Η οικοδόμηση της νέας, της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού, δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία μετάβαση από κάποιο σχηματισμό σε κάποιον άλλο, αλλά συνιστά την εμφάνιση και την διαμόρφωση ενός ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή, η οποία, ως προς το βάθος, την κλίμακα και τις προοπτικές της υπερβαίνει ακόμα και την μετάβαση της αρχαιότητας από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία. Πρόκειται για μία άρνηση-διαλεκτική άρση, τόσο των ταξικών ανταγωνιστικών τύπων ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο και των πριν από αυτούς βαθμίδων, δηλ. ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεων της. Η επισήμανση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται όταν διατυπώνονται διάφορες εικασίες και εκτιμήσεις σχετικά με τους ρυθμούς οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, με τις δυσκολίες που προκύπτουν κ.λ.π. Η επισήμανση αυτή αφορά επίσης τις δυσκολίες, την αντιφατικότητα και τον ιδιαίτερα περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών θεωρητικών προσεγγίσεων..."

Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμου, Π. Παυλίδη

10/12/2007

Η αναγκαιότητα της επαναστατικής θεωρητικής ανανέωσης


Είναι προφανές ότι διανύουμε μια περίοδο υποτίμησης της θεωρητικής γνώσης, έκπτωσης της μη άμεσα οικονομικά αποδοτικής γνώσης, μια περίοδο του πιο άκρατου και χυδαίου ωφελιμισμού. Βεβαίως, αυτή η κυρίαρχη τάση προς τον πραγματισμό δεν οφείλεται σε κάποιους κακούς διαχειριστές της παγκόσμιας κοινωνίας, ή των «εθνικών» κρατών, αλλά προκύπτει από την ίδια τη βαθιά δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο δεν μπορεί παρά να αντιδρά σε αυτήν, επιδιώκοντας μια σε πλάτος και σε βάθος άμεση και βίαιη, δίχως την πολυτέλεια του ιδεολογικού επικαλύμματος, γενίκευση της εμπορευματοποίησης και ένταση της εκμετάλλευσης.

Ταυτόχρονα, το ίδιο το σύστημα το εξυπηρετεί και ιδεολογικά να προβάλλει το «τέλος των ιδεολογιών», δηλαδή κάθε άλλης ιδεολογίας που ξεφεύγει από τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό, ή, διαφορετικά, από την πρακτική της «ελεύθερης» παγκόσμιας αγοράς και των κυρίαρχων δυνάμεων που αυτή «αυθόρμητα» αναδεικνύει.

Ακόμη και το πανεπιστήμιο, το οποίο εδώ και μέχρι μια δεκαετία αποτελούσε, αν και τμήμα του κυρίαρχου ιδεολογικού μηχανισμού, ένα σχετικά αυτοτελή πόλο, στα πλαίσια του οποίου μπορούσε να αναπτυχθεί η βασική έρευνα και οι θεωρητικές επιστήμες, έχει πια πάψει να παίζει αυτόν το ρόλο.

Απέναντι σε αυτήν τη μουντή πραγματικότητα, η οποία γίνεται ακόμη πιο σκοτεινή αν σκεφτεί κανείς ότι επικρατεί σε μια εποχή που τείνει να κυριαρχήσει «η γενική διάνοια» και η γνώση με την επιστήμη μετατρέπονται σε άμεσες παραγωγικές δυνάμεις, η κομμουνιστική αριστερά καλείται να αποτελέσει, αν όχι το τελευταίο απομεινάρι του θεωρητικού λόγου γενικά, στην κάθε περίπτωση τη βασική συνιστώσα παραγωγής και εκφοράς της επαναστατικής θεωρίας, η οποία διαφορετικά θα είναι αδύνατον να ανταποκριθεί στο αίτημα για αλλαγή του κόσμου.

Και η αλήθεια είναι ότι σε αυτόν τον τομέα υπάρχει εδώ και μεγάλο διάστημα σημαντική καθυστέρηση, σημαντικό έλλειμμα με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό έχει για το επαναστατικό κίνημα.

Οι αιτίες αυτού του ελλείμματος είναι πολλαπλές και βεβαίως δεν είναι δυνατόν να τις προσεγγίσουμε στα πλαίσια μιας σύντομης, όπως ετούτης, παρέμβασης.

Αξίζει όμως για να αναδείξουμε τη σοβαρότητα του ζητήματος και την αναγκαιότητα να ξεπεραστεί το συντομότερο αυτή η θεμελιακή καθυστέρηση, να θυμηθούμε έστω και συνοπτικά με ποιο τρόπο μας καλούσαν οι ίδιοι οι κλασικοί της κοσμοθεωρίας μας να αντιμετωπίζουμε και να αναπτύσσουμε τη θεωρία και τούτο πέρα από τη συγκλονιστική και δυστυχώς ανεπανάληπτη και ως προς αυτόν τον τομέα δική τους πράξη.

Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι οι κλασικοί του μαρξισμού δεν αρέσκονταν, όπως οι μέχρι τότε φιλόσοφοι, στην ερμηνεία του κόσμου, αλλά επιδίωκαν την αλλαγή του στην πράξη1, διαμόρφωσαν μια ριζοσπαστική για τα δεδομένα της εποχής τους σχέση θεωρίας και πράξης ανατρέποντας την κυρίαρχη αντίληψη της «παλιάς» φιλοσοφίας, η οποία είχε την ίδια σχέση με «τη μελέτη του πραγματικού κόσμου που έχει ο αυνανισμός με τον σεξουαλικό έρωτα»2.

Από αυτήν τη σκοπιά είναι βέβαιο ότι η πράξη, η εμπειρία αποτελεί γι' αυτούς απαραίτητο όρο για να ανέβουμε προς τη θεωρητική αφαίρεση, ή, όπως έγραφε ο Λένιν, «για να μάθουμε να κολυμπάμε πρέπει να μπούμε στο νερό»3.

Από αυτήν την οπτική γωνία, η ταύτιση μαρξισμού και «φιλοσοφίας της πράξης»4 από τον Gramsci εύστοχα εκφράζει αυτή τη νέα διαλεκτική ενότητα.

Αυτή όμως η νέα αντίληψη τόσο για το ρόλο όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο της θεωρίας, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον πρακτικισμό, ο οποίος σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος που κατήγγειλαν οι κλασικοί.

Ο μεγάλος Λένιν, ο οποίος κάθε άλλο παρά σαν θεωρητικολόγος μπορεί να κατηγορηθεί, μια που όπως ορθά έχει υποστηριχτεί είναι για τον μαρξισμό κάτι ανάλογο με ό,τι υπήρξε ο Αγιος Παύλος για το Χριστιανισμό, ή ο Λακάν για τον Φροϋδισμό5, εφόσον εκείνος ήταν που, πρώτος και μάλιστα σε κάποιες στιγμές του 1917 απελπιστικά μόνος, τόλμησε να πάρει την πρωτοβουλία της μετατροπής της επαναστατικής θεωρίας σε πράξη, υποστήριζε με πάθος: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Ο,τι και να πει κανείς γι' αυτή τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του οπορτουνισμού(...) συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης»6.

Και βεβαίως όταν ο Λένιν έκανε λόγο για επαναστατική θεωρία, κάθε άλλο παρά θεωρούσε ότι αυτή έχει ολοκληρωθεί με όσα έγραψαν οι Μαρξ, Ενγκελς, αφού, όπως ο ίδιος τόνιζε, «εμείς δε βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ ως κάτι τελειωμένο και μια για πάντα δοσμένο (...) Η θεωρία αυτή έβαλε μόνο τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης εκείνης που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις, αν δε θέλουν να μείνουν πίσω στη ζωή»7.

Αυτό σημαίνει ότι οι σύγχρονοι επαναστάτες όχι μόνο δε θα πρέπει να αρκούνται στη συχνά εκχυδαϊσμένη εγχειριδιακή προσέγγιση του μαρξισμού, που δυστυχώς ιδιαίτερα στον τόπο μας γαλούχησε τη μεγάλη πλειονότητα των επαναστατών, αλλά θα πρέπει να ασχολούνται με ζητήματα της «ανώτερης γνώσης»8 όπως ονομάτιζε ο Λένιν τη θεωρητική γνώση, να επιδιώκουν την αφομοίωση του μαρξικού πλούτου με όλη την αντιφατικότητα που ο ίδιος περιέχει, κάτι που απαιτεί και την προσφυγή στις συχνά αντιφατικές πηγές του, να αξιοποιούν τη συμβολή εμπλουτισμού του που επιχειρήθηκε στη συνέχεια από τον Λένιν, να μην παραγνωρίζουν τη συμβολή του «δυτικού μαρξισμού», ο οποίος παρά τις όποιες αδυναμίες του υπήρξε για μεγάλο διάστημα η μόνη αχτίδα επαναστατικής προβληματικής, να τον καθαρίζουν από την όποιας τάσης σκουριά του και, τέλος, να επιδιώκουν να ανανεώνουν, όπως το έπραξε ο Λένιν, τον κλασικό μαρξισμό στην κάθε εποχή, να τον πλουτίζουν παραπέρα με τη συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση και τα νέα δεδομένα.

Αν δε συμβεί κάτι τέτοιο, και το εργατικό κίνημα εγκαταλειφθεί στη μοίρα της αυθόρμητης εργατικής συνείδησης, ή, ακόμη χειρότερα, στη μοίρα των ενσωματωμένων του δυνάμεων, τότε είναι βέβαιο ότι ο μαρξισμός θα μετατραπεί σε μουσειακή σκέψη, ότι θα απονευρωθεί ολοκληρωτικά από τους κάθε λογής αναθεωρητές του και η αστική ιδεολογία όχι μόνο θα συνεχίσει να παραμένει κυρίαρχη στην κοινωνία, αλλά θα το υποτάξει ολοκληρωτικά και το ίδιο, ή θα το στρέψει σε αδιέξοδες λύσεις και σωτήρες.

1. Μαρξ, «Θέσεις για τον Φοϋερμπαχ», στο Μαρξ, Ενγκελς «Διαλεχτά έργα», εκδ. Γνώσεις, τ. 2, σελ. 470

2. Μαρξ, Ενγκελς, «Η Γερμανική Ιδεολογία», εκδόσεις Gutenberg, τόμος 1, σελ. 330.

3. Λένιν, «Φιλοσοφικά Τετράδια», Απαντα, τόμος 29, σελ. 187.

4. Βλέπε, Gramsci, «Textes» editions Sociales, και, κυρίως, το δέκατο από τα «Τετράδια της Φυλακής».

5. Βλέπε Slavoj Zizek, «Lenin?s Choise», στο http://marxists.org

6. Λένιν «Τι να κάνουμε;» Απαντα, τόμος 6, σελ. 24

7. Λένιν, «Το πρόγραμμά μας», Απαντα, τόμος 4, σελ. 188.

8. Λένιν «Μπέρδεμα πολιτικής και παιδαγωγικής», Απαντα, τ. 10 σελ. 360.

Του
Γιώργου ΡΟΥΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: