Στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-1858, γνωστά σαν Grundrisse, στο τμήμα με τίτλο «Το προτσές του σταθερού κεφαλαίου», υποστηρίζει ο Μαρξ ότι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής έρχονται σε αξεπέραστη αντίφαση με τις παραγωγικές δυνάμεις όταν θα κυριαρχεί η «γενική διάνοια», δηλαδή όταν η επιστήμη, και οι συσσωρευμένες γνώσεις, θα είναι κυρίαρχες στην παραγωγή, σε σχέση με την άμεση εργασία.
Από τη στιγμή που θα φτάσουμε στο σημείο εκείνο όπου η γνώση και η επιστήμη μετατρέπονται σε άμεσες παραγωγικές δυνάμεις, από τη στιγμή που «το κεφάλαιο -εντελώς άθελά του- μειώνει την ανθρώπινη εργασία, την κατανάλωση δύναμης σε ένα ελάχιστο, αυτό θα παίξει υπέρ της χειραφετημένης εργασίας και αποτελεί την προϋπόθεση της χειραφέτησής της».
«Τότε επισημαίνει ο Μαρξ η κάθε προσπάθεια για απόσπαση υπεραξίας καθίσταται αναχρονισμός, και εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και τούτο διότι: «δεν θα είναι ούτε η άμεση εργασία που πραγματοποιείται από τον ίδιο τον άνθρωπο ούτε ο χρόνος εργασίας του, αλλά η οικειοποίηση της γενικής παραγωγικής του δύναμης, η από μέρους του κατανόηση και κυριαρχία της φύσης μέσω της ύπαρξής του ως κοινωνικού σώματος, με μια λέξη η ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας που εμφανίζεται σαν ο μεγάλος θεμελιακός μοχλός της παραγωγής και του πλούτου».
Έτσι λοιπόν, όταν η κοινωνία φτάσει σε ένα σημείο όπου η «γενική διάνοια», δηλαδή η συλλογική, κοινωνική ευφυΐα, δημιουργημένη από συσσωρευμένες γνώσεις, τεχνικές και τεχνογνωσίες, έχει μετατραπεί σε άμεση παραγωγική δύναμη, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι κατάλληλες συνθήκες για την οριστική επικράτηση του κομμουνισμού. Τότε το πισωγύρισμα στον καπιταλισμό θα είναι αδύνατο….»