Νεκτάριος Λιμνάτης
Σκοπός της παρούσας εργασίας δεν είναι τόσο η σύνδεση κοινωνικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας, όσο η σύνδεση της τελευταίας με ζητήματα της καθημερινής ζωής, μέσω ενός παραλληλισμού επιστημολογικής προσέγγισης και καθημερινής ζωής, μέσω της αντιπαραβολής κάποιων δομών της πρώτης και της δεύτερης.
Στο πρώτο μέρος, η αναφορά σε ζητήματα και κατηγορίες με τις οποίες ασχολείται πρωτίστως η ψυχολογική επιστήμη είναι περισσότερο λειτουργικής φύσης και σκοπό έχει να διασαφηνίσει μερικά προκαταρκτικά ερωτήματα, τα οποία αλλιώς θα φαίνονταν αστήρικτα. Οι κατηγορίες της κοινωνικής ψυχολογίας συνιστούν την «πρώτη ύλη», η οποία υποβάλλεται στη συνέχεια σε φιλοσοφική ανάλυση. Η παραπάνω επισήμανση εγείρει, για άλλη μια φορά, το ζήτημα της οργανικής προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων από το σύνολο των επιστημών του ανθρώπου, κάτι που σήμερα στα πλαίσια του «υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας» (Μαρξ) φαίνεται όλο και πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Το πρόβλημα αυτό, βέβαια, δεν είναι δυνατό να λυθεί στα πλαίσια της παρούσας εργασίας.
Η χρήση ρωσικών πηγών έχει να κάνει με δυο πράγματα. Αφενός μεν, όσον αφορά το στερεότυπο, παραπέμπουν σε μερικές τυπικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα από τη μαρξιστική σκέψη. Η επιλογή ρωσικών πηγών ως εδώ (και όχι ελληνικών ή αγγλικών κ.λ.π.) είναι επουσιώδης. Αφετέρου δε, οι αναφορές στη σχέση Διάνοιας και Λόγου (κυρίως στον Β.Α. Βαζιούλιν) έχουν να κάνουν με μερικές ιδιομορφίες στην προσέγγιση της σχέσης του Χέγκελ με τον Μαρξ. Χωρίς να θέλω να γίνω υπερβολικός, γιατί υπάρχει τεράστια διεθνής βιβλιογραφία πάνω σ' αυτό το ζήτημα, νομίζω πως στην τέως Σοβιετική Ένωση έχουν γίνει σοβαρά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση που, τολμώ να πω, υπερβαίνουν τόσο την ακαδημαϊκή χρήση του Χέγκελ ως φιλόσοφου της Απόλυτης Γνώσης (π.χ. στις ΗΠΑ) όσο και την αποσπασματική αναφορά σ' αυτόν από την παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη.
Κατά την γνώμη μου, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση, ο Χέγκελ αντιμετωπίζεται σαν «ψόφιο σκυλί», όπως συνήθιζε να λέει ο Μαρξ: ενώ στηην πρώτη περίπτωση υποτιμάται η ανεπάρκεια και ο μυστικισμός του, στη δεύτερη, υποτιμάται το βάθος και η σημασία του, η οργανική του σχέση με ζητήματα μαρξιστικής μεθοδολογίας, θεμελιώδη ερωτήματα, τόσο θεωρητικής όσο και πρακτικής σημασίας, ξεφεύγουν από την προσοχή του ερευνητή σε μια τέτοια προσέγγιση.
Να σημειώσω, τέλος, πως τα παραπάνω ζητήματα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν λάβει κανείς υπόψη την ιστορική κρίση του κλασικού μαρξισμού και την ανάγκη, τόσο επιστημονικής εξήγησης της κρίσης όσο και αυτοϋπέρβασης του μαρξισμού.