Παναγιώτης Σηφογιωργάκης
Η πολεμική που άσκησαν ορισμένα δημοσιεύματα στον εγχώριο επαναστατικό τύπο κατά της απόφασης της LCR (γαλλικού τμήματος της 4ης Διεθνούς) να αφαιρέσει από το καταστατικό της τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» θα έμοιαζε απρόκλητη, αν οι εμπνευστές της κατέβαλαν τον κόπο να ασχοληθούν σοβαρά και με ειλικρίνεια με τα επιχειρήματα που δικαιολόγησαν αυτή την απόφαση. Στην περίπτωση κάποιων σκληροπυρηνικών κριτικών από ακραιφνείς σεκταριστικές «τροτσκοειδείς» ομάδες έχουμε να κάνουμε είτε με μια άγνοια των επιχειρημάτων, είτε με μια βιαστική παράκαμψη τους προκειμένου να εξαπολυθεί μια σκόπιμη ή από κεκτημένη ταχύτητα καταγγελία για «αναθεωτηρισμό». Η κοινή συνισταμένη, ρητή ή άρρητη, αυτών των πολεμικών δεν είναι πάρα μία χαρακτηριστική έκφραση δογματισμού: αφαιρώντας τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» απ’ το καταστατικό της, η LCR αναθεωρεί τον επαναστατικό μαρξισμό.
Η πολιτική πώρωση που θέλει την 4η Διεθνή να είναι «δεξιά κεντριστική», στην καλύτερη περίπτωση, και «αντεπαναστατική», στη χειρότερη, προϋποθέτει μία ορισμένη συγγένεια με τις σταλινικές πρακτικές συκοφαντίας.
Το τροτσκιστικό «περίβλημα» δε χρησιμεύει και πολύ εν προκειμένω. Οι διάφοροι επίγονοι των Τζέρυ Χήλι, Μορένο και των «τροτσκιστικών» τους διεθνών που δυσφήμησαν το ρεύμα του τροτσκισμού, σε μερικές περιπτώσεις πιο αποτελεσματικά από τις σταλινικές πλαστογραφίες, βρίσκονται άοκνα επί τω έργω.
Θα έπρεπε να τους θυμίσουμε για παράδειγμα την αλήστου μνήμης θέση του Μορένο για τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Κανένας ούτε καν οι ίδιοι οι σταλινικοί δε θεωρητικοποίησαν τη «δικτατορία του μοναδικού κόμματος» στο όνομα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σαν κι αυτόν τον «τροτσκιστή»!
Έτσι λοιπόν δεν έχει σημασία για αυτές τις κριτικές ο προσδιορισμός από την ίδια την LCR μιας σαφούς επαναστατικής στρατηγικής με πυρήνα τις βασικές αρχές που χαρακτήρισαν «το κράτος της Κομμούνας», πάνω στο οποίο βάσισαν την έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου» οι Μαρξ και Ένγκελς. Άγχη όμως λανθάνουν ακόμη και σε κριτικές που διεκδικούν να είναι περισσότερο σοβαρές και ψύχραιμες.
Τέτοια είναι μέσα στη σχηματική «ορθοδοξία» της η κριτική του συντρόφου Χ. Πετράκου που συνοδεύει το άρθρο του συντρόφου μας F.Olivier από τη Rouge που δημοσιεύει το περιοδικό «Διεθνιστική Αριστερά» που εκδίδεται από τη Δ.Ε.Α..
Πιο προσεκτικά διατυπώμενη, αλλά ωστόσο εξίσου αποκαλυπτική, είναι η άποψη του ότι «δε βλέπουμε γιατί θα έπρεπε να απαρνηθούμε ένα μέρος της επαναστατικής μαρξιστικής παράδοσης κάτω από την πίεση της αστικής κοινής γνώμης …».
Θα έπρεπε λοιπόν να φανταστούμε τους συντρόφους μας της LCR, να αισθάνονται άσχημα στα «σαλόνια» της αστικής τάξης στα οποία κυκλοφορούν, από την κατακραυγή του Le Monde και την απόρριψη της μαρξιστικής δικτατορίας από τους διανοούμενους της μόδας.
Θα πρέπει να πούμε ότι το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι σύντροφοί μας της LCR είναι κάπως διαφορετικό: είναι η εργατική τάξη και η ριζοσπαστική νεολαία.
Μ’ αυτούς τους χώρους αλληλεπιδρά σαν οργάνωση, απ’ αυτές τις πηγές αντλεί τις οργανωτικές και πολιτικές της δυνάμεις. «Ύστερα απ’ όλες τις ιστορικές εμπειρίες του 20ου αιώνα, ο όρος ‘δικτατορία’ - με ή χωρίς προσδιορισμό - είναι πλέον απεχθής. Και πρώτα απ’ όλα από εμάς τους ίδιους.» υποστηρίζει ο σύντροφος Francois και εννοεί ότι είναι απεχθής στις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες είναι οι εν δυνάμει επαναστατικές.
Ίσως ο σύντροφος Χ.Π. να εννοούσε ότι «η πλειοψηφία της εργατικής τάξης βρίσκεται υπό την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας» στο συγκεκριμένο θέμα. Μόνο που δεν το είπε. Μιλάει για «αστική κοινή γνώμη». Είναι κάτι διαφορετικό. Μια έννοια που από μαρξιστική άποψη τουλάχιστο δεν έχει καθορισμένο περιεχόμενο.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ο συν. Χ.Π. παραδέχεται ότι «οι πολιτικοί όροι από μόνοι τους δεν έχουν καμία δύναμη. Αυτό που έχει σημασία είναι ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τις χρησιμοποιούν».
Αν και η αντίληψη αυτή είναι αρκετά εργαλειακή, (στο μέτρο που η LCR είναι η αυτή η επαναστατική δύναμη που είναι θα μπορούσε να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε όρο για να περιγράψει την επαναστατική στρατηγική της) ο σύντροφος θέλει να πείσει ότι δεν τον χαρακτηρίζει κανένας «φετιχισμός» με τους όρους.
Μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι τους κλασικούς του μαρξισμού δεν τους διακατείχε ένας τέτοιος «φετιχισμός»: ο Λένιν θεώρησε αναγκαίο να βγάλει το «βρώμικο πουκάμισο» του ονόματος «σοσιαλδημοκράτες» και να ονομάσει το κόμμα των μπολσεβίκων «κομμουνιστικό», μετά το σοσιαλπατριωτικό εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας της 2ης Διεθνούς μπροστά στον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Στη σχετική διαβεβαίωση από τον Τρότσκι - σχετική και με το ζήτημα που τυγχάνει εδώ να πραγματευόμαστε - ότι «σαν Μαρξιστές, δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας», η Ρόζα Λούξεμπουργκ μπορούσε να αντιτείνει: «αλλά ούτε και του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού είμαστε ειδωλολάτρες».
Ο Τρότσκι, αργότερα, υπήρξε κρυστάλλινα σαφής ως προς τη σημασία που απέδιδε σ’ ορολογικά ζητήματα στη διάρκεια της αντιπαράθεσης του με την αντιπολίτευση των Σάχτμαν και Μπάρναμ μέσα στο αμερικάνικο ΣΕΚ, που καταγράφτηκε στη συλλογή κειμένων του με τον τίτλο στην «Υπεράσπιση του Μαρξισμού», που είναι από κάθε άποψη ένα παράδειγμα υπεράσπισης θεμελιωδών αρχών του μαρξισμού. Απέναντι στη θέση των Σάχτμαν και Μπάρναμ αναφορικά με την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ αναγνώριζε ότι οι ορολογικές διαφορές δεν έχουν σημασία παρά μόνο σε σχέση με τις πολιτικές συνέπειες τους.
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν οι διαφορές στην ορολογία οδηγούν σε «διαμετρικά αντίθετα πολιτικά συμπεράσματα». Οι κριτικές στην LCR αδυνατούν να δείξουν ποια είναι τα διαφορετικά στρατηγικά πολιτικά συμπεράσματα που συνεπάγεται η απάλειψη του όρου «δικτατορία του προλεταριάτου» από το καταστατικό της. Αφήνεται απλά να αιωρείται στην ατμόσφαιρα η απειλή ότι η κλωστή του επαναστατικού μαρξισμού, στην περίπτωση της LCR, αρχίζει να ξεφτά με πρώτο δείγμα την αλλαγή των κοινά παραδεκτών μαρξιστικών όρων κάτω από την πίεση της αστικής ιδεολογίας.
Στην πραγματικότητα παρά τη αναγνώριση από το σύντροφο Χ.Π. ότι «εννοείται ότι για μας η ‘δικτατορία του προλεταριάτου’ δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ‘τον αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό, τη δημοκρατία χωρίς όρια, την εξουσία των εργατών και εργατριών, δηλαδή της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού, ενάντια στη δικτατορία των χρηματιστηρίων’, όπως πολύ σωστά οι σύντροφοι της LCR περιγράφουν το σκληρό πυρήνα του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης», οι διαφορές δεν αφορούν μόνο τις λέξεις, αλλά και τη σημασία τους. Οι διαφορές αφορούν και στον ίδιο τον πυρήνα του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι πολιτικές συνέπειες δεν μπορούν να παραβλεφθούν.
ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ: ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΣΜΟΣ
Η γραφειοκρατική αποκρυστάλλωση στη Σοβιετική Ρωσία δεν ήταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα κάποιου προπατορικού αμαρτήματος του μπολσεβικισμού και της λενινιστικής θεωρίας της οργάνωσης. Η ερμηνεία αυτή που έχει προβληθεί κατά κόρον από τους αστούς, τους σοσιαλδημοκράτες και τους αναρχικούς στηρίζεται σε στιγμιότυπα από την προεπαναστατική και πρώτη μετεπαναστατική (στη διάρκεια της ζωής του Λένιν) ιστορική πορεία του μπολσεβικισμού και όχι από το σύνολό της. Μέχρι και το 10ο Συνέδριο του, όπου απαγορεύτηκε επίσημα ο σχηματισμός τάσεων και φραξιών, το ΡΚΚ χαρακτηριζόταν από ένα ζωντανό εσωτερικό δημοκρατικό καθεστώς. Ο ίδιος ο Λένιν στο περίφημο βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση» λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση υποστήριξε ότι το κοινωνικό περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι η πλατύτερη και πιο ολοκληρωμένη σε σχέση με κάθε προηγούμενη ιστορική εμπειρία δημοκρατία για την πλειοψηφία του καταπιεζόμενου λαού, μια αληθινή προλεταριακή δημοκρατία όπου στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων ήταν αναγκαίο να συμμετέχει και η τελευταία καθαρίστρια.. Σ’ αυτή τη λενινιστική αντίληψη η καταστροφή της αστικής κρατικής μηχανής και η αντικατάστασή της με το κράτος της Κομμούνας αποτελεί την επαναστατική έκφραση της αυτενέργειας και αυτοαπελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Η διάκριση ανάμεσα στη εξουσία των εργατών και το ρόλο του κόμματος είχε, άλλωστε, κατακτηθεί από το Λένιν ήδη από το 1905, κατά τη «γενική δοκιμή» του Οκτώβρη και την πρώτη εμφάνιση των Σοβιέτ.
Η ίδια η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην έγκαιρη, στην εποχή της, και, πλέον, κλασική κριτική της στους μπολσεβίκους στη «Ρώσικη Επανάσταση» κατέληγε στο συμπέρασμα ότι: «Αυτό που συμβαίνει στη Ρωσία είναι ευνόητο. Είναι μία αναπόφευκτη αλυσίδα αιτιών και αποτελεσμάτων, που αφετηρία και τερματισμός τους είναι: η αδράνεια του γερμανικού προλεταριάτου και η κατοχή της Ρωσίας από το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Θα ήταν σα να ζητάει κανείς υπερφυσικά πράγματα από το Λένιν και τους συντρόφους του το να περιμένουμε κάτω από τέτοιες συνθήκες να δημιουργήσουν ως δια μαγείας την ωραιότερη από τις δημοκρατίες, την υποδειγματικότερη δικτατορία του προλεταριάτου και μία ανθούσα σοσιαλιστική οικονομία …. η σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο σε διεθνή κλίμακα.»
Παραμένουμε στα όρια του ιστορικού υλισμού, αν αναγνωρίσουμε σαν πρωταρχική αιτία του εκφυλισμού της Οκτωβριανής Επανάστασης, την απομόνωση της επανάστασης σε μία καθυστερημένη περιφερειακή χώρα σε ιμπεριαλιστική περικύκλωση και εξάντληση από ένα αιματηρό και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ύστερα από την τραγική ήττα των επαναστατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο μετά από 85 χρόνια διαφεύγει από αρκετούς στην επαναστατική αριστερά η σημασία εκείνης της πρώιμης κριτικής των Ρόζας. Πολλοί «λενινιστές» αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα σοβαρά πολιτικά λάθη των μπολσεβίκων που προλείαναν το έδαφος για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της γραφειοκρατίας υπό το Στάλιν.
Αυτή η συγκέντρωση ισχύος στράφηκε στη συνέχεια ενάντια στην ίδια την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων και την επαναστατική γενιά του ’18. Η ηγεσία των μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένων των Λένιν και Τρότσκι, ειδικά στα 1920-22, ανέπτυξε χαρακτηριστικά υποκαταστατισμού, δηλαδή μια τάση υποκατάστασης της δικτατορίας του προλεταριάτου με τη δικτατορία του κόμματος, παρόλο που σύμφωνα με τους κύριους ρώσους επαναστάτες η δικτατορία του προλεταριάτου ταυτιζόταν με την προλεταριακή δημοκρατία.
Στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, με βάση μια «οικονομίστικη» (ενώ οι πιο επικίνδυνοι πολιτικοί αντίπαλοι της επανάστασης είχαν εκμηδενιστεί) κατά βάση θεώρηση της νέας κατάστασης, όπως έχει δείξει ο Ernest Mandel στο βιβλίο του «Εξουσία και Χρήμα», ο Λένιν και ο Τρότσκι σχεδόν θεωρητικοποίησαν αυτό τον υποκαταστατισμό. Ο Λένιν έγραφε: «…η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να ασκηθεί μέσω μιας οργάνωσης που αγκαλιάζει το σύνολο αυτής της τάξης, επειδή σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες (και όχι μόνο εδώ πέρα, σε μια από τις πιο καθυστερημένες) το προλεταριάτο είναι ακόμη τόσο διαιρεμένο, τόσο εξευτελισμένο, και διεφθαρμένο … που μια οργάνωση που θα περιλαμβάνει το σύνολο του προλεταριάτου δε θα μπορεί να ασκήσει άμεσα την προλεταριακή δικτατορία.
Αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μονάχα από την πρωτοπορία που έχει απορροφήσει την επαναστατική ενέργεια της τάξης» Ο Τρότσκι, σε μία από τις χειρότερες του στιγμές, υποστήριζε την ίδια εποχή: «Σήμερα λάβαμε μια πρόταση από την Πολωνική κυβέρνηση να κάνουμε ειρήνη. Ποιος αποφασίζει για τέτοια ζητήματα; Έχουμε το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτροπών, αλλά κι αυτό πρέπει να υπόκειται σε κάποιο έλεγχο. Τίνος έλεγχο; Τον έλεγχο της εργατικής τάξης σαν άμορφης μάζας; Όχι η Κεντρική Επιτροπή συνήλθε για να συζητήσει την πρόταση και να αποφασίσει αν θα έπρεπε να απαντηθεί …. Η Εργατική Αντιπολίτευση κατέβηκε με επικίνδυνα συνθήματα. Έκαναν φετίχ τις δημοκρατικές αρχές. Έβαλαν το δικαίωμα των εργατών να εκλέγουν αντιπροσώπους πάνω από το Κόμμα, σαν τέτοιο, σαν το Κόμμα να μην είχε δικαίωμα να εφαρμόσει τη δικτατορία του ακόμα και αν αυτή η δικτατορία πρόσκαιρα συγκρούεται με τις περαστικές διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας ….
Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε ανάμεσά μας τη συνείδηση του επαναστατικού, ιστορικού εκ γενετής δικαιώματος του Κόμματος. Το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δικτατορία του, άσχετα από τις προσωρινές διακυμάνσεις στις αυθόρμητες διαθέσεις των μαζών, άσχετα από τις περιοδικές αμφιταλαντεύσεις ακόμη και της εργατικής τάξης.»
Εντυπωσιακές απολογητικές θεωρητικοποιήσεις «μιας ντε φάκτο ολιγαρχίας κομματικών ηγετών» (Mandel) που δε δικαιώνονται από κανένα «πλαίσιο», έστω και αν τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο Λένιν βάζει σα στόχο μιας εναγώνιας πάλης τον αγώνα κατά της γραφειοκρατίας ή εάν ο Τρότσκι, ήδη, από το 1923 παίρνει το δρόμο της μακράς αντιπολιτευτικής δραστηριότητας κατά της ανερχόμενου γραφειοκρατικού στρώματος.
Ο Τρότσκι, με μια αυτοκριτική διάθεση, προς το τέλος της ζωής του αναγνώριζε: «η απαγόρευση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, έφερε κατόπιν την απαγόρευση των ομαδοποιήσεων. Η απαγόρευση των ομαδοποιήσεων κατέληξε σε απαγόρευση του να σκέφτεται κανείς διαφορετικά από τους αλάθητους ηγέτες.
Η αστυνομική μονολιθικότητα του Κόμματος έφερε σαν αποτέλεσμα την ατιμωρησία της γραφειοκρατίας που έγινε πηγή κάθε είδους αχαλινωσιάς και διαφθοράς» (Προδομένη Επανάσταση). Το ιστορικό ρήγμα ανάμεσα στους μπολσεβικισμό και το σταλινισμό είναι για μας αναμφισβήτητο και σηματοδοτεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό του Σοβιετικού Καθεστώτος.
Αλλά μαζί με την υπεράσπιση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των μπολσεβίκικων επαναστατικών και διεθνιστικών παραδόσεων έναντι της σταλινικής παραχάραξής τους είναι αναγκαία η κριτική στα λάθη των μπολσεβίκων, η αναγνώριση ότι η πολιτικές καταναγκασμού, κατάργησης των πολιτικών ελευθεριών, συγκέντρωσης των εξουσιών από το «Κόμμα» συνέβαλαν στα ακριβώς αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα· σε μία εντελώς αντίθετη έκβαση από εκείνη της σωτηρίας της σοβιετικής δημοκρατίας. Έτσι η εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου αποκοπτόταν ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας των μπολσεβίκων από την πλήρη άνθηση της εργατικής δημοκρατίας.
Η κριτική στους μπολσεβίκους έχει καταλυτική σημασία αν λάβει κανείς υπόψη του όλους τους μικρούς και μεγάλους νεώτερους «Λένιν» που στο όνομα του ηγετικού ρόλου του κόμματος στην προλεταριακή επανάσταση απαιτούν να υπαγορεύσουν τις τύχες του εργατικού κινήματος· όλους αυτούς που ηγούνται του ενός και μοναδικού «Κόμματος» που εκφράζει «αντικειμενικά» τα συμφέροντα των εργαζομένων και γι’ αυτό νομιμοποιείται περιστασιακά ή μόνιμα να αντιτίθεται στη θέλησή τους.
Ο δικός μας «λενινισμός» είναι αντίθετος στον οργανωτικό φετιχισμό του κόμματος, στην αναγνώριση οποιουδήποτε «ιστορικού του δικαιώματος» έναντι της δημοκρατίας των εργατών, ενός νόμιμου «από αντικειμενική ιστορική άποψη» προνομίου να ασκεί τη δικτατορία του προλεταριάτου στη θέση του σαν μία επίγεια ενσάρκωση της χεγκελιανής ιδέας του απόλυτου πνεύματος. Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ιδίας, έγραψε στις σημαίες της η Διεθνής.
«Ο σοσιαλισμός δεν οικοδομείται με διατάγματα», έλεγε η Ρ. Λούξεμπουργκ. Το πρόταγμα ενός επαναστατικού κόμματος είναι η επαναστατική εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ελευθέρα συνεταιρισμένων παραγωγών, αν πάρουμε την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα και στο πνεύμα και το γράμμα της.
ΕΣΚΕΜΜΕΝΗ ΛΗΘΗ
Η απόφαση της Νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση να υιοθετήσει στο πρώτο προγραμματικό της κείμενο τον όρο «εργατική δημοκρατία» αντί του όρου «δικτατορία του προλεταριάτου», πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ποιος θα μπορούσε να βάλει στο μυαλό του λαθεμένες ιδέες για μια οργάνωση που ισχυριζόταν ότι «η λάμψη της εξέγερσης θα είναι παντοτινή». Αυτή η επιλογή φάνταζε όχι σαν «ιδεολογική υποχώρηση», αλλά σα «θεωρητικό και στρατηγικό προχώρημα» στα πλαίσια ενός σύγχρονου επαναστατικού προγράμματος.
Δεν είχε ασχοληθεί κανείς τότε από το «τροτσκίζοντα» πολιτικό χώρο. Μάλλον είχε θεωρηθεί σαν κατευθείαν επίδρασή του κιόλας (ο όρος «εργατική δημοκρατία» ήταν σπάνιος στη σταλινική παράδοση του ΚΚΕ, αντίθετα με τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου»). Αυτή η υπόμνηση δεν αφορά βέβαια το σύντροφο Πετράκο. Στον ίδιο απλά θα θυμίσουμε ότι το ρεύμα, το οποίο δεν έχει πάψει να εκπροσωπεί, επαναλάμβανε σ’ όλους τους τόνους και τις περιστάσεις, με θαυμαστή συνέπεια και επιμονή ότι παλεύει για ένα «σοσιαλισμό από τα κάτω». Η έκφραση αυτή σε σχέση με την μαρξιστική παράδοση δε θα είχε κανένα νόημα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ούτε από τα πάνω, ούτε από τα κάτω· είναι απλά σοσιαλισμός.
Ωστόσο στο φόντο της ιστορικής εμπειρίας μισού αιώνα από τα γραφειοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής η έννοια του «σοσιαλισμού από τα κάτω», αν και όχι μαρξιστικά δόκιμη, μπορούσε να έχει μια σαφή «παραστατική» δύναμη για τι εννοούσε το ρεύμα αυτό ως σοσιαλισμό την εποχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κάτι που δε διέθετε η διατύπωση «δικτατορία του προλεταριάτου» η οποία παράπεμπε σε τελείους διαφορετικούς συνειρμούς όχι την αστική κοινή γνώμη, αλλά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στη Δύση. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είχε … «την πολιτική δύναμη» σαν όρος, για να θυμηθούμε τα λόγια του. Ωστόσο παρέμεινε και παραμένει, υποτίθεται, στο πρόγραμμα αυτού του ρεύματος όπως και πολλών άλλων ρευμάτων.
Οι κλασικοί ωστόσο ποτέ δε φαντάστηκαν ένα πρόγραμμα αποτελούμενο από έννοιες σκονισμένες, ακατονόμαστες, απωθημένες που διατηρούν ένα φιλολογικό ενδιαφέρον ή επιστρατεύονται σε περιπτώσεις ανάγκης όπως για παράδειγμα για να επινοηθεί μια «επαναστατική συνέπεια» της ΔΕΑ σε σχέση με την υποχώρηση της LCR μπροστά στην «αστική κοινή γνώμη».
Ακόμα χειρότερα το ρεύμα του Διεθνούς Σοσιαλισμού έχει να επιδείξει ακόμη πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ιστορικής αμνησίας της «μαρξιστικής παράδοσης». Η εφημερίδα «Socialist Worker» είχε αναφωνήσει την εποχή της κατάρρευσης των γραφειοκρατιών της Ανατολ. Ευρώπης: «Ο Κομμουνισμός πέθανε, αγώνας τώρα για έναν αληθινό σοσιαλισμό». Μια τέτοια κραυγή είναι σίγουρα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπόκλισης στις «απόψεις του μέσου όρου» και στην «κυρίαρχη ιδεολογία» σε βάρος της ιστορικότητας που είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μαρξιστικών ιδεών. Η 4η Διεθνής στην περίοδο της σκληρότερης ιδεολογικής επίθεσης της αστικής ιδεολογίας ενάντια στον κομμουνισμό (την εποχή της τεράστιας εκδοτικής επιτυχίας σε μια σειρά από χώρες και ειδησεογραφικής κάλυψης της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού») δημοσίευσε σ’ όλα τα διεθνή και εθνικά της έντυπα τη μελέτη του συντρόφου Bensaid «Στην Υπεράσπιση του Κομμουνισμού».
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Πριν απ’ το να απευθύνουν κριτικές, οι σύντροφοι μας από την «τροτσκιστική» αριστερά, πόσο μάλλον από τη σταλινογενή, θα πρέπει να μας απαντήσουν: αντιλαμβάνονται τη μεταβατική περίοδο μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν μία περίοδο που όπου θα κυριαρχεί το ένα και μοναδικό επαναστατικό «λενινιστικό» κόμμα που θα μπορεί να θέτει σ’ απαγόρευση τα άλλα εργατικά κόμματα με τη δικαιολογία ότι έχουν έναν «αντικειμενικά αστικό» ή «αντεπαναστατικό ρόλο» με τη δικαιολογία ότι οι μπολσεβίκοι στην εποχή τους το αποτόλμησαν; θεωρούν αναγκαία την ύπαρξη διαδικασιών καθολικής ψηφοφορίας και αντιπροσώπευσης (στα πλαίσια μιας «Συντακτικής Συνέλευσης» ή οποιουδήποτε άλλου αντιπροσωπευτικού θεσμού) στη διάρκεια της μετεπαναστατικής μεταβατικής περιόδου, πέρα από τις μορφές αυτοδιαχείρισης ή συμβουλιακής οργάνωσης, όπου ο πληθυσμός θα αποφασίζει πάνω στις γενικές πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις που αφορούν την κοινωνία συνολικά ανάμεσα σε διαφορετικές πλατφόρμες;
Ή μήπως θεωρούν μια τέτοια διαδικασία «κατάλοιπο» της αστικής δημοκρατίας και θεωρητικοποιούν την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης από τους μπολσεβίκους (η οποία είχε θεωρηθεί προσωρινή, αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε «μόνιμη» αποτελώντας μια από τις προϋποθέσεις για τη συγκέντρωση ολόκληρης της σοβιετικής εξουσίας στα χέρια του «μηχανισμού»);
Αλλά, προτού, απογειωθούμε στις ομιχλώδεις περιοχές του μέλλοντος για να διακρίνουμε τα περιγράμματα των πολιτικών μορφών της μεταβατικής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό κοινωνίας, θα μπορούσαμε να στρέψουμε το βλέμμα στις καθημερινές οργανωτικές πρακτικές στο χώρο της επαναστατικής ή και όχι τόσο επαναστατικής αριστεράς για να πάρουμε μια πρόγευση για το πώς εννοούν τη μελλοντική εργατική δημοκρατία μέσα από το οργανωτικό μοντέλο που εφαρμόζουν: Ποιες είναι οι δημοκρατικές παραδόσεις που εφάρμοσαν τα διάφορα επαναστατικά ρεύμα των διαφόρων Χήλυ, Μορένο, Λαμπέρ και Κλιφ; Όσο για το τελευταίο ρεύμα που αφορά και το σύντροφο Χ.Π. είναι δύσκολο να διαψεύσει ότι οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις λόγω της απουσίας ενός εσωτερικού δημοκρατικού καθεστώτος (που να επιτρέπει το σχηματισμό τάσεων και φραξιών) επέσυραν πάντα διοικητικά μέτρα, διαγραφές ή αντιμετωπίζονταν με γραφειοκρατικές μεθόδους περιθωριοποίησης των διαφωνούντων.
Στη χειρότερη περίπτωση, που όμως δεν υπήρξε και η σπανιότερη, το καθεστώς αυτό προκάλεσε σοβαρές διασπάσεις για λόγους τους οποίους δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι δικαιολογούν μια διάσπαση.
Είναι συνεπώς κρίσιμο να μιλάμε για την ουσία των ζητημάτων και να μην σπέρνουμε εντυπώσεις. Η σοβαρότητα της κρίσης του επαναστατικού σχεδίου σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας μετά την εμπειρία 70 χρόνων γραφειοκρατικής εξουσίας στην Ανατολή, γραφειοκρατικοποίησης των ΚΚ και του εργατικού κινήματος της Δύσης και σε μικρότερο βαθμό «λογικών υποκαταστατισμού» ακόμη και στα πολύ πιο μειοψηφικά ρεύματα της επαναστατικής αριστεράς μας επιβάλει μια εξαντλητική συζήτηση για το ζήτημα της δημοκρατίας σε προγραμματικό και στρατηγικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής δράσης των επαναστατικών οργανώσεων.
Γιατί πρέπει να πείσουμε πριν από οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης ότι αυτή αφορά τη «δημοκρατία των εργατών».
Να προσδιορίσουμε την εποχή που εγκαινιάζει η κοινωνική επανάσταση σαν μια εποχή άνθησης της πιο πλατιάς δημοκρατίας των εργαζομένων και όχι να προεξοφλούμε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης με περιστολή «πολιτικών δικαιωμάτων».
Να εξασφαλίσουμε, τέλος, ότι η πάλη κατά της αντεπανάστασης δε θα οδηγήσει ποτέ ξανά σε μαρασμό της εργατικής δημοκρατίας, οικοδομώντας πρώτα εκείνες τις δομές σοσιαλιστικής δημοκρατίας όπου δε θα αναγνωρίζεται το «ιστορικά αντικειμενικό δικαίωμα» μονοπώλησης της εξουσίας από οποιονδήποτε.
Παναγιώτης Σηφογιωργάκης
http://www.okde.org/spartakos/keimena/s74_dp_ps.htm
Ποιος είναι λοιπόν ο πιο ευαίσθητος στην άσκηση ιδεολογικής πίεσης; Η LCR άλλαξε τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» από το καταστατικό της όχι γιατί υποβλήθηκε σε πιέσεις, αλλά σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών προβληματισμών και ζυμώσεων που εκτείνονται σε βάθος δεκαετιών με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό ενός επαναστατικού οράματος που θα περιλαμβάνει τις προσδοκίες για κοινωνική χειραφέτηση, ένα σοσιαλιστικό σχέδιο που με ουσιαστικό τρόπο θα στηρίζεται στην ελεύθερη δραστηριότητα των ίδιων των εργατών και εργατριών και όχι κάτι προσωρινά «ελκυστικό».
Αυτό που είναι αποφασιστικής σημασίας είναι να μιλήσουμε λοιπόν για την ουσία του σοσιαλιστικού σχεδίου για το οποίο αγωνιζόμαστε και σ’ αυτό το πεδίο εμείς θα αναγνωρίσουμε αρκετές διαφορές με σημαντικές ενδεχομένως πολιτικές συνέπειες με το σοσιαλισμό και τη δικτατορία των προλετάριων που ο Χ.Π. λέει ότι μοιράζεται μαζί μας.
Η πολιτική πώρωση που θέλει την 4η Διεθνή να είναι «δεξιά κεντριστική», στην καλύτερη περίπτωση, και «αντεπαναστατική», στη χειρότερη, προϋποθέτει μία ορισμένη συγγένεια με τις σταλινικές πρακτικές συκοφαντίας.
Το τροτσκιστικό «περίβλημα» δε χρησιμεύει και πολύ εν προκειμένω. Οι διάφοροι επίγονοι των Τζέρυ Χήλι, Μορένο και των «τροτσκιστικών» τους διεθνών που δυσφήμησαν το ρεύμα του τροτσκισμού, σε μερικές περιπτώσεις πιο αποτελεσματικά από τις σταλινικές πλαστογραφίες, βρίσκονται άοκνα επί τω έργω.
Θα έπρεπε να τους θυμίσουμε για παράδειγμα την αλήστου μνήμης θέση του Μορένο για τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Κανένας ούτε καν οι ίδιοι οι σταλινικοί δε θεωρητικοποίησαν τη «δικτατορία του μοναδικού κόμματος» στο όνομα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σαν κι αυτόν τον «τροτσκιστή»!
Έτσι λοιπόν δεν έχει σημασία για αυτές τις κριτικές ο προσδιορισμός από την ίδια την LCR μιας σαφούς επαναστατικής στρατηγικής με πυρήνα τις βασικές αρχές που χαρακτήρισαν «το κράτος της Κομμούνας», πάνω στο οποίο βάσισαν την έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου» οι Μαρξ και Ένγκελς. Άγχη όμως λανθάνουν ακόμη και σε κριτικές που διεκδικούν να είναι περισσότερο σοβαρές και ψύχραιμες.
Τέτοια είναι μέσα στη σχηματική «ορθοδοξία» της η κριτική του συντρόφου Χ. Πετράκου που συνοδεύει το άρθρο του συντρόφου μας F.Olivier από τη Rouge που δημοσιεύει το περιοδικό «Διεθνιστική Αριστερά» που εκδίδεται από τη Δ.Ε.Α..
Πιο προσεκτικά διατυπώμενη, αλλά ωστόσο εξίσου αποκαλυπτική, είναι η άποψη του ότι «δε βλέπουμε γιατί θα έπρεπε να απαρνηθούμε ένα μέρος της επαναστατικής μαρξιστικής παράδοσης κάτω από την πίεση της αστικής κοινής γνώμης …».
Θα έπρεπε λοιπόν να φανταστούμε τους συντρόφους μας της LCR, να αισθάνονται άσχημα στα «σαλόνια» της αστικής τάξης στα οποία κυκλοφορούν, από την κατακραυγή του Le Monde και την απόρριψη της μαρξιστικής δικτατορίας από τους διανοούμενους της μόδας.
Θα πρέπει να πούμε ότι το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι σύντροφοί μας της LCR είναι κάπως διαφορετικό: είναι η εργατική τάξη και η ριζοσπαστική νεολαία.
Μ’ αυτούς τους χώρους αλληλεπιδρά σαν οργάνωση, απ’ αυτές τις πηγές αντλεί τις οργανωτικές και πολιτικές της δυνάμεις. «Ύστερα απ’ όλες τις ιστορικές εμπειρίες του 20ου αιώνα, ο όρος ‘δικτατορία’ - με ή χωρίς προσδιορισμό - είναι πλέον απεχθής. Και πρώτα απ’ όλα από εμάς τους ίδιους.» υποστηρίζει ο σύντροφος Francois και εννοεί ότι είναι απεχθής στις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες είναι οι εν δυνάμει επαναστατικές.
Ίσως ο σύντροφος Χ.Π. να εννοούσε ότι «η πλειοψηφία της εργατικής τάξης βρίσκεται υπό την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας» στο συγκεκριμένο θέμα. Μόνο που δεν το είπε. Μιλάει για «αστική κοινή γνώμη». Είναι κάτι διαφορετικό. Μια έννοια που από μαρξιστική άποψη τουλάχιστο δεν έχει καθορισμένο περιεχόμενο.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ο συν. Χ.Π. παραδέχεται ότι «οι πολιτικοί όροι από μόνοι τους δεν έχουν καμία δύναμη. Αυτό που έχει σημασία είναι ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τις χρησιμοποιούν».
Αν και η αντίληψη αυτή είναι αρκετά εργαλειακή, (στο μέτρο που η LCR είναι η αυτή η επαναστατική δύναμη που είναι θα μπορούσε να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε όρο για να περιγράψει την επαναστατική στρατηγική της) ο σύντροφος θέλει να πείσει ότι δεν τον χαρακτηρίζει κανένας «φετιχισμός» με τους όρους.
Μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι τους κλασικούς του μαρξισμού δεν τους διακατείχε ένας τέτοιος «φετιχισμός»: ο Λένιν θεώρησε αναγκαίο να βγάλει το «βρώμικο πουκάμισο» του ονόματος «σοσιαλδημοκράτες» και να ονομάσει το κόμμα των μπολσεβίκων «κομμουνιστικό», μετά το σοσιαλπατριωτικό εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας της 2ης Διεθνούς μπροστά στον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Στη σχετική διαβεβαίωση από τον Τρότσκι - σχετική και με το ζήτημα που τυγχάνει εδώ να πραγματευόμαστε - ότι «σαν Μαρξιστές, δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας», η Ρόζα Λούξεμπουργκ μπορούσε να αντιτείνει: «αλλά ούτε και του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού είμαστε ειδωλολάτρες».
Ο Τρότσκι, αργότερα, υπήρξε κρυστάλλινα σαφής ως προς τη σημασία που απέδιδε σ’ ορολογικά ζητήματα στη διάρκεια της αντιπαράθεσης του με την αντιπολίτευση των Σάχτμαν και Μπάρναμ μέσα στο αμερικάνικο ΣΕΚ, που καταγράφτηκε στη συλλογή κειμένων του με τον τίτλο στην «Υπεράσπιση του Μαρξισμού», που είναι από κάθε άποψη ένα παράδειγμα υπεράσπισης θεμελιωδών αρχών του μαρξισμού. Απέναντι στη θέση των Σάχτμαν και Μπάρναμ αναφορικά με την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ αναγνώριζε ότι οι ορολογικές διαφορές δεν έχουν σημασία παρά μόνο σε σχέση με τις πολιτικές συνέπειες τους.
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν οι διαφορές στην ορολογία οδηγούν σε «διαμετρικά αντίθετα πολιτικά συμπεράσματα». Οι κριτικές στην LCR αδυνατούν να δείξουν ποια είναι τα διαφορετικά στρατηγικά πολιτικά συμπεράσματα που συνεπάγεται η απάλειψη του όρου «δικτατορία του προλεταριάτου» από το καταστατικό της. Αφήνεται απλά να αιωρείται στην ατμόσφαιρα η απειλή ότι η κλωστή του επαναστατικού μαρξισμού, στην περίπτωση της LCR, αρχίζει να ξεφτά με πρώτο δείγμα την αλλαγή των κοινά παραδεκτών μαρξιστικών όρων κάτω από την πίεση της αστικής ιδεολογίας.
Στην πραγματικότητα παρά τη αναγνώριση από το σύντροφο Χ.Π. ότι «εννοείται ότι για μας η ‘δικτατορία του προλεταριάτου’ δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ‘τον αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό, τη δημοκρατία χωρίς όρια, την εξουσία των εργατών και εργατριών, δηλαδή της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού, ενάντια στη δικτατορία των χρηματιστηρίων’, όπως πολύ σωστά οι σύντροφοι της LCR περιγράφουν το σκληρό πυρήνα του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης», οι διαφορές δεν αφορούν μόνο τις λέξεις, αλλά και τη σημασία τους. Οι διαφορές αφορούν και στον ίδιο τον πυρήνα του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι πολιτικές συνέπειες δεν μπορούν να παραβλεφθούν.
ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ: ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΣΜΟΣ
Η γραφειοκρατική αποκρυστάλλωση στη Σοβιετική Ρωσία δεν ήταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα κάποιου προπατορικού αμαρτήματος του μπολσεβικισμού και της λενινιστικής θεωρίας της οργάνωσης. Η ερμηνεία αυτή που έχει προβληθεί κατά κόρον από τους αστούς, τους σοσιαλδημοκράτες και τους αναρχικούς στηρίζεται σε στιγμιότυπα από την προεπαναστατική και πρώτη μετεπαναστατική (στη διάρκεια της ζωής του Λένιν) ιστορική πορεία του μπολσεβικισμού και όχι από το σύνολό της. Μέχρι και το 10ο Συνέδριο του, όπου απαγορεύτηκε επίσημα ο σχηματισμός τάσεων και φραξιών, το ΡΚΚ χαρακτηριζόταν από ένα ζωντανό εσωτερικό δημοκρατικό καθεστώς. Ο ίδιος ο Λένιν στο περίφημο βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση» λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση υποστήριξε ότι το κοινωνικό περιεχόμενο της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι η πλατύτερη και πιο ολοκληρωμένη σε σχέση με κάθε προηγούμενη ιστορική εμπειρία δημοκρατία για την πλειοψηφία του καταπιεζόμενου λαού, μια αληθινή προλεταριακή δημοκρατία όπου στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων ήταν αναγκαίο να συμμετέχει και η τελευταία καθαρίστρια.. Σ’ αυτή τη λενινιστική αντίληψη η καταστροφή της αστικής κρατικής μηχανής και η αντικατάστασή της με το κράτος της Κομμούνας αποτελεί την επαναστατική έκφραση της αυτενέργειας και αυτοαπελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Η διάκριση ανάμεσα στη εξουσία των εργατών και το ρόλο του κόμματος είχε, άλλωστε, κατακτηθεί από το Λένιν ήδη από το 1905, κατά τη «γενική δοκιμή» του Οκτώβρη και την πρώτη εμφάνιση των Σοβιέτ.
Η ίδια η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην έγκαιρη, στην εποχή της, και, πλέον, κλασική κριτική της στους μπολσεβίκους στη «Ρώσικη Επανάσταση» κατέληγε στο συμπέρασμα ότι: «Αυτό που συμβαίνει στη Ρωσία είναι ευνόητο. Είναι μία αναπόφευκτη αλυσίδα αιτιών και αποτελεσμάτων, που αφετηρία και τερματισμός τους είναι: η αδράνεια του γερμανικού προλεταριάτου και η κατοχή της Ρωσίας από το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Θα ήταν σα να ζητάει κανείς υπερφυσικά πράγματα από το Λένιν και τους συντρόφους του το να περιμένουμε κάτω από τέτοιες συνθήκες να δημιουργήσουν ως δια μαγείας την ωραιότερη από τις δημοκρατίες, την υποδειγματικότερη δικτατορία του προλεταριάτου και μία ανθούσα σοσιαλιστική οικονομία …. η σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο σε διεθνή κλίμακα.»
Παραμένουμε στα όρια του ιστορικού υλισμού, αν αναγνωρίσουμε σαν πρωταρχική αιτία του εκφυλισμού της Οκτωβριανής Επανάστασης, την απομόνωση της επανάστασης σε μία καθυστερημένη περιφερειακή χώρα σε ιμπεριαλιστική περικύκλωση και εξάντληση από ένα αιματηρό και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ύστερα από την τραγική ήττα των επαναστατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο μετά από 85 χρόνια διαφεύγει από αρκετούς στην επαναστατική αριστερά η σημασία εκείνης της πρώιμης κριτικής των Ρόζας. Πολλοί «λενινιστές» αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα σοβαρά πολιτικά λάθη των μπολσεβίκων που προλείαναν το έδαφος για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της γραφειοκρατίας υπό το Στάλιν.
Αυτή η συγκέντρωση ισχύος στράφηκε στη συνέχεια ενάντια στην ίδια την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων και την επαναστατική γενιά του ’18. Η ηγεσία των μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένων των Λένιν και Τρότσκι, ειδικά στα 1920-22, ανέπτυξε χαρακτηριστικά υποκαταστατισμού, δηλαδή μια τάση υποκατάστασης της δικτατορίας του προλεταριάτου με τη δικτατορία του κόμματος, παρόλο που σύμφωνα με τους κύριους ρώσους επαναστάτες η δικτατορία του προλεταριάτου ταυτιζόταν με την προλεταριακή δημοκρατία.
Στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, με βάση μια «οικονομίστικη» (ενώ οι πιο επικίνδυνοι πολιτικοί αντίπαλοι της επανάστασης είχαν εκμηδενιστεί) κατά βάση θεώρηση της νέας κατάστασης, όπως έχει δείξει ο Ernest Mandel στο βιβλίο του «Εξουσία και Χρήμα», ο Λένιν και ο Τρότσκι σχεδόν θεωρητικοποίησαν αυτό τον υποκαταστατισμό. Ο Λένιν έγραφε: «…η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να ασκηθεί μέσω μιας οργάνωσης που αγκαλιάζει το σύνολο αυτής της τάξης, επειδή σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες (και όχι μόνο εδώ πέρα, σε μια από τις πιο καθυστερημένες) το προλεταριάτο είναι ακόμη τόσο διαιρεμένο, τόσο εξευτελισμένο, και διεφθαρμένο … που μια οργάνωση που θα περιλαμβάνει το σύνολο του προλεταριάτου δε θα μπορεί να ασκήσει άμεσα την προλεταριακή δικτατορία.
Αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μονάχα από την πρωτοπορία που έχει απορροφήσει την επαναστατική ενέργεια της τάξης» Ο Τρότσκι, σε μία από τις χειρότερες του στιγμές, υποστήριζε την ίδια εποχή: «Σήμερα λάβαμε μια πρόταση από την Πολωνική κυβέρνηση να κάνουμε ειρήνη. Ποιος αποφασίζει για τέτοια ζητήματα; Έχουμε το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτροπών, αλλά κι αυτό πρέπει να υπόκειται σε κάποιο έλεγχο. Τίνος έλεγχο; Τον έλεγχο της εργατικής τάξης σαν άμορφης μάζας; Όχι η Κεντρική Επιτροπή συνήλθε για να συζητήσει την πρόταση και να αποφασίσει αν θα έπρεπε να απαντηθεί …. Η Εργατική Αντιπολίτευση κατέβηκε με επικίνδυνα συνθήματα. Έκαναν φετίχ τις δημοκρατικές αρχές. Έβαλαν το δικαίωμα των εργατών να εκλέγουν αντιπροσώπους πάνω από το Κόμμα, σαν τέτοιο, σαν το Κόμμα να μην είχε δικαίωμα να εφαρμόσει τη δικτατορία του ακόμα και αν αυτή η δικτατορία πρόσκαιρα συγκρούεται με τις περαστικές διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας ….
Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε ανάμεσά μας τη συνείδηση του επαναστατικού, ιστορικού εκ γενετής δικαιώματος του Κόμματος. Το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δικτατορία του, άσχετα από τις προσωρινές διακυμάνσεις στις αυθόρμητες διαθέσεις των μαζών, άσχετα από τις περιοδικές αμφιταλαντεύσεις ακόμη και της εργατικής τάξης.»
Εντυπωσιακές απολογητικές θεωρητικοποιήσεις «μιας ντε φάκτο ολιγαρχίας κομματικών ηγετών» (Mandel) που δε δικαιώνονται από κανένα «πλαίσιο», έστω και αν τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο Λένιν βάζει σα στόχο μιας εναγώνιας πάλης τον αγώνα κατά της γραφειοκρατίας ή εάν ο Τρότσκι, ήδη, από το 1923 παίρνει το δρόμο της μακράς αντιπολιτευτικής δραστηριότητας κατά της ανερχόμενου γραφειοκρατικού στρώματος.
Ο Τρότσκι, με μια αυτοκριτική διάθεση, προς το τέλος της ζωής του αναγνώριζε: «η απαγόρευση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, έφερε κατόπιν την απαγόρευση των ομαδοποιήσεων. Η απαγόρευση των ομαδοποιήσεων κατέληξε σε απαγόρευση του να σκέφτεται κανείς διαφορετικά από τους αλάθητους ηγέτες.
Η αστυνομική μονολιθικότητα του Κόμματος έφερε σαν αποτέλεσμα την ατιμωρησία της γραφειοκρατίας που έγινε πηγή κάθε είδους αχαλινωσιάς και διαφθοράς» (Προδομένη Επανάσταση). Το ιστορικό ρήγμα ανάμεσα στους μπολσεβικισμό και το σταλινισμό είναι για μας αναμφισβήτητο και σηματοδοτεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό του Σοβιετικού Καθεστώτος.
Αλλά μαζί με την υπεράσπιση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των μπολσεβίκικων επαναστατικών και διεθνιστικών παραδόσεων έναντι της σταλινικής παραχάραξής τους είναι αναγκαία η κριτική στα λάθη των μπολσεβίκων, η αναγνώριση ότι η πολιτικές καταναγκασμού, κατάργησης των πολιτικών ελευθεριών, συγκέντρωσης των εξουσιών από το «Κόμμα» συνέβαλαν στα ακριβώς αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα· σε μία εντελώς αντίθετη έκβαση από εκείνη της σωτηρίας της σοβιετικής δημοκρατίας. Έτσι η εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου αποκοπτόταν ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας των μπολσεβίκων από την πλήρη άνθηση της εργατικής δημοκρατίας.
Η κριτική στους μπολσεβίκους έχει καταλυτική σημασία αν λάβει κανείς υπόψη του όλους τους μικρούς και μεγάλους νεώτερους «Λένιν» που στο όνομα του ηγετικού ρόλου του κόμματος στην προλεταριακή επανάσταση απαιτούν να υπαγορεύσουν τις τύχες του εργατικού κινήματος· όλους αυτούς που ηγούνται του ενός και μοναδικού «Κόμματος» που εκφράζει «αντικειμενικά» τα συμφέροντα των εργαζομένων και γι’ αυτό νομιμοποιείται περιστασιακά ή μόνιμα να αντιτίθεται στη θέλησή τους.
Ο δικός μας «λενινισμός» είναι αντίθετος στον οργανωτικό φετιχισμό του κόμματος, στην αναγνώριση οποιουδήποτε «ιστορικού του δικαιώματος» έναντι της δημοκρατίας των εργατών, ενός νόμιμου «από αντικειμενική ιστορική άποψη» προνομίου να ασκεί τη δικτατορία του προλεταριάτου στη θέση του σαν μία επίγεια ενσάρκωση της χεγκελιανής ιδέας του απόλυτου πνεύματος. Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ιδίας, έγραψε στις σημαίες της η Διεθνής.
«Ο σοσιαλισμός δεν οικοδομείται με διατάγματα», έλεγε η Ρ. Λούξεμπουργκ. Το πρόταγμα ενός επαναστατικού κόμματος είναι η επαναστατική εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ελευθέρα συνεταιρισμένων παραγωγών, αν πάρουμε την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα και στο πνεύμα και το γράμμα της.
ΕΣΚΕΜΜΕΝΗ ΛΗΘΗ
Η απόφαση της Νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση να υιοθετήσει στο πρώτο προγραμματικό της κείμενο τον όρο «εργατική δημοκρατία» αντί του όρου «δικτατορία του προλεταριάτου», πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ποιος θα μπορούσε να βάλει στο μυαλό του λαθεμένες ιδέες για μια οργάνωση που ισχυριζόταν ότι «η λάμψη της εξέγερσης θα είναι παντοτινή». Αυτή η επιλογή φάνταζε όχι σαν «ιδεολογική υποχώρηση», αλλά σα «θεωρητικό και στρατηγικό προχώρημα» στα πλαίσια ενός σύγχρονου επαναστατικού προγράμματος.
Δεν είχε ασχοληθεί κανείς τότε από το «τροτσκίζοντα» πολιτικό χώρο. Μάλλον είχε θεωρηθεί σαν κατευθείαν επίδρασή του κιόλας (ο όρος «εργατική δημοκρατία» ήταν σπάνιος στη σταλινική παράδοση του ΚΚΕ, αντίθετα με τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου»). Αυτή η υπόμνηση δεν αφορά βέβαια το σύντροφο Πετράκο. Στον ίδιο απλά θα θυμίσουμε ότι το ρεύμα, το οποίο δεν έχει πάψει να εκπροσωπεί, επαναλάμβανε σ’ όλους τους τόνους και τις περιστάσεις, με θαυμαστή συνέπεια και επιμονή ότι παλεύει για ένα «σοσιαλισμό από τα κάτω». Η έκφραση αυτή σε σχέση με την μαρξιστική παράδοση δε θα είχε κανένα νόημα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ούτε από τα πάνω, ούτε από τα κάτω· είναι απλά σοσιαλισμός.
Ωστόσο στο φόντο της ιστορικής εμπειρίας μισού αιώνα από τα γραφειοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής η έννοια του «σοσιαλισμού από τα κάτω», αν και όχι μαρξιστικά δόκιμη, μπορούσε να έχει μια σαφή «παραστατική» δύναμη για τι εννοούσε το ρεύμα αυτό ως σοσιαλισμό την εποχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κάτι που δε διέθετε η διατύπωση «δικτατορία του προλεταριάτου» η οποία παράπεμπε σε τελείους διαφορετικούς συνειρμούς όχι την αστική κοινή γνώμη, αλλά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στη Δύση. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είχε … «την πολιτική δύναμη» σαν όρος, για να θυμηθούμε τα λόγια του. Ωστόσο παρέμεινε και παραμένει, υποτίθεται, στο πρόγραμμα αυτού του ρεύματος όπως και πολλών άλλων ρευμάτων.
Οι κλασικοί ωστόσο ποτέ δε φαντάστηκαν ένα πρόγραμμα αποτελούμενο από έννοιες σκονισμένες, ακατονόμαστες, απωθημένες που διατηρούν ένα φιλολογικό ενδιαφέρον ή επιστρατεύονται σε περιπτώσεις ανάγκης όπως για παράδειγμα για να επινοηθεί μια «επαναστατική συνέπεια» της ΔΕΑ σε σχέση με την υποχώρηση της LCR μπροστά στην «αστική κοινή γνώμη».
Ακόμα χειρότερα το ρεύμα του Διεθνούς Σοσιαλισμού έχει να επιδείξει ακόμη πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ιστορικής αμνησίας της «μαρξιστικής παράδοσης». Η εφημερίδα «Socialist Worker» είχε αναφωνήσει την εποχή της κατάρρευσης των γραφειοκρατιών της Ανατολ. Ευρώπης: «Ο Κομμουνισμός πέθανε, αγώνας τώρα για έναν αληθινό σοσιαλισμό». Μια τέτοια κραυγή είναι σίγουρα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπόκλισης στις «απόψεις του μέσου όρου» και στην «κυρίαρχη ιδεολογία» σε βάρος της ιστορικότητας που είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μαρξιστικών ιδεών. Η 4η Διεθνής στην περίοδο της σκληρότερης ιδεολογικής επίθεσης της αστικής ιδεολογίας ενάντια στον κομμουνισμό (την εποχή της τεράστιας εκδοτικής επιτυχίας σε μια σειρά από χώρες και ειδησεογραφικής κάλυψης της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού») δημοσίευσε σ’ όλα τα διεθνή και εθνικά της έντυπα τη μελέτη του συντρόφου Bensaid «Στην Υπεράσπιση του Κομμουνισμού».
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Πριν απ’ το να απευθύνουν κριτικές, οι σύντροφοι μας από την «τροτσκιστική» αριστερά, πόσο μάλλον από τη σταλινογενή, θα πρέπει να μας απαντήσουν: αντιλαμβάνονται τη μεταβατική περίοδο μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν μία περίοδο που όπου θα κυριαρχεί το ένα και μοναδικό επαναστατικό «λενινιστικό» κόμμα που θα μπορεί να θέτει σ’ απαγόρευση τα άλλα εργατικά κόμματα με τη δικαιολογία ότι έχουν έναν «αντικειμενικά αστικό» ή «αντεπαναστατικό ρόλο» με τη δικαιολογία ότι οι μπολσεβίκοι στην εποχή τους το αποτόλμησαν; θεωρούν αναγκαία την ύπαρξη διαδικασιών καθολικής ψηφοφορίας και αντιπροσώπευσης (στα πλαίσια μιας «Συντακτικής Συνέλευσης» ή οποιουδήποτε άλλου αντιπροσωπευτικού θεσμού) στη διάρκεια της μετεπαναστατικής μεταβατικής περιόδου, πέρα από τις μορφές αυτοδιαχείρισης ή συμβουλιακής οργάνωσης, όπου ο πληθυσμός θα αποφασίζει πάνω στις γενικές πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις που αφορούν την κοινωνία συνολικά ανάμεσα σε διαφορετικές πλατφόρμες;
Ή μήπως θεωρούν μια τέτοια διαδικασία «κατάλοιπο» της αστικής δημοκρατίας και θεωρητικοποιούν την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης από τους μπολσεβίκους (η οποία είχε θεωρηθεί προσωρινή, αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε «μόνιμη» αποτελώντας μια από τις προϋποθέσεις για τη συγκέντρωση ολόκληρης της σοβιετικής εξουσίας στα χέρια του «μηχανισμού»);
Αλλά, προτού, απογειωθούμε στις ομιχλώδεις περιοχές του μέλλοντος για να διακρίνουμε τα περιγράμματα των πολιτικών μορφών της μεταβατικής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό κοινωνίας, θα μπορούσαμε να στρέψουμε το βλέμμα στις καθημερινές οργανωτικές πρακτικές στο χώρο της επαναστατικής ή και όχι τόσο επαναστατικής αριστεράς για να πάρουμε μια πρόγευση για το πώς εννοούν τη μελλοντική εργατική δημοκρατία μέσα από το οργανωτικό μοντέλο που εφαρμόζουν: Ποιες είναι οι δημοκρατικές παραδόσεις που εφάρμοσαν τα διάφορα επαναστατικά ρεύμα των διαφόρων Χήλυ, Μορένο, Λαμπέρ και Κλιφ; Όσο για το τελευταίο ρεύμα που αφορά και το σύντροφο Χ.Π. είναι δύσκολο να διαψεύσει ότι οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις λόγω της απουσίας ενός εσωτερικού δημοκρατικού καθεστώτος (που να επιτρέπει το σχηματισμό τάσεων και φραξιών) επέσυραν πάντα διοικητικά μέτρα, διαγραφές ή αντιμετωπίζονταν με γραφειοκρατικές μεθόδους περιθωριοποίησης των διαφωνούντων.
Στη χειρότερη περίπτωση, που όμως δεν υπήρξε και η σπανιότερη, το καθεστώς αυτό προκάλεσε σοβαρές διασπάσεις για λόγους τους οποίους δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι δικαιολογούν μια διάσπαση.
Είναι συνεπώς κρίσιμο να μιλάμε για την ουσία των ζητημάτων και να μην σπέρνουμε εντυπώσεις. Η σοβαρότητα της κρίσης του επαναστατικού σχεδίου σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας μετά την εμπειρία 70 χρόνων γραφειοκρατικής εξουσίας στην Ανατολή, γραφειοκρατικοποίησης των ΚΚ και του εργατικού κινήματος της Δύσης και σε μικρότερο βαθμό «λογικών υποκαταστατισμού» ακόμη και στα πολύ πιο μειοψηφικά ρεύματα της επαναστατικής αριστεράς μας επιβάλει μια εξαντλητική συζήτηση για το ζήτημα της δημοκρατίας σε προγραμματικό και στρατηγικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής δράσης των επαναστατικών οργανώσεων.
Γιατί πρέπει να πείσουμε πριν από οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης ότι αυτή αφορά τη «δημοκρατία των εργατών».
Να προσδιορίσουμε την εποχή που εγκαινιάζει η κοινωνική επανάσταση σαν μια εποχή άνθησης της πιο πλατιάς δημοκρατίας των εργαζομένων και όχι να προεξοφλούμε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης με περιστολή «πολιτικών δικαιωμάτων».
Να εξασφαλίσουμε, τέλος, ότι η πάλη κατά της αντεπανάστασης δε θα οδηγήσει ποτέ ξανά σε μαρασμό της εργατικής δημοκρατίας, οικοδομώντας πρώτα εκείνες τις δομές σοσιαλιστικής δημοκρατίας όπου δε θα αναγνωρίζεται το «ιστορικά αντικειμενικό δικαίωμα» μονοπώλησης της εξουσίας από οποιονδήποτε.
Παναγιώτης Σηφογιωργάκης
http://www.okde.org/spartakos/keimena/s74_dp_ps.htm
Ποιος είναι λοιπόν ο πιο ευαίσθητος στην άσκηση ιδεολογικής πίεσης; Η LCR άλλαξε τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» από το καταστατικό της όχι γιατί υποβλήθηκε σε πιέσεις, αλλά σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών προβληματισμών και ζυμώσεων που εκτείνονται σε βάθος δεκαετιών με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό ενός επαναστατικού οράματος που θα περιλαμβάνει τις προσδοκίες για κοινωνική χειραφέτηση, ένα σοσιαλιστικό σχέδιο που με ουσιαστικό τρόπο θα στηρίζεται στην ελεύθερη δραστηριότητα των ίδιων των εργατών και εργατριών και όχι κάτι προσωρινά «ελκυστικό».
Αυτό που είναι αποφασιστικής σημασίας είναι να μιλήσουμε λοιπόν για την ουσία του σοσιαλιστικού σχεδίου για το οποίο αγωνιζόμαστε και σ’ αυτό το πεδίο εμείς θα αναγνωρίσουμε αρκετές διαφορές με σημαντικές ενδεχομένως πολιτικές συνέπειες με το σοσιαλισμό και τη δικτατορία των προλετάριων που ο Χ.Π. λέει ότι μοιράζεται μαζί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου