι είναι ρεαλιστές σχετικά με το ζήτημα της εργασίας. Η αναγκαιότητα ξεπεράσματος του συστήματος του μισθού (αν όχι της ίδιας της εργασίας) είναι λοιπόν μια υλική πτυχή μιας ολοένα και πιο διαδεδομένης πρακτικής της Δυτικής εργατικής τάξης. Δεν επιζητούν πλέον από το αφεντικό να σώσει την επιχείρηση του αλλά η αποζημίωση να είναι το δυνατόν μεγαλύτερη ώστε να μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους ακόμη και χωρίς την εναλλακτική της μισθωτής εργασίας.
Ο μεταφορντισμός ίσως δεν είναι ο σωστός όρος για τις αναπτυσσόμενες χώρες, τουλάχιστον όσο αφορά την εργασιακή διαδικασία. Σε 30 μόλις χρόνια, η Κίνα, το “παγκόσμιο εργοστάσιο”, συγκέντρωσε δεκάδες εκατομμυρίων υπερεκμεταλλευόμενων προλετάριων σε εργοστάσια τα οποία δεν βρίσκονται στην αιχμή της παγκόσμιας προόδου. Η εξέγερση των εργατών πήρε τη μορφή της “αντι-εργασίας” αντίστοιχη με αυτήν που είχε στη Δύση στα χρόνια του 1960-70. Αναφερόμενο σε ένα κύμα απεργιών σε εργοστάσια της Ιαπωνίας το καλοκαίρι του 2005 ένα περιοδικό  που απευθύνεται σε επιχειρηματίες των πολυεθνικών που λειτουργούν στην Ασία ανησυχούσε:
“Παρά το γεγονός ότι οι εργάτες προφανώς δεν έχουν αρχηγούς, αναπτύσσουν μια ακέφαλη οργανωτική στρατηγική. Επειδή οι εργάτες έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινά συμφέροντα και μια αίσθηση ότι υποφέρουν τα ίδια δεινά, αντιδρούν με το παραμικρό έναυσμα. Οι εργάτες εξηγούν ότι όταν είναι δυσαρεστημένοι αρκεί μια χούφτα από αυτούς να σηκωθεί και να φωνάξει “Απεργία!” για να σταματήσει ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής ζητωκραυγάζωντας. (6)
Κάτι που θυμίζει με νοσταλγία σχεδόν την άγρια ατμόσφαιρα στα ιταλικά εργοστάσια  το 1969. Εκτός από το ότι τώρα η κατάσταση είναι χωρίς καμία αμφιβολία πιο σοβαρή. Οι δολοφονίες των αφεντικών ή οι λιγότερο ακραίες ενέργειες όπως οι καταστροφές των εργοστασίων συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που θυμίζουν συγκεκριμένα στοιχεία της αντιεργασίας του 1960-70 αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό: Έλλειψη πειθαρχίας, καταστροφική μανία, λίγα ή καθόλου αιτήματα, αδιαφορία για τις συνέπειες που θα έχουν οι ενέργειες στο εργοστάσιο, ή στα μηχανήματα ή στις δουλειές. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα έντονα στους αγώνες στο Μπαγκλαντές.
Οι εργάτες υφαντουργίας στο Μπαγκλαντές.
Αυτή η υπο-βιομηχανοποιημένη χώρα είχε την εμπειρία μιας ταχύτατης ανάπτυξης της υφαντουργικής βιομηχανίας από το 1970. Σήμερα υπάρχουν 4000 επιχειρήσεις, από 8 που υπήρχαν το 1977, στις οποίες εργάζονται περί τα 2 εκατομύρια, κυρίως νεαρές εργάτριες. Η επέκταση της βιομηχανίας παραγωγής υφασμάτων αποτελεί μέρος της παγκόσμιας τάσης των δυτικών και ιαπωνικών εταιρειών να μεταφέρουν τις εγκαταστάσεις τους σε χώρες στις οποίες το εργατικό κόστος είναι χαμηλότερο. Το Μπαγκλαντές εξάγει το 80% των υφασμάτων που παράγονται στη χώρα.
Το Μάιο του 2006, η βίαιη καταστολή των εργατών που διαμαρτύρονταν για τις περικοπές στους μισθούς πυροδότησε μια σειρά άγριων κινητοποίησεων οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλες επιχειρήσεις από αυτήν που ξεκίνησε το κίνημα. Στο ζενίθ του βίαιου κύματος στις 22 Μαίου το κίνημα επεκτάθηκε σε πολλά εργοστάσια δύο εκ των οποίων πυρπολήθηκαν και εκατοντάδες λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Ολόκληρος ο πληθυσμός και όχι μόνο οι εργάτριες πήρε μέρος στα γεγονότα. Στις πιο βίαιες μάχες οι γυναίκες προφανώς άφησαν τους άντρες να βγουν μπροστά. Την επόμενη ημέρα η εξέγερση επεκτάθηκε μέχρι την πρωτεύουσα Ντάκα.  Οι λεηλασίες και οι καταστροφές έφτασαν μέχρι το κέντρο της πόλης. Σ’αυτό το σημείο σύμφωνα με το κείμενο του Εchanges (7), εμφανίστηκαν τα αιτήματα.
Μια συμφωνία υπογράφηκε τελικά ανάμεσα στα αφεντικά και την Ομοσπονδία Εργατών Υφάσματος. Αναθεωρήθηκε πολλές φορές αλλά εφαρμόστηκε ελάχιστες. Έτσι το κίνημα ξαναξεκίνησε το φθινόπωρο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένα κίνημα που ηττήθηκε με την εύθραυστη συλλογική σύμβαση που υπογράφηκε, βρήκε τη δύναμη να επανέλθει μερικούς μήνες αργότερα με την ίδια μανία και βιαιότητα.  Όπως και την άνοιξη το κίνημα διαδόθηκε με μεγάλη ταχύτητα και κέρδισε έδαφος με τις λεηλασίες και τις καταστροφές εργοστασίων. Αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή πτυχή του: Οι εργάτες στον αγώνα τους να διατηρήσουν το μισθό τους και τις συνθήκες εργασίας τους καταστρέφουν τα εργοστάσια μέσα στα οποία εργάζονται παρά το γεγονός ότι οι δουλειές σε αυτά είναι σπάνιες και θεωρούνται ελκυστικές. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους σε αυτά τα εργοστάσια προέρχονται από τις παρακείμενες παραγκουπόλεις.
Το κίνημα επανήλθε στο τέλος του 2007 και στις αρχές του 2008. Όπως και το 2006 δε χρειάστηκε και πολύ για να γενικευθεί το κίνημα και να πυρποληθούν αυτοκίνητα  στις μπλοκαρισμένες λεωφόρους.  Στις 5 Ιανουαρίου του 2008, 1500 εργάτες του εργοστασίου Paina εμφανίστηκαν εκεί για να διεκδικήσουν την εργασία τους αφού τους είχε επιβληθεί lock-out, καθώς τα αφεντικά θεώρησαν σκόπιμο να κλείσουν το εργοστάσιο όταν ξεκίνησαν οι κινητοποιήσεις. Οι εργάτες εμφανίστηκαν στην πραγματικότητα για να πληρωθούν αυτά που τους όφειλε το αφεντικό τους και όχι για να εργαστούν. Το αφεντικό ήθελε να τους δώσει τα μισά από τα συμφωνημένα οπότε οι εργάτες εισέβαλαν στο εργοστάσιο και έσπασαν ότι βρήκαν μπροστά τους.
Το κίνημα συνεχίστηκε τους επόμενους μήνες. Παραθέτουμε μόνο τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα: 400 εργάτριες που απολύθηκαν ξαφνικά χωρίς καμία προειδοποίηση και αποζημίωση επιτέθηκαν στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Η αστυνομία πυροβόλησε τις εργάτριες και το αλληλέγγυο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρισε πίσω στο εργοστάσιο, το λεηλάτησε και το πυρπόλησε.
Πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2009, το κίνημα ξέσπασε ξανά στα προάστια της Ντάκα. Απεργοί από πολλά εργοστάσια υφάσματος έμαθαν ότι τα εργοστάσια που ανήκουν στο Ha Meem Group ήταν ακόμη σε λειτουργία. Οι εργάτες αυτών των εργοστασίων δε συμμετείχαν στην απεργία καθώς η κατάσταση τους είναι καλύτερη, πρόκειται για εργάτες που παράγουν απευθείας για τον ιδιοκτήτη και όχι για υπεργολάβους. Περίπου 50 χιλιάδες εργάτες (και μη) κινήθηκαν προς τα εργοστάσια. Η αστυνομία αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στο δρόμο τους οι εργάτες λεηλάτησαν και πυρπόλησαν περί τα 50 εργοστάσια. Την ίδια στιγμή μικρές ομάδες βγήκαν από το πλήθος και μεθοδικά επιτέθηκαν ειδικά στα εργοστάσια στα οποία δούλευαν απεργοσπάστες.  Άλλες ομάδες μπλόκαραν τις παρακείμενες λεωφόρους ώστε να εμποδίσουν την πρόσβαση στα πυροσβεστικά οχήματα και τα κατάφεραν για 5 ώρες. Το επεισόδιο αυτό περιλαμβάνει δύο στενά συνυφασμένες όψεις: Η επίθεση στα εργοστάσια γενικά και η επίθεση στα εργοστάσια στα οποία υπήρχαν απεργοσπάστες.  Δηλαδή ήταν ταυτόχρονα μια επίθεση ενάντια στο κεφάλαιο και ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών. Η ταυτόχρονη ύπαρξη σύγκρουσης μεταξύ εργατών και κεφαλαίου και μεταξύ των ίδιων των εργατών αντικατοπτρίζει τον προαναφερθέντα κατακερματισμό του προλεταριάτου, εδώ στη μορφή της υπεργολαβίας. Δεν υπάρχει λόγος να λυπάται κανείς γι’ αυτό. Αυτός είναι ο τρόπος υλοποίησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης τις τελευταίες δεκαετίες.
Επιμένουμε σ’αυτήν την ιδιαίτερα παράδοξη φύση αυτών των κινημάτων τα οποίαυπερασπίζονται τη μισθωτή συνθήκη την ώρα που καταστρέφουν τα μέσα παραγωγής. Το προλεταριάτο αναπτύσσει ριζοσπαστική δραστηριότητα κρίσης, καταλαμβάνει τα μέσα παραγωγής και μπουκάρει στα εργοστάσια – αλλά για να τα καταστρέψει. Είδαμε ότι αυτές οι καταστροφές δεν ήταν παράπλευρες απώλειες που προκλήθηκαν από παραδοσιακές αλλά λίγο πιο βίαιες από το συνηθισμένο διαδηλώσεις. Από αυτά που γνωρίζω για την Κίνα και το Μπαγκλαντές η καταστροφή δεν είναι αποτέλεσμα κακοτυχίας. Είναι μέρος του θεμελιώδους περιεχομένου αυτών των αγώνων. Η περίπτωση του Μπαγκλαντές θα μπορούσε να αποτελεί για την εποχή μας ότι οι εξεγέρσεις στα αμερικανικά γκέτο τη δεκαετία του 60. Με μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις: Τώρα, το μέρος του παραγωγικού προλεταριάτου που βρίσκεται σε ένα παγκόσμιο κέντρο άντλησης σχετικής υπεραξίας είναι άμεσα αναμεμειγμένο σε ένα κίνημα που αφήνει τους πολιτικούς και τον κόσμο άφωνους.
Μέσα μαζικής μεταφοράς
Αν οι καταστροφές των εργοστασίων δείχνουν ότι οι προλετάριοι δεν επιβεβαιώνουν τους εαυτούς τους ως εργάτες στη δραστηριότητα κρίσης, πιστεύω ότι το ίδιο συμβαίνει και με τις καταστροφές των μέσων μαζικής μεταφοράς. Από όσο γνωρίζω πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο. Οι νέοι εξεγερμένοι στην Ελλάδα κατέστρεψαν σταθμούς του μετρό. Στην Αργεντινή επίσης ορισμένοι σταθμοί αποτέλεσαν θέατρα συγκρούσεων και ταραχών που διέκοψαν τη λειτουργία των τραίνων. Ακόμη και στη Γαλλία που τα τραίνα έχουν καλή φήμη, η ένταση είναι αισθητή στα μέσα μεταφοράς του Παρισιού. Τα βαγόνια μεταφοράς κρέατος της γραμμής Troyes που μεταφέρουν τους εργάτες στο Παρίσι έχουν αναγκαστεί να περάσουν μέσα από διπλές γραμμές CRS (γαλλικά ΜΑΤ) χωρίς να σταματούν στις στάσεις. Στη γραμμή αυτή που είναι πασίγνωστη για τις καθυστερήσεις όταν ένα δρομολόγιο ματαιώνεται και το επόμενο προγραμματίζεται να μη σταματάει σε κάποιο σταθμό, οι επιβάτες επικοινωνούν μεταξύ τους για να μάθουν τι συμβαίνει και κάνουν ο ένας τη χάρη στον άλλον να πατήσουν το συναγερμό ώστε το τραίνο να αναγκαστεί να σταματήσει. Και αυτό δημιουργεί πραγματικό χάος! (8)
Η επιδεινούμενη ποιότητα των μέσων μαζικής μεταφοράς δεν είναι αποτέλεσμα της παρούσας κρίσης. Οι επιθέσεις και οι καταστροφές των μέσων μεταφοράς θα είναι κατά την άποψη μου μέρος της δραστηριότητας κρίσης του προλεταριάτου στις επόμενες εξεγέρσεις. Απλώς και μόνο επειδή ο χρόνος που ξοδεύεται στα μέσα μεταφοράς είναι απλήρωτος χρόνος εργασίας και επειδή δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η σύνδεση, δηλαδή, των προαστίων με τα εργοστάσια και τα γραφεία να μείνουν ανέπαφα, όταν αυτό δε συμβαίνει με τα ίδια τα προάστια και τα γραφεία ή τα εργοστάσια. Εντέλει αυτό [οι καταστροφές στα ΜΜΜ, Σ.τ.Μ.] θα συμβεί γιατί το να στοιβάζονται στα τραίνα αποτελεί μια ταπείνωση που οι προλετάριοι είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται δύο φορές την ημέρα. Με την αμφισβήτηση της μεταφοράς από τη δουλειά στο σπίτι οι προλετάριοι επιτίθενται στη θεμελιώδη διαίρεση της δραστηριότητας. Και πράγματι το ξεπέρασμα του διαχωρισμού ανάμεσα στην εργασία και τη σχόλη, ανάμεσα στην κοινωνική και την ιδιωτική ζωή, ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση είναι μια θεμελιώδης στιγμή της κομμουνιστικής επανάστασης.
Καθώς το επίπεδο διαβίωσης φθίνει και οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται, οι αγώνες του προλεταριάτου εκφράζουν τη μεγαλειώδη επιστροφή της αντι-εργασίας. Σε κάθε μια από τις εμφανίσεις της αντι-εργασίας, το προλεταριάτο λέει πως όταν συγκρούεται με το κεφάλαιο σκοπός του δεν είναι να αποκαταστήσει το φορντιστικό συμβιβασμό αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο απουσιάζει εντελώς από το τοπίο, δεν υπάρχει στην κοινωνία. Δεν μπορούμε να οργανωθούμε γύρω από το έμβρυο μιας μελλοντικής κοινωνίας το οποίο θα αναπτύξουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρατηρήσουμε ότι οι πιο μαχητικοί αγώνες είναι εκείνοι που παίρνουν τη μία ή την άλλη μορφή (ή πολλές μορφές) της αντι-εργασίας. Μπορεί να συναχθεί πως όταν το προλεταριάτο εξεγείρεται μαζικά στα πιο σημαντικά καπιταλιστικά αστικά κέντρα δεν ακολουθεί ένα προλεταριακό προγραμματικό μοντέλο οποιασδήποτε εκδοχής.  Σε κάθε περίπτωση οι πιο προωθημένες ενέργειες της εξέγερσης δε θα είναι οι καταλήψεις των εργοστασίων, δε θα είναι η δημιουργία εργατικών συμβουλίων τα οποία θα διαχειριστούν τα εργοστάσια ή πτυχές της προλεταριακής αναπαραγωγής (συμβούλια γειτονιάς κτλ.). Το πιο προωθημένο κομμάτι του προλεταριάτου δε θα επιβάλλει την εργασία σε ολόκληρη την κοινωνία, θα είναι αντίθετο σε κάθε προσπάθεια σχεδιασμού, σε κάθε επιστροφή στην εργατική οργάνωση ως βάση της κοινωνίας. Και όλα αυτά γιατί αυτή την ιστορική στιγμή αυτό που λένε οι προλετάριοι σε όποιον έχει τη διάθεση να δει και να καταλάβει είναι ότι είναι εργάτες μόνο υπό περιορισμό χωρίς τιμή και χωρίς μέλλον και ακόμη και η εργασία τους είναι άμεσα καταστροφική για την ύπαρξη τους.
ΙΙ.2.2. Απομαζικοποίηση του προλεταριάτου
Όπως έχουμε δει στη δραστηριότητα κρίσης υπάρχει η εγγενής τάση να εξατομικεύονται οι προλετάριοι θέτοντας προσωρινά σε αμφισβήτηση την υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο.  Κατά τη διάρκεια των 30 προηγούμενων ετών η κατάτμηση του προλεταριάτου οδήγησε σε μια προφανή απομαζικοποίηση της τάξης και δεν υπάρχει λόγος να ζητά κανείς την τυπική επανένωση της εκτός κι αν έχει σχέδια να μπει στην πολιτική.
Η επίδραση της απομαζικοποίησης στους αγώνες είναι αναγνωρίσιμη σε αρκετά επίπεδα. (Είδαμε ήδη μια έκφραση της στο Μπαγκλαντές). Για παράδειγμα τα κόμματα και τα συνδικάτα ελάχιστα έχουν να κάνουν με το ξέσπασμα και την κλιμάκωση των περισσότερων σημαντικών συγκρούσεων. Στη Δύση οι προλετάριοι αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία προκειμένου να προστατευθούν από τις πιο οδυνηρές συνέπειες της κρίσης. Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες συνήθως δεν αναλαμβάνουν καμία πρωτοβουλία. Και συνήθως η παρουσία των συνδικαλιστών δεν  μπορεί να ακυρώσει τη λογική ανάπτυξη του προλεταριακού κινήματος το οποίο καθώς γίνεται ολοένα και πιο ριζοσπαστικό εξαρτάται όλο και περισσότερο από τοπικές πρωτοβουλίες παρά από εθνικά συνθήματα. Τέτοιες τοπικές πρωτοβουλίες (είτε ενός συνδικάτου είτε όχι)  είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι μεγάλες οργανώσεις δεν έχουν πλέον επαφή με την πραγματικότητα της ταξικής σχέσης. Επίσης η ύπαρξη τους δείχνει πως οι εργάτες έχουν ξεπεράσει σε κάποιο βαθμό την παθητικότητα που χαρακτήριζε τη φάση της φορντιστικής ευμάρειας. Βέβαια δεν αποτελούν, ως τέτοιες, εξεγερτικές καταστάσεις.
Ελλάδα, Δεκέμβρης 2008
Καθ’ όλη την ιστορία του προλεταριάτου, η εξέγερση αποτελεί μια έντονη φάση εξατομίκευσης και με το πέρασμα του χρόνου αυτό το χαρακτηριστικό έχει γίνει περισσότερο σαφές. (Άλλοι παράγοντες μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο όπως το βάθος της κρίσης). Οι ταραχές στην Ελλάδα το Δεκέμβρη του 2008 ήταν πιθανόν ένα οριακό σημείο σ’ αυτή τη διαδικασία. Χωρίς να δώσω μια λεπτομερή αναφορά των γεγονότων και παρότι έχω πλήρη επίγνωση των προβλημάτων που τίθενται από την απουσία της “παραδοσιακής” εργατικής τάξης θα ήθελα να τονίσω ορισμένα σημεία.
Ο ρόλος των κινητών και του internet στη διάδοση των ταραχών από το πρώτο κιόλας βράδυ υπογραμμίζεται συχνά από τους σχολιαστές. Βέβαια γνωρίζουν ότι αυτά τα μέσα επικοινωνίας κυρίως πλημμυρίζουν τον κόσμο με κουτσομπολιό, άγνοια και προκατάληψη. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από την επικοινωνία αυτού του είδους για να προωθηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ υποκειμένων και να ξεκινήσουν ταραχές. Με λίγα λόγια, παρόλη την άνεση της επικοινωνίας δεν υπάρχει λιγότερη μανία και ατομική τόλμη στο γεγονός ότι τα άτομα που τη μία στιγμή αποτελούσαν μια ομάδα νεαρών που συνέκριναν τα κινητά τους την επόμενη έγιναν κομάντο που πετούσαν μολότοφ. Γιατί αυτό είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ελληνικού κινήματος: αναπτύχθηκε σαν μια χαλαρή συσσώρευση μικρών ομάδων οι οποίες δρούσαν τοπικά και ανεξάρτητα χωρίς να νοιάζονται αν “οι μάζες” ακολουθούσαν. Δεν επιχειρηματολογώ υπέρ της πρωτοποριακής δράσης η οποία θα κάνει τις μάζες να συνειδητοποιήσουν την ιστορική τους ευθύνη. Ούτε και οι νεαροί εξεγερμένοι στην Ελλάδα έκαναν κάτι τέτοιο. Δεν ήταν πολιτικοί και οι πράξεις τους σε ορισμένες περιπτώσεις τρόμαξαν ακόμη και τους αναρχικούς.
Οι πηγές που χρησιμοποίησα (κυρίως τα Παιδιά της Γαλαρίας και το Βlaumachen) δεν ανέλυσαν λεπτομερώς τις διαδηλώσεις. Ωστόσο δεν υπήρξαν μεγάλες διαδηλώσεις. Το μεγαλύτερο νούμερο ήταν 20.000 διαδηλωτές. Αυτή η διαδήλωση έλαβε χώρα στην Αθήνα τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου. Στη διαδήλωση καλούσε η κατάληψη της Νομικής σχολής, δηλαδή, οι αριστεριστές. Σύμφωνα με τα ΠτΓ η διαδήλωση προχωρούσε αργά  με 1500 νέους να μπαινοβγαίνουν απ’ αυτήν καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Την ίδια στιγμή περισσότερες λεηλασίες και επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα συνέβαιναν σε άλλα σημεία της πόλης αλλά αυτή τη φορά χωρίς “μεγάλη” διαδήλωση. Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις τεράστιες πορείες που σκόπευαν να δείξουν στον Ζιπέ ότι ήταν δύο εκατομμύρια.  Γενικά οι αναφορές ή τα χρονολόγια που δημοσιεύτηκαν από Έλληνες συντρόφους αναφέρονται συνεχώς σε διαδηλώσεις των 200-300 ατόμων στα προάστια, σκοπός των οποίων ήταν τις περισσότερες φορές να επιτεθούν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Η σημασία αυτών των συστηματικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε νέους και στην αστυνομία είναι υπό συζήτηση (αποτελεί τον καλύτερο στόχο η αστυνομία;). Αλλά δεν αρνείται κανείς την προχωρημένη απομαζικοποίηση ενός εξεγερτικού κινήματος το οποίο κυρίως λόγω αυτής της διασποράς (αλλά και της αξιοσημείωτης απουσίας αιτημάτων) έσπειρε το φόβο σε πολλές κυβερνήσεις.
Πιστεύω ότι αυτή η τάση πρόκειται να αναπτυχθεί περαιτέρω στις επόμενες φάσεις της παγκόσμιας δραστηριότητας κρίσης του προλεταριάτου και εκεί ακριβώς βρίσκεται ένα από τα σημεία κλειδιά για την επιτυχία της κομμουνιστικής επανάστασης. Οι ταραχές του 2008 στην Ελλάδα σίγουρα δίνουν μια ιδέα του πως θα μπορούσε να είναι μια βαθύτερη εξεγερτική φάση: πολλαπλές εστίες αγώνα, χωρίς τον έλεγχο κανενός κέντρου, το προλεταριάτο θα αγωνιστεί ενάντια στις πιο σαφείς και συγκεκριμένες μορφές της εκμετάλλευσης και της υποταγής. Η αρχική ιδιαιτερότητα ή ακόμη και τοπικισμός αυτών των αντιπαραθέσεων θα αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ενάντια σε κάθε προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης. Ακόμη όταν η αντιπαράθεση με το κεφάλαιο και το κράτος γίνεται σ’αυτό το επίπεδο όσο περισσότερο προχωράει ο αγώνας τόσο περισσότερο θα αποτελεί έναν ιό ο οποίος θα εξαρθρώνει το κράτος και θα είναι πολύ πιο ισχυρός από μια επίθεση στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού.
Συμπέρασμα
Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η αντι-εργασία έχει επιστρέψει αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Η καταστροφή του φορντιστικού συμβιβασμού τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε σε πολύ σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες και στο περιεχόμενο του προλεταριακού αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Για παράδειγμα η ελαστικοποίηση της εργασίας σάρωσε τα φορντιστικά εργοστάσια μέσω των εξωτερικών εργολαβιών και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Το φαινόμενο αυτό συχνά οικτίρεται ως παράγοντας ταξικής διαίρεσης. Αυτό είναι αλήθεια και είναι ενάντια στο προλεταριάτο και στον καθημερινό διεκδικητικό αγώνα του. Αλλά χρειάζεται να πάμε πιο πέρα. Με την ανάδυση ενός πιο δυνατού κινήματος, χωρίς αιτήματα, για παράδειγμα, θα δούμε την ταύτιση [των εργατών] με τον χώρο εργασίας τους να εξαφανίζεται και τον εχθρό να εμφανίζεται ολοένα και πιο καθαρά ως κεφάλαιο γενικά, ακόμη και σε κάθε μικρό μαγαζί. Επιπλέον η διαίρεση της τάξης από το κεφάλαιο τα τελευταία τριάντα χρόνια θα γυρίσει μπούμερανγκ στο κεφάλαιο όταν η απομαζικοποίηση του προλεταριάτου αποκεντρώσει τη δραστηριότητα κρίσης του προλεταριάτου σε μια πολλαπλότητα πυρήνων στους οποίους η πολιτική δε θα μπορεί να επέμβει (π.χ. Ελλάδα).
Γενικά μιλώντας η αλλαγή της ταξικής σχέσης τα τελευταία τριάντα χρόνια πρέπει να κατανοηθεί στο πλαίσιο του μανιώδους αγώνα του κεφαλαίου ενάντια στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Η ραγδαία μεταφορά κεφαλαίου στον χρηματοπιστωτικό κλάδο είναι μια πτυχή αυτού του γεγονότος. Οι εξωτερικές εργολαβίες είναι μια ακόμη. Πρόκειται για μια ολόκληρη σειρά επιθέσεων για να μειωθεί η αξία μιας ήδη σημαντικά απαξιωμένης εργατικής δύναμης. Αυτή η κίνηση δεν πηγάζει από την ιδιοτροπία ή την απληστία των καπιταλιστών. Είναι η συνθήκη αναπαραγωγής της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Το περιεχόμενο τουλάχιστον ορισμένων από τους αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση δείχνει ότι η έξοδος από την κρίση δεν βρίσκεται σε μια καλύτερη ισορροπία της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα «μοιράσματος του οφέλους της παραγωγικότητας». Υπογείως οι αγώνες αυτοί υποδηλώνουν την αναγκαιότητα απαλλαγής και από τις δύο τάξεις ταυτόχρονα. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 το ζήτημα αυτό τέθηκε σε μικρότερο βαθμό στους αγώνες των εργατών αλυσίδας παραγωγής της φορντιστικής βιομηχανίας. Σήμερα ολόκληρη η εργατική δύναμη βιώνει μια συγκρίσιμη διαδικασία (μια έκφανση αυτής της κατάστασης είναι οι αλλαγές στην εργασία στο γραφείο). Και αυτό είναι αλήθεια για όλες τις πτυχές της ζωής του προλεταριάτου, όχι μόνο για το στοιχείο «εργασία» της προλεταριακής αναπαραγωγής, αλλά επίσης, μέσω της επίθεσης στην αξία της εργατικής δύναμης (τα όρια της σχετικής υπεραξίας οδηγούν στη μείωση των μέσων διαβίωσης), για κάθε πτυχή της ζωής (στέγαση, μεταφορές, σχολεία, ανεργία κτλ.). Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό που θεωρείτο αντι-εργασία στους προλεταριακούς αγώνες στη συνέχεια θα γίνει αντι-προλεταριάτο. Εκτός και αν κάποιος φαντάζεται μια επιστροφή στις προηγούμενες συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, οι σύγχρονοι αγώνες όπως και η ανάλυση των τρόπων της εκμετάλλευσης σήμερα, δείχνουν προς τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της κομμουνιστικοποίησης.
ΙΙΙ – Κομμουνιστικοποίηση
ΙΙΙ.1 – Η κομμουνιστικοποίηση και η μεταβατική κοινωνία
Μια από τις σημαντικές θέσεις της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι η άρνηση της έννοιας της μεταβατικής κοινωνίας. Αλλά ας μη συγχέουμε την αμεσότητα με την στιγμιαία μετάβαση. Όταν μιλάμε για «αμεσότητα», δεν πρέπει να συγχέουμε το αδιαμεσολάβητο με το ακαριαίο. Ως αμεσότητα του κομμουνισμού αντιλαμβανόμαστε το γεγονός ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν έχει πλέον ως στόχο τη δημιουργία μιας μεταβατικής κοινωνίας, αλλά απευθείας τον κομμουνισμό. Κατά συνέπεια: δεν τίθεται πλέον ζήτημα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, ούτε συμμαχίας με άλλα κοινωνικά στρώματα, ούτε μιας εξελικτικής πραγματοποίησης της μετάβασης (μαρασμός του κράτους κλπ). Η κομμουνιστική επανάσταση παρ’ όλα αυτά έχει μια διάρκεια, μια ιστορία, φάσεις ανάπτυξης και οπισθοχώρησης κτλ.
Η έννοια της αμεσότητας του κομμουνισμού δεν προκύπτει από το πουθενά. Εμφανίστηκε μαζί με την κρίση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη βάση της πολιτικής ανικανότητας της αριστεράς και των αριστεριστών να κατανοήσουν τις πιο προωθημένες μορφές της ταξικής πάλης ειδικά αυτές που ομαδοποιώ με τον όρο  αντι-εργασία. Αλλά ούτε η κομμουνιστική επανάσταση ούτε ο κομμουνισμός καταργούν την ιστορία. Και γι’ αυτό ακριβώς επινοήθηκε ο όρος κομμουνιστικοποίηση: Για να δείξει ότι η κατάργηση των τάξεων και το ξεπέρασμα της οικονομίας είναι μια διαδικασία, με μια σειρά από “πριν” και “μετά” και με πέρασμα του χρόνου. Αλλά αυτές οι διαδοχικές φάσεις δε συνίστανται στη δημιουργία μιας μεταβατικής κοινωνίας ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Το νόημα της σοσιαλιστικής κοινωνίας που τοποθετεί σ’ αυτή τη μετάβαση το προλεταριακό πρόγραμμα βρίσκεται στο ότι το προλεταριάτο βασίζει τη  δύναμη του στο Κράτος το οποίο αναλαμβάνει να δημιουργήσει τις συνθήκες για τον κομμουνισμό (τελικά ενάντια στα ίδια του τα συμφέροντα!). Αναρωτιέται κανείς πως αυτό το παραμύθι μπορούσε να εξαπατά τους ανθρώπους για τόσο πολύ καιρό. Μήπως γιατί διασφάλιζε το ρόλο που θα είχαν οι πολιτικοί που το πουλούσαν στο προλεταριάτο μετά την επανάσταση;
Άρα η αμεσότητα του κομμουνισμού δεν είναι η ακύρωση του χρόνου που χρειάζεται αλλά το γεγονός ότι η επανάσταση δεν δημιουργεί τίποτα άλλο, μόνο τον κομμουνισμό. Κομμουνιστικοποίηση δε σημαίνει μια καινούργια μορφή ιδιοκτησίας που προηγείται της κατάργησης της ιδιοκτησίας, μια καινούργια μορφή διακυβέρνησης που προηγείται της κατάργησης κάθε μορφής εξουσίας, κτλ., αλλά σημαίνει την κατάργηση της ιδιοκτησίας, την καταστολή κάθε εξουσίας, κτλ., μέσω της δημιουργίας κοινωνικών μορφών που διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα από ότι κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας κρίσης.
ΙΙΙ.2 – Το ζήτημα της χαριστικότητας
Είναι προφανές ότι η λεηλασία, οι απαλλοτριώσεις των σουπερμάρκετ κτλ., θα αποτελέσουν μέρος της δραστηριότητας κρίσης των προλετάριων που θα κομμουνιστικοποιούν. Αλλά κατά τη γνώμη μου αυτό αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, μια πρώτη προσέγγιση στην κατάργηση της ιδιοκτησίας.  Στον ΚΤΠ, ακόμη περισσότερο από τις προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής η ιδιοκτησία αφορά λιγότερο το γεγονός της κατοχής (ενός σπιτιού, ενός αυτοκινήτου) από ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη φύση καθώς αυτό μονοπωλείται από την καπιταλιστική τάξη. Συνεπώς, η ιδιοκτησία δεν είναι τόσο το δικαίωμα να απολαμβάνει κανείς τα υπάρχοντα του ιδιωτικά, όσο η δυνατότητα να εξαναγκάζει άλλους να δουλεύουν γι’ αυτόν.  Με άλλα λόγια αν είμαι ιδιοκτήτης, είσαι επισφαλής. Με λίγα λόγια, η κατάργηση της ιδιοκτησίας δε συνίσταται απλά στην αναδιανομή των πάντων στους πάντες αλλά πάνω από όλα στη δημιουργία μιας κοινωνικής μορφής στην οποία ζητήματα όπως “τι θα φάμε;”, “που θα κοιμηθούμε;”, “τι θα γίνει με τα παιδιά;” δεν προκύπτουν καν.
Το κείμενο της TC “Communisation vs Socialisation (Koμμουνιστικοποίηση εναντίον Κοινωνικοποίησης)”[2] λέει ότι “η χαριστικότητα, η δραστική ριζική μη-λογιστικοδιαχειριστική καταγραφή οποιουδήποτε πράγματος είναι ο άξονας της επαναστατικής κοινότητας που χτίζεται”.
Η μη-λογιστικοποίηση είναι πράγματι ένα θεμελιώδες γεγονός της κομμουνιστικοποίησης. Είναι ο απόλυτος αντι-σχεδιασμός. Αλλά είναι αναγκαίο να καθορίσουμε αν μιλάμε για εμπορεύματα που είναι διαθέσιμα στις αποθήκες του κεφαλαίου ή για πράγματα που παράγονται στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης.
Στην πρώτη περίπτωση, φαίνεται προφανές ότι τα εμπορεύματα που λεηλατούνται ή απαλλοτριώνονται διανέμονται ελεύθερα. Είναι λιγότερο προφανές ότι δεν καταμετρώνται γιατί αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε ουτοπικές εικόνες απεριόριστων πλεονασμάτων, κάτι που δίνει σε κείνους που είναι ενάντια στην κομμουνιστικοποίηση μια καλή ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν και να απαιτήσουν έστω λίγη κοινή λογική. Αυτή η οπτική γωνία πρέπει να υπερασπιστεί, πρέπει να επιμείνουμε: Αν οι προλετάριοι αρχίζουν να καταμετρούν τη λεία τους από τις λεηλασίες τους κατά τη δραστηριότητα κρίσης, απευθείας θέτουν ξανά σε λειτουργία μια οικονομία – μια οικονομία αξιών χρήσης, μια σχέση εξουσίας, επιτροπές (ποιος μετράει τι, ποιος αποθηκεύει τι, κτλ.), όλα αυτά πάνε ενάντια στην κομμουνιστικοποίηση. Μπορεί κανείς να καταλάβει ότι η χαριστικότητα και η μη- λογιστική διαχείριση είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο τα προϊόντα που παράγονται με κομμουνιστικό τρόπο πρέπει να θεωρηθούν δωρεάν. Το δώρο σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η παύση της λειτουργίας της αξίας και η κατάργηση της τιμής για κάποιο χρονικό διάστημα ή σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο/τόπο. Ο κομμουνισμός ικανοποιεί ανάγκες, οποιουδήποτε είδους με έναν τρόπο που δεν είναι ούτε δωρεάν ούτε επί πληρωμή. Ο απλούστερος τρόπος να γίνει κατανοητό είναι αν αντιληφθούμε το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα σύστημα αναγκών απέναντι σε ένα σύστημα παραγωγής διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Σήμερα, αν θέλω να φάω πρέπει να δουλέψω – κάτι που δεν έχει καμία σχέση με την πείνα μου ή τι μου αρέσει να τρώω. Όταν δουλεύω δε μου δίνουν κάτι να φάω αλλά αντί γι’αυτό μου δίνουν χρήματα. Μετά τη δουλειά θα πάω να ξοδέψω τα χρήματα σε φαγητό. Φαίνεται ότι το   πρόβλημα με την έννοια του δώρου είναι ότι μας οδηγεί στη σφαίρα της διανομής. Ότι διατηρεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην ανάγκη και τα μέσα ικανοποίησης της. Εκτός από το ότι δε χρειάζεται πληρωμή. Γι’ αυτό το λόγο η έννοια  της μη-λογιστικής διαχείρισης είναι πιο θεμελιώδης από αυτή του δώρου, αν επιπλέον οριστεί καλύτερα η φύση της δραστηριότητας για την οποία δεν υπάρχει λογιστική διαχείριση.
Από τη στιγμή που οι προλετάριοι που κομμουνιστικοποιούν αρχίσουν να παράγουν, το ζήτημα δε θα είναι πια τόσο αυτό της χαριστικότητας, αλλά μάλλον αυτό του ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της δραστηριότητας, όλων των δραστηριοτήτων. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πώς η “επαναστατική κοινότητα” χτίζεται πάνω στις δραστηριότητες κομμουνιστικοποίησης οι οποίες είναι πιο ουσιαστικές από τη χαριστικότητα μόνη της.
ΙΙΙ.3 – Παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα
Οι λέξεις που έχουμε στη διάθεση μας για να περιγράψουμε μια κοινωνία δεν έχουν προβλέψει ότι μια κοινωνία θα μπορούσε να είναι κομμουνιστική. Για να πάμε πέρα από τη θεματική της χαριστικότητας χρειαζόμαστε μια κατηγορία η οποία να μην είναι ούτε “παραγωγή” ούτε “κατανάλωση”. Η ενοποίηση της ζωής στον κομμουνισμό, το ξεπέρασμα όλων των διαχωρισμών, και η άμεση παραγωγή της κοινωνικοποίησης σε ατομικό επίπεδο, όλα θέτουν ζητήματα λεξιλογίου τα οποία θα μπορούσα να επιλύσω μόνο με την έκφραση παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα ή για να το θέσω διαφορετικά κατανάλωση χωρίς αναγκαιότητα (9).
ΙΙΙ.3.1 – Ο αγώνας για την ενοποιητική δραστηριότητα
Η κομμουνιστικοποίηση ξεκινάει μέσα στη δραστηριότητα κρίσης για να την ξεπεράσει. Η κομμουνιστικοποίηση δεν αντιστοιχεί σε κάποιο ιδανικό ή πολιτικό σύνθημα. Είναι η λύση στις δυσκολίες αναπαραγωγής που αντιμετωπίζει το προλεταριάτο στη δραστηριότητα κρίσης. Η δραστηριότητα κρίσης είναι ένας αγώνας για την επιβίωση ενάντια στο κεφάλαιο και τίποτα άλλο. Όταν οι προσπάθειες και τα αιτήματα του προλεταριάτου αποδεικνύονται αναποτελεσματικά για την οικονομική διάσωση του προλεταριάτου, η κομμουνιστικοποίηση κάνει το άλμα στην μη-οικονομία. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο: Η οικονομική κρίση βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της, οι ανάγκες του προλεταριάτου είναι τεράστιες και η λύση είναι η άρνηση του παραγωγισμού. Πράγματι, η “παραγωγή” χωρίς παραγωγικότητα δεν είναι λειτουργία παραγωγής. Είναι μια μορφή κοινωνικοποίησης των ανθρώπων η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή αλλά χωρίς να μετρά το χρόνο ή οτιδήποτε άλλο (αριθμό ατόμων, εισροές, εκροές).
Κατά τη φάση της καθόδου στην κόλαση της κρίσης, η αναπαραγωγή του προλεταριάτου θα διασφαλιστεί κυρίως από την άμεση απαλλοτρίωση εμπορευμάτων. Ακόμα και σε μια οικονομία που λειτουργεί με το just-in-time, υπάρχουν αποθέματα. Η δραστηριότητα κρίσης θα συνίσταται (μεταξύ άλλων) στην κυρίευση αυτών των αποθεμάτων. Ήδη σε αυτό το στάδιο, μπορούμε να φανταστούμε την απόκλιση μεταξύ της αντεπαναστατικής οδού, η οποία έχει στόχο να λογιστικοποιήσει, να συγκεντρώσει τα αγαθά, να συντονίσει τη διανομή τους, να καταστήσει σεβαστά τα κριτήρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κλπ· και της οδού της κομμουνιστικοποίησης, η οποία αψηφά αυτή την οικονομία της λεηλασίας και τη διαμόρφωση ανώτερων οργάνων διανομής, ακόμα κι αν έχουν εκλεγεί με δημοκρατική ψηφοφορία κλπ. Αυτή η δεύτερη οδός θα επιμείνει στο γεγονός ότι η εμβάθυνση σε τοπικό επίπεδο, η απόλυτη χαριστικότητα, αξίζουν περισσότερο από την αφηρημένη αλληλεγγύη και έναν εξισωτισμό ο οποίος μπορεί να μετρηθεί και να διαχειριστεί από μια εξουσία.
Στην επαναστατική διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης, η έκφραση παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα είναι σχεδόν απρεπής δεδομένης της ένδειας στην οποία βυθίζεται το προλεταριάτο λόγω της κρίσης και η οποία προσδίδει χαρακτήρα  επείγοντος στην κατάσταση. Οι επίδοξοι μάνατζερς της αλληλεγγύης και της ισότητας θα επιμείνουν σίγουρα σ’ αυτήν την οπτική γωνία. Υπάρχει ένα πραγματικό παράδοξο εδώ: Επείγουσα κατάσταση λόγω του ότι εκατομμύρια προλετάριοι δε διαθέτουν ούτε τα ελάχιστα προς επιβίωση και η έννοια της παραγωγικότητας θα πρέπει να εγκαταλειφθεί! Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σ’ αυτό:
Για το ζήτημα πως η παραγωγή μπορεί να ξαναρχίσει χωρίς εργασία, παραγωγικότητα ή ανταλλαγή. Η αρχή της «παραγωγής» χωρίς παραγωγικότητα σημαίνει ότι η δραστηριότητα των ανθρώπων και οι σχέσεις τους προέχουν σε σχέση με το παραγωγικό αποτέλεσμα. Ανάπτυξη της παραγωγής χωρίς παραγωγικότητα σημαίνει κατάργηση της αξίας στις δυο μορφές της:
ανταλλακτική αξία: αν τίποτα δε λογιστικοποιείται, αν το κίνητρο της δραστηριότητας δεν είναι παρά αυτή η ίδια, το προϊόν που προκύπτει από τη δραστηριότητα δεν έχει κανένα αφηρημένο περιεχόμενο·
αξία χρήσης: η αξία χρήσης διακρίνεται από την απλή χρησιμότητα εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει, και αυτή, ένα αφηρημένο περιεχόμενο. Η χρησιμότητα του εμπορεύματος οφείλει να είναι γενική, ή μέση, για να ικανοποιηθεί ένας άγνωστος χρήστης, του οποίου η ιδιαίτερη ανάγκη δεν είναι γνωστή (έτοιμο-για-χρήση/κατά παραγγελία). Η παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα είναι μια ιδιαίτερη δραστηριότητα ιδιαίτερων ατόμων, τα οποία ικανοποιούν ανάγκες που εκφράζονται σε προσωπικό επίπεδο. Η χρήση των αντικειμένων που κατασκευάζονται φέρουν το σημάδι αυτής της ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για την αντι-τυποποίηση. Ο αναγκαστικά τοπικός χαρακτήρας της κομμουνιστικοποίησης θα συμβάλει σε αυτό.
Εδώ έχουμε ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της διαφοράς ανάμεσα στην προγραμματική εκδοχή της κομμουνιστικής θεωρίας και στην εκδοχή της κομμουνιστικοποίησης. Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του κεφαλαίου η διάκριση ανάμεσα στη χρησιμότητα και την αξία χρήσης είναι στην καλύτερη περίπτωση θολή και θεωρείται άνευ σημασίας. Αλλά κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν η αξία χρήσης ταυτίζεται με την χρησιμότητα, η κατάργηση της αξίας περιορίζεται στην κατάργηση της ανταλλακτικής αξίας. Και είναι αλήθεια ότι η κομμουνιστική θεωρία στις προγραμματικές μορφές της προσφέρει πολλές εκδοχές της κατάργησης της αξίας, οι οποίες, τελικά, περιορίζονται στην κατάργηση της ανταλλαγής μέσω του σχεδιασμού. Η δραστηριότητα παραμένει ίδια (εργασία, διαχωρισμένη από την κατανάλωση και το υπόλοιπο της ζωής), και ο σχεδιασμός εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ικανοποίηση των αναγκών, οι οποίες θεωρούνται εξωγενείς, σχεδόν δοσμένες από τη φύση.  Αντίθετα, καθώς η κομμουνιστικοποίηση θεωρείται ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της δραστηριότητας, όλων των δραστηριοτήτων, ως προσωποποίηση της ζωής μέσα από την κατάργηση των τάξεων, η αξία χρήσης αποκαλύπτεται ως αφηρημένη διάσταση της χρησιμότητας, κάτι που ικανοποιεί μια ανάγκη άγνωστη σε ότι αφορά τις ιδιαιτερότητες της και για το λόγο αυτό αποτελεί το μέσο όρο, είναι αφηρημένη.
Κατά την κομμουνιστική επανάσταση, η πράξη της παραγωγής δε θα έχει ποτέ μόνοπαραγωγικό χαρακτήρα. Ένα σημείο αυτού μεταξύ άλλων θα είναι το γεγονός ότι το προϊόν θα είναι ιδιάζον: θα αντιστοιχεί σε ανάγκες που έχουν εκφραστεί προσωπικά (από τους άμεσους εκείνη τη στιγμή παραγωγούς ή από άλλους) και ότι η ικανοποίηση της ανάγκης δε θα διαχωρίζεται από την ίδια την παραγωγική πράξη. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα πως θα αλλάξει η κατασκευή των σπιτιών όταν εκλείψει η  προτυποποίηση. Παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα σημαίνει πως κάθε άτομο που εμπλέκεται σε ένα κατασκευαστικό πρότζεκτ θα είναι σε θέση να καταθέτει την άποψη του σχετικά με το προϊόν και τις μεθόδους. Τα πράγματα θα πηγαίνουν πολύ πιο αργά από ότι στη σημερινή αυτοματοποιημένη κατασκευαστική βιομηχανία. Οι συμμετέχοντες στην κατασκευή μπορεί ακόμη και να θέλουν να κατοικήσουν οι ίδιοι  στο κτίσμα που κατασκευάζουν. Θα πρόκειται για  μια εντελώς χαοτική κατάσταση; Ας πούμε ότι ο χρόνος δε θα μετράει και ότι οι περιπτώσεις στις οποίες το πρότζεκτ δε θα ολοκληρώνεται, στις οποίες θα εγκαταλείπεται στη μέση – μπορεί γιατί η παραγωγή των υλικών που χρησιμοποιούνται να γίνεται επίσης χωρίς παραγωγικότητα – δε θα αποτελεί πρόβλημα. Ξανά, αυτό θα συμβαίνει γιατί η δραστηριότητα θα δικαιολογείται στον ίδιο της τον εαυτό, ανεξάρτητα από το παραγωγικό της αποτέλεσμα.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι η κομμουνιστικοποίηση αντικαθιστά την κυκλοφορία των αγαθών μεταξύ των «συνασπισμένων παραγωγών» με την κυκλοφορία των ανθρώπων από τη μια δραστηριότητα στην άλλη. Αυτό συνεπάγεται προπάντων ότι:
l    στους «χώρους παραγωγής» δε θα υπάρχει μόνιμο προσωπικό, μπορεί να υπάρχει παραγωγή μπορεί και όχι, ανάλογα με το κίνητρο και τον αριθμό όσων είναι παρόντες, γιατί οι «χώροι παραγωγής» θα είναι πριν από όλα χώροι συνάντησης και ζωής·
l    τουλάχιστον σε ένα πρώτο χρόνο, η κομμουνιστικοποίηση θα λάβει χώρα σε τοπικό επίπεδο, όχι ως αυτάρκεις κοινότητες, αλλά ως πρωτοβουλίες πλήρως ελεγχόμενες από τους συμμετέχοντες. Η κομμουνιστικοποίηση θα λάβει χώρα ως νεφέλωμα τοπικών πρωτοβουλιών. Δεν είναι, νομίζω, παρά μόνο σε τοπική κλίμακα που η κομμουνιστικοποίηση μπορεί να αποδείξει ότι βελτιώνει αμέσως τη ζωή των προλετάριων. Εν τέλει, αυτή η πτυχή είναι θεμελιώδης: οι προλετάριοι κάνουν την επανάσταση για να ζήσουν καλύτερα, όχι για ένα ιδανικό.
l    Οι “χώροι παραγωγής” θα είναι στην πραγματικότητα χώροι ζωής, γιατί κάθε “παραγωγή” θα αποτελεί ολοκληρωτική δραστηριότητα, όχι για λόγους ομορφιάς της ολότητας, αλλά γιατί αυτό θα αντιστοιχεί στις ανάγκες του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτή η τάση ενοποίησης λείπει από τις σημερινές εξεγέρσεις όχι γιατί αυτές παραμένουν οριοθετημένες στην αρχική τους εστία ή στο τμήμα του προλεταριάτου που εξεγείρεται, αλλά επίσης γιατί δεν μπορούν να διευρύνουν το πεδίο δράσης τους (να περάσουν για παράδειγμα από τις λεηλασίες των σουπερμάρκετ στην επανοικειοποίηση των διαμερισμάτων, για να μην αναφερθούμε στην παραγωγή).
Η προσπάθεια να μπει κανείς υπερβολικά στις λεπτομέρειες μιας τέτοιας κατάστασης θα κατέληγε στη σκιαγράφηση του περιγράμματος μιας μη-οικονομίας εξίσου περιοριστικής με την μεταβατική κοινωνία. Παράλληλα, δεν είναι δυνατόν να μην μπούμε σε λεπτομέρειες (δείχνοντας έτσι τη φτώχια της φαντασίας μας) και ταυτόχρονα να κάνουμε χειροπιαστό το γεγονός ότι όλες οι λύσεις που θα φέρει η κομμουνιστική επανάσταση έχουν ως αρχή το να τίθενται σε πρώτο πλάνο οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων και η δραστηριότητα και όχι το αποτέλεσμά της δραστηριότητας τους. Δηλαδή ότι το κύριο «αποτέλεσμα», το οποίο η δραστηριότητα έχει ως στόχο, είναι η ίδια η δραστηριότητα. Τα άτομα θα κυκλοφορούν μεταξύ των δραστηριοτήτων υπό την επίδραση των σχέσεών τους και κάθε φάση αυτής της κυκλοφορίας θα είναι μια στιγμή της αναπαραγωγής. Μαζί με αυτά τα άτομα θα κυκλοφορούν και προϊόντα, αλλά χωρίς ανταλλαγή.
III.3.2 Το τέλος του διαχωρισμού των αναγκών
Όπως γράψαμε παραπάνω, εναντίον της κομμουνιστικοποίησης είναι πιθανό να εμφανιστεί μια τάση “οικονομικού ρεαλισμού” στο όνομα του επείγοντος της κατάστασης, της εμβάθυνσης της φτώχειας της τάξης και των τεράστιων ανικανοποίητων αναγκών. Αρκετά σχόλια μπορούν να αποτελέσουν κριτική αυτής της οπτικής γωνίας:
α) Από τη μια πλευρά το αχανές των ανικανοποίητων αναγκών για το οποίο μιλάμε αφορά τους σύγχρονους προλετάριους, αυτή τη στιγμή, μέσα στην κρίση αλλά χωρίς επανάσταση. Αλλά οι ανάγκες δεν είναι απόλυτο μέγεθος. Σχετίζονται με τη ζωή του καθενός. Ο μισθωτός που είναι αναγκασμένος να δουλεύει αισθάνεται πολύ πιο άνετα αν έχει ένα αυτοκίνητο που να λειτουργεί, μια κάρτα απεριορίστων για τα ΜΜΜ, το σχολικό που πηγαινοφέρνει τα παιδιά στο σχολείο και οικιακή βοήθεια για να κρατιέται το σπίτι καθαρό κτλ. Δεν έχει νόημα να γίνεται κριτική σ’αυτές τις ανάγκες, να λέμε ότι είναι τεχνητές, απατηλές, ότι οι προλετάριοι είναι θύματα των διαφημίσεων. Ας σημειώσουμε απλώς ότι αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο τύπο ζωής. Στη δραστηριότητα κρίσης, όλα αλλάζουν. Φυσικά υπάρχει πάντα η ανάγκη για 2500 θερμίδες την ημέρα, για κάλυμα από το κρύο και τη βροχή κτλ. Για εκείνους που βρίσκονται κάτω από αυτό το βασικό όριο διαβίωσης, η πρώτη απάντηση θα είναι απλά να πάρουν ότι χρειάζονται. Υπάρχουν τόσα άδεια σπίτια, και όλα εκείνα τα κτίρια που έχουν αποκλειστικά καπιταλιστική λειτουργία (τράπεζες, γραφεία, αποθήκες…), όλα τα είδη των δυνατοτήτων για τους προλετάριους που δεν έχουν αξιοπρεπή καταλύματα. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες βασικές ανάγκες.
β) ένας άλλος τρόπος να χρησιμοποιήσει κανείς το αχανές των αναγκών για να δικαιολογήσει μια φάση οικονομικής μετάβασης θα ήταν να αναφέρει το ζήτημα του χάσματος όσον αφορά τα επίπεδα ανάπτυξης. Οι κάτοικοι των φτωχών κρατών πρέπει με κάποιο τρόπο να φτάσουν το επίπεδο ανάπτυξης των πλούσιων κρατών, των οποίων οι προλετάριοι θα έπρεπε να καταβάλλουν επιπλέον προσπάθεια για να τους βοηθήσουν σ’ αυτό.  Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αρνηθούμε την ανάγκη της αλληλεγγύης γενικά, αλλά να σκεφτούμε το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί ο οικονομικός ρεαλισμός. Αυτοί οι οποίοι μιλούν για οικονομικό ρεαλισμό δεν αντιμετωπίζουν τη φτώχεια με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει ο Mike Davis  τις παραγκουπόλεις; Απόλυτη ένδεια, ριζικός αποκλεισμός, μια σχεδόν ζωώδης ζωή, ο Mike Davis αντιμετωπίζει τους κατοίκους των παραγκουπόλεων σαν να μην ανήκουν στην παγκόσμια καπιταλιστική κοινωνία. Σ’ αυτήν την απλοϊκή οπτική γωνία ασκείται κριτική από τους αγώνες που λαμβάνουν χώρα στις παραγκουπόλεις, οι οποίοι δείχνουν καθαρά την ταξική σχέση που υπάρχει  ανάμεσα σ’ αυτούς που ζουν στις παράγκες και το κεφάλαιο. Επιπλέον, οι ακραίες συνθήκες ζωής στις παράγκες έχουν προωθήσει την ανάπτυξη νέων κοινωνικών μορφών ή παραγωγικών διαδικασιών όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή.  Καθώς αυτές λαμβάνουν χώρα στο περιθώριο της αξιοποίησης, δίνουν μόνο μια γεύση του εύρους της φαντασίας που θα απελευθερωθεί όταν οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων θα είναι ικανοί να διαρρήξουν τον ζουρλομανδύα με τον οποίο τους τυλίγει η περιβάλλουσα πόλη. Η φαντασία τους κυμαίνεται απ’ τις οικοδομικές διαδικασίες (τις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα προσπάθησε μάταια να διαδόσει, καθώς είναι εξαιρετικά φθηνές) μέχρι την αστική (urban) μικρο-γεωργία και περιλαμβάνει απόπειρες αυτοδιαχείρισης των παραγκουπόλεων. Τίποτε το επαναστατικό, αλλά αρκετά ευφάνταστα για να δείξουν ότι οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων γνωρίζουν πολύ καλά τί να κάνουν, και δεν έχουν ανάγκη καμιά κομμουνιστική “αναπτυξιακή βοήθεια”. Αυτό δεν αποκλείει την αλληλεγγύη, αλλά όχι ως προϋπόθεση της κομμουνιστικοποίησης στις αναπτυσσόμενες χώρες, με τους προλετάριους που ζουν εκεί -και οι οποίοι έχουν κάποιο προλετάριο συγγενή στις παραγκουπόλεις των πλουσίων χωρών. Φυσικά, οι ανάγκες που θα καλύπτει η κομμουνιστικοποίηση εκεί δε θα είναι οι ίδιες μ’ αυτές στις παγκόσμιες μητροπόλεις του κεφαλαίου. Όμως, γιατί να είναι οι ίδιες; Και γιατί θα έπρεπε η ακραία φτώχεια των κατοίκων των αναπτυσσομένων χωρών να εμποδίζει την κομμουνιστικοποίηση; Αυτή η τελευταία δεν προκύπτει από κάποια υποθετική αφθονία. Το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης δεν είναι να ανταποκριθεί σε μια λίστα εκ των προτέρων καθιερωμένων αναγκών, αλλά να ξεπεράσει την έννοια της ανάγκης ως έλλειψης, ξεπερνώντας την ιδιοκτησία (κάθε ιδιοκτησία) των μέσων της ικανοποίησής της. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως και στις χώρες του κέντρου, αλλά σ’ ένα παραγωγικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό, η επανάσταση δε θα πραγματοποιηθεί ως μια σειρά προκαθορισμένων μέτρων που να εξυπηρετούν μια λίστα πραγματικών ανικανοποίητων κι επειγόντων αναγκών. Η μεταμόρφωση της κοινωνίας όχι μόνο θα ξεπεράσει τον διαχωρισμό μεταξύ ανάγκης και ικανοποίησης, αλλά θα γεννήσει ανάγκες και δραστηριότητες και θα εξαφανίσει άλλες, με τρόπο συνεχή και ρευστό (10).
Όλη αυτή η προβληματική δεν είναι καθαρά φαντασία. Βασίζεται στην πραγματική κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Φέρνω στον νου μου πιο συγκεκριμένα την Αργεντινή, όπου η κρίση των δεκαετιών 1990-2000 ώθησε ένα κομμάτι του κινήματος των piqueteros προς αρκετά ριζοσπαστικές θέσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτής της τάσης ήταν ο βολονταρισμός (και η πρωτοβουλία) της παραγωγής χωρίς το προϊόν να είναι ο μόνος σκοπός, καθώς οι piqueteros θεωρούσαν πως η παραγωγική πράξη θα πρέπει να είναι επίσης μια στιγμή αλλαγής των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Εξ’ ού και η αρχή της οριζόντιας οργάνωσης, της άρνησης των αρχηγών, οι γενικές συνελεύσεις χωρίς συγκεκριμένη θεματολογία, η λήψη αποφάσεων χωρίς ψηφοφορία, αλλά βάσει συναίνεσης. Εκεί βρίσκονται οι περιορισμένες εμπειρίες, περικυκλωμένες από μια καπιταλιστική κοινωνία που συνεχίζει να αναπαράγεται περισσότερο εύκολα παρά δύσκολα. Φέρουν μέσα τους το στίγμα των ορίων τους, ιδιαίτερα όσον αφορά τον βολονταρισμό τους, το κάλεσμα τους για “αλλαγή των συνειδήσεων” ως προϋπόθεση μιας ποιοτικής αλλαγής της παραγωγικής πράξης. Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται κι όσα γράφτηκαν παραπάνω για τις παραγκουπόλεις.
Με βάση τέτοιες εμπειρίες σκέφτομαι ότι η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι κάτι το εξαιρετικά περίπλοκο, ούτε κάτι περισσότερο ουτοπικό από μια μεταβατική κοινωνία και την σταδιακή απονέκρωση του Κράτους – όσο  φυσικά δεν προσπαθούμε να στριμώξουμε την καπιταλιστική κοινωνία, με τα εργοστάσια και τα γραφεία της, τα αεροδρόμια και τα σουπερμάρκετ της… σ’ ένα κομμουνιστικό καλούπι. Διαφορετικά, είμαι απόλυτα πρόθυμος να λάβω ένα μάθημα ρεαλισμού, με την προϋπόθεση ότι δε θα μου κάνετε λόγο για οικονομία.
ΙΙΙ.3.3 Το ζήτημα του ατόμου
Ένα απ’ τα σημεία όπου περιπλέκεται η συζήτηση της κομμουνιστικοποίησης είναι το ζήτημα του ατόμου. Υπάρχει, και δίκαια, έμφαση στο γεγονός ότι η κατάργηση των τάξεων είναι συνώνυμη με την εμφάνιση στο προσκήνιο του ελεύθερου, άμεσα κοινωνικού ατόμου (11). Αυτό είναι και το τέλος του ταξικού προσδιορισμού, όπου το άτομο είναι και κάνει ό,τι του υπαγορεύεται από το ταξικό του ανήκειν. Αυτό το ανήκειν μπορεί να εμφανίζεται με διάφορους τρόπους (συμμετοχή σε μια εταιρία, ο στιγματισμός μιας γειτονιάς κλπ). Γενικά σημαίνει ότι το άτομο που τώρα χειρίζεται ένα μηχάνημα, που φροντίζει έναν ασθενή κλπ, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η μαριονέτα των θεσμών που το προσδιορίζουν. Αντιμέτωπο μ’ αυτόν τον ντετερμινισμό, το άτομο που θέλει ν’ αποδείξει την ιδιαιτερότητά του (ή το οποίο, λόγω των αναπόφευκτων ορίων της αντικειμενοποίησης αυτής, είναι αναγκασμένο να το κάνει ώστε να γίνει η δουλειά του) εμφανίζεται σαν μια μονάδα, ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο του οποίου η εξέγερση φέρνει περισσότερο σε προσωπική ιδιοτροπία. Λέει “δεν είμαι μαριονέτα, είμαι ένα άτομο”, αλλά αυτό είναι μόνο εν μέρει αληθές καθώς το κεφάλαιο έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος της προσωπικότητάς του, την οποία βρίσκει ξανά ως ικανότητες ενσωματωμένες στην μηχανή, ως προσωπικές προτιμήσεις που πλασάρονται από περιοδικά κλπ. Έτσι, όταν καταφάσκει στην προσωπικότητά του, καταλήγει να επαναλαμβάνει κοινοτοπίες, ή να αποκοινωνικοποιείται, ορισμένες φορές οδηγούμενο ακόμα και στην τρέλα.
Ωστόσο είναι συχνά αυτό ακριβώς το ιδιότροπο άτομο πάνω στο οποίο προβάλλουμε την εικόνα του κομμουνισμού, ακόμα κι όταν υιοθετούμε την μαρξική έκφραση του κοινωνικού ατόμου. Μερικές φορές το έκανα κι εγώ όταν υποστήριξα ξεκάθαρα την αρχή της ευχαρίστησης ενάντια στην αρχή του ρεαλισμού, ώστε να πω ότι στον κομμουνισμό, τίποτε δε θα παράγεται εάν τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτή τη δραστηριότητα δε βρίσκουν σ’ αυτό την ικανοποίηση της προσωπικής τους ευχαρίστησης. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, η ρεαλιστική κριτική εύκολα θα κάνει λόγο για ουτοπία. Και θα προτείνει οργανωτικά σχήματα, με κανόνες και καθήκοντα που δεν είναι παρά πυροσβεστήρες για να περιορίσουν την ιδιότροπη ατομικότητά μας. Κάτι που καταλήγει τελικά στην αποκατάσταση της οικονομίας. Η συζήτηση περιπλέκεται κι άλλο.
Για να βγούμε απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο, πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε θετικά αυτό που συνιστά η ατομικότητα του κομμουνισμού. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για κάτι ολοκληρωτικά μυστηριώδες. Για να το προσεγγίσουμε, έχουμε τον εξεγερμένο προλετάριο. Πρόκειται για τον προλετάριο αυτόν που εκδηλώνεται στη δραστηριότητα κρίσης, στην εξέγερση, κι όχι για το εξεγερμένο άτομο της καθημερινότητας για το οποίο μίλησα παραπάνω. Στην πραγματικότητα, η ιδιαιτερότητα της δραστηριότητας κρίσης είναι ότι γεννιέται από μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των προλετάριων-ατόμων που σηματοδοτεί ανεξίτηλα την κρίση (όχι ακόμα με την κατάργηση) του ταξικού προσδιορισμού. Είναι αυτό που ονόμασα παραπάνω το τέλος των κοινωνικών αυτοματισμών. Τί βλέπουμε λοιπόν τώρα στη δραστηριότητα κρίσης; Βλέπουμε άτομα, τα οποία μόλις χθες σχημάτιζαν μιαν αδιαφοροποίητη μάζα μισθωτών, να επινοούν κοινωνικές μορφές αγώνα επιδεικνύοντας άνευ προηγουμένου φαντασία, τους βλέπουμε να παίρνουν αποφάσεις (και συχνά να τις εφαρμόζουν), τους βλέπουμε να προσαρμόζονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, τους βλέπουμε να λησμονούν τα προσωπικά τους συμφέροντα του “πριν”, ορισμένες φορές ακόμα και να πυρπολούν τις γέφυρες με τον παρελθόν, με κίνδυνο της ζωής τους. Κι όλα αυτά χωρίς κανέναν ηγέτη, ή τουλάχιστον χωρίς κάποιον προϋπάρχοντα ηγέτη, χωρίς μια προϋπάρχουσα οργάνωση, χωρίς μια τυπική δέσμευση και χωρίς υπευθυνότητα προς κάποιον ανώτερο. Σ’ όλες τις σημαντικές εξεγερτικές στιγμές της ιστορίας του προλεταριάτου, αυτοί που δεσμεύονται στον αγώνα δεν περιμένουν να αποφασιστεί αυτός από κάποια ψηφοφορία. Αφήνουν το ένα μέτωπο για να περάσουν στο άλλο, ή αφήνουν τον αγώνα, χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν. Η συμμετοχή του ατόμου (στα οδοφράγματα, στα εργατικά συμβούλια, στις ταραχές) είναι προαιρετική, αβέβαιη, επαφίεται στη δική του απόφαση. Και προχωρεί παρ’ ολ’ αυτά, επειδή η εξέγερση δεν είναι άθροισμα αυθαίρετων ατομικών εξεγέρσεων, αλλά η ανάπτυξη (πλέοντας στο πέλαγος της Ιστορίας) μιας ιδιαίτερης κοινωνικής δραστηριότητας όπου τα άτομα κοινωνικοποιούνται άμεσα. Και όπου, ήδη, η δραστηριότητα έχει τον πρώτο λόγο σε σχέση με το αποτέλεσμά της (διαφορετικά πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τα ίδια “λάθη” που εντοπίζουμε τυφλοσούρτη σε τόσες πολλές εξεγέρσεις;).
Παρά την ακραία βραχυζωία της, η δραστηριότητα κρίσης είναι το καλειδοσκόπιο εκείνο μες απ’ το οποίο μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα του πως θα ήταν ένα άμεσα και προσωπικά ελεύθερο, κοινωνικό υποκείμενο. Είναι απ’ αυτό το σημείο που, κατά τη γνώμη μου, είναι εφικτό να ισχυριστούμε ότι μια γενική δραστηριότητα είναι δυνατή χωρίς ένα επιβεβλημένο σχέδιο ή συντονισμό, χωρίς δικαιώματα και καθήκοντα.
ΙΙΙ.4 Κατανάλωση χωρίς αναγκαιότητα
Το βασίλειο της αναγκαιότητας δεν είναι αυτό στο οποίο οι παραγωγικές δυνάμεις δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν μιαν αφθονία για την οποία δεν ξέρουμε πού ακριβώς αρχίζει. Το βασίλειο της αναγκαιότητας είναι εκείνο στο οποίο η ύπαρξη της ιδιοκτησίας αποτελεί συνεχή απειλή αποκοινωνικοποίησης και θανάτου για όσους δεν είναι ιδιοκτήτες. Να γιατί, σήμερα, το δωρεάν ή οι χαμηλές τιμές προκαλούν αντιδράσεις αποθήκευσης και υπερκατανάλωσης. Στον κομμουνισμό, αυτός ο φόβος της έλλειψης θα εξαφανιστεί ταυτόχρονα με την ιδιοκτησία. Η θετική κατάργηση της ιδιοκτησίας είναι επίσης η εγγύηση ότι η χαριστικότητα δε θα σημαίνει απλά “τιμή=0″. Αντίθετα, η χαριστικότητα είναι χαριστικότητα της δραστηριότητας (με την έννοια ότι το παραγωγικό αποτέλεσμα είναι δευτερεύον). Είναι ελεύθερη είσοδος στις συνθήκες ζωής (περιλαμβανομένων των μέσων “παραγωγής” και “κατανάλωνης”) του καθενός.
Η κατανάλωση χωρίς αναγκαιότητα και η παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα είναι ταυτόσημες όταν γίνονται αντιληπτές ως ενοποιητικές δραστηριότητες. Ο “παραγωγός” δεν αφήνει τις ανάγκες του στο εργαστήρι. Περιλαμβάνει στην “παραγωγική” δραστηριότητά του τις επιλογές του, την προσωπικότητά του και την ικανοποίηση των αναγκών του. Κι αντίστροφα, ο “καταναλωτής” δε στέλνεται πίσω σε μια ζωή στερημένη από κοινωνικότητα για να ενσωματώσει τις λειτουργίες της άμεσης αναπαραγωγής του.
Συμπέρασμα
Ακόμα κι αν είχε μια εγκυρότητα, η έννοια της μεταβατικής κοινωνίας έχει καταστεί ξεπερασμένη κι αντιδραστική. Η κομμουνιστική επανάσταση σήμερα δεν μπορεί παρά να προσδιοριστεί ως ταυτόχρονη κατάργηση των δυο τάξεων απ’ το κομμουνιστικοποιητικό προλεταριάτο. Είναι λοιπόν, έμμεσα, ριζική μεταμόρφωση της δραστηριότητας, το ξεπέρασμα κάθε διαχωρισμού. Η κομμουνιστικοποίηση της κοινωνίας ξεκινά σαν μια επίθεση στον συσσωρευμένο πλούτο του κεφαλαίου, που τίθεται στις ανάγκες του αγώνα, χωρίς λογιστική, ως παραγωγή χωρίς παραγωγικότητα, ως κατανάλωση χωρίς αναγκαιότητα. Προκύπτει μέσα απ’ την προλεταριακή δραστηριότητα κρίσης και πραγματοποιεί το θετικό της ξεπέρασμα γενικεύοντας το κομμάτι της ελευθερίας που κατακτιέται μέσα απ’ την εξέγερση.
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Εδώ και πολλά χρόνια, το θέμα της κομμουνιστικοποίησης έχει εγείρει πολεμικές οι οποίες, πολύ συχνά, δεν είναι καλά πληροφορημένες. Πρέπει να παραδεχτώ ότι απαιτεί μια κάποια αφέλεια για να επιβεβαιώσουμε ότι η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι και τόσο αξεπέραστο πρόβλημα. Υπάρχουν αυτοί που απορρίπτουν ολοκληρωτικά το ζήτημα μιας επαναστατικής εξόδου από την κρίση λέγοντας “θα δούμε όταν έρθει εκείνη η ώρα τί θα κάνουν οι προλετάριοι”. Πάντοτε αμφισβητούσα αυτήν την άποψη για δυο κυρίως λόγους:
Πρώτον, μια ανάλυση του συνολικού κινήματος του ταξικού αγώνα δεν μπορεί να  απαλλάσσεται από το φόρτο του να προσπαθήσει να κατανοήσει τι συνιστά το ξεπέρασμα της αντίφασης μεταξύ των τάξεων. Δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε στο να προσδιορίσουμε τους όρους μιας αντίφασης. Τη στιγμή που το κάνουμε, η αντίφαση μετακινείται, και δεν γίνεται να την ακολουθήσουμε επαρκώς χωρίς να κατανοούμε, όσο γίνεται περισσότερο, τί παράγει η αντίφαση αυτή. Προφανώς, τίποτε δεν είναι βέβαιο εκ των προτέρων, κι ακόμα λιγότερο στην περίπτωση της κομμουνιστικοποίησης, για την οποία, όπως έχουμε δει, ακόμα και το λεξιλόγιο τείνει να είναι ελλειπτικό. Παρ’ όλ’ αυτά, η κομμουνιστική θεωρία διατρεχόταν πάντοτε απ’ αυτήν την ένταση, που πρέπει να την αποδεχθούμε ακόμα κι αν αναγνωρίζουμε τα όριά μας.
Δεύτερον, η εγγύτητα και η διαπλοκή μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης μας αναγκάζει να διαχωρίζουμε όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα αυτό που προωθεί την προλεταριακή δραστηριότητα κρίσης προς τον κομμουνισμό από αυτό που την κινεί προς τα πίσω, προς την αποκατάσταση της αξίας (αυτή η όψη του προβλήματος έτυχε μόνο αναφοράς εδώ).
Αυτός ήταν ο λόγος για την απόπειρα σ’ αυτό το κείμενο να μιλήσω για το τί θα είναι η κομμουνιστικοποίηση, βασιζόμενος στην προλεταριακή δραστηριότητα κρίσης. Τα παραδείγματα που έδωσα δε θα πρέπει να εμποδίσουν περαιτέρω θεωρητική συζήτηση για τη συνεχή βελτίωση της αντίληψής μας για το τί είναι το περιεχόμενο της προλεταριακής εξεγερτικής δράσης, της κατάργησης της αξίας, του ξεπεράσματος της εργασίας και της απελευθέρωσης της δραστηριότητας κλπ, αλλά επίσης τί είναι η καταργημένη αξία, ηξεπερασμένη εργασία, η εγκαθιδρυμένη ελευθερία κλπ
Β.Α. Ιούνιος 2010
Σημειώσεις
(1) Αυτό δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχει πλέον σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Αυτή η σύγκρουση είναι συνεχής και μέρος των διαρκών ρυθμίσεων της σχέσης της εκμετάλλευσης. Οι εξεγερτικές φάσεις του αγώνα διαφέρουν απ’ αυτό το συνεχές απ’ το γεγονός ότι το προλεταριάτο καθιστά τον εαυτό του επαναστατικό υποκείμενο.
(2) Against the myth of self-management, project, July 2009.
(3) Ο Michael Seidman παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αντίσταση των εργατών σ’ αυτήν την επιστροφή στην αυτοδιαχειριζόμενη εργασία στο Republic of Egos, a Social History of the Spanish Civil War, και στο Ouvriers contre le travail, Ed. Senonevero (Έχει εκδοθεί στα ελληνικά ένα κεφάλαιο του βιβλίου από το Κόκκινο Νήμα με τίτλο: «Η αντίσταση των εργατών στην εργασία»).
(4) Eléments sur la périodisation du capital ; histoire du capital, histoire des crises, histoire du communisme, Hic Salta, 1998. Διαθέσιμο διαδικτυακά στο http://patlotch.free.fr/text/1e9b5431-1140.html
(5) Laurent Cappelletti (ακαδημαϊκός), Les Echos, Ιούλιος 21, 2009.
(6) Corporate Social Responsibility Asia, vol. 2, #4, 2006.
(7) Echanges #118, Fall, 2006. Περισσότερα στα τεύχη 119, 124, και 126.
(8) Από έναν συνάδελφο στη δουλειά που χρησιμοποιεί τη γραμμή. Δεν έχω δεί περιστατικά σαν κι αυτό που αναφέρονται στις εφημερίδες.
(9) B. Astarian, Le communisme, tentative de définition, 1996, στο Hic Salta 1998
(10) Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τον τρόπο με τον οποίο η αναγκαστική παραγωγικότητα ορίζει τον ρυθμό της ζωής και δημιουργεί τη ρουτίνα εκείνη που, επειδή κερδίζει χρόνο, επιβάλλει την επανάληψή της και παγώνει τους όρους της παρξης.
(11) Δε θεωρώ (όπως η TC για παράδειγμα) ότι το “κοινωνικό άτομο” είναι οξύμωρο. Όλα εξαρτώνεται απ’ το άτομο και την κοινωνία.

[1] Σ.τ.Μ. δες και το κείμενο Η κομμουνιστικοποίηση ως έξοδος από την κρίση http://www.rebelnet.gr/articles/view/La-communisation-comme-sortie-de-crise
[2] http://www.anarchistblackcat.org/index.php?topic=5422.0

Δεν υπάρχουν σχόλια: