Για να μελετήσουμε τις εξελίξεις των κοινωνικών αγώνων στη Δυτική Ευρώπη από το 1968 κι έπειτα, πρέπει να στραφούμε στην Ιταλία. Η οργάνωση του εργατικού κινήματος, συχνά σε μαζική κλίμακα, έχει προσλάβει αυθεντικές μορφές. Αστικοί αγώνες οδήγησαν σε οργανωμένες (πολιτικές) συνδικαλιστικές και τοπικές δράσεις με διακυβεύματα συνδεδεμένα με τη κατανάλωση.Το κείμενο είναι από τη μπροσούρα Το Σπίτι Των Κλεφτών που μπορείτε να κατεβάσετε εδώ: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1188310
Από αυτήν την άποψη, το κίνημα της αυτομείωσης, που ξεκίνησε στο Τορίνο το φθινόπωρο του 1974, συνιστά μια εξέλιξη ύψιστης σημασίας. Αυτομείωση είναι η ενέργεια εκείνη με την οποία οι καταναλωτές, σε επίπεδο κατανάλωσης, και οι εργάτες, σε επίπεδο παραγωγής, αναλαμβάνουν οι ίδιοι να μειώσουν, σε ένα συλλογικά αποφασισμένο επίπεδο, την τιμή των δημόσιων υπηρεσιών, της στέγασης, του ηλεκτρικού ρεύματος ή στα εργοστάσια, το ρυθμό παραγωγικότητας.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Πάνω και πέρα από τις κλασσικές μορφές οικονομικής κρίσης και της χρεωκοπίας (ή καλύτερα, απουσίας) της ιταλικής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, οι πιο ενήμεροι τεχνοκρατικοί τομείς και αναμφισβήτητοι ηγέτες των μεγάλων ιταλικών μονοπωλίων (όπως ο Ανιέλι, η FIAT), συγκεντρωμένοι
γύρω από τον Carli – πρόεδρο της Τράπεζας της Ιταλίας – προτείνουν και, τον Ιούνιο του 1974, υποχρεώνουν την κυβέρνηση να δεχτεί ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο το Σχέδιο Carli. Θεμελιωμένο στην κεφαλαιώδη υπόθεση της σιωπηρής συναίνεσης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ), ή τουλάχιστον της ουδετερότητάς του, αυτό το σχέδιο υποστηρίζει δύο ουσιώδεις στόχους. Αφενός, να αναδιαρθρώσει την παραγωγή (διαφοροποίηση μερικών
βιομηχανικών τομέων και εμφανώς της αυτοκινητοβιομηχανίας, διατύπωση ενός προγράμματος πυρηνικής ενέργειας) και, από την άλλη πλευρά, να μειώσει, στο επίπεδο της κατανάλωσης, τις δημόσιες δαπάνες – συγκεκριμένα να συγκρατήσει την παραγωγή συλλογικών εργαλείων και ρυθμίσεων (equipements collectifs). Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το Σχέδιο Carli επιδιώκει να αναθέσει το βάρος της ιταλικής οικονομικής μεταρρύθμισης στην εργατική
τάξη μέσω της μείωσης των ‘εσωτερικών’ διεκδικήσεων, συνεπώς της οικιακής κατανάλωσης. Συγκεκριμένα, η αξιωματική αρχή της κυβέρνησης περί ‘δίκαιης κοστολόγησης’ των δημόσιων υπηρεσιών έχει ως επακόλουθο μια μαζική άνοδο τιμών στις συγκοινωνίες, στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο τηλέφωνο, στην ιατρική περίθαλψη και στη στέγαση. Τον Ιούλιο, εκτός από ελάχιστες τροποποιήσεις που προτάθηκαν από το Ι.Κ.Κ., το Κοινοβούλιο ενέκρινε αυτό το πρόγραμμα με αυξήσεις που ξεπερνούσαν το 50%.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Η εφαρμογή του σχεδίου Carli προϋποθέτει ένα κλίμα κοινωνικής ειρήνης καθώς και την απουσία εργατικών αγώνων. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τελευταία χρόνια οι κοινωνικοί αγώνες εντείνονται. Κλασσικές μορφές δράσης έχουν ενισχυθεί σε σημαντικό βαθμό από λιγότερο συμβατικές μορφές: σαμποτάζ
στην παραγωγή, απομάκρυνση των ηγετών, μείωση της παραγωγικότητας, έλεγχος του ρυθμού παραγωγής και μαζική απουσία από τη δουλειά. Αυτό το κίνημα εκφράζει την ίδια στιγμή την εξέγερση της ιταλικής εργατικής τάξης και την εριστικότητά της.
Τα μεταλλουργικά συνδικάτα (το FLM) και διάφορες ομάδες της άκρας αριστεράς (Lotta Continua, Avanguardia Operaia και αργότερα Il Manifesto) έχουν έναν ενεργητικό ρόλο σε αυτό το κίνημα. Ανάμεσα στο 1968 και το 1975 μορφές άμεσης δράσης επανεμφανίζονται στο πεδίο (μάχης) των αστικών αγώνων, έχοντας επικεντρωθεί κυρίως γύρω από το πρόβλημα της
στέγασης. Οι άστεγοι καταλαμβάνουν άδεια σπίτια. Ενοικιαστές κρατικών εστιών μειώνουν οι ίδιοι τα ενοίκια ή αντιστέκονται σε εξώσεις. Αυτοί οι αγώνες είναι παράνομοι, μαζικοί και συχνά βίαιοι.
Μαζικοί αγώνες: στην Ιταλία ανάμεσα στο 1969 και το 1975 20.000 κατοικίες καταλαμβάνονται. Η αυτομείωση των ενοικίων ήταν η πρώτη μορφή δράσης, η πολιτική στόχευση ήταν να περιοριστούν τα ενοίκια στο 10% των μηνιαίων αποδοχών κάποιου.
Αυτοί οι βίαιοι αγώνες δεν μπορούν να απομονωθούν από το κλίμα της κοινωνικής και αστυνομικής βίας, το οποίο δεσπόζει στην Ιταλία. Το πιο δραματικό επεισόδιο συνέβη στη συνοικία του San Basilio (στα προάστια της Ρώμης). Το Σεπτέμβρη του 1974, ένας αγωνιστής της άκρας αριστεράς σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην αστυνομία και σε καταληψίες.
Είναι δύσκολο να εγκαθιδρυθεί μια άμεση σύνδεση μεταξύ των αστικών αγώνων και των αγώνων των εργαζομένων. Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως το καπιταλιστικό σύστημα δέχεται, γενικότερα, μια επίθεση τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της κατανάλωσης. Το κίνημα της αυτομείωσης στο Τορίνο πασχίζει να ενοποιηθούν, μέσω συλλογικής δράσης, οι δυνάμεις της παραγωγής και αυτές της κατανάλωσης.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Στο Τορίνο καθημερινά δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων πηγαινοέρχονται με υπεραστικό ή προαστιακό μέσο (pendolari). Αυτό το γεγονός αποτελεί μια υποχρεωτική επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και ένα σημαντικό οικονομικό βάρος.
Μερικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με τα μεταφορικά έξοδα των
εργαζομένων τους - άλλες προβλέπουν τη μετακίνηση των εργαζομένων με δικά τους μεταφορικά μέσα αλλά συχνά, όπως στην περίπτωση της ΦΙΑΤ, το κόστος μετακίνησης επωμίζονται απευθείας οι ίδιοι οι εργάτες.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1974, η απόφαση των δύο ιδιωτικών εταιρειών συγκοινωνιών να αυξήσουν την τιμή του εισιτηρίου από 20% έως 50% προκάλεσε την άμεση αντίδραση από την πλευρά των εργατών.
Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν αυθόρμητες, ανοργάνωτες: λεωφορεία μπλοκάρονται στο Pinerollo, ένα σημαντικό σημείο συνάθροισης των εργατών της Rivalta και της Mirafiori, μερικές αντιπροσωπίες εργατών κατευθύνονται προς τα δημαρχεία και τα γραφεία της τοπικής αυτοδιοίκησης, μερικά φυλλάδια μοιράζονται. Όλο αυτό δεν αλλάζει πολλά όσον αφορά στην αύξηση. Το συνδικάτο μεταλλουργών (FLM) στη Rivalta αποφασίζει να
πάρει στα χέρια του την οργάνωση του αγώνα στη βάση της αυτομείωσης -- το εβδομαδιαίο πάσο μεταφοράς πρέπει να αγοράζεται στην παλιά τιμή.
Μια σύντομη πολιτική συζήτηση ακολουθεί αυτήν την απόφαση. Η άρνηση οποιασδήποτε πληρωμής δε λαμβάνεται πρακτικά υπόψη και για έναν πολύ καλό λόγο: οι εταιρείες συγκοινωνιών θα σταματούσαν, απλά, να κινούν τα λεωφορεία τους. Σε κάθε λεωφορείο εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι έχουν λάβει υπόδειξη να μαζεύουν τις συνδρομές στην παλιά τιμή με αντάλλαγμα μια απόδειξη που εκδίδεται από τα συνδικάτα. Τα χρήματα που μαζεύονται, μεταβιβάζονται κατόπιν στις εταιρείες. [1]
Οι μικρότερες εταιρείες αρνούνται τα χρήματα, γρήγορα όμως αναιρούν αυτή την απόφαση. Απειλούν να περικόψουν συγκεκριμένες (λεωφορειακές) γραμμές, ως αντίποινα. Οι διαδηλώσεις των εργατών και οι πιέσεις από τη FIAT οδηγούν την τοπική κυβέρνηση να απαιτήσει από τις αναμεμιγμένες εταιρείες να αποδεχτούν την αναστολή των περικοπών τους και να χρησιμοποιήσουν λεωφορεία στην παλιά τιμή μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία με τα συνδικάτα.
Το γεγονός πως η άμεση δράση είχε σαν αποτέλεσμα μια τόσο γρήγορη επιτυχία είναι ύψιστης σημασίας, αν και μόνο στο επίπεδο της διαμάχης εντός των συνδικάτων και των οργανώσεων της αριστεράς.
Δεν είμαστε πια μέσα στο εργοστάσιο, στην ίδια την περιοχή της
παραγωγής, αλλά μάλλον στη συμβολή του εργοστασίου με τη γειτονιά ή την πόλη. Αυτό προδιαγράφει την ανάπτυξη των λαϊκών αγώνων στο επίπεδο της κατανάλωσης, χωρίς ακόμα να εμφανίζονται τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα (διαταξικότητα, δυσκολία στη σύνδεση με τους εργατικούς αγώνες). Τελευταίο και πάνω απ’ όλα, αυτή η μορφή αγώνα συνιστά μια ρήξη με την παραδοσιακή πρακτική.
Η αυτομείωση δεν εφαρμόστηκε από απομονωμένους αγωνιστές:
οργανώθηκε – κι αυτό είναι ένα θεμελιώδες σημείο –από συνδικάτα που την υποστήριξαν ενεργητικά, και ταυτόχρονα επέβαλαν μια συνεπή πορεία δράσης. Μια τέτοια θέση θα ήταν αδιανόητη μερικά χρόνια νωρίτερα- συνιστά μια ρήξη σε συγκεκριμένα ζητήματα της άκρας αριστεράς. Εμείς, ωστόσο, θα πρέπει να εκτιμήσουμε το περιεχόμενο αυτής της ρήξης: η αυτομείωση των περιφερειακών συγκοινωνιών ήταν ανέκαθεν ένα φαινόμενο περιορισμένο σε συγκεκριμένο τόπο, το οποίο περιλάμβανε αποκλειστικά τον μηχανικό εξοπλισμό (λεωφορεία) των τοπικών μεταλλουργικών συνδικάτων, για ένα σύνολο στόχων. Ποτέ δεν ήταν θέμα συζήτησης η γενίκευση του κινήματος σε εθνική κλίμακα. Το κίνημα για το ηλεκτρικό ρεύμα που υποκινήθηκε από την επαρχιακή ηγεσία του FLM θα προσδώσει μια νέα διάσταση στην
αυτομείωση, τον αληθινό της μαζικό χαρακτήρα.
Η ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ
Επωφελούμενη από το καλοκαίρι και στα πλαίσια του Σχεδίου Carli, η κυβέρνηση αποφασίζει στις αρχές Ιουλίου να αυξήσει την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτή η αύξηση προεξοφλεί μια ολόκληρη σειρά από παρεμφερή μέτρα και, ως αποτέλεσμα, αποτελεί ένα πολιτικό τεστ για την εξουσία. Θα είναι ικανοί να επιβάλουν τις ακόλουθες αυξήσεις – τηλεφωνικά τέλη, δημόσιες συγκοινωνίες κλπ – όλο γρηγορότερα κι ευκολότερα, αν η αντίδραση στην πρώτη τους απόφαση είναι αδύναμη και διστακτική. Τα συνδικάτα πρέπει να δράσουν- και να δράσουν γρήγορα.
Σε μια οικονομική κρίση, η πάλη στο εργοστάσιο δεν μπορεί να
εξυπηρετήσει ως βάση κινητοποίησης για τη συνάντηση διεκδικήσεων σχετικών με την κατανάλωση. Τα συνδικάτα του CISL – ηλεκτρικού ρεύματος, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του κινήματος των περιφερειακών συγκοινωνιών, προτείνουν αργότερα να εγκαινιαστεί η αυτομείωση. Θα μειωθούν οι λογαριασμοί που λαμβάνουν οι καταναλωτές κατά 50% ή, πιο ριζικά, θα οργανωθεί η άρνηση της εξόφλησης των λογαριασμών;
Στην πραγματικότητα, αυτή η τελευταία λύση διακινδυνεύει να γυρίσει εναντίον αυτών που τη χρησιμοποιούν -- διάφορες παλαιότερες προσπάθειες έχουν αποτύχει. Επιπρόσθετα, αυτή η μορφή αγώνα δε δεσμεύει τους εργάτες να αυτοοργανωθούν. Οι εργάτες παραμένουν παθητικοί, αφού απλά τους ζητείται να μην εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους.
Η αυτομείωση των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος συμβολίζει τη διαφωνία των πελατών με τη μονόπλευρη απόφαση που πάρθηκε από την κυβέρνηση τον Ιούλιο. Η άμεση δράση πρέπει να εξαναγκάσει την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί και μ’ αυτόν τον τρόπο να καθορίσει το επίπεδο των διεκδικήσεων, γύρω από τις οποίες μπορούν να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις. Τα μέλη των συνδικάτων έθεσαν αυτό το επίπεδο στο 50% των νέων λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος.
Έτσι, τα μέλη των συνδικάτων ενσταλάζουν μια παράνομη διάσταση της ‘πολιτικής ανυπακοής’ στη δράση. Στις αρχές αυτού του αγώνα τα συνδικάτα παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο. Από τις πρώτες μέρες τα συνδικάτα ηλεκτρισμού δήλωσαν πως θα αρνούνταν να κλείσουν το ρεύμα στα κτίρια διαμερισμάτων που εφάρμοζαν την αυτομείωση, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε.
Επιπλέον, ήταν έτοιμοι να ειδοποιήσουν τους ενοίκους ώστε να
εξαπολυθεί κινητοποίηση για να αποτραπεί το κλείσιμο της ηλεκτροδότησης. Το σημαντικό στοιχείο που διαπιστώνει κανείς είναι ο ρόλος ενός εργατικού συνδικάτου στην έναρξη αγώνων έξω από το εργοστάσιο. Τα εργατικά συνδικάτα έχουν φτάσει σε σημείο να αντικαθιστούν σε κάποιο βαθμό τα κόμματα ή και τις πολιτικές οργανώσεις.
Η πρωτοβουλία των συνδικάτων μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν λάβει κάποιος υπόψη του τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στο τοπικό/περιφερειακό (επίπεδο) και το εθνικό επίπεδο των συνομοσπονδιών. Υπάρχει, πράγματι, ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνδικαλισμού στο Τορίνο. Τα συνδικάτα του Τορίνο, CGIL (Ιταλική Συνομοσπονδία Συνδικάτων Εργατών), CISL (Γενική Ιταλική Συνομοσπονδία Εργασίας), UIL (Ιταλική Ομοσπονδία
Συνδικάτων) και τα συνδικάτα FLM είναι σχετικά αυτόνομα αναφορικά με την εθνική τους ηγεσία.
Το CGIL στο Τορίνο, άμεσα συνδεδεμένο στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε εθνικό επίπεδο, βρίσκεται στα αριστερά της εθνικής του ηγεσίας το CISL είναι ένα ‘ανοιχτό’ συνδικάτο στο οποίο αγωνιστές της άκρας αριστεράς υπερασπίζονται τις πολιτικές τους ιδέες και εξασφαλίζουν θέσεις ευθύνης σε περιφερειακό επίπεδο.
Αυτό δε θα ήταν πουθενά αλλού το ζήτημα, ειδικά στο Μιλάνο, όπου η περιφερειακή ηγεσία των συνδικάτων έχει χαλιναγωγήσει το κίνημα της αυτομείωσης του ηλεκτρικού ρεύματος που ξεκίνησε από ομάδες της άκρας αριστεράς, ή ακόμη στη Νάπολη, όπου το κίνημα της αυτομείωσης είναι περισσότερο αυθόρμητο και ασύνδετο με κάποια πρωτοβουλία από συνδικάτα.
Η ενεργή υποστήριξη των σωματειακών πρωτοβουλιών από σύσσωμη την άκρα αριστερά στο Τορίνο αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο- το κίνημα δε θα ήταν ποτέ ικανό να κινητοποιήσει τις γειτονιές ενάντια στο Σχέδιο Carli αν η άκρα αριστερά, με τις διαφορετικές λαϊκής βάσης οργανώσεις γειτονιάς, δεν είχε στηρίξει την πρωτοβουλία των συνδικάτων.
Ο αληθινός αγώνας θα ξεδιπλωθεί σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, μια καμπάνια για τη συλλογή υπογραφών δέσμευσης για την αυτομείωση εγκαινιάζεται στα εργοστάσια, κι έπειτα, πολύ γρήγορα, στις γειτονιές. Γιατί αυτή η καμπάνια; Επειδή είναι απαραίτητο να κινούμαστε γρήγορα και να δίνουμε μια μαζική διάσταση στον αγώνα. Η αίτηση επιτρέπει να εξαπολυθεί μια άμεση και συλλογική δράση: αυτός που υπογράφει έχει δεσμευτεί να πληρώνει μόνο τη μισή τιμή και να στέλνει στη διοίκηση, μαζί
με την πληρωμή, ένα γράμμα στο οποίο εξηγεί ότι ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις των συνδικάτων στο Τορίνο: CISL, CGIL και UIL.
Η δεύτερη φάση πραγματεύεται την πραγματική διευθέτηση των
λογαριασμών. Σε αυτό το στάδιο, μεσολαβούν τα συνδικάτα ηλεκτρισμού, όπως είναι αναμενόμενο, με το να προμηθεύουν με μια πλήρη έκθεση των ημερομηνιών οπόταν οι λογαριασμοί ταχυδρομούνταν, από γειτονιά σε γειτονιά. Ως αποτέλεσμα αυτής της λογοδοσίας, οι λαϊκές οργανώσεις προχωρούν σε διαδηλώσεις με πανό μπροστά από συγκεκριμένα ταχυδρομικά γραφεία και μοιράζουν στους εργαζόμενους ένα φυλλάδιο το οποίο εξηγεί τις
μεθόδους της αυτομείωσης. Οι εργαζόμενοι εξοφλούν τους (αυτο)μειωμένους λογαριασμούς με τη χρήση προσχεδίων που έχουν ετοιμαστεί από τα συνδικάτα ή τις επιτροπές αγώνα.
Στο Τορίνο και στο Piedmont, μέσα σε μερικές εβδομάδες, περίπου 150.000 οικογένειες μείωσαν οι ίδιες με αυτόν τον τρόπο τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Στο μεγαλύτερό τους κομμάτι, αυτές είναι οικογένειες της εργατικής και της μικροαστικής τάξης – οι περίφημες μεσαίες τάξεις – και παρέχουν σε αυτό το μαζικό αγώνα μια πραγματική διαταξική διάσταση. Ωστόσο, το κίνημα κάτω από αυτή τη μαζική μορφή παραμένει
καθαρά περιορισμένο στο Piedmont.
Στην υπόλοιπη Ιταλία θα υπάρξουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες
αυτομειωμένων λογαριασμών στις πόλεις Tarento, Varese, Μιλάνο και Ρώμη. Για το Μιλάνο και τη Ρώμη, η μη εξάπλωση του κινήματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ‘χαλινάρι’ που επιβλήθηκε από την ηγεσία των εθνικών συνδικάτων (και έμμεσα από τα πολιτικά κόμματα, ιδιαιτέρως από το ΙΚΚ). Στο Μιλάνο, η απομονωμένη άκρα αριστερά πετυχαίνει, παρ’ όλ’ αυτά, να
μειωθούν περίπου 10.000 λογαριασμοί.
Η σύνδεση μεταξύ ενός αριστερού συνδικαλισμού σχετικά αυτόνομου αναφορικά με τις συνομοσπονδίες, μιας άκρας αριστεράς ικανής να πιέσει τα συνδικάτα και τις λαϊκές οργανώσεις που λειτουργούν σε επίπεδο γειτονιάς και η τοπική υποστήριξη του ΙΚΚ: η κατάσταση στο Τορίνο ευνόησε την
ανάπτυξη αυτού του κινήματος.
Αλλά ο ιδιάζων χαρακτήρας της πολιτικής κατάστασης των συνδικάτων στο Τορίνο βρίσκεται επίσης και στη ρίζα της απομόνωσής του -- εάν το κίνημα στο Τορίνο έχει υποδαυλίσει κινήματα παρόμοιου τύπου στην Ιταλία, καθώς και μια σημαντική δημόσια συζήτηση, δεν ήταν ποτέ ικανό να συγχωνεύσει (τις) ιδεολογικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούσαν να επιβάλουν την πρωτοβουλία της αυτομείωσης ως μια μορφή δράσης που οι ηγέτες των εθνικών συνδικάτων και των κομμάτων θα επικύρωναν.
Πολωμένη απότομα από την εχθρότητα του ΙΚΚ και από τις επιφυλάξεις των συνδικαλιστών-ηγετών, η (δημόσια, σ.τ.μ.) αντιπαράθεση φέρνει αντιμέτωπους, σε εθνικό επίπεδο, τους υποστηρικτές και τους αντίπαλους της αυτομείωσης.
Όταν το ΙΚΚ παίρνει θέση για το κίνημα της αυτομείωσης, το κάνει για να ασκήσει κριτική στο θαρραλέο χαρακτήρα αυτής της μορφής αγώνα, ο οποίος σε καμία περίπτωση δε συνιστά μια μορφή δράσης της εργατικής τάξης (κεντρική θέση, και η παραλλαγή της: οι εργάτες δεν παραβαίνουν το νόμο). Η μόνη κατάλληλη μορφή εργατικού αγώνα είναι η απεργία. Διαφορετικές μορφές πάλης μπορούν να καθοδηγούνται και να είναι εκμεταλλεύσιμες μόνο από την άκρα αριστερά, είτε ρητά και κατηγορηματικά, είτε κάτω από
την ‘κάλυψη’ των συνδικάτων της (το CSL στο Τορίνο ή στο Μιλάνο).
Η εχθρότητα του ΙΚΚ σχετικά με το κίνημα της αυτομείωσης στηρίζεται σε ένα επιχείρημα βασισμένο στην αντίληψη του Κράτους και της ‘δημόσιας υπηρεσίας’: η αυτομείωση και η ιδεολογία της πολιτικής ανυπακοής που αυτή μπορεί να προκαλέσει σε μια μαζική κλίμακα συμβάλλουν στο να τονιστεί
η αποσύνθεση του Κράτους και η κρίση των θεσμών του. Σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου κάθε δράση από τα δεξιά τείνει να εξασθενεί το Κράτος (η ‘στρατηγική της έντασης’ υποστηρίχθηκε από την ιταλική ακροδεξιά), ένα τέτοιο κίνημα, σε ιδεολογικό επίπεδο, μπορεί μόνο να συνεισφέρει στην
περαιτέρω εξασθένηση του (του Κράτους).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αυτομείωση περιέχει τους σπόρους μιας σοβαρής κριτικής της δημόσιας υπηρεσίας (ή του κράτους) φερόμενων ως ουδέτερων, τεχνικών, που εξυπηρετούν οποιονδήποτε, χωρίς πολιτικές ή ιδεολογικές συνδηλώσεις.
Στην πραγματικότητα, η προθυμία του ΙΚΚ να διαχειριστεί την
οικονομική κρίση διασαφηνίζει, σε πολιτικό επίπεδο, τη στρατηγική του Ιστορικού Συμβιβασμού.
Η συν-διαχείριση της κρίσης και η συμμετοχή στην εξουσία μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες δεν μπορεί να οργανωθεί από το ΙΚΚ σε ένα πλαίσιο αυξανόμενων κοινωνικών αγώνων. Το αναπτυσσόμενο κίνημα της πολιτικής ανυπακοής είναι αναμφίβολα συνδεδεμένο με την αμέλεια της οικονομικής
πολιτικής του Ιταλικού Κράτους, και με την αποσύνθεσή του.
Η μεγάλη επιφυλακτικότητα μερικών συνομοσπονδιών και η διαφωνία του ΙΚΚ απομονώνουν όλο και περισσότερο τους αγωνιστές του Τορίνο όσο πλησιάζει η ημερομηνία του δεύτερου κύματος της αυτομείωσης (οι πρώτοι λογαριασμοί αναμένονται στα μέσα Δεκεμβρίου).
Το πολιτικό πλαίσιο είναι πολύ λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό, τι στις αρχές Οκτωβρίου. Μια νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση φαίνεται έτοιμη να διευθετήσει το ερώτημα με τις συντομότερες δυνατές διαπραγματεύσεις. Η οικονομική κρίση βρίσκεται στην ακμή της. Η FIAT έχει μόλις εξαναγκάσει ένα μεγάλο τμήμα των εργατών της σε τεχνική ανεργία.
Οι ηγέτες των συνδικάτων αρχίζουν – σε αυτές τις συνθήκες – να διαπραγματεύονται με την κυβέρνηση. Οι εθνικές συνομοσπονδίες ανυπομονούν να διευθετήσουν το ζήτημα. Ακόμη, στο Τορίνο πολλοί φοβούνται την κούραση του κινήματος.
Υπογράφοντας τη συμφωνία, οι συνομοσπονδίες των συνδικάτων αποδέχονται την εξόφληση του αυτομειωμένου μέρους, που υπερβαίνει το ποσό που είχε προσυμφωνηθεί.
Κάθε συνιστώσα του κινήματος φτάνει έπειτα στα δικά της συμπεράσματα από τον αγώνα. Μια εσωτερική συζήτηση πάνω στις προοπτικές που άνοιξε αυτή η μορφή πάλης παίρνει τη θέση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υποστηρικτές της αυτομείωσης και τους αντιπάλους της (το ΙΚΚ), ή τους πιο επιφυλακτικούς (οι ηγέτες των συνδικάτων).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μπορεί κανείς να αντλήσει διάφορα πολιτικά και θεωρητικά μαθήματα από το κίνημα της αυτομείωσης στο Τορίνο.
Το κίνημα αυτομείωσης ανοίγει την παλιά εναλλακτική ανάμεσα στους μητροπολιτικούς αγώνες (δευτερογενές επίπεδο), υποδεέστερους από τους εργοστασιακούς αγώνες, και την αυτονομία – εάν όχι την απομόνωση των μητροπολιτικών αγώνων που καθοδηγούνται αποκλειστικά από την άκρα αριστερά. Αποδεικνύει (το κίνημα, σ.τ.μ.) την πιθανότητα ενός συντονισμένου αγώνα, το πρώτο ολοκληρωμένο επίτευγμα των θεωρητικών και πρακτικών συνειδητοποιήσεων των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων. Είναι τα εργατικά συνδικάτα αυτά που εγγυήθηκαν αποφασιστικά αυτόν το συντονισμό, επειδή
πήραν την πρωτοβουλία και συνεισέφεραν στην οργανωτική υποστήριξη του κινήματος.
Χωρίς την παρέμβαση των συνδικάτων, το κίνημα της αυτομείωσης θα είχε παραμείνει απομονωμένο. Ποιες ήταν οι συνθήκες που ευνόησαν μια τέτοια παρέμβαση; Τρία είναι τα βασικά στοιχεία:
1) η ιδιαιτερότητα του Τορίνο, μιας πόλης εργατικής, της οποίας ο τρόπος ζωής είναι βαθιά επηρεασμένος από τη FIAT και τους αγώνες που έχουν διεξαχθεί εκεί.
2) η ισχυρή παράδοση παρέμβασης των ιταλικών συνδικάτων σε
κοινωνικούς αγώνες, σε εθνικό επίπεδο. Έχει εκφραστεί πχ στις εθνικές πανεργατικές απεργίες σχετικά με το στεγαστικό ζήτημα (το 1969) ή στη στήριξη του FLM σε αρκετές καταλήψεις άδειων σπιτιών.
Τα συνδικάτα δεν περιορίζονται πια σε μία πολιτική-συμβολική
υποστήριξη του Εργατικού Κινήματος στους μητροπολιτικούς αγώνες. Τους οργανώνουν απευθείας στη βάση ενός συγκεκριμένου στόχου. Η έμμεση παρέμβαση των συνδικάτων δίνει τη θέση της, στο Τορίνο, σε μία άμεση εμπλοκή σε κοινωνικούς αγώνες που επιτρέπει μια σημαντική επέκταση του μητροπολιτικού κινήματος (urban movement).
Εν τέλει, το πλαίσιο της οικονομικής κρίσης θεωρείται θεμελιώδους σημασίας: κατά τη διάρκεια μίας περιόδου υπερπαραγωγής, ανεργίας – ή επαπειλούμενης ανεργίας – οι συνήθεις άμυνες της εργατικής τάξης χάνουν τη δυναμική τους· γίνεται δυσκολότερο να επιβληθούν οι απεργίες, η άρνηση του ρυθμισμένου εργασιακού βήματος, ο αγώνας ενάντια σε μία αύξηση
της παραγωγικότητας. Η διατήρηση της δουλειάς και η υπεράσπιση του μισθού γίνονται η κύρια ώθηση των εργοστασιακών αγώνων. Οι εργάτες δεν μπορούν να υπερασπιστούν με επιτυχία τους μισθούς αναλαμβάνοντας δράση εντός των εργοστασίων, δεχόμενοι ταυτόχρονα επίθεση από μεγάλο πληθωρισμό και από μαζικές αυξήσεις στις δημόσιες υπηρεσίες. Η πάλη για αυξήσεις στους μισθούς δεν είναι αρκετή· για να υπερασπιστεί κανείς την επαπειλούμενη αγοραστική δύναμη απαιτείται πάλη στο πεδίο της
κατανάλωσης.
Ο αγώνας για την υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης μπορεί
να αναπτυχθεί σε μαζική κλίμακα. Υπάλληλοι, εργαζόμενοι σε δημόσιες υπηρεσίες (που έρχονται σε ρήξη με την ιδεολογία της δημόσιας υπηρεσίας ως ‘ουδέτερης’ και εξωτερικής προς τις συγκρούσεις), δάσκαλοι κ.α. έχουν συμμετάσχει στο κίνημα της αυτομείωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Μια διαταξικότητα που συγκροτήθηκε από την πρωτοβουλία των εργατικών συνδικάτων και πάνω στη βάση της άμεσης δράσης (αυτομείωση) είχε εφαρμοστεί πρωτύτερα μόνο από ενεργές μειοψηφίες. Τώρα έγινε ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά αυτού του αγώνα.
Η αυτομείωση σχεδόν πάντα θέτει υπό αμφισβήτηση το Κράτος και τους δημόσιους θεσμούς. Ο λαϊκός έλεγχος της αποκαλούμενης συλλογικής κατανάλωσης, μία ‘πολιτική’ κοστολόγηση για τις δημόσιες υπηρεσίες, εναντιώνεται στην πολιτική της ‘δίκαιης κοστολόγησης’ που προωθήθηκε από το Σχέδιο Carli.
Η αυτομείωση είναι πολύ δυσκολότερο να εφαρμοστεί στον ιδιωτικό τομέα. Ο κατασταλτικός μηχανισμός κινητοποιείται αμέσως για να υπερασπιστεί την ατομική ιδιοκτησία. Δύο παραδείγματα: μαρξιστές-λενινιστές αγωνιστές εγκαινίασαν αυτομειώσεις σε προϊόντα που πωλούνταν σε σουπερ-μάρκετ στο Μιλάνο. Αποτέλεσμα: η αστυνομία παρενέβη χωρίς
καθυστέρηση φυλακίζοντας τους αγωνιστές. Το δεύτερο παράδειγμα είναι οι καταλήψεις άδειων σπιτιών· η καταστολή είναι σπανίως άμεση ή βίαιη όταν εμπλέκονται δημόσια διαμερίσματα. Απεναντίας, η κατάληψη ιδιόκτητων
κατοικιών προκάλεσε άμεση καταστολή.
Αυτομειώσεις αναπτύχθηκαν, στο μεγαλύτερο μέρος, σε τομείς που ελέγχονταν από το Κράτος – ένα Κράτος σε κρίση, ανίκανο να κοντρολάρει τις δικές του αντιφάσεις. Η ανάπτυξη αυτού του κινήματος μπορούσε μόνο να επιταχύνει την αποσύνθεση του Κράτους. Η ενίσχυσή του χρειάστηκε την παρέμβαση ενός συνόλου δυνάμεων που σχετίζονταν με την επανεγκατάσταση
της οικονομικής τάξης.
[1] Απέχουμε αρκετά από αυτό που συνέβη στο Παλέρμο, όπου η
‘αυτομείωση’ των συγκοινωνιών (αστικά λεωφορεία) ξεκίνησε από φοιτητές που χρησιμοποίησαν πολύ λιγότερο νόμιμες μορφές αγώνα - μπλοκάροντας τα αυτόματα ακυρωτικά μηχανήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου