Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

6/08/2010

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Η υλιστική αντίληψη της πολιτικής σχηματίστηκε ιστορικά με το ξεπέρασμα και την κριτική της υποκειμενικής αντίληψης της πολιτικής. Ένα σημαντικό μέρος της ανάπτυξης της μαρξι-στικής επιστήμης οφείλεται στην κριτική της υποκειμενικής θεωρίας της βίας. Μόνο με το μαρξισμό τέθηκε επιστημονικά ο ρόλος της βίας στην ιστορία. Μόνο με το μαρξισμό έγινε κατανοητή αυτή η πραγματική εκδήλωση της κοινωνικής ζωής που όλη η κουλτούρα πριν και μετά τον Μαρξ θέλησε να αποδώσει στη βιολογική φύση του ανθρώπινου είδους.

Ανακαλύπτοντας τις οικονομικές βάσεις της βίας, ο μαρξισμός αποκάλυψε ένα μυστήριο που επί χιλιετίες επισκίαζε το μυαλό των ανθρώπων, ακόμα και των πιο ελεύθερων από προκατα-λήψεις. Αντλώντας από τις καλύτερες πηγές του Διαφωτισμού, ορθολογιστικού και υλιστικού, ο μαρξισμός συνέχισε τη μεγάλη μάχη ενάντια στα σκοτάδια, αυτή τη μάχη που η αστική τάξη καταλαμβάνοντας την εξουσία δεν είχε πια συμφέρον και δυνατότητα να συνεχίσει. Απόμεινε πια στο προλεταριάτο το ιστορικό καθήκον να ελευθερώσει την ανθρωπότητα από τις αλυσίδες της βίας και της ιδεολογίας της βίας, δηλαδή από αυτές τις αλυσίδες που μόνο το προλεταριάτο μπορούσε να αποτινάξει. Κατεδαφίζοντας την αντίληψη του «πρωτεύοντος της πολιτικής», ο μαρξισμός κατεδάφισε και την αντίληψη του «πρωτεύοντος της βίας», τη στιγμή που κάθε αντίληψη περί «πρωτεύοντος της πολιτικής» είναι ταυτόχρονα αντίληψη του «πρωτεύοντος της βίας».
Δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Αν θεωρηθεί ότι η πολιτική μπορεί να τροποποιήσει τους οικονομικούς νόμους, μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα ότι είναι σε θέση να εξασκήσει μια όχι οικονομική δύναμη στο φυσικοϊστορικό οικονομικό προτσές. Μ’ άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να εξασκήσει βία, πράξη που θεωρείται υποκειμενική, σ’ ένα αντικειμενικό προτσές, ή ακόμα ότι μπορεί να δημιουργήσει με μια πράξη που θεωρείται υποκειμενική μια α-ντικειμενική πραγματικότητα.
Αυτή είναι ουσιαστικά η αντίληψη των προγραμματιστών του καπιταλισμού, αν και η πραγ-ματική εξέλιξη της οικονομίας αποδεικνύει ευρέως σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της ότι τα προγράμματα παραμένουν προγράμματα.
Οι δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι η άσκηση της πολιτικής δύναμής τους απορρέει από τη συναίνεση. Εμείς, ως μαρξιστές αποδεικνύουμε ότι σε συνδυασμό η πολιτική τους δύναμη και η συναίνεση απορρέουν από την οικονομική δύναμη της οποίας είναι έκφραση. Και η θεωρία του Γκράμσι, που βασίζεται στο διαχωρισμό της συναίνεσης και του εξαναγκασμού, δεν έχει μια σοβαρή αντοχή. Εξαναγκασμός και συναίνεση δεν είναι παρά βαθμοί ανάπτυξης στην ε-ξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στην οικονομική και την απορρέουσα πολιτική εξουσία, δηλαδή στην εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στο καθαρό καπιταλιστικό περιεχόμενο και την καθαρή πολιτική μορφή του καπιταλισμού.
Η μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ στη σχέση οικονομίας και πολιτικής βρίσκεται ακριβώς στο ότι διέκρινε το νόμο κίνησης του καπιταλισμού, αποκαθαίροντάς τον από κάθε ανάμιξη του εποικοδομήματος, δηλαδή από κάθε εκδήλωση της πολιτικής και, επομένως, της βίας. Για τους στόχους του νόμου κίνησης του καπιταλισμού εξαναγκασμός και συναίνεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά απορρέουσες πολιτικές εκφράσεις. Δεν είναι ο εξαναγκασμός και (ή) η συναίνεση που καθορίζουν τη λειτουργία της οικονομικής κίνησης. Αν ήταν έτσι, ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ως κυρίαρχος τρόπος παραγωγής, γιατί θα είχε εναντίον του τον εξαναγκασμό και τη συναίνεση.
Είναι κυρίως ο νόμος κίνησης του καπιταλισμού που καθορίζει τους βαθμούς εξαναγκασμού και συναίνεσης, δηλαδή τις πολιτικές μορφές της αστικής κοινωνίας. Μόνο η κατανόηση του αντικειμενικού νόμου κίνησης της κοινωνίας επέτρεψε τη γνώμη κίνησης της πολιτικής και της βίας.
Ο μαρξισμός αναγκάστηκε να δώσει μια σκληρή θεωρητική μάχη ενάντια στην υποκειμενική αντίληψη της πολιτικής, ενάντια στην υποκειμενική αντίληψη της βίας, ενάντια στην τρομο-κρατία.
Η σύγχρονη τρομοκρατία, η τρομοκρατία των τελευταίων αιώνων, είναι από τη φύση της δη-μοκρατική και απορρέει από τη γιακωβίνικη αντίληψη της πολιτικής δράσης. Η κομμουνιστική αντίληψη της πολιτικής, που επεξεργάστηκαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αφού κριτικάρισαν την τρομοκρατία της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, που είχε την αλαζονεία να επιβάλλει μια «πολιτική κεφαλή» σε ένα διαφορετικό κοινωνικό σώμα, αναγκαστικά συγκρούστηκε με τους επιγόνους της τρομοκρατικής αντίληψης, που επί δεκαετίες μαίνονταν και επέδρασαν στο εργατικό κίνημα. Με δεδομένη τη δημοκρατική επίδραση, η υποκειμενική αντίληψη της βίας κυριάρχησε επί μακρόν στο εργατικό κίνημα, που σήμερα κυριαρχείται από την ιμπεριαλιστική άποψη της δημοκρατίας, από το σοσιαλιμπεριαλισμό.
Συχνά ο μαρξισμός συγκρούστηκε με τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της αντίληψης, την τρομοκρατία και, κυρίως, τη στάση του εργατικού κινήματος απέναντι στον πόλεμο. Πράγματι, αν το εργατικό κίνημα δεν καταλήξει στην υλιστική αντίληψη της πολιτικής και του πολέμου είναι ανίκανο να διακρίνει τις οικονομικές αιτίες και είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει στη δράση του τα διάφορα αστικά γκρουπ και τον πολεμικό ανταγωνισμό τους. Θεμελιώδης σταθμός της μαρξιστικής πάλης ενάντια στην υποκειμενική αντίληψη της βίας είναι το «Αντι-Ντύρινγκ» του Ένγκελς.
«ο σχηματισμός των πολιτικών σχέσεων είναι το θεμελιακό ιστορικό γεγονός και τα εξαρτώ-μενα οικονομικά γεγονότα είναι μόνο αποτέλεσμα ή μια ειδική περίπτωση και γι’ αυτό είναι πάντα γεγονότα δεύτερης μοίρας… το πρωταρχικό γεγονός πρέπει να το αναζητήσουμε στην άμεση πολιτική βία και όχι μόνο σε μια έμμεση οικονομική δύναμη».
Για τον Ντύρινγκ είναι η «άμεση πολιτική βία» το πρωταρχικό στην κοινωνική ζωή. Αν, λοιπόν, η οικονομία είναι το αποτέλεσμα της «άμεσης πολιτικής βίας» και για το δημοκράτη τρομοκράτη προκύπτει ότι μια αντίθετη «άμεση πολιτική βία», αποτέλεσμα της «ελεύθερης θέλησης», μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα, δηλαδή την οικονομία. Αντιλήψεις αυτού του τύπου μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στις, σε άνοδο, αστικές τάξεις, κατά τις αστικοδημο-κρατικές τους επαναστάσεις, όταν και η πιο απλή «άμεση πολιτική βία», η τρομοκρατική, είναι λιγότερο «καθορισμένη» και περισσότερο «ελεύθερη». Στις μητροπόλεις αναλαμβάνουν το ρόλο της ιδεολογίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου, γιατί είναι λειτουργικές απέναντι στις ανταγωνιστικές αστικές τάξεις, στο έργο κινητοποίησης του προλεταριάτου.
Εμφορούμενο από μια τέτοια αντίληψη το προλεταριάτο οδηγείται στην αυτοκτονία, αφού σύρεται μονίμως από τις άλλες τάξεις, χωρίς να κατορθώνει να διαμορφώνει τη δική του στρατηγική, η οποία αναλύοντας τις αιτίες της πολιτικής, του πολέμου, της κρίσης θα το οδη-γήσει στην επανάσταση. Η επιστήμη της επανάστασης μπορεί να παράγει την «τέχνη της εξέ-γερσης», αλλά η «τέχνη της εξέγερσης» δεν θα συγκροτήσει ποτέ την επιστήμη της επανά-στασης. Η επιστήμη της επανάστασης μπορεί να απαλλαγεί, στη θεμελιακή της ανάλυση, από την πολιτική και από τη βία, αφού τόσο η πολιτική όσο και η βία, είναι παράγωγα φαινόμενα, «καθορίζονται» και δεν είναι «ελεύθερες». Να πώς ο Ένγκελς απαντούσε στον Ντύρινγκ πριν από έναν αιώνα, το 1878:
«… [στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ] όλο το προτσές εξηγείται με βάση τα καθαρά οικονομικά αίτια χωρίς την ανάγκη (αναφοράς) έστω και μια φορά, της ληστείας, της βίας, του κράτους ή οποιασδήποτε πολιτικής επέμβασης. Η ‘ιδιοκτησία η βασισμένη στη βία’ αποδείχνει απλώς εδώ πως μια φράση ενός καυχηματία προορίζεται να καλύψει την έλλειψη εξυπνάδας για την εξέλιξη των πραγμάτων. Αυτή η εξέλιξη, που εκφράζεται ιστορικά, είναι η ιστορία ανάπτυξης της αστικής τάξης. Αν οι «πολιτικές συνθήκες είναι η αποφασιστική αιτία της οικονομικής κρίσης», προκύπτει ότι και η μοντέρνα αστική τάξη δεν αναπτύχθηκε παλεύοντας με τη φεου-δαρχία, αλλά είναι το άμεσο προϊόν της, γεννημένη απ’ αυτή οικειοθελώς. Καθένας γνωρίζει ότι συνέβη το αντίθετο.».
Η εκμετάλλευση του προλεταριάτου και η ταξική πάλη εξηγούνται με βάση τα καθαρά οικο-νομικά αίτια. Μόνο υπ’ αυτή την προϋπόθεση είναι δυνατό να κατανοηθεί ο ρόλος του εποι-κοδομήματος, του κράτους, της πολιτικής, της βίας στην πάλη των τάξεων. Δεν μπορεί να ι-σχύσει το αντίστροφο. Δεν μπορούμε να πισωγυρίσουμε από την επιστήμη στις προκαταλή-ψεις. Η επίμονη πορεία της χειραφέτησης του προλεταριάτου, η πορεία της επιστημονικής αφομοίωσης της επανάστασης, έχει ως αφετηρία την αρχή που έθεσε ο Ένγκελς. Αν ο μπολ-σεβικισμός έφτασε στο ραντεβού του Οχτώβρη είναι και γιατί ολόκληρες γενιές μαρξιστών σχηματίστηκαν με αυτή την αρχή, την υπερασπίστηκαν ενάντια στο ρεβιζιονισμό, έμαθαν να ερμηνεύουν επιστημονικά τα αίτια της βίας, ξεπέρασαν το φόβο και τη λατρεία της, σφυρηλά-τησαν την ικανότητά τους να κατευθύνουν τη βία, που πηγάζει από τις καταπιεσμένες τάξεις και όχι από τον εγκέφαλό τους, προς γενικούς στρατηγικούς στόχους.
Το τριπλό αντεπαναστατικό κύμα της σοσιαλδημοκρατίας, του φασισμού και του σταλινισμού, που απότρεψε την ανερχόμενη από τη Ρωσία παγκόσμια επανάσταση, κατακρεουργώντας χι-λιάδες διεθνιστικά στελέχη, αφάνισε μαζί και μια επί δεκαετίες συσσωρευμένη θεωρητική και πρακτική εμπειρία της κομμουνιστικής πολιτικής, της εφαρμοσμένης επιστημονικής μεθόδου στα φαινόμενα της βίας. Και σ’ αυτό το ειδικό πεδίο ήταν τεράστιο το πισωγύρισμα.
Η υποκειμενική αντίληψη της βίας βρήκε ελεύθερο πεδίο και στο εργατικό κίνημα και κυ-ριάρχησε πλατιά στη σφαγή του δεύτερου παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου, όταν προλε-τάριοι ρίχτηκαν κατά εκατομμύρια ενάντια σε άλλους προλετάριους, χωρίς καν να υπάρξει ένα μπολσεβίκικο κόμμα χρησιμοποιώντας επιστημονικά αυτόν τον, κυοφορημένο από τον ιμπεριαλισμό, τεράστιο όγκο βίας, για να τον μετατρέψει σε επαναστατική βία προς όφελος του κομμουνισμού. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν 50 εκατομμύρια σώματα κάτω απ’ το χώμα και «τρικυμία εν κρανίω» σ’ όσους απόμειναν ζωντανοί. Όσο δεν παρουσιάζεται η αντικειμενική προϋπόθεση για την επιστημονική χρησιμοποίηση της προλεταριακής βίας, προορίζονται να αναπαραχθούν: η βία προς υπεράσπιση του ιμπεριαλιστικού κράτους και το υποπροϊόν της, η μικροαστική βία.
Αν δεν κατανοηθούν τα μεγάλα προβλήματα της ιμπεριαλιστικής εποχής στην οποία ζούμε, η σύγκρουση μεταξύ των κρατών, η ιστορική αναγκαιότητα μιας επαναστατικής και διεθνιστικής συμπεριφοράς του προλεταριάτου απέναντι σ’ αυτή τη σύγκρουση, εξανεμίζεται και η σημασία των μικρότερων προβλημάτων. Γι’ αυτό η τρομοκρατία πρέπει να αντιμετωπιστεί και να αναλυθεί ως ένα πολιτικό φαινόμενο. Αλλά δεν υπάρχει πολιτικό φαινόμενο που να μην έχει οικονομικά και πολιτικά αίτια. Η ανάλυση και η ορθή πολιτική πάλη ενάντια στην τρομοκρατία είναι, επομένως, αναγκαστικά μια ανάλυση των αντικειμενικών παραγόντων που την προκαλούν. Απόρροια της πολιτικής βίας είναι μια βίαιη εκδήλωση και έτσι όπως ο μαρξισμός αναλύει τα αίτια της μέγιστης εκδήλωσης πολιτικής βίας που είναι ο πόλεμος, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να αναλύει αυτή τη μικρογραφία πολέμου που είναι η τρομοκρατία.
Είναι, επομένως, αυτή η κατεύθυνση που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί: η κοινωνική φύση της σημερινής ιταλικής τρομοκρατίας και μόνο αυτή. Για το μαρξισμό ακόμη πιο σπουδαίο κι από τη μελέτη των ιδεολογιών είναι η μελέτη των κοινωνικών βάσεων τις οποίες εκφράζουν και συνεχίζουν να εκφράζουν στην πολυτάραχη διαδρομή τους. Αν η σημερινή ιταλική τρο-μοκρατία είναι μικροαστική και όχι αστική, ούτε προλεταριακή ή λούμπεν προλεταριακή, η ανάλυση πρέπει να επικεντρωθεί στα μικροαστική στρώματα.
Πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι η σημερινή τρομοκρατία είναι μεγαλοαστική, γιατί σήμερα αυτή δεν υπεισέρχεται στα συμφέροντα και, επομένως, στις μορφές πάλης μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου στο εσωτερικό της μητρόπολης, ούτε υπεισέρχεται στις μορφές πάλης αυτών των μερίδων με τις όμοιές τους στις άλλες μητροπόλεις στο διεθνές επίπεδο. Όλες οι αντιλήψεις αποσταθεροποίησης δεν λαμβάνουν στο ελάχιστο υπόψη τη σημερινή δυναμική σχέση ανάμεσα στις δυνάμεις και τα πραγματικά τους συμφέροντα. Το να θεωρούμε ότι η τρομοκρατία έχει στη σημερινή συγκυρία κάποιο πραγματικό βάρος, ώστε να μετατοπίζει τις δυναμικές σχέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις σημαίνει ότι δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για την παγκόσμια πείρα του ιμπεριαλισμού και του επιπέδου σύγκρουσης ανάμεσα στις μητροπόλεις. Σημαίνει ότι βλέπουμε τον κόσμο με τους φακούς του μικροαστού. Σημαίνει ότι περιορίζουμε τη σύγκρουση συμφερόντων των μεγάλων κεφαλαιοκρατών στη σύγκρουση των μικροαστών. Το ίδιο ισχύει και για την υποθετική ρήξη της ισορροπίας ή την αποσταθεροποίηση.
Ρήξη ισορροπίας σε σχέση με τι; Στο εσωτερικό της ιταλικής μητρόπολης; Από την άποψη των ανταγωνιστικών μητροπόλεων μια εσωτερική αποσταθεροποίηση θα είχε κάποιο νόημα μόνο αν επέφερε μεταβολή της διεθνούς ισορροπίας και, συνεπώς, μια μετατόπιση στην εσωτερική ισορροπία θα απαιτούσε οπωσδήποτε μια στρατηγική απόκλιση μεταξύ των καπιταλιστικών ιταλικών μερίδων ως προς τη διεθνή θέση τους. Αυτή η απόκλιση δεν υπάρχει σήμερα. Αντίθετα, οι ιταλικές μερίδες δεν υπήρξαν ποτέ τόσο ενωμένες, όπως τώρα, στον ανταγωνισμό τους ενάντια στους μισθούς. Μόνο η πλήρης άγνοια των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών μπορεί να γεννήσει υποθέσεις σχετικά με αποσταθεροποίηση στην Ιταλία. Οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις μάχονται σήμερα με χτύπημα δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και με «πα-κέτα» που ισοδυναμούν με πολλές FIAT προσπαθώντας να τροποποιήσουν τη σημερινή ισορ-ροπία του συστήματος των κρατών. Αν ήταν αρκετά, όπως για το όπλο της τρομοκρατίας, λίγες δεκάδες δολάρια για να αποσταθεροποιηθούν οι ανταγωνιστές, ο κόσμος θα κατέληγε μια συνεχής αλληλοδιαδοχή απαγωγών, από μυστικές όσο και ανώφελες ανακρίσεις, από «φυλα-κές του λαού» και όχι ατέρμονη ζούγκλα των χιλιάδων πυραύλων, αεροπλάνων, τανκς, ατομι-κών βομβών.
Στο κέρας της Αφρικής ο ρώσικος ιμπεριαλισμός ξόδεψε μέχρι τώρα ένα δισεκατομμύριο δο-λάρια για να εμποδίσει την αποσταθεροποίηση. Ο ανταρτοπόλεμος ενηλικιώθηκε. Η μάχη της Τζιγκίγκα έγινε με τανκς που μεταφέρονταν από ελικόπτερα. Η τρομοκρατία με το χαμηλό στρατιωτικό κόστος με το πέρασμα του χρόνου απομένει μόνο στους μικροαστούς διανοού-μενους, που δεν μπορούν λόγω αντικειμενικών και γεωγραφικών αιτιών να ακολουθήσουν την καμπύλη του παλιού ειδώλου τους, του Φιντέλ Κάστρο, που παράτησε το αυτόματο για να χρησιμοποιήσει το MIG.
Ας εξετάσουμε γιατί η σημερινή τρομοκρατία είναι διανοουμενίστικη. Μεταξύ των μικροα-στικών στρωμάτων που συχνά υιοθέτησαν την τρομοκρατία ως μορφή πολιτικής πάλης συ-γκαταλέγονται τα αγροτικά και εμπορικά στρώματα.
Οι μικροπαραγωγοί της υπαίθρου εξέφρασαν ισχυρά τρομοκρατικά κινήματα σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Ρωσία και ΗΠΑ, για να αναφερθούμε σε μερικές από τις γνωστότερες περιπτώσεις. Ανίσχυρη να εκφράσει ένα αυτόνομο πολιτικό κίνημα που θα υπεράσπιζε τα συμφέροντά της, η αγροτική μικροαστική τάξη κατέφυγε συχνά στο πρωτόγονο όπλο της τρομοκρατίας ενάντια στη χρηματιστική, εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη. Ο ρώσικος ναροντνικισμός είναι το πιο γνωστό παράδειγμα μιας μάχης οπισθοφυλακής, καταδικασμένος στην ήττα και λόγω των μέσων που χρησιμοποιούσε, εκτός από το περιεχόμενο που εξέφραζε. Αλλά δεν είναι το μόνο: η αστική ενοποίηση των ιταλικών περιοχών που επιτελέστηκε κυρίως με στρατιωτική επιχείρηση, με στρατό που ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο άνδρες, προκάλεσε έναν πλατύ και διαδεδομένο αγροτικό ανταρτοπόλεμο, υποστηριζόμενο από το κράτος του Βατικανού, ενάντια στο φιλελεύθερο κράτος. Ανταρτοπόλεμος στον οποίο αμφότερες οι πλευρές κα-τέφυγαν στην τρομοκρατία των αντιποίνων, των απαγωγών, των αποδεκατισμών. Επί μια δε-καετία κυριάρχησε στο νοτιοκεντρικό τμήμα μια εξεγερτική τρομοκρατία και μια κρατική τρομοκρατία, της οποίας η σημερινή μικροαστική τρομοκρατία είναι μόνο μια πολύ περιορι-σμένη έκδοση. Ο μαρξισμός ήταν ενάντια στην εξέγερση της «ληστοσυμμορίας», όχι από την άποψη της μορφής πάλης, η οποία ήταν κοινή και για τα δύο μέτωπα, αλλά από την άποψη του περιεχομένου.
Και τα μικροαστικά στρώματα κατέφυγαν στις τρομοκρατικές μέθοδες στην πάλη συμφερό-ντων ενάντια στους ανταγωνιστές και ενάντια στην κυβέρνηση. Το κράτος, εκφραστής των συμφερόντων της μεγαλοαστικής τάξης, εφαρμόζει μια φορολογία που μερικές φορές αγγίζει τα άμεσα συμφέροντα των μικρών εμπόρων ή, τουλάχιστον, μερίδας τους. Απ’ την άλλη μεριά, η μεγάλη διανομή εξαπλώνεται συχνά σε βάρος του μικροεμπορίου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μικρέμποροι δεν κατορθώνουν, μέσω διαφόρων οργανισμών και των κομμάτων, να υπερασπίσουν τα απειλούμενα και θιγόμενα συμφέροντά τους, καταφεύγουν σε άλλες μέθοδες για να πετύχουν το στόχο τους. Φαινόμενα όπως του πουγιαντισμού στη Γαλλία και στο Ρέτζιο της Καλαβρίας στην Ιταλία είναι ακόμα επίκαιρα.
Το σημερινό τρομοκρατικό κύμα στην Ιταλία δεν έχει, όμως, ρίζες στη μικροαστική αγροτική και εμπορική τάξη. Η στρατηγική ενότητα των κρατικοκαπιταλιστικών και ιδιωτικών μερίδων εξασφαλίζει, για την ώρα, τον έλεγχο της μαζικής βάσης των ενδιάμεσων στρωμάτων. Η κρίση της αναδιάρθρωσης πληρώνεται στο ακέραιο από τα στρώματα των μισθωτών, ενώ τα ει-σοδήματα της μικροαστικής τάξης παραμένουν ανέπαφα. Αυτό εξηγεί και το γιατί τα μεγάλα κόμματα, χριστιανοδημοκρατία και PCI, όπου η μικροαστική τάξη αντιπροσωπεύεται ως ε-κλογικό και διευθύνον σώμα, είναι ενωμένα στην άρνηση της τρομοκρατίας.
Αν κάποια στιγμή η κρίση της αναδιοργάνωσης χτυπήσει τη μικροαστική αγροτική, εμπορική και βιοτεχνική τάξη μπορεί να υπάρξει μια διεύρυνση της τρομοκρατίας και πολιτική κρίση των μεγάλων κοινοβουλευτικών κομμάτων που αναπόφευκτα θα διίσταντο στο πρόβλημα της τρομοκρατίας, όπως ήδη συνέβη με τους Γάλλους συναδέλφους τους για το ζήτημα της Αλγε-ρίας. Αυτή είναι η μοναδική υποθετική πιθανότητα κατά την οποία η τρομοκρατία θα μπορούσε να καταστεί στην Ιταλία ένα εξαιρετικό πρόβλημα για τις μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης. Αλλά είναι μια εξαιρετικά απίθανη περίπτωση για δύο λόγους: Γιατί η ιταλική μητρόπολη δεν καλείται να λύσει ένα ζήτημα ανάλογο με ‘κείνο του εκατομμυρίου των εξεγερμένων γαλλο-αλγερινών μικροαστών και γιατί η ιμπεριαλιστική πολιτική κατά των μισθών επιτρέπει να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα το ιταλικό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Η ιδιομορφία της σημερινής ιταλικής τρομοκρατίας είναι, επομένως, αυτή της μικροαστικής τρομοκρατίας διανοουμένων. Η μεγάλη μάζα των μικροαστών διανοουμένων προφανώς την αρνείται ως τωρινή τακτική, αλλά δεν μπορεί να την αρνηθεί από στρατηγική, ιδεολογική ά-ποψη και από άποψη κουλτούρας. Την αρνείται γιατί, αυτή τη στιγμή, δεν εκφράζει τα συμ-φέροντα εισδοχής της στη γραφειοκρατία και στα ελεύθερα επαγγέλματα. Αλλά τη δέχεται ως άποψη που τοποθετεί τους διανοούμενους στην καθοδήγηση του προλεταριάτου και της μι-κροαστικής τάξης ενάντια στον αμερικάνικο και γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Εδώ δεν τίθεται ζήτημα κομματικών τοποθετήσεων, γιατί σ’ όλα τα κόμματα υπάρχουν ομάδες διανοουμένων που είναι ενάντια στην τάση σχηματισμού ενός ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κράτους με την αναπόφευκτη οικονομική και πολιτική γερμανική ηγεμονία. Κι αυτές οι ομάδες υπάρχουν γιατί υπάρχουν γκρουπ της μεγαλοαστικής τάξης ενάντια σ’ αυτή την προοπτική, όπως υπάρχουν και άλλα υπέρ της. Η τάση είναι μακροπρόθεσμη και, επομένως, για την ώρα αφορά ανοιχτά μόνο τους διανοούμενους. Το σημερινό τρομοκρατικό κύμα θα καταρρεύσει, γιατί προτρέχει των χρόνων των διιμπεριαλιστικών αγώνων και, συνεπώς, παραμένει απομονωμένο από τη βάση στην οποία απευθύνεται και η οποία, όχι τυχαία, αρνείται τη μορφή πάλης και το χρόνο πραγματοποίησης, αλλά όχι το πολιτικό περιεχόμενο του «εθνικού αγώνα» ενάντια στον «ξένο», ενάντια στο «ιμπεριαλιστικό κράτος των πολυεθνικών».
Σ’ όλες τις μητροπόλεις με την ευρεία εξάπλωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης διευρύνθηκε η παραγωγική βάση και αυξήθηκε ο όγκος της υπεραξίας. Τις τελευταίες δεκαετίες εξαπλώθηκε ο κοινωνικός παρασιτισμός και, κατά συνέπεια, η γραφειοκρατία. Η βιομηχανική ανάπτυξη οδήγησε σε μια νέα κατανομή του ενεργού πληθυσμού. Σημαντικά τμήματα των μικρο-παραγωγών μετασχηματίστηκαν μεσοπρόθεσμα σε αυξανόμενα τμήματα της μικροαστικής τάξης των διανοουμένων και όχι σε προλετάριους μακροπρόθεσμα.
Στην Ιταλία η πλειοψηφία των αγροτών που εξήλθαν μαζικά από την ύπαιθρο έγιναν εργάτες. Πολλοί έγιναν εμποροκαταστηματάρχες, πολλοί –τα παιδιά τους, εννοείται- διανοούμενοι.
Η εξάπλωση του παραγωγικού μηχανισμού σήμανε την αύξηση των στρωμάτων διανοουμέ-νων με πιο γοργό ρυθμό μέχρι να αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/10 του ενεργού πληθυσμού. Αυτό το προτσές που είναι παράγωγο του προτσές παραγωγής του κεφαλαίου, οδήγησε σε μια κρίση του σχολείου και της παραδοσιακής οργάνωσης των διανοουμένων. Και η μεταπήδηση από την ύπαιθρο στη βιομηχανία, με την ταχύτητα που συντελέστηκε στην Ιταλία, προκάλεσε μα κρίση που εκδηλώθηκε, όμως, μόνο με μια αύξηση του εργατικού αυθορμητισμού στη δε-καετία του ’60.
Αντίθετα απ’ ότι σε άλλες περιόδους και σ’ άλλες χώρες, αυτό το απότομο πέρασμα δεν προ-κάλεσε μορφές τρομοκρατικής πάλης στο προλεταριάτο. Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγο-ντες που απαιτούν μακροσκελή παράθεση. Παραμένει γεγονός ότι αυτό το αποτέλεσμα περι-κλείει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για την ανάπτυξη του λενινιστικού κόμματος στην εργατική τάξη, πλεονέκτημα που οπωσδήποτε δεν πρέπει να κατασπαταληθεί αλλά να υπερασπιστεί.
Αναμφίβολα, με το πέρασμα από την ύπαιθρο στη βιομηχανία, από το σχηματισμού του νέου προλεταριάτου και από τους αυθόρμητος διεκδικητικούς εργατικούς αγώνες ευνοήθηκε ο ο-πορτουνισμός που διεύρυνε την επιρροή του στο προλεταριάτο. Με δεδομένο το διεκδικητικό και όχι τον επαναστατικό χαρακτήρα των εργατικών αγώνων που προκλήθηκαν από τη βιομη-χανική ανάπτυξη δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Οπωσδήποτε παρουσιάστηκε η δυνατό-τητα να αναπτυχθεί το λενινιστικό κόμμα στην εργατική τάξη και η ευκαιρία να ξεπεραστεί η ιστορική καθυστέρηση της αργής διαπαιδαγώγησης της οργάνωσης του προλεταριάτου, κα-θυστέρηση που πληρώθηκε σκληρά από όποιον της αφιερώθηκε σοβαρά και όχι στα λόγια.
Το ίδιο το παγκόσμιο προτσές της καπιταλιστικής ανάπτυξης που στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 επέτρεψε στις μητροπόλεις μια αύξηση του παρασιτισμού και των στρωμάτων διανο-ουμένων αποτέλεσε τη βάση της πάλης για το σχηματισμό νέων κρατών από μέρους των α-νερχόμενων καπιταλισμών και της σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλισμών για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς και των σφαιρών επιρροής. Από τον τελευταία παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο η παραγωγή του κεφαλαίου αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 3 φορές και αυτή της βιομηχανίας κατά 4 φορές. Αυτό το παγκόσμιο δομικό προτσές καθόρισε ευρείες συνέπειες στα εποικοδομήματα, στα πολιτικά κινήματα, στις ιδεολογίες. Μερικές απ’ αυτές τις επιπτώσεις δεν μπορούν να αναλυθούν χωρίς να συνδεθούν με το συνολικό προτσές. Η πάλη των νέων καπιταλισμών για το σχηματισμό νέων κρατών προκάλεσε τη μαζική χρησιμοποίηση του ανταρτοπόλεμου και της τρομοκρατίας ενάντια σε μερικούς ιμπεριαλισμούς. Η σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλισμών υπεισήλθε στην πάλη ανεξαρτησίας των νέων καπιταλισμών. Σ’ αυτή τη σύγκρουση διάφορες μητροπόλεις χρησιμοποίησαν τις αυξανόμενες μάζες των διανοουμένων σε πολιτικές και ιδεολογικές καμπάνιες ενάντια στις ανταγωνιστικές μητροπόλεις. Αυτό συνέβη ειδικά στην Ιαπωνία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Μια κορυφαία στιγμή ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, όταν η επέμβαση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σήμανε ταυτόχρονα την προοδευτική του εξασθένιση και τη δυνατότητα ανάκαμψης των άλλων ιμπεριαλισμών.
Και στην Ιταλία οι αντάρτικες και τρομοκρατικές ιδεολογίες των κινημάτων ανεξαρτησίας εκλαϊκεύτηκαν πλατιά από τον μηχανισμό διαμόρφωσης της μεγάλης αστικής τάξης με στόχο τον ιδεολογικό σχηματισμό νέων στελεχών, προετοιμασμένων για την αντιμετώπιση των α-νταγωνιστικών ιμπεριαλισμών.
Η ΕΝΙ και η FIAT, η ιδιωτική και κρατική βιομηχανία εγκαταστάσεων, έχουν χιλιάδες στελέχη που δρουν στον Τρίτο Κόσμο και σχηματίστηκαν με τις μονοσήμαντες πολιτικο-μορφωτικές αντιιμπεριαλιστικές καμπάνιες και διαποτίστηκαν με τα αντάρτικα και τρομοκρατικά κείμενα του Τρίτου Κόσμου για να γίνουν καλοί μάνατζερ του… «Δεύτερου Κόσμου». Απ’ αυτή τη διανοουμενίστικη κληρουχία που δεν ήθελε «ένα άλλα χίλια Βιετνάμ» όλα τα κόμματα στρατολόγησαν νέους αξιωματούχους, με επικεφαλής του καθολικούς, ενώ στο PCI (και σ’ αυτή την περίπτωση) πήγαν οι λιγότερο προετοιμασμένοι. Από τους κόλπους της καθολικής εκκλησίας εμφανίστηκαν υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι μπλεγμένοι στη διαμάχη Παλαιστινίων και Ισραηλινών τρομοκρατών, πιάστηκαν να μεταφέρουν βόμβες, δικάστηκαν και ανταλλάχθηκαν.
Δεν πρέπει να εξαπατηθούμε από τα φαινόμενα, θεωρώντας ότι το PCI υπήρξε ο μεγαλύτερος αποδέκτης της διανοουμενίστικης καμπάνιας. Η αναγκαιότητα να προσαρμοστεί το κράτος στην ιμπεριαλιστική ωριμότητα της οικονομίας οδήγησε στην Ιταλία μερικές ιδιωτικές και κρατικές μερίδες να υποστηρίξουν την τάση προς την πολιτική μορφή του δικομματισμού. Το PCI, από περιορισμένο σταλινικό και φιλοσοβιετικό κόμμα, πλεονέκτησε από μια τέτοια υπο-στήριξη και αύξησε κατά 1/3 την εκλογική του δύναμη. Γι’ αυτό το λόγο βρέθηκε να συγκε-ντρώνει μέρος της συναίνεσης της αυξανόμενης μάζας των διανοουμένων οι οποίοι λόγω του προσανατολισμού που είχαν, εκτός από αντιαμερικάνοι ήταν και αντιρώσοι και οι οποίοι δεν θα πήγαιναν αυθόρμητα στο χώρο του PCI αν τα μεγάλα γκρουπ δεν εξαπέλυαν μια εκτεταμένη αντι-χριστιανοδημοκρατική και «ευρωκομμουνιστική» καμπάνια.
Με την κρίση της αναδιάρθρωσης και από το γεγονός ότι οι αστικές μερίδες ενέκριναν τη χριστιανοδημοκρατία ως πρώτο κόμμα μέρος των διανοουμένων ξέφυγε λόγω γης διανοουμε-νίστικης ανεργίας από τη δημαγωγία του PCI και χρησιμοποιήθηκε ως όπλο φθοράς, ώστε να το υποχρεώσουν να στηρίξει με οποιοδήποτε κόστος τη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση, που ήταν επιφορτισμένη με την πολιτική κατά των προλεταρίων και των μισθωτών. Αυτή η ενέργεια, με τα άμεσα αποτελέσματά της, τροφοδότησε και τα τρομοκρατικά ρεύματα των διανοουμένων, δηλαδή εκείνες τις ομάδες που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’60, αλλά δεν βρήκαν θέση στην ομαλοποίηση της δεκαετίας του ’70, όταν η ιταλική μητρόπολη ξαναπλη-σίασε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και, κατά συνέπεια, και τα πιο ενάντια προς τις ΕΠΑ ρεύματα, της χριστιανοδημοκρατίας και του PCI, μετρίασαν τις θέσεις τους.
Η διανοουμενίστικη τρομοκρατία στρέφεται σήμερα ενάντια στους μαθητευόμενους μάγους του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Σε μια άλλη συγκυρία η «βιοτεχνική» βία της που θα είναι σε θέση να καταστέλλει μόνο άτομα, αλλά και να καταστέλλεται, θα συμπεριλαμβανόταν στη «βιομηχανική» βία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που κατορθώνει να καταστέλλει ολόκληρους πληθυσμούς. Οι μύθοι της θα γίνονταν μύθοι των νέων γενιών που είναι έτοιμες να στρατολογηθούν σε εθνικές περιπέτειες. Αλλά για τους μαθητευόμενους μάγους δεν έφτασε ακόμα η στιγμή της «αριστερής επέμβασης».
Οι διανοούμενοι που πέρασαν στην τρομοκρατία δεν το καταλαβαίνουν. Πιστεύουν ότι χτυ-πούν το κράτος των πολυεθνικών του μέλλοντος, ενώ ενδυναμώνουν το ιταλικό κράτος του παρόντος. Όπως πάντα, βρίσκονται από τη φύση τους, ένα γρανάζι πίσω στον τροχό της ιστο-ρίας. Και γι’ αυτό το επαναστατικό προλεταριάτο αντιτίθεται σ’ αυτούς.

Lotta Comunista, φ. 92, 1978


Ο ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η εφημερίδα ‘Corriere della Sera’ σ’ ένα κύριο άρθρο της, της 9ης Απριλίου 1978 που υπο-γράφει ο Alberto Ronchey, ανακαλύπτει ότι ένας από τους πατέρες της τρομοκρατίας είναι ο Λένιν. Το λαμπρό όργανο της αστικής τάξης της Λομβαρδίας δεν βλέπει το χυμώδες γενεαλο-γικό δέντρο της δημοκρατικής τρομοκρατίας που σχεδόν εδώ και δύο αιώνες βλασταίνει, αλλά ψάχνει το αχυράκι στο μάτι του μαρξισμού.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: ο μαρξισμός προσπάθησε να εξηγήσει την τρομοκρατία και ποτέ δεν την θεωρητικοποίησε ως ανώτατο όπλο της προλεταριακής πάλης, ενώ η δημοκρατία πάντα τη θεωρητικοποίησε και σχεδόν ποτέ δεν την ανάλυσε.
Δε θάταν δύσκολο να συλλέξουμε από τα κλαδιά του ιταλικού δέντρου της δημοκρατικής τρομοκρατίας ένα καλάθι γεμάτο καρπούς. Γράφει η ‘Corriere della Sera’ ότι για τον Λένιν «η άρνησή του δεν ήταν άρνηση αρχών, για τον απλό λόγο ότι η τρομοκρατία ως μορφή στρατι-ωτικής επιχείρησης μπορούσε να είναι ωφέλιμη και μερικές φορές και ουσιαστική». Προσθέ-τει ότι ο Λένιν «έκρινε την ατομική τρομοκρατία, διαχωρίζοντάς την από τη συλλογική, ως ανεπαρκή και συχνά καταστροφική, γιατί ήταν απομονωμένη από τις μάζες, αλλά όλα αυτά χωρίς την ολική άρνηση που είχε εκφράσει ο Πλεχάνοφ». Μ’ αυτές τις λίγες γραμμές η εφη-μερίδα της αστικής τάξης του Μιλάνου πιστεύει ότι χάρισε στον Λένιν την τρομοκρατία. Η σκέψη, όμως, του Λένιν είναι πολύ πιο βαθιά και θα πρέπει να σκύψουν επάνω της όλοι εκεί-νοι, οπορτουνιστές και τυχάρπαστοι, που μαθητεύουν στους αμπροζιανούς εκδοτικούς οίκους.
Ο Λένιν στον «Αντάρτικο πόλεμο» του 1906, αναλύοντας τις μορφές πάλης χαράζει μια αρχή και δύο κριτήρια.
Η αρχή: «Ο μαρξιστής τοποθετείται στο πεδίο της ταξικής πάλης και όχι σε ‘κείνο της κοινω-νικής ειρήνης. Σε ορισμένες περιόδους της οξυμμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης η ταξική πάλη αναπτύσσεται μέχρι να μετατραπεί σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο. Η κάθε ηθική καταδίκη της είναι τελείως απαράδεκτη για τον μαρξιστή».
Η αρχή αυτή αφορά την ταξική πάλη και όχι τις μορφές της. Ο μαρξιστής γνωρίζει ότι σε ορι-σμένες φάσεις της οξυμμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης η ταξική πάλη αναπτύσσεται μέχρι να μετατραπεί σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να καταδικάσει τις μορφές που παίρνει η ταξική πάλη χωρίς να καταδικάσει την ίδια την ταξική πάλη, χωρίς να πάψει να είναι μαρξιστής. Ο μαρξιστής δεν καθορίζει τις μορφές της ταξικής πάλης, αλλά την ανάπτυξή της που φτάνει σε σημείο να μετασχηματίσει τις προηγούμενες μορφές. Γιατί η τα-ξική πάλη αναπτύσσεται μέχρις αυτού του σημείου; Γιατί οξύνεται η οικονομική και κοινωνική κρίση, που καθορίζεται από τις αντικειμενικές συνθήκες. Η ηθική καταδίκη των μορφών ταξικής πάλης ισοδυναμεί, σε τελευταία ανάλυση, με ηθική καταδίκη των αιτίων που τις προ-κάλεσαν, δηλαδή των αιτίων της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η άρνηση της αντικει-μενικής πραγματικότητας είναι απαράδεκτη για τον μαρξιστή.
Δεν είναι επιστήμη αλλά καθαρή ουτοπία.
Πρώτο κριτήριο: «Σε ποιες θεμελιώδεις ανάγκες πρέπει να στηριχτεί κάθε μαρξιστής για να εξετάσει το πρόβλημα των μορφών πάλης; Κυρίως ο μαρξισμός διακρίνεται απ’ όλες τις πρω-τόγονες μορφές σοσιαλισμού γιατί δεν συνδέει το κίνημα με μια οποιαδήποτε καθορισμένη μορφή πάλης. Δέχεται τις πιο διαφορετικές μορφές και δεν «επινοεί», αλλά περιορίζεται να τις γενικεύσει και να τις οργανώσει. Εισάγει τη συνείδηση σ’ αυτές τις μορφές πάλης των ε-παναστατικών τάξεων που γεννιούνται αυθόρμητα στην πορεία του κινήματος. Ανυποχώρητα ενάντιος σε κάθε αφηρημένη μορφή, σε κάθε θεωρητική συνταγή, ο μαρξισμός απαιτεί μια προσεκτική εξέταση της υφιστάμενης μαζικής πάλης, η οποία με την ανάπτυξη του κινήματος, με την ανύψωση της συνείδησης των μαζών, με την όξυνση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, υποκινεί καινούργιες και περίεργες μεθόδους άμυνας και επίθεσης. Δεν παραιτείται, επομένως, από καμιά μορφή πάλης και σε ορισμένη στιγμή δεν περιορίζεται σε καμιά περί-πτωση στις υπάρχουσες και δυνατές, αναγνωρίζοντας ότι μεταβαλλόμενη μια ορισμένη κοι-νωνική συγκυρία, αναπόφευκτα προκύπτουν καινούργιες, ακόμη άγνωστες στους πολιτικούς άνδρες μιας ορισμένης περιόδου».
Το πρώτο κριτήριο, η ανάγκη, που τέθηκε από τον Λένιν είναι ξεκάθαρο. Ο μαρξισμός πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τις «μαζικές μορφές πάλης των επαναστατικών τάξεων», μορφές νέες και άγνωστες που ανακύπτουν από την όξυνση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων και από την ανύψωση της συνείδησης των μαζών.
Στη Ρωσία του 1906 δύο ήταν οι επαναστατικές τάξεις, το προλεταριάτο και οι αγρότες. Μια από τις μορφές πάλης της μάζας των αγροτών, με επίδραση στο προλεταριάτο, ήταν ο ανταρ-τοπόλεμος και η τρομοκρατία. Οι μενσεβίκοι, που συνέδεαν το προλεταριάτο με το άρμα της φιλελεύθερης αστικής τάξης, καταδίκαζαν ως μη προλεταριακές αυτές τις μορφές πάλης. Οι μπολσεβίκοι, που η στρατηγική τους επιδίωκε τη συμμαχία με τους αγρότες ενάντια στο τσα-ρικό κράτος και στην αστική τάξη, δεν μπορούσαν, μόνο για λόγους αρχών, να καταδικάσουν τις προκύπτουσες μορφές πάλης εκείνη την περίοδο της οξυμμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Είναι τελείως διαφορετική η θέση από την παραδοχή ή τη μη παραδοχή, λόγω αρχών, της τρομοκρατίας ως μαζική μορφή πάλης των επαναστατικών μαζών. Το ζήτημα αρχών ούτε καν τίθεται. Όπως δεν τίθεται η ερώτηση: από άποψη αρχών ο Λένιν είναι υπέρ ή κατά της τρομοκρατίας έτσι αφηρημένα, δηλαδή ενάντιος σε μια μορφή πάλης έτσι αφηρημένα; Έτσι όπως δεν υπάρχει η ελευθερία ή η δικτατορία αφηρημένα, δεν υπάρχει αφηρημένα ούτε η τρομοκρατία. Υπάρχουν μορφές μαζικής πάλης στην κοινωνική και πολιτική πρακτική μιας ορισμένης φάσης της πάλης των τάξεων και της δυναμικής σχέσης μεταξύ των τάξεων. Ως τέτοιες πρέπει να μελετηθούν και να εκτιμηθούν σε σχέση με την επαναστατική στρατηγική του μαρξισμού.
Δεύτερο κριτήριο: «Κατά δεύτερο λόγο, ο μαρξισμός απαιτεί κατηγορηματικά μια ιστορική εξέταση του προβλήματος των μορφών πάλης. Το να τίθεται αυτό το πρόβλημα έξω από τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση σημαίνει αγνωσία του αλφαβήτου του διαλεκτικού υλισμού. Σε διαφορετικές στιγμές της οικονομικής εξέλιξης και ανάλογα με τις διάφορες κοινωνικές, εθνικοπολιτιστικές, πολιτικές συνθήκες κτλ., διαφορετικές είναι και οι μορφές πάλης που τίθενται κατά πρώτο λόγο και που γίνονται θεμελιακές και σε σχέση μ’ αυτές, τροποποιούνται, με τη σειρά τους, και οι δευτερεύουσες και περιθωριακές μορφές πάλης. Το να προ-σπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση καταφατική ή αρνητική στην απαίτηση να υποδείξουμε την καταλληλότητα ενός ορισμένου μέσου πάλης χωρίς να εξετάσουμε στις λεπτομέρειες τη συγκεκριμένη κατάσταση ενός ορισμένου κινήματος, σε μια δοσμένη φάση ανάπτυξής του, σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τελείως το πεδίο του μαρξισμού».
Και αυτό το δεύτερο κριτήριο, η ανάγκη, που έθεσε ο Λένιν είναι ξεκάθαρο.
Έτσι όπως ο μαρξισμός δεν παραβλέπει καμιά μορφή μαζικής πάλης των επαναστατικών τά-ξεων, το ίδιο ξεκάθαρα ορίζει την καταλληλότητα κάθε μέσου πάλης εξετάζοντας τη συγκε-κριμένη κατάσταση των τάξεων, τη συγκεκριμένη κατάσταση ενός ορισμένου κινήματος στην ορισμένη φάση ανάπτυξής του, τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση. Η εξέταση στις λεπτο-μέρειες της συγκεκριμένης κατάστασης του εργατικού κινήματος σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής του, ως προς την καταλληλότητα του μέσου πάλης, όπως υπογραμμίζει ο Λένιν. Το κριτήριο που ορίζει την καταλληλότητα είναι εκείνο που εκτιμά το μαζικό χαρακτήρα της μορφής πάλης και όχι τον ατομικό χαρακτήρα ή εκείνον της περιορισμένης ομάδας. Η ανάλυση της ατομικής μορφής πάλης ή της περιορισμένης ομάδας δίνει απαντήσεις στην ανάγκη της γενικής πολιτικής ανάλυσης και όχι στην ανάγκη να κριθεί η καταλληλότητα αυτών των μορφών.
Σήμερα δεν τίθεται ως ζήτημα η αρχή των μορφών της ταξικής πάλης, αλλά η συμπεριφορά, που αντιστοιχεί στα άμεσα και ιστορικά συμφέροντα του προλεταριάτου, απέναντι σ’ ένα ο-ρισμένο πολιτικό επεισόδιο. Η σημερινή τρομοκρατία δεν είναι μορφή μαζικής πάλης του προλεταριάτου, δεν είναι μια μορφή μαζικής πάλης της μικροαστικής τάξης, είναι μια μορφή πάλης μιας περιορισμένης ομάδας διανοουμένων.
Η ‘Corriere della Sera’ όταν ταυτίζει το λενινισμό σήμερα με τη μη άρνηση της αρχής της τρομοκρατίας βάζει ως στόχο να καταπολεμήσει όχι την τρομοκρατία αλλά το λενινισμό. Βάζει ως στόχο να αποτρέψει το προλεταριάτο από την ανακάλυψη του μοναδικού δρόμου της οργανωτικής, θεωρητικής και πολιτικής χειραφέτησης. Γι’ αυτό προσπαθεί, αδέξια είναι αλή-θεια, να ταυτίσει το λενινισμό με την τρομοκρατία για να απομακρύνει το προλεταριάτο από το λενινισμό.
…Το ρεύμα μας διαθέτει μια δεκαετή και επιβεβαιωμένη κριτική ανάλυση της μικροαστικής τρομοκρατίας.


Lotta Comunista, φ. 92, 1978


Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η μικροαστική τρομοκρατία των διανοουμένων εκδηλώνεται σε μια ειδική στιγμή εξασθένι-σης του προλεταριάτου στη δυναμική του σχέση με το κεφάλαιο.
Σε μια στιγμή που δέχεται χτυπήματα στις συνθήκες εργασίας του, στην αγοραστική του δύ-ναμη, στην ικανότητα υπεράσπισής του. Ικανότητα που εξασθενίζει ακόμα περισσότερο από την αρνητική επίδραση του οπορτουνισμού. Σ’ αυτή τη στιγμή της μετωπικής επίθεσης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής ενάντια στους μισθούς, κάθε τρομοκρατική πράξη καταλήγει να χτυπάει στα πλευρά το εργατικό κίνημα και να το εξασθενίζει ακριβώς τη στιγμή που έχει α-νάγκη να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην ιστορία.
Συχνά, σε μια κάμψη της προλεταριακής πάλης αντιστοιχεί ένα μικροαστικό τρομοκρατικό κύμα. Η ζημιά είναι διπλή. Αυτή τη φορά κινδυνεύει να είναι τριπλή γιατί προστίθεται η γενική ιδεολογική σύγχυση των άπειρων υποθέσεων και εξηγήσεων, οι οποίες έχουν τόσο μεγα-λύτερη δυνατότητα διάδοσης όσο πιο πλατιά είναι η αστική και οπορτουνιστική επίδραση στο εργατικό κίνημα.
Κι όμως, για το προλεταριάτο η επίγνωση του μικροαστικού τρομοκρατικού φαινομένου ση-μαίνει ότι κέρδισε την πρώτη μάχη στην κατάσταση της κάμψης. Είναι αυτό που έπραξαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέναντι στην ιταλική δημοκρατική τρομοκρατία. Από την ανάλυσή τους και τη σκληρή πάλη τους, καθοδηγήθηκε μια ολόκληρη γενιά από διεθνιστές.
Σε αυτές ανατρέχουμε και εμείς, αναδεικνύοντας μια διαφωτιστική σελίδα της κομμουνιστικής παράδοσης που κεντράρει την ιταλική δημοκρατική τρομοκρατία. Σελίδα που καμιά ιστορική μυστικοποίηση και καμιά επίθεση στο μαρξισμό και το λενινισμό δεν κατορθώσει ποτέ να εξαλείψει.
Η ήττα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 άνοιξε μια μεγάλη περίοδο κάμψης των δη-μοκρατικών αγώνων. Οι πιο γνωστοί δημοκρατικοί αντιπρόσωποι ούτε καν το αντιλήφθηκαν. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επανερχόμενοι στη μελέτη των αντικειμενικών συνθηκών που καθορί-ζουν τα επαναστατικά κινήματα οδηγήθηκαν στα οικονομικά αίτια. Από την ένταση εκείνων των χρόνων και από την ανάγκη απάντησης για την ήττα του 1848 γεννιέται το «Κεφάλαιο».
Σ’ αυτή την «καρπερή δεκαετία», όπως την αποκαλεί ο Μέρινγκ, γεννιέται η υλιστική απά-ντηση στη χρεωκοπία του 1848 και η επιστήμη της επανάστασης ενηλικιώνεται. Αντίθετα, οι δημοκρατικοί αντιπρόσωποι, διαποτισμένοι από τον υποκειμενισμό, συνέχιζαν επί χρόνια την προσπάθεια να «κάνουν την επανάσταση». Ελλείψει συνθηκών κάθε προσπάθειά τους έπαιρνε το χαρακτήρα του πραξικοπήματος και της συνωμοσίας. Πεπεισμένοι ότι έφτανε να εξο-ντωθούν οι κυβερνήσεις για να προωθηθεί η επανάσταση κατέληξαν να προωθούν και να ορ-γανώνουν τρομοκρατικές πράξεις ενδυναμώνοντας τους κυβερνώντες. Ενάντια στη δημοκρα-τική τρομοκρατία έπρεπε να παλέψουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Ενάντια σ’ αυτή σχηματίστηκε ο προλεταριακός κομμουνισμός.
Η πάλη ενάντια στην αστική δημοκρατική τρομοκρατία έγινε ένας υποχρεωτικός σταθμός στην πορεία της χειραφέτησης του προλεταριάτου. Είναι ένας λίγο γνωστός σταθμός, όπως λίγο γνωστή είναι η ευρωπαϊκή και ιταλική δημοκρατική τρομοκρατία. Και σ’ αυτό το πεδίο ο διαχωρισμός μεταξύ της δημοκρατίας και το κομμουνισμού γίνεται ξεκάθαρος και ιστορικά ανεπίστρεπτος. Είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας, επομένως, η αναδρομή στις κρίσεις των ι-δρυτών του μαρξισμού για τη δημοκρατική τρομοκρατία που προκάλεσε δεκάδες νεκρούς και ενέπλεξε άνδρες που η «σημερινή δημοκρατία» αναγνωρίζει ως δικούς της πατέρες-ιδρυτές.

Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Κεντρική Επιτροπή

Τον Ιούνη του 1850 ιδρύθηκε στο Λονδίνο, με πρωτοβουλία του Ματζίνι, η Ευρωπαϊκή Δη-μοκρατική Κεντρική Επιτροπή. Ήταν μια προσπάθεια να οργανώσει σε διεθνή κλίμακα τους δημοκράτες μετανάστες. Σ’ αυτή συμμετείχαν Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί δημοκρα-τικοί ηγέτες. Είχε μια σύντομη ζωή. Τη διακήρυξή της «Προς του λαούς», της 22ης το Ιούλη 1850, κριτικάρισαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο «Δελτίο Μάης-Οχτώβρης 1850», που δημο-σιεύθηκε στη «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» V-VI τεύχος. Ας παραθέσουμε μερικά αποσπά-σματα απ’ αυτή την κριτική που προσδιορίζει τη συμπεριφορά του μαρξισμού απέναντι στους αντιπροσώπους της αστικής δημοκρατίας:
«…τελευταία όλος ο ευρωπαϊκός λαός in partibus infidelium (των μεταναστών) δέχτηκε μια προσωρινή κυβέρνηση, υπό τη μορφή της ΕΔΚΕ, που αποτελείται από τους Τζιουζέπε Ματζίνι, Λεντρού Ρολέν, Αλμπέρτ Νταρεσίζ (Πολωνός) και τον Άρνολντ Ρούγκε… Αν και δεν χρειάζεται να πούμε ποια δημοκρατική συνέλευση (κοντσίλιο) επιφόρτισε αυτούς τους τέσσε-ρις ευαγγελιστές, όμως, δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε ότι η διακήρυξή τους περιέχει τα οράματα μεγάλου μέρους της μετανάστευσης και ανακεφαλαιώνει με επαρκή τρόπο τις δια-νοουμενίστικες καταχτήσεις που αυτή η μετανάστευση οφείλει στις τελευταίες επαναστάσεις». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, Edizioni Riuniti, τόμος Χ).
Η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» αναφέρει μερικά αποσπάσματα της δημοκρατικής διακήρυξης, η οποία αρνείται τη δυνατότητα της αντικειμενικής και επιστημονικής ανάλυσης της κατά-στασης και όπου εκθειάζεται αυτή καθαυτή η δράση. Ένα ενδεικτικό απόσπασμα του τρόπου σκέψης ΕΔΚΕ είναι:
«Ζωή που είναι ο λαός σε κίνηση, που είναι το ένστικτο των μαζών, ανυψωμένων σε εξαιρε-τική δύναμη από την αμοιβαία επαφή, από το προφητικό συναίσθημα των μεγάλων πραγμάτων που πρέπει να πραγματοποιήσουν, από την τυχαία και απρόβλεπτη μαγνητική ένωση στους δρόμους. Είναι η δράση που διεγείρει στο μέγιστο βαθμό όλα τα αποθέματα της ελπίδας και της αυταπάρνησης, τώρα πνιγμένη».

Η κριτική της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου»

Θα ακολουθήσει βαριά η υλιστική κριτική του Μαρξ:
«Όλες αυτές οι πομπώδεις ουτοπίες εκβάλλουν, τέλος, στην τόσο χονδροειδή και φιλισταϊκή ιδέα ότι η επανάσταση χρεοκόπησε λόγω της φιλοδοξίας και ζήλιας των μεμονωμένων ηγετών και λόγω των ασυμφωνιών των διαφόρων θεωρητικών του λαού. Οι συγκρούσεις των διαφό-ρων τάξεων και ταξικών μερίδων, των οποίων η εξέλιξη και οι φάσεις ανάπτυξης είναι ακριβώς αυτές που δημιουργούν την επανάσταση, για τους ευαγγελιστές μας δεν είναι παρά το άτυχο αποτέλεσμα της ύπαρξης αποκλινόντων συστημάτων, ενώ στην πραγματικότητα αληθεύει το αντίθετο: το αποτέλεσμα της ύπαρξης των ταξικών συγκρούσεων επέρχεται λόγω της ύπαρξης διαφορετικών συστημάτων. Φτάνει αυτό για να καταλάβουμε πως οι συγγραφείς της διακήρυξης αρνούνται την ύπαρξη των ταξικών συγκρούσεων… Εξαιρετική είναι μετά η ιδέα που έχουν για την κοινωνική οργάνωση: ένα τρέξιμο μαζί στο δρόμο, μια αναταραχή, ένα σφίξιμο του χεριού και το παιχνίδι έγινε.
Γι’ αυτούς επανάσταση σημαίνει κυρίως ανατροπή των υπαρχουσών κυβερνήσεων: μ’ αυτήν επιτυγχάνεται και η ‘νίκη’. Κίνημα, ανάπτυξη, αγώνες θα σταματήσουν εδώ και υπό την αιγίδα της ΕΔΚΕ που θα διοικεί, θα αρχίσει η χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και της διατεταγμένης μόνιμης βλακείας». (Μαρξ-Ένγκελς, ό.π.)
Η διατεταγμένη μόνιμη βλακεία, για να χρησιμοποιήσουμε την καυστική αλλά πάντα ισχύουσα, φράση του Μαρξ είναι η υποκειμενική αντίληψη της πολιτικής. Οι διακηρύξεις των δημο-κρατικών αντιπροσώπων κριτικάρονται σκληρά από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι κα-ταγγέλλουν την ανικανότητα και τον τυχοδιωκτισμό των Ματζίνι και Σία που προκαλεί σκλη-ρές καταστολές τόσο ενάντια στο κόμμα του Ματζίνι στην Ιταλία, όσο και ενάντια στις πρώτες κομμουνιστικές εργατικές οργανώσεις στην Ευρώπη.
Οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού γδέρνουν το πρησμένο από λόγια δημοκρατικό προσωπείο. Ειρωνεύονται όποιον νομίζει ότι μπορεί να ταράξει τις παγκόσμιες ισορροπίες με συνωμοσίες και τρομοκρατικές πράξεις. Και όλα αυτά, αφού οι επαναστάσεις του 1848 είχαν αποδείξει πια, στην ανοικτή πάλη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων την ευτέλεια, της αστικής δημοκρατίας και του φόβου της για το προλεταριακό κίνημα.

Ενάντια στον Ματζίνι

Με την ευκαιρία μιας νέας διακήρυξης των Γάλλων, Γερμανών, Πολωνών δημοκρατικών με-ταναστών ο Μαρξ σε ένα γράμμα του στον Ένγκελς, στις 2 Δεκεμβρίου του 1850, έγραφε:
«Αν αυτό δεν είναι καλό για τους κοριούς, δεν ξέρω τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει. Όταν διάβασα τη διακήρυξη του Λεντρού Ρολέν, του Ματζίνι, του Ρούγκε κτλ (…) πίστεψα ότι δεν μπορούσε να υπάρξει τίποτα το πιο κουτό…». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα).
Ζητώντας από τον Ένγκελς ένα άρθρο για τους Ιταλούς δημοκράτες πρόσθετε:
«Δεν μπορείς να πιάσεις από το γιακά, μια για πάντα, αυτούς τους ψειριάρηδες τους Ιταλούς με την επανάστασή τους, συνδέοντας το θέμα με τα τελευταία γεγονότα του Ματζίνι;…». (ό.π.)
Ακόμα ο Μαρξ σε ένα γράμμα στον Γιόζεφ Βαϊντεμάγιερ, στις 11 Σεπτεμβρίου 1851, παρα-τηρούσε:
«Νομίζω ότι η πολιτική του Ματζίνι είναι από τα θεμέλια λαθεμένη. Με την επιμονή του, ώστε η Ιταλία να μπει σε κίνηση τώρα, αυτός παίζει το παιχνίδι της Αυστρίας. Από την άλλη, παραβλέπει να αποταθεί στο κομμάτι εκείνο της Ιταλίας που καταπιέζει εδώ και αιώνες, στους αγρότες. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο προπαρασκευάζει νέα αποθέματα στην αντεπανάσταση. Ο κ. Ματζίνι γνωρίζει μόνο τις πόλεις με τους φιλελεύθερους ευγενείς και τους citoyen éclairés [διαφωτισμένους πολίτες]. Φυσικά, οι υλικές ανάγκες των ιταλικών αγροτικών πληθυσμών –ξεζουμισμένων και συστηματικά απονευρωμένων και αποβλακωμένων, όπως των Ιρλανδών- είναι πολύ κατώτερες από τη ρητορική υπογραφή των νεοκαθολικών κοσμοπολίτικων ιδεολο-γικών διακηρύξεων». (Μαρξ-Ένγκελς, ό.π.).
Και ο Ένγκελς σε ένα γράμμα του στον Μαρξ, στις 23 Σεπτεμβρίου 1851, συλλαμβάνοντας το μόνιμο χαρακτήρα της ιταλικής πολιτικής, γράφει:
«Του λοιπού η ιταλική επανάσταση ξεπερνά κατά πολύ εκείνη τη γερμανική στη φτώχεια των ιδεών και στην πληθώρα των λόγων». (ό.π.)
Στην «πληθώρα των λόγων» ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιπαραθέτουν την ανάλυση του οικο-νομικού κύκλου και αντλούν απ’ αυτή τα σταθερά σημεία της πολιτικής τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, αντλούν το 1850 διδάγματα που ισχύουν για μια εικοσαετία. Διδάγματα που οι δημο-κρατικοί ηγέτες, επιρρεπείς σε γελοίες συνωμοσίες και σε παράλογες τρομοκρατικές πράξεις και πολιτικές δολοφονίες, δεν ήταν στην ελάχιστη θέση να τα συλλάβουν. Βουτηγμένοι στην ιδεολογία τους περί του πρωτεύοντος της πολιτικής και με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να καθορίσουν την πορεία της ιστορίας, της οποίας αρνούνται τους αντικειμενικούς νόμους συ-νεχίζουν αυτά τα χρόνια να προπαγανδίζουν την αποτελεσματικότητα της «άμεσης δράσης» και να οργανώνουν από μια συνωμοσία την ημέρα.
Αποτυχημένοι απέναντι στις ρωμαλέες επιστημονικές προβλέψεις του προειδοποιούντος μαρ-ξισμού, μάς άφησαν κληρονομιά όχι μόνο το φθόνο τους κατά του κομμουνισμού αλλά και το όνομά τους σε πλατείες και οδούς της Ιταλίας, αλλά και αμνήμονα και κακόπιστα εγγόνια που ήθελαν να φορτώσουν σε μας τους μαρξιστές τα βίτσια του σογιού τους. Η αλληλογραφία του Μαρξ και του Ένγκελς είναι μια παιδαγωγική και διασκεδαστική αποδελτίωση των τρομο-κρατικών «προπατορικών αμαρτημάτων» της ιταλικής δημοκρατίας.
«Με τη γενική αυτή άνθιση, μέσα στην οποία οι παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας αναπτύσσονται τόσο πλουσιοπάροχα, όσο αυτό είναι γενικά δυνατό μέσα στις αστικές σχέσεις δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση είναι δυνατή μόνο σε περιόδους που οι δύο αυτοί παράγοντες, οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και οι αστικές παραγωγικές μορφές έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Οι λογής-λογής καυγάδες στους οποίους επιδίδονται τώρα οι αντιπρόσωποι των ξεχωριστών ομάδων του ηπειρωτικού κόμματος της τάξεως και εκθέτουν η μια ομάδα την άλλη, όχι μονάχα δεν δίνουν καθόλου αφορμή για νέες επαναστάσεις, μα αντίθετα είναι δυνατοί μόνο γιατί η βάση των σχέσεων είναι προσωρινά τόσο ασφαλής και –κάτι που η αντίδραση δεν το ξέρει- τόσο αστική. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα σπάσουν όλες οι προσπάθειες της αντίδρασης να σταματήσει την αστική ανάπτυξη, καθώς κι όλη ηθική αγανάκτηση, κι όλες οι ενθουσιώδεις διακηρύξεις των δημοκρατών. Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο ως επακόλουθο μιας νέας κρίσης. Είναι, όμως, τόσο βέβαιη όσο και αυτή η κρίση». (Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία»).


Τρελοί και γαϊδούρια οι τρομοκράτες

Γράμμα του Μαρξ στον Ένγκελς, 6-5-1852:
«Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ότι προσχεδιάζεται ένα κάποιο πραξικόπημα. Ο στρατηγός Κλέπκα αναχώρησε ήδη για τη Μάλτα με ένα διορισμό στην τσέπη του που υπογράφεται από τους Κοσούθ-Ματζίνι, οι οποίοι τον τοποθετούν επικεφαλής του ιταλο-ουγγρικού στρατού.
Πιστεύω ότι θα αρχίσουν από τη Σικελία. Αν αυτοί οι κύριοι δεν υποστούν ήττες και χτυπή-ματα δυο φορές το χρόνο αισθάνονται άσχημα. Ότι η παγκόσμια ιστορία αναπτύσσεται και χωρίς το έργο τους, χωρίς την επέμβασή τους, και μιλώ για επίσημη επέμβαση, δεν θέλουν να το παραδεχτούν». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, ΧΧΧΙΧ)
Και ακόμα το γράμμα του Μαρξ στον Άντολφ Κλάους, 10-5-1852:
«Έλαβα εδώ και μια δήλωση αρχής του στρατηγού Κλέπκα, απ’ όπου θα δεις ότι και αυτός αρχίζει να αντιδρά στον Κοσούθ. Η κατάληξη αυτής της δήλωσης σημαίνει ότι και ο Κλέπκα θα συμμετάσχει στο πραξικόπημα που προσχεδιάζει ο Ματζίνι. Αν δεν κάνω λάθος, σου έχω γράψει για το σχέδιο των κυρίων Ματζίνι-Κοσούθ κτλ. να κάνουν πραξικόπημα. Τίποτα δεν θα ήταν πιο ευνοϊκό για τις μεγάλες δυνάμεις και ειδικά για τον Βοναπάρτη, τίποτα δεν θα μπορούσε να τους ευνοήσει περισσότερο». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα ΧΧΧΙΧ).
Ο Μαρξ στον Ένγκελς, γράμμα 30-8-1852:
«Γνωρίζω από σίγουρη πηγή ότι αυτός ο τρελόγερος του Λελέουλ και ο Θαντάους Γκορτζόβ-σκι βρέθηκαν εδώ ως αντιπρόσωποι της πολωνικής ‘Συγκέντρωσης’. Πρότειναν στον Κοσούθ και στον Ματζίνι ένα εξεγερτικό σχέδιο, του οποίου pivot [άξονας] είναι η συνεργασία του Βοναπάρτη. Αυτοί οι γερο-γάιδαροι συνωμότες όλο και ‘ξετσιμπάνε’. Ως πράκτορα εδώ έχουν και κάποιο κόμη του Λανκοράνσκι ή κάτι τέτοιο. Αυτός ο νέος είναι ένας Ρώσος πράκτορας και το εξεγερτικό τους σχέδιο είχε την τιμή να διορθωθεί προηγουμένως στην Πετρούπολη».


Η συνωμοσία του Μιλάνου

Στην Ιταλία, μετά το 1849, οι Αυστριακοί ξαναοργάνωσαν τη στρατιωτική τους δύναμη στο Βένετο και στη Λομβαρδία και κυρίως στο Μιλάνο. Ο Φ. Ένγκελς υπολόγιζε σε 120.000 άν-δρες την αυστριακή στρατιωτική παρουσία στην Ιταλία εκείνη την περίοδο και θεωρούσε α-δύνατη μια στρατιωτική εξέγερση αν δεν επιδρούσαν σπουδαία εξωτερικά γεγονότα (ρήξη στην ισορροπία δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οικονομική κρίση). Ο Ματζίνι δεν λάμβανε υπόψη του αυτά τα γεγονότα και νόμιζε ότι με μια αρχική επιτυχία μπορούσε να πυροδοτήσει μια νέα επαναστατική πυρκαγιά: μαζί με το Μιλάνο μια εξέγερση στο κράτος της Ρώμης και στη Σικελία. Επομένως, με βάση τις ειδήσεις που προέρχονταν από τους μετανάστες αποφά-σισε να δώσει το έναυσμα στην εξέγερση του Μιλάνου. Στις 6 Φεβρουαρίου 1853, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης εξόδου της αυστριακής φρουράς, έπρεπε να επιτεθούν ξαφνικά με μα-χαίρια στις φρουρές των στρατοπέδων και της πόλης και να καταλάβουν τις αποθήκες όπλων. Οι Αυστριακοί πράγματι αιφνιδιάστηκαν, αλλά η επίθεση έγινε με ανεπαρκείς και διασκορπι-σμένες δυνάμεις και έτσι απέτυχε άδοξα. Μετά απ’ αυτή την αποτυχία το κόμμα του Ματζίνι περιέπεσε οριστικά σε κρίση.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριζαν το προτσές της ιταλικής ενοποίησης. Υποστήριζαν, επο-μένως, το δημοκρατικό κίνημα, επισημαίνοντας, όμως, όλα τα ελαττώματά του. Παρ’ όλα αυτά, δημόσια ήταν υποχρεωμένοι να είναι περισσότερο συγκαταβατικοί. Για το επεισόδιο του Μιλάνου ο Μαρξ γράφει στην αμερικανική εφημερίδα ‘New York Daily Tribune’:
«Η εξέγερση του Μιλάνου είναι σημαντική ως σύμπτωμα της επαναστατικής κρίσης που κα-λύπτει όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και άξια θαυμασμού ως μια ηρωική πράξη μιας χούφτας προλετάριων που οπλισμένοι μόνο με μαχαίρια είχαν το κουράγιο να επιτεθούν σε μια πόλη και σ’ ένα στρατό 40.000 ανδρών, από τους καλύτερους της Ευρώπης, ενώ τα παιδιά του Μα-μόνε χόρευαν και τραγουδούσαν μέσα στα δάκρυα και στο αίμα του βασανισμένου και ταπει-νωμένου έθνους τους. Αλλά ως μεγάλο φινάλε της αιώνιας συνωμοσίας του Ματζίνι, των φανφαρόνικων διακηρύξεών του ενάντια στο γαλλικό λαό είναι ένα αποτέλεσμα πολύ κακο-μοίρικο.
Πρέπει να υποθέσουμε ότι από τώρα και στο εξής παίρνουν τέλος οι ξαφνικές επαναστάσεις, révolutions improvisées όπως τις αποκαλούν οι Γάλλοι. Πού ακούστηκε ότι οι μεγάλοι αυτο-σχεδιαστές είναι και μεγάλοι ποιητές; Στην πολιτική γίνεται όπως και στην ποίηση. Οι επανα-στάσεις δεν γίνονται ποτέ κατά παραγγελία. Μετά την τρομερή εμπειρία του ’48 και ’49 χρειάζεται κάτι περισσότερο από τις γραπτές διακηρύξεις που έγιναν από αρχηγούς οι οποίοι βρίσκονται μακριά για να προκαλέσουν εθνικές επαναστάσεις». (‘New York Daily Tribune’ 8-5-1853)
Και σ’ ένα άλλο άρθρο:
«Οι φίλοι του Ματζίνι βεβαιώνουν τώρα ομόφωνα ότι η εξέγερση του Μιλάνου επιβλήθηκε σ’ αυτόν και τους συνεταίρους του, από περιστάσεις που δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν. Αλλά, απ’ τη μια πλευρά είναι σύμφυτο στη φάση των συνωμοσιών να παρασύρονται σε ηρωική έ-κρηξη από προδοσία ή από τύχη. Απ’ την άλλη, αν επί τρία χρόνια εσείς φωνάζετε δράση, δράση, δράση, αν το επαναστατικό λεξιλόγιό σας περιορίζεται σε μια μόνο λέξη ‘εξέγερση’, δεν μπορείτε να διατηρήσετε αρκετό κύρος ώστε να δώσετε κάποια στιγμή την εντολή: Δεν πρέπει να είναι μια εξέγερση».
(‘New York Daily Tribune’ 4-4-1853)
Τέλος, για να κλείσουμε το θέμα:
«Ο ημερήσιος τύπος του Λονδίνου εκδηλώνει με μεγάλη έπαρση όλη τη φρίκη του και την ηθική ντροπή του για τη διακήρυξη του Ματζίνι που βρέθηκε στην κατοχή του Φελίπε Ορσίνι, αρχηγού της Ομάδας 2, η οποία προοριζόταν να εξεγερθεί στη Λουνιγκιάνα, περιοχή που πε-ριλαμβάνει μέρος των εδαφών της Μόντενας και Πάρμας και του βασιλείου του Πιεμόντε. Σ’ αυτή τη διακήρυξη παροτρύνεται ο λαός να ‘δράσει ξαφνικά, όπως ο λαός του Μιλάνου προ-σπάθησε και θα προσπαθήσει ακόμη να κάνει’.
Η διακήρυξη λέει, επομένως, ότι ‘Το μαχαίρι, αν χτυπήσει ξαφνικά, χτυπάει το στόχο, προ-σφέρει μια καλή υπηρεσία και παίρνει τη θέση του τουφεκιού’ (…) Κατά τη γνώμη μου ο Ματζίνι σφάλλει (…) στο όνειρό του για μια ιταλική επανάσταση, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί όχι χάριν των ευνοϊκών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι ευρωπαϊκές περιπλοκές, αλλά χάριν της ατομικής δράσης των Ιταλών συνωμοτών που δρουν ξαφνικά’».
(‘New York Daily Tribune’ 12-12-1853)


Το τρομοκρατικό κύμα της δεκαετίας του ‘50

Η αποτυχία της εξέγερσης το ’53 δημιούργησε τη ρήξη στο κόμμα του Ματζίνι, αλλά δεν με-τατόπισε χιλιοστό την πεποίθησή του ότι μπορούσε να συνεχίσει τις εξεγερτικές προσπάθειες στην Ιταλία.
Όπως είχε πει και ο Μαρξ «αν φωνάζετε επί 3 χρόνια, δράση, δράση, δράση, δράση», τότε θα έχετε δράση. Λίγο έλλειψε να τιναχθεί στον αέρα η Παναγία των Παρισίων και ο Ναπολέων ο Τέταρτος. Ένα μεγάλο μέρος των ‘εξεγερτικών’ δημοκρατικών δεν ακολούθησε τον Ματζίνι και μηχανορραφούσε με τον Καβούρ. Οι σκληροί αντί με λεφτά και πλοία συνέχισαν με βόμ-βες και μαχαίρια. Δεν υπάρχει τίποτε το καινούργιο κάτω απ’ τον ωραίο ήλιο της Ιταλίας.
Το 1856 στη Σικελία έγινε η προσπάθεια του Μαρκήσιου Μπεντιβέγκα στο Μετσογιούζο και στο Βιλαφράτι. Αλλά το πιο σπουδαίο και καταστροφικό γεγονός υπήρξε η εκστρατεία στο Σάπρι, του Κάρλο Πιζακάνε και η εξεγερτική προσπάθεια στην πόλη της Γένοβας όπου ο Μα-τζίνι οδήγησε σε καταστροφή τις εργατικές ενώσεις της αλληλοβοήθειας που καθοδηγούνταν από οπαδούς του, το καλοκαίρι του 1857. Από το 1853 ως το 1856 έγιναν τέσσερις εξεγερτικές προσπάθειες στην περιοχή της Λουνιγκιάνας. Πρέπει, όμως, να παίρνουμε πάντα υπόψη ότι σ’ αυτές ενεπλέκοντο περιορισμένες ομάδες συνωμοτών. Σ’ αυτό το σημείο ο Μαρξ απαύδησε και στις 6 του Ιούλη γράφει στον Ένγκελς:
«Το πραξικόπημα του Ματζίνι είναι ακριβώς της παλιάς παραδοσιακής μορφής. Αν τουλάχι-στον αυτό το γαϊδούρι δεν είχε βάλει στη μέση τη Γένοβα!».
(Μαρξ – ‘Ενγκελς, Άπαντα XL)
Οι ίδιες οι βιογραφίες μερικών αντιπροσώπων του Κόμματος Δράσης (το κόμμα του Ματζίνι) και των παραφυάδων του εκθέτουν τη δραστηριότητα της δημοκρατικής τρομοκρατίας. Αυτή χαρακτηρίστηκε από πολυάριθμες απόπειρες, πραξικοπήματα, τρομοκρατικές πράξεις με νε-κρούς και τραυματίες. Ανάμεσά τους θα μπορούσαμε να υπενθυμίσουμε την παρά λίγο από-πειρα ενάντια στο βασιλιά Κάρλο Αλμπέρτο το 1833 από μέρους των ματζινικών Αντόνιο Γκαλένγκα και Λουίτζι Αμεντέο Μελεγκάρι που μπήκαν και οι δύο στη Νεαρή Ιταλία μετά τα συνθήματα του 1831. Ο Μελεγκάρι έγινε το 1848 γραμματέας της κυβέρνησης Ρατάτζι, γε-ρουσιαστής το 1862, υπουργός των Εξωτερικών του Ντε Πρέτις το 1876. (Στοιχεία από το «Λεξικό της Εθνικής Παλιγγενεσίας», εκδ. Vallerdi Μιλάνο 1930).
Η απόπειρα κατά του Λουίτζι Φιλίππο εκ μέρους του Τζιουζέπε Φιέσκι, μέλους της Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έγινε στις 28 του Ιούλη του 1835 αυτός πέταξε μια βόμβα που προκάλεσε 15 νεκρούς και 50 τραυματίες.
Και ο Φραγκίσκος Κρίσπι, που μετά το 1877 έγινε δύο φορές υπουργός Εσωτερικών και δύο φορές πρωθυπουργός, ήταν συνεργάτης του Ματζίνι στη δεκαετία του ’50. Ένας από τους βι-ογράφους του, ο Σέρτζιο Ρομάνο, γράφει:
«Άλλοι, τέλος, … τον κατηγόρησαν ότι ήταν τότε ένας επικίνδυνος δυναμιτιστής (στο Παρίσι 1856-1858). Από την κατηγορία αυτή υπεράσπισε τον εαυτό του με αξιοπρέπεια, υπενθυμίζο-ντας ότι οι μηχανορραφίες και συνωμοσίες εκείνων των χρόνων δημιούργησαν την Ιταλία». (Σέρτζιο Ρομάνο, «Κρίσπι: Σχέδιο μιας διχτατορίας», εκδ. Bompiani 1973).
«Πριν από τη βάπτιση του γιού του Ναπολέοντα του ΙΙΙ –αναφέρει ακόμα ο Ρομάνο- (…) ένας Γάλλος εργάτης έγραψε στον Ματζίνι για να του προτείνει να ανατινάξει την Παναγία των Παρισίων την ημέρα της τελετής με εκρηκτικό που θα τοποθετείτο στις κατακόμβες κάτω από τον καθεδρικό ναό, των οποίων αυτός γνώριζε την ύπαρξη. Ο Ματζίνι πληροφόρησε τον Κρί-σπι και τον επιφόρτισε να έλθει σε επαφή με τον εργάτη για να μελετήσει τις προθέσεις. Ο Κρίσπι πήγε σ’ αυτόν. Στο 5ο πάτωμα μιας λαϊκής κατοικίας του Φώμπουργκ στο Σαν Αντουάν βρήκε τον εν λόγω άνδρα, διαυγή, ήσυχο που μιλούσε για το σχέδιό του με απάθεια, σαν να μιλούσε για ένα εμπορικό σχέδιο, για μια πρωτοβουλία καλής πράξης… Πριν φύγει (για την Ιταλία και Σικελία τον Ιούλιο του 1859) πήγε στον Ματζίνι για τις τελευταίες οδηγίες. Ο τελευταίος τού έδωσε, φαίνεται, το μοντέλο της βόμβας που ο Ορσίνι είχε χρησιμοποιήσει ενάντια στον Ναπολέοντα τον ΙΙΙ… Έφθασε στη Μεσίνα στις 26 Ιουλίου και αμέσως συγκέ-ντρωσε τους φίλους του για να τους μάθει τη χρησιμοποίηση της βόμβας του Ορσίνι. Ήταν μια σιδερένια μπάλα, γεμάτη μαύρη σκόνη που είχε πολλά καψούλια δεμένα στο εσωτερικό της. Έφτανε να την πετάξεις κάτω: ‘από όποιο μέρος και να πέσει, το καψύλιο χτυπιέται και η φλόγα μεταδίδεται στη σκόνη και έτσι εκρήγνυται η βόμβα, γίνεται θραύσματα και όσοι βρί-σκονται γύρω τραυματίζονται’. Δίδαξε την κατασκευή της στους πατριώτες της Μεσίνας, Κα-τάνιας, Συρακούσας και Παλέρμου…». (ό.π.)
Η απόπειρα των Φελίσε Ορσίνι, Τζουζέπε Πιέρι, Κάρλο ντε Ρούντιο, Αντόνιο Γκόμεζ (όλοι ματζινικής προέλευσης) ενάντια στον Ναπολέοντα τον ΙΙΙ έγινε στις 14 Δεκεμβρίου 1857. Αυτοί πέταξαν τρεις βόμβες στο πέρασμα της αυτοκρατορικής άμαξας. Αποτέλεσμα: 8 νεκροί και 150 τραυματίες μεταξύ της σωματοφυλακής και του πλήθους. (Τζιόρτζιο Καντελόρο, «Ι-στορία της σύγχρονης Ιταλίας» IV).
Η ιδεολογία της «δημοκρατικής θέλησης» εκτίθεται με σαφήνεια από τον ίδιο τον Ματζίνι, τόσο στο δεκαπενθήμερο «Σκέψη και Δράση», όσο και σε διακηρύξεις. Σ’ ένα απ’ αυτά, του 1858, διαβάζουμε:
«Ποιο πρέπει να είναι σήμερα το σύνθημα, η πολεμική κραυγή για το κόμμα; Η απάντηση είναι απλή: περιέχεται σε μια μόνο λέξη: δράση… Οι δυνάμεις του κόμματος αριθμητικά αυ-ξήθηκαν, αλλά η ενότητα του κόμματος δεν επιτεύχθηκε. Μερικές μειοψηφίες, συγκροτημένες, αποδεικνύουν με μια αστείρευτη ζωτικότητα και με την τρομοκρατία που προκαλούν στον εχθρό, ποια είναι η δύναμη μιας θετικής, πρακτικής και οριστικής ένωσης…». (Τζ. Ματζίνι, «Ανέκδοτα και εκδομένα γραπτά»).


Το πρωτεύον της πολιτικής και το πρωτεύον της βίας

Εκείνη την περίοδο ο Μαρξ και ο Ένγκελς τονίζουν πολλές φορές τις θέσεις τους για τη δη-μοκρατική τρομοκρατία και ειδικά για την ιταλική. Ο Ματζίνι θεωρητικοποίησε την «τρομο-κρατία που προκαλούν στον εχθρό» οι «συγκροτημένες μειοψηφίες».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σ’ ολόκληρη τη ζωή τους πάλεψαν ενάντια σ’ αυτή την υποκειμενική αντίληψη της πολιτικής, ενάντια σ’ αυτή τη σεχταριστική αντίληψη. Εργάστηκαν για μια κοι-νωνική επανάσταση που έχει για πρωταγωνιστή όχι μια «μειοψηφία» που εμπνέει «τρόμο», αλλά την τάξη του προλεταριάτου, τη μάζα των εκμεταλλευομένων.
Σ’ ένα άρθρο της ‘New York Daily Tribune’ στις 11-9-1858 ο Μαρξ γράφει για τον Ματζίνι:
«Μέχρι τώρα αυτός θεωρήθηκε ως ο ηγέτης των ρεπουμπλικάνων φορμαλιστών της Ευρώπης. Σκυμμένοι αποκλειστικά πάνω στις πολιτικές μορφές το κράτους αυτοί ούτε έριξαν μια ματιά στην κοινωνική οργάνωση πάνω στην οποία στηρίζεται το πολιτικό εποικοδόμημα. Περήφανοι για τον ψεύτικο ιδεαλισμό τους απαξιούν να λάβουν γνώση της οικονομικής πραγματικότητας. Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να είσαι ιδεαλιστής για λογαριασμό τρίτων. Ένας χορτάτος μπορεί εύκολα να κοροϊδεύει τον υλισμό των πεινασμένων που ζητούν ένα χυδαίο κομμάτι ψωμί αντί για ανώτερες ιδέες. Οι τριουμβίροι της Δημοκρατίας της Ρώμης του 1848, που άφησαν τους αγρότες της υπαίθρου της Ρώμης σε μια κατάσταση δουλειάς περισσότερο εξοργιστική από εκείνη των προγόνων της Αυτοκρατορικής Ρώμης, ούτε το σκέφτηκαν δεύ-τερη φορά όταν επρόκειτο να συζητήσουν για τη μετάπτωση της αγροτικής νοοτροπίας».
Σε ένα γράμμα του στον Ένγκελς στις 14-3-1869 γράφει για τη γερμανική δημοκρατία:
«Ο άνθρωπος της ‘Zukunft’ είναι απεριόριστα πιο έξυπνος και πιο προικισμένος με βορειο-γερμανική λογική. Αλλά και σ’ αυτό βρίσκεται η upshot ότι οι εργάτες πρέπει κατά ένα μεγάλο βαθμό να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό των δημοκρατικών κυρίων και να μην ασχοληθούν τώρα με τα τρέιντ-γιούνιον». (Μαρξ – Ένγκελς, Άπαντα XLIII).
Οι συνωμοσίες, οι απόπειρες, τα πραξικοπήματα εξακολουθούν. Αυτά είναι ανοιχτά σε προ-βοκάτσιες παντός είδους. Αναμιγνύεται συχνά η αστυνομία του Ναπολέοντα του ΙΙΙ, που τα χρησιμοποιεί για να καταστείλει τους σοσιαλιστές εργάτες του Παρισιού που ανήκουν στην Α΄ Διεθνή. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο έργο της υπεράσπισης της εργατικής οργάνωσης βλέπουν το επικίνδυνο των τρομοκρατικών ενεργειών και ξεσκεπάζουν τη χρησιμοποίηση που κάνουν τα αστικά κόμματα στη μεταξύ τους πάλη.
Ο Μαρξ γράφει στον Ένγκελς στις 7-5-1870:
«Αν αυτή η plot (συνωμοσία) για τη δολοφονία του Μπραντιγκέ (υποκοριστικό του Ναπολέο-ντα ΙΙΙ) δεν είναι μια απλή επινόηση της αστυνομίας είναι βέβαιο ότι πρόκειται για τη μεγα-λύτερη ηλιθιότητα. Ευτυχώς που ο empire δεν σώζεται ούτε και με τη βλακεία των εχθρών του». (ό.π.)
Την επομένη ο Ένγκελς απαντάει στον Μαρξ:
«…Με τη φάρσα της συνωμοσίας ο κ. Πιέτρι (αρχηγός της Αστυνομίας του Παρισιού από το 1866 ως το 1870) μου φαίνεται ότι το παράκανε. Σ’ αυτές τις παλιές ηλίθιες φάρσες στο τέλος δεν πιστεύουν ούτε οι αστυνομικοί. Είναι αλήθεια πολύ όμορφο. Αυτός ο κακομοίρης ο Βο-ναπάρτης έχει μια σίγουρη λύση για κάθε αρρώστια. Προκειμένου για το δημοψήφισμα έχει ανάγκη να δώσει μια μεγάλη δόση στο λαό από απόπειρα, όπως ένας τσαρλατάνος γιατρός αρχίζει μια μεγάλη θεραπεία δίνοντας ένα καθαρτικό». (ό.π.)


Οι δημοκρατικοί τρομοκράτες ενάντια στην Κομμούνα του Παρισιού, τη μαζική προλεταριακή επανάσταση και όχι συνωμοσία μιας μυστικής ένωσης

Όταν απέναντι στις συνέπειες ενός πολέμου οι εργαζόμενοι του Παρισιού εξεγείρονται μαζικά και ανακηρύσσουν την Κομμούνα του Παρισιού, πολλοί δημοκράτες τούς καταδικάζουν. Οι τελευταίοι, έτοιμοι να χρησιμοποιούν βόμβες και μαχαίρια για την «πολιτική επανάσταση» υποχωρούν μπροστά στην «κοινωνική επανάσταση». Θεωρητικοποιούν την «πολιτική δολο-φονία» ενάντια στους «τυράννους», αλλά στέκουν έντρομοι μπροστά στη βία των προλεταρι-ακών μαζών.
Η αστική δημοκρατία χρησιμοποίησε τις προλεταριακές μάζες στους αγώνες της ενάντια στην αριστοκρατία, αλλά μόλις αυτές κατέβηκαν στο πεδίο για τα δικά τους αυτόνομα οικονομικά ταξικά συμφέροντα, τις καταπολέμησε.
Στο άρθρο «Η Κομμούνα της Γαλλίας» ο Ματζίνι υποστήριζε:
«Αν εφαρμοστεί η διάταξη της Κομμούνας, θα πισωγυρίσει στο Μεσαίωνα τη Γαλλία και θα της κλέψει, όχι για χρόνια αλλά για αιώνες, κάθε ελπίδα ανάστασης… Θα οδηγήσει στον α-προσδιόριστο διαμελισμό των εξουσιών… και, επομένως, στην απόλυτη άρνηση του έ-θνους…» (Από το εβδομαδιαίο περιοδικό «Η Ρώμη του λαού» 26-4-1871).
«Στους Ιταλούς εργάτες… Μέσα στο κανονικό κίνημα των ανθρώπων της εργασίας ξεπήδησε μια οργάνωση που απειλεί να του ψευτίσει το στόχο, τα μέσα και το πνεύμα με το οποίο μέχρι τώρα εμπνέεσθε και με το οποίο μόνο μπορείτε να πετύχετε τη νίκη. Μιλάω για τη Διεθνή». (ό.π.)
Ο ίδιος ο Ματζίνι το Μάη του 1871 είχε αποκαλέσει τη Διεθνή «γνωστή για τον υποκινητικό της ρόλο που έπαιξε στο Παρίσι».
Μέσα στο γενικό συμβούλιο της Διεθνούς οι επιθέσεις του Ματζίνι ήταν γνωστές και κατα-πολεμήθηκαν. Στη συγκέντρωση της 6-6-1871 μίλησε γι’ αυτές ο Κ. Μαρξ:
«Το γεγονός δεν ήταν γνωστό όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά ο Ματζίνι ήταν πάντα αντίθετος στο εργατικό κίνημα. Κατήγγειλε τους εξεγερμένους του Ιούνη του 1848 και ο Λουί Μπλαν… του απάντησε.
Όταν ο Πιερ Λερού –που είχε μια πολυάριθμη οικογένεια- βρήκε μια θέση στο Λονδίνο, ο Ματζίνι ήταν ο άνθρωπος που τον κατήγγειλε. Στην ουσία ο Ματζίνι, με τον αρχαίο ρεπου-μπλικανισμό του, δεν γνώριζε τίποτα και δεν έκανε τίποτα. Στην Ιταλία δημιούργησε ένα στρατιωτικό δεσποτισμό με την κραυγή του για την εθνότητα. Γι’ αυτόν το κράτος, πράγμα φανταστικό, ήταν τα πάντα και η κοινωνία –που ήταν μια πραγματικότητα- δεν ήταν τίποτα. Όσο πιο γρήγορα ο λαός θα περιφρονήσει αυτό τον άνθρωπο τόσο το καλύτερο». (ό.π.)


Μια άποψη

Καταλήγουμε αναφερόμενοι σε μια συζήτηση του Μαρξ με τον Άγγλο χαρτιστή George Julian Harney, που έγινε το Δεκέμβριο του 1878.
Σ’ αυτήν ο ιδρυτής του επιστημονικού κομμουνισμού αποδείχνει ακόμα μια φορά το ανώφελο των τρομοκρατικών πράξεων.
Ερώτηση: «Οι σοσιαλιστές θεωρούν τη δολοφονία και το χυμένο αίμα αναγκαία μέσα για την πραγματοποίηση των αρχών τους;».
Απάντηση: «Κανένα μεγάλο κίνημα δεν γεννήθηκε χωρίς να χυθεί αίμα, ούτε ένα. Οι Ενωμέ-νες Πολιτείες της Αμερικής έφταναν στην ανεξαρτησία χύνοντας αίμα. Ο Ναπολέων κατέκτησε τη Γαλλία με αιματηρές ενέργειες και ηττήθηκε με τον ίδιο τρόπο. Η Ιταλία, η Αγγλία, η Γερμανία και κάθε άλλη χώρα μάς δίνουν ανάλογα παραδείγματα. Η δολοφονία μετά –το γνωρίζουν όλοι- δεν είναι τίποτα το καινούργιο. Ο Ορσίνι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Ναπολέοντα, αλλά οι βασιλιάδες αναστάτωσαν περισσότερους ανθρώπους από οποιονδήποτε άλλο. Οι Ιησουίτες σκότωσαν, οι πουριτανοί που καθοδηγούνταν από τον Κρόμγουελ σκότω-σαν και αυτά πολύ πιο πριν από τότε που ακούστηκε να μιλάνε για τους σοσιαλιστές. Σήμερα, όμως, ρίχνουν στους σοσιαλιστές την ευθύνη κάθε απόπειρας ενάντια στους βασιλιάδες και στους πολιτικούς. Και, όμως, αυτή τη στιγμή οι σοσιαλιστές νοσταλγούν με λύπη το θάνατο του Γερμανού αυτοκράτορα που είναι χρησιμότατος στη θέση του. Όσο για τον Βίσμαρκ πρόσφερε στο κίνημά μας περισσότερο από κάθε άλλον γιατί οδηγεί τα πράγματα στην απελ-πισία». («Συζητήσεις με τον Μαρξ και τον Ένγκελς», εκδ. Einaudi).

Lotta Comunista φ. 93, 1978

Δεν υπάρχουν σχόλια: